Χ''Ιωάννου v. Gordian Holdings Limited, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 273/2019 , 8/9/2020

ECLI:CY:AD:2020:A298

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 273/2019

 

 

8 Σεπτεμβρίου 2020

 

 

[ΛΙΑΤΣΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΥ, ΔΔ]

 

 

        xxx xxx Χ’’Ιωάννου

Εφεσείοντα/Εναγομένου 2

ΚΑΙ

Gordian Holdings Limited

Εφεσίβλητης/Ενάγουσας

 

---------------

 

Γ. Τριανταφυλλίδης με Θ. Οικονόμου για Άντης Τριανταφυλλίδης & Υιοί ΔΕΠΕ και Α. Γαβριηλίδης με Φ. Παπαγιώργη (Κα) για Σκορδής, Παπαπέτρου & Σία ΔΕΠΕ , για τον Εφεσείοντα.

Α. Γεωργίου για Φοίβος, Χρίστος Κληρίδης & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη.

 

--------------

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Χ. Μαλαχτό, Δ.

-------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:  Την 28.6.2019 εκδόθηκε απόφαση υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον του Εφεσείοντα για το ποσό των  Δολ. Αμερ. 20.000.000 πλέον τόκους και έξοδα.  Ο Εφεσείοντας εφεσίβαλε την εναντίον του ετυμηγορία με εννέα λόγους έφεσης και την 1.8.2019 καταχώρησε στο Δικαστήριο που εκδίκασε την αγωγή αίτηση για αναστολή της εκτέλεσης της απόφασης μέχρι την αποπεράτωση της έφεσης.  Η αίτηση απορρίφθηκε και έτσι πληρώθηκαν οι δικονομικές προϋποθέσεις της Δ.35, Θ.19 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας για την καταχώριση της παρούσας Αίτησης στο Εφετείο.

 

Οι αρχές που διέπουν το ζήτημα της αναστολής της εκτέλεσης απόφασης λόγω της εκκρεμοδικίας έφεσης κατά της απόφασης είναι καθιερωμένες.  Αναφέρεται στη Ναυτικός Όμιλος Πάφου ν. Αρχής Λιμένων (1991) 1 Α.Α.Δ. 1147, 1150, ότι:

 

«Η έφεση δεν αναστέλλει το δικαίωμα εκτέλεσης ούτε μειώνει το κύρος της πρωτόδικης απόφασης. Η αναστολή μπορεί να εγκριθεί στο πλαίσιο της διακριτικής ευχέρειας που παρέχεται στο δικαστήριο από τη Δ.35 Θ. 18. Η διασφάλιση του τελεσφόρου της πρωτόδικης απόφασης, αφενός, και της αποτελεσματικότητας του δικαιώματος για άσκηση έφεσης, αφετέρου, συνιστούν τους κατεξοχή παράγοντες που επενεργούν στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου. Η εξισορρόπηση των συγκρουόμενων δικαιωμάτων επιβάλλει τη στάθμιση κάθε γεγονότος που σχετίζεται τόσο με τις επιπτώσεις της αναστολής, όσο και τη ζωτικότητα του δικαιώματος για την άσκηση έφεσης.»

 

(βλ. ακόμα: Penderhill Holdings Limited κ.ά. ν. Κλουκινά κ.ά. (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1921, 1932-3, P & MA Restaurant Limited κ.ά. ν. Wakeham (2011) 1(Β) Α.Α.Δ. 1239, 1243-5, The Governor and the Company of the Βank of Scotland ν. S.S. Sapphire Seas (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 955, 966-8, Χαραλάμπους ν. Panayides Contracting Ltd (2001) 1(Γ) A.A.Δ. 1978, 1982-3, A.B.P. Holdings Ltd κ.ά. ν. Κιταλίδη κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 287, 293 και Νεοφύτου ν. Δημητρίου (1989) 1 Α.Α.Δ. 592, 597).

 

Η αγωγή είχε κινηθεί από την Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ και η αξίωση ήταν στη βάση εγγυητικής που ο Εφεσείοντας είχε παραχωρήσει προς την Τράπεζα για υποχρεώσεις του Εναγόμενου 1. Μετά την έκδοση της απόφαση καταχωρίστηκε ειδοποίηση ότι το εξ αποφάσεως χρέος μεταβιβάστηκε στην Εφεσίβλητη, δυνάμει σχεδίου διακανονισμού που είχε επικυρωθεί δικαστικά και τεθεί σε ισχύ. 

 

Η Αίτηση βασίζεται σε δύο πυλώνες.  Κατά πρώτο λόγο, ο Εφεσείοντας υποστηρίζει ότι η έφεση έχει πολύ σοβαρές πιθανότητες επιτυχίας.  Είναι η βασική του θέση ότι η εγγυητική που είχε παραχωρήσει προς την Τράπεζα ήταν άσχετη και δεν κάλυπτε τις υποχρεώσεις του Εναγόμενου 1 που η αγωγή αφορούσε, δηλαδή τρεις παλιές εγγυητικές που η Τράπεζα, σε χρόνο μεταγενέστερο της επίδικης, πλήρωσε για λογαριασμό του.  Ο Εφεσείοντας είχε προσφέρει την εγγύηση του σε σχέση με άλλη συγκεκριμένη πιστωτική διευκόλυνση που ο Εναγόμενος 1 είχε αιτηθεί από την Τράπεζα.  Καταλογίζει έτσι στο Δικαστήριο που εκδίκασε την αγωγή ότι εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψη του τα σχετικά έγγραφα και ειδικά τα έγγραφα που συνόδευαν την επίδικη εγγυητική που η Τράπεζα του είχε αποστείλει για να την υπογράψει.  Τι κάλυπτε η επίδικη εγγυητική ήταν το κύριο επίδικο ζήτημα στην αγωγή.  Εξετάστηκε από το Δικαστήριο που εκδίκασε την υπόθεση που με αναφορά στο περιεχόμενο της ίδιας της εγγυητικής και άλλα στοιχεία, αποφάνθηκε απορρίπτοντας την θέση του Εφεσείοντα.

 

Με την ανταπαίτηση του ο Εφεσείοντας είχε ζητήσει, όπως σε περίπτωση που εκδιδόταν εναντίον του απόφαση στην απαίτηση, να ανασταλεί η εκτέλεση της στη βάση των προνοιών του άρθρου 10 του περί της Προστασίας Ορισμένης Κατηγορίας Εγγυητών Νόμου του 2003 (Ν.197(Ι)/2003).  Το ενδεχόμενο χορήγησης τέτοιας θεραπείας εξετάστηκε από το Δικαστήριο που εκδίκασε την υπόθεση, που, στη βάση της μαρτυρίας που είχε τεθεί ενώπιον του και αποδέχτηκε σε σχέση με την περιουσία του Εναγόμενου 1 και τις προσπάθειες επίδοσης σε αυτόν ειδοποίησης πτώχευσης, απέρριψε και αυτή την εισήγηση του Εφεσείοντα.  Η επιμέρους απόφαση αποτελεί και αυτή αντικείμενο της έφεσης. 

 

Εξηγήθηκε στην προαναφερθείσα Ναυτικός Όμιλος Πάφου (σελ.1150-1) ότι:

 

«Οι προοπτικές επιτυχίας της έφεσης είναι μεν παράγοντας σχετικός, αλλά οριακής σημασίας στις πλείστες περιπτώσεις. Το πλαίσιο για τη διάγνωση των δικαιωμάτων του εφεσείοντα σε συνάρτηση με την αποτίμηση των λόγων της έφεσης είναι η ακρόαση της έφεσης. Μόνο όπου μπορεί να γίνει πρόγνωση με βεβαιότητα ως προς την επιτυχία ή αποτυχία της έφεσης, χωρίς περαιτέρω συζήτηση του θέματος, ο παράγοντας αυτός αποκτά σπουδαιότητα στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου.»

 

 

Περιοριζόμαστε στη διαπίστωση ότι δεν είναι τέτοια η παρούσα περίπτωση και συνεπώς ο παράγοντας της προοπτικής επιτυχίας της έφεσης δεν αποκτά σπουδαιότητα  στην άσκηση της διακριτικής μας ευχέρειας. 

 

Κατά δεύτερο λόγο, ο Εφεσείοντας προβάλλει ότι, εάν δεν ανασταλεί η εκτέλεση της απόφασης, η έφεση θα χάσει την αποτελεσματικότητα της.  Η θέση εδράζεται σε δύο παραμέτρους.  Η πρώτη αφορά στο γεγονός ότι με την έφεση προσβάλλεται και η επιμέρους απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου να μην εκδώσει διάταγμα αναστολής της εκτέλεσης της απόφασης εναντίον του Εφεσείοντα στη βάση των προνοιών του Ν.197(Ι)/2003.  Εάν δεν ανασταλεί η εκτέλεση της και η απόφαση εκτελεστεί, τότε, διατείνεται ο Εφεσείοντας, η πτυχή αυτή της έφεσης θα καταστεί άνευ αντικειμένου.

 

Δεν μας βρίσκει σύμφωνους αυτή η προσέγγιση.  Εάν η έφεση ως προς την εμβέλεια της εγγυητικής απορριφθεί, αλλά διαφανεί πως το Επαρχιακό Δικαστήριο έσφαλε στο να μη διατάξει την αναστολή της εκτέλεσης της απόφασης δυνάμει του Ν.197(Ι)/2003, τότε η Εφεσίβλητη θα πρέπει να επιστρέψει στον Εφεσείοντα το προϊόν της εκτέλεσης ή το ποσό που ο Εφεσείοντας θα έχει πληρώσει και ο Εφεσείοντας θα εξακολουθεί να είναι εξ αποφάσεως χρεώστης της, με την εκτέλεση της απόφασης να ρυθμίζεται πλέον βάση του Ν.197(Ι)/2003 και σε σχέση με την εκτέλεση της εναντίον του Εναγόμενου 1 πρωτοφειλέτη.  Ο Εφεσείοντας θα μπορεί, στην περίπτωση που η έφεση του επιτύχει ως ανωτέρω, να τύχει θεραπείας και η ουσία θα έγκειται στο κατά πόσο η Εφεσίβλητη θα είναι σε θέση να του επιστρέψει το ποσό που θα έχει εισπράξει.  Αυτό μας οδηγεί στα θεμέλια του τελευταίου και σημαντικότερου ζητήματος που εγείρει η Αίτηση.  Κατά πόσο δηλαδή, σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης, η Εφεσίβλητη θα είναι σε θέση να επιστρέψει το ποσό που επιδικάστηκε πίσω στον Εφεσείοντα, εφόσον ο τελευταίος της το καταβάλει (Charalambous v. Nicolaides & Neophytou (1985) 1 C.L.R. 737, 741). 

 

Ο Εφεσείοντας, με δήλωση των δικηγόρων του, προσφέρθηκε να καταθέσει το ποσό της απόφασης πλέον τους τόκους στο Δικαστήριο και να καταθέτει από καιρού εις καιρόν περαιτέρω ποσά ώστε οι τόκοι που θα συσσωρεύονται να είναι πάντοτε καλυμμένοι, και αυτό ως προϋπόθεση για τη συνέχιση του διατάγματος αναστολής, εφόσον χορηγηθεί.  Η πρόταση του Εφεσείοντα δεν έγινε αποδεχτή από την Εφεσίβλητη ώστε να εκδοθεί εκ συμφώνου διάταγμα, παρά τη θέση της ότι ο Εφεσείοντας, ουδεμία περιουσία κατέχει στην Κύπρο, «δεν διατηρεί άμεσα και απευθείας … περιουσιακά στοιχεία πλην κάποιας ακίνητης περιουσίας στην Ελλάδα αξίας περί τα 5 με 7 εκατομμύρια ευρώ» και επιδιώκει την αναστολή για να του δοθεί χρόνος να αποξενώσει περαιτέρω τα περιουσιακά του στοιχεία.

 

Οι δικηγόροι του Εφεσείοντα μας παρέπεμψαν σε νομολογία με την οποία αποδίδεται, όπως εισηγούνται, σημασία στην παράμετρο που αφορά στην εξασφάλιση του λαβείν του εξ αποφάσεως πιστωτή.  Στην Παπακόκκινου ν.  Glykys and Araouzos (Insurances) Ltd (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 513, απορρίφθηκε η έφεση κατά της απόφασης αναστολής της εκτέλεσης με αναφορά στο ότι (σελ.519) «Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι είχε εξασφαλιστεί η απαίτηση». Δεν είχε αμφισβητηθεί ότι η εξ αποφάσεως πιστωτής ήταν φερέγγυα, υπήρχε ωστόσο και η θέση του εξ αποφάσεως οφειλέτη ότι δεν ήταν καθόλου συνεργάσιμη και θα υπήρχαν δυσκολίες στην ανάκτηση του ποσού της απόφασης εάν το χρέος πληρωνόταν και η έφεση επιτύγχανε.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε διατάξει την αναστολή υπό το όρο κατάθεσης του ποσού της απόφασης στο Δικαστήριο, με τον οποίο ο εξ αποφάσεως οφειλέτης είχε ήδη συμμορφωθεί.  Το Εφετείο δεν διαπίστωσε έδαφος για να επέμβει στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Ωστόσο, δεν είναι η προοπτική του επιτυχόντα διάδικου να εισπράξει το ποσό της απόφασης που εξισορροπείται με το ενδεχόμενο να μην μπορέσει ο αποτυχών διάδικος να επανακτήσει το ποσό που θα πληρώσει αν η εκτέλεση της απόφασης δεν ανασταλεί.  Είναι η διασφάλιση του τελεσφόρου της πρωτόδικης απόφασης, δηλαδή η ικανοποίηση του επιτυχόντα διαδίκου τώρα και όχι στο μέλλον.  Η πληρωμή του ποσού της απόφασης στο Δικαστήριο ή η παροχή άλλης εξασφάλισης μπορεί να τεθεί ως όρος από το Δικαστήριο για την χορήγηση της αναστολής.[1]  Διαφορετικά η αναστολή θα διατασσόταν χωρίς άλλο, οποτεδήποτε ο εξ αποφάσεως οφειλέτης κατάθετε το ποσό χρηματικής απόφασης στο Δικαστήριο.

 

Επομένως, ό,τι ενδιαφέρει είναι η προοπτική επιστροφής του μεγάλου ποσού της απόφασης στον Εφεσείοντα σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης, στη βάση της οικονομικής δυνατότητας της Εφεσίβλητης, στο βαθμό που μπορεί σήμερα να προβλεφθεί.  Σημειώνεται ότι το εξ αποφάσεως χρέος, μαζί με του συσσωρευμένους μέχρι σήμερα τόκους, είναι της τάξης των €30 εκατομμυρίων.

 

Οι ανησυχίες του Εφεσείοντα φέρονται να εδράζονται στη θέση ότι η Εφεσίβλητη, που συστάθηκε την 29.12.2017, κατά παράβαση της νομοθεσίας, δεν έχει ποτέ καταχωρήσει στον Έφορο Εταιρειών ετήσια έκθεση με τις οικονομικές της καταστάσεις.  Περαιτέρω, ο Εφεσείοντας προβάλλει ότι κατά τη διαδικασία της αίτησης για αναστολή της εκτέλεσης ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, ενώ είχε προβληθεί η θέση ότι η Εφεσίβλητη διατηρεί περιουσία δισεκατομμυρίων ευρώ, το μόνο έγγραφο που είχε παρουσιαστεί ήταν μια σύντομη επιστολή των ελεγκτών της ημερ.4.9.2019 στην οποία αναφερόταν ότι σύμφωνα με τον μη ελεγμένο ισολογισμό της, τα περιουσιακά στοιχεία της Εφεσίβλητης ανέρχονταν την 31.7.2019 σε €1.182.182.380 περιλαμβανομένων €44.822.485 σε καταθέσεις σε τράπεζες.

 

Με την ένορκη δήλωση που καταχωρίστηκε προς υποστήριξη της ένστασης, από υπάλληλο της Εφεσίβλητης, αναφέρεται ότι αυτή διατηρεί περιουσία δισεκατομμυρίων ευρώ.  Παρουσιάζεται σχετική εκτύπωση από το αρχείο του Έφορου Εταιρειών προς διάψευση της θέσης του Εφεσείοντα ότι η Εφεσίβλητη δεν είχε καταχωρήσει ετήσια έκθεση όπως προνοεί η νομοθεσία.  Σε σχέση με την φερεγγυότητα της Εφεσίβλητης, παρουσιάζεται πιο πρόσφατη επιστολή των ελεγκτών της, ημερ.4.5.2020, όπου αναφέρεται ότι σύμφωνα με τους ελεγμένους της ισολογισμούς η Εφεσίβλητη διατηρεί σε μετρητά ή «cash equivalent» ποσό €35.299.664 και περιουσιακά στοιχεία συνολικής αξίας €1.136.041.326.  Επισυνάπτεται στην επιστολή απόσπασμα από τις Οικονομικές Καταστάσεις της Εφεσίβλητης για το έτος 2019.

 

Αποδεχόμαστε την θέση του Εφεσείοντα πως, ενώ το νομικό αποδεικτικό βάρος ήταν και παραμένει στους ώμους του, το μαρτυρικό βάρος απόδειξης θα μπορούσε να μετακινηθεί και έχει στην προκειμένη περίπτωση μετακινηθεί στους ώμους της Εφεσίβλητης να καταδείξει την ικανότητα της να επιστρέψει το ποσό της απόφασης στον Εφεσείοντα σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης, παρουσιάζοντας τα στοιχεία που η ίδια γνωρίζει και κατέχει και στα οποία δεν έχει διαφανεί ότι ο Εφεσείοντας θα μπορούσε να έχει πρόσβαση (Halsburys Laws of England, 5η έκδ., παρ.704).  Όπως αναφέρεται στη National Industrial Credit Bank Ltd v. Aquinas Francis Wasike and Others, Civil Application No.238/2005 του Εφετείου της Ναϊρόμπι της Κένυας, στη οποία μας παρέπεμψαν οι δικηγόροι του Εφεσείοντα, αφότου ο εξ αποφάσεως οφειλέτης προβάλει ένα λογικό φόβο ότι ο εξ αποφάσεως πιστωτής δεν θα μπορέσει να πληρώσει πίσω το ποσό της απόφασης, το μαρτυρικό βάρος απόδειξης πρέπει τότε να μεταφέρεται στον τελευταίο να καταδείξει τι πόρους έχει, εφόσον το ζήτημα βρίσκεται στη δική του αποκλειστική γνώση.

 

Και εδώ αποκτά σημασία η πρόταση του Εφεσείοντα για κατάθεση του ποσού στο Δικαστήριο, που καταδεικνύει πως δεν έχει αλλότρια κίνητρα, όπως του αποδίδει η Εφεσίβλητη και ότι ο φόβος του σε σχέση με τη φερεγγυότητα της Εφεσίβλητης είναι γνήσιος.

 

Δεν συμφωνούμε όμως με τη θέση του Εφεσείοντα ότι η επιστολή των ελεγκτών της Εφεσίβλητης δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη γιατί αποτελεί εξ ακοής μαρτυρία.  Η εξ ακοής μαρτυρία είναι αποδεχτή μαρτυρία[2] στην οποία αποδίδεται η ανάλογη βαρύτητα.[3]  Περαιτέρω, παρατηρούμε επί του προκειμένου πως ο Εφεσείοντας δεν επιδίωξε να την αμφισβητήσει καθ’ οιονδήποτε τρόπο, αλλά αντίθετα, η επιχειρηματολογία του εδράζεται στο περιεχόμενο της.

 

Υποδείχτηκε από τους δικηγόρους του Εφεσείοντα κατά τη συζήτηση της Αίτησης ότι η επιστολή των ελεγκτών εμπεριέχει επιφύλαξη που δεν επιτρέπει στο Δικαστήριο να αποδώσει βαρύτητα και να βασιστεί σε αυτή.  Αναφέρεται ότι: «It is provided solely on the basis that the firm does not warrant the contents in any way and there shall be no liabilities, obligations, duties or responsibilities whatsoever on the part of our firm or any of its partners or employees arising from this letter.  Any use made or reliance placed on the information contained above is therefore entirely at the risk of the user».  Πρόκειται για τη συνήθη πρακτική των ελεγκτών, αντιτείνουν οι δικηγόροι της Εφεσίβλητης, που ωστόσο δεν προσέφερε προς τούτο μαρτυρία.

 

Περαιτέρω, όπως αναφέρουν οι δικηγόροι του Εφεσείοντα, δεν επισυνάπτονται ολόκληρες οι οικονομικές καταστάσεις της Εφεσίβλητης για το έτος 2019 αλλά μόνο μια σελίδα, από την οποία όμως προκύπτουν στοιχεία που αντικειμενικά θα μπορούσαν να δημιουργήσουν ερωτηματικά σε σχέση με την φερεγγυότητα της Εφεσίβλητης.  Παραπέμπει δε σε σημειώσεις που δεν έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου. 

 

Προκύπτει ότι το μεγαλύτερο μέρος των περιουσιακών στοιχείων της Εφεσίβλητης, καταγραμμένης αξίας €932.860.895, αποτελείται από εξαγορασθέντα δάνεια και επομένως, υπάρχει, κατά την εισήγηση των δικηγόρων του Εφεσείοντα, εγγενής κίνδυνος σε σχέση με την ανάκτηση τους, που στην απουσία εξειδικευμένης μαρτυρίας αφήνει ερωτηματικά σε σχέση με την πραγματική οικονομική εικόνα της Εφεσίβλητης, λαμβανομένου υπόψη πως, πέραν των περιουσιακών στοιχείων, υπάρχουν και οικονομικές υποχρεώσεις που ανέρχονται σε €1.090.941.338.  Σε αντιπαραβολή με την επιστολή που παρουσιάστηκε στη ανάλογη διαδικασία ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, υποδεικνύεται μείωση των αναφερόμενων καταθέσεων κατά περίπου €9 εκατομμύρια.  Σημειώνουν ακόμα οι δικηγόροι του Εφεσείοντα ότι από την εν λόγω σελίδα προκύπτει ότι το 2018 το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων της Εφεσίβλητης ήταν μόλις €110.000.

 

Η μείωση των καταθέσεων, εξηγούν οι δικηγόροι της Εφεσίβλητης, οφείλεται στις συνεχείς επενδύσεις και αποδεχόμαστε ότι η παράμετρος αυτή δεν πρέπει να προσεγγίζεται χωρίς αναφορά στα περιουσιακά στοιχεία και επενδύσεις.  Και ακριβώς το σημαντικό είναι ότι διαπιστώνουμε ότι στο χρόνο που διέρρευσε μεταξύ των δύο επιστολών υπήρξε μείωση των περιουσιακών στοιχείων της Εφεσίβλητης κατά περίπου €46 εκατομμύρια.  Δεν προσφέρθηκε καμιά εξήγηση, γεγονός που επιτείνει την ανησυχία μας ως προς την μελλοντική οικονομική δυνατότητα της Εφεσίβλητης, λαμβανομένου υπόψη του μεγάλου ύψους του ποσού της απόφασης. 

 

Από τα στοιχεία που έχουν τεθεί ενώπιον μας, με τον τρόπο που έχουν παρουσιαστεί, αποσπασματικά και με επιφυλάξεις, εδραιώνεται η γνήσια ανησυχία του Εφεσείοντα, που γίνεται και δική μας και αντανακλάται σε σοβαρή προοπτική ότι, σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης,  η Εφεσίβλητη δεν θα είναι σε θέση να επιστρέψει το ποσό της απόφασης.

 

Όπως εύστοχα τέθηκε στη Χατζηπαναγή ν. Αυξεντίου, Πολιτική Έφεση Αρ.151/2017, ημερ.9.11.2017, ECLI:CY:AD:2017:A399, στην οποία μας παρέπεμψαν οι δικηγόροι του Εφεσείοντα «Μεταξύ των στοιχείων που συνυπολογίζονται κατά την εξέταση αίτησης αναστολής είναι και το ενδεχόμενο πρόκλησης ανεπανόρθωτης αδικίας στο ένα ή στο άλλο μέρος αν το δικαστήριο χορηγήσει ή αρνηθεί να χορηγήσει διάταγμα αναστολής». 

 

Καταλήγουμε ότι η διακριτική μας ευχέρεια θα πρέπει να ασκηθεί υπέρ του Εφεσείοντα.  Διατάσσεται η αναστολή εκτέλεσης της επίδικης απόφασης υπό τον όρο ότι ο Εφεσείοντας θα παράσχει εγγύηση για το ποσό της απόφασης πλέον τους συσσωρευμένους τόκους με τον τρόπο και στο χρόνο που θα καθορίσουμε αφού ακούσουμε τις εισηγήσεις των δικηγόρων των διαδίκων και καταβάλει προς τους δικηγόρους της Εφεσίβλητης τα επιδικασθέντα έξοδα της αγωγής, μέσα σε 15 ημέρες από της επίδοσης στους δικηγόρους του εγκριμένου καταλόγου εξόδων.  Στην συνέχεια, η αναστολή θα συνεχίζεται εφόσον κάθε εξαμηνία, αρχίζοντας από 1.1.2021, ο Εφεσείοντας παρέχει, μέσα σε 15 ημέρες, εγγύηση για τους τόκους  που θα έχουν συσσωρευτεί κατά τον χρόνο που θα έχει παρέλθει.

 

Τα έξοδα της Αίτησης, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, πλέον το σχετικό Φ.Π.Α., θα είναι έξοδα στην πορεία της έφεσης, αλλά σε καμιά περίπτωση εναντίον του Εφεσείοντα (ABP Holdings Ltd κ.ά. v. Κιταλίδης κ.ά. (Αρ.1) (1994) 1(Α) Α.Α.Δ. 287, 296).

 

 

 

                                                          Α.Ρ. Λιάτσος, Δ.

 

 

 

 

                                                          Α. Πούγιουρου, Δ.

 

 

 

 

                                                          Χ. Μαλαχτός, Δ.



[1] Δ.35, θ.18: An appeal shall not operate as a stay of execution or of proceedings under the decision appealed from except so far as the Court appealed from or the Court of Appeal, or a Judge of either Court, may order; and no intermediate act or proceeding shall be invalidated, except so far as the Court appealed from may direct. Before any order staying execution is entered, the person obtaining the order shall furnish such security (if any) as may have been directed. If the security is to be given by means of a bond, the bond shall be made to the party in whose favour the decision under appeal was given.

[2] Βλ. άρθρο 24 του περί Απόδειξης Νόμου, Κεφ.9.

[3] Βλ. άρθρο 27 του περί Απόδειξης Νόμου, Κεφ.9.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο