ΝΙΚΟΛΑ ΚΥΡΙΑΚΟΥ κ.α. v. ΛΟΥΚΑΙΔΗ, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 103/2014, 18/12/2020

ECLI:CY:AD:2020:A450

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 103/2014)

 

18 Δεκεμβρίου, 2020

 

[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

1. XXXXX ΝΙΚΟΛΑ ΚΥΡΙΑΚΟΥ,

2. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΡΚΤΙΝΟΣ ΛΤΔ,

Εφεσείοντες,

ν.

 

XXXXX ΛΟΥΚΑΙΔΗ,

Εφεσίβλητου.

_ _ _ _ _ _

 

Π. Πολυβίου και Αχ. Δημητριάδης, για τον Εφεσείοντα Αρ. 1.

Π. Πολυβίου και Κ. Γεωργίου (κα), για τους Εφεσείοντες Αρ. 2. Χρ. Κληρίδης, Αχ. Αιμιλιανίδης και Λ. Πατσαλίδου (κα), για τον Εφεσίβλητο.

_ _ _ _ _ _

Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

 θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.

­­­_ _ _ _ _ _

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.:  Τα επίδικα θέματα αγγίζουν και αφορούν στη στάθμιση των ευαίσθητων ζητημάτων των δικαιωμάτων της ιδιωτικής ζωής/αξιοπρέπειας και φήμης του ατόμου και του ελεύθερου λόγου και έκφρασης, όπως αυτά οριοθετούνται από τα ΄Αρθρα 15 και 19 του Συντάγματος και 8 και 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).

 

Ο Εφεσίβλητος - γνωστός νομικός και δικηγόρος, διατελέσας Βοηθός Γενικού Εισαγγελέα και Δικαστής του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων - με αγωγή του, που καταχωρήθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, διεκδίκησε αποζημιώσεις και έκδοση απαγορευτικού διατάγματος, επικαλούμενος, ως βάση αγωγής, τα αστικά αδικήματα της δυσφήμισης και της επιζήμιας ψευδολογίας, όπως αυτά ορίζονται στα άρθρα 17 και 25, αντιστοίχως, του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφάλαιο 148. Γενεσιουργό αιτία της διαφοράς, αποτέλεσε το ακόλουθο κείμενο, το οποίο υπογράφεται από τον πρώτο Εφεσείοντα, δικηγόρο και δημοσιεύθηκε σε στήλη, όπου αρθρογραφούσε από το έτος 2005, ασχολούμενη με ζητήματα της τρέχουσας επικαιρότητας, στην κυριακάτικη έκδοση της εφημερίδας «Πολίτης», ημερ. 21.12.2008, η οποία εκδίδεται από την Εφεσίβλητη 2, εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, εγγεγραμμένη στην Κύπρο:

 

«Πώς να βγάλετε εύκολα €50.000

Η ευήθεια, κοινώς η βλακεία, συγχωρείται.  Αλλά να σου ζητάνε να πληρώνεις κι από πάνω;  Ε, αυτό ξεπερνάει τα όρια!

 Μαθαίνω από τα ΜΜΕ ότι μια νέα φοβερή και τρομερή προσφυγή θα κατατεθεί στο ΕΔΑΔ εναντίον της Τουρκίας και του Ηνωμένου Βασιλείου, και θα αφορά, ειδικά για το Ην. Βασίλειο, την παραβίαση της υποχρέωσής του να εγγυηθεί την εδαφική ακεραιότητα της Κύπρου.

Η πρωτοβουλία αυτή έχει αναδειχθεί με άρθρα στον Τύπο, με συνέντευξη σε κυριακάτικη εφημερίδα και με μια σειρά emails και ενημερωτικού υλικού που έχουν σταλεί από οργανώσεις προσφύγων.

Προς εντυπωσιασμό του παραλήπτη, εμπλέκεται και όνομα νομικού διεθνούς φήμης, ο οποίος με 500 ευρώ την ώρα θα συνδράμει τον δίκαιο αγώνα όσων προσφύγουν.  Το κόστος του όλου εγχειρήματος θα φτάσει στο δυσθεώρητο ύψος των 50 χιλιάδων ευρώ.  Μάλιστα, ο Κύπριος δικηγόρος που θα αναλάβει την υπόθεση αναφέρει ότι «η επιδίκαση αποζημιώσεων και εξόδων προς όφελος των αιτητών είναι, πιστεύω, εξασφαλισμένη, έστω και αν αυτό συνεπάγεται κάποιο χρονικό διάστημα, το οποίο υπολογίζω περίπου στα 2 ή το πολύ 3 χρόνια».

Αρχίζω με τα θέματα επαγγελματικής τάξης:  Αν αυτός ο τόπος είχε σοβαρό επαγγελματικό όργανο, κάτι τέτοιοι τύποι δεν θα μπορούσαν ούτε περίπτερο να ανοίξουν, πόσο μάλλον δικηγορικό γραφείο.  Ο κώδικας δεοντολογίας των δικηγόρων, που προβλέπει ότι «ο δικηγόρος οφείλει να μη διαβεβαιοί ποτέ τον πελάτη του ότι η υπόθεσή του θα επιτύχει, αλλά οφείλει να δίδει μόνον τη γνώμη του περί του βάσιμου ή μη της υποθέσεως», προφανώς, δεν έχει εφαρμογή για μεγαλοδικηγόρους.

Περαιτέρω, η άγρα πελατών, απαγορεύεται ρητά από τον ίδιο κώδικα, ωστόσο, μια άνευ προηγουμένου διαφημιστική εκστρατεία έχει αναληφθεί συντονισμένα για να πειστούν συμπολίτες μας να καταβάλουν από 350 έως 500 ευρώ για να συμπεριληφθούν στην προσφυγή.

          Σςςςςςςς, ο Παγκύπριος Δικηγορικός Σύλλογος κοιμάται........

Συνεχίζω με τα θέματα ουσίας:  αλήθεια, πόσες προσφυγές χρειάζονται για να δικαιωθεί ο αγώνας μας;  Η δικαστηριοποίηση του Κυπριακού δεν πρόκειται να πάρει κανέναν πρόσφυγα στο σπίτι του, δεν πρόκειται να αναστήσει κανένα νεκρό, δεν πρόκειται να γυρίσει το ρολόι πίσω και δεν πρόκειται να λύσει κανένα πρόβλημα.  Εκτός ίσως από το οικονομικό πρόβλημα ορισμένων ξεδιάντροπων, που ζητάνε λεφτά από πρόσφυγες μισθωτούς, ελεύθερους επαγγελματίες, εργάτες και, εν πάση περιπτώσει, από ανθρώπους που δεν έζησαν δημοσία δαπάνη!

Όσο για τις εκκρεμούσες υποθέσεις που αφορούν την παραβίαση των περιουσιακών δικαιωμάτων των εκτοπισμένων, το μέλλον τους θα κριθεί από μια ομάδα υποθέσεων που θα εξετασθούν στους επόμενους μήνες.  Με δύο (και απλά) λόγια, το αν το ΕΔΑΔ θα στρέψει το ρεύμα προσφυγών προς την «επιτροπή αποζημιώσεων», θα το ξέρουμε σύντομα.  Και μαζί θα μάθουμε και τον επίλογο σε αυτή τη βιομηχανία προσφυγών, που (υποτίθεται ότι) θα γονάτιζαν την Τουρκία.

 

Εντάξει, η ευήθεια, κοινώς η βλακεία, συγχωρείται.  Αλλά να σου ζητάνε να πληρώνεις κι από πάνω;  Ε, αυτό ξεπερνάει τα όρια!»

 

 

 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατέληξε, εξετάζοντας το λεκτικό του πιο πάνω κειμένου και με αναφορά στη σχετική επί του θέματος νομολογία, ότι το επίδικο δημοσίευμα είναι δυσφημιστικό. Εκρινε ότι θίγει την τιμή, τη φήμη και την υπόληψη του Ενάγοντα – Εφεσίβλητου, ως επαγγελματία. Κατ΄ ακολουθίαν, προχώρησε στην εξέταση των υπερασπίσεων που τέθηκαν από την πλευρά των Εναγομένων – Εφεσειόντων. Αποφάσισε ότι η υπεράσπιση της αλήθειας δεν είχε περιθώρια επιτυχίας, αφού στην προκείμενη περίπτωση οι Εφεσείοντες απέτυχαν να αποδείξουν την αλήθεια «….. ή, έστω, την επί της ουσίας αλήθεια των δικογραφημένων κεντρικών θέσεών τους ….». Ταυτόσημα, απορρίφθηκε και η υπεράσπιση του έντιμου σχολίου, η οποία εδραζόταν στα ίδια γεγονότα με αυτή της αλήθειας. Επιπροσθέτως, η υπό αναφορά υπεράσπιση «εξουδετερώθηκε» και για τον λόγο ότι ο Ενάγων – Εφεσίβλητος απέδειξε ότι οι Εναγόμενοι – Εφεσείοντες δεν ενήργησαν με καλή πίστη, εφόσον δεν κατέβαλαν εύλογη φροντίδα για τη διαπίστωση της αλήθειας, δεδομένου ότι δεν απευθύνθηκαν στον Εφεσίβλητο προς ενημέρωση ή προς διασταύρωση των πληροφοριών, κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 21(2) του Κεφαλαίου 148. Ωσαύτως, ούτε και η υπεράσπιση του υπό επιφύλαξιν προνομίου έγινε αποδεκτή, για τον επιπρόσθετο λόγο ότι η χρησιμοποίηση στο δημοσίευμα λέξεων και φράσεων, όπως «…. κάτι τέτοιοι τύποι δεν θα μπορούσαν ούτε περίπτερο να ανοίξουν», «ξεδιάντροποι» και «βλακεία», φανέρωναν «….. πως το δημοσίευμα υπερέβηκε τα σχετικά και αναγκαία.».

Ηταν η πρωτόδικη κατάληξη ότι τόσο το αστικό αδίκημα της δυσφήμισης, όσο και αυτό της επιζήμιας ψευδολογίας είχαν στοιχειοθετηθεί και, κατά προέκταση, ο Ενάγων – Εφεσίβλητος δικαιούταν θεραπείας. Ως τέτοια, αποφασίστηκε η καταβολή εύλογης και δίκαιης αποζημίωσης εις βάρος των Εναγομένων – Εφεσειόντων, προσωπικώς και/ή αλληλεγγύως, η οποία καθορίστηκε στο ύψος των €40.000, με νόμιμο επιτόκιο από τις 23.12.2008, ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής. Κατά τον υπολογισμό των αποζημιώσεων λήφθηκε υπόψη «….. το παραδεδεγμένο εγνωσμένο κύρος του Ενάγοντος, δηλ. η παραδεδεγμένη αναγνωρισμένη αξία και υπόληψή του, η αποδεδειγμένη ευρεία κυκλοφορία του φύλλου της εφημερίδας «ΠΟΛΙΤΗΣ» ημερ. 21.12.2008 και το παραδεδεγμένο ευρύ αναγνωστικό κοινό της στήλης, η οποία εφιλοξένησε το δημοσίευμα, καθώς επίσης και το γεγονός πως οι Εναγόμενοι δεν απελογήθηκαν και ούτε προσεφέρθηκαν να επανορθώσουν. Οι αποζημιώσεις είναι επαυξημένες, δεδομένης της μέχρι τέλους επιμονής των Εναγομένων να προβάλλουν αβασίμως την υπεράσπιση της αληθείας ……. λήφθηκε υπ΄ όψιν, ως ελαφρυντικός παράγοντας, το γεγονός πως το επίδικο δημοσίευμα υπήρξε μεμονωμένο».

 

Η πρωτόδικη κρίση αμφισβητήθηκε με δώδεκα λόγους έφεσης. Κατά τη συζήτησή τους, οι τρεις πρώτοι, μέσω των οποίων προσβαλλόταν η πρωτόδικη κατάληξη ότι το δημοσίευμα αφορούσε στον Ενάγοντα-Εφεσίβλητο,  αποσύρθηκαν και δεν θα μας απασχολήσουν.

 

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης τίθεται ότι εσφαλμένα θεώρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο ως δυσφημιστικό το επίδικο δημοσίευμα. Όπως εντοπίζεται από την αιτιολογία που τον συνοδεύει, δεν αμφισβητείται η ορθή καταγραφή των αρχών που διέπουν το ζήτημα από το πρωτόδικο Δικαστήριο, προβάλλεται όμως η θέση ότι το Δικαστήριο εξέτασε αποσπασματικά το επίδικο κείμενο, απομονώνοντας φράσεις και παραλείποντας, ως όφειλε, να το αντικρύσει στην ολότητά του με αναφορά στον τόπο και χρόνο του δημοσιεύματος. Το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε, κατά την πλευρά των Εφεσειόντων, να λάβει υπόψη του ότι το δημοσίευμα ήταν πολιτικό και κατ΄ εξοχή δημοσίου ενδιαφέροντος και να αντικρύσει το περιεχόμενό του ως αξιολογικές κρίσεις και σχόλια, τα οποία, σύμφωνα με την κρατούσα τάση της νομολογίας, ιδίως του ΕΔΑΔ, δεν θα έπρεπε να θεωρηθούν ως δυσφημιστικά.

 

Οι λόγοι έφεσης 5, 6 και 7 διαπραγματεύονται την απόρριψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο των υπερασπίσεων της αλήθειας, του εύλογου σχολίου και του προνομίου υπό επιφύλαξη. Υποβάλλεται ότι εσφαλμένα κρίθηκε ότι οι υπό αναφορά υπερασπίσεις δεν είχαν περιθώρια επιτυχίας.

 

Ο όγδοος λόγος έφεσης επικεντρώνεται στο παράπονο ότι ενώ στην υπεράσπιση και στην τελική αγόρευση των Εναγομένων – Εφεσειόντων ηγέρθηκε ο ισχυρισμός ότι η απαίτηση για επιζήμια ψευδολογία δεν ήταν ορθά συνταγμένη, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με το σημείο αυτό, ως όφειλε και, τελικά, εσφαλμένα κατέληξε ότι το επίδικο δημοσίευμα συνιστούσε επιζήμια ψευδολογία, ζήτημα που καλύπτεται από τον ένατο λόγο έφεσης.

Οι λόγοι έφεσης 10 και 11 καλύπτουν το τελικό αποτέλεσμα της πρωτόδικης απόφασης, ήτοι το ύψος του ποσού των €40.000 που επιδικάσθηκε ως αποζημιώσεις, καθώς επίσης και την επιδίκαση τόκου επί του ποσού αυτού από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής και όχι από την έκδοση της απόφασης. Είναι η σχετική προσέγγιση πως το πρωτόδικο Δικαστήριο απέτυχε να αιτιολογήσει επαρκώς το ύψος του ποσού που επιδίκασε, έσφαλε ως προς το ύψος, παραλείποντας να λάβει υπόψη του τη γενικότερη κατάσταση της οικονομίας στην Κύπρο και τις περιστάσεις που περιέβαλλαν την υπόθεση και άσκησε εσφαλμένα τη διακριτική του ευχέρεια επιδικάζοντας τόκο από την καταχώρηση της αγωγής, χωρίς να λάβει υπόψη τους λόγους που οδήγησαν στην καθυστέρηση της έναρξης της ακροαματικής διαδικασίας και της ολοκλήρωσής της.

 

Συμπληρωματικά με τους υπόλοιπους λόγους έφεσης, ο δωδέκατος λόγος αφορά στην, κατ΄ ισχυρισμό, αποτυχία του πρωτόδικου Δικαστηρίου να λάβει υπόψη και/ή να καθοδηγηθεί ορθά από τη νομολογία του ΕΔΑΔ αναφορικά με την προστασία του δικαιώματος της ελευθερίας λόγου και έκφρασης, παραβιάζοντας έτσι το εν λόγω δικαίωμα των Εναγομένων – Εφεσειόντων, καθώς και το δικαίωμά τους για δίκαιη δίκη. Αποδίδει, ωσαύτως, εσφαλμένη προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την εξισορρόπηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων της ελευθερίας του λόγου και της έκφρασης και της προάσπισης της αξιοπρέπειας και της φήμης του ανθρώπου, καταλήγοντας έτσι εσφαλμένα στο εύρημα της δυσφήμισης και καταδικάζοντας τους Εναγόμενους – Εφεσείοντες.

 

Όπως αναφέρθηκε και στην υπόθεση Εκδόσεις Αρκτίνος Λτδ κ.ά. ν. Πομηλορίδη, Πολ. ΄Εφεση 106/2013, ημερ. 7.9.2020, ECLI:CY:AD:2020:A311:

 

«Το δικαίωμα ελευθερίας του λόγου, καθώς επίσης και της λήψης και μετάδοσης πληροφοριών και ιδεών, κατοχυρώνεται, περιεκτικά, από το ΄Αρθρο 19 του Συντάγματος. Προστατεύεται δε, κατά ταυτόσημο τρόπο, από το ΄Αρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Η συνύπαρξη της ελευθερίας έκφρασης και της προστασίας δικαιωμάτων τρίτων προσώπων είναι έργο σύνθετο, το οποίο καλούνται τα Δικαστήρια να επιτελέσουν, με οδηγό την αρχή της αναλογικότητας και με ιδιαίτερη προσοχή και ευαισθησία στην όλη πορεία εξισορρόπησης των εκατέρωθεν δικαιωμάτων. Σε κάθε δεδομένη περίπτωση θα πρέπει να εξετάζουν κατά πόσο η προστασία της φήμης του επηρεαζόμενου προσώπου είναι αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία, η οποία έχει το δικαίωμα της πληροφόρησης αναφορικά με ζητήματα δημοσίου ή γενικού ενδιαφέροντος και η οποία, εν πάση περιπτώσει, θα πρέπει να δείχνει την απαραίτητη ανοχή και ανεκτικότητα στις αντίθετες απόψεις. Η αναγνώριση από τα Δικαστήρια της ύψιστης αξίας του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης, οδήγησε στη σύγχρονη τάση του περιορισμού του δικαιώματος της φήμης.

 

Οι περί Δυσφημίσεων Διατάξεις του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφάλαιο 148, θέτουν περιορισμούς στην ελευθερία του λόγου, ως αποτέλεσμα των κυρώσεων που επάγεται η διάπραξη του αστικού αδικήματος της δυσφήμισης. Όπως έχει εντοπισθεί στην απόφαση Αλήθεια Εκδοτ. Εταιρεία Λτδ ν. Αλωνεύτη (2002) 1 ΑΑΔ 1863, με αναφορά στην προγενέστερη υπόθεση Police v. Ekdotiki Eteria (1982) 2 CLR 63, οι περιορισμοί στην ελευθερία του λόγου αποτελούν την εξαίρεση του κανόνα και εξουσία για την εισαγωγή τους θα πρέπει να αναζητηθεί στο ίδιο το Σύνταγμα και μόνο.

 

Πρωταρχικό ερώτημα σε υποθέσεις δυσφήμισης είναι το κατά πόσον το υπό εξέταση κείμενο συνιστά πράγματι δυσφήμιση για το πρόσωπο στο οποίο αναφέρεται, στοιχείο  που κρίνεται ως πραγματικό ζήτημα από το Δικαστήριο, το οποίο αποδίδει στις λέξεις και φράσεις που χρησιμοποιούνται τη συνήθη και φυσική τους έννοια.»

 

 

 

Κατά την εξέταση υποθέσεων όπως η παρούσα, παραμένει ως θεμελιώδης αρχή ότι τα δύο προαναφερόμενα δικαιώματα είναι εξίσου σημαντικά και το Δικαστήριο θα πρέπει να διερωτάται σε κάθε δεδομένη περίπτωση, ενεργώντας υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας, κατά πόσο η προστασία της φήμης του επηρεαζόμενου προσώπου είναι αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία, η οποία, όπως έχει κατ΄ επανάληψη νομολογηθεί, έχει το δικαίωμα της πληροφόρησης αναφορικά με ζητήματα δημοσίου ή γενικού ενδιαφέροντος και η οποία, εν πάση περιπτώσει, όπως ήδη λέχθηκε, θα πρέπει να δείχνει την απαραίτητη ανοχή και ανεκτικότητα σε αντίθετες απόψεις (Εκδόσεις Αρκτίνος Λτδ ν. Παπαευσταθίου (2007) 1 ΑΑΔ 856, 871-872, Παπασάββας ν. Εκδόσεις Αρκτίνος Λτδ κ.ά. Πολ. Εφ. 274/16, ημερ. 27.9.2018, ECLI:CY:AD:2018:A418). Οι γενικές αρχές οι οποίες καλύπτουν το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ κωδικοποιήθηκαν στην απόφαση Satakunnan Markkinaporssi Oy v. Finland GC, no. 931/13, παρα. 124-128, ημερ. 27.6.2017, και υιοθετήθηκαν στις πιο πρόσφατες αποφάσεις Tolmachev v. Russia, App. no. 42182/11, παρα. 45, ημερ. 2.6.2020, Balaskas v. Greece, App. no. 73087/17, ημερ. 5.11.2020. Η ελευθερία της έκφρασης, όπως προστατεύεται από την πρώτη παράγραφο του πιο πάνω άρθρου, συνιστά ένα από τα ουσιαστικά θεμέλια της δημοκρατικής κοινωνίας (Paraskevopoulos v. Greece, App. No. 64184/11, παρα. 29, ημερ. 28.6.2018) και το νοηματικό της εύρος δεν εξαντλείται σε πληροφορίες και ιδέες που είναι αρεστές, μη εχθρικές ή αδιάφορες, αλλά, ιδίως, και σε αυτές που είναι προσβλητικές, εκπλήττουν ή ενοχλούν (Terentyev v. Russia, App. No. 25147/09, ημερ. 26.1.2017, παρα. 19, Balaskas (ανωτέρω)). Όπως τονίζεται στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Εκδόσεις «Αρκτίνος Λτδ» κ.ά. ν. Ανδρέας Σ. Αγγελίδης, Πολ. Εφεση 315/2013, ημερ. 3.12.2020, ECLI:CY:AD:2020:D449:

 

«Η χρήση απρεπών εκφράσεων και η ειρωνεία δεν συνιστούν αφ΄ εαυτών δυσφήμηση του προσώπου στο οποίο απευθύνονται ή αφορούν (Sim v. Stretch (1963) 2 All E.R. 1237). Είναι το ουσιαστικό νόημα που μπορεί να εξαχθεί από την απρεπή φράση ή την ειρωνεία που καθορίζει κατά πόσο στοιχειοθετείται δυσφήμηση.»

 

 

 Η αξία της ανοικτής συζήτησης και η μεγάλη σημασία που πρέπει να αποδίδεται στην ενθάρρυνση έκφρασης γνώμης επί θεμάτων δημοσίου ενδιαφέροντος, χωρίς να επικρέμεται ο φόβος ποινικών ή άλλων κυρώσεων, ενέχει ανάλογη επίδραση στον καθορισμό του πλαισίου της έννοιας της αρχής της αναλογικότητας (Barfod v. Denmark, App. No. 11508/85, Ser. A. vol. 149 (1991) 13 EHRR, 493, par. 29, Παπαευσταθίου (ανωτέρω)). Είναι επίσης νομολογιακά αναγνωρισμένο ότι τα όρια της αποδεκτής κριτικής είναι ευρύτερα στις περιπτώσεις όπου εμπλέκεται δημόσιο πρόσωπο, το οποίο εκθέτει τον εαυτό του στη δημόσια σφαίρα και από το οποίο αναμένεται να επιδεικνύει ψηλότερο βαθμό ανεκτικότητας (Gra Stiftung Gegen Rassismus und Antisemitismus v. Switzerland, App. No. 18597/13, ημερ. 9.1.2018, παρα. 62).

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το επίδικο δημοσίευμα ήταν δυσφημιστικό, κρίνοντας ότι θίγει την τιμή, τη φήμη και την υπόληψη του Ενάγοντα-Εφεσίβλητου ως ατόμου και επαγγελματία. Κατέληξε στο συμπέρασμα αυτό με αναφορά σε τέσσερα χωρία του κειμένου. Παραθέτουμε αυτούσιο το πλήρες απόσπασμα της πρωτόδικης απόφασης:

 

«Περαιτέρω, διαπιστώνεται πώς το δημοσίευμα είναι δυσφημιστικό εφ΄ όσον θίγει την τιμή, τη φήμη και την υπόληψη του ενάγοντος ως ατόμου και ως επαγγελματία:  Το πρώτο χωρίο του δημοσιεύματος, το οποίο ο ενάγων εγκαλεί ως δυσφημιστικό, όπου ο εναγόμενος αρ. 1 αναφέρει πώς «.... κάτι τέτοιοι τύποι δεν θα μπορούσαν ούτε περίπτερο να ανοίξουν, πόσο μάλλον δικηγορικό γραφείο ...», κατά τη φυσική και συνήθη έννοιά του, δηλώνει απαξίωση και εμπαιγμό του δικηγόρου ενάγοντος ο οποίος προκρίνει την καταχώριση προσφυγών ενώπιον του Ε.Δ.Α.Δ. εναντίον της Τουρκίας ως μέτρο αποκατάστασης των παραβιασθέντων ανθρωπίνων δικαιωμάτων των Ελλήνων Κυπρίων και ως μέτρο πίεσης της Τουρκίας για την επίλυση του Κυπριακού προβλήματος.  Ο δικηγόρο αυτός («ο τύπος»), δηλ. ο ενάγων, είναι ικανός μόνον να ασχοληθεί με το λιγότερο υπεύθυνο και λιγότερο απαιτητικό επάγγελμα της πώλησης μικροαντικειμένων σε ένα περίπτερο.  Δεν είναι ικανός να εφαρμόσει την επιστήμη την οποίαν έχει διδαχθεί και ούτε είναι ικανός να ασκήσει το επάγγελμα στο οποίο έχει εκπαιδευθεί.  Ο δικηγόρος αυτός, δηλ. ο ενάγων, δεν δικαιούται αναγνώρισης και αποδοχής.  Το δεύτερο χωρίο του δημοσιεύματος, το οποίο ο ενάγων εγκαλεί ως δυσφημιστικό, όπου ο εναγόμενος αρ. 1 αναφέρει πώς «.... Η δικαστηριοποίηση του Κυπριακού δεν πρόκειται να πάρει κανένα πρόσφυγα στο σπίτι του, δεν πρόκειται να αναστήσει κανένα νεκρό, δεν πρόκειται να γυρίσει το ρολόι πίσω και δεν πρόκειται να λύσει κανένα πρόβλημα.  Εκτός ίσως από το οικονομικό πρόβλημα ορισμένων ξεδιάντροπων, που ζητάνε λεφτά από πρόσφυγες μισθωτούς, ελεύθερους επαγγελματίες και εργάτες και, εν πάση περιπτώσει, από ανθρώπους που δεν έζησαν δημοσία δαπάνη ....», κατά τη φυσική και συνήθη έννοιά του δηλώνει, ομοίως, απαξίωση και εμπαιγμό του δικηγόρου ενάγοντος ο οποίος κατείχε προηγουμένως δημόσιες θέσεις και αξιώματα, άρα, ελάμβανε μισθό από το δημόσιο ταμείο («δημοσία δαπάνη»), και ο οποίος προωθεί την καταχώριση προσφυγών ενώπιον του Ε.Δ.Α.Δ. όχι προς το συμφέρον των οικονομικώς ασθενών πελατών του αλλά με αποκλειστικό σκοπό τον πλουτισμό εις βάρος τους.  Ο δικηγόρος αυτός, δηλ. ο ενάγων, είναι «ξεδιάντροπος», δηλαδή πρόσωπο χωρίς ηθικές αναστολές, το οποίο συμπεριφέρεται απρεπώς (δείτε στο σχετικό λήμμα στο «Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας» του Γ.Δ. Μπαμπινιώτη, Αθήνα 1998).  Ας σημειωθεί πώς η λέξη «ξεδιάντροπος» είναι μονοσήμαντη και κακόσημη.  Το τρίτο χωρίο του δημοσιεύματος, το οποίο ο ενάγων εγκαλεί ως δυσφημιστικό, όπου ο εναγόμενος αρ. 1 αναφέρει πώς «.... η άγρα πελατών απαγορεύεται ρητά από τον ίδιο κώδικα, ωστόσο μία άνευ προηγουμένου διαφημιστική εκστρατεία έχει αναληφθεί συντονισμένα για να πειστούν συμπολίτες μας να καταβάλουν από 350 έως 500 ευρώ για να συμπεριληφθούν στην προσφυγή ...», κατά τη φυσική και συνήθη έννοιά του, προσάπτει σοβαρή μομφή στον δικηγόρο ενάγοντα, ο οποίος, ενώ γνωρίζει πώς η «άγρα πελατών» (το «κυνήγι» ή το «ψάρεμα» πελατών) απαγορεύεται από τους κανόνες δεοντολογίας του δικηγορικού επαγγέλματος, εντούτοις, κατά τρόπον επίμονο και αντιδεοντολογικό, διαφημίζει τις υπηρεσίες του και επιχειρεί να πείσει συμπατριώτες του να του αναθέσουν την υπόθεσή τους έναντι υπερβολικής αμοιβής.  Τέλος, το τέταρτο χωρίο του δημοσιεύματος το οποίο ο ενάγων εγκαλεί ως δυσφημιστικό, όπου ο εναγόμενος αρ. 1 αναφέρει πώς «.... η ευήθεια, κοινώς η βλακεία συγχωρείται.  Αλλά να σου ζητάνε να πληρώσεις και από πάνω;  Ε, αυτό ξεπερνάει τα όρια ...», κατά τη συνήθη και φυσική έννοιά του, προσάπτει, επίσης, σοβαρή μομφή στον ενάγοντα τον οποίον χαρακτηρίζει, στην καλύτερη περίπτωση, ως έναν αφελή, απλοϊκό και εύπιστο και, στην χειρότερη, ως έναν ανόητο (δείτε στο σχετικό λήμμα στο «Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας» (ανωτέρω)).  Ακόμη, στη συνήθη και φυσική έννοια του το χωρίο αυτό προσάπτει στον ενάγοντα την σοβαρή μομφή της οικονομικής εκμετάλλευσης των αφελών, απλοϊκών, εύπιστων ή ανόητων συμπατριωτών του.»

 

 

Στην Παπαευσταθίου (ανωτέρω) τονίστηκαν τα εξής ως προς την έννοια της αναλογικότητας:

 

«Στην υπόθεση Barfod v. Denmark, App. No. 11508/85, Ser. A. vol. 149 [1991] 13 E.H.R.R, 493, στην παρα. 29, το Δικαστήριο τόνισε πως η έννοια της αναλογικότητας δεν εξυπακούει ισότητα μεταξύ ανταγωνιστικών συμφερόντων. Η έννοια της αναλογικότητας εξυπακούει ότι οι στόχοι του άρθρου 10(2) θα πρέπει να αντιπαραβληθούν με την αξία της ανοικτής συζήτησης θεμάτων δημοσίου ενδιαφέροντος.  Για να βρει τη χρυσή τομή μεταξύ των δύο αυτών συμφερόντων το Δικαστήριο δεν πρέπει να παραγνωρίσει τη μεγάλη σημασία της μη αποθάρρυνσης του κοινού από του να εκφράζει τη γνώμη του πάνω σε θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος, λόγω φόβου ποινικών ή άλλων κυρώσεων.»

 

 

Η αρχή της αναλογικότητας δεν έχει τη μορφή αόριστης έννοιας. Είναι άρρηκτα συνυφασμένη με τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης, στα οποία καλείται να τύχει υλοποίησης. Είναι υπό το πρίσμα των εκάστοτε δεδομένων που εκφεύγει της θεωρητικής διάστασής της και αποκτά νόημα και εφαρμογή. Προέχει λοιπόν, η παράθεση των σημαντικών στοιχείων που καλύπτουν την ενώπιόν μας περίπτωση, ούτως ώστε να ακολουθήσει ορθή πραγμάτωση της υπό αναφορά αρχής, προς δίκαιη στάθμιση και εξισορρόπηση των δικαιωμάτων της ελευθερίας του λόγου και έκφρασης από τη μια και της προάσπισης της φήμης από την άλλη.

 

Όπως και το πρωτόδικο Δικαστήριο αναγνώρισε, ο Εφεσίβλητος είναι δημόσιο πρόσωπο. Κατέγραψε επίσης ότι το ζήτημα των προσφυγών στο ΕΔΑΔ και της παραβίασης των δικαιωμάτων των εκτοπισθέντων συνιστούσε θέμα έντονου δημοσίου και δημοσιογραφικού ενδιαφέροντος. Σε σχέση δε με τη μαζική προσφυγή Ελλήνων Κυπρίων ενώπιον του ΕΔΑΔ εναντίον της Τουρκίας και των προεκτάσεών της, ο Εφεσίβλητος είχε έντονη άποψη, την οποία εξέφραζε μέσω του τύπου και επανέλαβε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου στα πλαίσια της αντεξέτασής του.

 

Όπως εντοπίζεται από το τεκμήριο 7, συνέντευξη του Εφεσίβλητου στην εφημερίδα «Ο Φιλελεύθερος της Κυριακής», ημερομηνίας 23.11.2008, η οποία αποτέλεσε και το έναυσμα για την δημοσίευση του επίμαχου άρθρου, ο Εφεσίβλητος ενέπλεκε το ζήτημα της αποστέρησης περιουσίας κατά παράνομο τρόπο, όπως κρίθηκε από το ΕΔΑΔ, ως απόφαση ιστορικής σημασίας σ΄ ό,τι αφορούσε παράνομες επεμβάσεις σε ιδιοκτησία και καθοριστικό ως προς τις διεκδικήσεις που θα πρέπει να έχει η ελληνοκυπριακή πλευρά στις συνομιλίες για το Κυπριακό. Δήλωνε, επεκτείνοντας «Συγκεκριμένα, οι Ε/κ ιδιοκτήτες ακίνητης περιουσίας στα κατεχόμενα θα μπορούν τώρα οπωσδήποτε να διεκδικήσουν με βάση την απόφαση αυτή την επιστροφή της περιουσίας τους, πέραν της αποζημίωσης που ήδη το Δικαστήριο αναγνώρισε σε άλλες υποθέσεις για απώλεια της χρήσης περιουσίας. Οσον αφορά τις συνομιλίες, η ε/κ πλευρά δεν μπορεί παρά να ζητά οπωσδήποτε την επιστροφή των περιουσιών με βάση την εν λόγω απόφαση

 

Προσθέτουμε ότι η συνέντευξη αυτή είχε αναπαραχθεί από διάφορα μπλοκς και ειδησεογραφικές ιστοσελίδες (τεκμήρια 8-15).

 

Αντεξεταζόμενος, συμφώνησε ότι υπήρχε έντονο δημοσιογραφικό ενδιαφέρον από διάφορους λειτουργούς του τύπου σε σχέση με την άποψή του να ασκηθούν ένδικα μέσα τόσο εναντίον του Ηνωμένου Βασιλείου όσο και εις βάρος της Τουρκίας ως προς το ζήτημα της παραβίασης των υπό αναφορά περιουσιακών δικαιωμάτων των Ελληνοκυπρίων. Υποστήριξε, επίσης, τις προσφυγές στο ΕΔΑΔ και την έκδοση σχετικών αποφάσεων εις βάρος της Τουρκίας, θέτοντας ότι «Ο μόνος τρόπος να βοηθήσουμε τη λύση του Κυπριακού είναι να πιεστεί η Τουρκία και η Τουρκία πιεζόταν.» Συμφώνησε, περαιτέρω, ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο υπήρχαν δύο σχολές σκέψης ως προς το ζήτημα της αποτελεσματικότητας αλλά και της ορθότητας καταχώρησης μαζικών προσφυγών στο ΕΔΑΔ. Ο ίδιος πρέσβευε τη θέση ότι «Το Κυπριακό είναι πολιτικό θέμα αλλά χωρίς τη βοήθεια της νομικής επιστήμης και της πίεσης της Τουρκίας εκεί που νομικώς διεθνώς βάση του διεθνούς δικαίου συνεχίζει αν είναι ένοχη. Αν δεν έχει αυτή την πίεση δεν πρόκειται να λυθεί ποτέ στην πολιτική. Αυτή τη γνώμη έχω και δυστυχώς κατεστράφη αυτό το όπλο με ανθρώπους όπως τους πελάτες σας. Και το αποτέλεσμα το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αφού δεν πρέπει να κάμνουμε προσφυγές και οι προηγούμενες κυβερνήσεις όπως ο Χριστόφιας αποφάσισε την απομάκρυνση των νομικών θεμάτων. Είπε το Δικαστήριο εδώ είναι τρομακτικό. Στην Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και εκ μέρους της Κύπρου που εγώ τις έκαμα τις πρώτες τρεις προσφυγές και καταδικάστηκε η Τουρκία και ήμουν παρών και είχε κλιμακωθεί η ατμόσφαιρα εναντίον της Τουρκίας από κυβέρνηση Κυπριανού εις βάρος της για να καταδοθεί αργότερα με το μήνυμα που μας έστειλε η κυβέρνηση να σταματήσουμε και ζητήσαμε αναβολή διότι θα γίνονταν συνομιλίες.». Πρόσθεσε, τέλος, ότι η νομική πλευρά έχει τεράστια σημασία και ότι παρά την πολιτική πτυχή, άνευ της οποίας δεν μπορεί να καθοριστεί το Κυπριακό «…. πρέπει να πιέσεις με νομικά μέτρα …. το θέμα το νομικό είναι πολύ πιο σοβαρό

 

Κατά τον ουσιώδη λοιπόν χρόνο, αυτό ήταν το πλέγμα των γεγονότων και υπό το φως αυτών των κρίσιμων δεδομένων, εκτιμώντας το γενικό πλαίσιο, όφειλε το πρωτόδικο Δικαστήριο να προσεγγίσει το επίδικο δημοσίευμα. Εν τω συνόλω του και όχι αποσπασματικά, προκειμένου να καταλήξει σε δίκαιη στάθμιση των εκατέρωθεν δικαιωμάτων (Balaskas (ανωτέρω)), έχοντας κατά νουν και μη παραγνωρίζοντας τα ακόλουθα:

 

1.   Ο Εφεσίβλητος είναι δημόσιο πρόσωπο, με συγκεκριμένες απόψεις ως προς την επίδραση του ένδικου μέσου των μαζικών προσφυγών στο ΕΔΑΔ στην πορεία επίλυσης του κυπριακού προβλήματος.

 

2.   Στην προκείμενη περίπτωση, η ιδιότητα του Εφεσίβλητου ως δικηγόρου, συμπλεκόταν με τις αντιλήψεις του, ως προς τις προεκτάσεις των νομικών διαβημάτων εις βάρος της Τουρκίας, επί της πορείας επίλυσης του κυπριακού προβλήματος.

 

3.   Ο Εφεσίβλητος μέσα από τη νομική διάσταση του ζητήματος των μαζικών προσφυγών εξέφραζε, ξεκάθαρα, και πολιτικές απόψεις.

 

4.   Το θέμα των μαζικών προσφυγών και της «δικαστηριοποίησης» του κυπριακού, που κάλυπτε το υπό εξέταση δημοσίευμα, συνιστούσε ζήτημα έντονου δημοσίου ενδιαφέροντος, αφού αφορούσε και άγγιζε την κορυφαία έγνοια του κάθε πολίτη, ήτοι τον πυρήνα του κυπριακού προβλήματος και της επίλυσής του, κατά τρόπο που θα ικανοποιούσε τα δίκαια αιτήματα της ελληνοκυπριακής πλευράς, μέσω άσκησης πιέσεων στην Τουρκία.

 

5.   Η στήλη στην οποία δημοσιεύθηκε το επίδικο δημοσίευμα εξέφραζε πολιτικές και κοινωνικές απόψεις και ήταν, από το 2005, μόνιμη στήλη σε καθημερινή, καθιερωμένη, εφημερίδα, με ευρύ αναγνωστικό κοινό.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε, περιοριζόμενο σε αποσπασματική αντίκριση των πραγμάτων και προσδίδοντας ιδιαίτερη έμφαση στην ετυμολογία συγκεκριμένων λέξεων κατά απομόνωση του συνόλου του κειμένου και χωρίς να λαμβάνει καθόλου υπόψη, μεταξύ άλλων, τον χρόνο και την όλη υφή της πολιτικής διάστασης του θέματος που κάλυπτε το δημοσίευμα και το έντονο δημόσιο ενδιαφέρον που αφορούσε.

 

Όπως ήδη λέχθηκε, περιορισμοί στο δικαίωμα κριτικής και σχολιασμού πολιτικών και δημοσίων προσώπων επιτρέπονται μόνο εκεί που κρίνονται απολύτως αναγκαίοι, με ιδιαίτερη φειδώ και πάντα κατ΄ εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας. Ο Εφεσίβλητος, πέραν της δικηγορικής του ιδιότητας, λειτούργησε και ως πολιτικό πρόσωπο, εκφράζοντας πολιτικές απόψεις επί του κορυφαίου ζητήματος της μεθοδολογίας λύσης του κυπριακού προβλήματος. Με αυτό ως δεδομένο, πρόβαλλε ως επιτακτική η απόδοση από το πρωτόδικο Δικαστήριο μεγαλύτερης προστασίας στην ελεύθερη έκφραση, όπως αυτή αποτυπωνόταν στο επίδικο δημοσίευμα. Προείχε η ανάγκη ανάπτυξης δημόσιας συζήτησης επί θέματος γενικότερου ενδιαφέροντος. Στα πλαίσια αυτά, η δημοσιογραφική ελευθερία έχει ευρύτατο πεδίο έκφρασης, ακόμη και προσφυγής σε ένα επίπεδο υπερβολής ή και πρόκλησης. Ένα έντονα επικριτικό και επιθετικό κείμενο δεν είναι κατ΄ ανάγκη και δυσφημιστικό (Εκδόσεις Αρκτίνος Λτδ κ.α. ν. Κουλία, Πολ. ΄Εφεση 125/2013, ημερ. 4.6.2019, ECLI:CY:AD:2019:A216).

 

Το κύριο μέρος των τεσσάρων περικοπών που απομονώνονται από το πρωτόδικο Δικαστήριο και χαρακτηρίζονται ως δυσφημιστικές, συναρτάται άμεσα με την κατάθεση διαφορετικής άποψης ως προς το ουσιώδες ζήτημα που κάλυπτε η αρθρογραφία, δηλαδή τη μαζική προσφυγή στο ΕΔΑΔ, ως μοχλό πίεσης εις βάρος της Τουρκίας. Εκφράζεται μέσα από το δημοσίευμα η κάθετη διαφωνία του συντάκτη με την προσέγγιση του Εφεσίβλητου, η οποία, διαφωνία, σε αρκετές περιπτώσεις λαμβάνει την μορφή καυστικών και ενοχλητικών σχολίων. Στην έκταση όμως που αφορούν και στοχεύουν στις πολιτικές θέσεις του Εφεσίβλητου δεν φέρουν το μίασμα της δυσφήμισης. Ως έννοια, η ελευθερία της έκφρασης θα ήταν κενή περιεχομένου, εάν περιοριζόταν στην προστασία δημοσιευμάτων που τα χαρακτήριζε η ευγένεια και ο καθωσπρεπισμός. Εάν εξαντλείτο δηλαδή στην προστασία του τύπου όταν ενεργούσε μέσα σε αυστηρά πρότυπα. Η έννοια της ανοχής σε μια δημοκρατική κοινωνία και της προστασίας της ελευθερίας έκφρασης μετουσιώνεται σε πράξη, ιδίως στις περιπτώσεις όπου χάριν της ανάπτυξης διαλόγου επί ζητήματος δημοσίου συμφέροντος ο τύπος, απαλλαγμένος από το φόβο κυρώσεων, χρησιμοποιεί εκφράσεις και χαρακτηρισμούς που μπορεί μεν να ενοχλούν, δίνουν όμως το έναυσμα περαιτέρω συζήτησης και διαλόγου. Είναι υπό αυτές τις συνθήκες, που η θωράκιση της ελευθερίας της έκφρασης οδηγεί στην δημιουργία ενός πραγματικά ελεύθερου τύπου, όχι προς όφελος των λειτουργών του, αλλά ως χρέος προς τη Δημοκρατία, τις θεμελιώδεις αξίες της οποίας καλείται να υπηρετήσει.  

 

Υπό το πιο πάνω πρίσμα, οι αναφορές σε «δικαστηριοποίηση» του κυπριακού και στις ολέθριες συνέπειες που κατά τη γνώμη του συντάκτη αυτή η προσέγγιση ενέχει, συμπλέκονται με τη γνώμη που εκφράζει ως προς το επίπεδο της επιστημονικής κατάρτισης των προσώπων που εισηγούνται μια τέτοια προσέγγιση, εν προκειμένω του Εφεσίβλητου. Επικαλούμενος, ουσιαστικά, ο συντάκτης την έντονη διαφωνία του, καταφεύγει σε σκληρές εκφράσεις, υπό μορφή σαρκαστικών αναφορών, ότι «….. κάτι τέτοιοι τύποι δεν θα μπορούσαν ούτε περίπτερο να ανοίξουν, πόσο μάλλον δικηγορικό γραφείο ….». Η επιθετική αυτή γλώσσα, δεν θα έπρεπε να είχε κριθεί αποσπασματικά από το πρωτόδικο Δικαστήριο, στα πλαίσια στενής ερμηνευτικής προσέγγισης και μόνο και κατά τρόπο που να αποδίδει, αποκλειστικά, την έννοια της απαξίωσης και του εμπαιγμού για τις ικανότητες του Εφεσίβλητου ως δικηγόρου. ΄Οφειλε η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής να λάβει υπόψη το όλο φάσμα των δεδομένων, όπως το έχουμε ήδη εκθέσει στο προηγούμενο στάδιο της απόφασής μας. Τα δημοσιεύματα αυτά είχαν ως κυρίαρχο κίνητρο τον σχολιασμό επί θέματος έντονου δημοσίου ενδιαφέροντος. Οι σαρκαστικές αναφορές και οι σκληρές τοποθετήσεις ήταν τρόπος έκφρασης και αποτύπωσης της έντονης διαφωνίας του συντάκτη ως προς την ορθότητα της γραμμής «δικαστηριοποίησης» του κυπριακού και της δυνατότητας συμβολής των μαζικών προσφυγών στο ΕΔΑΔ στην επίλυση του κυπριακού προβλήματος. Προέκταση της έντονα διαφορετικής γνώμης του συντάκτη ήταν η αμφισβήτηση της ορθότητας της κρίσης του Εφεσίβλητου, ως πολιτικής θέσης που πρέσβευε και της, συνακόλουθης, νομικής επάρκειάς του επί του συγκεκριμένου και μόνο ζητήματος. Είναι μέσα σ΄ αυτά τα πλαίσια, που οι αναφορές του συντάκτη, όπως αυτές αποτυπώνονται στο «τέταρτο χωρίο» που παραθέτει το πρωτόδικο Δικαστήριο «….. η ευήθεια, κοινώς η βλακεία, συγχωρείται. Αλλά να σου ζητάνε να πληρώσεις και από πάνω; Ε, αυτό ξεπερνάει τα όρια ….», δεν ενέχουν ο,τιδήποτε το δυσφημιστικό, για το πρόσωπο του Εφεσίβλητου, αφού καταγράφουν την έντονη διαφωνία του συντάκτη, ως προς την ορθότητα της επιλογής των ενδιαφερομένων πολιτών να καταχωρήσουν προσφυγές. ΄Οπως είναι φανερό από το ίδιο το περιεχόμενο του αποσπάσματος, ο συντάκτης απευθύνεται στα πρόσωπα που καλούνται να καταχωρίσουν τα ένδικα αυτά μέσα, την ορθή κρίση των οποίων αμφισβητεί και τα οποία θα υποστούν, επιπρόσθετα, το οικονομικό κόστος των δικονομικών διαβημάτων.

 

Μέρος, όμως, του επίμαχου δημοσιεύματος είναι δυσφημιστικού χαρακτήρα. Συγκεκριμένα, η απόδοση ευτελών κινήτρων στον Εφεσίβλητο, ότι δηλαδή μέσω της διαφήμισης των υπό αναφορά νομικών του θέσεων, είχε ως απώτερο σκοπό την κάρπωση εργασίας, ήτοι την καταχώρηση μαζικών προσφυγών, όχι προς το συμφέρον των πελατών του, αλλά με αποκλειστικό σκοπό τον πλουτισμό εις βάρος τους. Με αυτό ως υπόβαθρο, χαρακτηρίζεται και ως «ξεδιάντροπος».

 

Τα πιο πάνω στοιχεία είναι δυσφημιστικά και δεν είχαν καμία θέση σε ένα κείμενο άποψης, όπου, η μεταξύ του συντάκτη και του Εφεσίβλητου διάσταση απόψεων, αφορούσε και περιστρεφόταν γύρω από τη διαφορετική, πολιτική, προσέγγιση, για το ζήτημα της ορθότητας καταχώρησης μαζικών προσφυγών εις βάρος της Τουρκίας. Χωρίς κανένα σχετικό υπόβαθρο γεγονότων προς στήριξη, ο συντάκτης αποδίδει στον Εφεσίβλητο αντιδεοντολογική συμπεριφορά και τον παρουσιάζει ως πρόσωπο το οποίο, υπό την κάλυψη γνήσιων δήθεν θέσεων, αποσκοπεί, στην ουσία, στην εξαπάτηση των πελατών του, εκμεταλλευόμενος τις ευαισθησίες τους σε σχέση με την καταπάτηση από την Τουρκία των περιουσιακών τους δικαιωμάτων.

 

Στα πλαίσια της στάθμισης του δικαιώματος της ελευθερίας λόγου και έκφρασης και του δικαιώματος προάσπισης της φήμης, είναι η κατάληξή μας, για τους πιο πάνω λόγους, ότι το επίδικο κείμενο υπερέβη τα επιτρεπόμενα όρια και ενείχε τα προαναφερθέντα δυσφημιστικά στοιχεία για τον Εφεσίβλητο. Δυσφημιστικό περιεχόμενο σε σχέση με το οποίο, για τους λόγους που ορθά κρίθηκε πρωτοδίκως και στην απουσία σχετικής μαρτυρίας που να τις υποστυλώνει, οι προβληθείσες υπερασπίσεις δεν είχαν περιθώριο επιτυχίας.

 

Στο δίκαιο της δυσφήμισης ο προσδιορισμός του ύψους των αποζημιώσεων είναι θέμα πολύπλοκο και γίνεται με βάση τη συνεκτίμηση διαφόρων παραμέτρων. Ως θέμα αρχής, η αποζημίωση πρέπει να είναι δίκαιη και εύλογη. Δίκαιη υπό την έννοια να αποκαθιστά, ουσιαστικά, το θύμα της δυσφήμισης, στο βαθμό που αυτό είναι εφικτό, με μέτρο αποκατάστασης το χρήμα.        Να βρίσκει δε, ως εύλογη, αντικειμενικό έρεισμα στον κοινωνικό χώρο. Οι παράγοντες που επηρεάζουν το ύψος των αποζημιώσεων, συναρτώνται, μεταξύ άλλων, από τη θέση του ενάγοντα στην κοινωνία, την έκταση και μορφή του δημοσιεύματος και τη γενικότερη συμπεριφορά του εναγόμενου πριν και μετά τη δυσφήμιση, τον τρόπο διεξαγωγής της Υπεράσπισης, την τυχόν απολογία, το στάδιο που αυτή δίδεται και την επανάληψη της δυσφήμισης. Εν τέλει, το μέτρο των αποζημιώσεων συναρτάται με τη φύση, το χαρακτήρα και την έκταση της προσβολής της υπόληψης του ανθρώπου.

 

Στην παρούσα υπόθεση, κρίνουμε, κατ΄ εφαρμογή των πιο πάνω κριτηρίων, έχοντας κατά νουν το σύνολο των ενώπιόν μας δεδομένων  και υπό το φως της κατάληξής μας ως προς τα δυσφημιστικά στοιχεία που παραμένουν, ότι η επιδίκαση ποσού €10.000, πλέον νόμιμο τόκο από 1.1.2011, συνιστά δίκαιη και εύλογη αποζημίωση. Ως προς τον χρόνο επιδίκασης τόκου, λάβαμε υπόψη όλα τα δεδομένα της πορείας ολοκλήρωσης πρωτοδίκως της υπόθεσης, περιλαμβανομένης της καθυστέρησης που οφειλόταν στην πλευρά του Εφεσίβλητου – ενάγοντα, μεταξύ άλλων, στην  καταχώρηση της έκθεσης απαίτησης και στη συμμόρφωση με εκδοθέν διάταγμα αποκάλυψης.

 

Ενόψει των πιο πάνω, η έφεση επιτυγχάνει μερικώς. Αναφορικά με τα έξοδα, σε ό,τι αφορά την πρωτόδικη διαδικασία, θα βαραίνουν τους Εφεσείοντες – εναγόμενους, στην κλίμακα που αφορά το επιδικασθέν κατ΄ έφεση ποσό, όπως αυτά θα υπολογισθούν και σε ό,τι αφορά την έφεση επιδικάζονται κατά το ½ υπέρ των Εφεσειόντων, πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.                                                                                                                                  Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

                                                               Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.

                                                               Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

ΣΦ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο