ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ν. ΓΕΡΜΑΝΟΥ, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 247/2013, 7/4/2020

ECLI:CY:AD:2020:A112

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 247/2013)

 

7 Aπριλίου, 2020

 

[ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ,  Δ/ΣΤΕΣ]

 

Μεταξύ:

xxx ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ

Εφεσείοντα/Ενάγοντα

και

xxx ΓΕΡΜΑΝΟΥ

Εφεσίβλητου/Εναγόμενου.

_ _ _ _ _ _

 

Θ.Ιωαννίδης με Ιωαννίδου (κα), για εφεσείοντα

Χρ.Ερωτοκρίτου, (κα), για εφεσίβλητο

_ _ _ _ _ _

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα δοθεί από την Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.

----------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Στις 21.5.2005 και περί ώρα 4.10π.μ. επεσυνέβη οδικό δυστύχημα στη λεωφόρο 28ης Οκτωβρίου, στη Μακεδονίτισσα, Λευκωσία.  Ενεχόμενα στο δυστύχημα οχήματα ήσαν το αυτοκίνητο με αρ.εγγραφής xxxx32 που οδηγούσε ο εφεσείων-ενάγων και το αυτοκίνητο με αρ.εγγραφής xxxx86 που οδηγούσε ο εφεσίβλητος-εναγόμενος.

 

Για το θέμα της ευθύνης κατέθεσαν 4 μάρτυρες.  Ο εξεταστής του δυστυχήματος αρχιαστυφύλακας Αντωνίου (ΜΕ1), ο εφεσείων (ΜΕ2), ο εφεσίβλητος (ΜΥ1) και ο αυτόπτης μάρτυρας (ΜΥ2). 

 

Το Δικαστήριο θεώρησε τον εφεσείοντα μη αξιόπιστο μάρτυρα και στη βάση της πραγματικής μαρτυρίας και ιδιαιτέρως του σχεδιαγράμματος του τροχαίου δυστυχήματος καθώς και της μαρτυρίας του εξεταστή, αλλά κυρίως του ιδίου του εφεσίβλητου και του ΜΥ2 τους οποίους θεώρησε αξιόπιστους μάρτυρες, προέβη στα ακόλουθα ευρήματα:  

 

Στις 21.5.05, γύρω στις 04.00, τόσο ο εφεσείων όσο και ο εφεσίβλητος και ο Μ.Υ.2 ως και άλλοι φίλοι τους, εξήλθαν από το Club Cabrio στη Λεωφ. 28ης Οκτωβρίου στη Μακεδονίτισσα. Ο εφεσίβλητος εισήλθε στο αυτοκίνητο του xxxx86, το οποίο είχε σταθμεύσει στη δεξιά πλευρά του δρόμου, απέναντι από το club με κατεύθυνση προς Λεωφ. Γρίβα Διγενή, ενώ ο εφεσείων είχε σταθμεύσει το αυτοκίνητο του xxxx32 πίσω από το δικό του, αλλά με αντίθετη κατεύθυνση προς την Κρατική ΄Εκθεση. Ο εφεσίβλητος κινήθηκε στην αριστερή λωρίδα προς Λεωφ. Γρίβα Διγενή, προχώρησε μέχρι τα παγωτά Παπαφιλίππου, έστριψε και επέστρεψε πίσω, οδηγώντας με κατεύθυνση προς Κρατική ΄Εκθεση και με μεγάλη ταχύτητα που υπερέβαινε το επιτρεπόμενο όριο που ήταν 50 ΧΑΩ. Πλησιάζοντας στο σημείο όπου ήταν αρχικά σταθμευμένος, είδε το αυτοκίνητο του εφεσείοντα, το οποίο είχε ήδη φύγει, να προπορεύεται και να απέχει από το δικό του περίπου 30 μ. Κατ΄αυτό το χρόνο κινούντο και οι δύο στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας με μεγάλη ταχύτητα. Ξαφνικά ο εφεσείων ελάττωσε ταχύτητα, έθεσε σε λειτουργία τον αριστερό του δείκτη και κινήθηκε προς τα αριστερά. Η απόσταση μεταξύ τους μειώθηκε και ο εφεσίβλητος αντιλήφθηκε ότι ο εφεσείων ήθελε να σταθμεύσει στην αριστερή άκρια του δρόμου. Γι' αυτό και ο εφεσίβλητος συνέχισε ευθεία την πορεία του. Ξαφνικά ο εφεσείων, στο σημείο της λεωφόρου όπου ενώνεται με την πάροδο της οδού Γερμανού Πατρών, έστριψε απότομα δεξιά και σ' αυτό το σημείο το μπροστινό μέρος του αυτοκινήτου του εφεσιβλήτου βρισκόταν στο ύψος του πίσω μέρους του αυτοκινήτου του εφεσείοντα. Ο πρώτος ενστικτωδώς έστριψε απότομα το τιμόνι του δεξιά για να αποφύγει τη σύγκρουση χωρίς να χρησιμοποιήσει φρένα, πλην όμως ανεπιτυχώς. Το μπροστινό μέρος του αυτοκινήτου του εφεσίβλητου συγκρούστηκε βίαια με τη δεξιά πλευρά του αυτοκινήτου του εφεσείοντα, στην πόρτα του οδηγού, στο σημείο (Χ) του τεκμ. 3. Το αυτοκίνητο του εφεσείοντα, μετά τη σύγκρουση, με το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου, (Χ) συνέχισε να κινείται και κτύπησε στο σταθμευμένο αυτοκίνητο xxxx74 στη δεξιά λωρίδα του δρόμου (Χ1). Το αυτοκίνητο του εφεσιβλήτου μετά τη σύγκρουση, συνέχισε την πορεία του και συγκρούστηκε σε προστατευτικό πάσσαλο (Χ2), με προβολέα (Χ3), με πεύκο (Χ4) και με ράμπα καταστήματος (Χ5). Και οι δύο οδηγοί τραυματίστηκαν και μεταφέρθηκαν στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας.

 

Οι λόγοι έφεσης που αφορούν την ευθύνη είναι τέσσερις, ως εξής:  Ο 3ος λόγος έφεσης πλήττει ως λανθασμένη την αποδοχή από το Δικαστήριο της μαρτυρίας του ΜΥ2 ως ενισχυτική της μαρτυρίας του εφεσίβλητου.  Ο 1ος λόγος έφεσης πλήττει τα ευρήματα του Δικαστηρίου σε σχέση με την ευθύνη καθότι σύμφωνα με τη θέση της πλευράς του εφεσείοντα, τα σχετικά ευρήματα του Δικαστηρίου είναι αντίθετα με την πραγματική μαρτυρία την οποία αποδέκτηκε. 

 

Ο 2ος λόγος υποδεικνύει πως το Δικαστήριο είχε υποχρέωση να αξιολογήσει τη μαρτυρία των δύο οδηγών και τις αντικρουόμενες εκδοχές τους βάσει της πραγματικής μαρτυρίας την οποία είχε αποδεχθεί. 

 

Με τον 4ο λόγο ο εφεσείων προβάλλει πως το Δικαστήριο λανθασμένα κατένειμε την ευθύνη σε 70% σε βάρος του εφεσείοντα, ενώ σύμφωνα με τη μαρτυρία, έπρεπε να την κατανείμει εξ ολοκλήρου στον εφεσίβλητο, ή τουλάχιστον 70% σε βάρος του.

 

Θα προχωρήσουμε με την εξέταση των λόγων έφεσης που αφορούν την ευθύνη, οι οποίοι λόγοι μπορούν ως εκ της συνάφειας τους να εξεταστούν σε κοινό πλαίσιο.

 

Το βάθρο των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναζητείται και εντοπίζεται στην εκδοχή που γίνεται αποδεκτή, δηλαδή του ιδίου του εφεσίβλητου και του ΜΥ2 (αυτόπτη μάρτυρα).  Επειδή μόνο η μαρτυρία του τελευταίου προσβάλλεται άμεσα με λόγο έφεσης, θα πρέπει να ξεκινήσουμε με τον 3ο λόγο με το οποίο ουσιαστικά πλήττεται το σχετικό έργο της αξιολόγησης.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο ξεκινώντας με το ορθό συμπέρασμα πως δεν υπάρχει ιδιαίτερη σχέση οποιουδήποτε των διαδίκων με τον ΜΥ2 προχώρησε να εξηγήσει με πλήρη αιτιολογία γιατί αποδέκτηκε τον μάρτυρα αυτό. Συσχετίζοντας ακριβώς και αντιπαραβάλλοντας τη συνολική μαρτυρία εύλογα θεώρησε πως η μαρτυρία του ΜΥ2 ήταν αξιόπιστη, αν και ένα μέρος της μαρτυρίας του (το ότι ξεκίνησε ο εφεσείων κάνοντας μανούβρες) δεν το αποδέκτηκε.  Είναι επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να μην αποδεκτεί μέρος μαρτυρίας ατόμου που θεωρεί αξιόπιστο εφόσον το αιτιολογήσει, κάτι που εδώ συντρέχει εφόσον σύμφωνα με το Δικαστήριο εκείνο που έχει σημασία δεν είναι ο τρόπος με τον οποίο κινείτο ο εφεσείων στο δρόμο προτού κινηθεί προς τα αριστερά, αλλά αυτή καθ΄εαυτή η κίνηση του προς την αριστερή άκρια του δρόμου και η μετέπειτα απότομη κίνηση του προς τα δεξιά που είχε σαν αποτέλεσμα τη σύγκρουση των δύο οχημάτων. 

 

Ο εφεσείων έχοντας το βάρος να καταδείξει πως δεν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο Δικαστήριο να προβεί στα πιο πάνω συμπεράσματα δεν κατόρθωσε να το πράξει.  ΄Αλλωστε, ακριβώς το έργο της αξιολόγησης κρίνεται σφαιρικά και δεν μπορεί να απομονωθεί σε ένα μόνο σημείο, αφού, όπως διαπιστώνεται, πυρήνας των ευρημάτων ήταν η αποδοχή της μαρτυρίας του εφεσίβλητου με παράλληλη απόρριψη της μαρτυρίας του εφεσείοντα.  Αν και δεν πλήττεται ad hoc το έργο αυτό, εμμέσως θίγεται το θέμα με την προβολή των λόγων έφεσης που αφορούν το εσφαλμένο της κρίσης ως προς την πραγματική μαρτυρία ότι δηλαδή αυτή δεν συνάδει με τη μαρτυρία του εφεσίβλητου που έγινε αποδεκτή. 

 

Με όλο το σεβασμό, δεν μας βρίσκει σύμφωνους αυτή η θέση.  Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα εισηγήθηκε ότι τα σημεία (γδαρσίματα και άλλα) επί του δρόμου σαφώς και καταδείκνυαν πορεία όπως ο εφεσείων κατέθεσε.  Τα σημεία όμως αυτά (ίχνη Β1-Β3) αφορούν γδαρσίματα στην άσφαλτο που άφησε το αυτοκίνητο του εφεσείοντα μετά τη σύγκρουση.  ΄Εχοντας δε τα σημεία αυτά δεξιά κλίση συνάδουν με τη θέση ότι ο εφεσείων επιχειρούσε απότομη στροφή δεξιά όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε στη σελ.16 της απόφασης του.  Όπως δε περαιτέρω ορθά παρατηρεί η ευπαίδευτη συνήγορος του εφεσίβλητου, εφόσον, με βάση την πραγματική μαρτυρία η δεξιά πλευρά του οχήματος του εφεσείοντα απείχε 1.10μ. μακριά από τη διαχωριστική γραμμή των δύο λωρίδων, αυτό καταρρίπτει τη θέση του εφεσείοντα ότι οδηγούσε πάνω στη διαχωριστική γραμμή των δύο λωρίδων την ώρα της σύγκρουσης. 

 

Εξάλλου το έργο της αξιολόγησης της μαρτυρίας των διαδίκων κάλυπτε πολλά σημεία και το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε πληθώρα πειστικών λόγων γιατί έπρεπε ο εφεσείων να καταταχθεί αρνητικά ως μάρτυρας ενώ ο εφεσίβλητος θετικά. 

 

Στη βάση δε των ευρημάτων του το Δικαστήριο προχώρησε στη νομική αξιολόγηση των αντιστοίχων ενεργειών για να αποδώσει ή μη αμέλεια.  Είναι γεγονός – και εθίγη αυτό κατά τη συζήτηση της έφεσης – ότι το Δικαστήριο ξεκίνησε παράδοξα τη νομική αυτή αξιολόγηση πρώτα με το ερώτημα κατά πόσο ο ενάγων και όχι ο εναγόμενος είχε ευθύνη για το δυστύχημα.  Δεν διατυπώθηκε σχετικός λόγος έφεσης επ΄ αυτού ούτε μας υποδείχθηκε ότι αυτό επηρέασε την κρίση του Δικαστηρίου.  Ο συνήγορος του εφεσείοντα εισηγείται ουσιαστικά λανθασμένο καταμερισμό ευθύνης στη βάση της προσέγγισης πως η προηγηθείσα αξιολόγηση είναι λανθασμένη και πως η εκδοχή που έπρεπε να ακολουθηθεί ήταν της πλευράς του.  Το θέμα όμως καλύφθηκε και δεν θα επανέλθουμε.  ΄Οσον αφορά δε τον τρόπο αφετηρίας της σκέψης του πρωτόδικου Δικαστηρίου για το θέμα του καταμερισμού ευθύνης, (ακόμη και αν κριθεί ως μη ο πλέον κατάλληλος), δεν φαίνεται να αλλοίωσε ή επηρέασε αρνητικά την όλη δομή της σκέψης του για τα περαιτέρω, αφού απέδωσε 30% ευθύνη στον εφεσίβλητο επειδή οδηγούσε καθ΄υπέρβαση του ορίου ταχύτητας κάτω από τις δεδομένες περιστάσεις που εξηγεί και επειδή, παρά το ότι έλαβε αποτρεπτικά μέτρα με απότομη στροφή του τιμονιού δεξιά, εντούτοις θα μπορούσε να εφαρμόσει τα φρένα του οχήματος του, κάτι που δεν έπραξε.  Στον δε εφεσείοντα απέδωσε 70% ευθύνη αφού σύμφωνα με τα ευρήματα του  «…..είχε καθήκον να αναμένει στην αριστερή άκρια του δρόμου όπου είχε κινηθεί και τότε μόνο να κινηθεί προς τα δεξιά – είτε για να στρίψει δεξιά στην οδό Γερμανού Πατρών, είτε για να κάνει επαναστροφή – όταν θα έλεγχε το δρόμο και θα βεβαιωνόταν ότι ο δρόμος ήταν καθαρός και κανένα όχημα εκινείτο σ΄αυτόν ώστε η εν λόγω ενέργεια του να μην έθετε σε κίνδυνο τα οχήματα που κινούντο στην αριστερή λωρίδα του δρόμου.  Ο ενάγοντας απέτυχε να εκπληρώσει το πιο πάνω καθήκον του.  Αφού ελάττωσε ταχύτητα και κινήθηκε προς τα αριστερά, - δίδοντας εύλογα την αντίληψη στον εναγόμενο που τον ακολουθούσε ότι θα στάθμευε στην αριστερή άκρια του δρόμου, - ξαφνικά και απροειδοποίητα χωρίς να ελέγξει το δρόμο προς τα πίσω, έστριψε απότομα δεξιά και απέκοψε την ελεύθερη πορεία του εναγομένου, ο οποίος συνέχιζε ευθεία την πορεία του.  Το αποτέλεσμα ήταν το μπροστινό μέρος του οχήματος του εναγομένου να συγκρουστεί βίαια με την δεξιά πλευρά του οχήματος του ενάγοντα.  Η ενέργεια αυτή του ενάγοντα συνιστά κατά την κρίση του Δικαστηρίου αμέλεια εκ μέρους του».

 

Το Δικαστήριο αποφασίζει το θέμα της ευθύνης με βάση την ολότητα της μαρτυρίας, ασχέτως εάν η μαρτυρία προέρχεται από τον ενάγοντα ή τον εναγόμενο (βλ. Fabrey a.a. v. Niovi A.Demetriou, as administrative of the Estate of the Deceased Angelos Demetriou (1976)1 C.L.R. 1 και Κardanas Transport Co Ltd v. Kωνσταντίνου, (2011)1 Α.Α.Δ. 267).  Εν προκειμένω, σαφώς και το Δικαστήριο έκρινε στη βάση της αποδεκτής μαρτυρίας που προσφέρθηκε των ευρημάτων του, πως η γενεσιουργός αιτία του δυστυχήματος ήταν η οδική συμπεριφορά του εφεσείοντα και στη βάση αυτών κατένειμε την ευθύνη. Στις ράγες της δικογραφίας όπου ο καθείς των διαδίκων επικαλείτο αμέλεια για τον έτερο δεν παρουσιάζεται πρόβλημα στη θεώρηση του Δικαστηρίου.  ΄Αλλωστε, ήταν ανοικτό ενδεχόμενο να κρίνει τον ενάγοντα πλήρως και μόνο υπεύθυνο για το τροχαίο. 

 

Για τους λόγους  που έχουμε εξηγήσει, οι ως άνω λόγοι έφεσης που αφορούν την ευθύνη, απορρίπτονται.

 

Η έφεση στρέφεται και επί του θέματος των αποζημιώσεων οπότε θα ασχοληθούμε και με το μέρος της απόφασης που αφορά στην επιδίκαση των αποζημιώσεων.  Για το θέμα αυτό σχετική ήταν η μαρτυρία του εφεσείοντα και δύο ιατρών.

 

Το Δικαστήριο, ορθά παρατήρησε πως το περιεχόμενο των ιατρικών πιστοποιητικών, τεκμ.10-12 είναι παραδεκτό και οι τραυματισμοί που περιγράφονται σ΄αυτά, είναι παραδεκτοί. 

 

Συνεπώς αποτέλεσε εύρημα πως ο εφεσείων στις 21.5.2005 νοσηλεύτηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας και παρουσίαζε εγκεφαλική διάσειση, θλαστικό τραύμα στοText Box:  τριχωτό ινιακής χώρας στην κεφαλή, θλαστικό τραύμα στο δεξί πόδι, θλαστικό τραύμα στο κάτω χείλος και παραπονείτο για άλγος στον Θώρακα. Παρουσίαζε επίσης κάταγμα δεξιού ηβικού κλάδου για το οποίο συστήθηκε βραχύς κλινοστατισμός και κινητοποίηση στις 31.5.05. Παρουσίαζε επίσης θλάση της αριστερής ποδοκνημικής άρθρωσης, η οποία αντιμετωπίστηκε συντηρητικά, ως και κάταγμα 4ου  μεταταρσίου στο δεξιό πόδι, το οποίο αντιμετωπίστηκε με ακινητοποίηση σε γύψινο νάρθηκα κνημοποδικό.      Εξήλθε του νοσοκομείου στις 8.6.05 και παρακολουθείτο στην κλινική καταγμάτων. ΄Ελαβε συνολικά αναρρωτική άδεια μέχρι 31.8.05. Περαιτέρω, κατά την εισαγωγή στο νοσοκομείο παρουσίαζε αιματηρή χρώση των ούρων. Διαπιστώθηκε θλάση αριστερού νεφρού, τοποθετήθηκε ουρηθρικός καθετήρας ο οποίος αφαιρέθηκε μετά από τέσσερις ημέρες. Μετά την έξοδο του από το Νοσοκομείο, στις 10.6.05 επαναλήφθηκε υπερηχογράφημα και στις 16.6.05 έγινε ενδοφλέβια ουρογραφία και δεν διαπιστώθηκε οποιαδήποτε εμφανής υπολειμματική κάκωση του ουροποιητικού. Στις 9.10.06 υποβλήθηκε σε ακτινολογικό έλεγχο και διαπιστώθηκε ότι το κάταγμα λεκάνης είχε πορωθεί πλήρως και δεν άφησε λειτουργικό πρόβλημα στον εφεσείοντα. Το κάταγμα 4ου  μεταταρσίου στο δεξιό πόδι πορώθηκε πλήρως και δεν παρουσιάζει κανένα λειτουργικό πρόβλημα. Στις 5.12.06 κλινική εξέταση για το κάταγμα λεκάνης δεν έδειξε τίποτε το παθολογικό και η κίνηση των κατ' ισχίων αρθρώσεων εγίνετο φυσιολογικά.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε πως η μαρτυρία του ίδιου του εφεσείοντα σε σχέση με τους τραυματισμούς του έγινε αποδεκτή μόνο, στο βαθμό που συνάδει με τα ιατρικά πιστοποιητικά, ως ανωτέρω.  Δεν αποδέκτηκε πως η ικανότητα του για εργασία μειώθηκε σημαντικά, ότι δυσκολεύεται να σηκώσει βαριά αντικείμενα και να ασχοληθεί με χειρωνακτική εργασία, ούτε ότι δεν μπορεί να οδηγεί αυτοκίνητο για μεγάλο χρονικό διάστημα, ούτε και να αθληθεί.  Όπως εξήγησε κανένας από τους ιατρούς μάρτυρες οι οποίοι κατέθεσαν για τον εφεσείοντα, δεν επιβεβαίωσαν τα πιο πάνω.  Μάλιστα, σημείωσε πως αντιθέτως, ο γιατρός ΜΕ3 (γενικός χειρούργος, Συμεωνίδης) υποστήριξε ότι ο εφεσείων 6 μήνες μετά το δυστύχημα ήταν ικανός να εργαστεί σε καθιστικής και γραφειακής φύσεως εργασία και μετά την πάροδο ενός έτους περίπου θα μπορούσε να ασκεί και χειρωνακτική εργασία.  Εν πάση περιπτώσει, ότι μετά τις 9.10.2006 δεν παρουσίαζε κανένα ιατρικό πρόβλημα, υπήρξε πλήρης πόρωση των καταγμάτων του.  Ο δε ιατρός ΜΕ4 (ορθοπαιδικός χειρούργος, Σπαστρής) υποστήριξε ότι από ορθοπαιδικής πλευράς ο εφεσείων μετά την αναρρωτική άδεια, δηλαδή από 31.8.05 ήταν σε θέση να εργαστεί.  

 

Το Δικαστήριο διευκρίνισε πως στο βαθμό που οι δύο μάρτυρες ιατροί είχαν διαφορές σε σχέση με το χρόνο στον οποίο ο εφεσείων θα ήταν ικανός για εργασία, επέλεξε τη μαρτυρία του ΜΕ4 γιατί ο τελευταίος ήταν αυτός που τον εξέτασε στις 5.12.06 εκδίδοντας το ιατρικό πιστοποιητικό τεκμ.11, σύμφωνα με το οποίο, όπως ήδη αναφέραμε, τα κατάγματα του πορώθηκαν πλήρως και δεν του άφησαν κανένα λειτουργικό πρόβλημα. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι το ποσό των €20,000 ήταν ικανοποιητικό για τον πόνο και την ταλαιπωρία που υπέστη ο εφεσείων, και ενόψει του καταμερισμού της ευθύνης αποδόθηκε σ΄αυτόν το ποσό που αντιστοιχούσε στον καταμερισμό, δηλαδή €6,000 με νόμιμο τόκο από 21.5.2005, ημερομηνία του δυστυχήματος. 

 

Θεώρησε επίσης πως οι μόνες ειδικές ζημιές που δικαιούται είναι τα έξοδα για την έκδοση ιατρικών πιστοποιητικών.  Για το αξιούμενο ποσό των €9,000 ως απώλεια ημερομισθίων, (18 μήνες επί 500ΛΚ) έκρινε ότι δεν δικαιούται αποζημιώσεις για απώλεια ημερομισθίων, για τους λόγους που εξηγεί.

 

Η έφεση προσβάλλει και το θέμα των αποζημιώσεων αφού σύμφωνα με τη διατύπωση του 5ου λόγου έφεσης το ποσό των €20,000 που επιδικάστηκε επ΄ωφελεία του εφεσείοντα για τα τραύματα και τον πόνο που υπέστη, ως γενικές αποζημιώσεις είναι πολύ χαμηλό και εκτός των αποδεκτών πλαισίων.  Σύμφωνα με τη θέση του το ύψος των γενικών αποζημιώσεων θα έπρεπε να είναι τουλάχιστον €75,000.

 

Επίσης με τον 6ο λόγο έφεσης προσβάλλεται πως το Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε τη μαρτυρία του ιατρού ΜΕ3 σε σχέση με το χρόνο που χρειαζόταν ο εφεσείων για να εργαστεί και λανθασμένα αποδέκτηκε τη μαρτυρία του ΜΕ4 ο οποίος ανέφερε ότι ο εφεσείων μετά την 31.8.2005 θα μπορούσε να εργαστεί.  Ακόμη με τον 7ο λόγο ο εφεσείων παραπονείται πως το Δικαστήριο λανθασμένα δεν επεδίκασε σ΄αυτόν ειδικές αποζημιώσεις για όσο χρονικό διάστημα ευρίσκετο εκτός εργασίας, συνεπεία των τραυματισμών του. 

 

Είναι παγίως νομολογημένο πως το Ανώτατο Δικαστήριο δεν επεμβαίνει σε θέματα επιδίκασης γενικών αποζημιώσεων εκτός εάν πεισθεί είτε ότι το Δικαστήριο λειτούργησε κάτω από λανθασμένη αντίληψη του Νόμου είτε ότι το επιδικασθέν ποσό είναι τόσο υπερβολικό ή ανεπαρκές, ούτως ώστε να καθίσταται παντελώς λανθασμένος ο υπολογισμός των αποζημιώσεων που δικαιούται ο ενάγων (βλ. Constantinou v. Salachouris (1969) 1 C.L.R. 416, Christodoulides v. Kyprianou (1968)1 C.L.R. 130 και Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους (1997) 1 ΑΑΔ 396).

 

Στην τελευταία αυτή υπόθεση βεβαίως τονίστηκε πως από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου διαπιστώνεται μια τάση για αύξηση των αποζημιώσεων σε σύγκριση με το ύψος των αποζημιώσεων που επιδικαζόταν στο παρελθόν.

 

Ο συνήγορος του εφεσείοντα επιμένοντας επί της εισήγησης για την ανεπάρκεια του ποσού μας παρέπεμψε στην υπόθεση Οικονομίδου ν. Κούβελα Π.Ε. (2012)1Γ Α.Α.Δ.  2299, θεωρώντας την παρόμοια.

 

Είναι γεγονός πως στην Οικονομίδου το Ανώτατο Δικαστήριο αύξησε τις αποζημιώσεις από Λίρες 30,000 (51,000 ευρώ περίπου) σε Λίρες 70,000 (119,000 ευρώ περίπου).  Δεν βλέπουμε όμως το συσχετισμό της υπόθεσης αυτής με την εξεταζόμενη αφού η πρώτη υπερείχε σημαντικά σε επίπεδο των τραυματισμών, αλλά και ταλαιπωρίας, όπου η ενάγουσα ήταν σε τροχοκάθισμα και χρησιμοποιούσε μετέπειτα βακτηρίες και για ικανό χρονικό διάστημα δεν μπορούσε να εξυπηρετηθεί μόνη ούτε για τις προσωπικές της ανάγκες.  Υπήρξε δε εύρημα του Δικαστηρίου πως ο συγκερασμός των τραυμάτων της την κατέστησε ανίκανη να εκτελεί τα καθήκοντα της.

 

Οι διαφορές των δύο υποθέσεων είναι εμφανείς και καθιστούν την περαιτέρω ενασχόληση μας με το θέμα αχρείαστη.  Η κατάσταση του εφεσείοντα, όσο επώδυνη και να ήταν, ήταν σαφώς περιορισμένη χρονικά έως τις 30.8.2005, (τρεις μήνες και 10 ημέρες από το συμβάν), ημερομηνία λήξης της αναρρωτικής άδειας.  Η μαρτυρία που έγινε αποδεκτή (και προερχόταν από την πλευρά του, χωρίς αντεξέταση του ΜΕ4), αυτό καταδείκνυε.  Ωστόσο, το ποσό που επιδικάστηκε εμφανώς καλύπτει και περίοδο ταλαιπωρίας πέραν του ως άνω πλαισίου αλλά στα στεγανά που έγιναν δεκτά, ότι πορώθηκαν τα κατάγματα και δεν υπήρξε συνέπεια στην εργασιακή του ικανότητα.  Δεν βρίσκουμε συνεπώς πως παρέχεται πεδίον επέμβασης μας επί του ευρήματος μη επηρεασμού της ικανότητας στην εργασία, αφού η μαρτυρία του ιδίου απορρίφθηκε στο βαθμό που δεν στηριζόταν με αντίστοιχη ιατρική μαρτυρία.  

 

Με το θέμα ικανότητας στην εργασία εμπλέκονται και οι έτεροι λόγοι έφεσης που αφορούν τα παράπονα του, όπως διατυπώνονται στους λόγους 6 και 7, σε σχέση με την κρίση του Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων δεν δικαιούται απώλεια ημερομισθίων.

 

Χρήσιμο είναι να παρατεθεί η πρωτόδικη κρίση επ΄αυτής της πτυχής.

«Είναι η κρίση του Δικαστηρίου ότι ο Ενάγοντας δεν δικαιούται, στη βάση των πιο πάνω, αποζημιώσεις για απώλεια ημερομισθίων. Και τούτο για δύο λόγους: Ο πρώτος γιατί ενώπιον του Δικαστηρίου δεν τεκμηριώθηκε με μαρτυρία ότι κατά τον χρόνο απόλυσης του από την Εθνική Φρουρά την 1.7.05, είχε ήδη εξεύρει συγκεκριμένη εργασία με συγκεκριμένο μηνιαίο μισθό και είχε ήδη προσληφθεί σ' αυτήν, την οποία και αναγκάστηκε να απωλέσει λόγω του τραυματισμού του από το επίδικο δυστύχημα. Κατ' επέκταση, δεν τεκμηριώθηκε με μαρτυρία ούτε και ο ισχυρισμός του ότι θα αμειβόταν με μισθό Λ.Κ.500 μηνιαίως. Ο ισχυρισμός του ότι αμειβόταν με μισθό Λ.Κ.500 μηνιαίως από την εταιρεία ΕΙectroline όπου προσλήφθηκε την 1.2.07, δεν οδηγεί και στο αναγκαίο συμπέρασμα ότι σε υποθετική εργασία στην οποία πιθανόν να εργοδοτείτο την 1.7.05, Θα αμειβόταν επίσης με το ποσό των Λ.Κ.500 μηνιαίως. Ο δεύτερος λόγος είναι γιατί, σύμφωνα με τον Μ.Ε.3 το Ενάγοντας ήταν ικανός για εργασία μετά από έξι μήνες από το δυστύχημα για καθιστική εργασία και μετά από 12 μήνες για χειρονακτική εργασία, ενώ, σύμφωνα με τον Μ.Ε.4 ο Ενάγοντας ήταν ικανός για εργασία μετά την αναρρωτική άδεια που του χορηγήθηκε μέχρι 31.8.05 δηλ. μετά πάροδο τριών μηνών από το δυστύχημα. Κατ' επέκταση, ο ισχυρισμός του Ενάγοντα ότι ήταν ανίκανος για εργασία για 19 μήνες, δεν τεκμηριώθηκε με ιατρική μαρτυρία και δεν γίνεται αποδεκτός.

Στο σημείο αυτό είναι σημαντικό να τονιστεί ότι η πλευρά του Ενάγοντα σε σχέση με την εργασιακή ικανότητα του παρουσίασε δύο μάρτυρες γιατρούς, τον Μ.Ε.3 και Μ.Ε.4, οι οποίοι έδωσαν ενώπιον του Δικαστηρίου δύο διαφορετικές εκδοχές σε σχέση με τον χρόνο στον οποίο ο Ενάγοντας Θα ήταν ικανός για εργασία. "Εχω διεξέλθει με προσοχή τη μαρτυρία των Μ.Ε.3 και Μ.Ε.4 και αποδέχομαι τη μαρτυρία του Μ.Ε.4 επί του συγκεκριμένου Θέματος. Και τούτο γιατί ο Μ.Ε.4 είναι αυτός που εξέτασε τον Ενάγοντα για τελευταία φορά στις 5.12.06 και έκδοσε το ιατρικό πιστοποιητικό τεκμ. 11, σύμφωνα με το οποίο τα κατάγματα του Ενάγοντα πορώθηκαν πλήρως και δεν άφησαν κανένα λειτουργικό πρόβλημα σ' αυτόν. Περαιτέρω, σύμφωνα με τον Μ.Ε.4 χορηγήθηκε στον Ενάγοντα συνολικά αναρρωτική άδεια μέχρι 31.8.05 και μετά από αυτή την ημερομηνία καμιά περαιτέρω αναρρωτική άδεια προφανώς δεν ζητήθηκε από τον Ενάγοντα και κατ'επέκταση δεν του χορηγήθηκε. Αντίθετα, ο Μ.Ε.3, με βάση το τεκμ. 10, μετά τις 5 Σεπτεμβρίου 2006, δεν εξέτασε ξανά τον Ενάγοντα, ο οποίος κατά την εν λόγω επανεξέταση του παραπονείτο μόνο για κεφαλαλγία και ζάλη και καμιά αναφορά γίνεται για χορήγηση περαιτέρω αναρρωτικής άδειας μετά τις 31.8.05. Γι' αυτούς τους λόγους, από τις δύο εκδοχές των Μ.Ε.3 και Μ.Ε.4 σε σχέση με την εργασιακή ικανότητα του Ενάγοντα, αποδέχομαι τη μαρτυρία του Μ.Ε.4 και απορρίπτω αυτή του Μ.Ε.3.

Για τους ίδιους ακριβώς λόγους ως ανωτέρω, δεν αποδέχομαι ούτε και τον ισχυρισμό του Ενάγοντα ότι από 1.8.07 (που σταμάτησε να εργάζεται στην ΕΙectroline μέχρι τον Ιούλιο 2011 που άνοιξε δικό του κατάστημα υποδημάτων στην Κοκκινοτριμιθιά, ήταν αδύνατο να εργαστεί λόγω του τραυματισμού του και απώλεσε επίσης και για όλη αυτή την περίοδο μισθούς. Σημειώνεται ότι εν πάση περιπτώσει, στην ΄Εκθεση Απαίτησης του ο Ενάγοντας, κανένα κονδύλι αξιώνει ως απώλεια ημερομισθίων γι' αυτή την περίοδο».

Πρόκειται κυρίως για θέμα που εντάσσεται στο έργο της αξιολόγησης της μαρτυρίας και ο εφεσείων δεν απέσεισε το βάρος που έχει να καταδείξει πως έσφαλε το πρωτόδικο Δικαστήριο στην πιο πάνω προσέγγιση του, το οποίο εξήγησε και αιτιολόγησε την κρίση του, βασιζόμενο σε μαρτυρία που ο ίδιος ο εφεσείων προσέφερε.

Αναφορικά με το θέμα της επιλογής του ΜΕ4 αντί του ΜΕ3 επί του θέματος που αφορά την ικανότητα εργασίας του εφεσείοντα, θεωρούμε ότι αδίκως παραπονείται η πλευρά του εφόσον, όπως διαφαίνεται και από την πιο πάνω παράθεση της σκέψης του Δικαστηρίου, εδόθη αιτιολογία και το Δικαστήριο εξήγησε επαρκώς την επιλογή του επί του συγκεκριμένου σημείου.  Εξάλλου και οι δύο μάρτυρες ήσαν μάρτυρες της πλευράς του εφεσείοντα. 

Είναι σαφές από τα πιο πάνω ότι οι λόγοι έφεσης 6 και 7 δεν είναι βάσιμοι, ούτε βρίσκουμε πως έχει δίκαιο η πλευρά του εφεσείοντα στη γενικότητα που θέτει το θέμα περί του εσφαλμένου της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε συνάρτηση με τον 5ο λόγο έφεσης ως προς το ύψος των γενικών αποζημιώσεων, στην εισήγηση ότι έπρεπε να δοθεί ποσό €75,000 ή παραπλήσιο. 

Όμως βρίσκουμε πως η δικαστική κρίση σ΄ένα σημείο επί των γενικών αποζημιώσεων δεν υπήρξε ορθή.  Παρατηρούμε  ότι, αν και το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρεται στο τεκμήριο 12 δηλαδή το ιατρικό πιστοποιητικό που εκδόθηκε από τον Δρ Ηλιάδη χειρούργο ουρολόγο, διευθυντή Ουρολογικής Κλινικής Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας και στα υπ΄αυτού αναφερόμενα τραύματα, δεν αποδίδεται σ΄αυτό η αρμόζουσα σημασία.  Μάλιστα, επί των τραυμάτων αυτών, κατέθεσε ο ΜΕ3 (και δεν υπήρξε αντίθετη θεώρηση) ο οποίος μιλώντας για τη θλάση και το αιμάτωμα νεφρού καθώς και τη μετατραυματική αιματουρία πρόσθεσε στη σελίδα 42 των πρακτικών τα ακόλουθα: «Τα δύο προβλήματα από το νεφρό που παρουσίαζε είχαν άμεσο κίνδυνο για τη ζωή του λόγω πιθανής ρήξης του αιματώματος του νεφρού, διατρέχει κίνδυνο, γι΄αυτό κρατήθηκε για αρκετές μέρες για νοσηλεία και στη συνέχεια παρακολουθείτο και από τους χειρούργους καθώς και τους ουρολόγους με εξειδικευμένες εξετάσεις για το νεφρό όπως αξονική τομογραφία και υπερηχογραφήματα».

Παρά το ότι το πρόβλημα αυτό δεν υφίσταται πλέον, 25 ημέρες μετά το δυστύχημα, δεν σημαίνει ότι δεν έπρεπε να προσμετρηθεί και να αξιολογηθεί στην αποτίμηση του πόνου και της ταλαιπωρίας του εφεσείοντα.  Διευκρινίζουμε, πως δεν πρόκειται για κατηγοριοποίηση αποζημιώσεων, αλλά για κάλυψη μιας παράλειψης επί της σχετικής δικανικής κρίσης.  (Βλ. Σύγγραμμα Φ.Νικολαϊδη, Αποζημιώσεις για Σωματικές Βλάβες και Θανατηφόρα Ατυχήματα, εκδ.2019, σελ.47, 48). Επί του σημείου λοιπόν αυτού θεωρούμε ότι επιβάλλεται να παρέμβουμε με αύξηση του ποσού των αποζημιώσεων κατά €5,000.  Συνεπώς από €20,000, το ποσό θα αυξηθεί σε €25,000 επί πλήρους ευθύνης και θα γίνει σχετική τροποποίηση με βάση το ποσοστό ευθύνης που έχει καθοριστεί πρωτοδίκως.  Δηλαδή σε ποσοστό 30% το ποσό που δικαιούται ο εφεσείων είναι επιπλέον €1,500. 

Κατ΄ακολουθίαν των πιο πάνω, όλοι οι λόγοι έφεσης απορρίπτονται εκτός εν μέρει ο λόγος έφεσης 5.  Ως εκ τούτου, το ποσό των γενικών αποζημιώσεων που δικαιούται ο εφεσείων είναι €7,500 αντί €6,000 με νόμιμο τόκο ως η απόφαση.  Τα έξοδα της έφεσης θα είναι υπέρ του εφεσείοντα, περιοριζόμενα ωστόσο στο ποσό των €1,000, πλέον ΦΠΑ, ενόψει του περιορισμένου της επιτυχίας της έφεσης.

 

                                                                   ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.

                                                                   ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

                                                                   ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο