
ECLI:CY:AD:2020:A253
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 316/2013)
21 Ιουλίου 2020
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Π/ρος, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]
ALFA CONCRETE PUBLIC COMPANY LTD,
Εφεσείοντες/Εναγόμενοι
- ΚΑΙ -
xxx ΓΛΥΚΥ,
Εφεσίβλητου/Ενάγοντα
-----------------------------------------------
Ευρ. Αντωνιάδης, για τους Εφεσείοντες.
Ν. Νικολάου για Χρίστο Ευσταθίου & Σία, για τον Εφεσίβλητο.
------------------------------------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του
Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Ναθαναήλ, Π.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Π.: Ατύχημα που επεσυνέβη στις 4.9.2006 στη Λεμεσό, εκδικάστηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο το οποίο κατέληξε να αποδώσει υπέρ του εφεσίβλητου-ενάγοντα και εναντίον των εφεσειόντων-εναγομένων ως αποζημιώσεις το ποσό των €6.688,57 πλέον τόκους προς 5½% ετησίως από 4.9.2009 μέχρι εξόφλησης, πλέον έξοδα.
Κατά τη δικογραφημένη θέση του εφεσίβλητου-ενάγοντα αυτός, ενώ βάδιζε κατά μήκος του βορείου πεζοδρομίου της οδού Στριμώνος στη Λεμεσό, κτύπησε σε μεταλλικούς πασσάλους που υποστήριζαν το σταθμευμένο όχημα υπ΄ αρ. εγγραφής KKV 551, ιδιοκτησίας των εφεσειόντων-εναγομένων, που είχαν τοποθετηθεί επί του πεζοδρομίου. Καταλογίσθηκε στους εφεσείοντες αμέλεια διότι, μεταξύ άλλων, δεν περιέφραξαν επαρκώς το χώρο ή και καθόλου κατά την τοποθέτηση των πασσάλων επί του πεζοδρομίου, παράλειψαν να αναρτήσουν προειδοποιητική πινακίδα για τους χρήστες του δρόμου, δεν έλαβαν τα αναγκαία και λογικά μέτρα για να εμποδίσουν τη διέλευση πεζών επί του πεζοδρομίου και γενικώς εμπόδισαν την ελεύθερη πορεία βάδισης του εφεσίβλητου. Από το ατύχημα ο εφεσίβλητος υπέστη βαθύ θλαστικό τραύμα στο τριχωτό της κεφαλής, εγκεφαλική διάσειση, διάστρεμμα αυχενικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης, έντονο πονοκέφαλο, ζαλάδες και ίλιγγο, αλλά και διαταραχή μνήμης και αδυναμία συγκέντρωσης ως εκ των οποίων του έγινε συρραφή του τραύματος, του χορηγήθηκε προστατευτικό κολλάρο για τον αυχένα, εμβόλιο τετάνου, αντιβίωση και παυσίπονα. Πρόσθετα, είχε μυϊκό σπασμό στην αυχενική περιοχή και την ωμοπλάτη, ενώ υπήρχε και τοπική ευαισθησία και περιορισμός κινητικότητας. Αξίωσε γενικές αποζημιώσεις και €1.874,08 ως ειδικές αποζημιώσεις για ιατρικά έξοδα, μεταφορικά προς ιατρούς, αστυνομική έκθεση και απώλεια εισοδημάτων από 4.9.2006 μέχρι 22.9.2006.
Η υπεράσπιση αρνήθηκε το ισχυρισθέν ατύχημα με τους εφεσείοντες να ισχυρίζονταν ότι αγνοούσαν και ουδέν γνώριζαν περί αυτού, εν πάση δε περιπτώσει εάν τέτοιο ατύχημα όντως συνέβηκε αυτό οφειλόταν στην αποκλειστική αμέλεια του εφεσίβλητου, ο οποίος δεν είχε τη δέουσα παρατηρητικότητα και εποπτεία, βάδιζε με κλειστά μάτια, εκοιμόταν ενώ βάδιζε, ήταν μεθυσμένος ενώ βάδιζε και δεν φορούσε γυαλιά μυωπίας κατά τη βάδιση.
Το Δικαστήριο άκουσε τη σχετική μαρτυρία τόσο του εφεσίβλητου, όσο και κάποιου xxx Κωνσταντίνου, ο οποίος εργαζόταν στο ίδιο γραφείο με τον εφεσίβλητο, καθώς και τη μαρτυρία τριών ιατρών και ενός αστυνομικού, ο οποίος παρέλαβε στις 13.9.2006 την καταγγελία που ο εφεσίβλητος έκανε στην αστυνομία. Από την άλλη πλευρά, μαρτυρία έδωσε ο xxx Αντωνίου, Μ.Υ.1, διευθυντής των εφεσειόντων, ο οποίος όμως σε αντίθεση με τον εφεσίβλητο και τους μάρτυρες του δεν έγινε δεκτός από το Δικαστήριο ως προς την αλήθεια της μαρτυρίας του λόγω του ότι αυτός αναφερόταν με υποτιμητικό τρόπο στον εφεσίβλητο και τους ισχυρισμούς του, ενώ πρόβαλε ισχυρισμούς εκτός δικογραφημένων θέσεων αρνούμενος ολοκληρωτικά την ύπαρξη του οχήματος τύπου μπετονιέρας στο συγκεκριμένο δρόμο εκείνη την ημέρα. Οι θέσεις των εφεσειόντων κατά το Δικαστήριο δεν ήταν πειστικές, προβάλλοντας αντιφατικές θέσεις που δεν ήταν καν δικογραφημένες.
Το Δικαστήριο αξιολογώντας την όλη μαρτυρία έκρινε ότι ο εφεσίβλητος κατάφερε να αποδείξει μόνο την καταβολή ποσού €688,57 ως ιατρικά έξοδα των δύο ιδιωτών ιατρών που τον περίθαλψαν, αλλά και για την ετοιμασία ιατρικής έκθεσης από το Νοσοκομείο. Υπό το φως της σχετικής νομολογίας επί των γενικών αποζημιώσεων σύμφωνα με τα τραύματα που υπέστη ο εφεσίβλητος καθόρισε ως δίκαιο ποσό, αυτό των €6.000. Ως προς τους τόκους σημείωσε ότι υπήρξε καθυστέρηση στην καταχώρηση και προώθηση της αγωγής με το κλητήριο ένταλμα να είχε καταχωρηθεί δύο σχεδόν έτη μετά το ατύχημα και ενώ η εμφάνιση καταχωρήθηκε τον Αύγουστο του 2008, η έκθεση απαίτησης καταχωρήθηκε μόλις στις 7.9.2010. Εν τέλει απέδωσε τον τόκο του 5½% ετησίως από τις 4.9.2009, τρία δηλαδή χρόνια μετά το δυστύχημα εφόσον υπήρξε αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην προώθηση της υπόθεσης, τον ίδιο δε τόκο απέδωσε από την ίδια ημερομηνία και επί των ειδικών αποζημιώσεων.
Με την έφεση επιδιώκεται η ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης με τέσσερεις λόγους, οι τρεις των οποίων αφορούν την ορθότητα της αξιολόγησης της μαρτυρίας υπό το φως των όσων καταγράφηκαν από τους διάφορους μάρτυρες και τις εγγενείς, κατά τους εφεσείοντες, αντιφάσεις και ασάφειες των θέσεων του εφεσίβλητου και των μαρτύρων αυτού. Ο τέταρτος λόγος αφορά το ποσό των αποζημιώσεων το οποίο θεωρείται υπερβαλλόντως υψηλό δεδομένων των τραυμάτων που ο εφεσίβλητος υπέστη και τη διάρκεια αποθεραπείας. Η αντίθετη θέση του εφεσίβλητου είναι ότι η μαρτυρία αξιολογήθηκε επαρκώς από το πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο προέβηκε στα ανάλογα ευρήματα δεδομένης και της απουσίας σχεδιαγράμματος σκηνής από πλευράς της αστυνομίας η οποία δεν επισκέφθηκε το χώρο για τους λόγους που εξηγήθηκαν. Το Δικαστήριο εξήγησε τους λόγους για τους οποίους αποδέχθηκε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου και των μαρτύρων του και εξήγησε επίσης και το λόγο γιατί καθυστέρησε να απευθυνθεί σε αστυνομικό σταθμό για καταγγελία με δεδομένο ότι ο επί καθήκον αστυνομικός στον οποίο κατήγγειλε το συμβάν αμέσως μετά το δυστύχημα του είχε πει ότι θα έπρεπε να περάσει από το νοσοκομείο πρώτα για ιατρική εξέταση. Όσον αφορά τις αποζημιώσεις αυτές ήσαν επαρκείς και όχι υπερβολικές για τους λόγους που το Δικαστήριο κατέγραψε στην απόφαση του.
Στη βάση όλων των δεδομένων που τέθηκαν ενώπιον του Εφετείου, δεν στοιχειοθετείται κανένας λόγος ανατροπής της πρωτόδικης κρίσης.
Είναι σαφής η νομολογία ότι ζητήματα αξιολόγησης και ευρημάτων δύσκολα ανατρέπονται κατ΄ έφεση εκτός και αν έχουν εξαχθεί πρωτοδίκως συμπεράσματα παρά τη μαρτυρία που δόθηκε και εκτός της λογικής των πραγμάτων. Η εντύπωση που αποκομίζει ένα Δικαστήριο στηρίζεται στην επισταμένη παρατήρηση της κατάθεσης των μαρτύρων σε συνδυασμό με τη δικογραφία και τα τεκμήρια που κατατίθενται εκατέρωθεν. Αναμφίβολα κάθε πρωτόδικη απόφαση μπορεί να αποτελέσει τη βάση για μια εξονυχιστική και λεπτομερειακή αμφισβήτηση κάθε πτυχής της. Και πράγματι μπορεί σε επιμέρους επίπεδα, σε κάποιες αξιολογικές κρίσεις ή καταγραφές στην απόφαση να εντοπίζονται είτε κενά, είτε ασάφειες λόγω ανεπαρκούς επεξήγησης ή επαρκούς ανάλυσης.
Το ζητούμενο, όμως πάντοτε, παραμένει κατά πόσο η απόφαση και η κατάληξη του Δικαστηρίου συνάδει με ό,τι θεωρείται απαραίτητο να καταγραφεί: ορθή αντίληψη της ενώπιον του διαφοράς, ορθή και περιεκτική αναφορά στη μαρτυρία, εύλογα επ΄ αυτής συμπεράσματα μέσα από λογική αξιολόγηση και ορθή υπαγωγή των ευρημάτων στο νομικό πλαίσιο που διέπει τη διαφορά. Η υπό κρίση πρωτόδικη απόφαση καθόλου δεν υστερεί σε οποιοδήποτε από τους πιο πάνω παράγοντες. Αντίθετα, είναι μια απόφαση που εμπεριέχει ό,τι αναγκαίο για τη μεταφορά στους διαδίκους μίας σαφούς και καθαρής σκέψης, επιλύοντας όλα τα ενώπιον του τεθέντα.
Το ζητούμενο ενώπιον του Δικαστηρίου ήταν απλό. Έγινε ένα ατύχημα. Οι εφεσείοντες όμως ακολούθησαν μια τεθλασμένη υπεράσπιση. Αρνούντο το ίδιο το ατύχημα, λέγοντας ότι το όχημα τους δεν ήταν καν στο συγκεκριμένο δρόμο. Όμως αυτή η θέση στηριζόταν σε μια γενική υπεράσπιση άρνησης του συμβάντος, καταλογίζοντας ταυτόχρονα στον εφεσίβλητο αποκλειστική (και όχι συντρέχουσα), αμέλεια για το ατύχημα, ισχυριζόμενοι, μεταξύ άλλων, ότι «είχε κλειστά τα μάτια του ενώ βάδιζε στην οδό Στριμώνος, ήταν μεθυσμένος ενώ βάδιζε, δεν φορούσε τα γυαλιά μυωπίας του, και εκοιμόταν ενώ βάδιζε.» Επομένως η θέση που προώθησαν δεν ήταν σταθερή και σαφής. Σ΄ αντίθεση δε με την έκθεση απαίτησης στην οποία υπήρχαν όλα τα αναγκαία δεδομένα περί του ατυχήματος και ότι αυτό οφειλόταν σε αμελείς πράξεις ή παραλείψεις των εφεσειόντων, στην υπεράσπιση δεν υπήρχαν τα ελάχιστα εκείνα γεγονότα που κατ΄ ισχυρισμόν θα έτειναν να δώσουν την ουσιαστική θέση των εφεσειόντων. Κατά δε την πορεία της αντεξέτασης, οι υποβολές που γίνονταν προς τον εφεσίβλητο προϋπέθεταν στην ουσία την παραδοχή εκ μέρους τους ότι και το όχημα ήταν εκεί και ο εφεσίβλητος κτύπησε σε ένα βραχίονα του.
Το Δικαστήριο πίστεψε τον εφεσίβλητο, ο οποίος έδωσε μια σαφή και καθαρή εικόνα ως προς το πώς επεσυνέβη το ατύχημα. Σκύβοντας για να αποφύγει δένδρο ελιάς στο πεζοδρόμιο, κτύπησε, κατά την προσπάθεια του να επανέλθει σε όρθια στάση, στο βραχίονα του οχήματος που ήταν ήδη σταθμευμένο για να τοποθετήσει μπετόν με τους βραχίονες να ήταν τοποθετημένοι επί του πεζοδρομίου. Δεν υπήρχαν γύρω από το όχημα ή το σημείο, ούτε κυγκλιδώματα, ούτε προειδοποιητικές σημάνσεις, ενώ το όχημα τη συγκεκριμένη στιγμή ήταν ανεπιτήρητο. Τα περί της ύπαρξης της ελιάς ή της απόστασης του βραχίονα από αυτή και της ορατότητας που είχε ο εφεσίβλητος ήταν δευτερεύοντα ζητήματα τα οποία εύλογα έλυσε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Δεν έγινε, αντίθετα, πιστευτή η θέση των εφεσειόντων οι οποίοι όντως προώθησαν αντιφατικές θέσεις: Το όχημα δεν ήταν εκεί, (χωρίς όμως τεκμηρίωση ή παράθεση στοιχείων από GPS που κατά τη θέση των εφεσειόντων πιστοποιούσε το γεγονός), ότι ο εφεσίβλητος κτύπησε σε πάσσαλο της ΑΗΚ ή ΑΤΗΚ, ή, ότι το όχημα δεν στηριζόταν σε βραχίονες.
Η θέση του Δικαστηρίου να αποδεχθεί μαρτυρία από τον εφεσίβλητο και να μη δεχθεί την κατάθεση μαρτυρίας από τους εφεσείοντες ήταν αποτέλεσμα της αντίστοιχης δικογράφησης. Οι εφεσείοντες αδίκως παραπονούνται ως προς αυτό και άλλες πτυχές αξιολόγησης της μαρτυρίας. Ως γνωστό, στο ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα ή στην έκθεση απαίτησης δικογραφούνται μόνο τα αναγκαία γεγονότα με ανάλογη λιτότητα και χωρίς την προσθήκη μαρτυρίας. Η αναφορά περί ύπαρξης δύο δένδρων ελιάς θα ήταν καλύτερο να δικογραφείτο ώστε να υπήρχε γνώση του τρόπου με τον οποίο επεσυνέβη το ατύχημα και ότι στην ουσία ο βραχίονας επί του οποίου κτύπησε ο εφεσίβλητος ήταν κρυμμένος πίσω από την ελιά. Η δικογράφηση, όμως, ήταν επαρκής διότι γενεσιουργός αιτία ήταν η μη σήμανση του δρόμου ή η απουσία κυγκλιδωμάτων που θα απέτρεπαν τον εφεσίβλητο να χρησιμοποιήσει το συγκεκριμένο πεζοδρόμιο. Οι εφεσείοντες δεν επηρεάστηκαν στα δικαιώματα τους, αφού η δική τους βασική θέση ήταν η ανυπαρξία του οχήματος τύπου μπετονιέρας στο χώρο. Μάλιστα κατά την αντεξέταση υποβλήθηκε στον εφεσίβλητο ότι ήταν πάνω στα κλαδιά ελιάς που κτύπησε και όχι σε βραχίονα οχήματος.
Η ύπαρξη της μπετονιέρας βεβαιώθηκε και από τον xxx Κωνσταντίνου, Μ.Ε.3, εργοδοτούμενο στην ίδια εταιρεία με τον εφεσίβλητο, ο οποίος πιστοποίησε ότι στον απέναντι από το γραφείο τους χώρο, υπήρχε «μπετονιέρα ή πόμπα» διότι την είδε, προσθέτοντας ότι εκεί «έκτιζαν». Πέραν της επιβεβαίωσης της ύπαρξης του συγκεκριμένου οχήματος, η μαρτυρία του ήταν ότι είχε δει τον εφεσίβλητο κτυπημένο στο γραφείο, «σχεδόν αναίσθητο». Εύλογα το Δικαστήριο αποδέχθηκε το μάρτυρα ως μάρτυρα αληθείας.
Με λελυμένο επομένως το ζήτημα της αξιολόγησης της μαρτυρίας μεταξύ εφεσειόντων και εφεσίβλητου, το άλλο ζήτημα που προκύπτει ως προς την αξιοπιστία είναι η σχετική ιατρική μαρτυρία σε σχέση με αυτά που ο ίδιος ο εφεσίβλητος ανέφερε ότι υπέστη. Το Δικαστήριο συνεκτίμησε όλη τη σχετική μαρτυρία και αποδέχθηκε ότι όντως ο εφεσίβλητος είχε υποστεί τους τραυματισμούς που ισχυρίστηκε. Το Δικαστήριο εύλογα δέχθηκε τη θέση του εφεσίβλητου ότι η επίσκεψη του στον αστυνομικό σταθμό για καταγγελία έγινε αργότερα λόγω του ότι του λέχθηκε ότι θα έπρεπε πρώτα να επισκεφθεί το νοσοκομείο για την πρώτη ιατρική εξέταση και λόγω των συμπτωμάτων που είχε άργησε, ομολογουμένως, να αποταθεί για καταγγελία στην αστυνομία.
Πρέπει να σημειωθεί, πρόσθετα, ότι δεν υπήρξε καμιά μαρτυρία ιατρική από πλευράς των εφεσειόντων. Η μοναδική μαρτυρία περί των επιπτώσεων του ατυχήματος επί του εφεσίβλητου προήλθε από τον ίδιο και τρεις ιατρούς. Το ότι τα παράπονα του εφεσίβλητου δεν ήταν της φαντασίας του, πιστοποιήθηκε με επάρκεια από τους ιατρούς, έστω και αν υπήρχαν επί μέρους διαφορές μεταξύ τους. Ο εξετάσας τον εφεσίβλητο Δρ. Γ. Ιωάννου, Μ.Ε.2, στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών του Νοσοκομείου Λεμεσού, επιβεβαίωσε ότι έγινε συρραφή του τραύματος στο κεφάλι, του έγινε εμβόλιο τέτανου και χορηγήθηκαν παυσίπονα και αντιβίωση (Τεκμήριο 6).
Μεταδιασειστικό σύνδρομο και διάστρεμμα/θλάση της αυχενικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης διαπίστωσε ο ειδικός νευρολόγος Δρ. Χ»Βασίλης, Μ.Ε.6, ενώ ο Δρ. Αργυρόπουλος, Μ.Ε.5, ειδικός ορθοπεδικός, επίσης διαπίστωσε εγκεφαλική διάσειση με βαθύ θλαστικό τραύμα στο τριχωτό της κεφαλής στο οποίο είχε γίνει συρραφή με τέσσερεις ραφές και διάστρεμμα της αυχενικής μοίρας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο με επιμέλεια εξέτασε τις ιατρικές θέσεις και μαρτυρίες και ανέλυσε ιδιαίτερα τη μαρτυρία του Δρ. Ιωάννου και το πιστοποιητικό που είχε δοθεί. Κατέληξε ότι παρά τα όσα ο ιατρός είχε καταθέσει και τα όσα δεν αναγράφονταν στο νοσοκομειακό πιστοποιητικό, είχε συστηθεί στον εφεσίβλητο η χρήση αυχενικού κολλάρου στη βάση του Τεκμηρίου 2, αντίγραφο ιατρικής συνταγής του Τμήματος Εξωτερικών ασθενών όπου εμφανώς αναγράφεται ως φαρμακευτική αγωγή, «μαλακό κολλάρο». Ο Δρ. Ιωάννου δεν θυμόταν το συγκεκριμένο περιστατικό μετά την πάροδο πολλών ετών και κατέθεσε μόνο όσα εμφαίνονταν στο ιατρικό πιστοποιητικό. Τα τραύματα και η συμπτωματολογία του εφεσίβλητου επιβεβαιώθηκαν πλήρως από τους άλλους δύο ιατρούς με αναφορά και στα κλασσικά συμπτώματα ενός τέτοιου κτυπήματος στο κεφάλι.
Είναι αχρείαστη η λεπτομερής αναφορά των θέσεων που προέβαλαν οι εφεσείοντες στο περίγραμμα τους. Απαντώνται όλα με επάρκεια στο σκεπτικό του Δικαστηρίου, το οποίο και κατέγραψε ενδελεχώς την αξιολόγηση του σ΄ αυτή την πτυχή, μη δεχόμενο μάλιστα στην ολότητα τους είτε τις θέσεις του εφεσίβλητου, είτε κάποιες επιμέρους θέσεις των ιατρών.
Το ποσό των γενικών αποζημιώσεων δεν κρίνεται υπερβολικό ώστε να θεωρείται αναγκαία η παρέμβαση του Εφετείου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη την τάση αύξησης των αποζημιώσεων σε σχέση με αυτές που επιδικάζονταν στο παρελθόν ώστε να αντανακλάται η μεγαλύτερη δυνατή ευαισθησία για τον ανθρώπινο πόνο, την ταλαιπωρία και την αγωνία που επέρχεται από ένα ατύχημα, (Μαυροπετρής ν. Λουκά (1995) 1 Α.Α.Δ. 66 και Jamal v. Αντωνίου (2014) 1 Α.Α.Δ. 347, ECLI:CY:AD:2014:A107). Ο σκοπός των αποζημιώσεων είναι η αποκατάσταση κατά το δυνατόν του θύματος ως αυτό ήταν πριν το ατύχημα, (Σωτηρίου ν. Chapo (Investments) Ltd κ.α. (2007) 1 Α.Α.Δ. 491 και Ανδρέου ν. Iacovou Brothers (Constructions) Ltd (2014) 1 Α.Α.Δ. 2851, ECLI:CY:AD:2014:A968), ενώ πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η πάροδος του χρόνου από την επιδίκαση αποζημιώσεων σε ανάλογα ατυχήματα σε παλαιότερα χρόνια.
Η απόφαση Δημητρίου ν. Ιωάννου (2003) 1 Α.Α.Δ. 274, στην οποία αναφέρθησαν οι εφεσείοντες, αφορούσε μικρότερες σε έκταση επιπτώσεις από το δυστύχημα (διάστρεμμα αυχένα και οσφυϊκής μοίρας, πόνο, ζάλη, κεφαλαλγία και περιορισμό κινήσεων), και είχαν δοθεί γι΄ αυτά το ποσό των ΛΚ800, μία όμως δεκαετία πριν την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου τα οποία παρέμειναν, όπως εξηγήθηκε προηγουμένως, αλώβητα, ο εφεσίβλητος είχε υποστεί, μεταξύ άλλων, τραύμα στο τριχωτό της κεφαλής για το οποίο χρειάστηκαν τέσσερεις συρραφές, καθώς και εγκεφαλική διάσειση και μεταδιασεισικό σύνδρομο. Επομένως οι συγκεκριμένες σωματικές βλάβες ήσαν πιο σοβαρές από την προμνησθείσα απόφαση. Περαιτέρω, είναι θεμελιωμένο ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ή στον καθορισμό από αυτό του ύψους των αποζημιώσεων, εκτός και εάν πεισθεί ότι υπήρξε λανθασμένη νομική αρχή ή το επιδικασθέν ποσό είναι είτε έκδηλα υπερβολικό, είτε έκδηλα ανεπαρκές, (Χρυσοστόμου ν. Σοφοκλέους (2014) 1 Α.Α.Δ. 1985, ECLI:CY:AD:2014:A676).
Το Εφετείο δεν είναι αντιμέτωπο με μια τέτοια περίπτωση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκαμε ορθή αναφορά στις γενικές νομικές αρχής που διέπουν το θέμα και καθόρισε ένα εύλογο ποσό. Το ζητούμενο δεν είναι εάν το Εφετείο θα απέδιδε ένα διαφορετικό ποσό. Το ζητούμενο είναι ότι το Δικαστήριο ενήργησε εντός των ορίων της αποκατάστασης της ζημιάς με ένα ποσό ικανοποιητικό υπό τις περιστάσεις.
Η έφεση απορρίπτεται με €3.000 έξοδα εναντίον των εφεσειόντων και υπέρ του εφεσίβλητου.
Π.
Δ.
Δ.
/ΕΘ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο