ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ Λ. ΠΑΠΑΦΙΛΙΠΠΟΥ & ΣΙΑ Δ.Ε.Π.Ε. , Πολιτική Αίτηση Αρ. 78/2020, 22/7/2020

ECLI:CY:AD:2020:D261

AΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 78/2020)

 

22 Ιουλίου, 2020

 

[Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ Λ. ΠΑΠΑΦΙΛΙΠΠΟΥ & ΣΙΑ Δ.Ε.Π.Ε. ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑ ΚΛΗΣΕΩΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 10/1/2020 ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ 2626/2015, ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ 1. MRIYA AGRO HOLDING PUBLIC LIMITED (ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΥΜΕΝΗ ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΡΙΝΟΥ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗ ΧΡΙΣΤΑΚΗ (CHRIS) ΙΑΚΩΒΙΔΗ), 2. ΧΡΙΣΤΑΚΗ (CHRIS) ΙΑΚΩΒΙΔΗ (ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΩΣ ΠΡΟΣΩΡΙΝΟΥ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗ ΤΗΣ MRIYA AGRO HOLDING PUBLIC LIMITED) ΕΝΑΓΟΝΤΕΣ ΚΑΙ 1. BANK OF CYPRUS PUBLIC COMPANY LIMITED K.A.

------------

Μονομερής αίτηση των Λ. Παπαφιλίππου & Σία ΔΕΠΕ – Αιτητές

 

Γ. Χριστοδούλου, για τους αιτητές.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:  Οι Αιτητές είναι οι δικηγόροι των εκκαθαριστών της εταιρείας ΜRIYA AGRO HOLDING PUBLIC LTD στην αγωγή υπ΄ αρ. 1238/2018 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας η οποία εκκρεμεί για εκδίκαση. 

 

Στις 18.5.2020 τους επιδόθηκε διάταγμα ημερ. 10.1.2020 το οποίο εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στα πλαίσια άλλης αγωγής, ήτοι της αγωγής υπ΄ αρ. 2626/2015 μεταξύ 1. ΜRIYA AGRO HOLDING PUBLIC LTD (εκπροσωπούμενοι δια του προσωρινού εκκαθαριστή Χριστάκη (Chris) Ιακωβίδη, 2. Χριστάκη (Chris) Ιακωβίδη (υπό την ιδιότητα του ως προσωρινός εκκαθαριστής της ΜRIYA AGRO HOLDING PUBLIC LTD), ως ενάγοντες και 1. Bank of Cyprus Public Company Ltd και άλλος, ως εναγόμενοιΣτο διάταγμα αυτό, που εκδόθηκε μετά από αίτηση των εναγομένων 1, διατάσσονται οι καθ΄ ων η αίτηση/ενάγοντες και άλλα πρόσωπα ως εξής:

 

«…ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΤΟ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ τους καθ΄ ων η αίτηση και/ή τους δικηγόρους τους και/ή τους υπαλλήλους και/ή υπηρέτες και/ή αντιπροσώπους και/ή οποιαδήποτε πρόσωπα ενεργούν εκ μέρους και/ή για λογαριασμό τους και/ή οποιαδήπτοε πρόσωπα έλαβαν αντίγραφα από τους Καθ΄ ων η Αίτηση έμμεσα ή άμεσα, όπως επιστρέψουν στους Αιτητές και/ή καταστρέψουν και/ή καταστήσουν μη χρησιμοποιήσιμα τα έγγραφα και/ή όλα τα αντίγραφα αυτών που αποκαλύφθηκαν και/ή δόθηκαν από τους Αιτητές υποχρεωτικά (compulsory) δυνάμει των προνοιών του Διατάγματος Αποκάλυψης ημερομηνίας 10/6/2015 και/ή που αποκαλύφθηκαν και/ή δόθηκαν από τους Αιτητές κατά ή περί τις 2/10/2015 και/ή που επισυνάφθηκαν στην ένορκη δήλωση του Σ. Αντωνίου ημερομηνίας 2/10/2015 στην οποία ορκίσθηκε προς συμμόρφωση του ενδιάμεσου προσωρινού διατάγματος αποκάλυψης ημερομηνίας 10/6/2015, το οποίο κατέστησε εκ συμφώνου απόλυτο εναντίον των Αιτητών στις 2/7/2015.

ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΤΟ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ ΚΑΙ ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΙ στους Καθ΄ ων η αίτηση και/ή στους τους δικηγόρους τους και/ή τους υπαλλήλους και/ή υπηρέτες και/ή αντιπροσώπους και/ή οποιαδήποτε πρόσωπα ενεργούν εκ μέρους και/ή για λογαριασμό τους και/ή οποιαδήπτοε πρόσωπα έλαβαν αντίγραφα από τους Καθ΄ ων η Αίτηση έμμεσα ή άμεσα, να διατηρήσουν αντίγραφα σε οποιαδήποτε μορφή (έντυπη και/ή ηλεκτρονική και/ή άλλως πως) οποιουδήποτε και/ή μέρος του οποιουδήποτε εγγράφου που αναφέρονται στην ένορκη δήλωση του Σ. Αντωνίου ημερομηνίας 2/10/2015 στην οποία ορκίσθηκε προς συμμόρφωση του ενδιάμεσου προσωρινού διατάγματος αποκάλυψης ημερομηνίας 10/6/2015, το οποίο κατέστησε εκ συμφώνου απόλυτο εναντίον των Αιτητών στις 2/7/2015. …»

 

Οι Αιτητές δεν είναι δικηγόροι των καθ΄ ων η αίτηση/εναγόντων στην αγωγή υπ΄ αρ. 2626/2015.  Αυτοί στην αγωγή εκείνη εκπροσωπούνται από άλλο δικηγορικό γραφείο.  Παρά ταύτα, το διάταγμα επιδόθηκε στους Αιτητές.  Εν όψει τούτου, οι Αιτητές θεωρούν ότι λόγω της επίδοσης του διατάγματος «τους επιβλήθηκε ευθύνη και/ή έχουν καταστεί υποκείμενοι στο διάταγμα χωρίς να έχουν ακουστεί». 

 

Επί αυτής τους της θέσης θεμελιώνουν την κατ΄ ισχυρισμό νομιμοποίηση τους ως Αιτητές σε διαδικασία για έκδοση εντάλματος Certiorari προς ακύρωση του διατάγματος ημερ. 10.1.2020 και με την παρούσα ζητούν άδεια για να καταχωρίσουν αίτηση προς έκδοση τέτοιου διατάγματος λέγοντας ότι τούτο παρουσιάζει έκδηλο νομικό σφάλμα και/ή ότι το δικαστήριο ενήργησε με έκδηλη πλάνη περί το Νόμο και/ή παρέβη τις εξουσίες και τη δικαιοδοσία του διότι στο προστακτικό αυτό διάταγμα δεν καθορίζεται προθεσμία εντός της οποίας οποιοδήποτε επηρεαζόμενο πρόσωπο οφείλει να συμμορφωθεί, κατά παράβαση της Δ.34 θ.5. 

 

Αγορεύοντας ο ευπαίδευτος δικηγόρος των αιτητών επί του θέματος της νομιμοποίησης (locus standi) παρέπεμψε στην Ηλία (Αρ.1) (1995) 1 ΑΑΔ 497, στην οποία επισημάνθηκε η διαφορά από την άσκηση αναθεωρητικού ελέγχου (Άρθρο 146 του Συντάγματος) για να υποδειχθεί ότι εν προκειμένω δικαιολογείται φιλελεύθερη προσέγγιση που δεν περιορίζει τη δυνατότητα υποβολής αίτησης στους διαδίκους, αλλά την επεκτείνει ώστε να καλύπτεται κάθε παραπονούμενο ή ζημιωθέν πρόσωπο (any person aggrieved).

 

Το ζήτημα της ενεργητικής νομιμοποίησης στην Αγγλία έχει ρυθμιστεί στους Διαδικαστικούς Κανονισμούς (Ο.53 r.3.5) με κριτήριο το επαρκές συμφέρον (sufficient interest), το οποίο είχε ήδη καθιερωθεί από τη νομολογία (Attorney-General v. Independent Broadcasting Authority [1973] QB 629).  Το κριτήριο είναι μικτό, εγείροντας ταυτόχρονα νομικά ζητήματα και ζητήματα γεγονότων.  Σημαντική είναι η σχέση του αιτητή με το θέμα στο οποίο αναφέρεται η προσβαλλόμενη απόφαση και ο βαθμός της σχέσης αυτής, λαμβανομένων υπόψιν όλων των περιστατικών της υπόθεσης.  Κατά την αγγλική νομολογία, λόγω του ότι μπορεί να υπεισέρχονται πραγματικά ζητήματα, το ζήτημα δεν θα πρέπει κανονικά να αποφασίζεται προκριματικά, ως δικαιοδοτική προϋπόθεση, αλλά θα πρέπει να ακουστούν και οι δύο πλευρές και να τεθούν ενώπιον του δικαστηρίου όλα τα δεδομένα.  Τούτο όμως δεν είναι απαραίτητο.  Στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Πουργουρίδη, Πολ. Έφ. Αρ. 331/2014, 25.6.2015, ECLI:CY:AD:2015:A459, η Ολομέλεια έκρινε ότι ορθά ο πρωτόδικος δικαστής δεν είχε παραχωρήσει άδεια για την καταχώριση αίτηση προς έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσης Certiorari κρίνοντας ότι ο εφεσείων δεν είχε locus standi

 

Εν προκειμένω το γεγονός και μόνο ότι επιδόθηκε το διάταγμα στους Αιτητές, ακόμα και αν θεωρηθεί ότι τους δημιουργεί υποχρέωση να ενεργήσουν υπό την έννοια ότι, παρά το ότι δεν είναι δικηγόροι των καθ΄ ων η αίτηση/εναγόντων στην αγωγή υπ΄ αρ. 2626/2015, θα μπορούσαν να κατέχουν αντίγραφα τα οποία καλύπτονται από το επίδικο διάταγμα, δεν θεωρώ ότι τους καθιστά πρόσωπα τα οποία είναι θιγόμενα από δικαστική απόφαση, υπό την έννοια των ορατών επιπτώσεων από την έκδοση του πάνω στα δικά τους συμφέροντα (βλ. Προνομιακά Εντάλματα, Π. Αρτέμη, σελ. 41-42).  Η σχέση των Αιτητών με το θέμα στο οποίο αναφέρεται το διάταγμα, ήτοι τα έγγραφα και/ή αντίγραφα που αποκαλύφθηκαν στην άλλη αγωγή, δεν τους δημιουργεί οποιαδήποτε δικαιώματα επί του αντικειμένου του διατάγματος, υπό την έννοια που εξηγήθηκε στην Πρόδρομος Κωνσταντίνου Λτδ κ.α. ν. Πλοίο «Nikolay Markin» κ.α. (1995) 1 ΑΑΔ 122, ώστε να είχαν δικαίωμα να ακουστούν, είτε πρωτοδίκως είτε τώρα.  Δεν είναι ούτε διάδικοι, μήτε τρίτοι υπ΄ αυτή την έννοια.  Εάν περιήλθαν στην κατοχή τους τέτοια έγγραφα, τούτο έγινε υπό την ιδιότητα τους ως αντιπρόσωποι και νομικοί παραστάτες των διαδίκων, χωρίς οποιαδήποτε αυτοτελή, δική τους σχέση με το αντικείμενο του διατάγματος ώστε να μπορούσαν να επηρεαστούν καθ΄ οιονδήποτε τρόπο τα δικά τους συμφέροντα.  Συνεπώς δεν νομιμοποιούνται να προσβάλουν το διάταγμα, έστω και αν, ιδιαίτερα ως λειτουργοί του δικαστηρίου, θα είχαν υποχρέωση να συμμορφωθούν. 

 

Προς τούτο μάλιστα θα αρκούσε η κοινοποίηση του διατάγματος, ώστε να λάβουν γνώση, χωρίς να περιληφθούν στο διατακτικό.  Όπως ελέχθη στην Attorney-General v. Newspaper Publishing Plc [1988] Ch 333:

 

«At common law, if the court makes an order regulating its own procedure and the purpose of the order is plainly to protect the administration of justice, then anyone who subverts that order will be guilty of contempt

 

Η αρχή αυτή έχει κωδικοποιηθεί στο άρθρο 42 του περί Δικαστηρίων Νόμου (Ν. 80(Ι)/2002) το οποίο προβλέπει εξουσία τιμωρίας για παρακοή ή και εξαναγκασμό σε υπακοή σε διάταγμα του, όχι μόνο σε ότι αφορά σε διαδίκους αλλά και «στις περιπτώσεις που αφορούν οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, νοουμένου ότι αυτό έλαβε γνώση του διατάγματος και εν γνώσει του και ηθελημένα παροτρύνει ή συνεργεί στη μη υπακοή του διατάγματος

 

Δεν είναι κάθε φορά που τέτοιος τρίτος μπορεί να θεωρηθεί «παραπονούμενο ή ζημιωθέν πρόσωπο» ή πρόσωπο το οποίο έχει «επαρκές συμφέρον».  Αυτό, ως άνω, εξαρτάται από τη σχέση του με το θέμα στο οποίο αναφέρεται η προσβαλλόμενη απόφαση και ο βαθμός της σχέσης αυτής.  Οι αιτητές δεν έχουν στοιχειοθετήσει ότι έχουν κάποιο δικό τους δικαίωμα πάνω σε έγγραφα ή αντίγραφα που τυχόν κατέχουν, ούτε καν έχουν στοιχειοθετήσει ότι κατέχουν τέτοια έγγραφα, ώστε καθ΄ οιονδήποτε τρόπο να θεωρηθούν επηρεαζόμενα πρόσωπα και να νομιμοποιούνται να ζητήσουν την ακύρωση του διατάγματος.

 

 

Εν πάση περιπτώσει ο λόγος που ζητούν να προσβάλουν το διάταγμα είναι, όπως διευκρινίστηκε έτι περαιτέρω κατά την αγόρευση, επειδή δεν καθορίζεται ο χρόνος συμμόρφωσης κατά παράβαση της Δ.34 θ.5.  Ο ευπαίδευτος δικηγόρος τους έχει επικαλεστεί σχετικά την υπόθεση Νικολαΐδου ν. Αττίπα κ.α. (1999) 1 ΑΑΔ 1620, η οποία όμως λειτουργεί ως αντεπιχείρημα της εισήγησης ότι θα πρέπει το επίμαχο διάταγμα να ακυρωθεί.  Η υπόθεση εκείνη αφορούσε αφενός διάταγμα έξωσης από ακίνητο, στο οποίο δεν καθορίστηκε ο χρόνος εκτέλεσης του και αφετέρου, ένταλμα ανάκτησης της κατοχής του ακινήτου.  Υπό κρίση βρισκόταν η αίτηση για ακύρωση του εντάλματος, επειδή στο προηγηθέν διάταγμα δεν καθοριζόταν ο χρόνος εκτέλεσης.  Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι ενώ το διάταγμα ήταν έγκυρο, παρεμβαλλόταν εμπόδιο στην εκτέλεση του.  Το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση με αναφορά στους αντίστοιχους παλαιούς αγγλικούς θεσμούς υποδεικνύοντας ότι «ενώ η διαταγή δεν καθίσταται αναποτελεσματική (ineffectual) χρειάζεται, για να είναι δυνατόν να εφαρμοστεί (enforced) να οριστεί χρόνος με διαδικασία που καθορίζεται.»  Με το να παραβλεφθεί ο καθορισμός τέτοιου χρόνου στο διάταγμα είχε ως αποτέλεσμα, κατέληξε το Ανώτατο Δικαστήριο, «να έχουμε απόφαση άμεσα εκτελεστή αλλά χωρίς προσδιορισμένο χρόνο όπως απαιτεί ο Κανονισμός …» οπότε κρίθηκε ότι ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο είχε παραμερίσει το ένταλμα κατοχής, εφόσον τούτο τελούσε υπό την προϋπόθεση της επίδοσης του διατάγματος με προσδιορισμένο σε αυτό το χρόνο που τασσόταν για συμμόρφωση. 

Είναι φανερό ότι το επίδικο διάταγμα δεν καθίσταται άκυρο εκ του λόγου και μόνο ότι δεν καθορίζεται ο χρόνος για συμμόρφωση.  Το διάταγμα παραμένει έγκυρο, ενδεχομένως όμως να μην μπορεί να εφαρμοστεί χωρίς να οριστεί ο χρόνος και το ζήτημα να μπορούν να το εγείρουν οι Αιτητές σε περίπτωση που θα αντιμετωπίσουν αίτηση για παρακοή του διατάγματος. 

 

Για τους παραπάνω λόγους η αίτηση απορρίπτεται.

 

 

                                                                             Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

 

 

/φκ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο