P. TORGUT ΕΚ ΚΕΡΥΝΕΙΑΣ ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ I. Y. ZIA κ.α. v. ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 79/2015, 10/6/2020

ECLI:CY:AD:2020:A186

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ. 79/2015)

 

10 Ιουνίου, 2020

                                                        

[ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

1.   P. TORGUT ΕΚ ΚΕΡΥΝΕΙΑΣ ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ I. Y. ZIA, ΤΕΩΣ ΑΠΟ ΤΗ ΛΑΡΝΑΚΑ ΚΑΙ

2.   Y. ZIA, ΕΚ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ I. Y. ZIA, ΤΕΩΣ ΑΠΟ ΤΗ ΛΑΡΝΑΚΑ ΚΑΙ

3.   A. O. BILGEHAN, ΕΞ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ I. Y. ZIA, ΤΕΩΣ ΑΠΟ ΤΗ ΛΑΡΝΑΚΑ ΚΑΙ

4.   P. TORGUT ΕΚ ΚΕΡΥΝΕΙΑΣ ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ M. I. ZIA, ΤΕΩΣ ΑΠΟ ΤΗ ΛΑΡΝΑΚΑ ΚΑΙ

5.   Y. ZIA ΕΚ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ M. I. ZIA, ΤΕΩΣ ΑΠΟ ΤΗ ΛΑΡΝΑΚΑ ΚΑΙ

6.   A. O. BILGEHAN, ΕΞ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ, ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ M. I. ZIA, ΤΕΩΣ ΑΠΟ ΤΗ ΛΑΡΝΑΚΑ,

Ενάγοντες,

ΚΑΙ

 

1.   ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εναγόμενος.

 

_ _ _ _ _ _

 

Ως ετροποποιήθη δυνάμει Διατάγματος ημερομηνίας 28.11.2008

 

1.   P. TORGUT ΕΚ ΚΕΡΥΝΕΙΑΣ ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ I. Y. ZIA, ΤΕΩΣ ΑΠΟ ΤΗ ΛΑΡΝΑΚΑ ΚΑΙ

2.   Y. ZIA, ΕΚ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ I. Y. ZIA, ΤΕΩΣ ΑΠΟ ΤΗ ΛΑΡΝΑΚΑ ΚΑΙ

3.   A. O. BILGEHAN, ΕΞ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ I. Y. ZIA, ΤΕΩΣ ΑΠΟ ΤΗ ΛΑΡΝΑΚΑ ΚΑΙ

4.   P. TORGUT ΕΚ ΚΕΡΥΝΕΙΑΣ ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ M. I. ZIA, ΤΕΩΣ ΑΠΟ ΤΗ ΛΑΡΝΑΚΑ ΚΑΙ

5.   Y. ZIA ΕΚ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ M. I. ZIA, ΤΕΩΣ ΑΠΟ ΤΗ ΛΑΡΝΑΚΑ ΚΑΙ

6.   A. O. BILGEHAN, ΕΞ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ, ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ M. I. ZIA, ΤΕΩΣ ΑΠΟ ΤΗ ΛΑΡΝΑΚΑ,

Εφεσείοντες/Ενάγοντες,

ΚΑΙ

1.   ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

2.   ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΩΣ ΚΗΔΕΜΟΝΑ ΤΟΥΡΚΟΚΥΠΡΙΑΚΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΩΝ,

Εφεσίβλητοι/Εναγόμενοι.

 

_ _ _ _ _ _

 

O. Bilgehan, με Α. Δημητριάδη και Μ. Ξιαρή, για τους

 Εφεσείοντες.

Ε. Φλουρέντζου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους

 Εφεσίβλητους.

_ _ _ _ _ _

 

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

 θα δοθεί από τη Σταματίου, Δ.

­­­

_ _ _ _ _ _

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Οι εφεσείοντες-ενάγοντες, ως διαχειριστές της περιουσίας των I. Y. Zia και M. I. Zia, που απεβίωσαν το 1985 και 1986 αντίστοιχα, καταχώρησαν αγωγή ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας εναντίον του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ως αντιπροσώπου της Δημοκρατίας, και του Υπουργού Εσωτερικών, ως Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών-εφεσιβλήτων.

 

Η αγωγή αφορά σε δέκα ακίνητες ιδιοκτησίες των δύο πιο πάνω αναφερόμενων αποβιωσάντων προσώπων, Κύπριων πολιτών, που ανήκαν στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα. Οι δύο αποβιώσαντες Τουρκοκύπριοι κατοικούσαν στη Λάρνακα μέχρι και τον Αύγουστο του 1974 και, έκτοτε, διέμεναν στην Κερύνεια, εκτός των ελεγχόμενων περιοχών της Δημοκρατίας, μέχρι το θάνατό τους.

 

Με την έκθεση απαίτησης προβάλλεται πως οι αποβιώσαντες, οι οποίοι ήταν σύζυγοι, κατοικούσαν σε κατοικία στην οδό Ali Dede χχ, στη Λάρνακα, μέχρι τον Αύγουστο του 1974, οπόταν μετακόμισαν «…χωρίς τη θέλησή τους και προσωρινά σε περιοχή της Κύπρου η οποία δεν βρίσκεται υπό τον έλεγχο της Δημοκρατίας» με πρόθεση πάντοτε να επιστρέψουν στις περιουσίες τους.

 

Με βάση τους ισχυρισμούς τους, μετά τον Αύγουστο του 1974 οι εφεσίβλητοι έλαβαν τον έλεγχο και την κατοχή των περιουσιών τους, οι οποίες καταγράφονται λεπτομερώς στην έκθεση απαίτησης, χωρίς τη συγκατάθεση των αποβιωσάντων ή των διαχειριστών τους, χωρίς την καταβολή σε αυτούς ενοικίου ή αποζημίωσης. Οι εφεσείοντες ζήτησαν την επιστροφή των επίδικων περιουσιών, όμως, οι εφεσίβλητοι αρνήθηκαν να τους καταβάλουν οποιοδήποτε ποσό.

 

Με την εν λόγω αγωγή αξίωσαν την έκδοση διατάγματος που να διατάσσει τους εφεσίβλητους να παραδώσουν ελεύθερη κατοχή των επίδικων ακινήτων πλέον χρηματικό ποσό ύψους €9.508.950 ως αποζημίωση για παράνομη επέμβαση και/ή παράβαση του εκ του Νόμου απορρέοντος καθήκοντος και/ή για παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων και/ή για ενοίκιο και/ή ενδιάμεσα κέρδη και/ή διαφυγόντα κέρδη και/ή άλλως πως, περιλαμβανομένου τόκου από τέλος του 1974 μέχρι τέλους 2008. Περαιτέρω, αξίωσαν τιμωρητικές αποζημιώσεις και αποζημιώσεις για ηθική βλάβη, στη βάση ότι οι αποβιώσαντες και οι εφεσείοντες έχουν υποστεί άγχος, αγωνία και θλίψη γιατί δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν τις περιουσίες τους που οι εφεσίβλητοι επιτρέπουν σε τρίτους να χρησιμοποιούν κατά παράβαση των δικών τους δικαιωμάτων.

 

Οι εφεσίβλητοι παραδέχονται ότι οι αποβιώσαντες ήταν οι εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες των περιουσιών που αφορά η αγωγή. Ισχυρίζονται δε ότι αυτοί είχαν τη μόνιμη διαμονή τους στις κατεχόμενες περιοχές, και, συνεπώς, ισχύουν στη περίπτωσή τους οι πρόνοιες του περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και άλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου του 1991 (Ν.139/1991), όπως έχει τροποποιηθεί, (στο εξής “ο Νόμος”) διαρκούσης της έκρυθμης κατάστασης και μέχρι τη λήξη της.

 

Εγέρθηκε επίσης με την υπεράσπιση προδικαστικό ζήτημα ότι οι εφεσείοντες δεν νομιμοποιούνται να εγείρουν την αγωγή και ότι μόνο ο εφεσίβλητος 2 έχει δικαίωμα να διαχειρίζεται τις επίδικες περιουσίες. Η θέση αυτή απορρίφθηκε από το Δικαστήριο και δεν αποτελεί αντικείμενο της παρούσας έφεσης. Ως εκ τούτου, δεν θα μας απασχολήσει περαιτέρω.

 

Κατά την ακρόαση της υπόθεσης έδωσαν μαρτυρία εκ μέρους των εφεσειόντων ο Υ. Ziya, εφεσείων 2, ΜΕ1, ο οποίος ουσιαστικά επανέλαβε τα όσα επικαλούνται οι εφεσείοντες στην έκθεση απαίτησης και ο Α. Πανταζής, εκτιμητής ακινήτων, ΜΕ2 αναφορικά με το ζήτημα των αποζημιώσεων. Από πλευράς υπεράσπισης κατέθεσε ο Κ. Μουσικός, Κτηματολογικός Λειτουργός στον Κλάδο Εκτιμήσεων του Κτηματολογίου Λάρνακας.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του παρατηρεί ότι οι εφεσείοντες, ενώ δικογραφούν τον ισχυρισμό ότι οι αποβιώσαντες τον Αύγουστο του 1974 μετακόμισαν, χωρίς τη θέληση τους και προσωρινά στις μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές, δεν καταλογίζεται καμία υπαιτιότητα για την εγκατάλειψη είτε άμεσα είτε έμμεσα στη Δημοκρατία. Συναφώς θεώρησε ότι η αναφορά του ME1 στην κατάθεσή του ότι οι αποβιώσαντες μετακόμισαν χωρίς τη θέληση τους γιατί εκείνο τον καιρό «υπήρχε διακοινοτική αναστάτωση μεταξύ των δύο κοινοτήτων και αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το σπίτι τους για λόγους ασφάλειας καθότι τότε υπήρξε κίνδυνος για τη ζωή τους» παρέμεινε μετέωρη και δεν μπορούσε να θεωρήσει ότι αποδίδεται υπαιτιότητα στη Δημοκρατία. Διαπίστωσε, επίσης, ότι οι διαχειριστές των περιουσιών των αποβιωσάντων ουδέποτε επιχείρησαν να μεταβιβάσουν τις επίδικες περιουσίες  στους δικαιούχους κληρονόμους τους. Περαιτέρω, δεν υπήρξε μαρτυρία ότι οι ιδιοκτήτες ή οι διαχειριστές ή οι κληρονόμοι μετά το θάνατο των πρώτων επιχείρησαν να επανέλθουν στις επίδικες περιουσίες, ούτε ότι ζήτησαν την επιστροφή τους εκτός από την αποστολή επιστολής από τους δικηγόρους τους, ημερομηνίας 11.11.2005, στην οποία γίνεται αναφορά στην Έκθεση Υπεράσπισης.

 

Οι αποβιώσαντες, σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου, από τον Αύγουστο του 1974 και μέχρι το θάνατό τους κατοικούσαν στην Κερύνεια σε κατοικία που ανήκε σε Ελληνοκύπριο, χωρίς να την έχουν ενοικιάσει από το νόμιμο ιδιοκτήτη και να του καταβάλλουν ενοίκιο. Ο Υ. διαμένει στην κατεχόμενη Λευκωσία από το 1950 και τα τελευταία 20 χρόνια σε κατοικία που ανήγειρε σε γη που του παραχωρήθηκε από την  «Τουρκική Δημοκρατία» έναντι χωραφιών που είχε στις ελεύθερες περιοχές. Η P., αδελφή του Y. η οποία απεβίωσε το 2009 διέμενε σε κατοικία πάνω από εκείνη που διέμεναν οι αποβιώσαντες, η οποία είχε παραχωρηθεί στο σύζυγο της. Ούτε αυτοί πλήρωναν ενοίκιο. Η P. είχε πέντε παιδιά, τέσσερα από τα οποία διαμένουν στις κατεχόμενες περιοχές και ένα που διαμένει στη Σαουδική Αραβία. Η A., αδελφή του Y. κατοικεί από το 1950 στην Αμμόχωστο με το σύζυγο της χωρίς να αναφερθεί κατά πόσο οι περιουσίες ανήκουν σε Ελληνοκύπριους.

 

Αναφορικά με τον δικογραφημένο ισχυρισμό των εφεσειόντων περί επέμβασης στις επίδικες περιουσίες από τους εφεσίβλητους, το Δικαστήριο κατέληξε ότι για την περίοδο από τον Αύγουστο του 1974 μέχρι και την 1.7.1991 δεν είχε αποδειχθεί φυσική επέμβαση της Δημοκρατίας. Περαιτέρω για την ίδια περίοδο δεν γίνεται στη δικογραφία επίκληση τυχόν νομικής κατοχής της Δημοκρατίας και δεν δόθηκε ίχνος μαρτυρίας προς αυτή την κατεύθυνση κατά τη δίκη.

Υπήρξε ισχυρισμός για παραβίαση του δικαιώματος της ειρηνικής απόλαυσης της περιουσίας που προνοείται από το Άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης (στο εξής «A1Π1») και του δικαιώματος του σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής και της κατοικίας που προνοείται στο Άρθρο 8 της Σύμβασης. Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι οι εφεσείοντες δεν ενάγουν υπό την προσωπική τους ιδιότητα ως κληρονόμοι των αποβιωσάντων αλλά μόνο ως διαχειριστές της περιουσίας τους. Ούτε αποτελούν το σύνολο των κληρονόμων των αποβιωσάντων. Τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν μεταβιβάζονται, ανέφερε, όμως, μεταβιβάζονται τα δικαιώματα σε περιουσία. Συναφώς, τυχόν παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των αποβιωσάντων μπορούσε να έχει αντικείμενο εξέτασης μόνο για το χρονικό διάστημα μεταξύ Αυγούστου 1974 και του θανάτου τους, για το οποίο όμως δεν υπήρξε καμία μαρτυρία περί πραγματικής επέμβασης ή φυσικής κατοχής των επιδίκων περιουσιών από τη Δημοκρατία. Ούτε επίσης αποδείχθηκε νομική κατοχή από τη Δημοκρατία για την ίδια περίοδο. Οι δε πρόνοιες του Νόμου δεν τυγχάνουν εφαρμογής αφού οι ιδιοκτήτες είχαν αποβιώσει πριν τη θέσπισή του. Συνεπώς, το κατά πόσο ο Νόμος παραβιάζει τα ανθρώπινα δικαιώματα των κληρονόμων των αποβιωσάντων, σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, δεν αποτελούσε αντικείμενο της αγωγής και θα μπορούσε να εξεταστεί μόνο στα πλαίσια αγωγής που οι κληρονόμοι ήθελαν καταχωρήσει.

 

Περαιτέρω, εξέτασε κατά πόσο οι εφεσείοντες, ως διαχειριστές της περιουσίας των αποβιωσάντων, δεδομένης της υπαγωγής των επιδίκων περιουσιών στις πρόνοιες του Νόμου, δικαιούνται σε διάταγμα παράδοσης ελεύθερης κατοχής των ακινήτων ή οιωνδήποτε εξ αυτών ή και οποιοδήποτε ποσό για απώλεια χρήσης ή εύλογο ενοίκιο ή ενδιάμεσα κέρδη. Προς τούτο, ανέλυσε τις πρόνοιες της σχετικής νομοθεσίας και τη νομολογία που αναπτύχθηκε σε συνάρτηση με αυτόν όπου, μεταξύ άλλων, έχει κριθεί η συνταγματικότητά του. Έκρινε δε ότι μετά τη θέσπισή του δεν τίθεται θέμα παράνομης επέμβασης της Δημοκρατίας σε οποιαδήποτε από τις περιουσίες που τέθηκαν κάτω από τις πρόνοιές του και κατέληξε ότι δεν δικαιολογείται η παράδοση κατοχής.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε, επίσης, το ζήτημα της παράδοσης κατοχής οποιασδήποτε ακίνητης περιουσίας στους κληρονόμους των αποβιωσάντων με παραπομπή στην υπόθεση Arif Moustafa v. Υπουργείου Εσωτερικών, μέσω Επαρχιακής Διοίκησης Λεμεσού (2004) 4 ΑΑΔ 792. Έκρινε, συναφώς, ότι σε περίπτωση που οποιοσδήποτε από τους κληρονόμους στον οποίο έχει μεταβιβαστεί η περιουσία διαμένει πλέον στις ελεγχόμενες υπό της Δημοκρατίας περιοχές, η περιουσία θα παύσει να τελεί υπό τη διαχείριση του Κηδεμόνα. Το ίδιο θα μπορούσε να ισχύσει και για τον κληρονόμο που διαμένει στο εξωτερικό, νοουμένου ότι καταστεί ιδιοκτήτης της  περιουσίας των αποβιωσάντων.

 

Αναφορικά με το ζήτημα δυσμενούς διάκρισης των αποβιωσάντων λόγω της εθνικής καταγωγής και θρησκείας τους κατά παράβαση του Άρθρου 14 της ΕΣΔΑ, που επικαλέστηκαν οι εφεσείοντες, το Δικαστήριο κατέληξε πως δεν τεκμηριώθηκε τέτοια δυσμενής διάκριση. Οι επίδικες περιουσίες υπάχθηκαν στις πρόνοιες του Νόμου γιατί εγκαταλείφθηκαν και έπρεπε να προστατευθούν. Πρόσωπα που επέστρεψαν στις ελεύθερες περιοχές και η περιουσία τους δεν έχριζε πλέον προστασίας έχουν επανακτήσει την κατοχή και διαχείριση των περιουσιών τους.

Εν τέλει, η αγωγή απορρίφθηκε με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και αποτελεί αντικείμενο της παρούσας έφεσης.

 

Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται σε δεκαεπτά λόγους έφεσης, με τους οποίους αμφισβητούνται ουσιαστικά όλα τα πιο πάνω συμπεράσματα του Δικαστηρίου.

 

Η ουσία της υπόθεσης των εφεσειόντων, όπως προκύπτει από το εισαγωγικό μέρος της αγόρευσής τους, είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει τη συμβατότητα του Νόμου με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Εισήγηση των εφεσειόντων είναι ότι υπάρχει παραβίαση του Α1Π1, του Άρθρου 8, του Άρθρου 6 και του Άρθρου 13 της Σύμβασης ξεχωριστά ή σε συνδυασμό με το Άρθρο 14.

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται πως, ενώ ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι ο Νόμος δεν αποστέρησε από τους Τουρκοκύπριους ιδιοκτήτες τις περιουσίες τους των οποίων εξακολουθούν να είναι κύριοι, λανθασμένα αποφάσισε ότι δεν παραβιάστηκαν τα ανθρώπινά τους δικαιώματα με τη συμπεριφορά της Κυπριακής Δημοκρατίας. Στα πλαίσια του πρώτου λόγου έφεσης αναπτύχθηκε επιχειρηματολογία για, ουσιαστικά, όλο το φάσμα των συμπερασμάτων του Δικαστηρίου, η οποία περιστρέφεται επίσης γύρω από τους λόγους έφεσης 11-14.

 

Τόσο στο περίγραμμα αγόρευσης, όσο και προφορικά, κατά τη συζήτηση της έφεσης, υποβλήθηκε από τους ευπαίδευτους συνηγόρους των εφεσειόντων πως, κατά την περίοδο από τον Αύγουστο του 1974 μέχρι σήμερα, έχουν παραβιαστεί τα δικαιώματά τους για ειρηνική απόλαυση της περιουσίας τους, με τους ακόλουθους τρόπους:

 

Πριν τη θέσπιση του Νόμου περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών του 1991, η περιουσία τους είχε επιταχθεί, δυνάμει του περί Επιτάξεως Ιδιοκτησίας Νόμου του 1962 (Ν.21/1962), όπως έχει τροποποιηθεί. Η περιουσία τους έτυχε εκμετάλλευσης και αναπτύχθηκε, χωρίς τη δική τους συναίνεση και χωρίς να τους καταβληθεί οποιοδήποτε ποσό, είτε ως αποζημίωση, ενοίκιο ή ενδιάμεσα κέρδη. Υπήρξε δυσμενής διάκριση στον τρόπο αντιμετώπισης των εφεσειόντων, η οποία στηριζόταν στην εθνικότητα, στην καταγωγή τους και στο γεγονός ότι ο τόπος διαμονής τους ήταν σε περιοχές εκτός του ελέγχου της Δημοκρατίας. Η διαφορετική αντιμετώπιση των εφεσειόντων δεν έχει κάποιο λογικό αντικειμενικό σκοπό και δεν εφαρμόστηκε η αρχή της αναλογικότητας μεταξύ των μέσων που χρησιμοποιήθηκαν και του σκοπού που επιδιώκετο να επιτευχθεί.

 

Οι εφεσείοντες παρέπεμψαν στην υπόθεση Sporrong and Lőnnroth v. Sweden, App. No. 7151/75, 23/09/1982, A/52, 5 E.H.R.R. 35, ECtHR, προς υποστήριξη της θέσης ότι, έστω και εάν οι εφεσείοντες παρέμειναν κύριοι των επίδικων κτημάτων, και άρα δεν υπήρξε στέρηση της περιουσίας τους, μπορεί να διαπιστωθεί επέμβαση στο δικαίωμα για ειρηνική απόλαυση της περιουσίας και να αποδοθούν αποζημιώσεις σε συνάρτηση με αυτό.

 

Τονίστηκε από τους εφεσείοντες ότι στην παρούσα περίπτωση υπήρξε δυσμενής διάκριση και διαφορετική αντιμετώπιση των εφεσειόντων, η οποία εστιάζεται στο γεγονός ότι μόνο Τουρκοκύπριοι οι οποίοι διαμένουν σε περιοχές εκτός του ελέγχου της Δημοκρατίας υποβάλλονται στο καθεστώς αρχικά της επίταξης και, ακολούθως, της εφαρμογής του Νόμου.

 

Στα πλαίσια εξέτασης αυτού του λόγου έφεσης, οι εφεσείοντες ισχυρίζονται πως το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν έλαβε υπόψη τη συμβατότητα της πιο πάνω νομοθεσίας με τη Σύμβαση, η οποία έχει αυξημένη ισχύ έναντι της ημεδαπής νομοθεσίας. Συγκεκριμένα, ισχυρίζονται παραβίαση του Α1Π1 σχετικά με την ειρηνική απόλαυση της περιουσίας, των Άρθρων 8, 6, 13 και 14 της Σύμβασης, σχετικά με το δικαίωμα σε κατοικία, σε δίκαιη δίκη, σε πραγματική προσφυγή ενώπιον εθνικής αρχής και της μη διάκρισης, αντίστοιχα.

 

Αποτελεί εισήγηση των εφεσειόντων πως από τον Αύγουστο του 1974 μέχρι και την 1.7.1991, που θεσπίστηκε ο Νόμος, οι εφεσίβλητοι έχουν αποστερήσει τους ιδιοκτήτες από την ειρηνική απόλαυση των περιουσιών τους κατ΄ εφαρμογή του περί Επιτάξεως Ιδιοκτησίας Νόμου του 1962 και πως λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αναγνώρισε ότι είχε επέλθει επίταξη των επίδικων περιουσιών το 1974, χωρίς να εξεταστεί η νομιμότητά τους και χωρίς να καταβληθεί οποιαδήποτε αποζημίωση. Περαιτέρω, από το 1991 ο Κηδεμόνας δικαιούται, με βάση το Νόμο, να ασκήσει όλα τα δικαιώματα ως ιδιοκτήτης της περιουσίας. Αυτό ισοδυναμεί με de jure και/ή de facto απαλλοτρίωση ή τουλάχιστον άρνηση της ειρηνικής απόλαυσης της περιουσίας των εφεσειόντων χωρίς αποζημίωση. Δεν εξετάστηκε, κατά την εισήγηση των εφεσειόντων, η νομιμότητα της επέμβασης στις περιουσίες τους επί των οποίων έγιναν εκτεταμένες τροποποιήσεις στα κτήρια, οικοδομικές και άλλες εργασίες, συμπεριλαμβανομένης ανέγερσης του προσφυγικού οικισμού και μικρότερων οικοδομημάτων, κάτι που δεν μπορεί να λεχθεί ότι αποτελεί προστασία των επίδικων περιουσιών.

 

Κατ΄ αρχάς σημειώνεται πως δεν υπάρχει δικογραφημένη θέση, ούτε και μαρτυρία, ότι υπήρξε επίταξη της επίδικης περιουσίας καθ΄ οιονδήποτε χρόνο από το 1974 μέχρι τη θέσπιση του Νόμου του 1991. Με ένα γενικό τρόπο προβάλλεται στην παράγραφο 9[1] της Έκθεσης Απαίτησης πως οι εφεσείοντες μετά τον Αύγουστο του 1974 έλαβαν τον έλεγχο και/ή την κατοχή των επίδικων ακίνητων περιουσιών. Περαιτέρω, όπως ορθά διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν δόθηκε μαρτυρία που να προσδιορίζει χρονικά πότε υπήρξε η κατ΄ ισχυρισμό πραγματική επέμβαση από τη Δημοκρατία. Σημειώνεται ότι, με βάση τους ισχυρισμούς που περιέχονται στην Έκθεση Απαίτησης (παράγραφοι 10 και 11), η αξίωση βασίζεται στην πραγματική κατοχή των επίδικων περιουσιών, για την οποία όμως δεν δόθηκε μαρτυρία πότε ουσιαστικά έλαβε χώρα.

 

Σε αυτό το σημείο θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε την περιγραφή των επίδικων περιουσιών όπως προκύπτει από τη μαρτυρία που τέθηκε τόσο από τον ΜΕ1 όσο και τον ΜΥ1 και καταγράφεται στην πρωτόδικη απόφαση:

 

(1) «Αρ. Εγγραφής χ6. Τεμ. 4χ, Τμήμα Α, Φ/Σχ/ 40/56W1, εκτάσεως 1032 τ.μ., στην περιοχή Περβόλια στη Λάρνακα. Επρόκειτο για μία κατοικία με αυλή εντός του χωραφιού (ακίνητο (5) πιο κάτω). Η κατοικία χρησιμοποιείτο όταν διεξάγονταν γεωργικές εργασίες στο χωράφι. Στην αυλή υπήρχε λάκκος του νερού με μηχανή που αντλούσε τέσσερεις ίντζες νερό. Η κατοικία και η μηχανή έχουν χαλάσει. Στο ακίνητο έχει ανεγερθεί μέρος του προσφυγικού οικισμού του Αγίου Ιωάννη.

(2) Αρ. Εγγραφής Αχ1, Τεμ. χ1, Τμήμα G, Φ/Σχ. 40/56.5.3 Πρόκειται για κατοικία στην οδό Ali Dede στη Λάρνακα. Σε αυτή κατοικούσε η Ενάγουσα 1 και 4, η P.. Η κατοικία αυτή έχει ανακαινιστεί και κατοικείται από Ελληνοκύπριους πρόσφυγες.

(3) Αρ. Εγγραφής Κχ6, Τεμ. χ5, Τμήμα Κ, Φ/Σχ. 40/56.5.3, χωράφι εκτάσεως 1924 τ.μ. στην περιοχή Τζιαννουριές. Επρόκειτο για αλώνι και μια αποθήκη που χρησιμοποιούσαν οι αποβιώσαντες. Στο τεμάχιο υπάρχουν λυόμενες κατοικίες και ένα κατάστημα τα οποία χρησιμοποιούνται  από πρόσφυγες. Το κτήμα διασχίζεται από οδικό δίκτυο το οποίο δεν έχει ακόμα εγγραφεί και δεν επηρεάζει το εγγεγραμμένο εμβαδόν.

(4) Αρ. Εγγραφής 7χ6, Τεμ. 6χ5, Φ/Σχ. 40/56.5.3. Επρόκειτο για πολύ μικρό τεμάχιο, εκτάσεως 27 τ.μ. που δεν θα μπορούσε να τύχει καμιάς χρήσης σύμφωνα με τη μαρτυρία για τους Ενάγοντες.

(5) Αρ. Εγγραφής Α.χ9 και Αχ6, Τεμ. χ0, στην περιοχή Σωτήρας. Επρόκειτο για έκταση 62766 τ.μ. με ελιές στον περίγυρο και το οποίο σπέρνετο με σιτάρι και κριθάρι. Μέρος του εκ 1048 τ.μ. απαλλοτριώθηκε το 2000. Ο,τι παρέμεινε ως νέο τεμάχιο 1xx5 είναι 61718 τ.μ.. Σε μέρος αυτού, εμβαδού 41410 τ.μ., έχει ανεγερθεί ο προσφυγικός οικισμός του Αγίου Ιωάννη.

(6) Αρ. Εγγραφής 3χχ3, Τεμ. 2χ3/2, Φ/Σχ. L44.

(7) Αρ. Εγγραφής 3χχ4, Τεμ. 2χ8, Φ/Σχ. 44. Επρόκειτο, όπως και το ακίνητο (6) για καλαμιώνες.

(8) Αρ. Εγγραφής 3χχ1, Τεμ. 9χ, Φ/Σχ. 50/52. Επρόκειτο για χωράφι το οποίο ο αποβιώσας ενοικίαζε σε γεωργούς. Ο Y. μαρτύρησε πως ήταν πάντοτε ενοικιασμένο, αλλά δε γνώριζε σε ποιους ή σε ποιες τιμές.

(9) Αρ. Εγγραφής Gχ0, Τεμ. 3χ, εκτάσεως 600 τ.μ., Φ/Σχ. 40/560504 στην οδό Ali Dede χχ στη Λάρνακα. Επρόκειτο για παλιά κατοικία κτισμένη με πέτρες και πλινθάρι. Εκεί διέμεναν οι αποβιώσαντες μέχρι και τον Αύγουστο του 1974. Ανακαινίστηκε πρόχειρα και κατοικείται από πρόσφυγες.

(10)              Αρ. Εγγραφής 1χχ9, Τεμ. 8χ, Φ/Σχ. 40/W.1 στη Σωτήρα στη λεωφόρο Στρατηγού Τιμάγια στη Λάρνακα. Επρόκειτο για χωράφι το οποίο φυτευόταν με σιτάρι και ήταν όμορο με το ακίνητο (5) πιο πάνω. Μέσα από αυτές τις περιουσίες είχε μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο κατασκευαστεί από τους Άγγλους άσφαλτος δρόμος για διευκόλυνση των στρατευμάτων τους.

Μέρος του εκ 5566 τ.μ. απαλλοτριώθηκε κατά το 2000. Ο,τι παρέμεινε ως νέα τεμάχια 1χχ6 και 1χχ7 είναι εκτάσεων 19365 τ.μ. και 2024 τ.μ. αντίστοιχα. Στο τεμάχιο 1χχ6 υπάρχουν λυόμενα υποστατικά και πρόχειρες κατασκευές που χρησιμοποιούνται από επιχειρήσεις προσφύγων καθώς και κτίριο που στεγάζει το Κέντρο Παραγωγικότητας. Στο τεμάχιο 1χχ7 υπάρχουν λυόμενα υποστατικά και πρόχειρες κατασκευές.»

 

Για τις περιουσίες (5) και (10) οι εφεσείοντες, σύμφωνα με την παράγραφο 15(α) της Έκθεσης Απαίτησης, επιφυλάσσουν το δικαίωμά τους να ζητήσουν αποζημιώσεις για την ισχυριζόμενη απαλλοτρίωση, επομένως οι αξιώσεις τους για αποζημιώσεις περιορίζονται στις υπόλοιπες περιουσίες.

 

Όπως ορθά διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν υπήρξε μαρτυρία ως προς το χρόνο που έχουν ανεγερθεί τα διάφορα οικοδομήματα στα ακίνητα των αποβιωσάντων ούτε από τους εφεσείοντες ούτε από τους εφεσίβλητους. Στη μαρτυρία του ΜΕ1 δεν υπάρχει χρονικός προσδιορισμός για οποιαδήποτε από τις επικαλούμενες επεμβάσεις. Από την άλλη, στην υπεράσπιση γίνεται επίκληση του Νόμου δυνάμει του οποίου οι εφεσίβλητοι κατέχουν τις επίδικες περιουσίες. Πρόκειται για τη νομική κατάσταση, όπως εύστοχα αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο, δηλαδή το καθεστώς στο οποίο περιήλθαν οι περιουσίες ως αποτέλεσμα της υπαγωγής τους στο Νόμο.

 

Έχοντας υπόψη ότι δεν τεκμηριώθηκε η κατ΄ ισχυρισμό πραγματική επέμβαση στις περιουσίες πριν το 1991, οι εφεσείοντες όφειλαν να αποδείξουν ότι στη βάση άλλης ρύθμισης υπήρξε επέμβαση της Δημοκρατίας στις περιουσίες αυτές. Δεν υπήρξε, όμως, δικογραφικά τέτοιος ισχυρισμός, ούτε βέβαια δόθηκε μαρτυρία που να τεκμηριώνει επέμβαση πριν το 1991. Όπως ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, για να καταλήξει πως υπήρξε επίταξη, θα έπρεπε να υπάρξει επίκληση του σχετικού νόμου στο δικόγραφο (βλ. Καρατσιώλης ν. Royal Sports Betting Ltd (2008) 1 AAΔ 669, σχετικά με Δ.19 Θ.13).

 

Την 1.7.1991, με τη θέσπιση του Νόμου, οι επίδικες περιουσίες περιέπεσαν στον έλεγχο και νομική κατοχή του Κηδεμόνα. Συνεπώς, σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο, θεωρούμε ότι από αυτό το χρονικό σημείο και μετά θα μπορούσε να εξεταστεί η αξίωση των εφεσειόντων.

 

Οι εφεσείοντες παραπονούνται ότι το Δικαστήριο δεν εξέτασε τη συμβατότητα του Νόμου με τη Σύμβαση, παρά μόνο περιορίστηκε στο να λάβει υπόψη τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου περί συνταγματικότητας του Νόμου. Έστω, όμως, και εάν ο Νόμος είναι συνταγματικός, σύμφωνα με την εισήγηση, γεγονός που δεν είναι αποδεκτό από τους εφεσείοντες, το Δικαστήριο είχε υποχρέωση να εξετάσει τη συμβατότητα των μέτρων με τη Σύμβαση.

 

Ο σκοπός θέσπισης του εν λόγω Νόμου παρατίθεται στο προοίμιο ως ακολούθως:

 

«Προοίμιο

 

Επειδή, συνεπεία της μαζικής μετακίνησης του Τουρκοκυπριακού πληθυσμού ως αποτέλεσμα της Τουρκικής εισβολής στις περιοχές που κατέχονται από τις Τουρκικές δυνάμεις εισβολής και της απαγόρευσης από τις δυνάμεις αυτές της διακίνησης του πληθυσμού αυτού στις περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας, εγκαταλείφθηκαν περιουσίες που αποτελούνται από κινητή και ακίνητη ιδιοκτησία,

 

Και επειδή για την προστασία των περιουσιών αυτών κατέστη απαραίτητη η άμεση λήψη μέτρων,

 

Και επειδή μεταξύ των μέτρων που λήφθηκαν περιλαμβανόταν και η διαχείριση των περιουσιών αυτών από ειδική επιτροπή που συστάθηκε με διοικητικές διευθετήσεις,

 

Και επειδή κατέστη αναγκαία η νομοθετική ρύθμιση των θέματος των Τουρκοκυπριακών περιουσιών στη Δημοκρατία.»

 

Σύμφωνα με το ερμηνευτικό άρθρο 2, «τουρκοκυπριακή περιουσία» περιλαμβάνει κάθε ιδιοκτησία, κινητή ή ακίνητη, που ανήκει σε Τουρκοκύπριο και βρίσκεται σε ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές, ενώ «Τουρκοκύπριος» σημαίνει Τουρκοκύπριο που δεν έχει τη συνήθη διαμονή του στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές.

 

Με το Νόμο ο Υπουργός Εσωτερικών διορίστηκε Κηδεμόνας των Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, στον οποίο δόθηκε η διαχείρισή τους, διαρκούσης της έκρυθμης κατάστασης και μέχρις ότου επιτευχθεί τελική διευθέτηση του θέματος αυτού, σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου (άρθρο 3). Ο Κηδεμόνας έχει όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που θα είχε ο Τουρκοκύπριος ιδιοκτήτης τους και ο Νόμος του παρέχει εξουσία να λάβει άμεση κατοχή τους (άρθρο 5). Η πληρωμή οποιουδήποτε ποσού που οφείλεται σε ιδιοκτήτη Τουρκοκυπριακής περιουσίας σε σχέση με την περιουσία αυτή αναστέλλεται κατά τη διάρκεια της έκρυθμης κατάστασης (άρθρο 9). Προς τούτο ιδρύθηκε το «Ταμείο Τουρκοκυπριακών Περιουσιών» υπό τη διαχείριση του Κηδεμόνα, στο οποίο κατατίθενται όλες οι εισπράξεις που γίνονται σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου (άρθρο 11).

 

Ο Νόμος κρίθηκε συνταγματικός σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως με λεπτομέρεια παρατίθεται στην πρωτόδικη απόφαση. Στην υπόθεση Αντωνάκης Χρ. Σολομωνίδης Λτδ κ.α. ν. Γενικού Εισαγγελέα κ.ά. (2003) 1 ΑΑΔ 1275 αποφασίστηκε ότι ο Νόμος δεν καταστρατηγεί το Άρθρο 23 του Συντάγματος και ότι η αναγκαιότητα της διαχείρισης των τουρκοκυπριακών περιουσιών από τον Κηδεμόνα με σκοπό την προστασία τους δικαιολογείτο βάσει του δικαίου της ανάγκης. Παραπομπή έγινε και στην κορυφαία απόφαση Attorney-General of the Republic v. Ιbrahim (1964) CLR 195, όπου γίνεται εκτενής ανάλυση των αρχών που διέπουν το θέμα.  Η αρχή του δικαίου της ανάγκης έχει σκοπό τη διασφάλιση της ύπαρξης και της λειτουργίας του κράτους και τη διατήρηση τάξης στην κοινωνία, όπου δημιουργείται κενό, για να αποτραπεί η κυριαρχία του χάους και της κοινωνικής αταξίας. Στη σελ. 1282 αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

«Η Πολιτεία, κάτω από τις συνθήκες που δημιουργήθηκαν με την τουρκική εισβολή, είχε καθήκον να λάβει τα αναγκαία μέτρα για τη διαχείριση και προστασία των εγκαταλειφθεισών τουρκοκυπριακών περιουσιών προς το συμφέρον της κοινωνικής τάξης. Τα μέτρα αυτά σκοπό δεν είχαν τη θέσπιση μόνιμων περιορισμών ή στέρηση των δικαιωμάτων των νομίμων ιδιοκτητών, αλλά την προσωρινή, για όσο χρόνο ήταν αναγκαίο, προστασία και διαχείρισή της περιουσίας. Τα δε μέτρα που λήφθηκαν ήταν, κατά την άποψη μας, τα απολύτως αναγκαία και ανάλογα με την κατάσταση που έπρεπε να αντιμετωπισθεί.» (βλ. επίσης Suleyman v. Δημοκρατίας Υπόθεση Αρ. 99/2005, ημερομηνίας 21.5.2007).

 

 

 

Ως προς τη συνταγματικότητα του Νόμου σχετικές είναι και οι αποφάσεις Κίτση ν. Γενικού Εισαγγελέα (2001) 1 ΑΑΔ 1077, Balce (2010) 1 AAΔ 680, Shakir κα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας κα (2013) 3 ΑΑΔ 54, Μushawar κα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Αναθ. Έφ. 111/13, ημερομηνίας 27.11.2019, ECLI:CY:AD:2019:C498.

 

  Οι εφεσείοντες αποδέχονται πως με το Νόμο περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών η κυριότητα των επίδικων κτημάτων παρέμεινε στους ιδιοκτήτες. Αυτό που χρήζει εξέτασης, σύμφωνα με την εισήγηση, είναι κατά πόσο ο Νόμος παραβιάζει το Α1Π1 σχετικά με την ειρηνική απόλαυση της περιουσίας, καθώς και των Άρθρων 8, 6, 13 και 14 της Σύμβασης.

 

Το Α1Π1 προνοεί τα ακόλουθα:

 

«Άρθρον 1

Προστασία της ιδιοκτησίας

 

Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπόμενους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους.

 

Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα παντός Κράτους όπως θέση εν ισχϋι Νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίους προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων.»

 

Στην υπόθεση Δημητριάδη κ.ά. ν. Υπουργικού Συμβουλίου κ.ά. (1996) 3 ΑΑΔ 85, απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας αναφέρονται τα ακόλουθα σε συνάρτηση με το δικαίωμα ιδιοκτησίας το οποίο προστατεύεται από το Άρθρο 23 του Συντάγματος, στη σελ. 100:

 

«Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και το Πρόσθετο Πρωτόκολλο, που αποτελούν μέρος του ημεδαπού δικαίου ως αποτέλεσμα του περί της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως διά την προάσπισιν των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Κυρωτικός) Νόμου του 1962, (Ν. 39/62), δεν επεκτείνουν το δικαίωμα ιδιοκτησίας όπως κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα, ούτε επαυξάνουν το περιεχόμενό του. Οι σχετικές διατάξεις του Πρωτοκόλλου ταυτίζονται, στην ουσία, με εκείνες του Άρθρου 23.1 του Συντάγματος. (Βλ. Άρθρο 1 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, Κυρωτικός Νόμος Ν. 39/62.)»

 

 

Με το εν λόγω Άρθρο αναδεικνύονται τρεις κανόνες. Με τον πρώτο κανόνα αναγνωρίζεται το δικαίωμα προσώπου στο σεβασμό της περιουσίας του, με το δεύτερο, ορίζεται ότι κανένα πρόσωπο δε δύναται να στερηθεί της περιουσίας του παρά μόνο υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις: την ύπαρξη λόγων δημόσιας ωφέλειας, καθώς και την τήρηση των όρων του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου. Οι κανόνες αυτοί, σύμφωνα με τη νομολογία, παρά το ότι είναι διακριτοί δεν είναι ανεξάρτητοι μεταξύ τους (βλ. Sporrong and Lőnnroth v. Sweden, πιο πάνω, Iatridis ν. Greece [1999] 37, James ao v. United Kingdom [1986] ECHR 2). Για να θεωρηθεί ότι συνάδει με το Α1Π1 η νομοθεσία θα πρέπει να περιδίνεται με το μανδύα της νομιμότητας και να τηρείται η αρχή της αναλογικότητας ως προς τον επιδιωκόμενο σκοπό.

 

Στην παρούσα περίπτωση η Πολιτεία, κάτω από τις συνθήκες που δημιουργήθηκαν με την τουρκική εισβολή, είχε καθήκον να λάβει μέτρα για τη διαχείριση και προστασία των εγκαταλειφθεισών τουρκοκυπριακών περιουσιών προς το συμφέρον του κοινωνικού συνόλου.  

 

Όπως διευκρινίστηκε πρόσφατα στην απόφαση Μushawar ΗΠΑ κα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, πιο πάνω, «…η συνταγματικότητα του Νόμου είναι δεδομένη δυνάμει των αποφάσεων Κίτση ν. Γενικού Εισαγγελέα (2001) 1 Α.Α.Δ. 1077, Α.Chr.Solomonides Ltd a.o. v. Γενικού Εισαγγελέα (2003) 1 Α.Α.Δ. 1275 και Βalce (2010) 1 Α.Α.Δ. 680. Δεν τίθεται θέμα συνεπώς καταστρατήγησης οποιωνδήποτε συνταγματικών διατάξεων, ούτε υφίσταται παραβίαση του Άρθρου 1 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου ή του Πρωτοκόλλου 4 της Συνθήκης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και σχετικές προς τούτο είναι οι αποφάσεις του ΕΔΑΔ στις Mehmet Yilmaz ν. Δημοκρατίας και τριών άλλων αιτήσεων, Αίτηση αρ. 4722/05, ημερ. 28.8.2012, Niazi Kazali and Hakan Kazali v. Cyprus και οκτώ άλλων αιτήσεων, ημερ. 6.3.2012. Ούτε και τίθεται θέμα φυλετικής διάκρισης ή ανισότητας δυνάμει του Άρθρου 28 του Συντάγματος. Οι τουρκοκυπριακές περιουσίες τυγχάνουν της ίδιας μεταχείρισης δυνάμει του Νόμου, ο οποίος θεσπίστηκε για να ρυθμίσει μια έκτακτη πολιτειακή ανάγκη.»

 

Η προσπάθεια των εφεσειόντων να επικαλεστούν νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων όπως  η υπόθεση Loizidou v. Turkey, App. No. 15318/89, ημερομηνίας 18.12.1996, προς υποστήριξη της θέσης τους ότι η επίδικη νομοθεσία παραβιάζει το Α1Π1, ορθά κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι είναι αβάσιμη και ατυχής. Σ΄ αυτά θα προσθέταμε ότι συγκρίνονται ανόμοια πράγματα. Στην υπόθεση εκείνη το ΕΔΑΔ διαπίστωσε ότι υπήρξε εκ μέρους της Τουρκίας συνεχής και απόλυτη άρνηση πρόσβασης της αιτήτριας στην περιουσία της, κάτι που συνιστούσε επέμβαση στα δικαιώματά της για ειρηνική απόλαυση της περιουσίας της εντός της εννοίας του Α1Π1. Στις περιπτώσεις των Τουρκοκυπρίων, οι οποίοι τον Αύγουστο του 1974 κατοικούσαν στις ελεύθερες περιοχές και εγκατέλειψαν τις περιουσίες τους για λόγους για τους οποίους δεν ευθύνεται η Κυπριακή Δημοκρατία, η επέμβαση στις περιουσίες τους έγινε με τη θέσπιση νόμου για τους λόγους που παρατίθενται στο προοίμιό του.

 

Στο άρθρο 2 του Νόμου δίδεται η ερμηνεία της έκρυθμης κατάστασης ως ακολούθως:

 

«έκρυθμη κατάσταση" σημαίνει τη συνέπεια της τουρκικής εισβολής δημιουργηθείσα κατάσταση η οποία εξακολουθεί να υπάρχει μέχρις ότου το Υπουργικό Συμβούλιο, με γνωστοποίηση του δημοσιευομένη στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ορίσει ημερομηνία λήξης της κατάστασης αυτής·»

 

 

 

Η ανώμαλη κατάσταση που δημιουργήθηκε με την τουρκική εισβολή και την κατοχή, εξακολουθεί να υπάρχει, παρά τη δυνατότητα επισκέψεων από και προς τις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές, και η έκρυθμη κατάσταση δεν έχει ακόμη λήξει. Σημειώνουμε πως, σε περίπτωση που οι Τουρκοκύπριοι ιδιοκτήτες ή οι κληρονόμοι επιλέγουν να επανέλθουν και να εγκατασταθούν στις ελεύθερες περιοχές, οι περιουσίες απαλλάττονται από την Κηδεμονία του Νόμου.

 

Προβάλλεται, επίσης, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλλε ότι οι διαχειριστές/κληρονόμοι των ιδιοκτητών δεν είχαν δικαίωμα να προχωρήσουν με αγωγή για αποζημιώσεις.

 

Δεν υπάρχει, σύμφωνα με την εισήγηση των εφεσειόντων, νομική βάση για το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι εφεσείοντες, ως διαχειριστές της περιουσίας των αποβιωσάντων, δεν μπορούν να διεκδικούν για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων των αποθανόντων, οι οποίες άρχισαν προτού αποβιώσουν και συνεχίζουν μέχρι σήμερα. Αυτό υποστηρίζεται από την ερμηνεία της λέξης «κύριος» στο άρθρο 2 του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224, όπως έχει τροποποιηθεί. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με την εισήγηση, οι κληρονόμοι των αποθανόντων και, συνεπώς, οι διαχειριστές της περιουσίας του μπορούν να συνεχίσουν μια υπόθεση ενώπιον του ΕΔΑΔ, όπως προκύπτει από την υπόθεση Demades v. Turkey, App. No. 16219/90, ημερομηνίας 22.4.2008.

Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση, όπου επιλαμβάνεται του σχετικού ζητήματος:

 

«Οι Ενάγοντες δεν ενάγουν υπό την προσωπική τους ιδιότητα ως κληρονόμοι των αποβιωσάντων αλλά μόνο ως διαχειριστές της περιουσίας τους. Στον τίτλο της αγωγής ξεκάθαρα αναφέρεται για τον κάθε Ενάγοντα ότι είναι υπό την ιδιότητα του ως διαχειριστής της περιουσίας των αποβιωσάντων, στις δε παραγράφους 1 και 2 της Εκθεσης Απαίτησης αναφέρεται ότι οι Ενάγοντες είναι οι διαχειριστές της περιουσίας του I. και της M. και εγείρουν την αγωγή με αυτή τους την ιδιότητα. Αυτό επιβεβαιώνει και ο Y. στις παραγρ. 1 και 2 της γραπτής του δήλωσης. Σημειώνεται ακόμα, για ότι αξίζει, ότι οι διαχειριστές που προωθούν την αγωγή δεν είναι το σύνολο των κληρονόμων των αποβιωσάντων. Κληρονομικό μερίδιο στις περιουσίες των αποβιωσάντων φαίνεται να έχουν τουλάχιστον άλλα πέντε πρόσωπα, τα παιδιά της P., ο I. Turgut, η A. Turgut, η M. Deniz, o T. Turgut και ο I. Okur.

 

Ο διαχειριστής της περιουσίας αποβιώσαντος έχει σε σχέση με την περιουσία που διαχειρίζεται δικαιώματα και υποχρεώσεις όπως η σχετική νομοθεσία ορίζει. Διαχειρίζεται την περιουσία, δεν έχει όμως το δικαίωμα να επωφελείται τους καρπούς της εκμετάλλευσής της, ούτε να την χρησιμοποιεί ή απολαμβάνει ο ίδιος. Οι καρποί της εκμετάλλευσής της, αποζημιώσεις σε σχέση με επέμβαση σε αυτή, πληρωμές σε σχέση με επίταξη ή απαλλοτρίωσή της κλπ ανήκουν στην περιουσία του αποβιώσαντα (his estate) η οποία θα διανεμηθεί στους κληρονόμους του και διεκδικούνται από το διαχειριστή. Οποιαδήποτε αποζημίωση που θα δικαιούνταν οι αποβιώσαντες για παραβίαση ανθρώπινου δικαιώματος είναι μέρος της περιουσίας τους και μπορεί να διεκδικηθεί από τους διαχειριστές τους.

 

Ο I. και η M. απεβίωσαν το 1985 και 1986 αντίστοιχα. Η όποια παραβίαση ανθρώπινου δικαιώματος κάποιου ατόμου, περιουσιακού στην προκειμένη περίπτωση, μπορεί να συνεχίζεται όσο το άτομο βρίσκεται στη ζωή. Ανθρώπινα δικαιώματα έχουν οι ζώντες. Τα ανθρώπινα δικαιώματα δε μεταβιβάζονται, όμως,  μεταβιβάζονται τα δικαιώματα σε περιουσία, οπόταν, σε σχέση με αυτή, τερματίζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα του πρώην ιδιοκτήτη και γεννώνται, σε σχέση με την περιουσία, νέα ανθρώπινα δικαιώματα στο νέο ιδιοκτήτη.

 

Κατά πόσο μπορεί να θεωρηθεί ότι παραβιάζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα κληρονόμου μετά το θάνατο προσώπου συνεπεία του οποίου καθίσταται δικαιούχος σε περιουσία, αλλά προτού η περιουσία αυτή του αποδοθεί και καταστεί ιδιοκτήτης της, δεν χρειάζεται να εξεταστεί αφού ουδείς κληρονόμος του I. ή της M., ενάγει ως κληρονόμος δηλαδή υπό την προσωπική του ιδιότητα.

 

Τυχόν παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των αποβιωσάντων μπορούσε να έχει αντικείμενο εξέτασης μόνο για το χρονικό διάστημα από τον Αύγουστο του 1974 μέχρι και το 1985 στην περίπτωση του I. και το 1986 στην περίπτωση της M.. Γι΄ αυτό το χρονικό διάστημα δεν τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία για οιαδήποτε πραγματική επέμβαση ή φυσική κατοχή της Δημοκρατίας στις περιουσίες τους ή οιαδήποτε από αυτές ή μέρους τους. Ούτε, όπως προειπώθηκε, έγινε επίκληση ή αποδείχτηκε νομική κατοχή από τη Δημοκρατία. Οι διατάξεις του Νόμου δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην περίπτωση τους αφού αυτοί είχαν αποβιώσει πριν τη θέσπιση του.

 

Ο Νόμος και κατά πόσο αυτός παραβιάζει τα ανθρώπινα δικαιώματα των κληρονόμων των αποβιωσάντων, των κατοχυρωμένων από το Άρθρο 8 της Σύμβασης, το Άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου 1 της Σύμβασης ή διαφορετικά, δεν είναι αντικείμενο εξέτασης στην παρούσα αγωγή. Θα μπορεί να εξεταστεί το ζήτημα στα πλαίσια αγωγής που οι κληρονόμοι των αποβιωσάντων ή οιοσδήποτε από αυτούς ήθελε καταχωρήσει προβάλλοντας ότι παραβιάστηκαν τα ανθρώπινα του δικαιώματα από τις πρόνοιες του Νόμου σε σχέση με όλες ή κάποιες από τις επίδικες περιουσίες ή μέρος τους.»

 

 

 

 

Το άρθρο 2 του Κεφ. 224, το οποίο επικαλούνται οι εφεσείοντες, στον ορισμό της λέξης «κύριος» αναφέρει τα ακόλουθα:

 

 

«“κύριος” σημαίνει το πρόσωπο που δικαιούται να εγγραφεί ως ο κύριος οποιασδήποτε ακίνητης ιδιοκτησίας είτε αυτό είναι εγγεγραμμένο με τον τρόπο αυτό ή όχι.»

 

 

 

Οι διαχειριστές της περιουσίας δεν αποτελούν πρόσωπα που δικαιούνται να εγγραφούν ως κύριοι οποιασδήποτε ακίνητης ιδιοκτησίας των αποβιωσάντων και, συνεπώς, υπό αυτή την έννοια, δε θα μπορούσαν να διεκδικήσουν αποζημιώσεις για παραβίαση δικαιωμάτων σε συνάρτηση με τα επίδικα ακίνητα. Απλώς διαχειρίζονται τις περιουσίες, χωρίς να έχουν δικαίωμα να επωφελούνται τους καρπούς της εκμετάλλευσής τους, ούτε να τις απολαμβάνουν οι ίδιοι.

 

Είναι ορθή η επισήμανση των ευπαιδεύτων συνηγόρων των εφεσειόντων πως στην υπόθεση Demades v. Turkey (πιο πάνω), οι κληρονόμοι του αιτητή μπορούσαν να συνεχίσουν την υπόθεση ενώπιον του ΕΔΑΔ, παρά το ότι αυτός απεβίωσε κατά την εκδίκαση της υπόθεσης. Η παρούσα περίπτωση, βεβαίως, διαφοροποιείται επί το ότι η αγωγή προωθείται από τους διαχειριστές της περιουσίας των αποθανόντων και όχι από τους ίδιους του κληρονόμους. Η πρωτόδικη απόφαση ακριβώς αυτό είναι που εντοπίζει. Ότι, δηλαδή, οι κληρονόμοι θα μπορούσαν να αξιώσουν με αγωγή τις συγκεκριμένες θεραπείες, τις οποίες οι διαχειριστές δεν έχουν τη δυνατότητα να αξιώνουν.

 

Η υπόθεση Demades αφορούσε αποδεκτή από το Δικαστήριο παραβίαση δικαιωμάτων του αιτητή, ο οποίος είχε αποβιώσει πριν τη λήξη της υπόθεσης και η υπόθεση συνεχίστηκε από τους κληρονόμους του. Εν προκειμένω, η αγωγή καταχωρήθηκε από τους διαχειριστές της περιουσίας των αποβιωσάντων ιδιοκτητών και υπό αυτή τους την ιδιότητα διεκδίκησαν τις αιτούμενες θεραπείες. Υπό το πρίσμα των συγκεκριμένων δεδομένων, μόνο σε περίπτωση που αποδεικνυόταν παραβίαση των δικαιωμάτων των αποβιωσάντων για το χρονικό διάστημα από τον Αύγουστο του 1974 μέχρι το θάνατό τους θα μπορούσε να υπάρχει αντικείμενο εξέτασης. Όμως, όπως έχουμε αναφέρει πιο πάνω, δεν τέθηκε μαρτυρία για πραγματική επέμβαση ή φυσική κατοχή της Δημοκρατίας στις επίδικες περιουσίες ή οποιαδήποτε από αυτές για εκείνο το χρονικό διάστημα. Ούτε με την αγωγή τους οι εφεσείοντες επικαλέστηκαν ή τεκμηρίωσαν νομική κατοχή από τη Δημοκρατία πριν τη θέσπιση του Νόμου του 1991.

 

Στο πιο πάνω απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση, ορθά υποδεικνύεται ότι το κατά πόσο ο Νόμος παραβιάζει τα ανθρώπινα δικαιώματα των κληρονόμων, δεν αποτελεί αντικείμενο εξέτασης στην παρούσα υπόθεση.

 

Όπως σημειώνεται στο Guide on Article 1 of Protocol No. 1 to the European Convention on Human Rights, που εκδόθηκε από το ΕΔΑΔ στις 31.8.2019, το Παράρτημα 1 του Πρωτοκόλλου 1 εφαρμόζεται σε ήδη υπάρχοντα περιουσιακά δικαιώματα τα οποία περιλαμβάνουν και «θεμιτές προσδοκίες» (legitimate expectation) απόλαυσης τέτοιων δικαιωμάτων.

 

Στο σύγγραμμα Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Ερμηνεία κατ΄ άρθρο, του Λίνου Αλέξανδρου Σισιλιάνου, 2η Έκδοση, στη σελίδα 772, αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

«Ειδικότερα, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το 1ο άρθρο του Πρωτοκόλλου δεν προστατεύει το δικαίωμα απόκτησης κάποιου αγαθού, αλλά εφαρμόζεται αποκλειστικά σε ήδη υπάρχουσα περιουσία. Για τον λόγο αυτό, τα κληρονομικά δικαιώματα εντάσσονται στο πεδίο εφαρμογής της ρύθμισης, μόνον εφόσον έχει επέλθει η επαγωγή της κληρονομίας. Πράγματι, στην έννοια της «περιουσίας» δεν συμπεριλαμβάνονται τα μελλοντικά κληρονομικά δικαιώματα.»

 

Οι διαχειριστές της περιουσίας των αποβιωσάντων, όπως ήδη εξηγήσαμε, ουδένα δικαίωμα έχουν στις επίδικες περιουσίες, ούτε βεβαίως και υπάρχουν εύλογες ή θεμιτές προσδοκίες απόκτησης ή απόλαυσής τους. Απλώς έχουν την υποχρέωση διαχείρισής της, προάσπισης των δικαιωμάτων των ιδιοκτητών και απόδοση της στους κληρονόμους σύμφωνα με το Νόμο όπου δεν υπάρχει μεταξύ τους συμφωνία.

 

Στο περίγραμμα αγόρευσης των εφεσειόντων γίνεται αναφορά σε καθυστέρηση τόσο στην έκδοση της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, όσο και στην όλη διαδικασία, κατά παράβαση του Άρθρου 6 της Σύμβασης. Παρά το ότι η καθυστέρηση δεν αποτελεί λόγο έφεσης, παρά μόνο αναφέρεται στην αιτιολογία του πρώτου λόγου γενικά περί παραβίασης του Άρθρου 6, εξετάσαμε το θέμα και δεν κρίνουμε ότι μπορεί να έχει οποιαδήποτε επίδραση στην υπόθεση. Οι εφεσείοντες δεν έχουν διασυνδέσει την επικαλούμενη καθυστέρηση, είτε με την αξιολόγηση της μαρτυρίας, είτε καθ΄ οιονδήποτε άλλο τρόπο, έτσι ώστε να μπορούν να ισχυρίζονται ότι η δίκη δεν ήταν δίκαιη (βλ. Κέστα κ.ά. ν. Τράπεζας Κύπρου, Πολιτική Έφεση 234/2012, ημερομηνίας 26.3.2018, ECLI:CY:AD:2018:A130).

 

Για τους πιο πάνω λόγους, ο πρώτος λόγος έφεσης, όπως και οι λόγοι έφεσης 11-14, απορρίπτονται.

 

Με τον δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται πως, ενώ ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο προβαίνει σε ευρήματα για την επίδικη περιουσία, τη φύση και χρήση της, λανθασμένα δεν τα λαμβάνει υπόψη ως απόδειξη για τη χρήση τους.

 

Όπως έχουμε αναλύσει στον πρώτο λόγο έφεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο, ορθά, κατά την κρίση μας, θεώρησε ότι δεν απεδείχθη οποιαδήποτε επέμβαση στις επίδικες περιουσίες πριν τη θέσπιση του Νόμου το 1991. Μετά δε από αυτή την ημερομηνία η χρήση τους εντάσσεται στα πλαίσια του Νόμου, όπως έχει αναλυθεί πιο πάνω. Συνακόλουθα, ο λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.

 

Με τον τρίτο λόγο έφεσης ισχυρίζονται ότι είναι λανθασμένο το εύρημα του Δικαστηρίου ότι καμία υπαιτιότητα για την εγκατάλειψη δεν καταλογίζεται στη Δημοκρατία και ότι η δικογραφημένη θέση για εξαναγκασμό συμπερασματικά αφορά σε εξαναγκασμό που ασκήθηκε και, με το συναφή τέταρτο λόγο, ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο εύρημα ότι «δεν μπορώ να θεωρήσω ότι αποδίδεται υπαιτιότητα στην Δημοκρατία, πολύ περισσότερο ότι τέτοιο έχει τεκμηριωθεί».

 

Οι λόγοι έφεσης δεν ευσταθούν.

 

Όπως ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, τόσο στην έκθεση απαίτησης όσο και στη μαρτυρία του Y.,  προβάλλεται ισχυρισμός ότι οι αποβιώσαντες ήταν αναγκασμένοι να εγκαταλείψουν τις ελεύθερες περιοχές για την ασφάλεια της ζωής τους, χωρίς όμως να καταλογίζεται στη Δημοκρατία υπαιτιότητα, είτε άμεσα είτε έμμεσα. Συγκεκριμένα, ο σχετικός ισχυρισμός περιέχεται στην παράγραφο 7 της Έκθεσης Απαίτησης, ο οποίος αναφέρει τα εξής:

 

«(7) Και οι δύο αποβιώσαντες, οι οποίοι ήταν σύζυγοι, είναι Κύπριοι πολίτες και ανήκουν στην Τουρκοκυπριακή Κοινότητα και κατοικούσαν στην Λάρνακα στη Περιουσία 9 μέχρι τον Αύγουστο του 1974, όταν μετακόμισαν χωρίς την θέλησή τους και προσωρινά σε περιοχή της Κύπρου η οποία δεν βρίσκεται υπό τον έλεγχο της Δημοκρατίας.»

 

Η κατάσταση που δημιουργήθηκε στην Κύπρο το 1974 ήταν αποτέλεσμα της Τουρκικής εισβολής και κατοχής. Αυτός ήταν και ο λόγος που στη συνέχεια θεσπίστηκε ο επίδικος Νόμος. Δεν μπορεί, στην απουσία συγκεκριμένου δικογραφημένου ισχυρισμού και μαρτυρίας  να αποδοθεί υπαιτιότητα στη Δημοκρατία για το ότι οι αποβιώσαντες εγκατέλειψαν τις περιουσίες τους, ούτε βέβαια επί τω ότι αυτοί ουδέποτε επέστρεψαν να διαμείνουν σε αυτές. Όπως προαναφέραμε, ο ΜΕ1 στη μαρτυρία του ουσιαστικά επανέλαβε τα όσα περιλαμβάνονται στη δικογραφία ενώ, κατά την αντεξέταση, οι αναφορές του ως προς αυτό το ζήτημα ήταν γενικές και ουδόλως μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν υπαιτιότητα στη Δημοκρατία για το γεγονός ότι οι αποβιώσαντες εγκατέλειψαν τις περιουσίες τους.

 

Τα πιο πάνω απαντούν και στον πέμπτο λόγο έφεσης με τον οποίο οι εφεσείοντες προβάλλουν ως λανθασμένο το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «οι Διαχειριστές δεν εμποδίστηκαν από τους Εναγόμενους ή την Δημοκρατία από του να χρησιμοποιούν ή να εκμεταλλεύονται τις επίδικες περιουσίες».

 

Στα πλαίσια ανάπτυξης αυτού του λόγου έφεσης οι εφεσείοντες πρόβαλαν, επίσης, ότι το Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη το γεγονός της δημιουργίας της Κεντρικής Επιτροπής για την προστασία των εγκαταλελειμμένων Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, σύμφωνα με την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, ημερομηνίας 18.8.1975, και του Διατάγματος Επίταξης 671, που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 11.9.1975, καθώς επίσης και τη νομοθεσία του Κηδεμόνα στην οποία αναφέρεται στην Επιτροπή και στα μέτρα για τη διαχείριση. Για όλα τα πιο πάνω υπήρχε δικαστική γνώση, σύμφωνα με την εισήγηση.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ως προς το θέμα αυτό, ανέφερε τα ακόλουθα σχετικά:

 

«Η Έκθεση Απαίτησης φαίνεται να περιορίζεται και να εγείρει ως αιτία αγωγής την ισχυριζόμενη πραγματική επέμβαση των Εναγομένων στις επίδικες περιουσίες. Καμιά αναφορά σε οιοδήποτε νόμο, «ειδική επιτροπή» η «Κεντρική Επιτροπή Προστασίας και Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών» ή επίταξη δεν γίνεται σε αυτή, αλλά και καμιά σχετική μαρτυρία δεν έχει παρουσιαστεί. Όπως έχει σημειωθεί, αναφορά στους περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και Άλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμους του 1991 μέχρι 2012 γίνεται στην Έκθεση Υπεράσπισης καθιστώντας τις διατάξεις τους για την εφαρμογή τους στα γεγονότα της υπόθεσης επίδικο ζήτημα. Αναφορά στο Νόμο γίνεται και στην Απάντηση των Εναγόντων, με τους τελευταίους να υποστηρίζουν ότι αυτός είναι άκυρος γιατί παραβιάζει τα ανθρώπινα και τα Συνταγματικά δικαιώματα των Εναγόντων.

 

Εάν θα μπορούσε να έχει το Δικαστήριο δικαστική γνώση για την ύπαρξη μιας επιτροπής που συστάθηκε με διοικητικές διευθετήσεις ή μιας επίταξης ή αριθμού επιτάξεων τα ζητήματα θα έπρεπε να είχαν εγερθεί στη δικογραφία.»

 

Δε διαπιστώνουμε σφάλμα στην προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Δεν υπήρξε αναφορά στα δικόγραφα περί επίταξης των επιδίκων περιουσιών καθ΄ οιονδήποτε χρόνο και, για όσο αξίζει, κατά την αντεξέταση του ΜΥ1 αυτός αρνήθηκε ότι υπήρξε τέτοια επίταξη. Οι αναφορές που έγιναν στις υποθέσεις Arif Mustafa v. Υπουργείου Εσωτερικών (2004) 4 ΑΑΔ 790 και Υπουργός Εσωτερικών ν. Μυλωνά (2002) 1 ΑΑΔ 120 δε βοηθούν την υπόθεση των εφεσειόντων. Το γεγονός ότι σ΄ εκείνες τις υποθέσεις γίνεται αναφορά σε επίταξη περιουσιών πριν τη θέσπιση του επίδικου Νόμου, δε θεωρούμε ότι αποδεικνύει ότι στην παρούσα περίπτωση υπήρξε επίταξη των επίδικων περιουσιών, χωρίς αυτός ο ισχυρισμός να δικογραφείται, να έχει δοθεί προς τούτο μαρτυρία και να έχει αποδειχθεί στον απαιτούμενο βαθμό.

 

Τα ίδια ισχύουν και για τους συναφείς επόμενους τρεις λόγους έφεσης. Με τον έκτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη το γεγονός της επίταξης των τουρκοκυπριακών περιουσιών. Με τον έβδομο οι εφεσείοντες θεωρούν λανθασμένο το εύρημα ότι επειδή δεν καθορίστηκε συγκεκριμένος χρόνος χρήσης δεν αποδεικνύεται η χρήση και με τον όγδοο λόγο θεωρούν λανθασμένη την κατάληξη του Δικαστηρίου ότι δεν έχει αποδειχθεί φυσική επέμβαση της Δημοκρατίας από το 1974 μέχρι το 1991. Σημειώνεται, σε συνάρτηση με τον έκτο λόγο έφεσης, ότι σε περίπτωση επίταξης περιουσίας η νομιμότητα τέτοιων διαταγμάτων προσβάλλεται με προσφυγή (βλ. Adrian Holdings Ltd v. Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 828).

 

Με τον ένατο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες προβάλλουν πως, ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ότι οι αποβιώσαντες είχαν ανθρώπινα δικαιώματα μέχρι το θάνατό τους, παρέλειψε να τα εξετάσει. Συγκεκριμένα, ισχυρίζονται ότι αρνήθηκε να υπολογίσει τις αποζημιώσεις, περιλαμβανομένης της ενοικιαστικής αξίας των ακινήτων,  κάτι που αντίκειται με το Α1Π1 της Σύμβασης. Και σε αυτή την περίπτωση οι εφεσείοντες προβάλλουν το διάταγμα επίταξης αρ. 671 του 1975 και τη δημιουργία της Κεντρικής Επιτροπής Προστασίας και Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών.

 

Για τους λόγους που έχουμε αναλύσει στους προηγούμενους λόγους έφεσης, οι ισχυρισμοί των εφεσειόντων δεν ευσταθούν και, συνακόλουθα, απορρίπτονται.

 

Με το δέκατο λόγο έφεσης προβάλλεται ως λανθασμένη η παράλειψη του Δικαστηρίου να εξετάσει τις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων μετά το θάνατο των αποβιωσάντων, στη βάση ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα σε σχέση με περιουσία σταματούν να υπάρχουν με το θάνατο. Προς τούτο, παραπέμπουν στην υπόθεση Apostolides et al v. Turkey, App. No. 45628/99, ημερομηνίας 27.3.2007. Οι εφεσείοντες, σύμφωνα με την εισήγηση, ως συγγενείς των αιτητών, θα πρέπει να θεωρούνται ως οι κάτοχοι του ιδιοκτησιακού δικαιώματος εντός της έννοιας του Α1Π1 μετά το θάνατο των αποβιωσάντων. Περαιτέρω, με παραπομπή στην Nacaryan & Deryan v. Turkey, App. No. 19558/02 ao, ημερομηνίας 8.1.2008, θεωρούν ότι οι αιτητές είχαν μία νόμιμη προσδοκία να αναγνωριστούν ως κληρονόμοι για την ακίνητη περιουσία των αποβιωσάντων και, κατά συνέπεια, το δικαίωμά τους για ειρηνική απόλαυση της περιουσίας τους κάτω από το Α1Π1 εφαρμόζεται.

Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί, όπως έχουμε αναλύσει πιο πάνω εξετάζοντας τον πρώτο λόγο έφεσης. Σημειώνουμε εμφαντικά πως οι εφεσείοντες, σύμφωνα με το δικόγραφό τους, προώθησαν την αγωγή ως διαχειριστές της περιουσίας των δύο αποβιωσάντων, οι οποίοι απεβίωσαν το έτος 1985 και 1986 αντίστοιχα. Έκτοτε, οι περιουσίες τους δεν μεταβιβάστηκαν στους κληρονόμους. Οι δε εφεσείοντες δεν αποτελούν το σύνολο των κληρονόμων των δύο αποβιωσάντων. Με αυτά τα δεδομένα και επιπρόσθετα με τα όσα έχουμε αναφέρει στον πρώτο λόγο έφεσης, θεωρούμε ορθή την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Με το δέκατο πέμπτο λόγο έφεσης προβάλλεται πως, παρόλο που το Δικαστήριο ορθά αποφάσισε ότι το εφαρμοστέο δίκαιο ήταν εκείνο που εφαρμόζεται κατά την ημέρα που καταχωρήθηκε η υπόθεση, λανθασμένα εξέτασε θέματα που καλύπτονται από το άρθρο 3 και 6Α του Νόμου, τα οποία τροποποιήθηκαν το 2010, μετά την καταχώρηση της αγωγής. Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί. Η τροποποίηση της νομοθεσίας ήταν απότοκο των υποδείξεων του ΕΔΑΔ, προς όφελος των ιδιοκτητών των τουρκοκυπριακών περιουσιών. Εν πάση περιπτώσει, δεν διαδραμάτισε οποιοδήποτε ρόλο στην υπόθεση έτσι ώστε να έχει οποιαδήποτε επίπτωση.

 

Με το δέκατο έκτο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες θεωρούν λανθασμένη την απόφαση του Δικαστηρίου να μην επιτρέψει την προσαγωγή αντικρουστικής μαρτυρίας.  Κατά το στάδιο της αντεξέτασης του ΜΥ1 κατατέθηκαν από το συνήγορο των εφεσειόντων κάποια τεκμήρια προς αναγνώριση, με στόχο να του επιστηθεί η προσοχή στο ότι για τον υπολογισμό των αποζημιώσεων για απώλεια χρήσης ακινήτου περιουσίας άλλοι κτηματολογικοί λειτουργοί είχαν ακολουθήσει συγκεκριμένη μεθοδολογία και να ερωτηθεί σχετικά. Μετά το πέρας της μαρτυρίας ζητήθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο όπως επιτραπεί να παρουσιάσει μάρτυρες για να καταθέσουν τα τεκμήρια. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως το ζήτημα για το οποίο επιδιώκεται η προσαγωγή περαιτέρω μαρτυρίας ήταν ζήτημα που ήγειρε η πλευρά των εφεσειόντων κατά το στάδιο της εξέτασης του ΜΕ2 ο οποίος επικαλέστηκε τη συγκεκριμένη μαρτυρία για να υποστηρίξει τη μεθοδολογία του. Επομένως, θεώρησε πως δεν επρόκειτο για ζήτημα που προέβαλε η υπεράσπιση και για το οποίο θα μπορούσε να δοθεί ευκαιρία προσαγωγής απαντητικής μαρτυρίας στους εφεσείοντες για να το αντικρούσουν και απέρριψε την αίτηση. Δεν έχει τεθεί ενώπιόν μας οτιδήποτε που να ανατρέπει την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου την οποία κρίνουμε, υπό τις περιστάσεις, ορθή και, συνεπώς, απορρίπτεται ο σχετικός λόγος έφεσης.

 

Ο τελευταίος λόγος έφεσης αφορά τη διαταγή εξόδων. Σύμφωνα με τους εφεσείοντες, το γεγονός ότι εγείρονται καινοφανή σημεία ότι υπήρξε καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης και ότι οι εφεσίβλητοι χρησιμοποιούν τις περιουσίες τους χωρίς να τους καταβάλλουν οποιαδήποτε αποζημίωση δικαιολογούσε διαφορετική διαταγή ως προς τα έξοδα.

 

Τα έξοδα ανάγονται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Ο κανόνας είναι ότι ακολουθούν το αποτέλεσμα, εκτός εάν καταδειχθούν λόγοι που δικαιολογούν διαφορετική προσέγγιση. Στην παρούσα περίπτωση δεν κρίνουμε ότι υπήρχε οτιδήποτε που να δικαιολογούσε απόκλιση από τον κανόνα.

 

Η έφεση απορρίπτεται με €2.500 έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

/ΧΤΘ                                                                                   ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.



[1] Οι Εναγόμενοι ή οποιοσδήποτε από αυτούς μέσω Υπουργών και/ή αξιωματούχων τους και/ή υπαλλήλων τους και/ή αντιπροσώπων τους και/ή ατόμων που είχαν λάβει άδεια από τον Εναγόμενο 2, μετά τον Αύγουστο του 1974 έλαβαν τον έλεγχο και/ή την κατοχή των Περιουσιών 1-11 (οι οποίες περιγράφονται στις παραγράφους 5 και 6 πιο πάνω) και/ή τις χρησιμοποιούσαν χωρίς την άδεια και/ή την συγκατάθεση και/ή άλλως πως των δύο αποβιωσάντων και/ή των Εναγόντων και χωρίς την καταβολή σε αυτούς οποιουδήποτε ποσού ως αποζημίωση και/ή ενοίκιο.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο