ΠΑΥΛΙΔΗΣ v. DEPFA BANK PUBLIC LIMITED COMPANY κ.α., Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 198/2014, 18/11/2020

ECLI:CY:AD:2020:A391

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 198/2014)

 

18 Noεμβρίου, 2020

 

[ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ,  Δ/ΣΤΕΣ]

 

xxx ΠΑΥΛΙΔΗΣ

Εφεσείων/Αιτητής

και

1.   DEPFA BANK PUBLIC LIMITED COMPANY

2.   DEPFA BANK PUBLIC LIMITED COMPANY

3.   HYPO REAL ESTATE HOLDING AG

Εφεσίβλητοι/Kαθ΄ων η αίτηση.

_ _ _ _ _ _

Γ.Ζ.Γεωργίου, για τον εφεσείοντα

Γ.Λοϊζου, για Α.Τριανταφυλλίδη & Υιοί, για τους εφεσίβλητους

_ _ _ _ _ _

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα δοθεί από την Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.

----------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.:  Στις 27.5.2014 το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών στη Λευκωσία έκρινε ότι ο εφεσείων-αιτητής δικαιούτο σε αποζημιώσεις για παράνομη απόλυση εναντίον των εφεσιβλήτων/καθ΄ων η αίτηση 1, 2 και 3.  Εναντίον του Ταμείου Πλεονάζοντος Προσωπικού η αίτηση απορρίφθηκε, εφόσον το Δικαστήριο θεώρησε ότι δεν αποδείχτηκε πλεονασμός.  Επίσης αξιώσεις του εφεσείοντα για αποζημιώσεις ως προς δυσμενή διάκριση λόγω ηλικίας και εθνικότητας, όπως και για αναλογία ετήσιου φιλοδωρήματος για το έτος 2008 καθώς και για επαναπρόσληψη του απορρίφθηκαν.  Συγκεκριμένα εξεδόθη απόφαση υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον των εφεσιβλήτων αλληλέγγυα και κεχωρισμένα για το ποσό των €84.500,00 ως αποζημιώσεις για παράνομο και αδικαιολόγητο τερματισμό της απασχόλησης του με νόμιμο τόκο.  Στη βάση δε του ότι η αίτηση του εφεσείοντα μόνο μερικώς έχει επιτύχει και αρκετός δικαστικός χρόνος αναλώθηκε εν σχέσει με αξιώσεις του που απορρίφθηκαν, επιδικάστηκε υπέρ του μόνο το ½ των δικηγορικών εξόδων. 

 

Η σχέση εργοδότησης:

Ο Εφεσείων, ο οποίος είναι εγκεκριμένος λογιστής - μέλος του Ινστιτούτου Εγκεκριμένων Λογιστών Αγγλίας και Ουαλίας από το 1977, προσελήφθηκε στις 24.5.2000 δυνάμει σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου στην εταιρεία DEPFA Investment Bank Ltd (“DΙBL”) ως Αdministration Manager. ΄Ηταν επικεφαλής των Διοικητικών και Οικονομικών Τομέων/Τμημάτων καθώς και Υπεύθυνος Συμμόρφωσης και Εταιρικός Γραμματέας. Το 2001 ανέλαβε τα καθήκοντα της θέσης «Deputy General Manager, Administration and Accounts» και το 2003 τα καθήκοντα της θέσης του «Deputy General Manager, Administration and Financial Control». Το 2005 του δόθηκε ο εσωτερικός εταιρικός τίτλος του «Director» και το 2006 ο τίτλος του «Managing Director». Από την 1.1.2007 ο ακάθαρτος ετήσιος μισθός του ανερχόταν σε €110.000.

 

Η DIBL  κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν εταιρεία περιορισμένης ευθύνης που συστάθηκε με βάση το Κυπριακό Δίκαιο, δεόντως εγγεγραμμένη στην Κύπρο και Θυγατρική της Εφεσίβλητης 2. Ασχολείτο με τραπεζικές εργασίες στις «αναδυόμενες αγορές» σε χώρες εκτός Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης, οι οποίες αφορούσαν χρηματοδότηση οργανισμών και έργων του κρατικού ή ημικρατικού τομέα, αγοραπωλησίες και επενδύσεις σε δάνεια, και άλλα χρηματοπιστωτικά προϊόντα.

 

Η Εφεσίβλητη 2 είναι εταιρεία ξένων συμφερόντων και ελέγχου που έχει συσταθεί με βάση το Ιρλανδικό Δίκαιο, είναι εγγεγραμμένη και έχει την έδρα της στην Ιρλανδία.

Την άνοιξη του 2007 η DIBL, υπό την καθοδήγηση της Eφεσίβλητης 2, αποφάσισε τη μεταβίβαση των εργασιών της DIBL σε παράρτημα της Εφεσίβλητης 2 που θα δραστηριοποιείτο στην Κύπρο.

 

Η Εφεσίβλητη 1 είναι αλλοδαπή εταιρεία η οποία συστάθηκε με βάση το Ιρλανδικό Δίκαιο με έδρα των εργασιών της στην Ιρλανδία. Eνεγράφη στο μητρώο του Εφόρου Εταιρειών στην Κύπρο ως αλλοδαπή εταιρεία κατά τις 21.8.2007, με σκοπό τη διεξαγωγή της επιχείρησης των τραπεζικών εργασιών. Κατά τον ουσιώδη χρόνο, δραστηριοποιείτο στην Κύπρο ως διεθνής τραπεζική μονάδα και/ή παράρτημα της Εφεσίβλητης 2 και είχε εξασφαλίσει για το σκοπό αυτό σχετική άδεια από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου. Την 1.10.2007 το Παράρτημα ξεκίνησε τη λειτουργία του και οι εργασίες, τα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού καθώς και όλοι οι εργαζόμενοι της DIBL μεταφέρθηκαν στο Παράρτημα.  Ο δε εφεσίβλητος ανέλαβε ως διευθυντής. Τον Οκτώβριο του 2007 το εν λόγω Παράρτημα απασχολούσε 33 εργοδοτούμενους.

 

Η Εφεσίβλητη 2 κατά ή περί τον Οκτώβριο του 2007, εξαγοράστηκε 100% από την Εφεσίβλητη 3, η οποία είναι εταιρεία ξένων συμφερόντων και ελέγχου που έχει συσταθεί με βάση το Γερμανικό Δίκαιο, είναι εγγεγραμμένη στην Γερμανία και έχει την έδρα των εργασιών της στο Μόναχο.

 

Τον Νοέμβριο του 2007 δόθηκε ειδοποίηση τερματισμού της απασχόλησης για λόγους πλεονασμού σε 6 εργαζομένους.

 

 Στις 7 Δεκεμβρίου 2007 δόθηκε ειδοποίηση τερματισμού, λόγω πλεονασμού, σε 15 άλλους εργαζομένους, μεταξύ των οποίων και τον Εφεσείοντα.  Προσφέρθηκε πακέτο αποζημιώσεων που δεν έγινε αποδεκτό από τον Εφεσείοντα.

 

 

΄Εφεση και αντέφεση:

Και οι δύο πλευρές παραπονούνται για την εκκαλούμενη απόφαση, ο εφεσείων με κατάθεση 9 λόγων έφεσης και οι εφεσίβλητοι με 1 λόγο αντέφεσης που αφορά το ύψος των αποζημιώσεων.  Το εύρημα του Δικαστηρίου ότι δεν υπήρξε πλεονασμός δεν προσβάλλεται.

 

 

Η εξέταση των λόγων έφεσης μπορεί να διαχωριστεί για σκοπούς ευχερέστερης εξέτασης, ως Α΄ Ενότητα Λόγων που αφορούν το φιλοδώρημα (Λόγοι έφεσης 1 και 2), Β΄ Ενότητα Λόγων – αποζημιώσεις για δυσμενή διάκριση (Λόγοι έφεσης 3, 4, 5 και 6) και Γ΄ Ενότητα Λόγων – το θέμα της παραγραφής για μέρος της αξίωσης (Λόγοι έφεσης 7, 8 και 9).

 

Α΄ Ενότητα Λόγων που αφορούν το φιλοδώρημα (Λόγοι έφεσης 1 και 2),

Ξεκινούμε την εξέταση των λόγων έφεσης με την Ενότητα Α΄.  Με τον 1ο λόγο έφεσης ο εφεσείων παραπονείται πως λανθασμένα και με πλάνη το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν περιέλαβε στις απολαβές του το ετήσιο φιλοδώρημα που καταβάλλετο σ΄αυτόν «δυνάμει συμβατικής ή νομικής υποχρέωσης των εφεσιβλήτων ως εργοδοτών του αιτητή» και δεν το θεώρησε μέρος της αντιμισθίας του.  Με τον 2ο λόγο έφεσης εισηγείται ότι πράττοντας ως άνω το πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε κατά παράβαση της ευρωπαϊκής νομολογίας, εφόσον η πληρωμή του ετήσιου φιλοδωρήματος στον αιτητή αποτελούσε κατά χάριν πληρωμή ή έκτακτη προμήθεια και ως εκ τούτου ενέπιπτε στην έννοια «ημερομίσθιο».  Περαιτέρω,  δεν έλαβε υπόψη τον περί ΄Ισης Αμοιβής μεταξύ Ανδρών και Γυναικών για την ΄Ιδια Εργασία ή για Εργασία ΄Ισης Αξίας Νόμο του 2002 (177(Ι)/2002) και του περί ΄Ισης Μεταχείρισης στην Εργασία Νόμο, Ν.58(Ι)/2004, βάσει των οποίων ο ορισμός της «αμοιβής» συμπεριλαμβάνει το φιλοδώρημα.

 

Υπήρξε κατάληξη του Δικαστηρίου πως ο εφεσείων απέτυχε να αποδείξει ότι κατά την εργοδότηση του είχε συμβατικό ή νόμιμο δικαίωμα καταβολής φιλοδωρήματος.  Στη γραπτή συμφωνία εργοδότησης, τεκμ.37 δεν γίνεται καμιά αναφορά σε σχέση με ανάληψη υποχρέωσης ανελλιπώς, υποχρεωτικά και ετήσια οποιουδήποτε ποσού υπό μορφή φιλοδωρήματος.  Είναι επίσης μέρος των ευρημάτων του Δικαστηρίου πως ουδέποτε του εδόθη προφορική διαβεβαίωση για κάτι τέτοιο.  Στα δε τεκμήρια 17 και 18 όταν του καταβλήθηκαν φιλοδωρήματα €35,000 και €40,000 για τα έτη 2005 και 2006 αντίστοιχα με επιλογή της εργοδότριας τράπεζας και χωρίς οποιαδήποτε ανάληψη υποχρέωσης για καταβολή φιλοδωρήματος στο μέλλον, καταγράφονται τα εξής σχετικά:  The Bank has decided to award you the following discretionary compensation for ……………..”.  Και παρακάτω “This Award is made at the Company’s discretion and solely relates to your past performance and therefore is no guarantee of and is not indicative of any potential future awards”  Είναι ενδεικτική η πιο πάνω φρασεολογία για τη μη ανάληψη δεσμευτικότητας που είναι προϋπόθεση της έννοιας του μισθού

 

Η πλευρά των εφεσιβλήτων προβάλλει πως σημασία για το θέμα του φιλοδωρήματος έχει μόνον η σχετική πρόνοια του περί Τερματισμού της Απασχόλησης Νόμου, Ν.24/1967 ως προς το τι συνιστά «ημερομίσθιον».  Ο εν λόγω ορισμός έχει ως εξής:

"ημερομίσθιον" περιλαμβάνει πάσαν χρηματικήν αντιμισθίαν εκ της απασχολήσεως εργοδοτουμένου ή παν κέρδος εκ της τοιαύτης απασχολήσεως δεκτικόν χρηματικής αποτιμήσεως ως και την εισφοράν την καταβλητέαν εις το Κεντρικόν Ταμείον Αδειών, το ιδρυθέν δυνάμει των περί Ετησίων Αδειών μετ' Απολαβών Νόμων του 1967 έως 1979, εξαιρουμένων όμως εκτάκτων προμηθειών και κατά χάριν (ex-gratia) πληρωμών·

(η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου)

 

Εξάλλου η πρόνοια αυτή συνάδει με τη γενικότερη αντίληψη ότι ποσά που χορηγούνται με τη βούληση να μην είναι δεσμευτικά, δεν θεωρούνται μισθός.  (Βλ. Καρακατσάνη, Γαρδίκα, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, 5η έκδ., σελ.58, Kουκιάδη, Εργατικό Δίκαιο, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, H΄έκδοση, 2017, σελ.725, Λεβέντη, Η μεταβολή των όρων της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας, 1990 και Γιαννακούρου, Κυπριακό Εργατικό Δίκαιο, σελ.156-157).

 

Δεν έχει σημασία, κατά τον ευπαίδευτο συνήγορο των εφεσιβλήτων, πώς ερμηνεύθηκε ο όρος δυνάμει άλλων νομοθεσιών αφού ακριβώς σε σχέση με άλλες νομοθεσίες ισχύουν διαφορετικές πρόνοιες και υπάρχει ανάγκη προστασίας διαφορετικού εννόμου αγαθού.

 

Θα συμφωνήσουμε με την πιο πάνω εισήγηση. Ο ίδιος ο ως άνω Νόμος είναι σαφής και ειδικός.  Τίποτε δεν συνηγορεί υπέρ της ερμηνείας που δίδεται από την πλευρά του εφεσείοντα ούτε οποιαδήποτε αυθεντία που επικαλείται κυπριακή ή άλλη οδηγεί σε ενδυνάμωση της θέσης του.  Κατ΄ακολουθίαν οι λόγοι έφεσης της ενότητας απορρίπτονται.

 

Β΄ Ενότητα Λόγων – αποζημιώσεις για δυσμενή διάκριση (Λόγοι έφεσης 3, 4, 5 και 6)

Εφόσον υπήρξε και αμφισβήτηση της δυνατότητας καταχώρισης των συγκεκριμένων λόγων έφεσης, επειδή κατά την εισήγηση των εφεσιβλήτων, εμμέσως αφορούσαν αξιολόγηση μαρτυρίας, κάτι που δεν είναι επιτρεπτό[1] είναι αναγκαίο να τεθούν αυτούσιοι οι σχετικοί λόγοι, ως ακολούθως: 

Λανθασμένα και κατά παράβαση της νομοθεσίας, το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Αιτητής απέτυχε να αποδείξει γεγονότα επαρκούς σημασίας τα οποία να αποδεικνύουν εκ πρώτης όψεως υπόθεση και στοιχειοθετούν παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης από τους Καθ'ων η Αίτηση στη βάση είτε της εθνικότητας είτε της ηλικίας του Αιτητή. (3ος λόγος έφεσης). Λανθασμένα και πεπλανημένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν τέθηκε ενώπιον του μαρτυρία σχετικά με τα προσόντα και τη πείρα του κ. xxx Morschbach. (4ος λόγος έφεσης).  Λανθασμένα και πεπλανημένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε τις αρχές της νομολογίας και δεν προσέδωσε την απαραίτητη βαρύτητα στα Τεκμήρια 23, 49, 50 και 52. (5ος λόγος έφεσης).  Λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρξε δυσμενής διάκριση σε βάρος του Αιτητή (6oς λόγος έφεσης).

 

Είναι γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο  αφιέρωσε δεκάδες σελίδες επί του θέματος και ασχολήθηκε επί μακρόν με το βάρος της απόδειξης και της αντιστροφής του, αναφερόμενο σε ευρωπαϊκή νομολογία διαφόρων χωρών, μεταξύ των οποίων αποφάσεις του ΔΕΕ και των Δικαστηρίων της Μεγάλης Βρετανίας.  Παρά ταύτα δεν κρίνουμε σκόπιμο αλλά ούτε και τελέσφορο να μας απασχολήσει εκτεταμένα το θέμα του βάρους της απόδειξης ή της αντιστροφής του στη νομική του διάσταση.  Και εξηγούμε:

 

Εφόσον το Δικαστήριο δεν έκρινε αξιόπιστο τον εφεσείοντα δεν μπορεί να τίθεται θέμα βάρους απόδειξης ή κατ΄επέκταση αντιστροφής του στην έννοια του πιο πάνω Νόμου.  Όπως επανειλημμένα έχει τονιστεί το βάρος της απόδειξης είναι εντελώς άσχετο με το θέμα της αξιοπιστίας των μαρτύρων.  Στη Liu v. Τριφταρίδη (2011)1 ΑΑΔ 1000, αναφέρονται τα εξής:

«Το βάρος απόδειξης και η αξιοπιστία των μαρτύρων είναι δύο έννοιες που δεν πρέπει να συγχέονται. Το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος A.E. v. Χατζηνέστορος (1990)1 Α.Α.Δ. 41, ιδιαιτέρως στη σελίδα 46, είναι πιστεύουμε χαρακτηριστικό:

«Οφείλουμε πρώτα να αποσαφηνίσουμε το θέμα σύμπλεξης της αξιοπιστίας των μαρτύρων με το βάρος απόδειξης που έθιξε ο δικηγόρος της Τράπεζας ως θέματος που επηρεάζει την εγκυρότητα της απόφασης. Κατά τη νομολογία αυτό είναι ανεπίτρεπτο και οπωσδήποτε οδηγεί σε ακύρωση της ετυμηγορίας του δικαστηρίου. Η υποχρέωση του ενάγοντα ή αιτητή σε κάθε δοσμένη υπόθεση να αποσείσει την ευθύνη που αφορά στο βάρος απόδειξης γεννιέται εφόσον το δικαστήριο διαπιστώνει καταρχήν ότι η μαρτυρία που προσκόμισε ο διάδικος που φέρει το βάρος έχει τα στοιχεία της αξιοπιστίας και μπορεί να αποτελέσει το έρεισμα για τα ευρήματα του δικαστηρίου.

 

Στην υπόθεση Κades v. Νicolaou a.o. (1986) 1 C.L.R. 212216 το δικαστήριο προέβη με καθαρότητα στη διάκριση των δύο θεμάτων και τις επιπτώσεις τους στην κρίση του δικαστηρίου.

 

"Adjudication on the credibility of witnesses is a matter wholly separate and distinct from the balancing of the evidence in order to ascertain on which side it preponderates. If the evidence of a witness is rejected as unworthy of credit, there is nothing to weigh thereafter. The rules defining the burden of proof and the circumstances of its discharge, have nothing to do with the credibility of witnesses. A witness may either be believed or disbelieved (wholly or in part) according to the view taken of his credibility by the Court."

 

Στην προγενέστερη απόφαση Charalambous a.o. v. Republic (1985) 2 C.L.R. 97107 το δικαστήριο προειδοποίησε για την αποφυγή τέτοιας σύγχισης από πρωτόδικο δικαστήριο.

 

Εξίσου χρήσιμες είναι και οι παρατηρήσεις στην υπόθεση Agapiou as executor of the will of Costas Epaminondas v. Annettas Panayiotou (1988) 1 C.L.R. 257, όπου στη σελ. 263 αναφέρεται:

 

"In this case the Court determined the issue of discharge of the burden cast on the parties without making the necessary findings respecting the credibility of witnesses. To what extent the evidence of the several witnesses who testified before the Court was accepted as creditworthy, we are wholly in the dark: ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ...

In the absence of findings on the credibility of witnesses, it was impossible for the Court to ponder their evidence and decide on a balance of probabilities whether the plaintiff with regard to the claim and the defendant with regard to the counterclaim, discharged the burden separately cast on them."

 

Στη Thesis Trading Co Ltd κ. Δήμος Λάρνακας, πολ.εφ.388/10, 23.6.2016, ECLI:CY:AD:2016:A299 αναφέρονται τα ακόλουθα:

«Η αξιοπιστία ενός μάρτυρα εκτιμάται αυτοτελώς και ανεξαρτήτως επιπέδου απόδειξης (Federal Bank of Lebanon (SAL) v. N. Σιακόλα (2011) 1 Α.Α.Δ. 1422).  Η μαρτυρία του ΜΕ1 απορρίφθηκε ως αναξιόπιστη.  Τούτων δοθέντων η υπόθεση δεν περισώζεται ούτε με τις εν μέρει, όπως θεωρεί ο συνήγορος των εφεσειόντων, «παραδοχές» των ΜΥ2 και ΜΥ3. Ο ενάγων έχει το βάρος να θεμελιώσει, με βάση το ισοζύγιο των πιθανοτήτων, αμέλεια του αντιδίκου και αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της αμέλειας και των ζημιών που έχει υποστεί συνεπεία αυτής, Μπούλος Μαρσέλ κ.α. ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (2001) 1 Α.Α.Δ. 1858, Χρυσάνθου κ. α. ν. Φραντζή (2010) 1 Α.Α.Δ. 1295, Αθανασίου ν. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614, Baloise Insurance Co Ltd v. Κατωμονιάτη (2008) 1 Α.Α.Δ. 1275 και Κυριάκος Σοφοκλέους ν. Γιώτας Κυριάκου (2010) 1 Α.Α.Δ. 665.  Η ανατροπή των ευρημάτων αξιοπιστίας και η επέμβαση του Εφετείου, σε περίπτωση που τα ευρήματα του Δικαστηρίου δεν δικαιολογούνται ή έρχονται σε αντίθεση με άλλη αδιαμφισβήτητη μαρτυρία ή εκεί όπου διαπιστώνονται ουσιαστικές αντιφάσεις που αφήνουν το μάρτυρα εκτεθειμένο ή αντιστρατεύονται την κοινή λογική, προϋποθέτουν εφαρμογή των αρχών που διέπουν την επέμβαση του Εφετείου (Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου κ.α. (2006) 1 Α.Α.Δ. 236).  Το Δικαστήριο παρέθεσε, ανάλυσε και αντίκρισε τη μαρτυρία του ΜΕ1 με πολλή λεπτομέρεια, δίνοντας ικανούς λόγους για τη μη αποδοχή της.  Δεν παρέχεται ως εκ τούτου περιθώριο για επέμβαση του Εφετείου».

 

Είναι φανερό, εν προκειμένω, ότι το Δικαστήριο σε επίπεδο πραγματικό δεν θεώρησε πως είχε καταδειχθεί οποιοδήποτε βάθρο γεγονότων ώστε να προχωρούσε σε ανάλυση του βάρους της απόδειξης και κατ΄επέκταση εάν έπρεπε να υπάρχει αντιστροφή του.  Τα θεμελιακά ευρήματα επ΄αυτής της πτυχής προέκυψαν από τις ίδιες τις αδυναμίες της μαρτυρίας του εφεσείοντα, αφού όπως σημειώνει το πρωτόδικο Δικαστήριο, μεταξύ πολλών άλλων, δεν διαπιστώθηκε ότι οι εφεσίβλητοι προέβησαν στις διαβεβαιώσεις που ανέφερε ο εφεσείων στους γενικούς λόγους της αίτησης του (όπως το ότι οι απολαβές του θα αυξάνοντο στο επίπεδο των απολαβών του κ.Morschbach, ο οποίος ήταν εργοδοτούμενος της DIBL).  Για του λόγου το αληθές παραθέτουμε μέρος της αιτιολογίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου για το ότι δεν επρόκειτο για όμοιες καταστάσεις στην εργοδοσία του κ.Morschbach και του εφεσείοντα:

«(β) Κατά την αντεξέταση τou o Αιτητής παραδέχτηκε ότι o  κ.  Morschbach όταν ήταν CEO της DIBL ήταν μέλος των επιτροπών του Ομίλου της Καθ΄ης η αίτηση 2 με τίτλο Group Credit Committee και  Group Transaction Committee (Τεκμήρια 75 kai  76),  oi  οποίες επιτροπές ασχολούνταν με την εξέταση αιτημάτων και τον καθορισμό ορίων δανειοδότησης σε διάφορες χώρες και την  αξιολόγηση των  κινδύνων αναφορικά με τις πράξεις και τις δραστηριότητες τoυ  Ομίλου ανά τo  παγκόσμιο και  ότι τo  10%  τou  χρόνου εργασία  τoυ αναλωνόταν προσφέροντας υπηρεσίες σε  αυτές τις  επιτροπές. Περαιτέρω o Αιτητής παραδέχτηκε ότι αυτός ποτέ-δεν ήταν μέλος αυτών των επιτροπών. Συνακόλουθα με  τα  πιο πάνω αποτελεί εύρημα μας  ότι o  k.  Morschbach όταν ήταν CEO της  DIBL ήταν μέλος των επιτροπών τoυ  Ομίλου της Καθ΄ης η Αίτηση 2 με  τίτλο Group Credit Committee και  Group Transaction Committee και  ότι το 10% του χρόνου εργασίας του  αναλωνόταν προσφέροντας υπηρεσίες σε  αυτές τις  επιτροπές σε  αντίθεση με τον Αιτητή o οποίος όταν ήταν διευθυντής τoυ Παραρτήματος Λευκωσίας δεν ήταν μέλος των πιο πάνω επιτροπών.

 

(γ) O  Αιτητής υποστήριξε ότι o  κ.  Morschbach δεν  είχε οποιεσδήποτε διοικητικές ευθύνες για τις  εργασίες της  DIBL στην Ευρώπη και στην Ασία και κατέθεσε τα  Τεκμήριο 51 και 70  προς  επιβεβαίωση της θέσης του.  Εξετάζοντας προσεκτικά τo  περιεχόμενο της μαρτυρίας τoυ  Αιτητή σχετικά με το πιο πάνω θέμα σε  συνδυασμό με το  περιεχόμενο των Τεκμηρίων 51 και  70  είμαστε της γνώμης ότι η θέση του Αιτητή δεν επιβεβαιώνεται. Μπορεί o κ.  Morschbach να μην  είχε άμεση και   καθημερινή ανάμειξη σε  αυτές τις εργασίες αλλά τo γεγονός ότι αυτός έστειλε ηλεκτρονικές επιστολές στον  τοπικό υπεύθυνο στη  Ρουμανία όταν υπήρξε πρόβλημα και τo  γεγονός ότι αυτός αναφερόταν σε  αυτά τα  θέματα κατά τις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου της 1 Β1 καταδεικνύουν κατά τη γνώμη μας ότι ο  υπεύθυνος διοικητικός αρμόδιος γι΄ αυτές τις εργασίες ήταν ο κ. Morschbach. Σημειώνουμε ότι αποτελεί μη αμφισβητούμενο γεγονός ότι το Παράρτημα Λευκωσίας δεν ασχολείτο με τις εργασίες εκτός Κύπρου αφού με τη μετατροπή της DIBL σε παράρτημα οι εν λόγω εργασίες ανελήφθησαν από οντότητες της Καθ’  ης η Αίτηση 2 σε άλλες τοποθεσίες.

 

(δ) Ενώ κατά την κυρίως εξέταση του ο Αιτητής κατέθεσε σε σχέση με τον τρόπο που ασκούσε τις εργασίες της η Καθ΄ης η Αίτηση 2 σε διάφορες χώρες μέσω είτε παραρτημάτων είτε Θυγατρικών εταιρειών λέγοντας ότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε διαφοροποίηση μεταξύ των οντοτήτων παρουσιάζοντας στο Δικαστήριο την εικόνα ότι γνώριζε πολύ καλά τις διάφορες οντότητες της Καθ΄ης η Αίτηση 2, κατά την αντεξέταση του όταν του υποβλήθηκε ότι μόνο 2 θυγατρικές εταιρείες υπήρχαν (μια στη Γερμανία και μια στην Κύπρο) αρχικά απάντησε ότι δεν συμφωνεί με την εν λόγω υποβολή και ότι έχει την εντύπωση ότι υπήρχαν αρκετές Θυγατρικές εταιρείες, στη συνέχεια είπε ότι νομίζει ότι υπήρχε μια στις Η.Π.Α και ακολούθως όταν του υποδείχτηκε το. Τεκμήριο 74 διαφοροποιήθηκε λέγοντας ότι σύμφωνα με το εν λόγω τεκμήριο φαίνεται ότι μόνο. στην Κύπρο υπήρχε η οντότητα της Θυγατρικής εταιρείας, γεγονός που θέτει  σε αμφισβήτηση το αξιόπιστο των ισχυρισμών του Αιτητή. Περαιτέρω σημειώνουμε  ότι  αρνητική εντύπωση νια την αξιοπιστία του Αιτητή αφού άφησε το γεγονός ότι και σε άλλες περιπτώσεις που ενώ αρχικά παρουσιαζόταν ότι γνώριζε γεγονότα όταν ερωτείτο για θέματα που αντιλαμβανόταν ότι δεν υποστήριζαν την υπόθεση του απαντούσε ότι δεν γνωρίζει. Πιο συγκεκριμένα (α) ενώ ο Αιτητής υποστήριξε ότι γνώριζε ότι το Παράρτημα Λευκωσίας μετά την απόλυση του συνέχισε να προβαίνει σε νέες εργασίες δανεισμού και ότι αυτές διακόπηκαν τον Ιούλιο του 2009, όταν του υποδείχτηκε το Τεκμήριο 11 και του υποβλήθηκε ότι το 2008 οι Καθ΄ων η Αίτηση λόγω της παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης δεν έδωσαν φιλοδωρήματα στους υπαλλήλους τους απάντησε ότι αυτός δεν είναι σε θέση να ξέρει τι έπραξαν οι Καθ'ων η Αίτηση το 2008, και (β) ενώ ο Αιτητής ήταν υπεύθυνος για τα θέματα μισθοδοσίας του προσωπικού και συνεργαζόταν με τους εξωτερικούς συνεργάτες των Καθ΄ ων η Αίτηση 1 για την ετοιμασία των πιστοποιητικών αποδοχών όταν του υποδείχτηκε το Τεκμήριο 33 και ρωτήθηκε κατά πόσο για το ποσό του φιλοδωρήματος καταβάλλονταν εισφορές στις Κοινωνικές Ασφαλίσεις απάντησε ότι δεν γνωρίζει και ότι δεν είναι σε θέση να διαβάσει το εν λόγω Τεκμήριο».

 

Τα πιο πάνω αποτελούν απλώς μέρος μιας εκτενούς αιτιολογίας που δίδεται ως προς τις διαφορές στα καθήκοντα και στην εργοδοσία των πιο πάνω ατόμων.  Το κυρίαρχο της διαφοράς είναι ότι η θέση του Διευθυντή Παραρτήματος που κατείχε ο εφεσείων δεν μπορεί να εξομοιωθεί με τη θέση του διευθύνοντα συμβούλου της DIBL, που κατείχε ο κ.Morschbach, o oποίος είχε εκ των πραγμάτων, ευρύτερες διοικητικές ευθύνες των επιχειρήσεων σε σχεδόν παγκόσμιο επίπεδο.  Οι διαφορές επίσης επισημαίνονται από το Δικαστήριο και σε σχέση με άλλους εργοδοτούμενους για τους οποίους επιχειρείται σύγκριση.  Δεν προτιθέμεθα να παραθέσουμε την αιτιολογία αυτή, καθότι διαφαίνεται, κατά την κρίση μας, πως με βάση το έργο της αξιολόγησης που έγινε οι ισχυρισμοί του εφεσείοντα για όμοιες συγκρίσιμες καταστάσεις, οι οποίοι ισχυρισμοί θα αποτελούσαν το βάθρο για την αξίωση για δυσμενή διάκριση, δεν έχουν επιτύχει.

 

Στο ίδιο το λεκτικό του Νόμου 58(Ι)/2004 και δη στο άρθρο 11 προβλέπεται ως εξής:

«Δικαστική προστασία και βάρος απόδειξης

11. Κάθε πρόσωπο που θεωρεί ότι θίγεται από παράβαση του παρόντος Νόμου, δικαιούται να διεκδικεί τα δικαιώματά του ενώπιον κάθε αρμόδιου δικαστηρίου και να χρησιμοποιεί κάθε πρόσφορο μέσο για την απόδειξη της παράβασης και της πάσης φύσεως υλικής ή ηθικής ζημιάς που υπέστη λόγω αυτής:

 

Νοείται ότι, σε κάθε δικαστική διαδικασία εκτός από ποινική, αν ο διάδικος που ισχυρίζεται ότι θίγεται από παράβαση διατάξεων του παρόντος Νόμου, στοιχειοθετεί πραγματικά περιστατικά από τα οποία πιθανολογείται η παράβαση, το Δικαστήριο υποχρεώνει τον αντίδικό του να αποδείξει ότι δεν υπήρξε καμία παράβαση του παρόντος Νόμου»

(η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου)

 

Καθίσταται σαφές πως τα πραγματικά περιστατικά τα οποία τίθενται από τον αιτητή ως στοιχειοθετούντα την αξίωση για δυσμενή διάκριση, πρέπει να αποδεικνύονται από την πλευρά του. 

 

Εμμέσως, το ως άνω θέμα τίθεται από την πλευρά του εφεσείοντα ως νομικό για να είναι επιτρεπτή η αναθεώρηση μέσω της έφεσης.  ΄Ομως, όπως επανειλημμένα έχει λεχθεί, αναθεώρηση απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών είναι παραδεκτή μόνο για το λόγο που συνεπάγεται νομικό σημείο. (Βλ. άρθ.12 (11Α) του περί Ετησίων Αδειών Μετ΄Απολαβών Νόμου 1967, (Ν.8/1967) και Τσιούππα ν. Κουτσιάς Λτδ πολ.εφ.20/12, 15.9.2017).

 

Αφού σύμφωνα με το λεκτικό του Νόμου τα πραγματικά περιστατικά της αξίωσης αναφορικά με τις συγκρίσιμες καταστάσεις του εφεσείοντα με τους άλλους εργοδοτούμενους δεν έχουν στοιχειοθετηθεί, ενόψει της απόρριψης της μαρτυρίας του, φυσικά και δεν μπορούμε να ομιλούμε για αντιστροφή του βάρους απόδειξης. 

 

Όπως συνέβη στην υπόθεση  CTC/Αri Airports Ltd v. Iωαννίδου, (ως άνω) ομοίως, στην κρινόμενη περίπτωση αναφορικά με αυτή την ενότητα λόγων, εμμέσως πλήττεται το έργο της αξιολόγησης ζώσας μαρτυρίας και τεκμηρίων, αφού με βάση τα αδιατάρακτα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν υπάρχει μαρτυρία στηρίζουσα αυτή την πτυχή της αξίωσης και κατ΄επέκταση τους σχετικούς λόγους έφεσης, οι οποίοι κρίνονται μη παραδεκτοί.

 

Γ΄ Ενότητα Λόγων – το θέμα της παραγραφής για μέρος της αξίωσης (Λόγοι έφεσης 7, 8 και 9)

Στον 7ο λόγο ο εφεσείων μέμφεται το Δικαστήριο ότι με ενδιάμεση απόφαση του έκρινε, κατά παράβαση της δεσμευτικής νομολογίας, πως δεν ήταν αναγκαία η δικογράφηση της παραγραφής ώστε το θέμα αυτό να εξεταστεί.  Με τον 8ο λόγο ο εφεσείων θεωρεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα εξετάζοντας το ζήτημα της παραγραφής, πεπλανημένα κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι η αξίωση του εφεσείοντα για αποζημιώσεις ένεκα δυσμενούς μεταχείρισης, ανέκυπτε για το μήνα για τον οποίο καταβαλλόταν ο μισθός του και όχι κατά την ημερομηνία λήξης της περιόδου προειδοποίησης του.  Με τον 9ο   λόγο προβάλλεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο περιόρισε χρονικά και τμηματοποίησε την απαίτηση του Εφεσείοντα αναφορικά με τους μισθούς του, κρίνοντας ότι τα δικαιώματα του σε σχέση με το ζήτημα δυσμενούς διακριτικής μεταχείρισης είναι παραγεγραμμένα.

 

Οι λόγοι αυτοί συνδέονται άμεσα και άρρηκτα με την αξίωση που αφορούσε την πτυχή της δυσμενούς μεταχείρισης, δηλαδή τους λόγους που εντάσσονται στη Β΄ Ενότητα και ήδη κρίθηκαν απαράδεκτοι.

 

Με αυτό ως δεδομένο, η εξέταση των λόγων αυτής της ενότητας παραμένει μόνο ως ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος θέμα και ως τέτοιοι θα απορριφθούν.

 

Η Αντέφεση:

Με την αποτυχία της απόδειξης απόλυσης λόγω πλεονασμού ή άλλου νόμιμου λόγου απόλυσης ως αναφέρονται στο άρθρο 5 του Ν.27/67, η απόλυση είναι παράνομη και οι εφεσίβλητοι κρίθηκαν υπόλογοι αποζημιώσεων δυνάμει του άρθρου 3 του ιδίου Νόμου.

 

Σύμφωνα με την παράγραφο 4 του Πρώτου Πίνακα του ως άνω Νόμου, το Δικαστήριο έχει απόλυτη διακριτική εξουσία ως προς το ποσό της αποζημίωσης με βάση τις περιστάσεις της υπόθεσης.  Βεβαίως η αποζημίωση δεν μπορεί, ούτε να υπερβεί τα ημερομίσθια δύο ετών (παρ.3 του Πρώτου Πίνακα) αλλά ούτε να είναι μικρότερη του ποσού που θα λάμβανε ένας εργοδοτούμενος αν είχε κηρυχθεί ως πλεονάζον (παρ. 2 του ιδίου Πίνακα). 

 

Το Δικαστήριο θεώρησε ότι οι τελευταίες ετήσιες απολαβές του εφεσείοντα ανέρχονταν σε €110.000 και εβδομαδιαίως ανέρχονταν σε €2,115.38.  Όμως, όπως σημειώνει το πρωτόδικο Δικαστήριο, επειδή οι πιο πάνω εβδομαδιαίες απολαβές του εφεσείοντα υπερβαίνουν το τετραπλάσιο του εβδομαδιαίου ποσού των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών των κοινωνικών ασφαλίσεων, για σκοπούς πληρωμής από το Ταμείο ως ποσόν για τις εβδομαδιαίες απολαβές του θεωρείται το ποσό των €589,80 (υποπαράγραφος 2 της παραγράφου 4 του Τέταρτου Πίνακα του Ν.24/67).  Ο εφεσείων εργάστηκε στους εφεσίβλητους για 8 έτη και ήταν κατά το χρόνο τερματισμού απασχόλησης, 55 ετών. 

 

Στη βάση των  πιο πάνω, το Δικαστήριο καταλήγει ως εξής:

«Με βάση τα πιο πάνω βρίσκουμε ότι το ελάχιστο ποσό που θα ελάμβανε ο Αιτητής αν κηρυσσόταν πλεονάζον προσωπικό θα ανερχόταν στις €10.6Ι6,40 (€18Χ €589,80), ότι. η μέγιστη αποζημίωση που μπορεί να του επιδικάσει το Δικαστήριο αντιστοιχεί στα ημερομίσθια δύο χρόνων δηλαδή €220.000 και ότι λαμβάνοντας υπόψη μόνο την περίοδο απασχόλησης του και τις πραγματικές εβδομαδιαίες απολαβές του το ποσό της αποζημίωσης του Αιτητή ανέρχεται σε €38,076,92 (18Χ €2,115.38).

Λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες κάτω από τις οποίες τερματίστηκε η απασχόληση του Αιτητή και τη συμπεριφορά που επέδειξαν οι Καθ΄ων η Αίτηση (απόλυση του για λόγους πλεονασμού οι οποίοι δεν αποδείχτηκαν στο Δικαστήριο, μη τήρηση των προνοιών του Ν.28(Ι/2001 από τους Καθ΄ων η Αίτηση κατά τη διαδικασία απόλυσης του), το ύψος του εβδομαδιαίου ημερομίσθιου του Αιτητή καθώς και τα άλλα ωφελήματα που είχε ο Αιτητής πέραν του μισθού του κατά τη διάρκεια της απασχόλησης του στους Καθ΄ων η Αίτηση όπως διάρκεια της απασχόλησης του στους Καθ' ων η Αίτηση 1 και 2 λάμβανε πολύ θετικές αξιολογήσεις και πήρε σειρά προαγωγών, την ηλικία του κατά τον χρόνο απόλυσης του (55 χρονών ηλικία που οι προοπτικές εξεύρεσης νέας εργασίας είναι μειωμένες), τις επιπτώσεις που είχε η απώλεια της εργασίας του (ο Αιτητής βρήκε άλλη απασχόληση μετά από 2 χρόνια με μικρότερες απολαβές από αυτές που είχε στους Καθ΄ ων η Αίτηση) κρίνουμε ότι είναι, εύλογο και δίκαιο υπό τις περιστάσεις όπως του επιδικάσουμε, αποζημιώσεις ύψους. €84.500,00 (που αντιστοιχεί με ημερομίσθια 40 εβδομάδων περίπου). Θεωρούμε ότι η παρούσα περίπτωση αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση καθότι οι Καθ΄ων η Αίτηση δεν τήρησαν τη νομοθεσία της Κυπριακής Δημοκρατίας κατά τη διαδικασία απόλυσης του Αιτητή η οποία νομοθεσία θεσπίστηκε ειδικά για σκοπούς προστασίας του δικαιώματος εργασίας των εργοδοτουμένων και επέδειξαν αντιεργατική συμπεριφορά προς τον εργοδοτούμενο τους, οι λόγοι ττλεονασμού που επικαλέστηκαν οι Καθ`-ων η Αίτηση δεν αποδείχτηκε ενώπιον μας ο Αιτητής από την πρόσληψη του μέχρι και την απόλυση του είχε μόνο θετικές αξιολογήσεις σε σχέση με την απόδοση και τη συμπεριφορά του στην εργασία του και ανελίχθηκε παίρνοντας εσωτερικές προαγωγές και αναβαθμίσεις εσωτερικών εταιρικών τίτλων, με την απόλυση του ο Αιτητής απώλεσε τη σταδιοδρομία του στους Καθ΄ων η Αίτηση, οι προοπτικές εξασφάλισης νέας κατάλληλης εργασίας από τον Αιτητή λόγω της ηλικίας του κατά τον χρόνο απόλυσης του είναι πολύ περιορισμένες, και ο Αιτητής λάμβανε από τους Καθ'ων η Αίτηση ένα πολύ καλό πακέτο απολαβών το οποίο δεν κατάφερε να εξασφαλίσει όταν εργοδοτήθηκε από άλλους εργοδότες 2 χρόνια μετά την απόλυση του».

 

Οι εφεσίβλητοι παραπονούνται με την αντέφεση τους για τη λογική και τη δομή σκέψης του Δικαστηρίου ως άνω, θέτοντας τον ισχυρισμό ότι θα πρέπει να μειωθεί το επιδικασθέν ποσό των €84.500 στο ποσό των €38.076,92.

 

Σύμφωνα με την παράγραφο 4 του Πρώτου Πίνακα του Ν.24/67 δίδεται στο Δικαστήριο διακριτική εξουσία ως προς το ποσό της αποζημίωσης και θέτει ως σχετικούς παράγοντες τα ακόλουθα:

 

(α)  τα ημερομίσθια και όλες τις άλλες απολαβές του εργοδοτούμενου,

(β)  την διάρκεια της υπηρεσίας του εργοδοτούμενου,

(γ)  την απώλεια προοπτικής σταδιοδρομίας του εργοδοτούμενου,

(δ)  τις πραγματικές συνθήκες του τερματισμού των υπηρεσιών του εργοδοτούμενου,

(ε)  την ηλικία του εργοδοτούμενου

 

(Βλ. Louis Tourist Agency Ltd ν. Ηλία (1992) 1(Β) ΑΑΔ 98).

 

Στην Πατσαλίδη ν. Κυπριακές Αερογραμμές (2012)1 Α.Α.Δ. 194 τέθηκαν τα εξής:

“H επιδικασθείσα αποζημίωση, θεωρήθηκε, από πλευράς εφεσείοντα, ανεπαρκής. Αρχικώς πρέπει να σημειώσουμε επί του προκειμένου ότι το πρωτόδικο δικαστήριο, έστρεψε ορθώς την προσοχή του στα κριτήρια που τίθενται, για σκοπούς υπολογισμού της καταβληθείσας αποζημίωσης, όπως καθορίζεται από τον Πρώτο Πίνακα του Νόμου.

Από το περιεχόμενο της παραγράφου 4 του Πίνακα, σημειώνουμε την «απόλυτον διακριτικήν ευχέρειαν» του δικαστηρίου ως προς το ύψος της αποζημίωσης.  Λαμβάνονται όμως υπόψη διάφορα κριτήρια μεταξύ άλλων, υποπαράγραφος (δ) της παραγράφου 4.

«(δ) Τας πραγματικάς συνθήκας του τερματισμού των υπηρεσιών του εργοδοτούμενου».

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του εξουσία στα θεμιτά πλαίσια συσχετίζοντας τις περιστάσεις της υπόθεσης με τα ως άνω κριτήρια.  Οι εφεσίβλητοι/αντεφεσείοντες δεν απέσεισαν το βάρος που είχαν να καταδείξουν το εσφαλμένο της κρίσης.  Απλώς προωθώντας τη δική τους αντίληψη για το εύλογο της αποζημίωσης διαφωνούν με το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Δεν είναι έτσι όμως που λειτουργεί εφετειακά ο έλεγχος της άσκησης της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου.

 

Στην υπόθεση Μαρκιτανή (2000)1 Α.Α.Δ. 923 τέθηκαν τα πλαίσια εντός των οποίων δύναται το Εφετείο να επέμβει ως προς τον έλεγχο της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ως εξής:

«(α)  Όπου διαπιστώνεται ότι η διακριτική ευχέρεια ασκήθηκε έξω από το πλαίσιο που παρέχεται από το Νόμο, όπως όταν διαπιστώνεται ότι υπεισήλθαν στην άσκηση της εξωγενείς παράγοντες.

 

(β) Όπου η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας οδηγεί σε πασιφανή αδικία, όπως είναι η περίπτωση στην οποία δε θα μπορούσε να προέλθει κανένα δικαστήριο (Αρέστη ν. Ηλία (1991) 1 Α.Α.Δ. 984, 988, 989, Σιακόλας ν. Federal Bank of Lebanon (1992) 1 Α.Α.Δ. 710).

 

(γ) Όπου υπάρχει πλάνη ως προς τα γεγονότα, σφάλμα νόμου, εφαρμογή λανθασμένων αρχών δικαίου, λήψη υπόψη άσχετων στοιχείων, μη λήψη υπόψη σχετικών στοιχείων (Νεάρχου ν. Χαραλάμπους (1991) 1 Α.Α.Δ. 954, Donald Campbell & Co. Ltd v. Pollak [1927] A.C. 732, Evans v. Bartlam [1937] A.C. 473, Young v. Thomas [1892] 2 Ch. 234 και Egerton v. Jones [1939] 3 All E.R. 892)».

 

Τίποτε από τα πιο πάνω δεν ισχύει και δεν παρέχεται περιθώριο επέμβασης μας στη διεργασία και το αποτέλεσμα της σκέψης του Δικαστηρίου.  Ως εκ τούτου η αντέφεση κρίνεται αβάσιμη.

 

Κατάληξη

Για τους λόγους που εξηγήσαμε, η έφεση και αντέφεση απορρίπτονται.  Ενόψει του κοινού αποτελέσματος των ένδικων μέσων αμφοτέρων των πλευρών, κρίνουμε δίκαιο να μην εκδοθούν διαταγές εξόδων ούτε για την έφεση, ούτε για την αντέφεση.

 

                                                                   ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.

 

                                                                   ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

                                                                   ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.



[1] (Βλ. CTC/Αri Airports Ltd v. Iωαννίδου, Πολ.εφ.24/11, ημ.16.12.2015, ECLI:CY:AD:2015:A829, όπου αναφέρεται:

«Όπως είχε επεξηγηθεί και στην παλαιότερη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση In re HjiCostas (1984) 1 C.L.R. 513, λόγος έφεσης δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι επί νομικού σημείου όταν στρέφεται κατά των ευρημάτων του Δικαστηρίου ως προς τα γεγονότα που περιβάλλουν τον τερματισμό της απασχόλησης και όπου η αιτιολογία η οποία παρέχεται προς υποστήριξη λόγου έφεσης, απολήγει σε αμφισβήτηση των ευρημάτων του Δικαστηρίου αναφορικά με τις περιβάλλουσες τον τερματισμό συνθήκες. Αυτή η αρχή επαναβεβαιώθηκε και στην Παναγιώτης Κουντουρίδης Λτδ v. Γεωργίου (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 980, στην οποία τονίστηκε ότι είναι πάγια καθιερωμένο από τη νομολογία, αλλά και τον οικείο νόμο, ότι δεν είναι επιτρεπτή έφεση για ανατροπή των γεγονότων και των επ' αυτών ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου. (Βλ. επίσης Spinneys Cyprus Ltd v. Χρ. Χρίστου (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1833).»

(βλ. επίσης Faber Hoist Chemicals Ltd v. Κωνσταντίνου Καλημέρα, ECLI:CY:AD:2015:A126, Πολ.έφ.190/2010, ημερ. 24.2.2015 και Αντωνία Μικρού κ.ά. ν. Meridien Hotels Ltd (Aeneas Hotel) (2003)1 A.A.Δ. 1320.)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο