ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΛΟΗ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ CERTIORARI Η/ΚΑΙ PROHIBITION H/KAI QUO WARRANTO , ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 124/2020, 28/9/2020

ECLI:CY:AD:2020:D320

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 124/2020

 

28 Σεπτεμβρίου, 2020

 

[Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964.

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ xxx ΛΟΗ  ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ CERTIORARI Η/ΚΑΙ PROHIBITION H/KAI QUO WARRANTO

 

KAI

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ THN ΑΠΟΦΑΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 7 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2020 ΠΟΥ ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΗΚΕ ΑΠΌ ΤΟ ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΠΑΦΟΥ ΠΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΑΖΕΙ ΣΤΗ ΛΕΜΕΣΟ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ ΥΠ . ΑΡ. 19209/2015

                                                -------------------

Αιτητής, εμφανίζεται προσωπικά

                                                ----------------------

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.:  O Αιτητής με την υπό κρίση αίτηση επιδιώκει άδεια για την καταχώρηση αίτησης διά κλήσεως «για την έκδοση προνομιακών ενταλμάτων certiorari και/ή Prohibition και/ή Quo Warranto που να απαγορεύουν στο Μόνιμο Κακουργιοδικείο Πάφου που συνεδριάζει στη Λεμεσό από του να προχωρήσει ή/και να συνεχίσει να προχωρεί να εκδικάζει ή/και να αποφασίζει εις ότι αφορά την Ποινική υπόθεση υπ’ αρ. 19209/2015 ή/και δήλωση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι η συνέχιση της Ποινικής υπόθεσης υπ’ αρ. 19209/2015 συνιστά κατάχρηση Δικαστικής διαδικασίας ή/και υπέρβαση δικαιοδοσίας ή/και εξάσκηση λανθασμένης Δικαιοδοσίας ή/και νόσφιση εξουσίας.»

 

Οι λόγοι επί των οποίων στηρίζεται η αίτηση συνοψίζονται στους εξής:

 

Α.  Η συνέχιση της Ποινικής Υπόθεσης υπ. αρ. 19209/2015 συνιστά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας και/ή υπέρβαση δικαιοδοσίας ενόψει έκδοσης  της απόφασης ημερομηνίας 7/8/2020 με την οποία το Κακουργιοδικείο Πάφου  έκρινε  ότι δεν δεσμεύεται από την απόφαση του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λεμεσού ημερομηνίας 15/5/2019 που εκδόθηκε στην Ποινική Υπόθεση 2282/2016, με την  οποία απάλλαξε τον Αιτητή από τις κατηγορίες στον εκ πρώτης όψεως στάδιο.   

 

Β.  Το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Πάφου που συνεδριάζει στη Λεμεσό παράνομα και αντισυνταγματικά απέφυγε να απαντήσει στην επισήμανση του Αιτητή στη γραπτή του Εισήγηση για μη απόδειξη εκ πρώτης όψεως της υπόθεσης εναντίον του ως εκ της  τροποποίησης και εκδίκασης λανθασμένου κατηγορητηρίου.

 

 Γ.  Το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Πάφου που συνεδριάζει στη Λεμεσό παράνομα και αντισυνταγματικά παρέλειψε να απαντήσει στην επισήμανση του Αιτητή στην ίδια εισήγηση του ότι για όλα τα επίδικα δάνεια υπήρχαν πολιτικές αποφάσεις στα πλαίσια δικαστικών διαβημάτων από πλευράς Συνεργατικού Ταμιευτηρίου Λεμεσού.

 

Δ.   Η διαδικασία από 2/11/2018 μέχρι 4/10/2019 στην Ποινική Υπόθεση 19209/2015 του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Πάφου που συνεδριάζει στη Λεμεσό συνιστά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας και/ή υπέρβαση της δικαιοδοσίας του.

 

Η αίτηση υποστηρίζεται από την Ένορκη Δήλωση του ίδιου του Αιτητή,  ημερομηνίας 18/9/2020, όπου προβάλλονται διάφοροι ισχυρισμοί επαναλαμβάνοντας ουσιαστικά τους λόγους στήριξης της αίτησης.   

 

Θα πρέπει να λεχθεί ότι κατά την ημέρα εξέτασης της υπό κρίση αίτησης ο αιτητής,  κατόπιν σχετικής ερώτησης, πληροφόρησε  το Δικαστήριο ότι μετά την έκδοση της ενδιάμεσης απόφασης ημερομηνίας 7/8/2020, η ακρόαση συνεχίστηκε και ορίστηκε η υπόθεση στις 28/10/2020 για να δοθεί η τελική απόφαση. 

 

Από το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου διαφαίνεται ότι αντικείμενο της παρούσας αίτησης είναι η ενδιάμεση απόφαση του Κακουργιοδικείου ημερομηνίας 7/8/2020, με την οποία το Κακουργιοδικείο κάλεσε τους κατηγορούμενους  σε απολογία σε όλες τις κατηγορίες.  Η απόφαση αυτή εκδόθηκε στα πλαίσια εισήγησης από πλευράς των κατηγορουμένων 1, 2, 3 και 5, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 74(1)(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, ότι δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον τους ώστε να κληθούν σε απολογία στις κατηγορίες που αντιμετώπιζαν.  Σημειώνεται ότι οι κατηγορίες αφορούν στα αδικήματα της πλαστογραφίας, της συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος, της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου και άλλες  κατηγορίες περίπου της ίδιας φύσης.    Ο  αιτητής είναι ο κατηγορούμενος 1 στην Ποινική Υπόθεση 19209/2015.

Από μελέτη της αίτησης και των εγγράφων που τη συνοδεύουν  διαπιστώνεται κατ’ αρχάς ότι δεν συνοδεύεται από πιστό αντίγραφο της προσβαλλόμενης απόφασης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3(2) του Διαδικαστικού Κανονισμού του περί Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δικαιοδοσία Έκδοσης Ενταλμάτων Προνομιακής Φύσης) Διαδικαστικού Κανονισμού του 2018. Παραθέτω αυτούσιο το συγκεκριμένο άρθρο:

 

«3(2) Η αίτηση για άδεια πρέπει να συνοδεύεται από την Έκθεση σύμφωνα με τον επισυνημμένο Τύπο Β. Ένορκη Δήλωση και Τύπο Διορισμού Δικηγόρου.  Στην Ένορκη Δήλωση πρέπει να επισυνάπτονται ως Τεκμήρια πιστά αντίγραφα των προσβαλλόμενων αποφάσεων διαταγμάτων ή πράξεων.»

 

 

Είναι φανερό από τις πρόνοιες  του πιο πάνω άρθρου ότι η επισύναψη  πιστού αντιγράφου της απόφασης στην αίτηση για άδεια  καταχώρησης αίτησης διά κλήσεως για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων certiorari, prohibition κ.ά. είναι προϋπόθεση για να προχωρήσει το Δικαστήριο στην εξέταση της.  

 

Στο φάκελο του Δικαστηρίου υπάρχει μεν αντίγραφο της ενδιάμεσης  απόφασης, επισυνημμένο στην Ένορκη Δήλωση που συνοδεύει την αίτηση,  το οποίο όμως δεν είναι πιστοποιημένο.   Συνεπώς η αίτηση δεν μπορεί να εξεταστεί επί της ουσίας αλλά θα πρέπει να  απορριφθεί ως μη συνάδουσα με τις προϋποθέσεις καταχώρησης της. 

Παρά την πιο πάνω κατάληξη μου που σφραγίζει και την τύχη της αίτησης  θα προχωρήσω στην εξέταση της αίτησης και επί της ουσίας στη βάση των γεγονότων και εισηγήσεων του Αιτητή.

 

Στο σημείο αυτό κρίνω σκόπιμο να παραθέσω το νομικό πλαίσιο και πεδίο εφαρμογής του προνομιακού εντάλματος certiorari, όπως έχει συνοψιστεί στην πρόσφατη υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση των Αντώνη Ανδρέου & Σία ΔΕΠΕ κ.α., Πολιτική Έφεση αρ. 348/15, ημ. 9/6/2017, ECLI:CY:AD:2017:A216, η οποία υιοθετήθηκε στη μεταγενέστερη υπόθεση του xxx Λώλου, Πολ. Εφ. 320/2017, ημερ. 4/7/2018, ECLI:CY:AD:2018:A329.

 

Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα από την πρώτη απόφαση:

 

«Όπως επιτάσσει η νομολογία, για την παραχώρηση άδειας για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, η διαδικασία δεν έχει, ως αντικείμενο, την αναθεώρηση της ορθότητας των αποφάσεων των κατώτερων δικαστηρίων. Ο έλεγχος αυτός ασκείται αποκλειστικά στο πλαίσιο της εφετειακής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η αρχή επί της οποίας εδράζεται η δικαιοδοτική βάση εξέτασης αιτήσεων για παραχώρηση αδείας καταχώρισης προνομιακού εντάλματος, είναι η σύννομη άσκηση της δικαιοδοσίας του κατώτερου δικαστηρίου. (Βλ. In Re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250).

 

Περαιτέρω, εξετάζοντας την πιθανότητα χορήγησης αδείας θα πρέπει ο αιτητής να τεκμηριώσει, εκ πρώτης όψεως, και αιτιολογήσει τη χορήγηση αδείας. (Βλ. Λυσιώτης, Αίτηση 174/96, ημερ. 9 Οκτωβρίου 1996).

 

Τα προνομιακά εντάλματα παραχωρούνται, κατ' εξαίρεση, όταν από το ίδιο το πρακτικό διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, ή πλάνη περί το Νόμο, ή παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης.

(Βλ. Global Consolidator Public Ltd (2006) 1 Α.Α.Δ. 464).

 

Στην πρόσφατη υπόθεση, Δέσπω Στυλιανού, Πολ. Εφ. 67/2014, ημερ. 25 Ιουνίου 2015, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

 

″Είχαμε σχετικά πρόσφατα επισημάνει στην Πολιτική Έφεση Αρ. 20/2014, Στέλιος Στυλιανίδης, 17.3.2015, με παραπομπή στην Μαρκιτανής ν. Μουζούρη (2000) 1 Α.Α.Δ. 923, τις περιπτώσεις που δικαιολογείται επέμβαση του Εφετείου τις οποίες και κρίνεται αναγκαίο να επαναλάβουμε, ως εκ της αυξητικής τάσης που παρατηρείται στην καταχώριση αιτήσεων και εφέσεων αναλόγως, για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων:

 

«H άδεια για καταχώρηση αίτησης χορηγείται κατά διακριτική ευχέρεια (βλ. και The Supreme Court Practice 1999, σελ. 908). Εφόσο πρόκειται για απόφαση που απορρέει από άσκηση   διακριτικής ευχέρειας επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται:

 

(α) ΄Οπου διαπιστώνεται ότι η διακριτική ευχέρεια ασκήθηκε έξω από το πλαίσιο που παρέχεται από το Νόμο, όπως όταν  διαπιστώνεται ότι υπεισήλθαν στην άσκηση της εξωγενείς  παράγοντες.

 

(β) ΄Οπου η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας οδηγεί σε  πασιφανή αδικία, όπως είναι η περίπτωση στην οποία δε θα μπορούσε να προέλθει κανένα δικαστήριο (Αρέστη ν. Ηλία (1991) 1 Α.Α.Δ. 984, 988, 989, Σιακόλας ν. Federal Bank of Lebanon (1992) 1 A.A.Δ. 710).

 

(γ) ΄Οπου υπάρχει πλάνη ως προς τα γεγονότα, σφάλμα νόμου, εφαρμογή λανθασμένων αρχών δικαίου, λήψη υπόψη άσχετων στοιχείων, μη λήψη υπόψη σχετικών στοιχείων (Νεάρχου ν.   Χαραλάμπους (1991) 1 Α.Α.Δ. 954, Donald Campbell & Co. Ltd ν. Pollak [1927] A.C. 732, Evans v. Bartlam [1937] A.C. 473, Young v. Thomas [1892] 2 Ch. 234 και Egerton v. Jones [1939] 3 All E.R. 892).»

 

  Από τους λόγους για τους οποίους επιζητείται η έκδοση των προνομιακών ενταλμάτων και την έκθεση γεγονότων καθίσταται αντιληπτό ότι ο σκοπός των επιζητούμενων προνομιακών ενταλμάτων δεν είναι ο έλεγχος της νομιμότητας αλλά της ορθότητας της απόφασης που εκφεύγει της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας.  Σημειώνεται ότι η απόφαση εκδόθηκε από αρμόδιο Δικαστήριο,  το οποίο εξέτασε εισήγηση των κατηγορουμένων στα πλαίσια ποινικής υπόθεσης στη βάση συγκεκριμένης πρόνοιας του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου για απαλλαγή τους από τις κατηγορίες που αντιμετώπιζαν, λόγω μη απόδειξης εκ πρώτης όψεως υπόθεσης εναντίον τους. 

 

Ο αιτητής στην προφορική του αγόρευση υποστήριξε την αίτηση με αναφορά σε νομικά σφάλματα που, κατά την εισήγηση του περιέπεσε το Κακουργιοδικείο. 

 

Δεν τέθηκε οτιδήποτε που να κατατείνει στο ότι το Κακουργιοδικείο υπερέβη ή καταχράστηκε τη δικαιοδοσία του με την απόφαση του  ή περιέπεσε σε νομικό σφάλμα.  Ουσιαστικά με την αίτηση αποσκοπείται η επανακρόαση της εισήγησης που υποβλήθηκε  σύμφωνα με το άρθρο 74(1)(β) του ΚΕΦ.155 και εξέταση των ίδιων θεμάτων που υποβλήθηκαν  και στο Κακουργιοδικείο το οποίο με την απόφαση του  άσκησε την κρίση του στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του καλώντας τους κατηγορουμένους σε απολογία.

 

Σημειώνεται περαιτέρω ότι η ακρόαση της υπόθεσης, σύμφωνα με τα λεχθέντα του Αιτητή, έχει ήδη ολοκληρωθεί και παρέμεινε μόνο η έκδοση της τελικής απόφασης που επιφυλάχθηκε να δοθεί  στις 27/10/20020.  Ενόψει αυτής της εξέλιξης η παροχή άδειας για έκδοση των προνομιακών ενταλμάτων που ζητούνται, δηλαδή να σταματήσει η εκδίκαση της υπόθεσης ενώπιον του Κακουργιοδικείου,  δεν εξυπηρετεί πλέον κανένα σκοπό. 

 

Είναι η διαπίστωση μου ότι  δεν έχει καταδειχθεί συζητήσιμο θέμα. 

Ακόμη και να αποφάσιζα το αντίθετο, εξετάζοντας το θέμα πάλι θα απέρριπτα την αίτηση, για τον απλούστατο λόγο ότι στη διάθεση του αιτητή βρίσκεται το ένδικο μέσο της έφεσης στο τέλος της δικαστικής διαδικασίας με την έκδοση της τελικής απόφασης  στις 27/10/2020, εφόσον δεν διαπιστώνεται να συντρέχουν  εξαιρετικές περιστάσεις που να επιτρέπουν την παράκαμψη του κανόνα.   Η ορθή διαδικασία είναι η έφεση που είναι και η φυσιολογική πορεία ελέγχου κατώτερου Δικαστηρίου. 

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η αίτηση απορρίπτεται.

 

 

 

                                                                             Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.

 

/Α.Λ.Ο.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο