ECLI:CY:DOD:2020:6
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Έφεση αρ.41/2015)
18 Φεβρουαρίου, 2020
[ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
xxx ΧΕΥΣ
Eφεσείουσα
και
xxx ΦΙΛΙΠΠΙΔΗΣ
Εφεσίβλητος
_ _ _ _ _ _
Αίτηση ημερ. 11.6.2019 για τροποποίηση εφετηρίου
Α.Δημητριάδης, για την εφεσείουσα
Ν.Κορακίδης, για τον εφεσίβλητη
_ _ _ _ _ _
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου.
----------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Με την παρούσα αίτηση ζητείται Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η δικαιοδοσία του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου έχει ενεργοποιηθεί και παραμένει έγκυρη προς εξέταση χωρίς να χρειάζεται οποιαδήποτε διόρθωση το εφετήριο. (Θεραπεία Α)
Εναλλακτικά ζητείται η τροποποίηση του Έντυπου Ειδοποίησης Εφέσεως της εφεσείουσας/αιτήτριας με διαγραφή της φράσης «Στο Ανώτατο Δικαστήριο» που φαίνεται στη σελ.1 της ειδοποίησης έφεσης και την αντικατάσταση της με τη φράση «Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο». (Θεραπεία Β)
Η Εφεσείουσα προβάλλει, μέσα από την στηρικτική της αίτησης ένορκη δήλωση ότι ουσιαστικά πρόκειται για τυπικό λάθος, παραθέτοντας το σχετικό νομικό πλαίσιο που διέπει την καταχώρηση μιας έφεσης εναντίον απόφασης Οικογενειακού Δικαστηρίου, ήτοι τον Διαδικαστικό Κανονισμό 10 του Περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Διαδικαστικού Κανονισμού Αρ.2/90, ο οποίος προνοεί ότι η διαδικασία εφέσεων διεξάγεται με κατ΄αναλογία εφαρμογή των θεσμών της Πολιτικής Δικονομίας. Προς τούτο δε ισχυρίζεται ότι, αφενός μεν τήρησε, κατά την καταχώρηση της, το εν λόγω νομικό πλαίσιο, αφετέρου ότι η νομιμότητα της καταχώρησης της έφεσης της δεν αμφισβητήθηκε από την Αρχιπρωτοκολλητή του Δευτεροβάθµιου Οικογενειακού Δικαστηρίου, η οποία μάλιστα γνωστοποίησε τόσο στην ίδια, όσο και στον Εφεσίβλητο, την καταχώρηση της επίδικης έφεσης και τον αριθμό καταχώρησης τον οποίον έλαβε αυτή.
Ο εφεσίβλητος με την ένσταση του αναφέρει πως η έφεση της εφεσείουσας απευθύνθηκε προς το Ανώτατο Δικαστήριο και όχι στο Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο και συνεπώς δεν ενεργοποιήθηκε η δικαιοδοσία του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου. Κατ΄ακολουθίαν, δεν υπάρχει έγκυρη έφεση. Η αιτούμενη τροποποίηση είναι ξένη προς το κυπριακό δίκαιο και μ΄αυτή επιζητείται η ενεργοποίηση του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου 4 χρόνια μετά την έκδοση της απόφασης της οποίας επιδιώκεται η προσβολή.
΄Εγινε φυσικά συζήτηση ενώπιον μας για την υπάρχουσα νομολογία επί του θέματος.
Ο κ.Κορακίδης στάθηκε ιδιαίτερα στην Πετρούδη ν. Αντωνίου, εφ.αρ.21/2013, ημερ. 6.6.2014 στην οποία ακολουθήθηκε η προηγούμενη νομολογία και λέχθηκε ότι δεν υπήρχε δυνατότητα απόκλισης από αυτή «εφόσον δεν μπορούσε να διαπιστωθεί ότι οι προηγούμενες δικαστικές αποφάσεις ήταν εσφαλμένες».
Θα επιχειρήσουμε μια ιστορική αναδρομή του θέματος.
Αρχής γενομένης από τη Θεοδώρου ν. Θεοδώρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 200, το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο έχει ακολουθήσει αυστηρή γραμμή πως η δικαιοδοσία του δεν ενεργοποιείται καν όταν η ειδοποίηση έφεσης καταχωρείται στο έντυπο αρ.28 ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου και όχι ενώπιον του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου.
Προκύπτει σαφώς από τη Θεοδώρου πως ακόμη και αν η ειδοποίηση έφεσης καταχωρείται στο κοινό πρωτοκολλητείο του Ανωτάτου Δικαστηρίου και του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου δεν διασώζεται η κατάσταση.
Στη Χριστοδούλου ν. Χριστοδούλου (1996) 1 Α.Α.Δ. 1244 επαναλήφθηκε η ίδια προσέγγιση. Στη Θεοδώρου ν. Νεοφύτου (2013) 1 Α.Α.Δ. 2139 όπου στο εφετήριο δεν γινόταν αναφορά στο Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο και πάλι ομοίως ακολουθείται η ίδια προσέγγιση.
Η Πετρούδη ν. Αντωνίου ήδη αναφέρθηκε. Το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο.
Πολύ πρόσφατα ασχοληθήκαμε με το ίδιο θέμα στην Η.Α. ν. Π.Σ., έφεση 21/18 ημερ. 19.12.2019 στην οποία αναφερόμενοι στην ως άνω νομολογία αλλά και στην Κλείτου ν. Μάππουρου, έφεση 16/10, ημερ. 7.6.2016 που διαφοροποιήθηκε, παρατηρήσαμε πως δεν μας ζητήθηκε να αποστούμε από την παλαιά νομολογία και το θέμα αντικρίστηκε στα περιθώρια που η μέχρι σήμερα νομολογία καθορίζει.
Eν αντιθέσει της Η.Α. ν. Π.Σ., (ως άνω), στην υπό κρίση περίπτωση, μας ζητήθηκε να αποκλίνουμε από τη νομολογία, όχι υπό την έννοια της διαφοροποίησης με βάση τα περιστατικά της υπόθεσης όπως έγινε στην Κλείτου, αλλά ως ανάγκη να προσαρμοστεί η Κυπριακή νομολογία με την ευρύτερη ευρωπαϊκή, ως ερμηνεύει ειδικά το άρθρο 6 παραγρ.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, αφού η προσκόλληση στον τύπο που έχει παγιωθεί με την υπάρχουσα νομολογία οδηγεί ουσιαστικά σε στέρηση του δικαιώματος πρόσβασης στο Δικαστήριο.
Είναι αναγκαίο πριν να προχωρήσουμε στην εξέταση της παρούσας αίτησης να ασχοληθούμε με τις καθοδηγητικές αρχές που αφορούν τη δυνατότητα του Ανωτάτου Δικαστηρίου να αποκλίνει από προηγούμενη νομολογία.
Στη Νικολάου ν. Νικολάου (1992) 1 Α.Α.Δ. (Β) 1338 είχαν λεχθεί τα εξής:
«Τα περιθώρια και προϋποθέσεις για απόκλιση από προηγούμενες αποφάσεις της ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι ανάλογες με εκείνες που παρέχονται στη Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων να αποκλίνει από προηγούμενες αποφάσεις της που περιέχονται στη διακήρυξη του 1966, (1966) 3 All E.R., 77. Στο προοίμιο της Διακήρυξης Πρακτικής επαναβεβαιώνεται η προσήλωση στο δικαστικό προηγούμενο ως το θεμέλιο πάνω στο οποίο οικοδομείται το δίκαιο και προσδιορίζεται η εφαρμογή του σε συγκεκριμένους τομείς. Προηγούμενες αποφάσεις του δικαστηρίου θεωρούνται κατά κανόνα δεσμευτικές. Μόνο λόγοι κεφαλαιώδους σημασίας, όπως η ουσιαστική μεταβολή των περιστάσεων στις οποίες εδράζεται αρχή δικαίου, μπορεί να δικαιολογήσουν απόκλιση από το λόγο προηγούμενης απόφασης του δικαστηρίου. (Fitzleet Estates Ltd v. Cherry (1977) 3 All E.R., 996, (H.L.) - Βλ. επίσης Bremer Vulkan v. South India Shipping (1981) 1 All E.R., 289, Paal Wilson & Co v. Blumenthal (1983) 1 All E.R., 34, Food Corp of India v. Antclizo Shipping (1988) 2 All E.R., 513). Ευχέρεια για απόκλιση παρέχεται και όταν κριθεί ότι προηγούμενη απόφαση βασίζεται σε αδιαμφισβήτητα εσφαλμένη αρχή δικαίου ή οδηγεί σε καταφανώς άδικα αποτελέσματα. (O’Brien v. Robinson (1973) 1 All E.R., 583 (H.L.)”.
Στη Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (αρ.3) (1996)1 Α.Α.Δ. 315 στο ερώτημα πότε δικαιολογείται απόκλιση από το λόγο προηγούμενης δικαστικής απόφασης, λέχθησαν τα ακόλουθα:
«Ο λόγος της δικαστικής απόφασης (ratio decidendi) είναι η αρχή δικαίου στην οποία θεμελιώνεται το αποτέλεσμα της απόφασης, σε αντίθεση με αυτό τούτο το αποτέλεσμα για το οποίο δημιουργείται δεδικασμένο (βλ.Chancery Lane Safe Deposit eta v. I.R.C. [1966] 1 All. E.R. 1 (H.L.)· Ελευθερίου-Κάγκα v. Δημοκρατίας (Υπόθεση Αρ. 494/87- 13.2.1989)).
Δεσμευτική είναι η αρχή δικαίου που στηρίζει άμεσα την απόφαση και είναι άρρηκτα συνυφασμένη με το αποτέλεσμα, σε αντίθεση με το μέρος του σκεπτικού, η ανάπτυξη του οποίου δεν είναι αντικειμενικά απαραίτητη για την απόφαση.
Η αρχή του δεσμευτικού προηγούμενου έχει ως άξονα τη δέσμευση που δημιουργεί προηγούμενη δικαστική απόφαση ως προς το οποίο είναι το δίκαιο σε συγκεκριμένο τομέα και το πεδίο εφαρμογής του. Με αυτή την έννοια, οι δικαστικές αποφάσεις αποτελούν πηγή δικαίου, γιατί σ' αυτές αναζητείται και προσδιορίζεται το ισχύον δίκαιο [βλ. O'Connell v. R. [1844] 11 CI. & F. 155, στη σελ. 372, ως προς τις πηγές του αγγλικού δικαίου]. Στο αγγλικό δικαιϊκό σύστημα, από το οποίο πηγάζει η αρχή του δεσμευτικού προηγούμενου, οι δικαστικές αποφάσεις διαδραμάτισαν εξέχοντα ρόλο στην αποτύπωση και διατύπωση του κοινού δικαίου, την ανάπτυξη, καθώς και την προσαρμογή των αρχών του αγγλικού δικαίου σε νέα κοινωνικά δεδομένα [βλ. μεταξύ άλλων, de Lasala v. de Lasala [1979] 2 All ER 1146 (PC)]. Σημαίνοντα ρόλο διαδραματίζουν, επίσης, οι δικαστικές αποφάσεις στην ερμηνεία των νόμων και τον προσδιορισμό του πεδίου το οποίο καλύπτουν. Στον τομέα αυτό, ο ρόλος της δικαστικής απόφασης είναι περιορισμένος, γιατί, εξ αντικειμένου, επικεντρώνεται στην ερμηνεία των νόμων».
Και παρακάτω:
«Το Ανώτατο Δικαστήριο της Κύπρου έχει επανειλημμένα αναγνωρίσει ότι παρέχεται δυνατότητα απόκλισης από προηγούμενες αποφάσεις του, όπου συντρέχουν, σε γενικές γραμμές, οι προϋποθέσεις που προσδιορίζονται στη Νικολάου κ.α. ν. Νικολάου και Άλλου (Αρ. 2). Οι αρχές αυτές σκιαγραφήθηκαν στη Republic ν. Demetriades (1977) 3 C.L.R. 213, και έτυχαν αναγνώρισης και εφαρμογής έκτοτε σε μεταγενέστερες δικαστικές αποφάσεις.»
Στη Γουότς κ.ά. ν. Λαούρη κ.ά. Π.Ε.319/08, ημερ.7.7.2014, ECLI:CY:AD:2014:A474 αναφέρθησαν και τα εξής:
«Στο σύστημα του Κοινού Δικαίου, η αρχή της δεσμευτικότητας των δικαστικών αποφάσεων ως μια από τις πηγές δικαίου αποτελεί ένα από τους σημαντικότερους πυλώνες και συναρτάται άμεσα με τη βεβαιότητα του δικαίου και την επικράτηση του κράτους δικαίου (βλ. Δημοκρατία κ.α. ν. Γιάλλουρου κ.α., ανωτέρω). Στο πιο κάτω απόσπασμα από τη Μελέτη «Το Αγγλικό Κοινό Δίκαιο, οι Κανόνες της Επιείκειας και η Εφαρμογή τους στην Κύπρο» (1981) του Γ. Μ. Πική, σελ. 21, τονίζεται η μεγάλη σημασία της αρχής:-
«Με τη συστηματοποίηση του κοινού δικαίου επικρατεί η αρχή του δεσμευτικού των δικαστικών αποφάσεων, δηλαδή δεν επιτρέπεται παρέκκλιση από τις αρχές του κοινού δικαίου όπως προσδιορίζονται στις αποφάσεις των ανώτερων δικαστηρίων της Αγγλίας. Η αρχή του δεσμευτικού των δικαστικών αποφάσεων πηγάζει από την πεποίθηση ότι η βεβαιότητα για το δίκαιο αποτελεί προϋπόθεση για την επικράτηση κράτους δικαίου. Τα ευεργετήματα από το βέβαιο και σαφή προσδιορισμό του δικαίου κρίνεται ότι αντισταθμίζουν τα μειονεκτήματα από πιθανές ατέλειες του δικαίου. Η ανάπτυξη του κοινού δικαίου, ανεξάρτητα από οποιονδήποτε Κώδικα, εξεταζόμενη σε συνδυασμό με την εξουσία των δικαστών να προσδιορίζουν και να διατυπώνουν το δίκαιο, κατάστησε αναγκαία την υιοθέτηση της αρχής του δεσμευτικού των δικαστικών αποφάσεων για αποτροπή τάσεων προς την κατεύθυνση απονομής της δικαιοσύνης ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία και τις πεποιθήσεις των εκάστοτε δικαστών. Η απεριόριστη δικαστική εξουσία είναι τόσο επικίνδυνη όσο και η απεριόριστη εξουσία της Εκτελεστικής Εξουσίας στον τομέα της διακυβερνήσεως της χώρας. Όπως παρατηρεί ο Λόρδος Devlin, η απονομή της δικαιοσύνης βάσει προκαθορισμένων αρχών είναι προτιμητέα από τις ρήσεις του Καδή, όσο εμπνευσμένος και αν είναι ο τελευταίος. (βλ. "The Judge" by Patrick Devlin, p. 106)».
Όπως επεξηγείται σε άλλο μέρος του ίδιου Συγγράμματος (σελ. 49-50):-
«Η καθιέρωση της αρχής του δεσμευτικού των δικαστικών αποφάσεων οφείλεται σε δύο κυρίως λόγους, τους εξής:-
α) Την πίστη ότι η βεβαιότητα για το δίκαιο συμβάλλει στη δημιουργία κοινωνικής αρμονίας, και
β) Στην κατοχύρωση της αρχής της ισότητας όλων των πολιτών έναντι του νόμου, που επιβάλει την ομοιόμορφη μεταχείριση των προσώπων που βρίσκονται στην ίδια θέση.»
Στην ίδια μελέτη συνοψίζεται τόσο το ιστορικό όσο και ο τρόπος που η αρχή εφαρμόζεται σε αποφάσεις Ανωτάτων Δικαστηρίων. Στη σελ. 53 αναφέρονται τα εξής:-
«Μέχρι το 1966 η Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων θεωρούσε τον εαυτό της δεσμευμένο από προηγούμενες αποφάσεις του Σώματος. Η θέση αυτή εγκαταλείφθηκε το 1966, κατόπιν αποφάσεως της ολομέλειας της Δικαστικής Επιτροπής, με το δικαιολογητικό ότι αμετακίνητη προσκόλληση στην αρχή του δεσμευτικού προηγούμενων αποφάσεων του Σώματος μπορεί να οδηγήσει σε αδικία σε συγκεκριμένες περιπτώσεις και παράλληλα να παρεμβάλει αδικαιολόγητους περιορισμούς στην ανάπτυξη του δικαίου. Αναγνωρίζεται όμως στο προοίμιο της σχετικής αποφάσεως η σημασία της αρχής του δεσμευτικού των δικαστικών αποφάσεων και επαναβεβαιώνεται η προσήλωση σ' αυτή σαν το θεμέλιο πάνω στο οποίο οικοδομείται το δίκαιο και προσδιορίζεται η εφαρμογή του σε συγκεκριμένες υποθέσεις. Η απόφαση της ολομέλειας αναφέρει ότι, ενώ οι προηγούμενες αποφάσεις της Δικαστικής Επιτροπής θεωρούνται κατά κανόνα δεσμευτικές, η Επιτροπή έχει την εξουσία να παρεκκλίνει από αυτές, όταν το κρίνει σωστό. Είναι φανερό, από το σκεπτικό που καθορίζει τη νέα πρακτική του Σώματος, ότι συμμόρφωση με τις αρχές που καθιερώθηκαν από προηγούμενες αποφάσεις πρέπει να είναι ο κανόνας και παρέκκλιση, όπως και απόκλιση, η εξαίρεση. Η προσέγγιση της Δικαστικής Επιτροπής τα τελευταία 15 χρόνια βεβαιώνει τη θέση αυτή.»
Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου που εκδόθηκε τα τελευταία 35 περίπου χρόνια, έχει κατ' επανάληψη υιοθετήσει την πρακτική που ακολουθεί το Ανώτατο Δικαστήριο της Αγγλίας μετά το Practice Direction του 1966 (βλ. [1966] 3 All ER 77). Σύμφωνα με τις πάγιες, θα λέγαμε, αρχές της νομολογίας μας, προκύπτει ότι το Ανώτατο Δικαστήριο θα πρέπει να είναι προσεκτικό προτού αποφασίσει να διαφοροποιηθεί από προηγούμενη απόφασή του. Αναγνωρίζεται μεγαλύτερη ευχέρεια απόκλισης από προηγούμενες αποφάσεις οι οποίες αφορούν σε θεμελιακές συνταγματικές και διοικητικές αρχές δικαίου, π.χ. η αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Γι' αυτό και στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Θαλασσινού (1991) 3 ΑΑΔ 203, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου ανέτρεψε προηγούμενη απόφαση της πλειοψηφίας στην Κyriacou and Others ν. Minister of Interior (1988) 3A CLR 643, αναφορικά με την εφαρμογή του Άρθρου 146.5 του Συντάγματος».
Είναι φανερό πως ο κ.Δημητριάδης ζητώντας απόκλιση από την προηγούμενη νομολογία το έπραξε σε δύο πυλώνες, τη διαφορετική πλέον νομολογία του ΕΔΑΔ αλλά και τη μεταβολή των συνθηκών που δεν επέτρεπαν τόσο τυπική ερμηνεία που θα οδηγούσε σε καταφανώς άδικα αποτελέσματα.
Δεν θα διαφωνήσουμε πως εάν η γραμμή που προκύπτει από τη νομολογία του ΕΔΑΔ αντανακλά άλλην προσέγγιση απ΄αυτήν που αντικρίστηκε ως τώρα το θέμα της μη συμμόρφωσης του τύπου του εφετηρίου σε σχέση με την αναφορά σε ποίο Δικαστήριο αφορά η έφεση, μπορεί και είναι καλός λόγος αναθεώρησης της νομολογίας αυτής ως λανθασμένης ή τουλάχιστον ότι πλέον δεν αντανακλά τις συνθήκες που θα ήταν επιθυμητές με βάση το στερέωμα του Ευρωπαϊκού Δικαίου στο οποίο ανήκει η Κύπρος.
Στην Αλβανός κ.ά. ν. Ελλάδα αρ.38731/05, 20.3.2008 λέχθηκε στην παρα.25:
«Εντούτοις, το δικαστήριο έχει κρίνει πολλές φορές ότι η εφαρμογή εκ μέρους των εθνικών δικαστηρίων συγκεκριμένου τύπου που πρέπει να τηρείται για την άσκηση μιας προσφυγής μπορεί να παραβιάσει το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο. Το ίδιο ισχύει όταν η υπερβολικά τυπολατρική ερμηνεία της συνήθους νομιμότητας εκ μέρους ενός δικαστηρίου εμποδίζει, τοις πράγμασιν, την επί της ουσίας εξέταση μιας προσφυγής ασκηθείσας από τον ενδιαφερόμενο (Běleš κατά Δημοκρατίας της Τσεχίας, αριθ. 47273/99, § 69, CEDH 2002-IX, Zvolský και Zvolská κατά Δημοκρατίας της Τσεχίας, αριθ. 46129/99, § 55, CEDH 2002-IX)»
(Βλ. επίσης Walchli v. Γαλλίας αρ.35787/03, παρ.29, 26.7.2007). Και στη Βαμβακάς ν. Ελλάδας, Προσφ.36970/06, 16.10.08 στην παράγραφο 29 λέχθηκαν και τα εξής σχετικά:
«29. Εντούτοις, το Δικαστήριο έχει κρίνει πολλές φορές ότι αν και είναι αυτονόητο ότι το δικαίωμα άσκησης μίας προσφυγής υπόκειται σε νόμιμες προϋποθέσεις, ωστόσο τα δικαστήρια θα πρέπει, κατά την εφαρμογή των δικονομικών κανόνων, να αποφεύγουν αφενός μία υπερβολική τυπολατρεία η οποία μπορεί να θίξει το δίκαιο της διαδικασίας και αφετέρου μία υπερβολική ελαστικότητα που θα οδηγούσε σε κατάργηση των δικονομικών κανόνων που έχουν θεσπίσει οι νόμοι (Walchli κατά Γαλλίας, αριθ.35787/03, παρα.29, 26 Ιουλίου 2007, Αλβανός και λοιποί κατά Ελλάδας, αριθ. 38731/05, παρα. 25, 20 Μαρτίου 2008».
Στη Beles and others v. the Czech Republic (Application no. 47273/99), 12.2.2003 αναφέρθηκαν ομοίως τα ακόλουθα:
«Οnce again, the issue in the present case is not simply a problem of the interpretation of substantive rules, but of a procedural rule that has been construed in such a way as to prevent the applicants; action being examined on the merits, with the attendant risk that their right to the effective protection of the courts would be infringed (see, mutatis mutandis, Miragall Escolano and Others, cited above, para37). Having regard to the circumstances taken as a whole the Court finds that the Constitutional Court’s decision deprived the applicants of the right of access to a court and, consequently, of their right to a fair trial, within the meaning of Article 6 para.1 of the Convention.”
Με βάση την πιο πάνω νομολογία θεωρούμε πως είναι ορθό να αποκλίνουμε από την υπάρχουσα νομολογία (εξαιρουμένης της Κλείτου που χωρίς να αποκλίνει οδηγήθηκε προς άλλη κατεύθυνση). Είναι η άποψη μας πως αφ΄ης στιγμής το εφετήριο κατατέθηκε εμπρόθεσμα, δυνάμει της Δ.35(3) των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, η εφεσείουσα την είχε καταθέσει στο ορθό πρωτοκολλητείο με σημείωση πως πρόκειται για έφεση εκ του Οικογενειακού Δικαστηρίου Πάφου και στη συνέχεια ο πρωτοκολλητής του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου γνωστοποίησε στους διάδικους τον αριθμό της και παρακάτω δόθηκαν οδηγίες ανταλλαγής περιγραμμάτων, θα ήταν στεγνή τυπολατρία να θεωρηθεί πως η έφεση αυτή είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη, επειδή παραλήφθηκε η διαγραφή στο έντυπο «Στο Ανώτατο Δικαστήριο» και η ένθεση της φράσης «Στο Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο». Αυτό σίγουρα θα οδηγούσε σε καταφανώς άδικα αποτελέσματα, αφού η εφεσείουσα στην πράξη θα στερείτο του δικαιώματος έφεσης.
Ας μην λησμονούμε πως το έντυπο με τους τότε κανονισμούς ήταν κοινό τόσο στις πολιτικές εφέσεις όσο και στις εφέσεις του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου (Δ.35 θ.3 – έντυπο αρ.28).
Το Ανώτατο Δικαστήριο, αντιλαμβανόμενο το πρόβλημα που δημιουργείτο, τον Ιούλιο 2016 προχώρησε στην τροποποίηση του Κ.10 του περί Οικογενειακού Δικαστηρίου Δ.Κ. αρ.2/90[1] με τη συμπερίληψη ειδικού εντύπου εφέσεων που αφορά πλέον αποκλειστικά τις εφέσεις από τα Οικογενειακά Δικαστήρια στο οποίο δηλώνεται σαφώς «Στο Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο» και δεν υπάρχει πλέον ανάγκη διαγραφής της φράσης «Στο Ανώτατο Δικαστήριο», αφού το ίδιο το έντυπο περιλαμβάνει την ορθή φράση.
Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει θεωρούμε πως η εφεσείουσα έχει δίκαιο και προχωρούμε στην απόδοση της θεραπείας Β. Εκδίδεται διάταγμα ως η θεραπεία Β του παρακλητικού της αίτησης. Η τροποποιηθείσα ειδοποίηση έφεσης να καταχωρηθεί εντός 10 ημερών από σήμερα. Ο εφεσίβλητος δικαιούται τα έξοδα της αίτησης ενόψει του ότι επρόκειτο για λάθος της πλευράς της εφεσείουσας, το οποίο θα έπρεπε να διορθωθεί. ΄Εξοδα της αίτησης υπέρ εφεσιβλήτου ως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο στο τέλος της έφεσης.
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
[1] 10.-(1) Για τη διεξαγωγή της διαδικασίας Εφέσεων εφαρμόζονται κατ' αναλογία οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας.
(2) Για την καταχώρηση έφεσης χρησιμοποιείται ο Τύπος 2.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο