ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Α. ΣΑΜΜΟΥΤΟΥ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ CERTIORARI, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 228/2020, 14/12/2020
print
Τίτλος:
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Α. ΣΑΜΜΟΥΤΟΥ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ CERTIORARI, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 228/2020, 14/12/2020
Παραπομπή:
ECLI:CY:AD:2020:D434

ECLI:CY:AD:2020:D434

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

                                                ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 228/2020

 

 

14 Δεκεμβρίου, 2020

 

[Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ/στής]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4  ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3, 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

 

-         ΚΑΙ –

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Α. ΣΑΜΜΟΥΤΟΥ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ CERTIORARI

 

KΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 9 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2020 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗΣ ΝΟΣΗΛΕΙΑΣ ΝΟΜΟΥ 77(Ι)/1997 ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ 568/2020

 

…………………………

 

Για τον αιτητή:  Λ. Βραχίμης με Γ. Ιωσηφίδη, ασκούμενο δικηγόρο

 

……………………..

 

 

 Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.:  Στις 8 Δεκεμβρίου 2020, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στα πλαίσια της δικαιοδοσίας ψυχιατρικής νοσηλείας εξέδωσε μονομερώς, μετά από αίτηση του Κ. Σάμμουτου, που είναι ο πατέρας του αιτητή, διάταγμα άμεσης εξέτασης και εκτίμησης της κατάστασης του αιτητή.

 

Ακολούθως στις 9 Δεκεμβρίου 2020, το ίδιο δικαστήριο εξέδωσε, στα πλαίσια της αίτησης 568/20, διάταγμα προσωρινής νοσηλείας του αιτητή.

 

Με την υπό κρίση αίτηση, επιδιώκεται η παροχή άδειας στον αιτητή, για καταχώρηση αίτησης με κλήση για την έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari το οποίο να ακυρώνει το ανωτέρω διάταγμα προσωρινής νοσηλείας.

 

Όπως παρατίθεται στην έκθεση γεγονότων, το διάταγμα εκδόθηκε βασιζόμενο σε αίτηση του πατέρα του αιτητή, η οποία καταχωρήθηκε την ίδια ημέρα έκδοσης του επίμαχου διατάγματος.

 

Το παράπονο του αιτητή, εστιάζεται στο γεγονός ότι το διάταγμα εκδόθηκε χωρίς να του δοθεί το δικαίωμα να ακουστεί και ότι η απόφαση να μην ακουστεί στηρίχτηκε στη γνωμάτευση της ψυχιάτρου Ε. Χριστοδούλου ημερ. 9/12/2020.

 

Η γνωμάτευση αυτή ήταν καταγραμμένη σε τυποποιημένη φόρμα η οποία έδινε την επιλογή στη ψυχίατρο να δηλώσει ότι το πρόσωπο που εξέτασε, δηλαδή ο αιτητής, δεν ήταν σε θέση να καταθέσει στο Δικαστήριο.  Στη τυποποιημένη αυτής φόρμα υπάρχει χώρος στον οποίο ο ψυχίατρος που δηλώνει ότι ο ασθενής δεν είναι σε θέση να καταθέσει θα πρέπει να εξηγήσει το λόγο στον οποίο στηρίζεται αυτή η εκτίμηση.  Η Δρ. Χριστοδούλου στη γνωμάτευση σημείωσε στο χώρο αυτό τη φράση «Χωρίς εναισθησία.»

 

Αποτελεί τη θέση του αιτητή, όπως αναπτύχθηκε από το συνήγορο του, ενώπιον του Δικαστηρίου πως δεν καταγράφεται οτιδήποτε άλλο στη γνωμάτευση του ψυχιάτρου το οποίο να επιτρέπει στο Δικαστήριο να αξιολογήσει τη θέση αυτή.

 

Η αναφορά, σε έλλειψη εναισθησίας, δεν στοιχειοθετεί την προϋπόθεση που θέτει το άρθρο 10(ζ) του Νόμου ότι ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να καταθέσει στο Δικαστήριο.

 

Με την ένορκη δήλωση υπαλλήλου του δικηγορικού γραφείου, το οποίο εκπροσωπεί τον αιτητή,  η οποία υποστηρίζει την αίτηση, καταγράφεται η θέση ότι ο αιτητής επικοινώνησε με το δικηγόρο του Λάρη Βραχίμη στις 9/12/20, τον ενημέρωσε ότι είχε εκδοθεί διάταγμα αναγκαστικής νοσηλείας του και παραπονέθηκε για το γεγονός ότι δεν του επιτράπηκε να ακουστεί στη διαδικασία.

 

Αναπτύσσοντας το θέμα κατά την επ’ ακροατηρίω συζήτηση, ο συνήγορος του αιτητή, επεσήμανε πως πέραν της γενικής αρχής της φυσικής δικαιοσύνης και του συνταγματικού δικαιώματος του κάθε ατόμου να ακουστεί, παραβιάζεται το άρθρο 10(ι)ζ του Ν. 77(Ι)/97.

 

Από τα τεκμήρια τα οποία έχουν τεθεί με την ένορκη δήλωση διαπιστώνεται ότι μετά την κρίση του Επαρχιακού Δικαστή ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις για άμεση εξέταση του αιτητή, εξέδωσε σχετικό διάταγμα στις 8/12/20 στα πλαίσια της αίτηση 568/20 στη δικαιοδοσία ψυχιατρικής νοσηλείας.

 

Την επομένη, 9/12/20 εξεδόθη το επίδικο διάταγμα, με βάση το περιεχόμενο της ιατρικής γνωμάτευσης της ψυχιάτρου Ε. Χριστοδούλου.

 

Ο Επαρχιακός Δικαστής αναφέρει στο πρακτικό:

 

         «Και επειδή η γνώμη του ψυχιάτρου που τον εξέτασε είναι ότι χρήζει άμεσης υποχρεωτικης νοσηλείας και δεν μπορεί να καταθέσει στο Δικαστήριο και εξέδωσε γνωμάτευση. (Τεκμ. Α)

 

           Και Επειδή η κατάσταση του ασθενούς σύμφωνα με την ιατρική γνωμάτευση καθιστά αναγκαία την άμεση εξέταση της αίτησης (σοβαρή ψυχική διαταραχή επικίνδυνος έναντι τρίτων προσώπων) κρίνω ότι συντρέχουν επείγον λόγοι ώστε να επιληφθώ της αίτησης σήμερα και μονομερώς αντί στο χρόνο που προβλέπει ο Κανονισμός 13 (δηλαδή αντί σε χρόνο τουλάχιστον 21 ημερών από την καταχώρηση).  Ως εκ τούτου δεν τίθεται θέμα επίδοσης της αίτησης ως προβλέπει ο Κανονισμός 14.

 

           Και επειδή το Δικαστήριο άκουσε τις απόψεις του προσωπικού αντιπροσώπου που συνάδουν με την ιατρική μαρτυρία, κρίνεται αναγκαία η παροχή ιατρικής νοσηλείας και δικαιολογείται η έκδοση του αιτούμενου διατάγματος.

 

           Δια του παρόντος εκδίδεται Διάταγμα Προσωρινής Νοσηλείας του ασθενούς διάρκειας είκοσι οκτώ ημερών….»

 

Οι περί Ψυχιατρικής Νοσηλείας Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2009 προνοούν:

 

           «12.  Κάθε αίτηση αναγκαία να επιδοθεί ή την οποία το Δικαστήριο διατάσσει όπως επιδοθεί σε πρόσωπο ή πρόσωπα ή οποιαδήποτε υπηρεσία του κράτους, επιδίδεται τηρουμένων των αναλογιών, κατά τον προβλεπόμενο τρόπο από τους εκάστοτε σε ισχύ Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας.

 

    13.    Εκτός αν άλλως διατάξει το Δικαστήριο, κατόπιν σχετικής προς αυτό προφορικής εισήγησης του αιτούμενου προσώπου, επικαλούμενο επείγοντες λόγους, κάθε αίτηση που υποβάλλεται δυνάμει του Νόμου και των παρόντων Κανονισμών, ορίζεται από το αρμόδιο Πρωτοκολλητείο και τίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου προς εξέταση και ανάλογες οδηγίες, σε χρόνο τουλάχιστον 21 ημερών από την ημερομηνία καταχώρησης της αίτησης.

 

        14.    Εκτός αν άλλως ήθελε διατάξει το Δικαστήριο, κάθε αίτηση επιδίδεται τουλάχιστον 10 καθαρές ημέρες πριν από την ημερομηνία που είναι αυτή ορισμένη ενώπιον του Δικαστηρίου, κάθε δε κλητήριο προς μάρτυρα, επιδίδεται τουλάχιστον 7 καθαρές ημέρες πριν την ημερομηνία που η αίτηση είναι ορισμένη ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

        15.    Η διαδικασία που ακολουθείται κατά την ορισθείσα ενώπιον του Δικαστηρίου ημερομηνία για εξέταση κάθε αίτησης είναι ανάλογη με τη διαδικασία που ακολουθείται στις πολιτικές αγωγές.»

 

Το ειδικό επί του θέματος άρθρο του του Περί Ψυχιατρικής Νοσηλείας Νόμου του 1997 όπως τροποποιήθηκε (Ν.77(Ι)1997) 10(Ι)(ζ) προνοεί:

 

«10.—(1) Η διαδικασία για την παροχή υποχρεωτικής νοσηλείας είναι η ακόλουθη:

 

(α) ............................. ................

 

(ζ) κατά την έκδοση κάθε διατάγματος νοσηλείας το δικαστήριο ακούει και τον ασθενή, εκτός αν από την προσαχθείσα μαρτυρία πειστεί ότι ο ασθενής δεν είναι σε θέση να καταθέσει. Σε τέτοια περίπτωση το δικαστήριο ακούει τις απόψεις του προσωπικού αντιπροσώπου του ασθενούς και όταν αυτός δεν εντοπίζεται, τις απόψεις του κοινωνικού λειτουργού, ο οποίος μπορεί να συνοδεύεται από δικηγόρο και ψυχίατρο της δικής του επιλογής»

 

 

Ουσιαστική προϋπόθεση όπως τίθεται από το εν λόγω άρθρο είναι το Δικαστήριο να πειστεί από την προσαχθείσα μαρτυρία ότι ο ασθενής δεν είναι σε τέτοια θέση.

 

Η ψυχίατρος εκφράζει τη γνώμη της στη γνωμάτευση κάτω από τη φράση (Α)

 

         «Δεν είναι σε θέση να καταθέσει στο Δικαστήριο: χωρίς εναισθησία»

 

Η λέξη «εναισθησία» υποδηλοί όπως ερμηνεύεται στο λεξικό «Νέον Ορθογραφικόν Ερμηνευτικόν Λεξικόν» του Δ. Δημητράκου, ως είδος ψυχολογικής αυταπάτης και ως έχων νόησιν ή αίσθησιν.

 

 

Για την υποβολή αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος απαραίτητη προϋπόθεση είναι η παροχή άδειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Για τη χορήγηση του, ο αιτητής θα πρέπει να ικανοποιήσει ότι έχει «εκ πρώτης όψεως» υπόθεση και/ή ότι υπάρχει «συζητήσιμο ζήτημα».  Όταν βέβαια στον αιτητή προσφέρεται άλλο ένδικο μέσα ή θεραπεία, τότε ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα, δεν υπάρχουν περιθώρια για επιτυχία της αίτησης, εκτός εάν ο αιτητής ικανοποιήσει για την ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων.  (Πολ. Έφ. 2/2009 ημερ. 14/5/2012 Αναφορικά με την Αίτηση της Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ και του Ταμείου Προνοίας Προσωπικού Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ).

 

Περαιτέρω, σύμφωνα με τη νομολογία  (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση της Marewave Shipping & Trading Company Ltd. (1992) 1 A.A.Δ. 116), αντικείμενο της διαδικασίας όπως η παρούσα δεν είναι ο έλεγχος της ορθότητας της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου αλλά της νομιμότητας της. Εκεί όπου εκ πρώτης όψεως προκύπτει ότι το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία και ότι η διαδικασία εξελίχθηκε κανονικά το Ανώτατο Δικαστήριο δεν προχωρεί στην έκδοση προνομιακού διατάγματος επειδή ενδεχομένως το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιλήφθηκε λανθασμένα ένα νομικό σημείο (βλ. Αναφορικά με το Μάριο Χρίστου (1996) 1 Α.Α.Δ. 398).  Το ίδιο συμβαίνει εκεί όπου το πρωτόδικο Δικαστήριο κέκτηται δικαιοδοσίας, δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι έχει υπερβεί ή ότι καταχράστηκε τη δικαιοδοσία του απλώς και μόνο επειδή ερμήνευσε λανθασμένα ένα νομοθέτημα. Δεν τίθεται θέμα αντικατάστασης, της κρίσης που διαμόρφωσε κατώτερο δικαστήριο αναφορικά με ζήτημα που αποφάσισε στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του, με την κρίση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στο σύγγραμμα «Προνομιακά Εντάλματα» του Πέτρου Αρτέμη, σελ. 127-128, αναφέρεται ότι ο έλεγχος των κατωτέρων Δικαστηρίων με ένταλμα της φύσεως certiorari δεν περιλαμβάνει νομικά εσφαλμένες αποφάσεις ή λανθασμένη ερμηνεία νόμου.  Θα πρέπει επίσης να  λεχθεί ότι το certiorari δεν μπορεί να χρησιμοποιείται ως μεταμφιεσμένη Έφεση ούτε ως δεύτερη ευκαιρία επανακρόασης των ζητημάτων που απασχόλησαν το κατώτερο Δικαστήριο (βλ. Λυσιώτης & Υιός Λτδ (Αρ.3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 1066).  Σύμφωνα με το ίδιο σύγγραμμα του Πέτρου Αρτέμη, σελ. 119:

 

         «Όταν το συγκεκριμένο δικαστήριο κέκτειται δικαιοδοσίας να αποφασίσει ένα θέμα, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει υπερβεί ή έκανε κατάχρηση της δικαιοδοσίας του, απλά και μόνο γιατί παρεμπιπτόντως ερμήνευσε λανθασμένα νομοθέτημα, αποδέκτηκε παράνομη μαρτυρία, απέρριψε νόμιμη μαρτυρία, προέβη σε λανθασμένη εκτίμηση της βαρύτητας της μαρτυρίας ή ακόμα κι’ αν καταδίκασε χωρίς μαρτυρία (Halsburys Laws of England, 3η Έκδοση, Τόμος 11, παραγρ. 119»

 

Διεξήλθα το ενώπιον μου υλικό έχοντας υπ’ όψη και όσα ο συνήγορος του αιτητή ανέπτυξε.  Ο οποίος τόνισε ότι εκείνο που αμφισβητείται είναι η στέρηση του δικαιώματος του αιτητή να ακουστεί.  Ότι δεν είναι ο ψυχίατρος ο οποίος θα αποφασίσει αλλά ο Δικαστής.

 

Ο Επαρχιακός Δικαστής προτού καταλήξει στην απόφαση του είχε ενώπιον του τη γνώμη του ειδικού επί του θέματος ψυχιάτρου, ο οποίος αφού στις προηγούμενες παραγράφους της γνωμάτευσης του περιέγραψε την ιατρική κατάσταση του αιτητή, η οποία δεν είναι αυτή που αμφισβητείται,  έκρινε, εκφράζοντας την επιστημονική του άποψη ότι ο αιτητής δεν μπορεί να παρακολουθήσει τη διαδικασία, δίδοντας αιτιολογία για αυτή του τη γνώμη, την έλλειψη εναισθησίας. Λιτή μεν αναφορά, αλλά περιγραφική και περιεκτική της θέσης του ασθενή, ο οποίος δεν συναισθανόταν την κατάσταση της υγείας του και δεν είχε την απαραίτητη νόησιν.

 

Με αυτή τη μαρτυρία αποφάσισε ο Επαρχιακός Δικαστής, εκφράζοντας τη δικαστική του κρίση, ενεργώντας στα πλαίσια της δικαιοδοσίας που του παρέχει ο συγκεκριμένος Νόμος.

 

Υπό τις περιστάσεις, κρίνεται πως δεν στοιχειοθετούνται οι προϋποθέσεις για έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων και ως εκ τούτου η αίτηση απορρίπτεται.

 

 

 

                                               Δ. Σωκράτους

                                                            Δ.

 

 

ΔΣ/Κας

 

 

 

 

 

  


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο