IORDACHE ν. ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,, Πολιτική Έφεση Αρ. 430/2019, 7/4/2020

ECLI:CY:AD:2020:A114

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 430/2019)

 

7 Απριλίου, 2020

                                                        

[ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

xxx xxx IORDACHE,

Εφεσείουσα/Καθ΄ης η αίτηση,

 

ΚΑΙ

 

 ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

          Εφεσίβλητος/Αιτητής.

 

_ _ _ _ _ _

 

Α. Καρεκλάς,  για την Εφεσείουσα.

Χ. Καραολίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο.

 

_ _ _ _ _ _

 

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

 θα δοθεί από την Σταματίου, Δ.

­­­

_ _ _ _ _ _

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Στις 28.4.2016 το 3rd District Bucharest Law Court της Ρουμανίας εξέδωσε εναντίον της εκζητουμένης Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης (ΕΕΣ) για τη σύλληψη και παράδοσή της, με στόχο την εκτέλεση ποινών φυλάκισης που της επιβλήθηκαν στην υπόθεση 863/11.11.2015 που εκδόθηκε στο φάκελο υπ΄ αριθμό 15295/301/2015, η οποία επικυρώθηκε από το Court of AppealBucharest Penal Division I, υπό στοιχεία αναφοράς 515/Α/24.3.2016.

 

Το εν λόγω ΕΕΣ διαβιβάστηκε στις Κυπριακές Αρχές στις 11.5.2016 και η εκζητούμενη συνελήφθη τελικά στις 17.9.2019. Η εκζητούμενη δεν συγκατατέθηκε στην παράδοσή της και η υπόθεση οδηγήθηκε σε ακρόαση. Μοναδικός μάρτυρας υπήρξε ο Πρ. Χίντικος, λειτουργός του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξης, ο οποίος κατέθεσε όλα τα σχετικά έγγραφα, περιλαμβανομένης και της ανταλλαγής σχετικής αλληλογραφίας με τις αρχές της Ρουμανίας, και του οποίου η μαρτυρία δεν έτυχε ουσιαστικής αμφισβήτησης από το συνήγορο της εκζητουμένης.

Από τα στοιχεία που τέθηκαν από το μάρτυρα προέκυψε, επίσης, ότι η εκζητούμενη ήταν κατηγορούμενη στην υπόθεση 15044/2016 που εκδικάστηκε από το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας, στην οποία κρίθηκε ένοχη και καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης, την οποία εκτίει, και αυτός ήταν ο λόγος που το ΕΕΣ δεν είχε εκτελεστεί νωρίτερα. Περαιτέρω, αντιμετωπίζει και την ποινική υπόθεση 19123/2016 ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στη βάση των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιόν του και αφού απέρριψε όλες τις αιτιάσεις που εγέρθηκαν από τον συνήγορο της εκζητουμένης, διέταξε την εκτέλεση του ΕΕΣ. Ανέβαλε, όμως, την παράδοσή της στις Αρχές της Ρουμανίας μέχρι αυτή να εκτίσει την ποινή που της έχει επιβληθεί από το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας και την αποπεράτωση της ποινικής υπόθεσης 19123/2016 και, σε περίπτωση καταδίκης και επιβολής ποινής στερητικής της ελευθερίας, μέχρι την έκτιση τέτοιας ποινής.

 

Η εφεσείουσα προβάλλει τέσσερις λόγους έφεσης που, κατά την εισήγησή της, πρέπει να οδηγήσουν σε ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης.

 

Προτού εξετάσουμε τους λόγους έφεσης, θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε επιγραμματικά τους βασικούς στόχους και τις παραμέτρους που διέπουν το ΕΕΣ, όπως συνοψίστηκαν στην υπόθεση Μεσαρίτη ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολιτική Έφεση Αρ. 256/2017, ημερομηνίας 24.10.2017:

 

"Πρόσφατα το Ανώτατο Δικαστήριο, στην απόφαση Γεωργίου ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Π.Ε. 154/2017, ημερ. 6.7.2017, ECLI:CY:AD:2017:A245 τόνισε τους βασικούς σκοπούς του Νόμου (Ν.133(Ι)/2004) και τους στόχους της όλης διαδικασίας που καλύπτει το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης (ΕΕΣ).

 

«Οι λόγοι που οδήγησαν στη θέσπιση του ΕΕΣ και η όλη φιλοσοφία που το διέπει, κινούνται γύρω από την ανάγκη παροχής συνδρομής μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην έκδοση προσώπων που αναζητούνται με σκοπό τη δίωξή τους ή που έχουν ήδη νόμιμα και αρμοδίως καταδικαστεί σε ένα κράτος-μέλος, αλλά βρίσκονται σε άλλο κράτος-μέλος. Στόχος της όλης διαδικασίας είναι η παροχή δικαστικής συνδρομής μεταξύ των κρατών-μελών, ώστε να συλλαμβάνονται και να παραδίδονται οι εμπλεκόμενοι χωρίς ιδιαίτερες, περίπλοκες, διαδικασίες ή αχρείαστες καθυστερήσεις. Είναι για το λόγο αυτό που η όλη διαδικασία σύλληψης και παράδοσης είναι ιδιόμορφη και εστιάζει στην απλοποίηση της δικαστικής συνδρομής μεταξύ των κρατών-μελών και στη γρήγορη και αποτελεσματική διεκπεραίωσή της. Οι βασικές αυτές παράμετροι, σε συνδυασμό με την ανάγκη για διαφύλαξη των θεμελιωδών Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του κάθε εκζητούμενου προσώπου, έχουν κατ΄ επανάληψη τεθεί και υιοθετηθεί από τη νομολογία μας (Hadjiametovic v. Γενικού Εισαγγελέα (2009) 1 ΑΑΔ 473, Πηγασίου ν. Γενικού Εισαγγελέα (2009) 1 ΑΑΔ 519, Νικόλας Κυριάκου ν. Γενικού Εισαγγελέα, ΠΕ 196/13, ημερ. 19.7.13, Κωνσταντίνος (Ντίνος) Μιχαηλίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα, ΠΕ 221/13, ημερ. 2.9.13, Γενικός Εισαγγελέας ν. Miroslaw Mrukwa, ΠΕ 41/14, ημερ. 5.3.14, Leonid Ivanov Spiriev v. Γενικού Εισαγγελέα, ΠΕ 100/14, ημερ. 13.5.14, ECLI:CY:AD:2014:A313, Hadwen James v. Γενικού Εισαγγελέα, ΠΕ 184/14, ημερ. 17.7.14, Constantinides v. Γενικού Εισαγγελέα, ΠΕ 347/14, ημερ. 5.3.15), ECLI:CY:AD:2015:A155. Ο όλος μηχανισμός που καλύπτει το ΕΕΣ βασίζεται σε υψηλό επίπεδο εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών-μελών και - κατ΄ ακολουθία της αιτιολογικής σκέψης 10 που παρατίθεται στο προοίμιο της Απόφασης-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ - η εφαρμογή του εν λόγω μηχανισμού δύναται να ανασταλεί μόνο στην περίπτωση σοβαρής και διαρκούς παραβίασης από κράτος-μέλος των αρχών που διατυπώνονται στην πρώτη παράγραφο του ΄Αρθρου 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ενωση. Ητοι των αρχών της Ελευθερίας, της Δημοκρατίας, του σεβασμού των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών και του κράτους δικαίου, αρχές οι οποίες είναι κοινές στα κράτη-μέλη. Με αυτά ως δεδομένα τα δικαστήρια των κρατών-μελών θα πρέπει να είναι σε κάθε περίπτωση ιδιαίτερα ευαίσθητα στην εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους κατά την πορεία εξέτασης ΕΕΣ, έχοντας πάντα κατά νουν ότι κάθε τέτοιο ένταλμα εκτελείται βάσει της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης και σύμφωνα με τις διατάξεις της Απόφασης-πλαίσιο του Συμβουλίου 2002/584/ΔΕΥ, ημερομηνίας 13 Ιουνίου 2002, όπως τροποποιήθηκε από την Απόφαση-πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ, ημερομηνίας 26 Φεβρουαρίου 2009. Αποφάσεις που μεταφέρθηκαν στο κυπριακό δίκαιο με τον Νόμο 133(Ι)/2004

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι δεν είχε τεκμηριωθεί εκ μέρους της ο κίνδυνος ότι σε περίπτωση έκδοσής της στη Ρουμανία θα τύχει εξευτελιστικής μεταχείρισης, απάνθρωπης συμπεριφοράς και βασανιστηρίων.

 

Όπως αναφέρεται στο περίγραμμα αγόρευσης του συνηγόρου της, ενώ η εκζητούμενη ήταν μητέρα ενός παιδιού τριών ετών είχε καταδικαστεί σε ποινή φυλάκισης, ενώ στην Κύπρο ή σε άλλες χώρες της Ευρώπης δεν θα τιμωρείτο σε ποινή φυλάκισης, στη βάση του περί της Προστασίας Ανηλίκων Τέκνων Καταδικασθέντων ή Υπόπτων Μητέρων Νόμο Ν. 33(Ι)/2005. Περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν δέχθηκε τη θέση που τέθηκε από το συνήγορο της εκζητουμένης κατά το στάδιο της αγόρευσής του ότι αυτή δεν ήταν παρούσα όταν της επιβλήθηκε η ποινή φυλάκισης που οδήγησε στην έκδοση του ΕΕΣ. Συγκεκριμένα, κατά την εξέταση της έφεσης κατά της ποινής που της επιβλήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο στο Βουκουρέστι, αυτή βρισκόταν υπόδικη στις Κεντρικές Φυλακές στην Κύπρο, σημειώνοντας ότι βρισκόταν στην Κύπρο από το Φθινόπωρο του 2015. Συνεπώς, λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν δέχτηκε ότι η περίπτωσή της εμπίπτει στις πρόνοιες του άρθρου 14(2) του Ν.133(Ι)/2004 και ότι τίθεται θέμα προαιρετικής μη εκτέλεσης του ΕΕΣ λόγω μη παρουσίας της κατά την επικύρωση της ποινής της.

 

Αντίθετη η θέση της εκπροσώπου του Γενικού Εισαγγελέα, η οποία υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση με παραπομπή σε νομολογία, τόσο του ΔΕΕ, όσο και των Κυπριακών και Αγγλικών Δικαστηρίων.

 

Οι ισχυρισμοί της εφεσείουσας, όπως προβάλλονται στον πρώτο λόγο έφεσης, τέθηκαν και στο πρωτόδικο Δικαστήριο κατά το στάδιο της αγόρευσης του συνηγόρου της και απερρίφθησαν.

 

Αναφορικά με την παρουσία της εφεσείουσας στο Δικαστήριο όταν της επιβάλλετο η ποινή, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε τα ακόλουθα:

 

«Στην υπό κρίση περίπτωση, σύμφωνα με το περιεχόμενο του ΕΕΣ (παράγραφος (d)1, Τεκμηρίου 2): «Yes, the person in question was present at the trial which resulted in the pronounced decision.» Πιο κάτω, στην ίδια παράγραφο δίδονται περαιτέρω λεπτομέρειες αναφορικά με την παρουσία και εκπροσώπηση της εκζητούμενης ενώπιον του Δικαστηρίου στην Ρουμανία. Τα σχετικά αποσπάσματα αναφέρουν τα ακόλουθα: «At the hearing dated 18.06.2015.. the defendant in person, under arrest in another case, assisted by a public defender. At the court session dated 04.08.2015, after the start of the trial, the defendant was present personally. The defendant appealed against criminal sentence no. 863/11.11.2015 of the Law Court of the 3rd District, delivered in case no. 15295/301/2015 by Law Court of the 3rd district and at the court of appeal - Court of Appeal Bucharest - Criminal Division I - the defendant was present at the court session dated 29.2.2016.»

 

Παραθέτω τα πιο πάνω αποσπάσματα διότι στην τελική γραπτή του αγόρευση ο συνήγορος της εκζητούμενης υποστήριξε ότι η εκζητούμενη δεν ήταν παρούσα κατά τη δίκη στην οποία της επιβλήθηκε η ποινή φυλάκισης που οδήγησε στην έκδοση του ΕΕΣ.

 

Έχω εξετάσει τα όσα αναφέρει σχετικά. Όμως κρίνω ότι δεν μπορούν να ανατρέψουν το περιεχόμενο του ΕΕΣ. Σημειώνω ότι πρόκειται για αναφορές από τον ίδιο υπό την ιδιότητα του ως συνηγόρου της εκζητούμενης και δεν εξισούνται με μαρτυρία. Άλλη μαρτυρία, είτε της ίδιας της εκζητούμενης είτε άλλου προσώπου, που να στοιχειοθετεί αυτές τις αναφορές δεν έχουν παρουσιαστεί. Ούτε και προωθήθηκε τέτοια θέση κατά την αντεξέταση του κ. Πρ. Χίντικου.

 

Συνεπώς, επί του σημείου αυτού και ενόψει της διαπίστωσης στη βάση του ΕΕΣ ότι η εκζητούμενη ήταν παρούσα κατά τη δίκη της στο Δικαστήριο της Ρουμανίας, καταλήγω ότι η παρούσα περίπτωση δεν εμπίπτει στο πλαίσιο του άρθρου 14(2) του Ν. 133(Ι)/2004. Επομένως δεν τίθεται θέμα προαιρετικής μη εκτέλεσης του ΕΕΣ για το συγκεκριμένο λόγο.»

 

 

 

Το άρθρο 14(2) του περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και των Διαδικασιών Παράδοσης Εκζητουμένων Μεταξύ των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης Νόμου του 2004 (Ν. 133(Ι)/2004) παρέχει στη δικαστική αρχή εκτέλεσης διακριτική εξουσία να αρνηθεί την εκτέλεση ΕΕΣ σε περίπτωση που ο εκζητούμενος δεν εμφανίστηκε αυτοπροσώπως στη δίκη που οδήγησε στην απόφαση. Ως προς την εμβέλεια του εν λόγω άρθρου, το πεδίο εφαρμογής του και τους λόγους θέσπισής του σχετική είναι η υπόθεση John Constantinides v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολιτική Έφεση Αρ. 347/2014, ημερομηνίας 5.3.2015, ECLI:CY:AD:2015:A155.

 

Εν προκειμένω, το εν λόγω άρθρο δεν τυγχάνει εφαρμογής. Όπως εξηγήθηκε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο, με βάση τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του, και δεν αμφισβητήθηκαν από την εφεσείουσα, ειδικότερα με βάση το ίδιο το ΕΕΣ, προκύπτει ότι η εκζητούμενη ήταν παρούσα στη δίκη κατά την οποία της επιβλήθηκε η ποινή, αντικείμενο του ΕΕΣ. Εν πάση περιπτώσει, για να μπορούσε να εξεταστεί ο ισχυρισμός της εκζητουμένης θα έπρεπε αυτός να τεθεί με μαρτυρία και όχι μόνο με την αγόρευση του δικηγόρου της.

 

Αναφορικά με τον ισχυρισμό της ότι θα υποστεί απάνθρωπη συμπεριφορά, εξευτελιστική μεταχείριση και βασανιστήρια, ισχυρισμός που επίσης τέθηκε πρωτοδίκως κατά την αγόρευση του συνηγόρου της εφεσείουσας, το πρωτόδικο Δικαστήριο τον απέρριψε στη βάση του πιο κάτω σκεπτικού:

 

«Υποστήριξε συγκεκριμένα ότι εάν αυτή εκδοθεί στη Ρουμανία, θα υποστεί απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση και βασανιστήρια. Πρόσθεσε ότι όταν εκδόθηκε η απόφαση που οδήγησε τελικά στο ΕΕΣ η εκζητούμενη ήταν τότε μητέρα παιδιού κάτω των τριών ετών. Παρά το γεγονός αυτό, συνέχισε, είχε καταδικαστεί σε ποινή στερητική της ελευθερίας κάτι που στην Κύπρο θα μπορούσε να αποφευχθεί δυνάμει των προνοιών του περί της Προστασίας Ανηλίκων Τέκνων Καταδικασθείσων ή Ύποπτων Μητέρων Νόμο 33(Ι)/2005. Αυτά, υποστήριξε, δείχνουν ότι η Ρουμανία δεν μπορεί «να θεωρείται ότι εφαρμόζει την Ευρωπαϊκή Νομοθεσία ή το Ευρωπαϊκό κεκτημένο και ιδιαίτερα όταν ο κατηγορούμενος που καταδικάζεται ερήμην είναι και μητέρα ανήλικου παιδιού κάτω των τριών ετών. Είναι η θέση της εκζητούμενης ότι εάν εκδοθεί στην χώρα της, δεν θα έχει δίκαια αντιμετώπιση από τις αρχές της χώρας της, κανένας δεν θα σεβαστεί τα ανθρώπινα τις δικαιώματα και θα υποστεί βασανιστήρια και απάνθρωπη και εξευτελιστική συμπεριφορά».

 

Επί του επιχειρήματος αυτού, σημειώνω ότι δεν έχει τεκμηριωθεί με μαρτυρία ο κίνδυνος να υποστεί βασανιστήρια και απάνθρωπη και εξευτελιστική συμπεριφορά η εκζητούμενη σε περίπτωση έκδοσης της. Δεν έχει τεθεί ενώπιον μου οτιδήποτε που να καταδεικνύει ή να εισηγείται ότι η εκζητούμενη θα εκτεθεί σε κινδύνους αυτής της φύσης σε περίπτωση διαμεταγωγής της στη Ρουμανία. Η Ρουμανία είναι και παραμένει κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης από το 2007 και κανένα υπόβαθρο υπάρχει για να καταλήξω σε εύρημα ότι δεν εφαρμόζει το Ευρωπαϊκό κεκτημένο. Ο Ν. 33(Ι)/2005 είναι Κυπριακό νομοθέτημα και δεν αναμένεται, ούτε υπάρχει υποχρέωση, άλλες χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης να τον υιοθετήσουν ή να το ενσωματώσουν στο ημεδαπό τους δίκαιο.»

 

 

 

Όπως έχει επανειλημμένα τονιστεί από τη νομολογία, το όλο λεκτικό της Απόφασης-Πλαίσιο καθορίζει πως τα ανθρώπινα δικαιώματα διαδραματίζουν το δικό τους ρόλο στην εξέταση έκδοσης. Σε περίπτωση σοβαρής και παρατεταμένης παραβίασης των αρχών που καθορίζονται στο άρθρο 6(1) της Συνθήκης Ευρωπαϊκής Ένωσης και υπάρχει το ενδεχόμενο ο εκζητούμενος να αντιμετωπίσει σοβαρό κίνδυνο καταδίκης του σε θάνατο ή να υποστεί βασανιστήρια ή άλλη απάνθρωπη ή εξευτελιστική ποινή ή μεταχείριση, τότε ο μηχανισμός έκδοσης μπορεί να αναχαιτιστεί (βλ. Spiriev v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολ. Έφ. 100/2014, ημερομηνίας 13.5.2014, ECLI:CY:AD:2014:A313, Μιχαηλίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2013) 1 ΑΑΔ 1977).

 

Το θέμα αυτό εξετάστηκε και στην υπόθεση Μιχαηλίδη (πιο πάνω), όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα σχετικά:

 

«…Οι εκ προοιμίου αιτιάσεις του εφεσείοντα ότι, στην περίπτωση που εκδοθεί στην Ελλάδα, θα παραβιασθούν τα ανθρώπινα δικαιώματα του, δεν μπορούν σε καμιά περίπτωση να γίνουν αποδεκτές καθότι αυτό θα συνιστούσε απαράδεκτη απαξίωση του ποινικού συστήματος μιας χώρας μέλους της ΕΕ, με όλες τις αυτονόητες αρνητικές συνέπειες σ' ότι αφορά την αμοιβαία εκτίμηση και σεβασμό που πρέπει να επιδεικνύεται μεταξύ των δικαστικών αρχών των Κρατών Μελών της ΕΕ. Υπενθυμίζεται ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση, ιδιαίτερα στον τομέα της ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, βασίζεται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη (confidence and trust) η οποία είναι απαραίτητο να υπάρχει μεταξύ των Κρατών Μελών, δεδομένου του κοινού νομικού πολιτισμού των Κρατών Μελών αλλά και της τήρησης των ελαχίστων ευρωπαϊκών επιπέδων που ισχύουν σε όλα τα Κράτη Μέλη στα ζητήματα της απονομής της δικαιοσύνης.   Θεωρούμε, επομένως, ως δεδομένο ότι οι δικαστικές αρχές της Ελληνικής Δημοκρατίας θα διασφαλίσουν τον πλήρη σεβασμό όλων των δικαιωμάτων του εφεσείοντα και, σ' ότι αφορά τις Δικαστικές Αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας, εκτιμούμε ότι, σεβόμενες τις υποχρεώσεις της, ως Κράτους Μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν μπορούν να δεχθούν ότι σε άλλο Κράτος Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Συμβουλίου της Ευρώπης, όπως είναι η Ελλάδα, μπορεί να θεωρηθεί, εκ προοιμίου και χωρίς απόδειξη, ότι το δικαστικό και σωφρονιστικό σύστημα πάσχει ή είναι κατώτερο του αναμενομένου. Το ίδιο βέβαια, αναμένουν και οι Δικαστικές Αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας ότι δέχονται και αναγνωρίζουν και τα άλλα Κράτη Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το δικαστικό και σωφρονιστικό σύστημα της Κυπριακής Δημοκρατίας.»

 

 

Η Δικαστική Αρχή εκτέλεσης για να εκτιμήσει κατά πόσο υφίσταται τέτοιος κίνδυνος θα πρέπει να τεθούν ενώπιόν του γεγονότα που να καταδεικνύουν τέτοιο κίνδυνο και αφού το ίδιο ζητήσει οποιαδήποτε συμπληρωματική πληροφορία από τη χώρα έκδοσης. Εν προκειμένω, η εκζητούμενη δεν έθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου οποιαδήποτε στοιχεία, έτσι ώστε να τεκμηριωθεί ότι υπάρχει τέτοιος κίνδυνος. Το γεγονός ότι στην Κύπρο υπάρχει ένα νομοθέτημα, όπως αυτό που επικαλέστηκε η εφεσείουσα, δεν σημαίνει ότι τα κράτη μέλη της ΕΕ που δεν έχουν θεσπίσει τέτοια νομοθεσία έχουν δικαστικό και σωφρονιστικό σύστημα το οποίο πάσχει και είναι κατώτερο του επιτρεπτού.

 

Ως εκ των ανωτέρω, θεωρούμε ότι η κρίση του πρωτόδικου επί των εγειρόμενων με τον πρώτο λόγο έφεσης αιτιάσεων, είναι ορθή και ο σχετικός λόγος έφεσης απορριπτέος.

 

Με το δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται πως λανθασμένα δεν λήφθηκε υπόψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι οι Αρχές της Δημοκρατίας είχαν για περισσότερο από 3,5 χρόνια το ΕΕΣ στα συρτάρια τους και από μόνοι τους αποφάσισαν πως, εφόσον ήταν υπόδικη, να την αφήσουν να δικαστεί και μετά να προχωρήσουν στην εκτέλεση του ΕΕΣ. Αυτό, σύμφωνα με την εισήγηση, παραβίασε το δικαίωμα της εφεσείουσας να γνωρίζει έγκαιρα για την ύπαρξη του ΕΕΣ και να αποφασίσει η ίδια πώς να χειριστεί το θέμα, δικαίωμα που κατοχυρώνεται από το Άρθρο 6.1 της ΕΣΔΑ και το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος.

 

Αποτελεί αποδεκτή μαρτυρία ότι το ΕΕΣ διαβιβάστηκε στην Κύπρο στις 11.5.2016 και εκτελέστηκε το Σεπτέμβριο του 2019. Σύμφωνα με τις εξηγήσεις που δόθηκαν από τον Μ1, ο λόγος ήταν ότι εκκρεμούσε εναντίον της εκζητουμένης ποινική διαδικασία στην Κύπρο και ανέμεναν τη συμπλήρωση της υπόθεσης προτού προωθηθεί η εκτέλεση του ΕΕΣ.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξετάζοντας την ισχυριζόμενη παραβίαση, ανέφερε τα ακόλουθα:

 

“Είναι κοινώς αποδεχτό ότι το ΕΕΣ διαβιβάστηκε στην Κύπρο στις 11.5.2016 και ότι προωθήθηκε για εκτέλεση με την παρούσα διαδικασία τον Σεπτέμβριο 2019. Ο κ. Πρ. Χίντικος εξήγησε τους λόγους για τους οποίους λήφθηκε αυτή η απόφαση, τους οποίους το παρόν Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να ελέγξει. Δεν έχω διαπιστώσει νομολογία που να εισηγείται ότι καθυστέρηση στην προώθηση της εκτέλεσης ενός ΕΕΣ υπό περιστάσεις όπως της παρούσας υπόθεσης συνιστούν λόγο ικανό να αρνηθεί το Δικαστήριο την εκτέλεση του. Εάν οποιαδήποτε ενέργεια, των Κυπριακών αρχών ή των αρχών στη Ρουμανία, είχε ως αποτέλεσμα «κατάφορη παρανομία και καταπάτηση των δικαιωμάτων» εκζητούμενου προσώπου, είναι κάτι που μπορεί να αποφασιστεί μόνο με συγκεκριμένη μαρτυρία η οποία να οδηγεί και να τεκμηριώνει εάν τέτοιο συμπέρασμα. Μαρτυρία αυτής της φύσης δεν έχει παρουσιαστεί. Συνεπώς δεν μπορώ να αποδεχτώ τη συγκεκριμένη θέση.

 

 

 

Η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθή και δεν υπάρχει πεδίο παρέμβασής μας. Δεν τέθηκε από την εκζητούμενη οποιοδήποτε στοιχείο που να υποδηλοί ότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση του εντάλματος, κάτω από τις δοσμένες περιστάσεις, θα είναι καταπιεστική. Ούτε υπάρχει οποιαδήποτε πρόνοια στο Ν.133(Ι)/2004 για παραβίαση δικαιώματος δίκης εντός εύλογου χρόνου ή κάποια κύρωση ή συνέπεια σε περίπτωση καθυστέρησης προώθησης του αιτήματος ως προς αυτό το ζήτημα (βλ. Κυριάκου (2013) 1 ΑΑΔ 1546).

 

Ο λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Με τον τρίτο λόγο έφεσης η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η διάρκεια της ποινής που καλείται να εκτίσει η εφεσείουσα είναι 6 έτη, 1 μήνας και 7 ημέρες, χωρίς να λάβει υπόψη του ότι η εφεσείουσα είχε πραγματικά εκτίσει μέρος της ποινής της. Συγκεκριμένα, αναφέρει ότι, σύμφωνα με το Τεκμήριο 6 που αποτελεί έγγραφο που απεστάλη από τις Ρουμανικές Αρχές, φαίνεται ότι η εναπομείνασα ποινή φυλάκισης έχει την προαναφερθείσα διάρκεια, όμως, σε κάποιο σημείο αναφέρει πως από αυτήν θα πρέπει να αφαιρεθεί η περίοδος που η εκζητούμενη έκτισε την ποινή της, ήτοι από 16.9.2013 μέχρι τον Απρίλιο του 2014 και από 29.10.2014 μέχρι και τον Ιούλιο του 2015. Σε άλλο σημείο αναφέρει ότι αφαιρέθηκαν οι πιο πάνω περίοδοι, αλλά αυτό είναι λανθασμένο, γιατί η ποινή αυτή της επιβλήθηκε στην υπόθεση 956/27.11.2013.

 

Σύμφωνα με το λεκτικό του ΕΕΣ (Τεκμ. 2) το ύψος της ποινής που καλείται η εκζητούμενη να εκτίσει είναι αυτό των 6 ετών, 1 μηνός και 7 ημερών. Κατά το στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας της υπόθεσης τέθηκε από τον συνήγορο της εκζητουμένης ότι αυτή είχε εκτίσει μέρος της ποινής της και προς τούτο ζητήθηκαν διευκρινίσεις από τις Ρουμανικές Αρχές, τόσο αναφορικά με το κατά πόσο έχει εκτίσει μέρος της ποινής της, καθώς και τη διάρκεια της επιβληθείσας ποινής που υπολείπεται για να εκτίσει η εκζητούμενη.  Στα πλαίσια της μαρτυρίας του Μ1 κατατέθηκε η απάντηση που λήφθηκε, Τεκμ. 3, σύμφωνα με την οποία η εναπομείνασα ποινή είναι αυτή που ανέφερε το Δικαστήριο. Ζητήθηκαν και περαιτέρω διευκρινίσεις και λήφθηκαν τα Τεκμ. 5 και 6, όπου φαίνεται και πάλι ότι η εναπομείνασα ποινή είναι η προαναφερθείσα. Πρόκειται για ποινή που επιβλήθηκε στα πλαίσια της υπόθεσης 863/11.11.2015 του 3rd District Court of Bucharest. Στον καθορισμό της ποινής είχαν ληφθεί υπόψη ποινές που είχαν επιβληθεί στις υποθέσεις 629/18.12.2014 και 956/27.11.2013, αμφότερες του 6th District Court of Bucharest. Είχαν επίσης ληφθεί υπόψη περίοδοι που η εκζητούμενη είχε παραμείνει υπό κράτηση σε σχέση με τις εν λόγω υποθέσεις.

 

Είναι, επίσης, σαφές ότι η εφεσείουσα είχε εφεσιβάλει την απόφαση 863/11.11.2015 του 3rd District Court of Bucharest, όμως, το Court of Appeal την επικύρωσε μερικώς και διέταξε την έκδοση enforcement warrant για την εκτέλεση της ποινής φυλάκισης των 6 ετών, 1 μηνός και 7 ημερών, το οποίο οδήγησε τελικά στην  έκδοση του ΕΕΣ, μαρτυρία που δεν αμφισβητήθηκε κατά την ακροαματική διαδικασία. Ακόμα, όμως, και να υπήρχε διαφωνία, η οποία επαναλαμβάνουμε δεν τεκμηριώθηκε, θα μπορούσε να εγερθεί ενώπιον των δικαστηρίων στη χώρα έκδοσης.

 

Ενόψει των πιο πάνω, δεν υπάρχει έρεισμα ούτε για τον τρίτο λόγο έφεσης και απορρίπτεται.

 

Με τον τελευταίο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι, κατά την επιβολή ποινής από το Κακουργιοδικείο στην εφεσείουσα, λήφθηκαν υπόψη και επτά προηγούμενες καταδίκες στη Ρουμανία, βάσει του ποινικού μητρώου που λήφθηκε μέσω του συστήματος European Criminal Records Information System (ECRIS) Κύπρου, με τη σύμφωνο γνώμη της κατηγορούσας αρχής, σύμφωνα με το άρθρο 80Α του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με την εισήγηση, η έκδοσή της σημαίνει καταδίκη της για δεύτερη φορά για το ίδιο αδίκημα, κάτι που δεν είναι επιτρεπτό με βάση την ΕΣΔΑ. Το ζήτημα αυτό δεν εξετάστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο που είχε υποχρέωση να το εξετάσει αυτεπάγγελτα.

 

Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί.

 

Όπως ορθά υπέδειξε η ευπαίδευτη συνήγορος του εφεσίβλητου, το γεγονός ότι κατά την επιμέτρηση της ποινής της υπόθεσης, στην οποία η εφεσείουσα κρίθηκε ένοχη στην Κύπρο, λήφθηκαν υπόψη οι προηγούμενές της καταδίκες στη Ρουμανία, επηρεάζει μόνο την επιείκεια που το Δικαστήριο θα ήταν διατεθειμένο να επιδείξει σε συγκεκριμένο κατηγορούμενο. Οι αναφορές σε προηγούμενες καταδίκες απλά περιορίζουν τα περιθώρια επιείκειας του Δικαστηρίου και αποτελούν ένδειξη της στάσης και του σεβασμού ενός κατηγορουμένου προς το Νόμο. Εν πάση περιπτώσει, το γεγονός ότι λήφθηκαν υπόψη από το Κακουργιοδικείο στην Κύπρο οι προηγούμενες καταδίκες που η εκζητούμενη είχε στη Ρουμανία, μόνο την ποινή που τις επιβλήθηκε από το Κακουργιοδικείο μπορεί να επηρεάσει. Καμία επίπτωση δεν μπορεί να έχει στη διαδικασία εκτέλεσης ΕΕΣ.

 

Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση απορρίπτεται. Η πρωτόδικη απόφαση επιβεβαιώνεται. Ισχύει, επίσης, η αναβολή της παράδοσης της εκζητουμένης, ως αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση, ήτοι μέχρι:

 

(α) η εκζητούμενη να εκτίσει την ποινή που της έχει επιβληθεί από το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας στην ποινική υπόθεση 15044/2016, και

 

(β) την αποπεράτωση της ποινικής υπόθεσης 19123/2016 του Επαρχιακού  Δικαστηρίου Λευκωσίας και, σε περίπτωση καταδίκης και επιβολής ποινής στερητικής της ελευθερίας, μέχρι την έκτιση τέτοιας ποινής.

 

Όταν επισυμβούν τα υπό στοιχεία (α) και (β) ανωτέρω, διατάσσεται όπως ακολουθηθούν οι πρόνοιες του άρθρου 29(1) του Νόμου, το αργότερο εντός 10 ημερών.

 

Η εφεσείουσα στο μεταξύ να παραμείνει υπό κράτηση.

 

Ο αρμόδιος Πρωτοκολλητής να κοινοποιήσει την παρούσα απόφαση του Δικαστηρίου στην Δικαστική Αρχή της Ρουμανίας.

 

 

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

 

/ΧΤΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο