ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ AVNI , ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 7/2020, 5/2/2020

ECLI:CY:AD:2020:D47

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                      ΠΟΛΙΤΙΚΗ  ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ.  7/2020

 

5 Φεβρουαρίου, 2020

 

[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ/ΣΤΗΣ]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

 

ΚΑΙ

 

ANAΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ 3 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018 (5/2018)

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 11 ΚΑΙ 30 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΑΡΘΡΑ 5 ΚΑΙ 6 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ, ΑΡΘΡΑ 6, 47 ΚΑΙ 48 ΤΟΥ ΧΑΡΤΗ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΟΔΗΓΙΑ 2012/13/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΣΜΒΟΥΛΙΟΥ, ΤΗΣ 22ας ΜΑΪΟΥ 2012, ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΡΝΗΣΗ Η/ΚΑΙ ΠΑΡΑΛΕΙΨΗ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΟΥ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΓΙΑ ΝΑ ΠΑΡΑΔΩΣΕΙ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΑΙΤΗΤΗ ΠΙΣΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ ΤΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΠΟΥ ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΤΗΝ 19/12/2019 ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΛΛΗΨΗ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΕΝΟΡΚΗΣ ΔΗΛΩΣΗΣ ΤΟΥ ΑΝΩΤΕΡΟΥ ΥΠΑΣΤΥΝΟΜΟΥ χχχ ΠΑΠΑΕΥΡΥΒΙΑΔΗ

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ χχχ χχχ AVNI ΓΙΑ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΥΠΟΥ MANDAMUS

 

---------------------

Άντρος Πελεκάνος με Γιάννη Πολυχρόνη και Κώστα Παρασκευά, για τον Αιτητή.

 

------------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

    Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:-  Ο αιτητής ζητά την έκδοση διατάγματος mandamus με το οποίο να διατάσσεται η Πρωτοκολλητής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας:

 

«…να παραδώσει προς τον Αιτητή πιστό αντίγραφο του εντάλματος σύλληψης που εξέδωσε το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας την 19/12/2019 για τη σύλληψη του Αιτητή βάσει της ένορκης δήλωσης του Ανώτερου Υπαστυνόμου χχχ Παπαευρυβιάδη, άμεσα ή εντός εύλογου χρόνου ή/και πριν τη λήξη της προθεσμίας των 45 ημερών από της εκδόσεως του, ως προνοεί ο περί Ανώτατου Δικαστηρίου (Δικαιοδοσία Έκδοσης Ενταλμάτων Προνομιακής Φύσεως) Διαδικαστικός Κανονισμός του 2018 (5/2018), ώστε να μπορέσει ο Αιτητής να αποταθεί για ακύρωση του ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου».

 

 

Η αίτηση, όπως αναφέρεται στην Έκθεση, στηρίζεται στο ότι «Η Δημοκρατία ή/και οι υπηρέτες της ή/και οι υπάλληλοι της ή/και η Πρωτοκολλητής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, κυρία χχχ Λάρκου κατά παράβαση νομικού τους καθήκοντος ή/και υποχρέωσης, αρνούνται ή/και παραλείπουν να παραδώσουν στον Αιτητή πιστό αντίγραφο…» του ως άνω εντάλματος σύλληψης, ούτως ώστε να μπορέσει ο αιτητής να προσβάλει την εγκυρότητα του με την έκδοση εντάλματος certiorari.

Σύμφωνα με την Έκθεση και την ένορκη δήλωση που συνοδεύουν την αίτηση, το εν λόγω ένταλμα σύλληψης δεν έχει εκτελεστή, ενώ ο αιτητής, επιχειρηματίας και Πρόεδρος της Εβραϊκής Κοινότητας στην Κύπρο, έχει μεταβεί, πριν από την έκδοσή του,  στη χώρα καταγωγής του και σε άλλους προορισμούς  «δια να καθησυχάσει και/ή ενημερώσει τους πελάτες του και συνεργάτες του δια τους ανυπόστατους ισχυρισμούς και καταγγελίες προς αποκατάσταση της επαγγελματικής και προσωπικής του υπόληψης». Αυτό λόγω ομοβροντίας αρνητικών δημοσιευμάτων, κατά το διάστημα αστυνομικών ερευνών μεταξύ 15.11.2019 μέχρι τις 20.11.2019 και μεταγενέστερα, από τα ΜΜΕ, ρεπορτάζ και δηλώσεων Κρατικών Αξιωματούχων που καταδείκνυαν τον ίδιο, τις εταιρείες του και άλλο πρόσωπο ως ένοχους κατασκοπίας και άλλων ποινικών αδικημάτων που διαπράχθηκαν στην Κυπριακή Δημοκρατία.  Εναντίον του αιτητή έχουν εκδοθεί και διεθνή εντάλματα σύλληψης.

 

Στις 19.12.2019 εκδόθηκαν από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, για την ίδια υπόθεση, έξι σε αριθμό εντάλματα σύλληψης, συμπεριλαμβανομένου του εντάλματος που αφορούσε στον αιτητή.  Στις 23.12.2019, οι δικηγόροι του αιτητή έστειλαν 6 επιστολές στο Πρωτοκολλητείο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, στην προσοχή της Πρωτοκολλητού κας χχχ Λάρκου, μία για το  κάθε ένα από τα έξι εντάλματα σύλληψης που είχαν εκδοθεί, ζητώντας αντίγραφα των ενταλμάτων, των αιτήσεων της Αστυνομίας και των ενόρκων δηλώσεων που τις συνόδευε με απώτερο σκοπό την ακύρωση τους με προνομιακό ένταλμα certiorari. Το αίτημα επαναλήφθηκε γραπτώς στις 31.12.2019. Ακολούθως, κλήθηκαν οι δικηγόροι στις 2.1.2020, να μεταβούν στο Ποινικό Τμήμα του Πρωτοκολλητείου του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας για να παραλάβουν τα ζητούμενα εντάλματα σύλληψης, φθάνοντας εκεί όμως, «το Ποινικό Πρωτοκολλητείο» αρνήθηκε να τους τα παραδώσει πληροφορώντας τους ότι ο εκδώσας τα εντάλματα δικαστής απαιτούσε την αποστολή νέας επιστολής στην οποία να αναφέρεται η νομική βάση του αιτήματος. 

 

Στις 3.1.2020 οι δικηγόροι του αιτητή απέστειλαν εκ νέου επιστολή στην οποία καταγραφόταν η νομική βάση του αιτήματος και το παράπονο του αιτητή, ότι δεν μπορούσε να έχει πρόσβαση στο Δικαστήριο για να προσβάλει το ένταλμα σύλληψης που τον αφορούσε.  Τους παραδόθηκαν αυθημερόν  τρία από τα έξι εντάλματα σύλληψης - δηλαδή αυτά που είχαν εκτελεστεί - και η ένορκη δήλωση, στη βάση της οποίας εκδόθηκαν,  το «Ποινικό Πρωτοκολλητείο», όμως, αρνήθηκε να δώσει αντίγραφο του εντάλματος σύλληψης που αφορούσε στον αιτητή, με το αιτιολογικό ότι η περίπτωση του δεν ενέπιπτε στις πρόνοιες του άρθρου 7(1) του Κεφ.155.  Την ίδια μέρα, η αρμόδια Πρωτοκολλητής απέστειλε επιστολή στους δικηγόρους του αιτητή στην οποία διατυπώνει την άρνηση της να παραδώσει τα εντάλματα σύλληψης που εκδόθηκαν εναντίον του και δύο άλλων προσώπων, λόγω μη εκτέλεσής τους.

 

Κατά τον αιτητή, η άρνηση της Πρωτοκολλητού παραβιάζει το δικαίωμα του για πρόσβαση στο Δικαστήριο και έρχεται σε αντίθεση με το γράμμα και τους σκοπούς του Νόμου και των Άρθρων 11, 12 και 30 του Συντάγματος, των Άρθρων 5 και 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, των Άρθρων 6, 47 και 48 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Οδηγίας 2012/13/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαίου 2012, σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών.  Αυτό γιατί η άρνηση της δεν του αφήνει καμία ρεαλιστική προοπτική να προσφύγει ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου για έλεγχο της νομιμότητας του εντάλματος σύλληψης με προνομιακό ένταλμα certiorari, διαδικασία για την οποία η καταχώρηση πιστού αντιγράφου συνιστά δικαιοδοτικό όρο και δικονομική προϋπόθεση, με βάση τον Κανονισμό 3(2) του Περί Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δικαιοδοσία Έκδοσης Ενταλμάτων Προνομιακής Φύσεως Διαδικαστικού Κανονισμού του 2018.

 

Οι πιο πάνω θέσεις υποστηρίχθηκαν από τον εκ των δικηγόρων του αιτητή, κ. Πελεκάνο κατά την ακρόαση της αίτησης  με επιχειρηματολογία και με αναφορά σε νομολογία, ο οποίος κατάθεσε και γραπτή αγόρευση.  Θα αναφερθώ στις θέσεις και εισηγήσεις του στο βαθμό που κρίνεται αναγκαίο για τους σκοπούς της απόφασης κατά την εξέταση επί μέρους πτυχών της αίτησης.

 

Ο τύπος της διαδικασίας του προνομιακού εντάλματος mandamus απαιτεί την αυστηρή συμμόρφωση με τις προϋποθέσεις που τίθενται στη νομολογία για τη χορήγησή του.  Πρόκειται δε για θεραπεία που δεν είναι εφικτή, παρά μόνο σε περιπτώσεις που ο αιτητής έχει δικαίωμα να ζητήσει την εκτέλεση καθήκοντος που επιβάλλει ο νόμος, με τον τρόπο που ζητείται και από το άτομο του οποίου επιζητείται ο εξαναγκασμός. 

 

Η νομιμοποίηση του αιτητή να αιτηθεί την έκδοση προνομιακού εντάλματος συναρτάται με το ιδιαίτερο ενδιαφέρον που έχει ο ίδιος στην εφαρμογή του Νόμου.  Ο παραπονούμενος πρέπει να καταδείξει ξεκάθαρα την ύπαρξη του δικαιώματος, η προστασία του οποίου επιζητείται. Παρατηρείται στο σύγγραμμα του BasuCommentary on the Constitution of India, τόμος 3, σελ. 478 ότι «The foundation of mandamus is the existence of the right. It is not intended to create a right but to restore a party who has been denied his right to the enjoyment of such right». (Βλ., επίσης, Αναφορικά με την Αίτηση της xxxx Ulusoy, Πολιτική Έφεση Αρ.69/2019, ημερ. 5.12.2019, ECLI:CY:AD:2019:A509).   Η υποχρέωση δε, πρέπει να είναι συγκεκριμένη και να προκύπτει από το Σύνταγμα, το νόμο, το Κοινοδίκαιο ή από κανονισμούς ή οδηγίες που έχουν νομοθετική υπόσταση. Όπως τονίστηκε από τον δικαστή Laidlaw J.A., στην υπόθεση Karavos v Toronto and Gillies, 1947 CanLII 326 (ON CA), το mandamus δεν χορηγείται σε αμφίβολες περιπτώσεις.  Προχώρησε στη διατύπωση των αρχών που διέπουν την άσκηση της εξουσίας του Δικαστηρίου, ως ακολούθως:  

 

«Before the remedy can be given, the applicant for it must show (1) 'a clear, legal right to have the thing sought by it done, and done in the manner and by the person sought to be coerced': High's Extraordinary Legal Remedies, 3rd., p. 13, art. 9; p. 15, art. 10. (2) The duty whose performance it is sought to coerce by mandamus must be actually due and incumbent upon the officer at the time of seeking the relief, and the writ will not lie to compel the doing of an act which he is not yet under obligation to perform'; ibid., supra, p. 44, art. 36. (3) That duty must be purely ministerial in nature, 'plainly incumbent upon an officer by operation of law or by virtue of his office, and concerning which he possesses no discretionary powers': ibid., supra, p. 92, art. 80. (4) There must be a demand and refusal to perform the act which it is sought to coerce by legal remedy: ibid., supra, p. 18, art. 13.»

 

 

Το άρθρο 7(1) του  Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 που επικαλέστηκε η Πρωτοκολλητής, ενσωματώνει τις πρόνοιες του Άρθρου 7.1  της Οδηγίας 2012/13ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 22ας Μαίου 2012 σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών, στην οποία το δικαίωμα ενημέρωσης διαρθρώνεται σε επιμέρους δικαιώματα.  Το Άρθρο 7.1 παρέχει δικαίωμα πρόσβασης στο υλικό της δικογραφίας σε πρόσωπο που συλλαμβάνεται και κρατείται σε οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής διαδικασίας, επιφορτίζοντας τα κράτη μέλη να διασφαλίσουν ότι χορηγούνται στον ίδιο τον ύποπτο ή τον συνήγορο του τα έγγραφα σχετικά με τη συγκεκριμένη υπόθεση τα οποία «είναι στην κατοχή των αρμόδιων αρχών και τα οποία είναι ουσιώδη για την αποτελεσματική αμφισβήτηση, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, της νομιμότητας της σύλληψης και της κράτησης» (η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου)Δεν καθορίζεται στην εν λόγω πρόνοια ο χρόνος που γεννάται η υποχρέωση για χορήγηση των εγγράφων, αναφέρεται όμως στη σκέψη 30 του προοιμίου ότι αυτά πρέπει «να τίθενται στη διάθεση του υπόπτου ή κατηγορουμένου ή του δικηγόρου του το αργότερο πριν μια αρμόδια δικαστική αρχή κληθεί να αποφασίσει για τη νομιμότητα της σύλληψης ή κράτησης σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφο 4 της ΕΣΔΑ, και εγκαίρως προκειμένου να καταστεί δυνατή η αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος προσβολής της νομιμότητας της σύλληψης ή κράτησης». 

 

Ενσωματώνοντας τις πρόνοιες του Άρθρου 7.1 της Οδηγίας στο άρθρο 7(1) του Κεφ.155, ο νομοθέτης καθόρισε ως αρμόδια αρχή, στην κατοχή της οποίας βρίσκονται τα ουσιώδη έγγραφα για την αμφισβήτηση της νομιμότητας της σύλληψης, την «κατηγορούσα αρχή».  Προβλέπεται, συγκεκριμένα ότι:

 

«7.(1) Πρόσωπο, το οποίο συλλαµβάνεται και κρατείται, δικαιούται να ζητήσει όπως χορηγηθεί εγκαίρως στο ίδιο ή το δικηγόρο του πρόσβαση στα ουσιώδη έγγραφα, που είναι σχετικά µε τη συγκεκριµένη υπόθεση και βρίσκονται στην κατοχή της κατηγορούσας αρχής και τα οποία είναι απαραίτητα για την αποτελεσµατική αµφισβήτηση της νοµιµότητας της σύλληψης και της κράτησής του.

 

Για τους σκοπούς του παρόντος εδαφίου «ουσιώδη έγγραφα» θεωρούνται το αντίγραφο του εντάλµατος σύλληψης και κράτησης και το αντίγραφο της αίτησης και της ένορκης δήλωσης βάσει των οποίων εκδόθηκε το ένταλµα.»

 

(Η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου)

 

 

Δεν προβλέπεται στην Οδηγία και στο Κεφ.155 η δυνατότητα προσβολής του εντάλματος σύλληψης πριν από την εκτέλεσή του, ενώ συνάγεται από τις πρόνοιες του Άρθρου 7.1 της Οδηγίας και του άρθρου 7(1) του Κεφ.155,  πως είναι δυνατή η αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος προσβολής της νομιμότητας ενός εντάλματος σύλληψης μετά την εκτέλεσή του.  

 

Αποτελεί εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου του αιτητή ότι επειδή το Άρθρο 7.1 της Οδηγίας «σε καμία περίπτωση δεν επιβάλλει απαγόρευση της πρόσβασης στο υλικό της δικογραφίας σε άτομα που δεν έχουν συλληφθεί και κρατούνται», δεν μπορεί να ερμηνευθεί κατά τρόπο που να απαγορεύεται η πρόσβαση σε πρόσωπο που δεν έχει συλληφθεί στο ένταλμα σύλληψης που το αφορά. Παραπέμπει και στην ανυπαρξία θεσμοθετημένης διαδικασίας ρύθμισης με διαδικαστικές προϋποθέσεις που να δίδει εξουσία στην Πρωτοκολλητή να αρνηθεί να παραδώσει πιστό αντίγραφο του εντάλματος σύλληψης του Αιτητή. Η μη απαγόρευση, βέβαια, δεν μπορεί να ερμηνευθεί κατά τρόπο θετικό, παρέχοντας τη δυνατότητα πρόσβασης στα ουσιώδη έγγραφα της σύλληψης σε πρόσωπο που δεν έχει συλληφθεί.  Δεν προβλέπεται στο Άρθρο 7.1 της Οδηγίας ή οπουδήποτε στο Κεφ.155 τέτοια δυνατότητα, ούτε έχει τεθεί υπόψη του Δικαστηρίου οποιαδήποτε  θεσμοθετημένη διαδικασία ή νομοθετική πρόνοια, που να εναποθέτει θετικό καθήκον ή υποχρέωση σε Πρωτοκολλητή, όπως εισηγείται ο αιτητής.  Εξουσία παρέχεται από τον Κανονισμό 10Α του περί Ποινικής Δικονομίας Διαδικαστικού Κανονισμού σε Πρόεδρο, Δικαστήριο ή Δικαστή να χορηγήσει, σε συγκεκριμένα πρόσωπα, το πρωτότυπο ή αντίγραφο εγγράφου που βρίσκεται σε φάκελο υπόθεσης, κατά διακριτική ευχέρεια.[1] Όπως έχει ήδη αναφερθεί, αρμόδια αρχή για σκοπούς παράδοσης εγγράφων που αφορούν στη σύλληψη προσώπου είναι η Κατηγορούσα Αρχή, στην κατοχή της οποίας βρίσκονται.  Όχι όμως πριν από την εκτέλεση του εντάλματος  σύλληψης, για ευνόητους, βέβαια, λόγους που σχετίζονται με την ανάγκη αποτελεσματικής διεξαγωγής του ανακριτικού έργου. Η κατάδειξη δικαιώματος πρόσβασης προηγείται της πιστοποίησης των εγγράφων ως πιστά αντίγραφα.

 

Ανεξαρτήτως των πιο πάνω παρατηρήσεων του Δικαστηρίου, οι οποίες είναι καταλυτικές για την τύχη της αίτησης, πρέπει να παρατηρηθεί, επίσης,  ότι οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σε μονομελή σύνθεση, στις οποίες παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος, προς υποστήριξη της θέσης  του ότι ο αιτητής έχει κατοχυρωμένο δικαίωμα και έννομο συμφέρον να προσβάλει το επίδικο ένταλμα σύλληψης μέσω της διαδικασίας για certiorari, δεν βοηθά την υπόθεση του˙  το ζήτημα της δυνατότητας προσβολής εντάλματος σύλληψης που δεν εκτελέστηκε δεν ηγέρθη στις υποθέσεις αυτές και δεν εξετάστηκε από το Δικαστήριο[2].  Η άσκηση δε του συνταγματικού δικαιώματος πρόσβασης σε Δικαστήριο (Άρθρα 30 και 35 του Συντάγματος)  δεν είναι απόλυτη αλλά, «υπόκειται σε περιορισμούς, δικονομικούς και ουσιαστικούς, ένας εκ των οποίων είναι αναμφίβολα η συνύπαρξη έννομου συμφέροντος» (Παπαθεοδώρου ν Χαραλάμπους, Α.Ε 99/2012 ημερομηνίας 16.10.2018).

 

Το Δικαστήριο δεν θα επεκταθεί στο ζήτημα αφού η πιο πάνω κατάληξή  το καθιστά αχρείαστο.

 

Εν κατακλείδι, δεν έχει ικανοποιηθεί το Δικαστήριο για την ύπαρξη, εκ πρώτης όψεως, δικαιώματος πρόσβασης του αιτητή, στο παρόν στάδιο, στα έγγραφα που επιζητεί με την αίτηση, ή καθήκοντος της Πρωτοκολλητού του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας να τα χορηγήσει.

 

Για τους πιο πάνω λόγους δεν έχει καταδειχθεί συζητήσιμη υπόθεση ώστε να δικαιολογείται η χορήγηση άδειας στον αιτητή.

 

Η αίτηση απορρίπτεται.

 

 

    

 

 

Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΣΓεωργίου



[1] 10Α.-(1) Αρμόδιο όργανο, αρχή ή υπηρεσία της Δημοκρατίας στο πλαίσιο της εκτέλεσης των εκ του νόμου απορρεόντων καθηκόντων τους δύνανται να υποβάλουν αίτηση για τη χορήγηση του πρωτότυπου ή επίσημου αντιγράφου ή τεκμηρίου που βρίσκεται στο φάκελο υπόθεσης. Στην αίτηση παρατίθενται λεπτομερώς οι λόγοι για τους οποίους αυτή υποβάλλεται.

(2) Η αίτηση εξετάζεται από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου στο οποίο φυλάσσεται ο φάκελος της υπόθεσης ή το Δικαστήριο ή το Δικαστή ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η υπόθεση ανάλογα με την περίπτωση και άδεια μπορεί να δοθεί κάτω υπό όρους που θα θεωρηθούν κατάλληλοι. Σε περίπτωση που δίδεται άδεια, πιστοποιημένο αντίγραφο του εγγράφου ή τεκμηρίου τηρείται στο φάκελο της υπόθεσης.

(3) Υπηρεσιακός φάκελος που κατατίθεται ως τεκμήριο σε υπόθεση, επιστρέφεται από το Πρωτοκολλητείο στο αρμόδιο όργανο, αρχή ή υπηρεσία της Πολιτείας από την οποία προέρχεται, μετά το πέρας της διαδικασίας και αφού παρέλθει η προθεσμία για την καταχώρηση έφεσης.

(4) Σε περίπτωση που όργανο, αρχή ή υπηρεσία της Πολιτείας αιτείται, εκκρεμούσης της υπόθεσης, την προσωρινή παραλαβή δικού της υπηρεσιακού φακέλου ο οποίος έχει κατατεθεί ως τεκμήριο σε υπόθεση, η αίτηση εξετάζεται από το Δικαστήριο ή το Δικαστή ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η υπόθεση, ανάλογα με την περίπτωση και άδεια μπορεί να δοθεί υπό όρους που θα θεωρηθούν κατάλληλοι.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο