ΤΟΦΑΡΙΔΟΥ v. ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗ ΩΣ ΠΡΟΣΩΡΙΝΟΥ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ Ε & Κ ELIAN DEVELOPERS LTD κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 14/2013, 28/7/2020

ECLI:CY:AD:2020:D267

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

Πολιτική Έφεση Αρ. 14/2013

 

28 Ιουλίου 2020

 

[Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΥ, Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΥ, ΔΔ]

 

 

xxx ΤΟΦΑΡΙΔΟΥ

 

Εφεσείουσας/Ενάγουσας

ΚΑΙ

 

1.   Ε & Κ ELIAN DEVELOPERS LTD

2.   xxx ΤΤΑΚΚΑ

 

Εφεσιβλήτων/Εναγομένων

 

 

Τροποποιημένη Δυνάμει Διαταγής του Δικαστηρίου ημερ.14.5.2015

 

xxx ΤΟΦΑΡΙΔΟΥ

 

Εφεσείουσας/Ενάγουσας

ΚΑΙ

 

1. ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗ ΩΣ ΠΡΟΣΩΡΙΝΟΥ    ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ Ε & Κ ELIAN DEVELOPERS LTD

2.  xxx ΤΤΑΚΚΑ

 

Εφεσιβλήτων/Εναγομένων

 

---------------

 

Kώστας Χατζηϊωάννου για Α.Κ. Χατζηϊωάννου & Σία, για την Εφεσείουσα.

Καμιά εμφάνιση για την Εφεσίβλητη 1 - Εναγόμενη 1.

Κωστάκης Μουτσουρής, για τον Εφεσίβλητο 2 - Εναγόμενο 3.

 

-------------

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί

                       από τον Χ. Μαλαχτό, Δ.

 

-------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:  Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι υπήρξε επέμβαση στο τεμάχιο της Εφεσείουσας από την Εναγόμενη 2 εταιρεία, η οποία δεν είναι μέρος της έφεσης, που συνίστατο στην εναπόθεση χωμάτων, άχρηστων υλικών μπάζων και άλλων αντικειμένων που προέρχονταν από εργοτάξιο της σε υπό ανέγερση οικοδομές σε συνορεύοντα τεμάχια.  Η επέμβαση γινόταν την περίοδο 2002-2006 και συνεχίστηκε μέχρι το 2007 από την Εφεσίβλητη 1 – Εναγόμενη 1 εταιρεία που είχε αναλάβει τις εργασίες της Εναγόμενης 2.  Περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε εύρημα ότι ο Εφεσίβλητος 2 – Εναγόμενος 3, εργοδοτούμενος ως επιστάτης της Εναγόμενη 2 και στη συνέχεια της Εφεσίβλητης 1, κατόπιν εντολής τους τοποθετούσε χώματα στο ακίνητο της Εφεσείουσας. 

 

Περαιτέρω, ήταν παραδεχτό από την Εφεσείουσα ότι το 2007 η Εφεσίβλητη 1 προέβηκε στη μετακίνηση όλων των χωμάτων, άχρηστων υλικών μπάζων και αντικειμένων, ισχυριζόμενη ωστόσο ότι στη συνέχεια οι Εφεσίβλητοι τοποθέτησαν και πάλι τέτοια υλικά στο τεμάχιο της σε μικρότερη έκταση.  Ακόμα, η Εναγόμενη 2 με δήλωση του δικηγόρου της παραδέχτηκε ότι το 2008 είχε «κατά λάθος» κατασκευάσει φρεάτιο στο τεμάχιο της Εφεσείουσας για το οποίο ήταν πρόθυμη να αποδεχτεί σχετικό διάταγμα άρσης της επέμβασης αυτής.

 

Η αξίωση της Εφεσείουσας περιλάμβανε αποζημίωση €500 για τον καθαρισμό του τεμαχίου της και €10.251 για την μεταφορά και επίστρωση του με νέο κοκκινόχωμα αφού, κατά τη θέση της είχαν αφαιρεθεί από αυτό 729 κυβικά μέτρα κοκκινόχωμα.  Περαιτέρω διεκδικούσε ποσό €1.761 ως ενδιάμεσα οφέλη για την περίοδο 2002-2007, που θα μπορούσε να αποκομίσει από την ενοικίαση του τεμαχίου της για γεωργικούς σκοπούς.

 

Όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει στην απόφαση του, δεν ήταν δυνατό να καταλήξει σε εύρημα ότι υπήρξε αφαίρεση χώματος από το ακίνητο, απότοκο της απόρριψης ως αναξιόπιστης της μαρτυρίας και των δύο  μαρτύρων (Μ.Ε.2 και Μ.Ε.4) που η Εφεσείουσα παρουσίασε για το επιμέρους ζήτημα.  Ούτε έξοδα καθαρισμού του τεμαχίου αποδόθηκαν λόγω έλλειψης αξιόπιστης για την τεκμηρίωση τους μαρτυρία.  Ούτε και η αξίωση για ενδιάμεσα οφέλη είχε επιτυχή κατάληξη, αφού η μαρτυρία τρίτου μάρτυρα (Μ.Ε.3) που η Εφεσείουσα παρουσίασε αναφορικά με τη διεκδίκηση αυτή, επίσης κρίθηκε αναξιόπιστη και απορρίφθηκε. 

 

Στη βάση ότι η παράνομη επέμβαση τεκμηριώνει αγώγιμο δικαίωμα per se, χωρίς δηλαδή να απαιτείται η απόδειξη ζημιάς (Παπακόκκινου κ.α. ν. Θεοδοσίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 379, 384 και Ttantis v. Hadjimichael a.o. (1982) 1 C.L.R. 301, 309) το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε ονομαστικές αποζημιώσεις €50 εναντίον της Εφεσίβλητης 1 και της Εναγόμενης 2 (Παπακόκκινου ν. Κυριακίδη (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 789, 795) και εξέδωσε διάταγμα εναντίον της τελευταίας για άρση της επέμβασης αναφορικά με το φρεάτιο.

 

Για τον Εφεσίβλητο 2 κατάληξε πως δεν πρόκυπτε δική του ευθύνη.  Όπως σημειώνει, το γεγονός ότι ήταν εργοδοτούμενος των δύο εταιρειών δεν σήμαινε ότι θα έφερε και ευθύνη για ενέργειες τις οποίες είχε κάμει κατόπιν οδηγιών των εργοδοτριών του.  Παρατηρεί ακόμα ότι στην Έκθεση Απαίτησης αναφερόταν μόνο ότι ήταν επιστάτης των εταιρειών και τοποθετούσε άχρηστα υλικά στο τεμάχιο της Εφεσείουσας «χωρίς οτιδήποτε άλλο».  Έτσι, απόρριψε την εναντίον του αξίωση και επιδίκασε έξοδα υπέρ του και εναντίον της Εφεσείουσας.

 

Η κατάληξη αυτή που προσβάλλεται ως εσφαλμένη με τον δεύτερο λόγο έφεσης θα πρέπει να εξεταστεί πρώτα.

 

Η επιμέρους κρίση ήταν πρόδηλα λανθασμένη.  Η σχέση εργοδότη εργοδοτούμενου συνιστά τη βάση για απόδοση εκ προστήσεως αστικής ευθύνης στον εργοδότη για τις πράξεις ή παραλείψεις του εργοδοτούμενου στα πλαίσια της εργοδότησης του.  Όμως η κατ΄αυτό τον τρόπο απόδοση ευθύνης στον εργοδότη δεν απαλλάσσει τον εργοδοτούμενο, ως τον πρωταρχικά αδικοπραγήσαντα (primary tortfeasor) της ευθύνης του.  Άλλωστε, είναι η δική του ευθύνη, κάτω από το πέπλο της εργοδότησης του, που τεκμηριώνει την ευθύνη του εργοδότη του.  Και δεν χρειαζόταν να δικογραφηθεί κάτι περισσότερο πέραν του ότι ο Εφεσίβλητος 2 τοποθετούσε άχρηστα υλικά στο τεμάχιο της Εφεσείουσας.  Οι θεμελιακές αυτές αρχές βρίσκονται στη Κύπρο κωδικοποιημένες στο άρθρο 13 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ.148.  Στο εδάφιο (1) αναφέρεται ότι o κύριoς ευθύvεται για κάθε πράξη πoυ τελέστηκε από τov υπηρέτη τoυ: (α) Τηv oπoία αυτός εξoυσιoδότησε ή εvέκριvε, ή (β) η oπoία τελέστηκε από τov υπηρέτη κατά τηv απασχόληση τoυ, ενώ στο εδάφιο (4) ότι «Καμιά διάταξη πoυ περιλαμβάvεται στo άρθρo αυτό δεv επηρεάζει τηv ευθύvη oπoιoυδήπoτε υπηρέτη από oπoιαδήπoτε πράξη πoυ τελέστηκε από τov υπηρέτη αυτό».

 

Ότι συχνά, όταν ο εργοδοτούμενος δεν είναι αξιόχρεος ή γιατί δεν μπορεί να διαπιστωθεί εύκολα η ταυτότητα του, ενάγεται μόνο ο συνήθως οικονομικά ισχυρότερος εργοδότης, δεν σημαίνει ότι ο εργοδοτούμενος που διέπραξε ή διαδραμάτισε ρόλο στην αδικοπραγία δεν έχει ή δεν συνεχίζει να έχει ευθύνη. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε εξεύρει ότι ο Εφεσίβλητος 2 είχε τοποθετήσει χώματα και άχρηστα υλικά στο ακίνητο της Εφεσείουσας.  Είχε μάλιστα παραδεχτεί τη σχετική κατηγορία ενώπιον ποινικού Δικαστηρίου.  Κατ’ ακολουθία, η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν θα μπορούσε να ήταν άλλη από το ότι ο Εφεσίβλητος 2 είχε διαπράξει το αστικό αδίκημα της παράνομης επέμβασης στο τεμάχιο της Εφεσείουσας και η εναντίον του αγωγή θα έπρεπε να είχε επιτύχει. 

 

Με το πρώτο λόγο έφεσης η Εφεσείουσα διατείνεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν αποδείχθηκαν οι διεκδικούμενες αποζημιώσεις εναντίον των Εφεσίβλητων 1 και 2.  Ο λόγος περιορίζεται στις αποζημιώσεις για μεταφορά και τοποθέτηση κοκκινοχώματος και στα ενδιάμεσα οφέλη.  Στην αιτιολογία του λόγου αναφέρεται ότι οι ζημιές ως ενδιάμεσα οφέλη είχαν αποδειχτεί και πως υπήρχε ικανή μαρτυρία για τη μετακίνηση κοκκινοχώματος και του κόστους αποκατάστασης του.  Οι εισηγήσεις καταλήγουν στην κρίση της αξιοπιστίας των μαρτύρων της Εφεσείουσας.  Σε σχέση με τη μαρτυρία του Μ.Ε.3, αναφέρεται ότι δεν προσφέρθηκε αντικρουστική μαρτυρία, ενώ σε σχέση με τη μαρτυρία των Μ.Ε.2 και 4 ότι η μαρτυρία που προσφέρθηκε εκ μέρους του Εφεσίβλητου 2 προς αντίκρουση των θέσεων τους απορρίφθηκε.

 

Η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν ήταν δυνατό να καταλήξει σε εύρημα ότι υπήρξε αφαίρεση χώματος από το ακίνητο, δεν συνάδει με την προσέγγιση του αναφορικά με τη μαρτυρία της Εφεσείουσας.  Η τελευταία «δημιούργησε γενικά καλή εντύπωση στο Δικαστήριο» και η επιμέρους θέση της ότι έλειπε το καλό κοκκινόχωμα και υπήρχε εκσκαφή βάθους περίπου ένα πόδι σε όλη σχεδόν την έκταση του τεμαχίου της, κρίθηκε υπερβολική, χωρίς όμως να απορριφθεί εξολοκλήρου.  Επομένως, υπήρχε αφαίρεση κάποιας ποσότητας κοκκινοχώματος.  Είναι ουσιαστικά η ποσότητα που παρέμεινε αδιευκρίνιστη όπως και το κόστος αποκατάστασης, ενόψει της απόρριψης της μαρτυρίας των Μ.Ε.2 και 4.  Όπως και η αξίωση για ενδιάμεσα οφέλη κατ’ ακολουθία της απόρριψης της μαρτυρίας του Μ.Ε.3.

 

Δεν ευσταθεί η θέση της Εφεσείουσας ότι «Δεν παρείχετο στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων χωρίς αντικρουστική μαρτυρία δυνατότητα να απορριφθεί η μαρτυρία του ΜΕ3».  Άλλο η αξιολόγηση που προηγείται και άλλο το κατά πόσο από τα γεγονότα, όπως σε αυτά καταλήγει το Δικαστήριο, ο διάδικος που φέρει το βάρος απόδειξης το έχει αποσείσει (Αθανασίου κ.ά. ν. Κουνούνη (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 614, 641, Εθνική Τράπεζα ν. Χ’’Νέστωρος (1990) 1 Α.Α.Δ. 41, 45 και Charalambous v. Republic (1985) 2 C.L.R. 97, 107).  Και αναμφίβολα το Δικαστήριο δεν δεσμεύεται στο να αποδεχτεί μαρτυρία που κρίνει αναξιόπιστη, επειδή δεν προσφέρθηκε μαρτυρία περί του αντιθέτου ή γιατί η αντίθετη μαρτυρία ήταν και αυτή αναξιόπιστη.  Ούτε και η αναφορά στη Δ.19, θ.11 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, που αφορά στους κανόνες δικογράφισης, είναι σχετική με το ζήτημα της αξιολόγησης των μαρτύρων.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε την μαρτυρία των μαρτύρων της Εφεσείουσας με τρόπο ορθολογιστικό, παραπέμποντας σε επιμέρους πτυχές και λεπτομέρειες της μαρτυρίας του καθενός και αναφέροντας γιατί δεν αποδεχόταν τις θέσεις που είχαν υποστηρίξει.  Σε αυτή τη βάση κατέληξε πως δεν μπορούσε να στηριχτεί στη μαρτυρία τους και την απέρριψε.

 

Στη Σολωμού ν. Vineyard View Tourist Enterprises Ltd (1998) 1 ΑΑΔ 300320-1, αναφέρθηκε ότι:

 

«Στο δικό µας σύστηµα η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των µαρτύρων ανήκει κατ΄ εξοχή στο πρώτοδικο δικαστήριο το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους µάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συµπεριφορά τους στο εδώλιο του µάρτυρα. Κατά κανόνα το Εφετείο σπάνια επεµβαίνει στο να αποφασίσει περί της αξιοπιστίας ενός µάρτυρα. Ευχέρεια για τον παραγκωνισµό ευρηµάτων περί της αξιοπιστίας παρέχεται µόνο όταν καταφαίνονται εξ αντικειµένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη µαρτυρία που το πρωτόδικο δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να κάµει τα ευρήµατα τα οποία έκαµε σε σχέση µε την αξιοπιστία το Εφετείο δεν επεµβαίνει (Βλ. Kyriakou v. Aristotelous (1970) 1 C.L.R. 172, 176, Charalambides v. Hjisoteriou & Son and Others (1975) 1 C.L.R. 269, 277, Γιαννή κ.α. ν. Χριστοφόρου,(1995) 1 Α.Α.Δ. 340, Σοφοκλή ν. Λεωνίδου, (1993) 1 Α.Α.Δ. 1003, Λοΐζου ν. Ρώσσου, Πολιτική Έφεση 8764/19.5.94, Αθανασίου κ.α. ν. Κουνούνη, (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 614 και Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους, (1997) 1 (Α) Α.Α.Δ. 396).

 

Στην Αθανασίου (πιο πάνω) έγινε αναφορά σε απόσπασµα από την υπόθεση Whitehouse v. Jordan (1981) 1 W.L.R. 246 στο οποίο υπογραµµίζεται ότι το πλεονέκτηµα που αποκτά το πρωτόδικο δικαστήριο µε το να παρακολουθήσει και να ακούσει τους µάρτυρες πρέπει πάντοτε να γίνεται σεβαστό από το Εφετείο.

 

Εναπόκειται στο διάδικο ο οποίος αµφισβητεί τα ευρήµατα του δικαστηρίου που σχετίζονται µε την αξιοπιστία να πείσει το Εφετείο ότι αυτά είναι εσφαλµένα (Βλ. Mylonas and Others v. Kaili (1967) 1 C.L.R. 77, Sakellarides v. Papa Savva and Another (1966) 1 C. L.R. 261, 262 και Imam v. Papacostas (1968) 1 C.L.R. 207, 208) ».

 

 

 

Στη μεταγενέστερη Baloise Ins.Co. Ltd v. Κατωμονιάτη (2008) 1 Α.Α.Δ. 1275, 1290-1, επεξηγήθηκε πως: 

 

«με βάση την καθιερωμένη νομολογία είναι αποδεκτό ότι το πρωτόδικο δικαστήριο βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση έναντι του Εφετείου να κρίνει την αξιοπιστία των μαρτύρων, που με τη ζώσα μαρτυρία τους προσφέρουν στο Δικαστήριο την αμεσότητα και την παραστατικότητα των εκατέρωθεν θέσεων τους και επομένως και τα ευρήματα που εξάγονται πρωτοδίκως, εμπεριέχουν κρίση που αφορά την εντύπωση που απεκόμισε το Δικαστήριο μέσα από την ανθρώπινη εμπειρία της παρακολούθησης της δίκης και των αντιπαραβαλλόμενων θέσεων που εκεί εκφράστηκαν. Ταυτόχρονα, όμως, το Εφετείο βρίσκεται στην ίδια καλή θέση όπως και το πρωτόδικο και έχει την ίδια ευχέρεια να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα, με αποτέλεσμα την επέμβαση στην κατάληξη του Δικαστηρίου εκεί όπου διαπιστώνεται ότι αυτή η κατάληξη είτε δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από τη μαρτυρία και τα γεγονότα, είτε η κρίση επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων παρουσιάζεται προβληματική ενόψει λογικής ανακολουθίας ή πλημμελούς αξιολόγησης των δεδομένων που παρουσιάστηκαν κατά τη δίκη. (δέστε Bullows ν. Νεοφύτου (1994) 1 Α.Α.Δ. 41, Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου (2006) 1 Α.Α.Δ. 236 και Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας ν. Κώστα Α. Ζαχαρία Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 705).»

 

 

Τόσο η Σολωμού, όσο και η Baloise , αναφέρονται με επιδοκιμασία στην πολύ πρόσφατη απόφαση Παπαϊωάννου ν. Νικολάου, Πολιτική Έφεση 279/2013, ημερ. 1.7.2020, ECLI:CY:AD:2020:A208.

 

Βρίσκουμε ότι ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να προβεί στα ευρήµατα στα οποία προέβηκε σε σχέση µε την αξιοπιστία των μαρτύρων και δεν διαπιστώνουμε ανακολουθία ή πλημμελή αξιολόγηση των δεδομένων που παρουσιάστηκαν ενώπιον του κατά τη δίκη.  Δεν έχουμε πειστεί ότι οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με την αξιοπιστία των μαρτύρων της Εφεσείουσας ήταν εσφαλµένες.

Στα πλαίσια του πρώτου λόγου έφεσης, η Εφεσείουσα εισηγήθηκε περαιτέρω πως, σε κάθε περίπτωση, έπρεπε να αποδοθούν τιμωρητικές ή «εξαιρετικές (exemplary)» αποζημιώσεις. 

 

Το ζήτημα έχει εξεταστεί στη Κωνσταντίνου ή Μήτα ν. Γ. & Κ. Σοφοκλέους Λτδ (2003) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1952, όπου είχαν επιδικαστεί παραδειγματικές αποζημιώσεις χωρίς να επιδικαστούν συνήθεις αποζημιώσεις.  Εξηγείται η φύση και σκοπός των τιμωρητικών ή παραδειγματικών αποζημιώσεων με αναφορά σε κυπριακή και αγγλική νομολογία (Papakokkinou and Others v. Kanther (1982) 1 C.L.R. 65, Adrian Holdings Ltd v. Δημοκρατίας (1988) 1 Α.Α.Δ. 1836, Rookes v. Barnard [1964] 1 All E.R.367, Broome v. Cassel & Co. [1972] Α.C. 1027 και Drane v. Evangelou [1978] 1 W.L.R. 455 (C.A.)) με την κατάληξη ότι εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε κρίνει ότι δεν υπήρχαν ενώπιον του στοιχεία για τον καθορισμό της πραγματικής απώλειας - της συνήθους ζημιάς, δεν μπορούσε να εξετάσει κατά πόσο το ποσό που θα επιδίκαζε με τη μορφή των συνήθων αποζημιώσεων ήταν ανεπαρκές και επομένως δεν υπήρχε περιθώριο για την επιδίκαση παραδειγματικών αποζημιώσεων. 

 

Η Μήτα υιοθετήθηκε πρόσφατα στη Stassinos Investment and Finance Ltd ν. Γενικός Εισαγγελέας και άλλος, Πολιτική Έφεση Αρ.142/2013, ημερ.3.3.2020, όπου είχαν επιδικαστεί, όπως και εδώ, ονομαστικές αποζημιώσεις για παράνομη επέμβαση σε ακίνητο χωρίς να επιδικαστούν τιμωρητικές ή παραδειγματικές αποζημιώσεις, με αναφορά πως δεν είχαν δοθεί οποιεσδήποτε αποζημιώσεις για να εξεταζόταν κατά πόσο, στη βάση της νομολογίας, απαιτείτο να δοθούν παραδειγματικές αποζημιώσεις.

 

Εφόσον στην παρούσα υπόθεση δεν είχαν επιδικαστεί συνήθεις αποζημιώσεις, δεν θα μπορούσαν να είχαν επιδικαστεί ούτε τιμωρητικές ή παραδειγματικές αποζημιώσεις. 

 

Κατ’ ακολουθία ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Παραμένει το ζήτημα των εξόδων, όπως προβάλλεται με τον τρίτο λόγο έφεσης.  Είναι η θέση της Εφεσείουσας ότι, σε σχέση με την Εφεσίβλητη 1 θα έπρεπε να είχαν ακολουθήσει το αποτέλεσμα και όχι να μην εκδοθεί οιαδήποτε διαταγή για έξοδα όπως αποφάσισε το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Η κρίση του βασίστηκε στο ότι η παράνομη επέμβαση της Εφεσίβλητης 1 είχε τερματιστεί το 2007, με την απομάκρυνση των χωμάτων, μπάζων και άλλων υλικών, πριν την καταχώρηση της αγωγής και πρόδηλα στο γεγονός ότι είχαν επιδικαστεί εναντίον της Εφεσίβλητης 1 μόνο ονομαστικές αποζημιώσεις.

 

Αναφέρεται στην Παπακόκκινου κ.ά. ν. Θεοδοσίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 379, 384 ότι:

 

«Σχετικά με τα έξοδα, όπως αναφέρεται στον Winfield And Jolowicz on Tort, 9η Έκδοση, στη σελ. 565, σε περιπτώσεις που επιδικάζονται μόνο ονομαστικές αποζημιώσεις το Δικαστήριο έχει την ευχέρεια να στερήσει τον ενάγοντα των εξόδων του, ή ακόμη να τον καταδικάσει στην πληρωμή των εξόδων της άλλης πλευράς Anglo-Cyprian Trade Agencies Ltd v. Paphos Wine Industries [1951] 1 All E.R. p.873».

 

 

 

Δεν μας έχει υποδειχτεί και δεν βρίσκουμε κανένα λόγο που να δικαιολογεί την παρέμβαση μας στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου για τα έξοδα σε σχέση με την Εφεσίβλητη 1.  Και δεδομένης της ανατροπής της απόφασης επί της ουσίας σε σχέση με τον Εφεσίβλητο 2, ανάλογη θα πρέπει να είναι η διαταγή για έξοδα.

 

Εκδίδεται συνεπώς απόφαση υπέρ της Εφεσείουσας και εναντίον του Εφεσίβλητου 2 για το ποσό των €50.  Η απόφαση για την επιδίκαση των εξόδων της πρωτόδικης διαδικασίας υπέρ του παραμερίζεται.  Δεν εκδίδεται οιαδήποτε διαταγή για έξοδα για την πρωτόδικη διαδικασία.  Επιδικάζονται εναντίον του Εφεσίβλητου 2 €2000 έξοδα της έφεσης.

 

Σε σχέση με την Εφεσίβλητη 1, η έφεση απορρίπτεται, χωρίς διαταγή ως προς τα έξοδα εφόσον η Εφεσίβλητη 1 δεν έχει εμφανιστεί στην διαδικασία της έφεσης.

 

 

 

                                                          Α.Ρ. Λιάτσος, Δ.

 

 

 

 

                                                          Τ. Θ. Οικονόμου, Δ.

 

 

 

 

                                                          Χ. Μαλαχτός, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο