ΚΚΑΖΑΝΟΥ v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΑΝΑΠΤΥΞΕΩΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 58/2013, 27/5/2020

ECLI:CY:AD:2020:A167

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 58/2013)

 

27 Μαΐου, 2020

 

[ΠΑΝΑΓΗ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, OIKONOMOY, Δ/στές]

 

 

xxx ΚΚΑΖΑΝΟΥ,

Εφεσείουσα-Εναγομένη 4,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΑΝΑΠΤΥΞΕΩΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ,

Εφεσίβλητης-Ενάγουσας.

________________________

 

Κώστας Χατζηϊωάννου, για Α.Κ. Χατζηϊωάννου & Σία, για την Εφεσείουσα.

Ξένια Κόκκινου, για Χρυσαφίνης και Πολυβίου Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.

________________________

 

ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:  Την  ομόφωνη  απόφαση  του  Δικαστηρίου  θα

δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.

________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.:  Η εφεσείουσα ήταν μία εκ των επτά εναγομένων στην αγωγή αρ. 628/2007 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, (η αγωγή).  Είναι η μόνη της οποίας η υπόθεση προχώρησε μέχρι του σταδίου της έφεσης.  Η αγωγή κατά των υπολοίπων εναγομένων διεκπεραιώθηκε, με την έκδοση εναντίον τους, εκ συμφώνου, απόφασης, εκτός στην περίπτωση των εναγομένων 6 και 7, σε σχέση προς τους οποίους αυτή απορρίφθηκε.  Σημειώνεται ότι η αγωγή καταχωρίστηκε από την εφεσίβλητη, η οποία αποτελούσε τραπεζικό οργανισμό.  Με αυτήν, απαιτείτο από τους εναγομένους η πληρωμή διαφόρων χρηματικών ποσών, στη βάση συμφωνιών δανείου ή εγγύησης, αναλόγως της περίπτωσης.

 

Η απαίτηση εναντίον της εφεσείουσας ήταν για ποσό €2.950.000,00, πλέον τόκο προς 9% ετησίως από 7.12.2010.  Η αιτία επί της οποίας αυτή βασίστηκε αφορούσε παράλειψη πληρωμής του εν λόγω ποσού, κατά παράβαση συγκεκριμένων συμφωνιών εγγύησης, τις οποίες η εφεσείουσα είχε συνάψει με την εφεσίβλητη.  Κατά την ακρόαση που διεξήχθη σε σχέση με την πιο πάνω απαίτηση, το εκδικάσαν Δικαστήριο δεν έκαμε δεκτή την υπεράσπιση της εφεσείουσας.  Εξέδωσε δε εναντίον της απόφαση για το προαναφερθέν ποσό, πλέον τόκους και έξοδα.  Ακολούθησε η καταχώριση, εκ μέρους της, της παρούσας έφεσης, διά της οποίας επιδιώκεται, με την προβολή διαφόρων λόγων, ο παραμερισμός της εν λόγω δικαστικής απόφασης. 

 

Η εφεσείουσα, με τη δικογραφημένη υπεράσπισή της, (παράγραφο 1), αρνείτο «όλους ομού και έναν έκαστον κεχωρισμένως τους ισχυρισμούς των παραγράφων 2 μέχρι 32[1] της ΄Εκθεσης Απαίτησης έως εάν ούτοι εκτίθοντο κατά σειράν και εγίνετο ρητή άρνηση τούτων.»  Το εκδικάσαν Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε, ειδικά, με την πιο πάνω άρνησή της.  Διαπίστωσε, όμως, ότι, αφού αυτή δεν προσέφερε οποιαδήποτε μαρτυρία προς αντίκρουση των ισχυρισμών της εφεσίβλητης, ουσιαστικά, παρέμειναν αδιαμφισβήτητες οι συμφωνίες δανείου και οι συμφωνίες εγγύησης που την αφορούσαν, όπως, επίσης, αδιαμφισβήτητο παρέμεινε το ύψος του ποσού της απαίτησης εναντίον της.  Ειδικά, σε σχέση προς το τελευταίο θέμα, επεσήμανε, συγχρόνως, πως η ίδια δέχτηκε ότι όφειλε στην εφεσίβλητη το προαναφερθέν ποσό.

 

Η εφεσείουσα, με τον πρώτο λόγο έφεσης, αμφισβητεί ότι η εφεσίβλητη απέδειξε την απαίτηση εναντίον της, προβάλλοντας, υπό διάφορες αιτιάσεις, την προαναφερθείσα γενική άρνησή της, ως ικανοποιητική για απόρριψη των σχετικών ισχυρισμών της εφεσίβλητης στην έκθεση απαίτησής της.  Δεν εξηγεί, όμως, τους λόγους προς τούτο.  Στον τομέα της δικονομίας, αποτελεί κανόνα δικαίου ότι γενική άρνηση από εναγόμενο των ισχυρισμών  ενάγοντος στην έκθεση απαίτησής του δεν αποτελεί αμφισβήτηση τους.  Συγκεκριμένα, στη Δ.19, Κ. 15, των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, προβλέπεται ότι:  «Δεν αρκεί η γενική άρνηση από Εναγόμενο στην υπεράσπισή του των ισχυριζόμενων γεγονότων στην ΄Εκθεση Απαίτησης, ή από Ενάγοντα στην υπεράσπιση του σε ανταπαίτηση η γενική άρνηση των ισχυριζόμενων γεγονότων στην υπεράσπιση και ανταπαίτηση, αλλά κάθε διάδικος πρέπει να ασχολείται ειδικά με κάθε ισχυρισμό γεγονότος το οποίο δεν παραδέχεται, εκτός των αποζημιώσεων.»[2] 

 

Η εφεσείουσα, με τον πιο πάνω λόγο έφεσης, επιχειρεί να μεταθέσει το βάρος που αυτή έχει για την υπεράσπισή της, σε σχέση με την υπό αναφορά πτυχή, στην εφεσίβλητη, παραγνωρίζοντας τη μονοσήμαντη υποχρέωση της τελευταίας, όπως τούτη έχει διαμορφωθεί, για απόδειξη της απαίτησής της, προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου, (βλ. Οργαν. Κύπρ. Γαλακτ. Βιομ. ν. Κώστα Α. Ζαχαρία Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 705).  Η ίδια, εξαιτίας του προαναφερθέντος χειρισμού της, δεν έχει, πλέον, λόγο ως προς τη συγκεκριμένη πτυχή.  Εν πάση περιπτώσει, στην παρούσα υπόθεση, το εκδικάσαν Δικαστήριο διαπίστωσε πως η μαρτυρία εκ μέρους της εφεσίβλητης, σε σχέση με κάθε πτυχή της, παρέμεινε αναντίλεκτη. ΄Εκρινε δε ότι αυτή ήταν ικανοποιητική, προς απόδειξη της απαίτησής της.  Επομένως, ο συγκεκριμένος λόγος έφεσης δεν μπορεί να επιτύχει.                

 

Ακολούθως, η εφεσείουσα, με την υπεράσπισή της, αφού παραδέχτηκε την υπογραφή των σχετικών συμφωνιών εγγύησης προς όφελος της εφεσίβλητης, πρόβαλε κάποιους θετικούς ισχυρισμούς, αμφισβητώντας την εγκυρότητά τους.  Ισχυρίστηκε ότι η ίδια απαλλάχθηκε από την ευθύνη την οποία οι εν λόγω συμφωνίες εγγύησης της επέβαλλαν, καθότι η συναίνεσή της προς σύναψή τους είχε εξασφαλιστεί κατόπιν αμελών και ή ψευδών παραστάσεων.  Αυτές, σύμφωνα με τη δικογραφημένη εκδοχή της, αφορούσαν στο ότι, όπως την άφησαν να αντιληφθεί, η πρωτοφειλέτις, εναγομένη 1 εταιρεία, (η πρωτοφειλέτις), ήταν ικανή να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της δυνάμει των παραχωρηθέντων προς αυτή δανείων, καθώς, επίσης, στο ότι η παραχώρηση από την ίδια των εγγυήσεων ήταν τυπική, με απομακρυσμένη την πιθανότητα ενεργοποίησής τους.  Στη βάση δε των πιο πάνω ισχυρισμών, ανταπαίτησε την έκδοση δηλωτικής απόφασης ότι οι συμφωνίες εγγύησης ήταν άκυρες ή ακυρώσιμες. 

 

Κατά την ακρόαση της αγωγής, η εφεσείουσα, τελικώς, υποστήριξε πως αυτή τελούσε σε άγνοια για το περιεχόμενο των συναλλαγών της εφεσίβλητης με την πρωτοφειλέτιδα αλλά και με την ίδια, όσον αφορά τις συμφωνίες εγγύησης.  Η θέση της τούτη, προφανώς, δε δικογραφήθηκε, ούτε μπορούσε να ενταχθεί σε οποιαδήποτε από τις προαναφερθείσες δύο παραστάσεις, τις οποίες η ίδια είχε επικαλεστεί στην υπεράσπισή της.  Υπό το φως δε της προηγούμενης παραδοχής της ότι υπέγραψε τις συμφωνίες εγγύησης, δε δικαιούτο, εν πάση περιπτώσει, να προβάλει την πιο πάνω θέση.  Η σχετική επί του θέματος τούτου αρχή δικαίου υπαγορεύει πως ένα συμβαλλόμενο μέρος, όταν θέτει την υπογραφή του σε μια συμφωνία, δεσμεύεται από αυτήν, έστω και αν δεν την έχει διαβάσει, ή έστω και αν τελεί υπό άγνοια αναφορικά με την επίδρασή της κατά το δίκαιο.  Είναι υπόλογος, στη βάση αυτήν, έναντι του αντισυμβαλλόμενου μέρους, (βλ. LEstrange v. F. Graucob Ld. [1934] 2 K.B. 394.)    

 

Το Δικαστήριο, ωστόσο, εξέτασε την πιο πάνω θέση της εφεσείουσας και απέρριψε τις αιτιάσεις της, συναφώς.  Βασιζόμενο σε έγγραφη μαρτυρία, η οποία κατατέθηκε ενώπιόν του και παρέμεινε, όπως και κατ’ έφεση, αναντίλεκτη, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτή, αντιθέτως, γνώριζε τα γεγονότα που οδήγησαν στην υπογραφή των συμφωνιών δανείων από την πρωτοφειλέτιδα και στην παραχώρηση από την ίδια των σχετικών εγγυήσεων.  Στη συγκεκριμένη πτυχή, η οποία ξέφευγε της δικογραφημένης θέσης της εφεσείουσας, ασφαλώς, δεν έπρεπε να δοθεί συνέχεια.  Η εφεσείουσα, όμως, και στο στάδιο τούτο, παραγνωρίζει τα πιο πάνω ευρήματα του Δικαστηρίου, σε σχέση προς τα οποία δεν προβάλλει οποιοδήποτε λόγο έφεσης, με τον οποίο να προσβάλλει την εν λόγω κρίση του.  Επομένως, η εισήγηση περί εσφαλμένης κρίσης του Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία της εφεσείουσας, (η οποία προβάλλεται με τον τέταρτο λόγο έφεσης), επίσης, δεν έχει θέση στην υπό εξέταση έφεση· όπως έχει ήδη αναφερθεί, αυτή αφορά σε μαρτυρία επί θεμάτων τα οποία δεν είχαν δικογραφηθεί, (βλ. Latifundia Prop. Ltd. v. Ψακή κ.ά. (2003) 1 Α.Α.Δ. 670, σελίδα 676).            

 

Η εφεσείουσα, με τους λόγους έφεσης δύο και τρία, εγείρει θέμα ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα δεν απέρριψε την αγωγή, στη βάση, αντίστοιχα, ότι η ίδια απαλλάχθηκε από τις συμφωνίες εγγύησης και ότι αυτές δε στοιχειοθετούσαν αγώγιμο δικαίωμα εναντίον της.  Βέβαια, όπως έχει ήδη διαπιστωθεί, η εφεσείουσα, η οποία ήταν και η μόνη που κατέθεσε προς υπεράσπισή της, δεν προσέφερε μαρτυρία σε σχέση με τις παραστάσεις που η ίδια είχε επικαλεστεί στην υπεράσπισή της.  ΄Επειτα, και η αιτιολογία σε σχέση με τον κάθε έναν από τους πιο πάνω δύο λόγους έφεσης ουδόλως ασχολείται με τη συγκεκριμένη πτυχή.  ΄Ο,τι περιέλαβε σε αυτούς είναι γενικόλογες αναφορές για μη ορθή ερμηνεία των συμφωνιών δανείου, σε συνδυασμό με τις συμφωνίες εγγύησης, και για παράλειψη, δήθεν, του Δικαστηρίου να διαπιστώσει ότι δεν τηρήθηκαν οι όροι των εν λόγω συμφωνιών.  Η αιτιολογία αυτή και όλη η υπόλοιπη, που περιλήφθηκε στους προαναφερθέντες δύο λόγους, δε συνδέεται κατά οποιοδήποτε τρόπο με τις υπό αναφορά παραστάσεις ή με οποιουσδήποτε χειρισμούς, σχετικά, του Δικαστηρίου, κατά την αξιολόγηση της ενώπιόν του τεθείσας μαρτυρίας.  Ο λόγος για τούτο είναι προφανής· δεν προωθήθηκαν από την εφεσείουσα, πρωτόδικα, οι εν λόγω δικογραφημένες θέσεις της και, επομένως, δεν υπήρχε το έδαφος για εξέτασή τους από το εκδικάσαν Δικαστήριο.  Επομένως, και οι λόγοι αυτοί κρίνονται ανεδαφικοί. 

 

Ως εκ της αρνητικής κατάληξης σε σχέση με τους προηγηθέντες λόγους έφεσης, έχει καταστεί και ο πέμπτος λόγος, για παράλειψη του Δικαστηρίου να εκδώσει απόφαση σύμφωνα με την ανταπαίτηση της εφεσείουσας, ανεδαφικός. 

 

Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται.  Επιδικάζονται έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον της εφεσείουσας, τα οποία καθορίζονται στο ποσό €2.500,00, συν Φ.Π.Α.    

 

 

 

 

 

                                                     Π. Παναγή, Δ.

 

 

 

 

                                                     Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.

 

 

 

 

                                                     Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

/ΜΠ



[1] Τόσες ήταν και οι παράγραφοι στο εν λόγω δικόγραφο.

[2] Η μετάφραση στην Ελληνική του πρωτότυπου αγγλικού κειμένου λήφθηκε από το βιβλίο του καθηγητή Νικήτα Ε. Χατζημιχαήλ, «Βασική Κυπριακή Νομοθεσία», έτος έκδοσης 2017, σελίδα 150. 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο