ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ Σ. ΣΥΜΕΩΝ v. ΔΡΥΑΔΗΣ κ.α., Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 348/2013, 15/12/2020

ECLI:CY:AD:2020:A439

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 348/2013)

 

15 Δεκεμβρίου, 2020

 

[ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ,  ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ,  Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΣΕ ΠΤΩΧΕΥΣΗ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ Σ. ΣΥΜΕΩΝ

Εφεσείων/Καθ΄ου η αίτηση

και

ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ, υπό την ιδιότητα του ως διαχειριστής της περιουσίας του Αντώνη Χριστοφή Λαπιέρη

Εφεσίβλητος/Αιτητής

----------

Και ως τροποποιήθηκε με διάταγμα ημερ. 30.3.2016

ΣΕ ΠΤΩΧΕΥΣΗ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ Σ. ΣΥΜΕΩΝ

Εφεσείων/καθ΄ου η αίτηση

και

 

1.   xxx ΔΡΥΑΔΗΣ,

2.   xxx ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΣΙΔΕΡΑΣ

3.   xxx ΓΕΩΡΓΙΟΥ,

υπό την ιδιότητα τους ως διαχειριστές της περιουσίας του Χριστάκη Γεωργίου, αποθανόντα, τέως από τη Λευκωσία

Εφεσίβλητοι/Αιτητές

Και ως τροποποιήθηκε δυνάμει διάταγματος 26.9.2016

ΣΕ ΠΤΩΧΕΥΣΗ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ Σ. ΣΥΜΕΩΝ,

Εφεσείων/καθ΄ου η αίτηση

και

 

1.   xxx ΔΡΥΑΔΗΣ,

2.   xxx ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΣΙΔΕΡΑΣ

3.   xxx ΓΕΩΡΓΙΟΥ,

υπό την ιδιότητα τους ως διαχειριστές της περιουσίας του Αντώνη Χριστοφή Λαπιέρη, τέως από την Κοντέα και τελευταία στο Γηροκομείο Αγ.Μαρίνα Στροβόλου

Εφεσίβλητοι/Αιτητές

 

_ _ _ _ _ _

Α.Ευτυχίου, για τον εφεσείοντα

Αντ.Γεωργίου για Χρ.Πουργουρίδη & Σία και Μ.Γεωργίου & Σ/τες, για τους εφεσίβλητους

_ _ _ _ _ _

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα δοθεί από την Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.

----------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.:  Με την εκκαλούμενη απόφαση εξεδόθη διάταγμα παραλαβής εναντίον της περιουσίας του εφεσείοντα – καθ΄ου η αίτηση, σε αίτηση πτώχευσης που ο τότε διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντος Λαπιέρη, Χριστάκης Γεωργίου, είχε καταχωρήσει εναντίον του. (Λόγω του ότι ο Χριστάκης Γεωργίου απεβίωσε, εντέλει οι παρόντες εφεσίβλητοι τον αντικατέστησαν στη διαχείριση της περιουσίας του αποβιώσαντος Λαπιέρη). 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρά τις ενστάσεις του εφεσείοντα και την αδικαιολόγητα μακρά διαδικασία στην τελική του απόφαση θεώρησε ότι ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις του Νόμου (άρθρο 3(1)(ζ) του περί Πτωχεύσεως Νόμου, Κεφ.5), ως εξής:

 

α.  Εξασφάλιση τελεσίδικης απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου στην αγωγή  11627/00 ημερ. 21.12.2007 η οποία δημιούργησε την οφειλή του εφεσείοντα για το ποσό που αξιώνετο.  Σημειώνεται ότι η πολιτική έφεση 35/08 Σ. Μ.Συμεών v. Χριστάκη Γεωργίου, ως διαχειριστή της περιουσίας του αποβιώσαντος Αντώνη Χριστοφή Λαπιέρη, ημερ. 22.6.2011[1] επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση. 

β.  Με την ειδοποίηση πτώχευσης αρ.1325/11 αξιώνετο το χρέος που προέκυπτε από την πιο πάνω απόφαση και ενώ δόθηκε προθεσμία για καταβολή του ποσού, το ποσό αυτό δεν είχε πληρωθεί.  Αίτηση που καταχωρήθηκε από τον εφεσείοντα για παραμερισμό της ειδοποίησης πτώχευσης δεν πέτυχε και απορρίφθηκε με αιτιολογημένη απόφαση ημερ. 30.3.2012.

(γ)  Η αίτηση πτώχευσης καταχωρηθείσα στις 9.4.2012 ήταν εμπρόθεσμη, δηλαδή είχε καταχωρηθεί εντός 3 μηνών από τη διάπραξη της πράξης πτώχευσης μετά την 30.3.2012.

Όπως προκύπτει από την πρωτόδικη απόφαση στη βάση του συνόλου της μαρτυρίας, ο αιτητής δικαιούτο να υποβάλει την αίτηση πτώχευσης, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 5(1) του Νόμου, έχει δε αποδειχθεί εκ μέρους του το χρέος που οφείλεται σ΄αυτόν, το οποίο υπερβαίνει τις €15,000 (βλ. τον τροποποιητικό Νόμο 206(Ι)/2012) λαμβανομένου υπόψη ότι η δικαστική απόφαση στην αγωγή 11627/00, όχι μόνο ήταν τελεσίδικη, αλλά έχει επικυρωθεί και κατ΄έφεση (βλ. Οικονομίδης ν. Λαϊκή Τράπεζα Λτδ (1997) 1Γ ΑΑΔ 1255).

(δ)  Ο εφεσείων είχε την κατοικία ή διαμονή του στην Κύπρο,  σύμφωνα με το Νόμο.  Ο πιστωτής δικαιούται να υποβάλει αίτηση πτώχευσης εναντίον του χρεώστη, όχι μόνο όταν ο τελευταίος κατοικεί στην Κύπρο, αλλά και όταν μέσα σε περίοδο ενός χρόνου πριν την υποβολή της αίτησης ο χρεώστης μεταξύ άλλων είχε τόπο διαμονής την Κύπρο (βλ. άρθρο 5(1)(δ) του Νόμου).  Σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο αυτό είχε παραμείνει αναμφισβήτητο.

(ε).  ΄Οσον αφορά το θέμα των εξασφαλίσεων και τη σχετική πρόνοια του Νόμου στο άρθρο 5(2) το Δικαστήριο θεώρησε ότι είναι δυνατή η προώθηση αίτησης πτώχευσης παρά την ύπαρξη εξασφάλισης.  Αυτό έχει σημασία αφού σε σχέση με την παράλειψη δήλωσης εκ μέρους του πιστωτή μιας εξασφάλισης, τούτο δεν αποβαίνει από μόνο του μοιραίο για την αίτηση πτώχευσης.  (βλ. Παπαδόπουλος ν. Οργαν.Χρημ. Παγκυπριακής Λτδ (2004)1Γ ΑΑΔ 1716). 

 

Πρέπει, πρωτίστως να λεχθεί, πως η πρωτόδικη απόρριψη της αίτησης παραμερισμού της ειδοποίησης πτώχευσης με αρ.1325/11 βάσει της οποία καταχωρήθηκε η παρούσα αίτηση είχε αμφισβητηθεί με έφεση 153/12.  Στις 11.4.2017 η έφεση απορρίφθηκε ως αποσυρθείσα.

 

Για πλήρη κατανόηση της υπόθεσης επιβάλλεται να αναφερθούμε συνοπτικά στην αγωγή 11627/00 στην οποία εξεδόθη η απόφαση που περιλαμβάνει το επίδικο χρέος, ως (α) ανωτέρω.  Ο αποβιώσας Λαπιέρης είχε καταχωρήσει την ως άνω αγωγή, την οποία μετά το θάνατο του την συνέχισε ο εκ των εφεσιβλήτων, τότε διαχειριστής της περιουσίας του, Χρ.Γεωργίου, με την οποία ζητούσε διάταγμα και ή απόφαση ώστε να διατάσσεται ο εφεσείων να επιστρέψει στον διαχειριστή της περιουσίας του αποβιώσαντα, ολόκληρη την κινητή και ακίνητη περιουσία που απόσπασε από τον αποβιώσαντα.  Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας με απόφαση του ημερ.21.12.2007 έκαμε δεκτή την ως άνω αγωγή διατάσσοντας τον εφεσείοντα να επιστρέψει όλη την ακίνητη περιουσία στον αποβιώσαντα και εκδίδοντας απόφαση εναντίον του για το ποσό των 47,000 ΛΚ που ο εφεσείων απέσπασε από τον εν λόγω αποβιώσαντα.  Όπως ήδη έχει λεχθεί η απόφαση αυτή επικυρώθηκε εφετειακά.  Ακολούθησαν αγωγές του εφεσείοντα για επικαλούμενο κληρονομικό δικαίωμα του επί της ίδιας περιουσίας, οι οποίες και απέτυχαν για το λόγο που θα εξηγήσουμε πιο κάτω.

 

 ΄Ολοι σχεδόν οι λόγοι ένστασης που  ο εφεσείων είχε διατυπώσει πρωτοδίκως επανέρχονται στην παρούσα διαδικασία με τη μορφή λόγων έφεσης.

Ο 1ος λόγος έφεσης αφορά στο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι η απαίτηση του πρωτοκολλητή από τον εφεσίβλητο να επιστρέψει τα έγγραφα διαχείρισης της περιουσίας του Αντώνη Χριστοφή Λαπιέρη τέως από Λευκωσία αποβιώσαντα, εκ μέρους της περιουσίας του οποίου ενεργούσε ως αιτητής στην αίτηση αρ.153/12 Ε.Δ. Λευκωσίας και ότι η εκκρεμούσα αγωγή αρ.8873/11 Ε.Δ. Λευκωσίας για επικύρωση της Διαθήκης του πιο πάνω αποθανόντα δεν θεωρείται βάσιμος λόγος να θεωρηθεί καταχρηστική η παρούσα διαδικασία πτώχευσης.

 

Eίναι φανερό ότι ο πρώτος λόγος έφεσης έχει ξεπεραστεί από τις ίδιες τις εξελίξεις αφού η αγωγή 8873/11 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας για επικύρωση της «διαθήκης» του αποβιώσαντος που επικαλείτο ο εφεσείων είχε αποσυρθεί από τον ίδιο και απορρίφθηκε από το Δικαστήριο στις 8.1.2014.

 

Εξάλλου, όπως εύστοχα αναφέρει ο κ.Πουργουρίδης, τα επίδικα θέματα της αγωγής 8873/11, όπως και της αγωγής 12256/03 δεν μπορούν να τεθούν εκ νέου αφού εμποδίζονται από το δεδικασμένο στην αγωγή αρ.11627/20 η οποία επικυρώθηκε από το Εφετείο στην πολ.εφ. 35/08 (ως άνω). 

 

Στην πολ.εφ.394/11, Συμεών ν. Χρ.Γεωργίου υπό την ιδιότητα του ως διαχειριστή της περιουσίας του Αντώνη Χριστοφή Λαπιέρη, 8.2.2018, που αφορούσε την ως άνω αγωγή 12256/03, έχουν λεχθεί τα εξής:

«Εν όψει των προαναφερομένων, είναι πρόδηλο ότι η εγκυρότητα της επίδικης διαθήκης, ημερομηνίας 1/10/1999, καλύπτεται από δεδικασμένο και ο εφεσείων κωλύεται από του να ισχυρίζεται ότι η υπό συζήτηση διαθήκη είναι έγκυρη και/ή ότι αυτή έχει υπογραφεί με την ελεύθερη βούληση του αποβιώσαντα και κατά συνέπεια ότι ο ίδιος είναι ο μοναδικός κληρονόμος, δυνάμει της διαθήκης. Η πρωτόδικη απόφαση εκδόθηκε στις 21/12/2007, δηλαδή πριν από την 15/10/2009 ημερομηνία έναρξης της ακρόασης της παρούσας υπόθεσης, πρωτοδίκως, αλλά ασκήθηκε έφεση και η απόφαση του εφετείου δόθηκε όπως έχει αναφερθεί στις 22/6/2011. Έτσι τα πρωτόδικα ευρήματα κατέστησαν τελεσίδικα με την έκδοση της απόφασης του Εφετείου.

 Στην υπόθεση Δάμτσα ν. Δάμτσα (2006) 1Β Α.Α.Δ. 1389 αποφασίσθηκε ότι το δεδικασμένο δικαστικής απόφασης δημιουργείται όχι μόνο σε σχέση με το αποτέλεσμα αλλά καλύπτει και τις διαπιστώσεις επί των θεμάτων στα οποία το Δικαστήριο βάσισε την απόφαση. Αντιθέτως όσα λέγονται από το Δικαστήριο παρεμφερώς ή εκ του περισσού, σε προγενέστερη αγωγή, μεταξύ των ιδίων διαδίκων δεν μπορούν να αποτελέσουν τη βάση για δημιουργία του δεδικασμένου (Δέστε: Νικολάου ν. Σκουτελλά (2008) 1Β Α.Α.Δ. 1125).

 Στην υπό τη εξέταση υπόθεση τα ευρήματα που αναφέρθηκαν πιο πάνω ήσαν οι καίριες διαπιστώσεις του Δικαστηρίου πάνω στις οποίες βασίστηκε το σκεπτικό της απόφασης του, και είναι προφανές ότι τυγχάνει εφαρμογής το κώλυμα του δεδικασμένου».

Ως εκ τούτου ο 1ος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Ο 2ος λόγος έφεσης αφορά το θέμα της προβαλλόμενης κατάχρησης.  Συγκεκριμένα ο εφεσείων παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι με την παρούσα διαδικασία δεν έχει τεθεί οτιδήποτε ενώπιον του Δικαστηρίου από το οποίο να προκύπτει ότι ο εφεσίβλητος αποσκοπεί σε απόσπαση χρημάτων ή πλεονεκτήματος κατά αθέμιτο τρόπο ή χρησιμοποίηση της παρούσας διαδικασίας πτώχευσης για στόχο άλλο από εκείνο που προβλέπεται και κατά τρόπο καταπιεστικό.  Όπως εξηγείται στην αιτιολογία του συγκεκριμένου λόγου, ο ισχυρισμός για κατάχρηση συμπλέκεται με τις θέσεις του εφεσείοντα ότι έχει κληρονομικό δικαίωμα σε σχέση με την περιουσία του αποβιώσαντα Λαπιέρη.  Όμως, όλα τα πιο πάνω, όπως ήδη εξηγήθηκε, αποτέλεσαν επίδικα θέματα στις προηγηθείσες δικαστικές διαμάχες και με βάση τις πιο πάνω αποφάσεις οι απαιτήσεις του εφεσείοντα επί της περιουσίας Λαπιέρη κρίθηκαν αβάσιμες και όσα ακολούθησαν της πρώτης αγωγής κρίθηκαν ότι παραβιάζουν το δεδικασμένο.  ΄Οσον αφορά λοιπόν αυτή την πτυχή θα λέγαμε ότι ισχύει το αντίθετο απ΄αυτό που ισχυρίζεται η πλευρά του εφεσείοντα.  Είναι η συμπεριφορά του τελευταίου να επιμένει επί ήδη αποφασισθέντων θεμάτων που κρίνεται καταχρηστική και όχι των εφεσιβλήτων.  Και συνολικά όμως να κριθεί η συμπεριφορά των εφεσιβλήτων δεν παρουσιάζει κανένα ίχνος κατάχρησης αφού δεν έχουν καταδειχθεί από τον εφεσείοντα οποιαδήποτε αλλότρια κίνητρα των εφεσιβλήτων, ούτε οποιαδήποτε στοιχεία για καταπίεση ή αδικία προς τον εφεσείοντα. (Βλ. Tόσκας ν. BNP Paribas (Cyprus) Ltd (2010)1 AAΔ 1962, Φιλίππου ν. Κυριάκου, πολ.εφ.348/12, 13.9.2019, ECLI:CY:AD:2019:A363 και Σαββίδης ν. Κυπριακή Λαϊκή Τράπεζα, πολ.εφ.103/2013, 27.3.2019).  Ομοίως, ο λόγος αυτός απορρίπτεται.

 

Με τον 3ο λόγο έφεσης ο εφεσείων προβάλλει ως λάθος του πρωτόδικου Δικαστηρίου την μη απόρριψη της αίτησης πτώχευσης επί τω ότι δεν υπογράφηκε η αίτηση από τον διαχειριστή προσωπικά. 

 

΄Εχουμε εξετάσει τα αντίστοιχα επιχειρήματα των δύο πλευρών.  Είναι γεγονός ότι δυνάμει του Καν.46(1) του περί Πτωχεύσεως Διαδικαστικού Κανονισμού (368/1931)[2], (όπως ίσχυε στον ουσιώδη χρόνο) κάθε αίτηση πτώχευσης πρέπει να υπογράφεται από το πρόσωπο που υποβάλλει την αίτηση.  Εν προκειμένω η αίτηση έχει υπογραφεί από τους δικηγόρους του αιτητή και όχι από τον ίδιο προσωπικά.  Θα συμφωνήσουμε απόλυτα με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι το θέμα είναι τυπικής μορφής αντικανονικότητα που δεν μπορεί να οδηγήσει σε ακυρότητα της διαδικασίας, εφόσον δεν φαίνεται, ούτε και προβλήθηκε ότι συνεπεία αυτής της παρατυπίας προκλήθηκε ουσιαστική αδικία ή παραπλάνηση. Η αντίκρυση αυτή επιβεβαιώνεται από τη νομολογία (βλ. Ευθυμίου ν. Γαβριηλίδη πολ.εφ.84/11, 16.12.2015, ECLI:CY:AD:2015:A833 και Βιολάρη ν. Μarfin Popular Bank (2012)1Β΄ AAΔ.1054).  Ακριβώς η τυπικής μορφής αντικανονικότητα αναγνωρίστηκε και από την ίδια την τροποποίηση του σχετικού Κανονισμού, ο οποίος εφόσον αφορά διαδικαστικό θέμα θα είχε αναδρομική ισχύ στην υπόθεση, εν πάση περιπτώσει.  Και ο λόγος αυτός απορρίπτεται.

 

Ο 4ος λόγος έφεσης αφορά το θέμα των επιβαρύνσεων. Συγκεκριμένα προβάλλεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απέρριψε την αίτηση πτώχευσης, για το λόγο ότι ενώ ο πιστωτής είχε καταχωρημένες επιβαρύνσεις επί της ακίνητης περιουσίας του εφεσείοντα πολύ μεγαλύτερης αξίας από την επίδικη οφειλή, δεν τις αποκάλυψε στην αίτηση του.  Δήλωσε ωστόσο,  κατά την ακρόαση της αίτησης, ότι εγκαταλείπει το όφελος του επ΄αυτών. 

 

Επίσης το θέμα αυτό πρωτοδίκως, έχει κριθεί ότι είναι τυπικό και δεν επηρεάζει την εγκυρότητα της διαδικασίας. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό πως παρά το γεγονός ότι δεν περιλήφθηκε στην αίτηση πτώχευσης πως υπάρχει παραίτηση των ως άνω εξασφαλίσεων, είναι δεδομένο ότι αυτό έγινε με δήλωση από το συνήγορο του, δυνάμει του άρθρου 5(2) του Νόμου, κατά την ακροαματική διαδικασία όταν ρητώς παραιτήθηκε των εξασφαλίσεων αυτών.  Η ρητή αυτή δήλωση -  έστω και αν κριθεί ως παρατυπία, η παράλειψη αναφοράς επί της αίτησης - δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι προκάλεσε οποιαδήποτε βλάβη ή αδικία στον εφεσείοντα.  Στην Παπαδόπουλος ν. Οργ.Χρημ.Παγκυπριακής (ανωτέρω), όπου αναφέρονται τα εξής σχετικά:

«Το πιο πάνω αρ. 5(2) του Κεφ. 5 αποτελεί πιστή αντιγραφή του αρ. 4(2) της Αγγλικής Bankruptcy Act 1914. Επομένως μπορούμε να προστρέξουμε στην Αγγλική Νομολογία, ερμηνευτική του αρ. 4(2), για καθοδήγηση.

 

Στην Moor v. Anglo-Italian Bank [1879] 10 Ch. 681, 689 o Jessel M.R. έθεσε το θέμα ως εξής:

 

“I am not aware of any rule in bankruptcy that forfeits the petitioning creditors’ debt. The rule in bankruptcy requires the judicial authority in bankruptcy – the Registrar or Judge, as the case may be – before he adjudicates a man a bankrupt, to see there is a proper unsecured debt in the manner I have explained. But if the adjudication is made without this being looked into, the only result is, the adjudication is bad, and you may set it aside in due time.”

 

Σε μετάφραση:

 

«Δεν είμαι ενήμερος οποιουδήποτε κανόνα πτώχευσης δυνάμει του οποίου ο αιτητής πιστωτής χάνει τα δικαιώματα του επί του χρέους του. Ο κανόνας πτώχευσης απαιτεί από την Δικαστική Αρχή της Πτώχευσης – τον Πρωτοκολλητή ή τον Δικαστή, ως θα ήτο η περίπτωση – προτού αποφασίσει να κηρύξει κάποιον ως πτωχεύσαντα να προσέξει κατά πόσο υπάρχει ένα ορθό μη εξασφαλισμένο χρέος με τον τρόπο που έχω εξηγήσει. Πλην όμως αν η κήρυξη γίνεται χωρίς να εξεταστεί αυτό, το μόνο αποτέλεσμα είναι ότι η κήρυξη είναι εσφαλμένη και μπορεί να την παραμερίσεις στον πρέποντα χρόνο.»

 

Η πιο πάνω απόφαση έχει επεξηγηθεί στην In re A Debtor [1922] 2 K.B. 109 στην οποία ο αιτητής λόγω αβλεψίας παρέλειψε να δηλώσει στην αίτηση του μια εξασφάλιση που είχε. Ο Πρωτοκολλητής αρνήθηκε να παραμερίσει το διάταγμα παραλαβής και να δώσει οδηγίες όπως η αίτηση στην οποία εκδόθηκε το διάταγμα παραλαβής επανακουσθεί. Ενώπιον του Εφετείου οι εφεσείοντες υπέβαλαν ότι εφόσον το διάταγμα παραλαβής εκδόθηκε χωρίς να είχε δηλωθεί η εξασφάλιση το διάταγμα παραλαβής ήταν εσφαλμένο. Βάση της σχετικής εισήγησης ήταν το πιο πάνω απόσπασμα από την Moor (πιο πάνω). Στην απόφαση του Εφετείου το πιο πάνω απόσπασμα έχει επεξηγηθεί ως εξής:

 

“The question is, suppose there were an omission of something of no value, something not affecting the matter in any way, does that make the receiving order altogether bad? I think that in a case like that Sir George Jessel would himself have said ‘No, my dictum was never intended to go as far as that’. The Registrar has decided, and I think correctly, that this security is of no value, and I think that if the question had been raised before the receiving order was made he could have made the necessary amendment. The only question is whether he can make that amendment after the receiving order has been made. My view is that even without this amendment it is doubtful whether the order could be set aside, but I think that the case of Lovell & Christmas v. Beauchamp [1894] A.C. 607 in the House of Lords shows that an amendment can be made after the receiving order has been made. That case decides the only point to be decided in this matter, and I think the appeal should be dismissed with costs.”

 

Σε μετάφραση:

 

«Το ζήτημα είναι, αν υποθέσουμε ότι υπήρξε παράλειψη να αναφερθεί κάτι που δεν είχε αξία, κάτι που δεν επηρεάζει το θέμα με οποιοδήποτε τρόπο, κατά πόσο αυτό καθιστά το διάταγμα παραλαβής καθ’ ολοκληρίαν εσφαλμένο. Νομίζω ότι σε μια τέτοια περίπτωση ο Sir George Jessel ο ίδιος θα έλεγε: ‘Όχι με αυτό που είπα δεν είχα πρόθεση να πάει το θέμα μέχρις σε εκείνο το σημείο’. Ο Πρωτοκολλητής έχει αποφασίσει, και νομίζω σωστά, ότι η εξασφάλιση ήταν χωρίς αξία και νομίζω, αν το ζήτημα εγειρόταν πριν την έκδοση του διατάγματος παραλαβής, μπορούσε να κάμει την αναγκαία τροποποίηση. Το μόνο ζήτημα είναι κατά πόσο μπορεί να κάμει εκείνη την τροποποίηση μετά την έκδοση του διατάγματος παραλαβής. Είναι η άποψη μου ότι έστω και χωρίς αυτή την τροποποίηση είναι αμφίβολο κατά πόσο το διάταγμα μπορούσε να παραμεριστεί, πλην όμως νομίζω ότι η υπόθεση Lovell & Christmas v. Beauchamp [1894] Α.C. 607 της Δικαστικής Επιτροπής των Λόρδων υποδεικνύει ότι μια τέτοια τροποποίηση μπορεί να γίνει μετά την έκδοση του διατάγματος παραλαβής. Εκείνη η υπόθεση αποφάσισε το μόνο σημείο που πρέπει να αποφασιστεί σ’ αυτή την υπόθεση και νομίζω ότι η έφεση πρέπει ν’ απορριφθεί με έξοδα.»

 

Η απόφαση στην In re a Debtor (πιο πάνω) έχει επεξηγηθεί στην In re Small Westminster Bank v. Trustee [1934] 1 Ch. 541 στην οποία κρίθηκε ότι όπου οι αιτητές λόγω αβλεψίας παρέλειψαν, τόσο στην αίτηση όσο και στην επαλήθευση, να εκτιμήσουν μια εξασφάλιση σημαντικής αξίας αλλά πολύ μικρότερη από το ύψος του χρέους, το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να δώσει άδεια για τροποποίηση της αίτησης και της επαλήθευσης με το να εκτιμήσει την εξασφάλιση*.

 

Είναι αξιοσημείωτα τα όσα λέχθηκαν στη σελ. 548:

 

“In my judgment, when Lord Sterndale in this case referred to an omission of something of no value, he did not mean something which would fetch nothing in pounds, shillings and pence, but he meant, as he explained in the next phrase, something which was not important when one was considering whether the petition was one which could have been presented in the first instance had the proper disclosure been made. I can well appreciate that if there was any sort of doubt as to the amount of the security being less than the amount of the petitioning creditor’s debt, then the Court might hesitate long before allowing an amendment, but in the preset case there is no possible doubt whatever that the petitioning creditors, even if they had done what they should have done and stated the security and valued it at its proper value, would have been still entitled to the order which was made.”

 

Σε μετάφραση:

 

«Κατά την κρίση μου όταν ο Lord Sterndale αναφέρθηκε σε παράλειψη ν’ αναφερθεί κάτι που δεν έχει αξία, δεν εννοούσε στοιχείο το οποίο δεν θα απέφερνε τίποτε σε στερλίνες, σελίνια και πέννες, αλλά, όπως εξηγεί στην επόμενη φράση, εννοούσε κάτι το οποίο δεν ήταν σημαντικό όταν κάποιος εξέταζε κατά πόσο η αίτηση ήταν αίτηση που μπορούσε να κατατεθεί σε πρώτο στάδιο αν γινόταν η ορθή αποκάλυψη. Μπορώ καλώς να αντιληφθώ ότι αν υπήρχε οποιοδήποτε είδος αμφιβολίας σε σχέση με το ποσό της εξασφάλισης ότι ήταν μικρότερη από το ποσό του χρέους του αιτητή πιστωτή, τότε το δικαστήριο δυνατό να δίσταζε προτού επιτρέψει την τροποποίηση, πλην όμως στην παρούσα υπόθεση δεν υπάρχει πιθανή αμφιβολία ότι οι αιτητές πιστωτές έστω και αν έκαμναν αυτά που έπρεπε να είχαν κάμει και δήλωναν την εξασφάλιση και την εκτιμούσαν στην ορθή της  

_______

* “Where a petition is presented under s.130 of the Bankruptcy Act, 1914, and the petitioners have, by inadvertence, omitted, both in the petition and in the proof, to value a security of considerable substance, but greatly below the value of the debt, the Court has jurisdiction to give leave to amend the petition and the proof by valuing the security.”

 

 αξία και πάλι θα εδικαιούντο στο διάταγμα το οποίο εκδόθηκε. Κάτω από αυτές τις περιστάσεις, κατά την κρίση μου, έχω δικαιοδοσία να δεχθώ αυτή την αίτηση και νομίζω ότι αυτή είναι η πρέπουσα περίπτωση στην οποία θα το πράξω.»

 

Τέλος, σύμφωνα με την Αγγλική Νομολογία, είναι επιτρεπτή η τροποποίηση ανεξάρτητα από το ύψος της εξασφάλισης. Αυτό έχει βεβαιωθεί στην Re a Debtor (No. 39 of 1974) [1977] 3 All E.R. 489, 495 στην οποία λέχθηκαν τα εξής:

 

“In our judgment, no injustice is done by allowing amendment irrespective of the value of the security in a case such as the present, where in petition and in proof the creditor has wholly ignored his security, and he then seeks an amendment that surrenders it. Further, when Jessel M.R. said in Moor v. Anglo-Italian Bank [1989] 10 Ch. 681 that an adjudication is bad and may be set aside in due time, if made without seeing that there is a proper unsecured debt, he did not mean to exclude the possibility of amendment, or indeed of maintaining the adjudication even without amendment, where no injustice has been done: see Re a Debtor [1922] 2 Κ.Β. 109. The insistence of the judge below on the value of the security was accordingly in our view mistaken.”

 

Σε μετάφραση:

 

«Κατά την κρίση μας δεν προκαλείται αδικία με το να επιτραπεί τροποποίηση ανεξάρτητα από την αξία της εξασφάλισης σε υπόθεση όπως η παρούσα όπου στην αίτηση και στην επαλήθευση ο πιστωτής είχε πλήρως αγνοήσει την εξασφάλιση του και επιδιώκει τροποποίηση με την οποία θα την παραδώσει. Περαιτέρω όταν ο Jessel M.R. είπε στην Moor v. Anglo-Italian Bank [1989] 10 Ch. 681 ότι μια κήρυξη σε πτώχευση είναι εσφαλμένη και μπορεί να παραμεριστεί στον πρέποντα χρόνο αν γίνει χωρίς να εξεταστεί κατά πόσο υπάρχει ένα ορθό μη εξασφαλισμένο χρέος δεν εννοούσε να αποκλειστεί η δυνατότητα τροποποίησης ή πράγματι η διατήρηση της κήρυξης ακόμη και χωρίς τροποποίηση, όπου δεν είχε δημιουργηθεί αδικία: βλ. Re a Debtor [1922] 2 Κ.Β. 109. Η επιμονή του Πρωτόδικου Δικαστηρίου επί της αξίας της εξασφάλισης ήταν κατά την άποψη μας εσφαλμένη.»

 

Αυτά που προκύπτουν από την Αγγλική Νομολογία είναι κυρίως τα εξής:

 

(1) Παρά την επιτακτική διατύπωση του αρ. 4(2) – η οποία είναι παρόμοια με εκείνη του δικού μας αρ. 5(2) - η παράλειψη να δηλωθεί η εξασφάλιση δεν αποβαίνει μοιραία για την αίτηση.

(2) Είναι δυνατή η τροποποίηση της αίτησης για να περιληφθεί η εξασφάλιση ακόμα και στο στάδιο της επαλήθευσης.

(3) Είναι δυνατή η έκδοση διατάγματος παραλαβής ακόμα και χωρίς τροποποίηση της αίτησης.

(4) Είναι δυνατή η τροποποίηση ανεξάρτητα από την αξία ή το ύψος της εξασφάλισης.

(5) Αυτό που έχει σημασία είναι το ποσό του χρέους μετά την αφαίρεση της εξασφάλισης.

(6) Αυτό που εξετάζεται είναι κατά πόσο προκαλείται αδικία συνεπεία της παράλειψης να δηλωθούν οι εξασφαλίσεις».

 

Περαιτέρω, στη Νεοκλέους ν. Αlpha Bank, (2014)1Β΄ ΑΑΔ 1700, αναφέρονται τα εξής:

«Σύμφωνα με το άρθρο 32 του Νόμου, ασφαλισμένος πιστωτής σημαίνει πρόσωπο το οποίο κατέχει υποθήκη ή ενέχυρο, ή επιβάρυνση ή δικαίωμα επίσχεσης επί της περιουσίας του χρεώστη ή σε οποιοδήποτε μέρος της, ως ασφάλεια για χρέος που του οφείλεται από τον χρεώστη (Williams & Hunter on Bankruptcy, 19η έκδοση, σ.525, Halsbury´s Laws of England, 4η έκδοση, Τόμος 3, §. 318-319 και 785).

 

Πιστωτής θεωρείται εξασφαλισμένος αν, μεταξύ άλλων, έχει επιβάρυνση επί της περιουσίας του οφειλέτη. Η ύπαρξη εξασφάλισης οφειλής, δεν συνιστά από μόνη της κώλυμα για προώθηση αίτησης για έκδοση διατάγματος παραλαβής.

 

Το άρθρο 5(2) του Νόμου οριοθετεί τον τρόπο ενέργειας του αιτητή σε σχέση με το θέμα των εξασφαλίσεων, ορίζοντας ότι, στην περίπτωση όπου πιστωτής δεν δηλώνει ότι προτίθεται να παραιτηθεί από την εξασφάλιση του, έχει την υποχρέωση να δώσει κάποιο υπολογισμό της αξίας της εξασφάλισης η οποία έχει δοθεί. Σε κάθε όμως περίπτωση, είναι δυνατή η προώθηση αίτησης πτώχευσης παρά την ύπαρξη εξασφάλισης, ενόσω μάλιστα η παράλειψη δήλωσης εκ μέρους του πιστωτή δεν αποβαίνει αφ΄ εαυτής μοιραία για την αίτηση πτώχευσης (Παπαδόπουλος ν. Οργαν. Χρημ. Παγκυπριακής Λτδ (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1716)».

 

Η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν απόλυτα ορθή και σύμφωνη με την πιο πάνω νομολογία. Ως εκ τούτου την υιοθετούμε πλήρως.  Ο 4ος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος.

 

Ο 5ος λόγος έφεσης αφορά το θέμα της διαμονής του εφεσείοντα, ότι δηλαδή το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν απέρριψε την αίτηση του εφεσιβλήτου για το λόγο ότι ο εφεσείων δεν κατοικούσε ή εργαζόταν στην Κύπρο τα δύο τελευταία χρόνια.  Αναφορικά με τον τελευταίο λόγο, είναι σημαντικό να λεχθεί ότι ο εφεσείων δεν έθεσε στην ένσταση του θέμα μη διαμονής του στην Κύπρο και όπως διαφαίνεται από τον πρωτόδικο φάκελο οι επιδόσεις της δικογραφίας γίνονταν στην Κύπρο.  Εάν τω όντι υφίστατο τέτοιο θέμα, θα αναμενόταν ότι ο εφεσείων θα έπρεπε να το θέσει ευθύς εξ αρχής στην ένσταση του. Εξάλλου το Δικαστήριο δεν αποδέκτηκε τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα.  Και ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί.

 

΄Εχοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με €3,000 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, υπέρ των εφεσιβλήτων.

 

                                                                   ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.

 

                                                                   ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

                                                                   ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.



2.  O σχετικός Κανονισμός έχει τροποποιηθεί με τον Καν.2/16 με αποτέλεσμα πλέον να επιτρέπεται σαφώς η υπογραφή από τον αιτητή ή το δικηγόρο του.  Κατά τον ουσιώδη χρόνο ο Καν. είχε ως εξής:

46.-(1)  Every bankruptcy petition shall be signed by the person presenting it in the Registrar’s presence.  The Registrar shall date and witness the petition.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο