ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ CAC CORAL LIMITED ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI, Πολιτική Aίτηση Αρ. 204/2020, 2/12/2020

ECLI:CY:AD:2020:D408

 ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Aίτηση Αρ. 204/2020)

 

 

2 Δεκεμβρίου 2020

 

 

[Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ CAC CORAL LIMITED ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΗΜΕΡ. 10.11.2016 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ – ΕΦΕΣΗΣ ΑΡ. 426/2016

 

--------------

 

Ξένια Κόκκινου (κα) με Νικόλα Καλλένο, για Χρυσαφίνης & Πολυβίου Δ.Ε.Π.Ε., για την Αιτήτρια.

--------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:  Η Αιτήτρια ζητά άδεια για την καταχώρηση αίτησης µε κλήση για την έκδοση προνοµιακού εντάλµατος Certiorari για την προσαγωγή ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου της απόφασης ηµερ.10.11.2020 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού στην Αίτηση-Έφεση 426/2016 για να ακυρωθεί.  Ζητά ακόμα διάταγμα αναστολής της ισχύος της και οποιαδήποτε άλλη συναφή θεραπεία ή διαταγή που το Δικαστήριο θα ήθελε κρίνει ορθή και δίκαιη.

 

Η υπόθεση αφορά ένα διαμέρισμα στη Λεμεσό το οποίο η ιδιοκτήτρια του υποθήκευσε δύο φορές, το 1989 και το 1992, προς όφελος της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ, που έκτοτε έχει διαδεχτεί η Αιτήτρια, ως εξασφάλιση για την αποπληρωμή χρεών της.  Μεταγενέστερα, το 1999, το πώλησε.  Η αγοράστρια κατάθεσε το αγοραπωλητήριο έγγραφο στο Κτηματολόγιο για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης και πλήρωσε το τίμημα αγοράς του στην ιδιοκτήτρια.

 

Στη βάση του Μέρους VIB «Προστασία Αγοραστών» των περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμων του 1965 έως 1981, που εισάχθηκε το 2014 και τροποποιήθηκε στη συνέχεια, η αγοράστρια αποτάθηκε στο Διευθυντή του Κτηματολογίου ζητώντας να της μεταβιβαστεί το διαμέρισμα. 

 

Σύμφωνα με τη νομοθεσία και εφόσον πληρούνται συγκεκριμένες προϋποθέσεις για να γίνει η μεταβίβαση, ο Διευθυντής απευθύνει ειδοποίηση (Τύπος «ΙΕ») στην έκταση που εδώ ενδιαφέρει προς τον ενυπόθηκο δανειστή, ότι, σε περίπτωση μη υποβολής εκ μέρους του ένστασης, θα προβεί σε απαλλαγή, εξάλειψη ή ακύρωση της υποθήκης και θα μεταβιβάσει το ακίνητο στον αγοραστή.[1]  Οι λόγοι για τους οποίους μπορεί να υποβληθεί ένσταση είναι περιορισμένοι και αναφέρονται εξαντλητικά στο νόμο.[2]  Παρέχεται ακόμα η δυνατότητα στον ενυπόθηκο δανειστή να αιτηθεί όπως η υποθήκη του μεταφερθεί σε άλλη ακίνητη ιδιοκτησία του πωλητή, αντί της απαλλαγής, εξάλειψης ή ακύρωσης της.[3]  Αν υποβληθεί ένσταση αλλά δεν τεκμηριωθεί, ο Διευθυντής εκδίδει απόφαση την οποία κοινοποιεί στον ενιστάμενο (Τύπος «ΙΣΤ») πληροφορώντας τον για τους λόγους απόρριψης της ένστασης του και ότι θα προχωρήσει στη μεταβίβαση εκτός αν μέσα σε 30 ημέρες εκδοθεί δικαστικό διάταγμα που να απαγορεύει τη μεταβίβαση.[4] Ο  ενυπόθηκος δανειστής μπορεί τότε να υποβάλει έφεση στο Επαρχιακό Δικαστήριο κατά της απόφασης του Διευθυντή[5] και να εξασφαλίσει, εφόσον επικαλεστεί επιτυχώς τις πρόνοιες του άρθρου 32 των περί Δικαστηρίων Νόμων, απαγορευτικό διάταγμα ώστε το ακίνητο να μην μεταβιβαστεί μέχρις ότου εκδικαστεί και αποφασιστεί η έφεση.

 

Με την απόφαση ημερ.10.11.2020 απορρίφθηκε η Έφεση που η Αιτήτρια καταχώρησε για την ακύρωση ή και τον παραμερισμό της απόφασης του Διευθυντή να προχωρήσει στη μεταβίβαση του επίδικου ακινήτου στο όνομα της αγοράστριας, που της κοινοποιήθηκε με επιστολή του ημερ.13.10.2016 (Τύπος «ΙΣΤ»).  Η Αιτήτρια είχε με την Έφεση εγείρει ζήτημα αντισυνταγματικότητας της σχετικής νομοθεσίας, στη βάση ότι παραβιάζει δικαιώματα του ενυπόθηκου δανειστή όπως αυτά κατοχυρώνονται από τα Άρθρα 23 και 26 του Συντάγματος.

 

Το κατώτερο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η Αιτήτρια δεν είχε locus standi να εφεσιβάλει την απόφαση του Διευθυντή, αφού η ίδια τον εξουσιοδότησε να μεταφέρει τις υποθήκες της, απαλλάσσοντας το επίδικο διαμέρισμα από αυτές.  Κατ’ ακολουθία ότι η ενώπιον του Έφεση δεν ήταν παραδεκτή και επομένως ότι το ίδιο δεν είχε δικαιοδοσία να αναθεωρήσει την προσβαλλόμενη πράξη του Διευθυντή.  Έτσι το ζήτημα της αντισυνταγματικότητας δεν εξετάστηκε.  Δεν αμφέβαλε το κατώτερο Δικαστήριο ότι η Αιτήτρια ως ενυπόθηκος δανειστής επηρεαζόταν από την εφαρμογή του Νόμου, άλλωστε γι’ αυτό της είχαν κοινοποιηθεί τόσο η ειδοποίηση ημερ.18.2.2016, όσο και η απόφαση ημερ.13.10.2016.  Η κρίση του κατώτερου Δικαστηρίου βασίστηκε στην ανταπόκριση της Αιτήτριας στην ειδοποίηση ημερ.18.2.2016 (Τύπος «ΙΕ»), που υποβλήθηκε στο Διευθυντή με την επιστολή της ημερ.17.3.2016.  Αποφάνθηκε το κατώτερο Δικαστήριο ότι η Αιτήτρια «δεν υπέβαλε ουσιαστικά ένσταση» με αποτέλεσμα να μην νομιμοποιείται στην καταχώρηση έφεσης κατά της απόφασης του Διευθυντή ημερ.13.10.2016.

 

Με την επιστολή της ημερ.17.3.2016 προς το Διευθυντή, η Αιτήτρια σημείωνε ότι υπόβαλλε ένσταση με πλήρη επιφύλαξη των δικαιωμάτων της και ειδικά του δικαιώματος της να προσφύγει στη δικαιοσύνη και να αμφισβητήσει τη συνταγματικότητα της νομοθεσίας στην οποία εδράζονταν οι ενέργειες του Διευθυντή.  Πάλι με πλήρη επιφύλαξη, η Αιτήτρια αξίωσε από το Διευθυντή τη μεταφορά των υποθηκών της σε άλλα ακίνητα της ιδιοκτήτριας που υπέδειξε.  Στην απόφαση του Διευθυντή ημερ.13.10.2016 αναφερόταν ότι «ο Διευθυντής δεν αποδέχεται την ένσταση σας ημερομηνίας 17.03.2016».  Σε σχέση με την μεταφορά των υποθηκών, αναφερόταν στην απόφαση του Διευθυντή ότι το αίτημα γινόταν αποδεχτό σε σχέση με δύο ακίνητα της ιδιοκτήτριας και ότι η μεταφορά των υποθηκών θα διεκπεραιωνόταν αμέσως πριν την μεταβίβαση του διαμερίσματος στο όνομα της αγοράστριας.  Σε σχέση με τρίτο ακίνητο που είχε υποδειχτεί, το αίτημα δεν έγινε αποδεχτό γιατί το ακίνητο βρίσκεται στα κατεχόμενα.  Η απόφαση τελείωνε με την αναφορά ότι: «ο Διευθυντής θα προχωρήσει στη μεταβίβαση του ακινήτου επ’ ονόματι του αγοραστή, εκτός εάν προσκομίσετε εντός τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία παραλαβής, διάταγμα του Δικαστηρίου που να διατάσσει διαφορετικά».

 

Η κρίση ότι η επιστολή ημερ.17.3.2016 δεν συνιστούσε στην ουσία ένσταση προβάλλεται στα πλαίσια της παρούσας Αίτησης ως αποτέλεσμα έκδηλης πλάνης νόμου και υπέρβαση εξουσίας και περαιτέρω, η Αιτήτρια επικαλείται παράβαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης εφόσον δεν της ζητήθηκε να τοποθετηθεί πάνω στο επιμέρους ζήτημα, αιτούμενη άδεια για την καταχώρηση αίτησης με κλήση για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari.

Η Αιτήτρια είχε όλη την ευχέρεια να παρουσιάσει την υπόθεση της ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου.  Όπως καταγράφεται στην απόφαση του: «Οι συνήγοροι των διαδίκων κατέθεσαν σχοινοτενείς αγορεύσεις προς υποστήριξη των θέσεων τους».  Υπό τις περιστάσεις, όπως προκύπτουν από την Αίτηση, δεν διαπιστώνεται παράβαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης. 

 

Την ίδια κρίση, ότι δηλαδή η επιστολή ημερ.17.3.2016 δεν συνιστούσε στην ουσία ένσταση προσβάλλει η Αιτήτρια ως εσφαλμένη με έφεση που καταχώρησε μετά την καταχώριση της παρούσας Αίτησης, όπως οι δικηγόροι της έχουν πληροφορήσει το Δικαστήριο.  Υποστήριξαν ωστόσο ότι αυτό δεν συνιστά κώλυμα στην προώθηση της παρούσας διαδικασίας επικαλούμενοι την Κυπριακές Αερογραμμές Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2010) 1(Α) Α.Α.Δ. 609, 616)

 

Στη Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ.1535, 1541-2, συνοψίστηκαν οι σχετικές αρχές της νοµολογίας.  Αναφέρθηκε ότι:

«Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος παρέχεται μόνο όταν καταδεικνύεται από τον αιτητή ότι υπάρχει, στην ουσία, συζητήσιμο ζήτημα και, περαιτέρω, στην περίπτωση όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ότι συντρέχουν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες να καθιστούν συζητήσιμο το ότι πρέπει να γίνει παρέκκλιση από τον κανόνα ότι, εφόσον προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ο αιτητής δεν θεωρείται ότι απέδειξε συζητήσιμο ζήτημα. (Βλ., μεταξύ άλλων, R. v. Secretary of State [1986] 1 All ER 717, Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, Στ. Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469 και Χρ. Μιχαήλ και Στ. Μιχαηλίδη (2001) 1 Α.Α.Δ. 247). Στη Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965, διευκρινίστηκε, ορθά, ότι η αρχή αυτή “ισχύει γενικά, ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα”. Έστω, δηλαδή, και αν ο προβαλλόμενος λόγος είναι έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας. (Βλ., επίσης, Σ. Μαρκίδης κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 552). »

 

Αυτή η προσέγγιση ακολουθήθηκε από την πλειοψηφία της Ολομέλειας στην Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. (2012) 1Α Α.Α.Δ. 878, 887-90 (βλ. ακόμα την Καμηλάρης (2013) 1Β Α.Α.Δ. 1001,1005-6).

 

Οι δικηγόροι της Αιτήτριας υποστήριξαν ότι συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις ώστε να δοθεί η άδεια, γιατί η διαδικασία της έφεσης δεν θα αποτρέψει το Διευθυντή από του να προχωρήσει στη εξάλειψη των υποθηκών και τη μεταβίβαση του διαμερίσματος στην αγοράστρια.  Ακόμα, ότι η απόφαση του κατώτερου Δικαστηρίου δεν μπορεί να ανασταλεί εκκρεμούσας της έφεσης γιατί πρόκειται για απορριπτική απόφαση. 

 

Στην Αναφορικά με τον ΧΧΧ Θωμά, Πολιτική Αίτηση Αρ.20/2018, ημερ.22.3.2018, ECLI:CY:AD:2018:D126,  ο ενυπόθηκος οφειλέτης είχε καταχωρήσει έφεση για τον παραμερισμό ειδοποίησης κατά τον Τύπο «ΙΑ» που του είχε επιδοθεί για εκποίηση του υποθηκευμένου ακινήτου του.  Το Επαρχιακό Δικαστήριο έκρινε την έφεση ως εκπρόθεσμη και την απόρριψε.  Δόθηκε άδεια για καταχώρηση αίτησης για την έκδοση διατάγματος Certiorari παρά το ότι υπήρχε δικαίωμα έφεσης κατά της απόφασης, με τις εξαιρετικές περιστάσεις να προσδιορίζονται στο ότι επέκειτο εντός ημερών η πώληση του ακινήτου και αν ο αιτητής δεν είχε την ευκαιρία να ακουστεί επί της ουσίας της έφεσης η διαδικασία θα παρέμενε άνευ αντικειμένου αφού το ενυπόθηκο θα είχε πωληθεί.  Εκδόθηκε και διάταγμα αναστολής της επικείμενης πώλησης μέχρι εκδίκασης της αίτησης Certiorari ή άλλης διαταγής του Δικαστηρίου.  Εκδόθηκε στη συνέχεια ένταλμα Certiorari (Αναφορικά με τον ΧΧΧ Θωμά, Πολιτική Αίτηση Αρ.22/2018, ημερ.10.5.2018, ECLI:CY:AD:2018:D224).

 

Και στην περίπτωση εκείνη η απόφαση του κατώτερου Δικαστηρίου ήταν απορριπτική.  Δεν διάτασσε οτιδήποτε που με την χορήγηση της άδειας αυτόματα θα αναστελλόταν.  Το διάταγμα αναστολής χορηγήθηκε για τον πρόδηλο λόγο της απόδοσης ουσιαστικής σημασίας στην άδεια που δόθηκε.  Εφόσον η απόφαση του κατώτερου Δικαστηρίου ακυρωνόταν, η εκδίκαση της έφεσης θα συνεχιζόταν και η έκδοση του διατάγματος αναστολής ήταν αναγκαία ώστε να υπάρχει αντικείμενο κατά την εκδίκαση της.

 

Είναι η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι η Αιτήτρια έχει καταδείξει εκ πρώτης όψεως υπόθεση για την χορήγηση άδειας για να καταχωρήσει αίτηση για CertiorariΠαρέχεται συνεπώς άδεια στην Αιτήτρια να καταχωρήσει αίτηση με κλήση για την έκδοση προνοµιακού εντάλµατος Certiorari στη βάση της έκδηλης πλάνης νόμου και υπέρβαση εξουσίας.  Η αίτηση να καταχωριστεί μέσα σε τέσσερις ημέρες και να επιδοθεί στους Καθ΄ων η Αίτηση.  Ο Πρωτοκολλητής να την ορίσει την 9.12.2020 και ώρα 09:00. 

 

Εκδίδεται διάταγμα με το οποίο απαγορεύεται η απαλλαγή, εξάλειψη ή ακύρωση των επίδικων υποθηκών και η μεταβίβαση από το Διευθυντή του Κτηματολογίου του επίδικου διαμερίσματος στην αγοράστρια μέχρι την καταχώριση της αίτησης με κλήση και εφόσον καταχωριστεί μέσα στο χρόνο που προσδιορίστηκε, μέχρι την αποπεράτωση της.

 

 

 

Τα έξοδα της παρούσας αίτησης θα είναι έξοδα στην πορεία της αίτησης με κλήση.

 

 

 

Χ. Μαλαχτός, Δ.



[1] Άρθρο 44 ΚΒ (1) και (2).

[2] Άρθρο 44 ΚΒ (3).

[3] Άρθρο 44 ΚΒ (4).

[4] Άρθρο 44 ΚΒ (8).

[5] Άρθρο 51 (1).


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο