ΣΩΤΗΡΙΟΥ ν. UNIVERSAL BANK PUBLIC LTD, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 271/2013, 9/3/2020

ECLI:CY:AD:2020:A93

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 271/2013

 

 

9 ΜΑΡΤΙΟΥ 2020

 

[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΥ, ΔΔ]

 

 

xxx ΣΩΤΗΡΙΟΥ

 

Εφεσείοντα/Καθ΄ου η Αίτηση αρ. 3

 

ΚΑΙ

 

UNIVERSAL BANK PUBLIC LTD

 

Εφεσιβλήτων/Αιτητών

 

---------------

Αναστάσης Φλουρέντζος για Νικόλα Γ.  Νικολάου, για τον Εφεσείοντα.

Κωνσταντία Κώστα (κα) για Γιώργος Βασιλείου & Συνεργάτες, για τους Εφεσίβλητους.

 

--------------

 

ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Χ. Μαλαχτό, Δ.

 

--------------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:  Την 7.1.2009 εκδόθηκε απόφαση υπέρ της Εφεσίβλητης Τράπεζας και εναντίον όλων των Εναγομένων για το ποσό των €14.000 πλέον τόκους και έξοδα.  Κανένα ποσό δεν καταβλήθηκε έναντι του εξ αποφάσεως χρέους και την 19.9.2012 καταχωρίστηκε από την Εφεσίβλητη αίτηση για την εξέταση του Εφεσείοντα και της Εναγομένης 2 σε σχέση με την οικονομική τους κατάσταση και όπως αυτοί διαταχθούν να καταβάλλουν €500 έκαστος το μήνα μέχρι εξοφλήσεως.  Καταχωρίστηκε ένσταση από τον Εφεσείοντα που υποστηριζόταν με ένορκη του δήλωση ημερ. 30.1.2013.  Ακολούθησε η εξέταση του την 13.9.2013.

 

Το άρθρο 87(1) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, όπως έχει τροποποιηθεί με το Νόμο 134(Ι) του 1999, παρέχει τη δυνατότητα στο Δικαστήριο, μετά από αίτηση του εξ αποφάσεως πιστωτή δυνάμει του άρθρου 82(1) και εξέτασης του εξ αποφάσεως οφειλέτη, να εκδώσει, μεταξύ άλλων, διάταγμα που να τον διατάσσει να πληρώσει το εξ αποφάσεως χρέος με μηνιαίες δόσεις.

 

Κατέληξε το Πρωτόδικο Δικαστήριο ότι ο Εφεσείοντας, παρά το ότι δεν εργαζόταν, είχε τη δυνατότητα να εξεύρει αμειβόμενη εργασία και να κερδίζει €800 το μήνα.  Έχοντας δε υπόψη ότι ο Εφεσείοντας και η οικογένεια του στεγάζονταν σε ιδιόκτητη κατοικία, θεώρησε ότι μια πενταμελής οικογένεια, όπως ήταν η οικογένεια του Εφεσείοντα χρειαζόταν τουλάχιστον €650 το μήνα για να καλύψει τα έξοδα διατροφής και λογαριασμών της κατοικίας. 

 

Η εκδοθείσα διαταγή θεμελιώθηκε στη διαπίστωση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Εφεσείοντας είχε τη δυνατότητα να εξεύρει αμειβόμενη εργασία.  Γι΄αυτό και ανέστειλε την υποχρέωση πληρωμής των δόσεων για τρεις μήνες, ώστε να του παρασχεθεί η δυνατότητα να την εξασφαλίσει. 

 

Αναφέρεται στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. ν. Κωνσταντίνου (2000) 1(Β) Α.Α.Δ. 1034, 1038 ότι:

«Η εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων είναι στοιχείο που συνάπτεται άμεσα με το κύρος της δικαστικής διαδικασίας.  Η αξιοπιστία της δικαιοσύνης εξαρτάται από την αποτελεσματικότητα της.  Διαφορετικά δημιουργείται δυσπιστία για την αποστολή της με ανάλογες διαβρωτικές  επιπτώσεις.  Με αυτά θέλουμε να τονίσουμε ότι τα προβλεπόμενα από το νόμο μέσα αναγκαστικής εκτέλεσης δεν πρέπει να καταντούν ατελέσφορα, εκτός στις απόλυτα δικαιολογημένες περιπτώσεις.  Πρέπει να εξισορροπείται η ανάγκη εκτέλεσης με την προοπτική αξιοπρεπούς διαβίωσης του ανθρώπου στο πλαίσιο του κράτους δικαίου.»

Είναι νομολογημένο ότι είναι δυνατή η έκδοση διατάγματος μηνιαίων πληρωμών έστω και αν κατά τη δεδομένη χρονική στιγμή ο εξ αποφάσεως οφειλέτης δεν εργάζεται, εφόσον διαπιστωθεί ότι έχει δυνατότητα για προσοδοφόρα απασχόληση (Λέφου xxx ν. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ, Πολιτική Έφεση αρ. 9542, ημερ. 20.6.1997 (μη δημοσιευμένη) και McEvan v. McEvan [1972] 2 AllE.R. 708, 714).

 

Η διαχρονική προσέγγιση της νομολογίας εναποθέτει στον εξ’ αποφάσεως οφειλέτη την υποχρέωση να αναζητήσει προσοδοφόρα απασχόληση και να εργαστεί για να αποπληρώσει τα δικαστικά του χρέη.  Έτσι στην Χριστάκη ή άλλως Παναγιώτου ν. Μιχαήλ (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 422, κρίθηκε ότι τα προβλήματα υγείας της εφεσείουσας που μπορούσαν να αντιμετωπιστούν, η αφοσίωση της προς τον συμβίο της τον οποίο ήθελε να φροντίζει και οι ευθύνες της προς το παιδί της που διέμενε μαζί τους, δεν αποτελούσαν ακόμα και σωρευτικά ιδωμένα, βάσιμες αιτίες για τη μη αναζήτηση εργασίας από μέρους της.  Αναφέρθηκε πως η κατάληξη ότι μπορούσε να εργοδοτηθεί δεν ήταν μόνο εύλογη αλλά και επιβεβλημένη.  Η ίδια προσέγγιση ακολουθήθηκε στην Προκοπίου κ.ά. ν. Ανδρέας Λάμπρου Λτδ (2004) 1(Α) Α.Α.Δ. 310 και στη Λουγκρίδης ν. Eurolife Limited (2004) 1 (B) A.A.Δ. 886.

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο πεπλανημένα και εσφαλμένα εξέδωσε το προσβαλλόμενο διάταγμα χωρίς να προσδιορίσει επακριβώς τα μέσα του εξ αποφάσεως χρεώστη.  Καθίσταται πρόδηλο από την πρωτόδικη απόφαση ότι το πρωταρχικό στοιχείο που έλαβε υπόψη το Δικαστήριο ήταν πως ο Εφεσείοντας είχε την ικανότητα να εργαστεί. Η προοπτική εργοδότησης εδραζόταν στο γεγονός ότι επρόκειτο για αρτιμελή άνδρα ηλικίας 44 ετών και με δεδομένο ότι είχε απορρίψει εργασίες με μηνιαίο μισθό  τουλάχιστον €800 που του είχαν στο πρόσφατο παρελθόν προταθεί, πως θα μπορούσε να εξασφαλίσει τέτοιο εισόδημα. Η προοπτική της εργοδότησης του με την πιο πάνω αμοιβή ήταν το βασικό στοιχείο που οδήγησε στην έκδοση του προσβαλλόμενου διατάγματος και όχι οιαδήποτε άλλη πηγή εισοδήματος που το Πρωτόδικο Δικαστήριο εκτίμησε πως ο Εφεσείοντας είχε αλλά απόκρυβε. Κατά συνέπεια ο πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται ανεδαφικός και απορρίπτεται.

 

Η πιο πάνω εισοδηματική ικανότητα του Εφεσείοντα συνεπικουρούμενη από το μηνιαίο επίδομα τέκνων €163 από το οποίο η οικογένεια του επωφελείτο, συναρτήθηκε με την κατάληξη ότι οι ανάγκες της οικογένειας του για διατροφή και πληρωμή υπηρεσιών στην ιδιόκτητη κατοικία όπου διέμεναν μπορούσαν να ικανοποιηθούν με €650 το μήνα.  Η κοστολόγηση των αναγκών διαβίωσης του Εφεσείοντα και της οικογένειας του στο πιο πάνω ποσό δεν ήταν αυθαίρετη.  Ο ίδιος ο Εφεσείοντας ανάφερε αντεξεταζόμενος ότι τα έξοδα διατροφής της οικογένειας του ήταν €30-€50  την εβδομάδα και ο λογαριασμός του ηλεκτρικού ρεύματος περίπου €200 τη διμηνία.  Πλήρωναν σε κάρτες τηλεφώνων €20 το μήνα για τα κινητά τηλέφωνα του ιδίου, της συζύγου και του μεγάλου του γιου, ενώ ξόδευαν ακόμα €30 το μήνα για φάρμακα. 

 

Δεν πρέπει να διαφεύγει ότι ο εξ’ αποφάσεως οφειλέτης έχει την υποχρέωση να παρουσιάσει μαρτυρία για την οικονομική του κατάσταση και το βάρος απόδειξης ότι δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να εξοφλήσει το χρέος του μετατοπίζεται στους ώμους του (Βασιλειάδης ν. Τσουρή (2007) 1 (Α) Α.Α.Δ. 43). Επομένως, στην περίπτωση που ο Εφεσείοντας και η οικογένεια του είχαν και άλλες βασικές ανάγκες θα έπρεπε να είχε παρουσιάσει τα σχετικά στοιχεία.

 

Με τα πιο πάνω δεδομένα η κατάληξη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου στο ποσό των €650 το μήνα δεν ήταν εσφαλμένη ή αποτέλεσμα πλάνης όπως προβάλλεται με τον πέμπτο λόγο έφεσης και προφανώς είχε συνυπολογιστεί και κάποιο ποσό για έκτακτα έξοδα της οικογένειας του Εφεσείοντα, όπως και για την κοινωνική τους διακίνηση (Φλαγκοφάς ν. Αταλέζα Λτδ (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 686, 689).  Κατά συνέπεια και ο πέμπτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Ούτε διαπιστώνουμε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο έχει παραβλέψει το καθήκον του να εντάξει την αποπληρωμή του επίδικου χρέους μέσα σε όρια που να επιτρέπουν ταυτόχρονα την αξιοπρεπή διαβίωση του Εφεσείοντα και της οικογένειας του. Κατά συνέπεια απορρίπτουμε και τον συναφή τέταρτο λόγο έφεσης.

 

Κατά την εξέταση του ο Εφεσείοντας είχε επικαλεστεί ότι όφειλε προς το Φ.Π.Α. ποσό €30.000 το οποίο αδυνατούσε να πληρώσει και για το οποίο υφίστατο εναντίον του δικαστική διαδικασία με την υπόθεση να είναι ορισμένη λίγες ημέρες μετά.  Σχολιάστηκε στην πρωτόδικη απόφαση ότι για να όφειλε τέτοιο ποσό η εταιρεία του είχε τις ανάλογες εισπράξεις.  Με τον τρίτο λόγο έφεσης αποδίδεται στο Πρωτόδικο Δικαστήριο ότι εξέδωσε την προσβαλλόμενη διαταγή λαμβάνοντας ιδιαίτερα υπόψη ότι παλαιότερα ο Εφεσείοντας διέθετε δική του επιχείρηση.  Ανάλογη μομφή προβάλλεται και με το δεύτερο λόγο έφεσης με αναφορά στο ότι η οικογένεια διέθετε δύο αυτοκίνητα.  Ιδιαίτερα σε σχέση με το δεύτερο που είχε αποκτηθεί περί τους πέντε μήνες προηγουμένως στην τιμή των €4.500, που κατά τον Εφεσείοντα πληρώθηκαν από χρήματα που οι παππούδες είχαν κατά καιρούς δωρίσει στο μεγάλο του γιο και που ο ίδιος απέσυρε όταν ενηλικιώθηκε. Γι΄ αυτό και το αυτοκίνητο εγγράφηκε στο όνομα του παρά το ότι αυτός κυκλοφορεί με μοτοσυκλέτα που ανήκει στον παππού του, ενώ το αυτοκίνητο αυτό χρησιμοποιεί ο Εφεσείοντας.

 

Δεν διαπιστώνουμε σύνδεση του εκδοθέντος διατάγματος με την όποια οικονομική δραστηριότητα του Εφεσείοντα στο παρελθόν.  Ούτε με το γεγονός ότι η οικογένεια διαθέτει δύο αυτοκίνητα ή με τον τρόπο που αποκτήθηκε το τελευταίο.  Αυτό που αναδύεται από την πρωτόδικη απόφαση είναι πως τα δεδομένα αυτά προσμέτρησαν  στην δημιουργία αρνητικής εντύπωσης στο Πρωτόδικο Δικαστήριο σε σχέση με την φιλαλήθεια του Εφεσείοντα, εντύπωση δικαιολογημένη από τα όσα προέκυψαν και τις εξηγήσεις του ιδίου.  Απορρίπτουμε συνεπώς και τους λόγους έφεσης 2 και 3.

 

Στην ένορκη του δήλωση που συνόδευε την ένσταση του ο Εφεσείοντας είχε επικαλεστεί ότι υφίσταντο εναντίον του διατάγματα μηνιαίων δόσεων στα οποία δεν μπορούσε να ανταποκριθεί με αποτέλεσμα να διώκεται και να διασύρεται στα Δικαστήρια.  Ωστόσο, κατά την εξέταση του αποκάλυψε πως δεν είχε παρουσιαστεί ξανά στο Δικαστήριο για παρόμοιο ζήτημα και δεν είχαν εκδοθεί διατάγματα για τις οφειλές που είχε σε δύο πιστωτικά ιδρύματα. Ούτε τη θέση ότι είχε οφειλές στο Τμήμα Εσωτερικών Προσόδων, όπως είχε προβάλει στην δήλωση του, υποστήριξε κατά την εξέταση του.  Περιορίστηκε στην αναφορά ότι όφειλε €30.000 στο Φ.Π.Α. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εντυπωσιάστηκε ιδιαίτερα από τις αναφορές του Εφεσείοντα σε άλλες οφειλές του και η κατάληξη του επιβεβαιώνει ότι δεν έκρινε ότι οιαδήποτε θα μπορούσε να έχει προτεραιότητα έναντι της επίδικης οφειλής προς την Εφεσίβλητη.  Το ζήτημα δεν διερευνήθηκε περαιτέρω ώστε να διαφανεί κατά πόσο η θέση του Εφεσείοντα ανταποκρινόταν στην αλήθεια και ήταν ακριβής.  Αλλά ούτε και ο ίδιος, που και στη πρωτόδικη διαδικασία εκπροσωπείτο από δικηγόρο, παρουσίασε απτά στοιχεία για να καταδείξει πως η όποια οφειλή του θα έπρεπε να είχε λάβει προτεραιότητα για αποπληρωμή πριν το επίδικο χρέος.  Η επιμέρους διαπίστωση δεν προσβάλλεται με οποιοδήποτε από τους λόγους έφεσης και συνεπώς δεν μπορεί να μας απασχολήσει σε αυτή την έκταση.

 

Καταλήγουμε πως δεν χωρεί παρέμβαση μας στην κατάληξη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Συνεπώς, η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον του Εφεσείοντα όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

                                                          Π. Παναγή, Δ.

 

 

                                                          Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.

 

 

                                                          Χ. Μαλαχτός, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο