ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ v. ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ κ.α., ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. E178/2014, 11/8/2020

ECLI:CY:AD:2020:A285

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. E178/2014

 

11 Αυγούστου, 2020

 

[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, X. MAΛΑΧΤΟΣ, Δ/Δ]

 

ΜΕΤΑΞΥ:

xxx ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ,

Εφεσείοντα/Ενάγοντα,

 

-ΚΑΙ-

 

1.     ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

2.     xxx ΚΕΡΑΥΝΟΥ-ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ,

Εφεσιβλήτων/Εναγομένων

----------------------

Στέφανος Σάββα για Παπαντωνίου & Παπαντωνίου Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.

Γιώργος Αυγουστή-Κωνσταντίνου για Γιάννης Κωνσταντινίδης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.

----------------------

 

     ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Π. Παναγή, Δ.

----------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

    ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:-  Με αγωγή που καταχώρησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, ο εφεσείων αξίωσε αποζημιώσεις, γενικές και ειδικές, για  παράβαση συμφωνίας και/ή αμελή και υπαίτια συμπεριφορά και πλημμελή άσκηση καθηκόντων από τους εφεσίβλητους 1, Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου (στο εξής «ΤΕΠΑΚ») και την εφεσίβλητη 2, Πρύτανη, κατά τον ουσιώδη χρόνο, του ΤΕΠΑΚ. 

 

Οι εφεσίβλητοι στην υπεράσπιση τους ήγειραν τέσσερεις προδικαστικές ενστάσεις.  Με αίτηση τους, θεμελιωμένη κυρίως στη Δ.27, Θ.1-4 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, ζήτησαν όπως αυτές εκδικαστούν από το Δικαστήριο προδικαστικά.  Ο εφεσείων, ενιστάμενος, αντέταξε αριθμό λόγων γιατί η αίτηση δεν έπρεπε να εγκριθεί.  Επιλαμβανόμενο της αίτησης, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στις νομικές αρχές που οριοθετούν την εξουσία που ασκείται δυνάμει της Δ.27, Θ. 1 και 2, στη δικογραφία και σε έγγραφα που αποκαλύφθηκαν με ένορκη δήλωση αποκάλυψης εγγράφων των εφεσιβλήτων, παρατήρησε ότι οι απαιτήσεις του εφεσείοντα στηρίζονταν στην ουσία στην ανάκληση του διορισμού του από τους εφεσίβλητους στην θέση αναπληρωτή καθηγητή στην ειδικότητα Λογοθεραπεία-Λογοπαθολογία, την εγκυρότητα της οποίας αμφισβητούσε με την προσφυγή υπ’ αρ. 1057/12 που καταχώρησε στο Ανώτατο Δικαστήριο.  Έκρινε δε απορρίπτοντας την περί του αντιθέτου εισήγηση του εφεσείοντα, ότι υπήρχε «ξεκάθαρο, ασφαλές και αδιαμφισβήτητο υπόβαθρο πραγματικών γεγονότων αμιγώς νομικό, με μοναδικό επιζητούμενο, αν με βάση τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα παρέχουν δικαιοδοσία στο Επαρχιακό Δικαστήριο να εκδικάσει την απαίτηση του ενάγοντα [εφεσείοντα]», σημειώνοντας, παράλληλα ότι τυχόν απόφαση του Δικαστηρίου επί του προδικαστικού θέματος υπέρ των εφεσιβλήτων, ουσιαστικά επίλυε «άνευ ετέρου ολόκληρη την αγωγή».   Προχωρώντας στην εξέταση του μοναδικού αυτού σημείου έθεσε το ερώτημα, αν με βάση τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα αποκλειστική αρμοδιότητα για εκδίκαση των εγειρόμενων θεμάτων είχε το Ανώτατο Δικαστήριο κατά την άσκηση της αποκλειστικής του δικαιοδοσίας δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος (όπως είχε τότε).  Ερώτημα το οποίο απάντησε καταφατικά, κρίνοντας ταυτόχρονα ότι η αγωγή ήταν πρόωρη και ο εφεσείων θα έπρεπε πρώτα να πετύχει την ακύρωση της ανάκλησης του διορισμού του και στη συνέχεια να απευθυνθεί στο ΤΕΠΑΚ προς ανόρθωση της υλικής ζημιάς που υπέστη.  Σε περίπτωση άρνησης αποκατάστασης θα δημιουργείτο αγώγιμο δικαίωμα του εφεσείοντα.  Ως αποτέλεσμα των διαπιστώσεών του, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή στη βάση ότι στερείτο δικαιοδοσίας να εκδικάσει την απαίτηση του εφεσείοντα. 

 

Με την έφεση προσβάλλεται η απορριπτική απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Η προσέγγιση του Δικαστηρίου, να εξετάσει την ουσία του ζητήματος της δικαιοδοσίας, που με την αίτηση ζητείτο να εκδικαστεί ως προδικαστικό,  υπαγόρευε τον προσδιορισμό της διαφοράς των διαδίκων με βάση τις δικογραφημένες τους θέσεις (βλ. μεταξύ άλλων, Sartas Importers-Distributors Ltd v. Μαρουλλή (2003) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1446 και Μούρτζινος ν. Global Cruises Ltd (1992) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1160).  Πορεία την οποία το Δικαστήριο ακολούθησε, ώστε να «σκιαγραφηθούν», όπως ανέφερε χαρακτηριστικά, τα επίδικα θέματα τα οποία καλείτο να αποφασίσει. 

 

Σύμφωνα με τις δικογραφημένες θέσεις του εφεσείοντα, λοιπόν, κατά τον ουσιώδη χρόνο, εργαζόταν ως καθηγητής στη βαθμίδα του Αναπληρωτή στο Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Πατρών («ΤΕΙ Πατρών»), στο Τμήμα Λογοθεραπείας.  Κατά ή περί το 2010, οι εφεσίβλητοι, εκ των οποίων οι εφεσίβλητοι 1 είναι πρόσωπο δημοσίου δικαίου,   δέχονταν αιτήσεις από υποψήφιους που κατείχαν τα απαιτούμενα προσόντα για την πλήρωση κενής Ακαδημαϊκής θέσης στη βαθμίδα Καθηγητή ή Αναπληρωτή Καθηγητή στην ειδικότητα «Λογοθεραπεία-Λογοπαθολογία», στο Τμήμα Επιστημών Αποκατάστασης.  Θέση για την οποία ο εφεσείων υπέβαλε αίτηση και έδωσε συνέντευξη. Με το πέρας των συνεντεύξεων, η Διοικητική Επιτροπή του ΤΕΠΑΚ στις 16.12.2011, εγκρίνοντας ομόφωνα την εισήγηση του Εκλεκτορικού Σώματος για την πλήρωση μιας θέσης διδακτικού προσωπικού, στο γνωστικό αντικείμενο «Λογοθεραπεία-Λογοπαθολογία», στο ως άνω Τμήμα, αποφάσισε να προσφέρει διορισμό στον εφεσείοντα.  Ακολούθως, στις 28.12.2011, ο εφεσείων ενημερώθηκε για την επιλογή του με ηλεκτρονικό μήνυμα συγκεκριμένου Αναπληρωτή Καθηγητή του ΤΕΠΑΚ, ο οποίος τον κάλεσε να αναλάβει τα καθήκοντα του το συντομότερο δυνατό, δηλαδή το αργότερο αρχές Μαρτίου 2012.  Αφού ο εφεσείων αποδέχτηκε το διορισμό του, οι εφεσίβλητοι του απέστειλαν επιστολή ημερομηνίας 31.1.2012 ζητώντας να προσκομίσει εντός ενός μηνός, βεβαίωση της πρόθεσής του να παραιτηθεί από την απασχόληση του στο ΤΕΙ Πατρών, καθώς και διαβεβαιώσεις των αρμόδιων αρχών της Ελλάδας ότι από την ημερομηνία ανάληψης των καθηκόντων του στο ΤΕΠΑΚ, θα έπαυε οποιαδήποτε άλλη επαγγελματική και επιχειρηματική δραστηριότητα.  Συμμορφούμενος πλήρως, ο εφεσείων απέστειλε στους εφεσίβλητους τις σχετικές αποδείξεις και ανέμενε να τον ενημερώσουν για την ακριβή ημερομηνία έναρξης των καθηκόντων του, ζήτημα για το οποίο οι διάδικοι αντάλλαξαν αλληλογραφία. Η πλήρης συμμόρφωση του εφεσείοντα με τις υποδείξεις των εφεσιβλήτων, συνεπαγόταν και τον τερματισμό της επαγγελματικής δραστηριότητάς του, ώστε να αφιερωθεί αποκλειστικά στα νέα του καθήκοντα στο ΤΕΠΑΚ. 

 

Στις 2.5.2012, ο εφεσείων έλαβε επιστολή από τους εφεσίβλητους, με την οποία του κοινοποιούσαν την απόφαση του Συμβουλίου του ΤΕΠΑΚ να επικυρώσει την απόφαση της Συγκλήτου ημερομηνίας 4.4.2012 για την ανάκληση της απόφασης «για προσφορά και/ή διορισμό για πλήρωση της θέσης» στη βάση κακής συγκρότησης του Εκλεκτορικού Σώματος.  Ο εφεσείων αντέδρασε με επιστολή των δικηγόρων του ημερομηνίας 21.5.2012, γνωστοποιώντας στους εφεσίβλητους, μεταξύ άλλων, ότι συνεπεία της απόφασης τους, υπέστη σοβαρή οικονομική ζημιά καθώς και ηθική βλάβη, αφού βασίστηκε στη γραπτή διαβεβαίωση τους για διορισμό στην προαναφερόμενη θέση.  Γνωστοποίησε, επίσης, στους εφεσίβλητους ότι είχε προβεί σε διάφορες ενέργειες οι οποίες είχαν σαν αποτέλεσμα την απώλεια της επαγγελματικής του δραστηριότητας και των ψηλών εισοδημάτων του  καθώς και την παύση της επιχειρηματικής του δραστηριότητας. Παραθέτοντας σχετικές λεπτομέρειες στην Έκθεση Απαίτησης του ισχυρισμού του για παράνομη συμπεριφορά των εφεσιβλήτων, ο εφεσείων διατεινόταν, μεταξύ άλλων, ότι το ΤΕΠΑΚ ενήργησε αμελώς και με υπαιτιότητα συγκροτώντας παράνομα Επιτροπή Διορισμού, ενώ η εφεσίβλητη 2 γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει την «παράνομη σύσταση» του εν λόγω οργάνου, γεγονός που απέκρυψε από τον εφεσείοντα.

Προκύπτει από τη δικογραφία ότι ο εφεσείων, παράλληλα με την αγωγή που καταχώρησε στο αρμόδιο Επαρχιακό Δικαστήριο, προσέφυγε στην αναθεωρητική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου καταχωρώντας την  υπ’ αρ. 1057/2012 προσφυγή, δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας («η προσφυγή»), ζητώντας την ακύρωση της απόφασης του Συμβουλίου του ΤΕΠΑΚ με την οποία, επικυρώνοντας την απόφαση της Συγκλήτου, ανακλήθηκε  η απόφαση της Διοικούσας Επιτροπής ημερομηνίας 16.12.12 για κατακύρωση ή προσφορά σε αυτόν της επίδικης θέσης.  Περαιτέρω, στα πλαίσια αποκάλυψης εγγράφων στην πρωτόδικη διαδικασία, οι εφεσίβλητοι επισύναψαν στη σχετική τους ένορκη δήλωση ακόμα μια προσφυγή που καταχώρησε ο εφεσείων στις 11.7.2013 εναντίον του ΤΕΠΑΚ, με αριθμό 5733/2013, αιτούμενος την ακύρωση της απόφασης του ΤΕΠΑΚ να μην επιλεγεί κατά την επαναληπτική διαδικασία πλήρωσης της θέσης, μετά την ανάκληση της απόφασης για διορισμό του.

 

Η υπεράσπιση των εφεσιβλήτων, όπως σημείωσε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν δομημένη στο σύνολό της στη διαδικασία πλήρωσης της επίδικης θέσης, με κεντρικό σημείο αναφοράς ότι όλα όσα έλαβαν χώρα καθώς και η ανάκληση του διορισμού, ανάγονταν στην αναθεωρητική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.  

 

Η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης προσβάλλεται με έξι λόγους έφεσης από τους οποίους αναδύεται ως προεξάρχον ζήτημα προς απόφανση, η ύπαρξη ή όχι δικαιοδοσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εκδικάσει την υπόθεση του εφεσείοντα.  Ο εφεσείων θεωρεί λανθασμένη την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η απαίτησή του δεν έπαυε να έχει ως πηγή προέλευσης της την ανάκληση του διορισμού του, η αναθεώρηση της οποίας αναγόταν αποκλειστικά στη σφαίρα της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Εισηγείται ότι οι ζημιογόνες πράξεις των εφεσιβλήτων δεν αφορούσαν διοικητική λειτουργία που απέληξε σε διοικητική πράξη.  Προηγήθηκαν δε της ανάκλησης και αφορούσαν θέματα  αστικής ευθύνης, τα οποία ανάγονται στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου. 

 

Οι αρμοδιότητες του ΤΕΠΑΚ διέπονται και ρυθμίζονται από τον περί Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου Νόμο του 2003 (Ν. 198(Ι)/2003), όπως έχει τροποποιηθεί, και τους σχετικούς κανονισμούς.  Δεν χωρεί αμφιβολία ότι η όλη διαδικασία εκλογής ακαδημαϊκού προσωπικού, η οποία προβλέπεται στο Νόμο, εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου και ελεγχόταν, κατά τον ουσιώδη χρόνο, από την αναθεωρητική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Όπως έχει αναφερθεί, η διαδικασία διορισμού στην προκειμένη περίπτωση δεν κατέληξε σε εκτελεστή διοικητική πράξη, γεγονός που γεννά το ερώτημα κατά πόσο οι προηγηθείσες ενέργειες των εφεσιβλήτων, όπως τους αποδίδονται με το δικόγραφο του εφεσείοντα, δημιουργούν αγώγιμο δικαίωμα που ο εφεσείων μπορεί να ασκήσει προσφεύγοντας απευθείας σε πολιτικό Δικαστήριο. Υποστηρίχθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα, κατά την επ’ ακροατηρίω συζήτηση της έφεσης, ότι οι ενέργειες αυτές ήταν εκτός της νομότυπης διοικητικής διαδικασίας, με αποτέλεσμα να εναποτίθεται στη διοίκηση αστική ευθύνη σε σχέση με την απώλειά του, η οποία στοιχειοθετείται στο Άρθρο 172 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας[1].

 

Το Άρθρο 172 του Συντάγματος αναγνωρίζει δικαίωμα αγωγής εναντίον της Δημοκρατίας για έκνομες πράξεις ή παραλείψεις που προέρχονται από υπάλληλο της ή κάποια υπαγόμενη σε αυτή αρχή.  Η συνταγματική πρόνοια εκτείνεται και στο δημόσιο δίκαιο.  Στον τομέα αυτό, όμως, όπως σημειώνεται στο σύγγραμμα του Α. Ν. Λοϊζου,  Σύνταγμα Κυπριακής Δημοκρατίας, σελ.410:

 

«Οι ζημιογόνες … άδικες πράξεις ή παραλείψεις που αναφέρονται στο άρθρο 172, και οι οποίες είναι εκτελεστές ώστε η αναθεώρηση τους να εμπίπτει μέσα στα όρια του άρθρου 146 δημιουργούν αγώγιμο δικαίωμα, που δεν ασκείται απ’ ευθείας σε πολιτικό δικαστήριο αλλά μόνο σύμφωνα με το άρθρο 146.6 μετά από απόφαση του δικαστηρίου κάτω από την παράγραφο 4 του άρθρου 146… Όταν η απαίτηση εμπίπτει μέσα στη σφαίρα του άρθρου 146.1 δεν μπορεί να εγερθεί παράλληλη θεραπεία κάτω από το άρθρο 172.»

 

Η διοικητική λειτουργία, όπως έχει επανειλημμένα διακηρυχθεί στη νομολογία, περιλαμβάνει το σύνολο των πράξεων και ενεργειών που σχετίζονται με την άσκησή της και η οποία απολήγει στην έκδοση της εκτελεστής διοικητικής πράξης ή απόφασης. 

 

Εν προκειμένω το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι:

 

«…είναι περισσότερο από σαφές και ξεκάθαρο ότι οιονδήποτε νομικό περίβλημα ή και πέπλο λάβει η απαίτηση του ενάγοντα, και υπό οιανδήποτε μορφή και αν επιχειρηθεί να παρουσιαστεί, δεν παύει να έχει ως πηγή προέλευσης της την ανάκληση του διορισμού του στην ακαδημαϊκή θέση καθηγητή του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου στην ειδικότητα Λογοθεραπείας-Λογοπαθολογίας, που συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη, η αναθεώρηση της οποίας ανάγεται αποκλειστικά στη σφαίρα της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Και εναντίον της οποίας ο ενάγων προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο με την ρηθείσα προσφυγή.  Ούτε και η προσθήκη της εναγομένης 2 υπό την ιδιότητα της ως Πρύτανης του ΤΕ.ΠΑ.Κ μεταβάλλει το τοπίο, ούτε και μπορεί να περισώσει τα πράγματα, γιατί με κανένα τρόπο δεν αναιρείται η διοικητική λειτουργία πλήρωσης και ανάκλησης της θέσης καθηγητή στο ΤΕ.ΠΑ.Κ, ως αναγόμενη η υφή της στην σφαίρα της διοικητικής λειτουργίας τέτοιου διορισμού.»

 

Παρατηρούμε ότι για το καίριο ζήτημα του διορισμού του εφεσείοντα στην επίδικη θέση, το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα προσέγγισε την αίτηση στη βάση ύπαρξης διοικητικής πράξης διορισμού του.  Κάτι τέτοιο δεν προέκυπτε από τη δικογραφία, ούτε αποτελούσε κοινό τόπο μεταξύ των διαδίκων.  Ούτε για την ύπαρξη προσφοράς διορισμού υπήρχε ταύτιση θέσεων, αφού ο εφεσείων διατεινόταν ότι αποδέχτηκε άμεσα το διορισμό, ενώ οι εφεσίβλητοι στην υπεράσπισή τους ισχυρίζονταν πως με επιστολή της εφεσίβλητης 2, ημερομηνίας 31.1.2012, υπό την ιδιότητα της ως Πρύτανης του ΤΕΠΑΚ, ζήτησε από τον εφεσείοντα να προσκομίσει διάφορα έγγραφα πριν του υποβληθεί οποιαδήποτε προσφορά διορισμού, η οποία ουδέποτε του στάλθηκε.  Ούτε οι αναφορές που εκτίθεντο σε συγκεκριμένη παράγραφο της έκθεσης απαίτησης αποτελούσαν, κατά τους εφεσίβλητους,  προσφορά διορισμού του.  Το ζήτημα της ύπαρξης ή όχι διορισμού είχε τη σημασία του, ειδικότερα σε σχέση με την νομιμοποίηση του εφεσείοντα να αιτηθεί την ακύρωση της ανακλητικής απόφασης από το αναθεωρητικό Δικαστήριο και το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η αγωγή ήταν πρόωρη.  Αν δεν υπήρξε προσφορά διορισμού και συνακόλουθη αποδοχή της, δεν μπορούσε να υπάρξει διορισμός, αλλά ούτε και συμπληρωμένη διοικητική πράξη με εκτελεστό χαρακτήρα, με  όλα όσα αυτά συνεπάγονταν για την νομιμοποίηση του εφεσείοντα να επιδιώξει την ακύρωση της ανακλητικής πράξης ενώπιον του αναθεωρητικού Δικαστηρίου και τη δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου να εκδικάσει την απαίτηση του.

 

Διαταγή δυνάμει της Δ.27, θ.1 για εκδίκαση προδικαστικού σημείου εκδίδεται με φειδώ και σε περιπτώσεις που είναι εξαιρετικά απλές και καθαρές (βλ. Χ˝Οικονόμου ν Ελληνικής Τράπεζας Λτδ (1992) 1 ΑΑΔ 949).  Η ασάφεια σε σχέση με την ύπαρξη ή όχι διορισμού του εφεσείοντα στην επίδικη θέση δεν επέτρεπε, στην προκειμένη περίπτωση, την προδικαστική εκδίκαση του ζητήματος  της δικαιοδοσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η εσφαλμένη κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, να εκδικάσει τα εγειρόμενα με την υπεράσπιση προδικαστικά σημεία δεν προσβάλλεται με λόγο έφεσης, καίτοι εγείρονται στα πλαίσια της αιτιολογίας του 2ου λόγου έφεσης παράπονα συνυφασμένα προς τούτο, περί εσφαλμένης απόρριψης της εισήγησης του εφεσείοντα για την ύπαρξη αμφισβητούμενων γεγονότων πολύπλευρης και πολύπλοκης φύσης, ενώ στο περίγραμμα αγόρευσης του δικηγόρου του γίνεται λόγος για μη εφαρμογή από το Δικαστήριο της δέουσας διαδικασίας σε περιπτώσεις αιτήσεων όπως η υπό αναφορά.

 

Παρά τη μη προσβολή της προαναφερόμενης πτυχής της πρωτόδικης απόφασης με την έφεση, παρέχεται εξουσία στο Εφετείο από το άρθρο 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/1960) και τη Δ.35, Θ.8 των Διαδικαστικών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, επάλληλες στην ουσία πρόνοιες, να επέμβει προς επίλυση των πραγματικών επίδικων θεμάτων, εκδίδοντας οποιαδήποτε διαταγή κρίνεται ως δίκαια και πρέπουσα υπό το φως των περιστατικών της υπόθεσης.   Οι παράμετροι άσκησης της εξουσίας του Εφετείου εξηγήθηκαν στην υπόθεση  Μαυρονικόλα ν Φοινιώτη κ.ά (1997) 1 ΑΑΔ 1659 ως ακολούθως:

 

«Οι κατ’ έφεση εξουσίες του Ανωτάτου Δικαστηρίου καθορίζονται από το ίδιο άρθρο του νόμου όπως και το δικαίωμα έφεσης, από το άρθρο 25(3) του Ν. 14/60 επιπρόσθετα προς τις προβλεπόμενες από το σχετικό διαδικαστικό κανονισμό που στην προκείμενη περίπτωση είναι η Δ.35 θ.8. Στην ουσία οι πρόνοιες του άρθρου 25(3) και εκείνες της Δ.35 θ.8 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας είναι επάλληλες. Και στις δύο περιπτώσεις παρέχεται εξουσία, μεταξύ άλλων, για την έκδοση οποιασδήποτε διαταγής κρίνεται ως δίκαια και πρέπουσα υπό το φως των περιστατικών της υπόθεσης. Όπως αναγνωρίζει η Αγγλική νομολογία ερμηνευτική των νομοθετικών και θεσμικών (παλαιών θεσμών) της Αγγλίας που αντιστοιχούν προς το άρθρο 25(3) και Δ.35 θ.8, παρέχεται η ευχέρεια, όπου η μεταβολή των περιστάσεων που σημειώθηκε στο ενδιάμεσο το δικαιολογεί, έκδοσης οποιασδήποτε απόφασης κρίνεται δικαία. (Βλέπε Attorney - General v. Birmingham, Tame and Rea District Drainage Board [1912] A.C., σελ. 788, Halsbury's Laws of England, 4th Edition, vol. 37, para. 696).

 

Ανάλογη υπήρξε και η προσέγγιση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Κύπρου. Σημαντική στον τομέα αυτό είναι η απόφαση στην Trifonides ν. Alpan (Takis Bros) (1988) 1C.L.R. 224, (απόφαση πλειοψηφίας) στην οποία το Εφετείο, παρά τη διαπίστωση ότι η έκδοση της εκκαλούμενης διαταγής ειδικής εκτέλεσης συμφωνίας ενοικιάσεως από το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν δικαιολογημένη, δεν ενέκρινε την ενεργοποίηση της διαταγής, η οποία είχε ανασταλεί εκκρεμούσης της έφεσης, για το λόγο ότι η χρονική διάρκεια της ενοικίασης είχε εκπνεύσει. Το Εφετείο όμως δεν έκρινε την έφεση απορριπτέα λόγω αυτού του γεγονότος. Σε τέτοια περίπτωση το Εφετείο διερευνά διαζευκτικούς τρόπους θεραπείας χάριν της άρτιας απονομής της δικαιοσύνης. Στην υπόθεση εκείνη διατάχθηκε η επανεκδίκαση της αγωγής προς το σκοπό καθορισμού της ζημιάς, η οποία προέκυψε από τη διάρρηξη της συμφωνίας, ως υποκατάστατο της θεραπείας της ειδικής εκτέλεσης. Σχετική με το ίδιο θέμα είναι και η μεταγενέστερη απόφαση στην Alpan (Αδελφοί Τάκη) Λτδ ν. Τρυφωνίδου κ.ά., Π.Ε. 8660, ημερ. 24.6.1996».

 

(Βλ. επίσης Hadjisolomou Bros Constructions Ltd v A & N China House Restaurants κ.ά., Πολ. Έφεση Αρ. 296/2013, ημερ. 22.10.2019).

 

Θεωρούμε κατάλληλο το σημείο να γίνει μνεία στην εξέλιξη της προσφυγής αρ. 1057/2012 για σκοπούς συμπλήρωσης της εικόνας των γεγονότων.  Το Ανώτατο Δικαστήριο με απόφαση του ημερομηνίας 6.2.2015,  απέρριψε την προσφυγή, αποδεχόμενο δύο προδικαστικές ενστάσεις του ΤΕΠΑΚ. Έκρινε ότι ο εφεσείων στερείτο εννόμου συμφέροντος να προσβάλει την ανάκληση της απόφασης για διορισμό του, αφού δεν υπήρχε τελεσθείσα και εκτελεστή πράξη διορισμού, εφόσον ουδέποτε του έγινε προσφορά, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει αποδοχή της˙ περαιτέρω, η προσφυγή συνιστούσε ανεπίτρεπτη ταυτόχρονη επιδοκιμασία και αποδοκιμασία, εφόσον ο αιτητής συμμετείχε στην επανάληψη της διαδικασίας πλήρωσης της θέσης, γεγονός που κατά το Δικαστήριο υποδηλούσε «αποδοχή και της απόφασης για ανάκληση της προσφοράς διορισμού του.  Με αποτέλεσμα να μην νομιμοποιείται να θέτει όψιμα, ζητήματα που αφορούν το κύρος και τη νομιμότητα της

 

Υπό το φως των περιστάσεων της υπόθεσης, κρίνουμε ότι η δίκαια και πρέπουσα οδός είναι ο παραμερισμός της πρωτόδικης απόφασης. 

 

Η έφεση επιτυγχάνει με €2.500 έξοδα πλέον ΦΠΑ.  Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.  Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας να ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της δίκης.  

 

                                                                   Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.

 

                                                                   Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

                                                                   Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

/ΣΓεωργίου



[1]    Άρθρο 172 «Η Δημοκρατία ευθύνεται διά πάσαν ζημιογόνον άδικον πράξιν ή παράλειψιν των υπαλλήλων ή αρχών της Δημοκρατίας εν τη ασκήσει των καθηκόντων αυτών ή κατ' επίκλησιν ασκήσεως των καθηκόντων αυτών.  Νόμος θέλει καθορίσει τα περί της ευθύνης της Δημοκρατίας

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο