ΕΚΔΟΤΙΚΟΥ ΟΙΚΟΥ ΔΙΑ ΛΤΔ ν. ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 339/2008, 24/3/2020

ECLI:CY:AD:2020:A107

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 339/2008

 

24 Μαρτίου, 2020

 

[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/Δ]

 

ΜΕΤΑΞΥ:

ΕΚΔΟΤΙΚΟΥ ΟΙΚΟΥ ΔΙΑ ΛΤΔ,

                                                  Εφεσείοντα/Εναγόμενου,

-ΚΑΙ-

 

xxx ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ,

                                                             Eφεσίβλητου/Ενάγοντα.

----------------------

Ανδρέας Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.

Γιάννης Πολυχρόνης, για τον Εφεσίβλητο.

----------------------

     ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Π. Παναγή, Δ.

----------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

    Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:- Κατά την περίοδο 2.8.2001 με 17.8.2001, η εφημερίδα «Η Σημερινή» (στο εξής «η εφημερίδα»), ιδιοκτήτες και εκδότες της οποίας είναι οι εφεσείοντες, προέβη σε 13 συνολικά δημοσιεύματα, δέκα από τα οποία ήταν πρωτοσέλιδα, που αφορούσαν διερευνώμενη από την Αστυνομία υπόθεση εναντίον του εφεσίβλητου και άλλου προσώπου, σε σχέση με καταγγελίες νεαρών κοριτσιών για αδικήματα κατά των ηθών.   Η εφημερίδα έχει καθημερινή κυκλοφορία συμπεριλαμβανομένης και της Κυριακής, με ευρύ αναγνωστικό κοινό.

 

Ο εφεσίβλητος, ο οποίος περιγράφεται στην πρωτόδικη απόφαση ως μουσικοσυνθέτης, γνωστός στην Κύπρο και στο εξωτερικό, ιδιαίτερα στην Ελλάδα, συνελήφθη από την Αστυνομία την 6.8.2001, προσήχθη ενώπιον του Δικαστηρίου και προφυλακίστηκε από 7.8.2001 έως 11.8.2001 και από 11.8.2001 έως 17.8.2001.  Ακολούθως, προσήχθη σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου, το οποίο τον καταδίκασε σε πέντε κατηγορίες άσεμνης επίθεσης. Εν τέλει η καταδίκη του παραμερίστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο για λόγους που αφορούσαν στη μόλυνση της μαρτυρίας εκ της δημοσιότητας που είχε δοθεί στο θέμα. (Βλ. Γεωργιάδης v. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 1.)

 

Θεωρώντας ότι τα εν λόγω δημοσιεύματα, κατά τη φυσική και συνηθισμένη τους έννοια και ερμηνεία, αποτελούσαν δυσφήμιση για τον ίδιο και ότι παραβίαζαν τα συνταγματικά του δικαιώματα, ο εφεσίβλητος ενήγαγε τους εφεσείοντες, διεκδικώντας αποζημιώσεις. Αξίωσε, επίσης, την έκδοση διατάγματος όπως οι εφεσείοντες αφαιρέσουν τα δημοσιεύματα από το διαδίκτυο όπου, ισχυρίστηκε, εξακολουθούσαν να ευρίσκονται αναρτημένα, κατά την ημερομηνία καταχώρησης της έκθεσης απαίτησης, αξίωση η οποία δεν φαίνεται να προωθήθηκε μέχρι τέλους. Με την έφεση επιδιώκεται η ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία επιδικάστηκε υπέρ του εφεσίβλητου το ποσό των €170.000 ως αποζημιώσεις για δυσφήμιση πλέον έξοδα. 

 

Παραθέτουμε στη συνέχεια την ουσία των δημοσιευμάτων.  Το πρώτο δημοσίευμα ήταν στις 2.8.2001, όταν οι έρευνες της Αστυνομίας βρίσκονταν ακόμα σε εξέλιξη, κάτω από τον πρωτοσέλιδο τίτλο «Συγκλονιστικά στοιχεία για την παιδεραστία»  και με υπότιτλο «Νεαρή θύμα σατύρων έδωσε χθες κατάθεση» και συνέχιζε στην 4η σελίδα της εφημερίδας κάτω από τον τίτλο «Παιδεραστές καλλιτέχνες δρουν ανενόχλητοι για εννιά χρόνια» και υπότιτλο «Γραπτή καταγγελία από 22χρονη κοπέλα». Πρόκειται για εκτενές δημοσίευμα το οποίο αναφερόταν κυρίως στο περιεχόμενο πολυσέλιδης γραπτής καταγγελίας νεαρής κοπέλας σε σχέση με δύο άτομα που κινούνταν στον καλλιτεχνικό χώρο και εκμεταλλεύονταν σεξουαλικά ανήλικα κορίτσια. Κατά το δημοσίευμα, η κατάθεση «επιβεβαίωνε» τις «αποκαλύψεις του τηλεοπτικού σταθμού Σίγμα» και τις σημειώσεις που άφησε κατονομαζόμενος αυτόχειρας, ο οποίος επίσης έλαβε τις πληροφορίες αυτές και, όπως τόνιζε σε τηλεφωνικές συνδιαλέξεις που είχε με συγκεκριμένο δημοσιογράφο του Σίγμα, προτού αυτοκτονήσει, «τα βράδυα του ήταν αδύνατο να κοιμηθεί, με τη σκέψη ότι οι δύο σάτυροι εξακολουθούσαν να κυκλοφορούν ελεύθεροι». Αναφερόταν επίσης στο δημοσίευμα ότι «Το τραγικότερο σημείο της κατάθεσης της κοπέλας είναι η πεποίθηση της ότι όλα αυτά τα χρόνια, οι δύο αυτοί «κύριοι» συνεχίζουν να δρουν ανενόχλητοι και να επιδίδονται σε αυτή την ανωμαλία, διαφθείροντας και τραυματίζοντας ανεπανόρθωτα δεκάδες μικρά κορίτσια».

 

Ακολούθησε νέο δημοσίευμα στις 3.8.2001 κάτω από τον πρωτοσέλιδο τίτλο «Αδίστακτοι παιδεραστές» και υποτίτλους «Πώς παγίδευαν ανήλικα κορίτσια», «θα σε κάνω Βίσση, θα σε κάνω Βανδή» και «Κι΄ άλλη συγκλονιστική κατάθεση χθες στην Αστυνομία». Το δημοσίευμα  αναφερόταν σε «νέα συγκλονιστικά στοιχεία» που έφερε στο φως της δημοσιότητας ο τηλεοπτικός σταθμός «Σίγμα» σε αποκλειστικό ρεπορτάζ. Σύμφωνα με το δημοσίευμα, «ένας από τους δύο καταγγελλόμενους» προσπάθησε να προσεγγίσει  ιατρό που είχε προσβάσεις στο Προεδρικό Μέγαρο, προκειμένου να πείσει τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας να παρέμβει στους ανακριτές ώστε να κουκουλωθεί η υπόθεση. Αναφορά γινόταν και σε κατάθεση δεύτερου κοριτσιού η οποία επιβεβαίωνε την κατάθεση της πρώτης κοπέλας και στο «επιχείρημα» που «παπαγάλιζαν» οι δύο «κύριοι», «Αν δεν βιώσεις, κορίτσι μου, το σεξ και τον έρωτα ουδέποτε θα μπορέσεις να δώσεις το σωστό συναίσθημα στη φωνή σου», ενώ οι δύο «κύριοι» τους υπόσχονταν ότι θα τις έκαναν βεντέτες

 

Στις 4.8.2001 δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα, κάτω από τον πρωτοσέλιδο τίτλο «Μαρτυρίες σοκ» και υπότιτλους «Κι άλλες καταγγελίες εναντίον των παιδεραστών που παγίδευαν κορίτσια μέσω του τραγουδιού» και «Ποια βρώμικα κόλπα χρησιμοποιούσαν για να ικανοποιήσουν τις αρρωστημένες ορέξεις τους», είδηση για τρεις νέες καταγγελίες εναντίον των δύο «γνωστών» προσώπων που δραστηριοποιούνταν για αρκετά χρόνια στον καλλιτεχνικό χώρο. Γινόταν αναφορά στο περιεχόμενο των καταθέσεων, ότι «ήταν πολύωρες και τα στοιχεία που αποκάλυψαν για τη δράση των δύο αντρών προκαλούν αποτροπιασμό», ενώ οι καταγγελλόμενοι χαρακτηρίζονται στο δημοσίευμα ως «σάτυροι» και «παιδεραστές», οι οποίοι εκμεταλλευόμενοι την αθωότητα των κοριτσιών, υπόσχονταν ότι θα τις βοηθούσαν να κάνουν καριέρα ως τραγουδίστριες. Κατά το δημοσίευμα:

 

«Τα βρόμικα κόλπα των δύο παιδεραστών ξεκινούσαν από την πρώτη στιγμή που τα ανήλικά κορίτσια έφθαναν κοντά τους. Χωρίς ίχνος ντροπής ακουμπούσαν τα χέρια τους στο χώμα των παιδιών δήθεν, για να ελέγξουν τις φωνητικές τους χορδές ή για να τους εξηγήσουν πως έπρεπε να εισπνέουν την ώρα που τραγουδούσαν. Οι σάτυροι ζητούσαν μάλιστα από τις μητέρες των κοριτσιών να μην τις συνοδεύουν, διαβεβαιώνοντας τις ότι τα παιδιά τους βρίσκονταν σε «καλά χέρια».»

 

 

Στις 5.8.2001 ακολούθησε νέο δημοσίευμα κάτω από τον πρωτοσέλιδο τίτλο «Δέκα ακόμα κοπέλες θύματα των δύο επώνυμων παιδεραστών» και τον υπότιτλο «Νεαρή κατάθεσε ότι την κακοποίησαν σεξουαλικά πριν από δύο χρόνια». Αναφερόταν, επίσης, ότι ο κατάλογος των θυμάτων φαινόταν να είναι μακρύς. Ο «μέχρι στιγμής» αριθμός των κοριτσιών που κατήγγειλαν ότι παρενοχλήθηκαν σεξουαλικά από τους εν λόγω «κυρίους» είχε ανέλθει στις δεκαέξι, αλλά δεν αποκλείετο να αποκαλύπτονταν κι άλλες περιπτώσεις και αναμενόταν ότι σύντομα η Αστυνομία θα προχωρούσε στη σύλληψη «των δύο σατύρων», οι οποίοι σύμφωνα με αρμόδιους κύκλους συνέχιζαν να ασκούν «αφόρητες πιέσεις προς υψηλά ιστάμενα πρόσωπα, προκειμένου να επιτύχουν συγκάλυψη της υπόθεσης».

 

Αναφορικά με το ίδιο θέμα, δημοσιεύτηκε στις 6.8.2001 κάτω από τον πρωτοσέλιδο τίτλο «Αναμένονται συλλήψεις για την παιδεραστία» και τον υπότιτλο «Άλλες έντεκα νεαρές ζήτησαν να καταθέσουν», ότι η Αστυνομία αναμενόταν να προβεί στη σύλληψη των δύο καλλιτεχνών από στιγμή σε στιγμή και πως «από σήμερα Δευτέρα αναμένεται ότι θα πάρουν τη μορφή χιονοστιβάδας οι καταγγελίες νεαρών κοπέλων από την πόλη και επαρχία Λάρνακας, που ζητούν να δώσουν κατάθεση στην Αστυνομία».  Αναφορά γινόταν και στην επαναβεβαίωση του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης για την αποφασιστικότητα των Αρχών να εξιχνιάσουν την υπόθεση, τονίζοντας ότι δεν θα κουκουλωθεί.

 

Στις 7.8.2001 δημοσιεύτηκε στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας με τίτλο «Η θυσία του γέροντα ξεσκεπάζει το σκάνδαλο» και με υπότιτλο «Διαστάσεις  – σοκ στην υπόθεση της παιδεραστίας», «Τι έγινε οκτώ μέρες μετά την αυτοκτονία του 70χρονου Ιάκωβου Θεοδώρου», «Συνελήφθησαν ως ύποπτοι οι μουσικοσυνθέτες xxx Γεωργιάδης και Γ. Σερδάρης» και «Συγκλονιστική συνομιλία του γιου του γέροντα με το Δημήτρη Μάμα», η είδηση ότι συνελήφθηκαν από την Αστυνομία και τέθηκαν υπό κράτηση οι καλλιτεχνικοί παράγοντες που θεωρούνταν ύποπτοι στην υπόθεση παιδεραστίας και πως επρόκειτο για τον μουσικό Γ. Σερδάρη και τον μουσικοσυνθέτη xxx Γεωργιάδη.  Στο δημοσίευμα γινόταν αναφορά στο πώς άρχισε να ξετυλίγεται «το κουβάρι» της υπόθεσης μετά το θάνατο του Ιάκωβου Θεοδώρου, ο οποίος λίγες μέρες πριν θέσει τέρμα στη ζωή του αποκάλυψε σε συγκεκριμένο δημοσιογράφο του τηλεοπτικού σταθμού «Σίγμα» «συγκλονιστικές λεπτομέρειες για το σκάνδαλο παιδεραστίας». Αναφορά γινόταν και σε παρέμβαση του γιου του τελευταίου το προηγούμενο βράδυ στο δελτίο ειδήσεων του εν λόγω τηλεοπτικού σταθμού, στις συνθήκες σύλληψης «των υπόπτων», στις έρευνες που διεξήγαγε η Αστυνομία στις οικίες και υποστατικά τους και ότι «οι δύο ύποπτοι» κρατούνταν σε διαφορετικά αστυνομικά τμήματα.

 

Σε δημοσίευμα της εφημερίδας ημερομηνίας 8.8.2001, υπό τον πρωτοσέλιδο τίτλο «Νέος συγκλονισμός» και υπότιτλο «Φοβερές αποκαλύψεις στο Δικαστήριο για την παιδεραστία. Πώς αντέδρασαν οι ύποπτοι xxx Γεωργιάδης και Γ. Σερδάρης» γινόταν αναφορά στο περιεχόμενο της μαρτυρίας που η Αστυνομία έθεσε υπόψη του Δικαστηρίου την προηγούμενη μέρα, προς υποστήριξη αιτήματος της για κράτηση των υπόπτων, και στις αντιδράσεις «των υπόπτων» κατά τη διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας.

 

Την επομένη, 9.8.2001, η εφημερίδα δημοσίευσε, κάτω από τον πρωτοσέλιδο τίτλο «Καταθέτουν 200 κοπέλες» και τους υπότιτλους «Τα ονόματα τους βρέθηκαν γραμμένα στο σημειωματάριο του xxx Γεωργιάδη» και «Ραγδαίες οι εξελίξεις για την υπόθεση παιδεραστίας», ότι το ανακριτικό έργο που είχαν να διεκπεραιώσουν οι εξεταστές της υπόθεσης σεξουαλικής παρενόχλησης ανήλικων κοριτσιών ήταν «βουνό» και, όπως αποκάλυψε ο τηλεοπτικός σταθμός «Σίγμα» το προηγούμενο βράδυ, θα καλούνταν για να δώσουν κατάθεση στην Αστυνομία 200 κοπέλες, τα ονόματα των οποίων βρέθηκαν γραμμένα στο σημειωματάριο του εφεσίβλητου και άλλες οι οποίες περιλαμβάνονταν στο καρνέ του                 Γ. Σερδάρη. Αναφορά γινόταν και στο ότι όγδοη κοπέλα, η οποία ισχυρίστηκε πως έπεσε θύμα άσεμνης επίθεσης από τους δύο καλλιτέχνες, μετέβη την προηγούμενη μέρα στο ΤΑΕ Λάρνακας και έδωσε κατάθεση, ενώ οι εξελίξεις γύρω από την υπόθεση ήταν ραγδαίες.  Λόγος γινόταν επίσης για απειλητικά τηλεφωνήματα που δέχονταν οι οικογένειες των δύο υπόπτων και για δηλώσεις του Αστυνομικού Διευθυντή Λάρνακας οι οποίες επιβεβαίωναν είδηση του τηλεοπτικού σταθμού «Σίγμα» ότι ο xxx Γεωργιάδης είχε διακομισθεί «προχθές εσπευσμένα» στο νοσοκομείο Λάρνακας όπου εξετάστηκε από συγκεκριμένο ιατρό. 

 

Στο ίδιο δημοσίευμα αναφερόταν ότι «ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Γλαύκος Κληρίδης, δήλωσε χθες ότι μια κοινωνία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί από μια περίπτωση παιδεραστίας και πρόσθεσε ότι η υπόθεση έχει πάρει το δρόμο της δικαιοσύνης και το δικαστήριο είναι αυτό που θα κρίνει για την ενοχή ή όχι των υπόπτων.  Από πλευράς του ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Μιχάλης Παπαπέτρου, απηύθυνε έκκληση να αφεθεί η δικαιοσύνη να λειτουργήσει απερίσπαστα».

 

Σε δημοσίευμα της εφημερίδας της 10.8.2001, δημοσιευόταν κάτω από τον τίτλο «Ανήλικη κατέθεσε χθες ότι παρενοχλήθηκε πρόσφατα σεξουαλικά από τον Γ. Σερδάρη» και  τους υπότιτλους «Ο ίδιος δηλώνει αθώος και ο        xxx Γεωργιάδης αρνείται να συνεργαστεί με τους ανακριτές» και «Τί δηλώνει ο Αρχιεπίσκοπος για την παιδεραστία», ότι ανήλικη δεκαπέντε ετών ισχυρίστηκε σε γραπτή καταγγελία της στο ΤΑΕ Λάρνακας πως έπεσε θύμα σεξουαλικής παρενόχλησης από τον Γ. Σερδάρη και ότι οι ανακριτές του ΤΑΕ Λάρνακας είχαν στα χέρια τους δέκα καταθέσεις από κοπέλες που ισχυρίζονταν ότι παρενοχλήθηκαν σεξουαλικά από τους δύο καλλιτεχνικούς παράγοντες.  Στο ίδιο δημοσίευμα αναφερόταν επίσης ότι σύμφωνα με πληροφορίες, ο εφεσίβλητος εξακολουθούσε να αρνείται κάθε συνεργασία με την Αστυνομία και δεν απαντούσε στις ερωτήσεις των ανακριτών. Αναφορά γινόταν και σε δηλώσεις του Αρχιεπισκόπου Χρυσόστομου, κληθείς να σχολιάσει «το σκάνδαλο παιδεραστίας» ο οποίος υπέδειξε ότι «άτομα που προβαίνουν σε τέτοιες αισχρότατες ενέργειες βρίσκονται σε πολύ χαμηλό επίπεδο ηθικής». 

 

Σε δημοσίευμα της εφημερίδας στις 11.8.2001, δημοσιεύτηκε κάτω από τον τίτλο «Δύο κοπέλες κλειδιά αναζητούν οι ανακριτές για την παιδεραστία» και σε υπότιτλους «Ανανέωση του διατάγματος κράτησης των δύο υπόπτων θα ζητήσει σήμερα η Αστυνομία» και «Στόχος επίθεσης το στούντιο του xxx Γεωργιάδη», ότι θα προσάγονταν «εκ νέου σήμερα οι δύο ύποπτοι για την υπόθεση διαφθοράς ανήλικων κοριτσιών, xxx Γεωργιάδης και Γ. Σερδάρης» και η Αστυνομία θα ζητούσε την ανανέωση του διατάγματος κράτησής τους ώστε να μπορέσει να ολοκληρώσει τις ανακρίσεις «γύρω από την υπόθεση».  Επίσης, ότι οι ανακριτές του ΤΑΕ Λάρνακας αξιολογούσαν τις καταθέσεις που είχαν στα χέρια τους και συνέχιζαν τη συλλογή στοιχείων.  Στο ίδιο δημοσίευμα γινόταν αναφορά σε νέα επίσκεψη του xxx Γεωργιάδη στο νοσοκομείο Λάρνακας, όπου εξετάστηκε από συγκεκριμένους ιατρούς και ότι «ο μουσικοσυνθέτης επιμένει να μη συνεργάζεται με τις ανακριτικές Αρχές και κρατά το στόμα του ερμητικά κλειστό. «Ό,τι έχω να πω θα το πω στο δικαστήριο» απαντά στις ερωτήσεις των αστυνομικών.  Αθώος, δηλώνει από πλευράς του ο δεύτερος ύποπτος».   Κατέληγε το δημοσίευμα με την είδηση ότι το στούντιο του xxx Γεωργιάδη είχε γίνει στόχος επίθεσης «το βράδυ της περασμένης Τρίτης».

Στις 13.8.2001, κάτω από τον πρωτοσέλιδο τίτλο «Επικρίσεις Χριστόφια για τα περί παιδεραστίας», δημοσιεύτηκε η είδηση ότι ο προεδρεύων της Δημοκρατίας, Δημήτρης Χριστόφιας, κληθείς να σχολιάσει τα περί κυκλωμάτων παιδεραστίας, εξαπέλυσε επικρίσεις κατά της Κυβέρνησης.  Στο δημοσίευμα αναφερόταν και η δήλωσή του ότι «Απαιτείται μεγάλη προσπάθεια για την αναστύλωση των αξιών» και πως δεν είναι θέμα καταστολής, αλλά θέμα πρόληψης.

 

Στις 14.8.2001, κάτω από τον πρωτοσέλιδο τίτλο «Θ’ απαγγελθούν κατηγορίες για Γεωργιάδη-Σερδάρη», δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα είδηση σχετικά με τη δήλωση του Αρχηγού της Αστυνομίας για «Την ετοιμότητα της Αστυνομίας να προχωρήσει στην απαγγελία κατηγοριών εναντίον δύο υπόπτων, οι οποίοι τελούν υπό κράτηση αναφορικά με διερευνώμενη υπόθεση παιδεραστίας, δεδομένου ότι οι ανακριτικές αρχές έχουν στα χέρια τους τα απαραίτητα στοιχεία». Το δημοσίευμα αναφερόταν και σε απαντήσεις που έδωσε ο Αρχηγός της Αστυνομίας σε ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν. 

 

Το τελευταίο δημοσίευμα ήταν στις 17.8.2001, κάτω από τον τίτλο «Υποβλήθηκε στην Εισαγγελία ο φάκελος “Παιδεραστία”» και υπότιτλο «Το θέμα θα συζητηθεί και στη Βουλή». Σε αυτό αναφερόταν ότι ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας παρέλαβε την προηγούμενη ημέρα από την Αστυνομία το φάκελο με το ολοκληρωμένο ανακριτικό έργο «αναφορικά με διερευνώμενη υπόθεση άσεμνων επιθέσεων κατά θηλέων, για την οποία δύο άτομα τελούν υπό κράτηση, και έδωσε οδηγίες στην Αστυνομία για τον παραπέρα χειρισμό της υπόθεσης».  Το δημοσίευμα αναφερόταν επίσης σε δηλώσεις του Προέδρου της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων,  μεταξύ άλλων, για την πρόθεση της Επιτροπής, η οποία ήταν θορυβημένη από τη διερευνώμενη υπόθεση παιδεραστίας, με την έναρξη των εργασιών της Βουλής, να εξετάσει το θέμα της παιδεραστίας γενικά και ότι «η συγκεκριμένη περίπτωση που εξετάζεται αυτή τη στιγμή από την Αστυνομία και ενδεχομένως, να εξετασθεί και από τα Δικαστήρια» δεν θα απασχολούσε την Επιτροπή συγκεκριμένα «αφού είναι κάτι που αφορά τη Δικαιοσύνη πλέον».

 

Ο εφεσίβλητος ισχυρίστηκε πρωτόδικα με την έκθεση απαίτησης του, ότι με τα εν λόγω δημοσιεύματα οι εφεσείοντες παραβίασαν τα συνταγματικά και νομικά κατοχυρωμένα δικαιώματά του, το τεκμήριο της αθωότητας του, το δικαίωμα του για δίκαιη και ανεπηρέαστη δίκη, το δικαίωμα του για σεβασμό της ιδιωτικής του ζωής, το δικαίωμα του να απολαμβάνει τα δικαιώματα αυτά και πως πρόσβαλαν την τιμή και την υπόληψη του.   Περαιτέρω, ότι η δημοσίευση των δημοσιευμάτων συνιστούσε δυσφήμιση, καθότι στη φυσική και συνηθισμένη τους σημασία, απέδιδαν σε αυτόν έγκλημα και έτειναν στο να βλάψουν και επηρεάσουν δυσμενώς την υπόληψη του στο επάγγελμα του και τον εξέθεσαν σε γενικό μίσος, περιφρόνηση και χλεύη και ήταν ενδεχόμενο να προκαλέσουν την αποστροφή ή αποφυγή του από άλλους.

 

Τα εν λόγω δημοσιεύματα, σύμφωνα πάντα με την έκθεση απαίτησης, εννοούσαν ή υπονοούσαν ότι ο εφεσίβλητος:

 

«(α)   Είναι παιδεραστής και/ή άτομο που ερχόταν σε σεξουαλική επαφή με ανήλικα κορίτσια και/ή που εκμεταλλευόταν και/ή κακοποιούσε σεξουαλικά ανήλικα κορίτσια και/ή άτομο ανήθικο και/ή σεξουαλικά διεστραμμένο και/ή που διέπραττε μοιχεία και/ή που ανήκε σε κύκλωμα παιδεραστών και/ή

 

(β)     Ήταν άτομο που εκμεταλλευόταν τη θέση του και/ή το επάγγελμα του και/ή την ιδιότητα του και/ή την αθωότητα νεαρών κοριτσιών για να ικανοποιήσει σεξουαλικές και/ή ανώμαλες του ορέξεις και/ή

 

(γ)     Ήταν η αιτία και/ή αφορμή για την αυτοκτονία του Ιάκωβου Θεοδώρου τέως από τις Αγγλισίδες και/ή

(δ)     Ήταν ένοχος για ποινικά αδικήματα και/ή ήταν εγκληματίας κατά συρροή και/ή

 

(ε)     Ήταν άτομο που διέφθειρε με τις πράξεις του και/ή τη συμπεριφορά του και/ή τραυμάτιζε ανεπανόρθωτα νεαρά κορίτσια και/ή

 

(στ)   Αποπειράθηκε να παρέμβει στην αστυνομική έρευνα και/ή να κουκουλώσει την υπόθεση.

 

(ζ)     Ήταν γενικά ένας άνδρας ανήθικος και αισχρός.»

 

 

Οι εφεσείοντες με την υπεράσπισή τους παραδέχτηκαν τη δημοσίευση των εν λόγω δημοσιευμάτων τα οποία, ισχυρίστηκαν, δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μετάδοση ειδήσεων, ενώ ενήργησαν καλόπιστα και προς εκπλήρωση της ανάγκης πληροφόρησης του κοινού, σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας.  Αρνήθηκαν, επίσης, ότι τα δημοσιεύματα ήταν δυσφημιστικά για τον εφεσίβλητο ή ότι είχαν την έννοια που αυτός τους απέδιδε.  Πρόβαλαν, διαζευκτικά, ότι προέβησαν στα δημοσιεύματα καλόπιστα, υπό την ιδιότητα τους ως μέσο μαζικής ενημέρωσης, με υποχρέωση ενημέρωσης του κοινού επί θεμάτων κοινού ενδιαφέροντος. Ισχυρίστηκαν, επίσης ότι η δημοσίευση ήταν προνομιούχος υπό τις περιστάσεις, στηριζόταν σε αληθινά γεγονότα και τα δημοσιεύματα συνιστούσαν έντιμο σχόλιο πάνω σε θέμα που σε κάθε ουσιώδη χρόνο, συνιστούσε θέμα δημόσιου συμφέροντος και ενδιαφέροντος.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε σε σχετική επί του θέματος νομολογία και βιβλιογραφία[1], έθεσε το ερώτημα κατά πόσο τα εν λόγω δημοσιεύματα ως σύνολο ήταν δυσφημιστικά για τον εφεσίβλητο, ερώτημα το οποίο απάντησε καταφατικά με το ακόλουθο σκεπτικό:

 

«Εξετάζοντας στο σύνολο του το περιεχόμενο των προαναφερθέντων δημοσιευμάτων με γνώμονα την ως άνω νομολογιακή θεώρηση, δεν έχω καμίαν αμφιβολία και κανένα δισταγμό για να καταλήξω στο συμπέρασμα, ότι, διαβάζοντας αυτά ένας λογικός και συνήθους νοημοσύνης άνθρωπος, δεν μπορεί παρά να σχηματίσει την εντύπωση, αλλά μπορώ να πω και τη πεποίθηση ακόμη, ότι ο ενάγων ήταν ένας παιδεραστής που ανήκε σε κύκλωμα παιδεραστών ο οποίος ερχόταν σε σεξουαλική επαφή με ανήλικα κορίτσια και ότι διέπραξε μοιχεία. Επίσης ότι ήταν διαφθορέας ανηλίκων κοριτσιών, άτομο που εκμεταλλευόταν την επαγγελματική του ιδιότητα ως μουσικοσυνθέτης και την αθωότητα νεαρών κοριτσιών για να ικανοποιήσει τις σεξουαλικές του ορέξεις.  Περαιτέρω, ότι με τις ανήθικες πράξεις και την όλη συμπεριφορά του συνέτεινε και αυτός στην αυτοκτονία του Ιάκωβου Θεοδώρου και ότι απεπειράθη να παρέμβει στις αστυνομικές έρευνες για να κουκουλωθεί η υπόθεση.

 

        Τα πιο πάνω δημοσιεύματα παρουσιάζουν τον ενάγοντα να διαπράττει ποινικά αδικήματα, τα οποία τιμωρούνται με ποινή φυλακίσεως. Επίσης έτειναν στο να βλάψουν ή να επηρεάσουν δυσμενώς την υπόληψη του όχι μόνο μέσα στους μουσικούς κύκλους, αλλά και στη κοινωνία ευρύτερα, αφού ο ενάγων ήταν ένας πασίγνωστος και καταξιωμένος μουσικοσυνθέτης. Επίσης θα μπορούσαν τα εν λόγω δημοσιεύματα να προκαλέσουν την αποστροφή και/ή αποφυγή του ενάγοντα υπό άλλων προσώπων και να εκθέσουν αυτόν στο γενικό μίσος και περιφρόνηση. Δημοσιεύματα όμως, που περιέχουν τα πιο πάνω χαρακτηριστικά και που ενδέχεται να προκαλέσουν στον ενάγοντα τις πιο πάνω δυσμενείς συνέπειες, όπως στη παρούσα υπόθεση αποτελούν δυσφήμιση σύμφωνα με το Άρθρο 17 του Περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148.

 

        Δεν διαφεύγει σε καμιά περίπτωση της προσοχής μου το γεγονός ότι κατά τον χρόνο των δημοσιευμάτων, η αστυνομία κατόπιν παραπόνων και καταγγελιών από συγκεκριμένα άτομα διερευνούσε τα πιο πάνω θέματα.

 

        Όμως, οι κτυπητοί τίτλοι της Σημερινής αλλά και ο τρόπος, η έκταση και το ύφος με το οποίο περιγράφουν το περιεχόμενο των καταγγελιών και των άλλων πληροφοριών που έπαιρναν μετέδιδαν σ΄ ένα λογικά και συνήθους νοημοσύνης άνθρωπο το ξεκάθαρο μήνυμα για την αλήθεια των εν λόγω καταγγελιών και περαιτέρω εμπέδωναν τη βεβαιότητα ότι ο ενάγων ήταν οπωσδήποτε ένοχος γι΄ αυτά τα οποία διερευνούσε ακόμη η αστυνομία.  Τα μηνύματα τα οποία μετέδιδαν τα εν λόγω δημοσιεύματα κρινόμενα σφαιρικά και ως ενιαίο σύνολο δεν ήταν ότι ο ενάγων ήταν απλά ύποπτος γι΄ αυτά που εξέταζε η αστυνομία, αλλά τουναντίον, μεταφερόταν στον αναγνώστη, το αδιαμφισβήτητο, το απόλυτα αληθές και το πλήρως εξακριβωμένο για τη διάπραξη των όσων περιέχονται στις ως άνω καταγγελίες και κατ΄ ακολουθίαν στα επίδικα δημοσιεύματα. Δεν άφηναν στον αναγνώστη καμίαν αμφιβολία ούτε και οιανδήποτε επιφύλαξη στη σκέψη του, ότι πιθανόν τα όσα καταγγέλλονταν στην αστυνομία αλλά και οι πληροφορίες που είχαν, πιθανόν να μην ανταποκρίνονταν στην αλήθεια.

 

        Για παράδειγμα, οι χαρακτηρισμοί του ενάγοντα ως παιδεραστή και μάλιστα αδίστακτου παιδεραστή και σάτυρου που δρούσε ανενόχλητα για εννιά χρόνια και ότι παγίδευε ανήλικα κορίτσια μέσω του τραγουδιού και ότι χρησιμοποιούσε βρώμικα κόλπα για να ικανοποιήσει τις αρρωστημένες του ορέξεις, δεν είναι δυνατόν να μεταδίδουν το μήνυμα ότι ο ενάγων είναι ύποπτος για τις πιο πάνω ανήθικες και εγκληματικές πράξεις. Επίσης όταν δημοσιεύεται στον τίτλο ημερ. 5.8.01 ότι:

 

        “ΔΕΚΑ ΑΚΟΜΑ ΚΟΠΕΛΕΣ ΘΥΜΑΤΑ ΤΩΝ ΔΥΟ ΕΠΩΝΥΜΩΝ ΠΑΙΔΕΡΑΣΤΩΝ” μεταφέρεται και μεταδίδεται ως πραγματικό γεγονός ότι ακόμη δέκα κοπέλες έπεσαν θύματα των δύο επωνύμων παιδεραστών δηλαδή εμπεδώνεται για καλά στη συνείδηση των αναγνωστών ότι είναι δεδομένη και αδιαμφισβήτητη η συμμετοχή του ενάγοντα σε κύκλωμα παιδεραστίας.»»

 

 

Ακολούθως, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε και απέρριψε τις υπερασπίσεις που ήγειραν οι εφεσείοντες και επιδίκασε στον εφεσίβλητο αποζημιώσεις και έξοδα, ως έχει ήδη αναφερθεί.

 

Με το εφετήριο προωθούνται δεκατέσσερις λόγοι έφεσης με τους οποίους αμφισβητούνται, βασικά, όλες οι πτυχές της πρωτόδικης απόφασης.  Εγείρονται θέματα ουσιαστικά ως επίσης διαδικαστικά, τα οποία θα εξετάσουμε στη συνέχεια. Από απόψεως ουσίας, ενδιαφέρει πρωτίστως, η θέση των εφεσειόντων ότι εσφαλμένα κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο πως τα επίδικα δημοσιεύματα ήταν δυσφημιστικά για τον εφεσίβλητο.  Προτού την εξετάσουμε, όμως, θεωρούμε σκόπιμο να εξετάσουμε κάποια άλλα παράπονα των εφεσειόντων, το αποτέλεσμα των οποίων θα καθορίσει τις παραμέτρους εξέτασης του ουσιαστικού αυτού ζητήματος.

 

 Το πρώτο θέμα αφορά στην προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εξετάσει τα δημοσιεύματα ως σύνολο.  Οι εφεσείοντες θεωρούν ότι  το Δικαστήριο λανθασμένα δεν εξέτασε το κάθε ένα δημοσίευμα ξεχωριστά και τα δημοσιεύματα στο σύνολό τους λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες και το δημόσιο ενδιαφέρον για την υπόθεση υπό τις οποίες δημοσιεύθηκαν. Εισηγούνται ότι εάν το Δικαστήριο υιοθετούσε την προσέγγιση αυτή, ως όφειλε, ο μέσος λογικός αναγνώστης θα αντιλαμβανόταν νοήματα που δεν ήταν δυσφημιστικά για τον εφεσίβλητο και αποτελούσαν ειδήσεις που ενδιέφεραν τον κυπριακό λαό. 

 

Το θέμα αυτό απασχόλησε πρόσφατα το Εφετείο στην υπόθεση Παπασάββας ν Εκδόσεις Αρκτινός Λτδ κ.ά , Π.Ε. 274/2016, ημερ. 27.9.2018, ECLI:CY:AD:2018:A418, το οποίο δέχτηκε ως ορθή τη θέση ότι τα επίδικα δημοσιεύματα, τα οποία δεν ήταν δημοσιεύματα μιας ημέρας, έπρεπε να αντικριστούν στην ολότητά τους και σφαιρικά, στη βάση ότι υπήρχε «συνεκτικός κρίκος μεταξύ των δημοσιευμάτων αφορώντων τον εφεσείοντα με μια χρονική και θεματική συνέχεια που δεν μπορεί να απομονωθεί εφόσον τα γεγονότα που απασχολούν αφορούν δύο βασικά θέματα…».   (Βλ. επίσης Burrows v Knightley (1987) 10 N.S.W.L.R.651 και Haddad v Nationwide News Pty Ltd [2013] NSWSC 2027). Χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει και στην υπόθεση Phelps v Nationwide News Pty Ltd [2001] NSWSC 130, όπου η δικαστής Simpson J (όπως ήταν τότε) παρατήρησε τα ακόλουθα σχετικά με τον προσδιορισμό των ορίων «ενός δημοσιεύματος» («a publication»):

 

«The issue raises a question about the proper identification, or the boundaries, of ‘a publication’ as distinct from separate publications. There is no rigid dividing line, no categoric test that can be applied to the determination of the boundaries. That is because the examples of publications that may be perceived either as a single entity or as multiple single entities are numerous. There will, no doubt, be many cases where reasonable minds might differ on the proper categorisation, and many where a reasonably minded person would recognise that either classification would be valid. In these cases, the plaintiff has the option as to the manner of pleading.»

 

Η προσέγγιση του δικαστή Eady J στην υπόθεση Galloway v Telegraph Group [2004] EWHC 2786 ήταν διαφορετική:

 

«Furthermore, when judging the meaning of the 23 April articles, it is necessary to bear in mind that many readers will have had a general impression of their reading from the day before. It is legitimate to take that into account when assessing the meaning of the second day's coverage. The reverse is not the case, since it is not permitted when attributing a meaning or meanings to a published article to refer to subsequent material».

 

 

Στην προκειμένη περίπτωση, σημειώνουμε εν πρώτοις την αναφορά στην πρωτόδικη απόφαση, η οποία δεν αμφισβητείται με την έφεση, ότι και οι δύο πλευρές κάλεσαν το Δικαστήριο να εξετάσει το περιεχόμενο όλων των δημοσιευμάτων ως σύνολο και όχι αποσπασματικά και μεμονωμένα.  Πέραν τούτου, με τον τρόπο δικογράφησης της αξίωσης του εφεσίβλητου, τη διαδοχική καταγραφή των δημοσιευμάτων στην έκθεση απαίτησης με τη δυσφημιστική έννοια του συνόλου των δημοσιευμάτων να ακολουθεί την καταγραφή του τελευταίου δημοσιεύματος, το Δικαστήριο καλείτο, ουσιαστικά, να εξετάσει το περιεχόμενο των δημοσιευμάτων ως σύνολο.  Πρόκειται δε για σειρά δημοσιευμάτων, 13 τον αριθμό, τα οποία δημοσιεύτηκαν σε περίοδο 15 περίπου ημερών.  Τα πρώτα δέκα δημοσιεύτηκαν σε διαδοχικές ημέρες, μεταξύ 2.8.2001 και 11.8.2001, ενώ ακολούθησαν άλλα δύο δημοσιεύματα, ένα στις 13 και ένα στις 14.8.2001 και το τελευταίο στις 17.8.2001.  Όλα τα δημοσιεύματα συνδέονταν μεταξύ τους, χρονικά και θεματολογικά σε βαθμό που επιτρεπόταν η εξέταση τους ως σύνολο.  Υπό το φως των πιο πάνω, η θέση των εφεσειόντων κρίνεται αβάσιμη.

 

Οι εφεσείοντες παραπονούνται επίσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε πως τα δημοσιεύματα από τις 2.8.2001 μέχρι τις 6.8.2001 έγιναν αντιληπτά να αναφέρονταν στον εφεσίβλητο, αφού, εισηγούνται, οι επίδικες αναφορές δεν φωτογράφιζαν τον εφεσίβλητο και δεν προσκομίστηκε οποιαδήποτε σχετική μαρτυρία στο πρωτόδικο Δικαστήριο που να θεμελιώνει το παράπονό του.  Υπενθυμίζεται ότι πρώτη αναφορά στο όνομα του εφεσίβλητου έγινε στο δημοσίευμα της 7.8.2001. 

 

Σύμφωνα με το γενικό κανόνα, μια δήλωση πρέπει να γίνεται αντιληπτή με τον τρόπο που ένας λογικός αποδέκτης θα την αντιλαμβανόταν κατά το χρόνο δημοσίευσής της.   Γνώση η οποία αποκτάται μεταγενέστερα, με αποτέλεσμα ο αποδέκτης να δει τη δήλωση υπό διαφορετικό φως, δεν την καθιστά δυσφημιστική.  Η σημασία του ζητήματος έγκειται στο γεγονός ότι αποτελεί προϋπόθεση για τη θεμελίωση αγώγιμου δικαιώματος ότι η δυσφημιστική δήλωση αφορά τον ενάγοντα” (“Αλήθεια” Εκδοτική Εταιρεία Λτδ και άλλοι ν. Λεωνίδα (1997) 1 Α.Α.Δ. 550). Στις περιπτώσεις που ο ενάγων δεν κατονομάζεται στο δυσφημιστικό δημοσίευμα για το οποίο παραπονείται, το δημοσίευμα δεν θεωρείται δυσφημιστικό εκτός εάν ο αποδέκτης προβεί στην αναγκαία αναγνωριστική σύνδεση.  Αποτελεί εξαίρεση του κανόνα η κατάθεση ως αποδεικτικό στοιχείο, μεταγενέστερου δημοσιεύματος για σκοπούς στοιχειοθέτησης της αναγνώρισης, (βλ. Gatley on Libel and Slander, 12η έκδοση, παρά.7.4[2]).  Η εξαίρεση αυτή επιβεβαιώθηκε πρόσφατα από το Privy Council στην υπόθεση Simon v Lyder [2019] 3 WLR 537 με το ακόλουθο σκεπτικό:

 

«25.  The Board's view is that the rigorous exclusionary principle laid down in the Grappelli case, namely that a subsequent statement by the same defendant can never be aggregated with an earlier one, although consistent with the conceptual basis of defamation at common law, goes too far. As has been frequently observed it accords neither with reason, justice nor common sense. The facts of the Hayward case, where the two statements were published only a week apart, the first set a puzzle which the second answered and where both were part of a saga or series, put that beyond doubt. Therefore the first ground of appeal, which seeks to uphold that exclusionary principle in full, fails.

26.  It is unnecessary for the purposes of determining this appeal for the Board to resolve with any precision the question how the exception to the exclusionary principle is to be framed. It may well be that there are several different conceptual routes to its identification on different facts. It is sufficient to say that the authorities on this question demonstrate that, for two statements made by the same person, but published at different times, to be aggregated for the purpose of giving rise in conjunction to a completed cause of action in defamation, there must in the mind of the reasonable reader be created a sufficient nexus, connection or association between the two of them, so that (where one is defamatory and the other identifies the subject) there comes a moment in time at which, in the mind of that reader, the claimant is identified as the subject of the defamatory accusation. That moment in time will generally be the time of publication (i e reading) of the second statement.

27.  That nexus or connection between the two statements may be established by varying means. The defendant may, in the first statement, have invited the reader to await further information in a later statement. The two statements may be part of a single saga or series. The second statement may sufficiently refer back to the first statement so as to incorporate it by reference, or its contents as a legal innuendo, in the second statement. But these are not legal categories. They are merely examples of ways in which, as a matter of fact, a claimant may prove the requisite nexus or connection between the two statements.»

 

 

Εν προκειμένω, η αντίκριση των δημοσιευμάτων στην ολότητά τους και σφαιρικά, προδιαγράφει την τύχη και αυτής της θέσης των εφεσειόντων.  Ανεξαρτήτως τούτου όμως,  σημειώνουμε ότι τα δημοσιεύματα από τις 7.8.2001 και εντεύθεν αποτελούσαν, ουσιαστικά, συνέχεια αυτών που προηγήθηκαν.  Λόγω δε της κοινής θεματολογίας και της χρονικής εγγύτητας μεταξύ των δημοσιευμάτων από τις 2.8.2001 μέχρι τις 7.8.2001, ήταν εύλογο να αναμένεται, ως θέμα κοινής λογικής, ότι το περιεχόμενο τους θα διατηρείτο στη μνήμη του αναγνώστη μέχρι τις 7.8.2001, που έγινε για πρώτη φορά ονομαστική αναφορά στον εφεσίβλητο και άλλο συγκεκριμένο πρόσωπο, και πως ο αναγνώστης θα προέβαινε στην αναγκαία σύνδεση αναγνώρισης, αντιλαμβανόμενος ότι τα δημοσιεύματα που προηγήθηκαν αναφέρονταν στον εφεσίβλητο και στο άλλο πρόσωπο.   

 

Στρεφόμαστε, λοιπόν, στο καίριο ερώτημα, κατά πόσο τα επίδικα δημοσιεύματα ήταν δυσφημιστικά για τον εφεσίβλητο.  Ως προς το εφαρμοστέο κριτήριο, χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στο ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Εφετείου στην Εκδόσεις Αρκτίνος ν Γεωργιάδης (2011) 1 ΑΑΔ 407:

 

«Το κριτήριο αν ένα δημοσίευμα είναι δυσφημιστικό είναι κατά πόσο ο μέσος λογικός άνθρωπος προς τον οποίο απευθύνεται το κείμενο θα μπορούσε να το αντιληφθεί κατά δυσφημιστικό τρόπο και όχι να αποδώσει απλώς ο ίδιος ο ενάγων ένα δυσφημιστικό νόημα στο δημοσίευμα θεωρώντας τον εαυτό του θιγμένο ενώ το κείμενο μπορεί να είναι δεκτικό και άλλων αθώων ερμηνειών. Κατά την εξέταση του κειμένου, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη όχι μόνο την ετυμολογία συγκεκριμένων λέξεων αλλά εξετάζει το κείμενο στην ολότητά του με αναφορά στον χρόνο και τον τόπο του δημοσιεύματος αλλά και την κρατούσα κοινή γνώμη για το θέμα. Στον Gatley on Libel and Slander, 11η έκδ., σελ. 103 αναφέρονται τα εξής:

 

«The general approach. In ruling on meaning, the court is not determining the actual meaning of the words but delimiting the outside boundaries of the possible range of meaning and setting the "ground rules" for the trial.

 

Thus in Shah v Standard Chartered Bank the allegations were capable of bearing the meaning that the plaintiffs were guilty of money laundering; but the use of miscellaneous qualifying words such as "alleged" or "apparently" meant that in the alternative they were capable of imputing no more than reasonable suspicion. The nature of the exercise has been summarized as follows (citations omitted):

 

"(1) The governing principle is reasonableness. (2) The hypothetical reasonable reader is not naïve but he is not unduly suspicious. He can read between the lines. He can read in an implication more readily than a lawyer and may indulge in a certain amount of loose thinking but he must be treated as being a man who is not avid for scandal and someone who does not, and should not, select one bad meaning where other non-defamatory meanings are available. (3) Over-elaborate analysis is best avoided. (4) The intention of the publisher is irrelevant. (5) The article must be read as a whole, and any "bane and antidote" taken together. (6) The hypothetical reader is taken to be representative of those who would read the publication in question. (7) In delimiting the range of permissible defamatory meanings, the court should rule out any meaning which, can only emerge as the produce of some strained, or forced, or utterly unreasonable interpretation. (8) It follows that it is not enough to say that by some person or another the words might to be understood in a defamatory sense". (Jeynes v New Magazines Ltd [2008] EWCA Civ 130

 

 

Σε ελεύθερη μετάφραση:

 

«Η γενική προσέγγιση: Κατά την απόφαση ως προς το νόημα, το δικαστήριο δεν καθορίζει την πραγματική σημασία των λέξεων, αλλά προσδιορίζει τα ακραία όρια του δυνατού εύρους των εννοιών και θέτει τους «βασικούς κανόνες» για τη δίκη. Έτσι, στην υπόθεση Shah ν Standard Chartered Bank, οι ισχυρισμοί ήταν ικανοί να αποδώσουν το νόημα ότι οι ενάγοντες ήταν ένοχοι για ξέπλυμα χρήματος. αλλά η χρήση των διαφόρων διακριτικών λέξεων όπως "κατ’ ισχυρισμόν" ή "προφανώς" σήμαινε εναλλακτικά ότι δεν μπορούσαν να προσδώσουν τίποτε περισσότερο πέραν της εύλογης υποψίας. Η φύση του θέματος έχει συνοψιστεί ως εξής (οι αναφορές παραλείπονται):

 

«(1) Η βασική αρχή είναι η λογική. (2) Ο υποθετικός λογικός αναγνώστης δεν είναι αφελής αλλά ούτε υπερβολικά καχύποπτος. Μπορεί να διαγιγνώσκει. Μπορεί να αντιληφθεί ένα υπονοούμενο πιο εύκολα από ότι ένας δικηγόρος και μπορεί να ενδώσει σε ένα πιο χαλαρό (ελεύθερο) τρόπο σκέψης αλλά πρέπει να αντιμετωπιστεί ως ένας άνθρωπος που δεν διψά για σκάνδαλα και ως κάποιος που δεν επιλέγει ή δεν θα πρέπει να επιλέγει μόνο την κακή σημασία, όπου υπάρχουν άλλες μη δυσφημιστικές σημασίες. (3) Υπερβολικά λεπτομερής ανάλυση είναι καλύτερα να αποφεύγεται. (4) Η πρόθεση του δημοσιεύοντος είναι άσχετη. (5) Το άρθρο πρέπει να αναγνωστεί ως σύνολο και «το δηλητήριο με το αντίδοτο» να συνεξεταστούν.(6) Ο υποθετικός αναγνώστης θεωρείται αντιπροσωπευτικός εκείνων που θα διάβαζαν το επίμαχο δημοσίευμα. (7) Οριοθετώντας το φάσμα των επιτρεπτών δυσφημιστικών σημασιών, το δικαστήριο θα πρέπει να αποκλείει κάθε έννοια η οποία μπορεί να προκύψει μόνο και μόνο ως παράγωγο ορισμένης παρατραβηγμένης, εξαναγκαστικής ή εντελώς παράλογης ερμηνείας. (8) Επομένως, δεν αρκεί να πούμε ότι, από ορισμένους, οι λέξεις θα μπορούσαν να γίνουν αντιληπτές ως δυσφημιστικές.»»

 

 

 

Στις περιπτώσεις που τα δημοσιεύματα αποδίδουν στον παραπονούμενο κάποια σχέση με τη διάπραξη ποινικού αδικήματος, όπως στην προκειμένη περίπτωση, οι υποθέσεις αυτές ταξινομούνται σε τρία διακριτά «επίπεδα καταλογισμού» γνωστά ως Chase levelsαπό την ομώνυμη υπόθεση Chase v News Group Newspapers [2002] EWCA 1772, ως εξής: (ι) ότι ο ενάγων είναι ένοχος κάποιου αδικήματος (επίπεδο 1)˙ (ιι) ότι υπάρχουν εύλογοι λόγοι για να υποψιαστεί κάποιος ότι ο ενάγων έχει διαπράξει το αδίκημα (επίπεδο 2)˙ και (ιιι) ότι υπάρχουν λόγοι για να διερευνηθεί κατά πόσο ο ενάγων ήταν υπεύθυνος για την κατ’ ισχυρισμό  πράξη (επίπεδο 3).   Το Δικαστήριο δεν δεσμεύεται από τα νοήματα που προτάσσουν οι διάδικοι.  Στην προκειμένη περίπτωση η δικογραφημένη στην έκθεση απαίτησης έννοια των δημοσιευμάτων ενέπιπτε στο πρώτο επίπεδο, ότι ο εφεσίβλητος είναι ένοχος κάποιου αδικήματος. 

 

Προσεγγίζοντας το θέμα, το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε το γεγονός ότι κατά το χρόνο των δημοσιευμάτων διεξαγόταν αστυνομική έρευνα κατόπιν παραπόνων και καταγγελιών από συγκεκριμένα άτομα.  Έκρινε, όμως, όπως φαίνεται από το απόσπασμα της πρωτόδικης απόφασης που παραθέσαμε προηγουμένως, ότι οι «κτυπητοί τίτλοι» της εφημερίδας, και ο τρόπος, η έκταση και το ύφος με το οποίο περιέγραφαν το περιεχόμενο των καταγγελιών και των πληροφοριών που λάμβαναν οι εφεσείοντες, μετέδιδαν σε ένα λογικά και συνήθους νοημοσύνης άνθρωπο ξεκάθαρο μήνυμα για την αλήθεια των καταγγελιών.  Κατά το Δικαστήριο, «Κρινόμενα σφαιρικά και ως ενιαίο σύνολο» τα μηνύματα τα οποία μετέδιδαν τα δημοσιεύματα δεν ήταν ότι ο εφεσίβλητος ήταν απλά ύποπτος για αυτά που εξέταζε η Αστυνομία αλλά εμπέδωναν τη βεβαιότητα ότι ήταν οπωσδήποτε ένοχος.  Το Δικαστήριο παράθεσε ως παράδειγμα τους χαρακτηρισμούς του εφεσίβλητου στα δημοσιεύματα ως παιδεραστή και μάλιστα αδίστακτου παιδεραστή και σάτυρου που δρούσε ανενόχλητα για εννιά χρόνια και ότι παγίδευε ανήλικα κορίτσια μέσω του τραγουδιού.  Έκρινε, τελικά, ότι οι εφεσείοντες υπερέβησαν κατά πολύ τα όρια του δικαιώματος της ελεύθερης έκφρασης και του λόγου, με αποτέλεσμα τη δυσφήμιση του εφεσίβλητου, ενώ με τα δημοσιεύματα, τα οποία δεν ανταποκρίνονταν στην αλήθεια, οι εφεσείοντες παραβίασαν και το τεκμήριο της αθωότητας του. Προσέβαλαν και «κηλίδωσαν» επίσης, σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό, «την φήμη, την υπόληψη, την αξιοπρέπεια καθώς επίσης την κοινωνική και επαγγελματική του υπόσταση».  

 

Από προσεκτική ανάγνωση των δημοσιευμάτων, φαίνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, παρά τη φραστική αναφορά του περί του αντιθέτου, δεν αναζήτησε το νόημα των δημοσιευμάτων σωρευτικά, αλλά τα εξέτασε αποσπασματικά, επικεντρωνόμενο σε μεγάλο βαθμό, αν όχι αποκλειστικά, σε εξέταση των δημοσιευμάτων που προηγήθηκαν του δημοσιεύματος της 7.8.2001, ημερομηνία κατά την οποία έγινε για πρώτη φορά ονομαστική αναφορά στον εφεσίβλητο, ως ένα από τους καλλιτεχνικούς παράγοντες που θεωρήθηκαν «ύποπτοι στην υπόθεση παιδεραστίας». Όλες οι λέξεις και φράσεις στις οποίες παρέπεμψε το πρωτόδικο Δικαστήριο, θεωρούμενες απομονωμένα από τα δημοσιεύματα της 6.8.2001 μέχρι της 17.8.2001, ενέπιπταν στο πρώτο επίπεδο Chase, αφού φαίνονταν να υιοθετούν τους ισχυρισμούς εναντίον των καταγγελλομένων, αποδίδοντας νόημα ενοχής σε σχέση με τα υπό διερεύνηση αδικήματα, χωρίς όμως να υπήρχε η αναγκαία σύνδεση με τον εφεσίβλητο στο χρόνο εκείνο.   Το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το περιεχόμενο αυτών πολύ εύκολα γινόταν αντιληπτό ότι αναφερόταν στον εφεσίβλητο, δεν μας βρίσκει σύμφωνους.  Το δημοσίευμα της 3.8.2001 περί καταγγελιών από μητέρες ότι οι δύο «κύριοι» παρέσυραν και τις δικές τους κόρες, στο οποίο παράπεμψε το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν αποτελούσε αποδεικτικό στοιχείο επαρκές να συνδέσει τον εφεσίβλητο με ένα από τους «κυρίους».    

 

Τα χαρακτηριστικά παραδείγματα, στα οποία αναφέρθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο προς στοιχειοθέτηση της κρίσης του, απουσιάζουν από τα δημοσιεύματα της 6.8.2001 και εντεύθεν, στα οποία χρησιμοποιούνται διάφορες διακριτικές λέξεις και φράσεις τόσο σε υπότιτλους όσο και στο σώμα του κειμένου των δημοσιευμάτων, όπως, για παράδειγμα, «οι ύποπτοι», «που καταγγέλλονται για παιδεραστία», «που θεωρούνται ύποπτοι», «… η οποία ισχυρίζεται ότι έπεσε θύμα άσεμνης επίθεσης», «ισχυρίστηκε» και «…που ισχυρίζονται ότι παρενοχλήθηκαν σεξουαλικά».  Υπάρχουν δε αναφορές και σε δηλώσεις τρίτων προσώπων όπως, για παράδειγμα, η επαναβεβαίωση του τότε Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης για την «αποφασιστικότητα των Αρχών να εξιχνιάσουν τη σοβαρή υπόθεση» (δημοσίευμα 6.8.2001),  η ανακοίνωση του Αρχηγού Αστυνομίας ότι ο εφεσίβλητος και το άλλο πρόσωπο «συνελήφθησαν προς διευκόλυνση των ανακρίσεων σχετικά με διερευνώμενες υποθέσεις άσεμνων επιθέσεων κατά θηλέων…» (δημοσίευμα 7.8.2001) και του τότε Προέδρου της Δημοκρατίας «…ότι η υπόθεση έχει πάρει το δρόμο της δικαιοσύνης και το δικαστήριο είναι αυτό που θα κρίνει για την ενοχή ή όχι των υπόπτων» (δημοσίευμα 9.8.2001). Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν φαίνεται να έστρεψε την προσοχή του στα πιο πάνω στοιχεία.  Καμία αναφορά δεν γίνεται σε αυτά ή σε άλλα παρόμοια.  Το Δικαστήριο δεν τα αναφέρει.  Δεν φαίνεται να εξέτασε «το δηλητήριο» με «το αντίδοτο».

 

Ειδικότερα για τους τίτλους ειδήσεων, για τους οποίους γίνεται λόγος στην πρωτόδικη απόφαση, παρατηρούμε ότι συχνά στοχεύουν στο να προσελκύσουν την προσοχή του αναγνώστη και μπορεί θεωρούμενοι αποσπασματικά να αποτελέσουν λίβελο.  Το κείμενο όμως της είδησης, μπορεί να είναι «αντίδοτο» το οποίο εξουδετερώνει ένα τίτλο «δηλητήριο». Σε τέτοια περίπτωση, ο λογικός αναγνώστης, διαβάζοντας το δημοσίευμα στο σύνολό του θα καταλήξει στο ότι ο τίτλος είναι λανθασμένος. Το δε πλαίσιο (context) είναι σημαντικό ιδιαίτερα όταν τo παράπονο αφορά σε λέξεις ή φράσεις που αποτελούν μέρος σειράς  δημοσιευμάτων που εξετάζονται ως σύνολο.

 

Εδώ πρέπει να γίνει μνεία στα ακόλουθα που λέχθηκαν στη Γεωργιάδης (ανωτέρω) (μετά από παράθεση αποσπάσματος από τη σελ 121 του συγγράμματος Gatley on Libel and Slander, 11η έκδ.) για τις περιπτώσεις που διερευνάται υπόθεση από την Αστυνομία σε σχέση με τον παραπονούμενο:

 

«Εν ολίγοις, συνάγεται από τα πιο πάνω πως αν αναφέρεται στο δημοσίευμα ότι ο παραπονούμενος είναι υπό υποψία ή ότι διερευνάται γι’ αυτόν υπόθεση δεν μπορεί ευλόγως να ερμηνευτεί ή να γίνει αντιληπτό ότι σημαίνει πως αυτός είναι ένοχος γιατί αν ο κοινός λογικός άνθρωπος σκεφτόταν πως όποτε υπάρχει αστυνομική έρευνα ο υπό διερεύνηση είναι ένοχος, θα ήταν σχεδόν αδύνατο να δοθεί ακριβής πληροφόρηση για οτιδήποτε για το οποίο το κοινό ενδιαφέρεται να γνωρίζει και να πληροφορείται. Συνάγεται επίσης πως σε περίπτωση που τα επίδικα δημοσιεύματα επιδέχονται μιας πιο «αθώας» ερμηνείας από την πιο σοβαρή που εισηγείται ο παραπονούμενος, τότε θα προτιμηθεί η πρώτη».

 

 

 

Όσον αφορά τα χαρακτηριστικά του συνηθισμένου εύλογου αναγνώστη, στην υπόθεση Mirror Newspapers Ltd v Harrison (1982) 149 CLR 293 η οποία αναφέρθηκε με επιδοκιμασία στην TPG Technology Consulting Ltd v Canada (2012) 109 OR (3d) para 13, ο δικαστής Mason εξήγησε ότι:

 

«The ordinary reasonable reader is mindful of the principle that a person charged with a crime is presumed innocent until it is proved that he is guilty.  Although he knows that many persons charged with a criminal offence are ultimately convicted, he is also aware that guilt or innocence is a question to be determined by a court, generally by a jury, and that not infrequently the person charged is acquitted

 

In this situation the reader will view the plaintiff with suspicion, concluding that he is a person suspected by the police of having committed the offence and that they have ground for laying a charge against him. But this does not warrant the conclusion that by reporting the fact of arrest and charge a newspaper is imputing that the person is guilty. A distinction needs to be drawn between the reader’s understanding of what the newspaper is saying and judgments or conclusions which he may reach as a result of his own beliefs and prejudices.»

 

 

Εν προκειμένω, στο επίκεντρο των δημοσιευμάτων ήταν η αστυνομική διερεύνηση καταγγελιών νεαρών κοπέλων εναντίον του εφεσίβλητου και άλλου προσώπου σε σχέση με την πιθανή διάπραξη ποινικών αδικημάτων ήτοι παιδεραστίας.  Κάποια από τα δημοσιεύματα, κυρίως τα αρχικά, δεν περιορίστηκαν στο γεγονός της αστυνομικής διερεύνησης.  Προχώρησαν σε λεπτομερή περιγραφή των καταγγελιών και της μαρτυρίας που η Αστυνομία είχε στα χέρια της, ήτοι του περιεχόμενου των γραπτών καταθέσεων των παραπονουμένων. Διαβάζοντας τα δημοσιεύματα στο σύνολό τους, ο υποθετικός λογικός αναγνώστης θα αντιλαμβανόταν ότι ο εφεσίβλητος και το άλλο πρόσωπο βρίσκονταν υπό διερεύνηση με βάση τα εν λόγω στοιχεία, τα οποία  δημιουργούσαν υποψίες ότι αυτοί ενέχονταν στα υπό διερεύνηση αδικήματα κατά των ηθών.  Υπό το φως του συνόλου του περιεχομένου των δημοσιευμάτων, οι χαρακτηρισμοί «σάτυροι»  και «παιδεραστές», και οι  αναφορές ότι οι καταγγελλόμενοι δρούσαν ανενόχλητα για εννιά χρόνια παγιδεύοντας ανήλικα κορίτσια μέσω του τραγουδιού, που εμφανίζονται στα πρώτα δημοσιεύματα από 2.8.2001 μέχρι 6.8.2001,  δεν μετέβαλαν το νόημα των δημοσιευμάτων, περί υπάρξεως εύλογης αιτίας να υποψιαστεί κάποιος ότι ο εφεσίβλητος διέπραξε τα διερευνόμενα εναντίον του αδικήματα σε νόημα ενοχής.  Η έννοια που αποδίδεται από τα δημοσιεύματα, λοιπόν,  εμπίπτει στο 2ο επίπεδο Chase αλλά σε καμία περίπτωση στο 1ο αφού δεν καταλογίζεται στον εφεσίβλητο ενοχή για τα υπό διερεύνηση αδικήματα.

 

Οι υπερασπίσεις που πρόβαλαν οι εφεσείοντες απορρίφθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ως έχει αναφερθεί. Μια από αυτές ήταν η υπεράσπιση του άρθρου 19(β) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ.148 του έντιμου σχολίου[3]. Κατά το κοινοδίκαιο, η υπεράσπιση του εύλογου σχολίου, αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της προστασίας της ελευθερίας του λόγου, χαρακτηριζόμενη ως «προπύργιο» (bulwark) της ελευθερίας αυτής[4].   Στην Kemsley v Foot,  τόσο στη Βουλή των Λόρδων[5] όσο και στο Εφετείο[6], τονίστηκε το εύρος και η σημασία της υπεράσπισης.   Σημειώθηκε σχετικά από το δικαστή Birkett LJ στην απόφαση του Εφετείου:

 

«It is now very well established that this defence of fair comment has a wide application. In Merivale v Carson (1887) 20 Q.B.D. 275 at 280 Lord Esher, M.R., made this plain in what is now a celebrated passage: "Every latitude must be given to opinion and to prejudice, and then an ordinary set of men with ordinary judgment must say whether any fair man would have made such a comment …mere exaggeration, or even gross exaggeration, would not make the comment unfair. However wrong the opinion expressed may be in point of truth, or however prejudiced the writer, it may still be within the prescribed limit. The question which the jury must consider is this: would any fair man, however prejudiced he may be, however exaggerated or obstinate his views, have said that which this criticism has said?»

 

 

Εν προκειμένω, ο λόγος για την απόρριψη της υπεράσπισης του έντιμου σχολίου ήταν η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι τα  «περισσότερα και σοβαρότερα» που καταλογίζονταν στον εφεσίβλητο με τα δημοσιεύματα, παρουσιάζονταν ως γεγονότα και όχι ως σχόλια.  Η δε «ενοχοποίηση» του για τις παράνομες και ανήθικες πράξεις και οι χαρακτηρισμοί του ως αδίστακτου παιδεραστή, σάτυρου και ατόμου ανήθικου που εκμεταλλευόταν την αθωότητα νεαρών κοριτσιών, δεν βασίζονταν σε γεγονότα και στερούνταν πραγματικού υπόβαθρου.

 

Η υπεράσπιση του έντιμου σχολίου προϋποθέτει ότι η επίδικη δήλωση αποτελεί, σχόλιο όχι έκθεση γεγονότων, επί θέματος δημόσιου ενδιαφέροντος και επί υπαρκτού υπόβαθρου γεγονότων. Κατά το κοινοδίκαιο, σχόλιο θεωρείται όχι μόνο η έκφραση άποψης, αλλά και το συμπέρασμα γεγονότων (factual conclusion) και συμπέρασμα (inference) στο οποίο καταλήγει ο σχολιαστής επί τη βάσει άλλων γεγονότων (βλ. την απόφαση του αγγλικού Εφετείου στην Joseph v. Spiller [2010] EMLR 7, στο [30]-[31] - δεν προσβλήθηκε επί του σημείου τούτου στο Ανώτατο Δικαστήριο της Αγγλίας - και Clarke v. Norton (1910) VLR 494,  OBrien v. Marquis of Salsbury (1889) 6 TLR 133 και Channel Seven Adelaide v. Manock (2007) 232 C.L.R. 245).

 

Το κατά πόσο η επίμαχη δήλωση συνιστά γνώμη ή σχόλιο και όχι δήλωση γεγονότων κρίνεται εξετάζοντας την σε συνάρτηση με το υπόλοιπο κείμενο (βλ. Δημοσιογραφική Χ.Λ.Σ. Λίμιτεδ κ.ά. ν. Φιλίππου (1998)1 Α.Α.Δ. 958). Στο σύγγραμμα Gatley on Libel and Slander (11η έκδοση) παράγραφος 12.10, αναφέρονται σχετικά τα ακόλουθα:

 

«While some indication, express or implied, of what underlies the alleged comment is necessary the ultimate question on whether the words are comment or fact is how they would strike the ordinary, reasonable reader and it is unlikely that any attempt to formulate general principles of construction will be of much help, especially bearing in mind that any particular statement must be taken in the context of the piece as a whole.»

 

 

Επί του ίδιου θέματος, ο Λόρδος Nicholls of Birkenhead ανέφερε στην Tse Wai Chun v Cheng [2001] EMLR 777 αναφερόμενος στις προϋποθέσεις της υπεράσπισης του έντιμου σχολίου:

 

«17.  Second, the comment must be recognisable as comment, as distinct from an imputation of fact. If the imputation is one of fact, a ground of defence must be sought elsewhere, for example, justification or privilege. Much learning has grown up around the distinction between fact and comment. For present purposes it is sufficient to note that a statement may be one or the other, depending on the context. Ferguson J gave a simple example in the New South Wales case of Myerson v. Smith's Weekly Publishing Co Ltd (1923) 24 SR (NSW) 20 , 26: ‘To say that a man's conduct was dishonourable is not comment, it is a statement of fact. To say that he did certain specific things and that his conduct was dishonourable is a statement of fact coupled with a comment.’»

 

Σχολιάζοντας το αμέσως πιο πάνω απόσπασμα ο Λόρδος Phillips of Worth Matravers στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αγγλίας στην υπόθεση Joseph v Spiller [2010] UKSC 53 σημείωσε: 

 

«This merits elaboration. Jurists have had difficulty in defining the difference between a statement of fact and a comment in the context of the defence of fair comment. The example given in Myerson v. Smith's Weekly Publishing Co Ltd … cited by Lord Nicholls is not wholly satisfactory. To say that a man's conduct was dishonourable is not a simple statement of fact. It is a comment coupled with an allegation of unspecified conduct upon which the comment is based. A defamatory statement about a person will almost always be based, either expressly or inferentially, on conduct on the part of the person. Judges and commentators have, however, treated a comment that does not identify the conduct on which it is based as if it were a statement of fact. For such a comment the defence of fair comment does not run. The defendant must justify his comment. To do this he must prove the existence of facts which justify the comment.»

 

 

 

Η διάκριση μεταξύ δηλώσεων, γεγονότων και αξιολογικών κρίσεων δεν είναι εύκολη. Έχει χαρακτηριστεί ως η πιο σημαντική και πιο δύσκολη διάκριση στο δίκαιο της δυσφήμισης[7]. Το έργο του Εφετείου στην προκειμένη περίπτωση καθίσταται ακόμη πιο δύσκολο από τον τρόπο δικογράφησης της αξίωσης του εφεσίβλητου και ειδικότερα τον μη καθορισμό των συγκεκριμένων λέξεων ή φράσεων στα δημοσιεύματα που κατά τον εφεσίβλητο ήταν δυσφημιστικά.  Μπορεί, όμως, να λεχθεί ότι τα επίδικα δημοσιεύματα περιέχουν γεγονότα και σχόλια.  Ειδικότερα για τις λέξεις και φράσεις στις οποίες αναφέρθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, θεωρούμε, έχοντας υπόψη και το πλαίσιο των δημοσιευμάτων, ότι πρόκειται για αξιολογικές κρίσεις αναφορικά με τις πράξεις και συμπεριφορά που αποδίδονταν στους καταγγελλόμενους με τις καταγγελίες.  Σημειώνουμε επίσης ότι το ουσιαστικό μέρος των γεγονότων για τα οποία έγινε το σχόλιο είναι αληθές, όχι ως προς την ενοχή του εφεσίβλητου αλλά ως προς το ότι η Αστυνομία είχε στα χέρια της καταγγελίες και καταθέσεις από νεαρές κοπέλες στις οποίες περιέγραφαν άσεμνες επιθέσεις από τον εφεσίβλητο και άλλο πρόσωπο και ότι στο πλαίσιο της εν λόγω διερεύνησης, η Αστυνομία εξασφάλισε ένταλμα σύλληψης του εφεσίβλητου, ο οποίος προφυλακίστηκε από 7.8.2001 έως 11.8.2001 και από 11.8.2001 έως 17.8.2001.   Περαιτέρω, ότι τα στοιχεία αυτά ήταν αρκετά, στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, για την τεκμηρίωση ύπαρξης εύλογης υποψίας σύνδεσης του εφεσίβλητου και του άλλου προσώπου με τη διάπραξη των υπό διερεύνηση αδικημάτων.  Επίσης σημαντικά στοιχεία, που τεκμηρίωναν στον απαιτούμενο βαθμό την ύπαρξη εύλογης υποψίας σύνδεσης του εφεσίβλητου με τη διάπραξη των διερευνώμενων αδικημάτων, ήταν η καταχώρηση κατηγορητηρίου εναντίον των δύο υπόπτων και η παραπομπή τους σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου. 

 

Ως προς το ερώτημα κατά πόσο τα θέματα επί των οποίων έγινε σχόλιο ή κριτική ήταν δημόσιου ενδιαφέροντος, η απάντηση είναι καταφατική.  Επί του προκειμένου, ισχύει και στα δεδομένα της παρούσας η θεώρηση του Εφετείου στη Γεωργιάδη (ανωτέρω), υπόθεση δυσφήμισης η οποία αφορούσε δημοσιεύματα άλλης εφημερίδας για τα γεγονότα που διαδραματίζονταν κατά τον επίδικο χρόνο σε σχέση με τον εφεσίβλητο.  Την υιοθετούμε και επαναλαμβάνουμε: «Η ιδιότητα του εφεσίβλητου ως επώνυμου μουσικού και καλλιτεχνικού παράγοντα και η φύση των υπό διερεύνηση ποινικών αδικημάτων που είχαν σχέση με την επαγγελματική και καλλιτεχνική του δραστηριότητα είναι στοιχεία τα οποία ευλόγως εντάσσουν τα θέματα επί των οποίων έγινε σχόλιο ή κριτική στα θέματα δημόσιου ενδιαφέροντος».   Προσθέτουμε την παρατήρηση του Λόρδου Phillips στην απόφαση ορόσημο του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αγγλίας, Flood v Times Newspapers Ltd [2012] UKSC 11, ότι δεν υπάρχει γενική αρχή πως η δημοσίευση λεπτομερειών, οι οποίες φαίνονται να υποστηρίζουν καταγγελία για εγκληματική συμπεριφορά η οποία διερευνάται από την Αστυνομία, δεν είναι προς το δημόσιο ενδιαφέρον, (βλ. ιδιαίτερα τις παρα.55-70 της απόφασης).  Στην ίδια υπόθεση επισημάνθηκε από το Λόρδο Dyson η αναγκαιότητα διάκρισης μεταξύ ισχυρισμών που προβάλλονται σε σχέση με πρόσωπα που επιτελούν δημόσιο καθήκον και συνηθισμένα πρόσωπα:

 

«In my view, it is necessary to distinguish between allegations made against ordinary individuals and allegations made against persons who perform public functions (especially where they are about the alleged performance of those functions). I would accept that the danger of trial by press without proper safeguards will often weigh heavily against the publication of the details of an accusation against an ordinary individual. But where the accusation is of crime or professional misconduct by a person in his performance of a public function, I do not think that the danger of trial by press without proper safeguards weighs heavily, still less conclusively, against publication.»

 

Η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΔΑΔ) αναγνωρίζει ότι στη δημοσιογραφική ελευθερία περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, και η δυνατότητα προσφυγής σε κάποιο βαθμό υπερβολής, ακόμα και σε πρόκληση.[8] Το ΕΔΑΔ δέχτηκε στην Falzon v Malta  (2018) 67 E.H.R.R. 34, ότι  παρόλο που οι επίδικες αναφορές ήταν σαρκαστικές, δεν υπερέβαιναν τον αποδεκτό βαθμό στιλιστικής υπερβολής που είχε χρησιμοποιήσει ο αιτητής για να εκφράσει την αξιολογική του κρίση.[9]  

 

Σημειώνουμε επίσης ότι σε υποθέσεις που αφορούν στην ελευθερία του τύπου για ζητήματα δημόσιου ενδιαφέροντος, η σύγχρονη τάση της νομολογίας του ΕΔΑΔ είναι υπέρ μιας ευρείας και φιλελεύθερης ερμηνείας αξιολογικών κρίσεων και σχολίων όταν αντικείμενο τους είναι  δημόσια πρόσωπα, ιδιαίτερα πολιτικά πρόσωπα, περιορίζοντας το δικαίωμα στη φήμη προσώπου, το οποίο κατοχυρώνεται από το Άρθρο 2 της  Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, υπέρ του δικαιώματος της ελευθερίας του λόγου και της έκφρασης, το οποίο διασφαλίζεται από το Άρθρο 10 της Σύμβασης,  (βλ. Dlugolecki v Poland, Αίτηση Αρ. 23806/03, 24 Φεβρουαρίου 2009).  Το επίδικο δημοσίευμα πρέπει να εξετάζεται με φόντο τις συνθήκες οι οποίες επικρατούσαν όταν αυτό δημοσιεύτηκε. Η προσέγγιση της κυπριακής νομολογίας είναι παρόμοια (βλ. Πετρίδη ν Εκδοτικού Οίκου Δίας Λτδ κ.ά (2013) 1 ΑΑΔ 1464).  Σε κάθε υπόθεση, τίθεται το ερώτημα της εξισορρόπησης των δύο δικαιωμάτων. 

 

Κατά το άρθρο 7 του ψηφίσματος 1165 (1998) της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης για το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή, «δημόσια πρόσωπα» είναι τα πρόσωπα που κατέχουν δημόσια θέση ή/και χρησιμοποιούν δημόσιο χρήμα  και καλύπτει γενικά όλους όσους διαδραματίζουν ρόλο στη δημόσια ζωή, είτε στον πολιτικό, επιστημονικό, θρησκευτικό, οικονομικό καλλιτεχνικό, κοινωνικό αθλητικό ή άλλο τομέα[10](Βλ. και την απόφαση της Βουλής των Λόρδων στην υπόθεση Campbell v MGN Ltd [2004] 2 A.C. 457 στην οποία γνωστό μοντέλο θεωρήθηκε ως δημόσιο πρόσωπο και την παρατήρηση του Λόρδου Dyson στην Flood (ανωτέρω)). 

 

 

Ο εφεσίβλητος, πολύ γνωστός μουσικός και συνθέτης και διευθυντής του τηλεοπτικού προγράμματος «Αφετηρίες» του ΡΙΚ, ήταν δημόσιο πρόσωπο.  Ως δημόσιο πρόσωπο ήταν εκτεθειμένος σε ευρύτερη κριτική και σχολιασμό  από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης παρά ένας απλός πολίτης.  Η συμπεριφορά δε που του καταλογιζόταν φέρεται να λάμβανε χώρα κατά την ενάσκηση της επαγγελματικής του δραστηριότητας.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έστρεψε την προσοχή του σε αυτούς τους παράγοντες, προφανώς λόγω της θεώρησης του ότι «τα περισσότερα και σοβαρότερα» που καταλογίζονταν στον εφεσίβλητο παρουσιάζονταν ως γεγονότα και όχι ως σχόλια. 

 

Υπό το φως των πιο πάνω, θεωρούμε ότι παρόλο που η γλώσσα των σχολίων και της κριτικής στα πρώτα δημοσιεύματα, πριν τη σύνδεση του εφεσίβλητου με αυτά,  ήταν οξεία και σκληρή, συνολικά θεωρούμενα τα δημοσιεύματα δεν  υπερέβησαν τα αποδεκτά όρια της κριτικής.

 

Εναγόμενος, βέβαια, δεν μπορεί να στηριχθεί στην υπεράσπιση του εύλογου σχολίου εάν το σχόλιο δεν έγινε καλή τη πίστει.  Το βάρος να αποδείξει κακοπιστία ευρίσκεται επί των ώμων του ενάγοντα.   Τι συνιστά κακοπιστία ορίζεται επακριβώς στο άρθρο 21(2) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ.148[11]. Η οξεία και σκληρή κριτική δημόσιου προσώπου δεν θεωρείται κακόβουλη παρά μόνο σε ακραίες περιπτώσεις.  Στην υπόθεση Πετρίδη ν Εκδοτικού Οίκου Δίας Λτδ κ.ά (ανωτέρω) στην οποία ο ενάγων-εφεσείων θεωρήθηκε ως δημόσιο πρόσωπο με πολιτική δραστηριότητα, παρατηρήθηκαν σχετικά τα ακόλουθα:

 

«Η κριτική που ο εφεσίβλητος 4 άσκησε κατά του εφεσείοντα, ήταν, όπως παρατήρησε το δικαστήριο, οξεία και σκληρή, η οποία όμως μπορεί να γίνει ανεκτή από ένα δημόσιο πρόσωπο με πολιτική δραστηριότητα – όπως ήταν ο εφεσείων – για ένα τέτοιο θέμα υψίστου δημόσιου ενδιαφέροντος. Τα όρια της αποδεκτής κριτικής, σε περιπτώσεις όπως του εφεσείοντα είναι ευρύτερα από τις περιπτώσεις ιδιωτών, αφού οι πρώτοι αναπόφευκτα και ενσυνείδητα εκθέτουν τον εαυτό τους σε στενό έλεγχο, των λόγων και των πράξεων τους, από δημοσιογράφους και το ευρύτερο κοινό(βλ. Jerusalem v. Austria [2003] 3 E.H.R.R. 25). Ακόμη και αν ο σκοπός του εφεσίβλητου 4 ήταν για να ψέξει την πολιτική ανηθικότητα του εφεσείοντα ή χρησιμοποίησε σκληρές εκφράσεις και επιθετική γλώσσα για τον εφεσείοντα, όπως παραπονείται ο εφεσείων, αυτό δεν καταδεικνύει κακοβουλία στην έννοια που αναφέρεται πιο πάνω και δεν εξουδετερώνει την υπεράσπιση του εντίμου σχολίου. Το πρωτόδικο δικαστήριο καταλήγοντας για το ζήτημα, σημειώνει ότι κυρίαρχο κίνητρο του εφεσίβλητου 4 ήταν να σχολιάσει επί θέματος δημοσίου ενδιαφέροντος παραθέτοντας την ειλικρινή και γνήσια άποψη του. Δεν έχει τεθεί οτιδήποτε υπόψη μας που να καταδεικνύει ότι δεν ήταν έτσι και πως ο ίδιος δεν πίστευε ότι το σχόλιο του ήταν δικαιολογημένο.»

 

Ο εφεσίβλητος ισχυρίστηκε με την Απάντηση του ότι τα επίδικα δημοσιεύματα δημοσιεύτηκαν από τους εφεσείοντες κακόβουλα, παραθέτοντας σχετικές λεπτομέρειες. Δεν υπάρχει οτιδήποτε στο ενώπιον μας υλικό που να δείχνει ότι οι εφεσείοντες ενήργησαν με κακοπιστία. Δημοσίευμα της εφημερίδας ημερομηνίας 5.8.2001, το οποίο κατατέθηκε κατά την επανεξέταση του εφεσίβλητου προς αμφισβήτηση εισήγησης που του έγινε αντεξεταζόμενος, ότι τα επίδικα δημοσιεύματα έγιναν καλόπιστα, δεν εντάσσει την περίπτωση εντός του άρθρου 21(2) του Κεφ.148.  Πρόκειται για δημοσίευμα που έγινε πριν από τη σύνδεση του εφεσίβλητου με τα επίδικα δημοσιεύματα, στο οποίο δεν αναφέρεται το όνομα του, ούτε αποτελεί μέρος των λεπτομερειών της δικογραφημένης θέσης του.  

 

Για τους λόγους που εξηγήσαμε, θεωρούμε ότι ο εφεσίβλητος δεν απέδειξε ότι τα σχόλια ήταν κακόπιστα. Το πραγματικό βάθρο των επίδικων δημοσιευμάτων ήταν ουσιωδώς αληθές.  Η κριτική δε που ασκήθηκε σε αυτά, ενίοτε έντονη και σκληρή, ήταν καλόπιστη και επί θέματος δημοσίου ενδιαφέροντος.  

 

Οι πιο πάνω διαπιστώσεις οδηγούν την έφεση σε επιτυχή κατάληξη ώστε να μην υπάρχει ανάγκη εξέτασης των υπολοίπων θεμάτων που εγείρονται με αυτή. 

 

Η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.  Τα πρωτόδικα έξοδα, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή, και τα έξοδα της έφεσης τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €2000 συν ΦΠΑ, επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον του εφεσίβλητου.

                                                         

Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.

 

                                                                   Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

                                                                   Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

/ΣΓεωργίου



[1] Papadopoullos v Kyrix Publishing Co. Ltd (1963) 2 CLR 20 και Gatley on Libel, 8η έκδοση, σελ.62 και 64.

[2] “The general rule is that a statement is to be understood in the way in which a reasonable recipient would understand it at the time it is published: subsequent knowledge which makes the recipient look back on it in a different light will not make it defamatory.  Exceptionally, however, a subsequent publication may be introduced in evidence to establish identification.”  Για μια ενδιαφέρουσα συζήτηση του θέματος, δέστε την απόφαση του Εφετείου του Ανωτάτου Δικαστηρίου του New South Wales (Court of Appeal of the Supreme Court of New South Wales) στην υπόθεση Fairfax Media Publications Pty Ltd and another v Pedavoli [2015] NSWCA 237.

[3] «Σε αγωγή για δυσφήμηση αποτελεί υπεράσπιση—

[….]

(β) ότι το δημοσίευμα για το οποίο έγινε η αγωγή ήταν έντιμο σχόλιο για θέμα δημοσίου συμφέροντος:

 

Νοείται ότι όταν το δυσφημιστικό δημοσίευμα συνίσταται εν µέρει στον ισχυρισμό γεγονότων και εν µέρει στην έκφραση γνώμης, υπεράσπιση έντιμου σχολίου δεν καταρρίπτεται για µόνο το λόγο ότι δεν αποδεικνύεται το αληθές κάθε ισχυρισμού γεγονότος, αν η έκφραση γνώμης αποτελεί έντιμο σχόλιο αφού ληφθούν υπόψη αυτά τα οποία ισχυρίζονται ή αναφέρονται στο δυσφημιστικό δημοσίευμα για το οποίο έγινε η αγωγή τα οποία αποδεικνύονται:

 

Νοείται περαιτέρω ότι η βάσει της παραγράφου αυτής υπεράσπιση δεν επιτυγχάνει αν ο ενάγων αποδείξει ότι η δημοσίευση δεν έγινε καλή τη πίστει εντός της έννοιας του εδαφίου (2) του άρθρου 21 του Νόμου αυτού.»

 

[4] Βλ. την έκθεση της Επιτροπής Faulks για τη Δυσφήμιση (Cmnd 5909) 1975.

[6] [1952] 2 KB 34

[7] G. Robertson and A. Nicol, Media Law, 5th edn (2008)

[8]Journalistic freedom also covers possible recourse to a degree of exaggeration, or even provocation», (Falzon v Malta  (2018) 67 E.H.R.R. 34).

[9] «…the impugned expressions, although sarcastic, remained within the acceptable degree of stylistic exaggeration employed to express the applicant’s value judgment». 

[10] «Public figures are persons holding public office and/or using public resources and, more broadly speaking, all those who play a role in public life, whether in politics, the economy, the arts, the social sphere, sport or in any other domain»

 

[11]  «21.- [….]

 (2) Η δηµοσίευση δυσφηµιστικού δηµοσιεύµατος δεν θεωρείται ότι έγινε καλή τη πίστει από πρόσωπο εντός της έννοιας του εδαφίου (1), του άρθρου αυτού, αν καταδειχθεί ότι—

 (α) Tο δηµοσίευµα ήταν αναληθές, και αυτός δεν πίστευε αυτό ως αληθές· ή

 (β) το δηµοσίευµα ήταν αναληθές, και αυτός προέβηκε στη δηµοσίευση χωρίς να καταβάλει        εύλογη φροντίδα για την εξακρίβωση του αληθούς ή του αναληθούς αυτού· ή

 (γ) προβαίνοντας στη δηµοσίευση, ενήργησε µε σκοπό βλάβης του προσώπου που δυσφηµείται   σε βαθµό σηµαντικά µεγαλύτερο ή κατά τρόπο σηµαντικά διαφορετικό του εύλογα αναγκαίου για το κοινό συµφέρον ή για την προστασία του ιδιωτικού δικαιώµατος ή συµφέροντος σε σχέση µε το οποίο αξιώνει προνόµιο.»


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο