ΜΟΝΑΧΗ ΜΑΡΚΕΛΛΑ (ΚΑΤΑ ΚΟΣΜΟ xxx ΙΩΑΝΝΟΥ) κ.α. v. ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗ ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ (ΚΑΤΑ ΚΟΣΜΟ χχχ ΣΤΑΥΡΟΥ) ΠΟΥ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΕΤΑΙ ΚΑΙ ΩΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΚΙΤΙΟΥ ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ Γ.Ο.Χ. κ.α., ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 9/2016, 29/1/2021

ECLI:CY:AD:2021:A28

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

29 Ιανουαρίου, 2021

 

 

[ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ,

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ/στές]

 

 

(ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 9/2016)

 

 

    1. ΜΟΝΑΧΗ ΜΑΡΚΕΛΛΑ (ΚΑΤΑ ΚΟΣΜΟ xxx ΙΩΑΝΝΟΥ)

    2. ΜΟΝΑΧΗ ΠΡΟΚΟΠΙΑ (ΚΑΤΑ ΚΟΣΜΟ χχχ χχχ

        ΚΥΡΙΑΚΟΥ)

    3. ΜΟΝΑΧΗ ΚΑΛΛΙΣΤΗ (ΚΑΤΑ ΚΟΣΜΟ χχχ

        ΚΟΥΤΣΟΝΙΚΟΛΑ)

    4. ΜΟΝΑΧΗ ΧΑΡΙΤΙΝΗ (ΚΑΤΑ ΚΟΣΜΟ ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΒΩΝΙΑΤΗ)

 

Εφεσείουσες/Καθ’ων η Αίτηση,

 

ν.

 

1.   ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗ ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ (ΚΑΤΑ ΚΟΣΜΟ χχχ ΣΤΑΥΡΟΥ) ΠΟΥ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΕΤΑΙ ΚΑΙ ΩΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΚΙΤΙΟΥ ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ Γ.Ο.Χ.

2.   ΣΥΓΚΛΗΤΙΚΗΣ ΜΟΝΑΧΗΣ (ΚΑΤΑ ΚΟΣΜΟ χχχ ΣΤΑΥΡΙΔΗ)

3.    ΕΥΠΡΑΞΙΑΣ ΜΟΝΑΧΗΣ (ΚΑΤΑ ΚΟΣΜΟ Ε. ΣΤΑΥΡΟΥ)

4.   ΑΓΑΘΟΝΙΚΗΣ ΜΟΝΑΧΗΣ (ΚΑΤΑ ΚΟΣΜΟ Σ. ΣΤΑΥΡΟΥ)

5.    ΙΟΥΣΤΙΝΗΣ ΜΟΝΑΧΗΣ (ΚΑΤΑ ΚΟΣΜΟ Π. ΣΤΑΥΡΟΥ)

6.   ΜΑΡΘΑΣ ΜΟΝΑΧΗΣ (ΚΑΤΑ ΚΟΣΜΟ χχχ ΟΝΗΣΙΦΟΡΟΥ)

7.    ΕΥΦΡΟΣΥΝΗΣ ΜΟΝΑΧΗΣ (ΚΑΤΑ ΚΟΣΜΟ Α. ΣΤΑΥΡΙΔΟΥ)

8.   ΕΠΙΦΑΝΙΑΣ ΜΟΝΑΧΗΣ (ΚΑΤΑ ΚΟΣΜΟ ΑΝ. ΣΤΑΥΡΙΔΟΥ)

9.   ΣΟΦΡΩΝΙΑΣ ΜΟΝΑΧΗΣ (ΚΑΤΑ ΚΟΣΜΟ Μ. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ)

10. ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΗΣ ΜΟΝΑΧΗΣ (ΚΑΤΑ ΚΟΣΜΟ χχχ ΑΓΑΘΟΚΛΕΟΥΣ)

11. ΛΑΜΠΑΔΙΑΣ ΜΟΝΑΧΗΣ (ΚΑΤΑ ΚΟΣΜΟ Λ. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ)

12. ΜΑΡΙΑΜ ΜΟΝΑΧΗΣ (ΚΑΤΑ ΚΟΣΜΟ Α. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ)

13. ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΜΟΝΑΧΗΣ (ΚΑΤΑ ΚΟΣΜΟ Ε. ΣΤΑΥΡΙΔΟΥ)

14. ΜΕΘΟΝΙΑΣ ΜΟΝΑΧΗΣ (ΚΑΤΑ ΚΟΣΜΟ Μ. ΠΑΝΑΓΗ)

15. ΑΓΑΘΗΣ ΔΟΚΙΜΟΥ ΜΟΝΑΧΗΣ (ΚΑΤΑ ΚΟΣΜΟ χχχ

       ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ)

16. ΑΡΧΑΓΓΕΛΙΑΣ ΔΟΚΙΜΟΥ ΜΟΝΑΧΗΣ (ΚΑΤΑ ΚΟΣΜΟ Ε.

       ΠΑΝΑΓΗ)

17. ΓΛΥΚΕΡΙΑΣ ΔΟΚΙΜΟΥ ΜΟΝΑΧΗΣ (ΚΑΤΑ ΚΟΣΜΟ χχχ

       ΛΟΙΖΟΥ)

18. ΠΕΛΑΓΙΑΣ ΔΟΚΙΜΟΥ ΜΟΝΑΧΗΣ (ΚΑΤΑ ΚΟΣΜΟ χχχ

       ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ)

19. ΔΩΡΟΘΕΑΣ ΔΟΚΙΜΟΥ ΜΟΝΑΧΗΣ (ΚΑΤΑ ΚΟΣΜΟ ΜΑ.

       ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ)

20. ΑΓΓΕΛΑΣ ΔΟΚΙΜΟΥ ΜΟΝΑΧΗΣ (ΚΑΤΑ ΚΟΣΜΟ Α.

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ)

21. ΘΕΟΔΩΡΑΣ ΜΟΝΑΧΗΣ (ΚΑΤΑ ΚΟΣΜΟ χχχ ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ)

22. ΕΠΙΦΑΝΙΑΣ ΜΟΝΑΧΗΣ (ΚΑΤΑ ΚΟΣΜΟ χχχ ΑΝΔΡΕΟΥ)

23. ΑΝΝΑΣ ΜΟΝΑΧΗΣ (ΚΑΤΑ ΚΟΣΜΟ χχχ ΛΑΟΥ)

24. ΧΡΙΣΤΟΝΥΜΦΗΣ ΜΟΝΑΧΗΣ (ΚΑΤΑ ΚΟΣΜΟ Θ. ΠΑΝΑΓΗ)

25. ΜΑΡΙΝΑΣ ΜΟΝΑΧΗΣ (ΚΑΤΑ ΚΟΣΜΟ χχχ ΚΟΥΝΝΑ)

26. ΑΒΕΡΚΙΑΣ ΜΟΝΑΧΗΣ (ΚΑΤΑ ΚΟΣΜΟ χχχ ΖΗΝΩΝΟΣ)

 

                                                                             Eφεσίβλητων/Αιτητών.

 

 

Αίτηση  ημερ. 3/11/2020 για Ασφάλεια Εξόδων

 

Α. Παπαμιχαήλ, για τους Αιτητές/Εφεσιβλήτους.

 

Χρ. Πουργουρίδης, για την Καθ’ης η Aίτηση/Εφεσείουσα 2.

 

Κ. Καλυφόμματος, για την Καθ’ης η Aίτηση/Εφεσείουσα 3.

 

 

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.:  Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Λ. Δημητριάδου – Ανδρέου.

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Εκκρεμούσης της Έφεσης οι Εφεσίβλητοι καταχώρησαν την υπό κρίση Αίτηση την οποία στηρίζουν στη Δ.35, θ.2 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας με την οποία αξιώνουν την έκδοση Διατάγματος του Δικαστηρίου με το οποίο οι Εφεσείουσες/Καθ΄ων η Αίτηση να παραχωρήσουν εντός ενός μηνός ασφάλεια εξόδων για το ποσό των €18.974,24. Ταυτόχρονα επιδιώκεται όπως διαταχθεί η αναστολή της περαιτέρω διαδικασίας μέχρι την παραχώρηση της ασφάλειας εντός χρόνου που θα καθορίσει το Δικαστήριο και, αν δε δεν παραχωρηθεί, τότε η Έφεση να θεωρείται ως εγκαταλειφθείσα και απορριφθείσα.

 

Η Αίτηση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση του Εφεσίβλητου 1. Όπως προκύπτει από αυτή το 2011 οι Εφεσείουσες είχαν καταχωρήσει εναντίον των Εφεσιβλήτων στο Ε.Δ. Λάρνακας την υπ’. αρ. 2046/2011 Αγωγή με την οποία λόγω της κατ΄ ισχυρισμό εκδίωξης τους από την Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος αξίωναν την έκδοση Διατάγματος του Δικαστηρίου που να διατάσσει τους Εφεσιβλήτους να τερματίσουν την παράνομη επέμβαση στα ακίνητα της Μονής και να παραδώσουν σε αυτές ελευθέρα κατοχή τούτων καθώς και Δήλωση του Δικαστηρίου ότι αυτές έχουν αποκλειστικό δικαίωμα κατοχής, χρήσης και νομής της Μονής και της ακίνητης ιδιοκτησίας της. Περαιτέρω αξίωναν αριθμό άλλων Διαταγμάτων που αφορούσαν ζητήματα της Εκκλησίας, Διάταγμα ότι η χειροθεσία της Εφεσίβλητης 11 ήταν παράνομη και Διάταγμα που να απαγορεύει σε αυτή να παρουσιάζεται ως τέτοια και στις Εφεσίβλητες 2-20 να παρουσιάζονται ως μέλη της Αδελφότητας της Μονής. Ακόμη Διάταγμα ότι όσοι αποτελούν την εκκλησία που έχει ως θρησκευτικό ηγέτη τον Εφεσίβλητο 1 συνιστούν νέα Εκκλησία σχισματική της Εκκλησίας των Γνήσιων Ορθοδόξων Χριστιανών Γ.Ο.Χ. Κύπρου ΕΓΚ που δεν έχει κανένα δικαίωμα επί της Μονής ή διοικητική, πειθαρχική ή πνευματική εξουσία στα μέλη της ΕΓΚ.

 

Η απορριπτική της πιο πάνω Αγωγής Απόφαση καταδίκασε τις Εφεσείουσες                     στην καταβολή των εξόδων τα οποία, όπως αναφέρεται, ουδέποτε υπολογίστηκαν, ζητήθηκαν και/ή καταβλήθηκαν από τις Εφεσείουσες αφού οι Εφεσίβλητοι τις θεωρούσαν πάντοτε μέλη της αδελφότητας της Μονής.

 

Παρά ταύτα οι Εφεσείουσες χειραγωγούμενες, όπως ισχυρίζεται ο Εφεσίβλητος 1, από εξωμοναστηριακούς παράγοντες καταχώρησαν στις 11/1/2016 την παρούσα Έφεση χωρίς να προβούν σε οποιοδήποτε άλλο διάβημα για την προώθηση της έκτοτε.

 

Μετά την έκδοση στις 8/4/2020 απορριπτικής Απόφασης στην Αγωγή υπ’. αρ. 5454/2011 του Ε.Δ. Λεμεσού που ηγέρθη, όπως αναφέρεται, από παράνομα καταληφθέντες ιερούς ναούς της Εκκλησίας των Γ.Ο.Χ. Κύπρου από τους ίδιους εξωμοναστηριακούς παράγοντες με την οποία επιδίωκαν τη νομιμοποίηση της κατοχής, νομής και διαχείρισης της ακίνητης περιουσίας αυτών, οι Εφεσείουσες στις 3/7/2020 καταχώρησαν στην παρούσα Έφεση αίτηση συνένωσης της με την Έφεση 143/2020.

 

Επισημαίνεται ότι σε καμία από τις δύο αυτές Αγωγές, ήτοι την υπ’. αρ. 2046/2011 του Ε.Δ. Λάρνακας και την υπ’. αρ. 5454/2011 του Ε.Δ. Λεμεσού, οι Ενάγοντες δεν έχουν καταβάλει τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας στα οποία έχουν καταδικασθεί.

 

Προβάλλεται ακόμη ότι εκ των Εφεσειουσών στη ζωή βρίσκονται σήμερα μόνο οι Εφεσείουσες 2 και 3 οι οποίες είναι υπέργηρες, ηλικίας 77 και 85 ετών, αντίστοιχα. Αναφέρεται, ακόμη, ότι αυτές ως μοναχές δεν έχουν περιουσία. Στη βάση των πιο πάνω προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι, ενώ οι πιθανότητες η Έφεση να απορριφθεί είναι αυξημένες λόγω του ότι οι Λόγοι Έφεσης αφορούν την αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο, θέμα στο οποίο δεν επεμβαίνει, κατά κανόνα, το Εφετείο, σε τέτοια περίπτωση, δηλ. αποτυχίας της Έφεσης, είναι αδύνατο οι Εφεσείουσες να είναι σε θέση να καταβάλουν τα έξοδα των Εφεσιβλήτων.

 

Υποστηρίζεται δε ότι στην παρούσα υπόθεση υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις που δικαιολογούν την παροχή ασφάλειας εξόδων από τις Εφεσείουσες, εφόσον αυτές στερούνται οποιασδήποτε περιουσίας κινητής και ακίνητης, με συνεπακόλουθο να είναι αδύνατο, σε περίπτωση απόρριψης της έφεσης τους, να έχουν τη δυνατότητα καταβολής των εξόδων που σε τέτοια περίπτωση θα επιδικασθούν σε βάρος τους.

 

Αναφέρεται τέλος ότι οι Εφεσείουσες αλλά και η ομάδα που εγκατέλειψε την Εκκλησία των Γ.Ο.Χ. Κύπρου έχουν καταχωρήσει σωρεία ποινικών υποθέσεων και αστικών αγωγών από το 2007 μέχρι σήμερα εναντίον της Ιεράς Μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, μοναχών της Μονής και του νόμιμα εξελεγμένου Μητροπολίτη Κιτίου, χωρίς σε καμία από αυτές να δικαιωθούν αφού όλες οι αστικές υποθέσεις απερρίφθησαν ενώ οι ποινικές υποθέσεις κατέληξαν σε απαλλαγή και αθώωση των Κατηγορουμένων χωρίς, ωστόσο, να καταβληθούν τα έξοδα.

 

Η υπό κρίση Αίτηση προσέκρουσε στην Ένσταση των Εφεσίβλητων/Καθ΄ων η Αίτηση μέσω της οποίας προβλήθηκαν ως Λόγοι Ένστασης ότι η Υπεύθυνη Δήλωση που συνοδεύει την Αίτηση είναι αντικανονική, ότι η Αίτηση υποβάλλεται με υπέρμετρη καθυστέρηση και εκδικητικά και ότι αποσκοπεί να αποστερήσει από τις Εφεσείουσες του δικαιώματος τους για πρόσβαση στη δικαιοσύνη, καθώς και ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας για την έκδοση του αιτούμενου Διατάγματος.

 

 

 

 

Η Ένσταση υποστηρίζεται από Ένορκη Δήλωση της Εφεσείουσας 3 η οποία δηλώνει ότι είναι εξουσιοδοτημένη και από την Εφεσείουσα 2. Εν πρώτοις, η Εφεσείουσα 3 παραδέχεται ότι ως μοναχές δεν έχουν οποιαδήποτε περιουσία και δηλώνει ότι την περιουσία τους την αφιέρωσαν στη Μονή Μεταμορφώσεως στην οποία η Εφεσείουσα 3 εντάχθη το 1954. Ισχυρίζεται δε ότι απ’ εκεί δεν έφυγαν οικειοθελώς αλλά ότι εκδιώχθηκαν από τους Εφεσιβλήτους δια της βίας και ότι έκτοτε είναι οι Εφεσίβλητοι που κατέχουν και νέμονται τη Μονή και την περιουσία της παράνομα. Αναφέρει ότι αμφότερες λαμβάνουν μια πενιχρή σύνταξη ύψους περίπου €300 εκάστη μηνιαίως και ότι μετά βίας επιβιώνουν και ότι εξαρτούνται και από την ελεημοσύνη του κόσμου. Μετά την εκδίωξη τους από τη Μονή ζουν σε χώρο που τους παραχωρήθηκε από την Εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα στην Αραδίππου.

 

Ισχυρίζεται ότι αυτό που επιζητούν τόσα χρόνια είναι το δίκαιο τους και ότι τυχόν διαταγή να καταβάλουν το ζητούμενο ποσό είναι βέβαιο ότι θα τους στερήσει το δικαίωμα πρόσβασης στο Δικαστήριο προς διεκδίκηση των νόμιμων δικαιωμάτων τους.

 

Υποστηρίζουν ότι η καταχώρηση της παρούσας Αίτησης πέντε χρόνια μετά την καταχώρηση της Έφεσης γίνεται εκδικητικά από τους Εφεσιβλήτους, επειδή ενοχλήθηκαν που οι Εφεσείουσες προωθούν την Έφεση τους και επειδή αυτές ζήτησαν να συνενωθεί η παρούσα με την Πολιτική Έφεση αρ. 143/2020. Αποδίδουν δε κακόπιστα και εκβιαστικά κίνητρα στους Εφεσιβλήτους αφού οι τελευταίοι γνωρίζουν ότι οι Εφεσείουσες είναι πάμπτωχες και δεν μπορούν να ανταποκριθούν στην απαίτηση τους.

 

 

 

Στη βάση πληροφόρησης που η Εφεσείουσα αρ. 3 τυγχάνει από το Δικηγόρο της δηλώνει ότι η Έφεση τους έχει πολύ καλές πιθανότητες επιτυχίας, επισημαίνοντας ότι τα κυριότερα θέματα που εγείρονται σε αυτή είναι αμιγώς νομικά και όχι θέματα αξιολόγησης μαρτυρίας.

 

Κατά την ακρόαση οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων υποστήριξαν τις θέσεις τους με γραπτές αγορεύσεις, αλλά και δια ζώσης κατά την επ’ ακροατηρίω συζήτηση της Αίτησης.

 

Κρίνεται σκόπιμο να εξετασθεί κατά προτεραιότητα ο πρώτος Λόγος Ένστασης που αφορά σε δικονομικά ζητήματα.

 

Όπως προκύπτει, η υπό κρίση Αίτηση συνοδεύεται από Υπεύθυνη Δήλωση του Εφεσίβλητου 1. Το γεγονός ότι στην προκείμενη περίπτωση δεν έχει καταχωρηθεί  ένορκη δήλωση από τον Εφεσίβλητο 1 αλλά Υπεύθυνη Δήλωση δεν αποτελεί πρόβλημα, εφόσον με βάση τα διαλαμβανόμενα στον περί Ερμηνείας  Νόμο Κεφ. 1 ο όρος «ένορκη δήλωση» περιλαμβάνει και εφαρμόζεται στη «βεβαίωση ή δήλωση προσώπου στο οποίο από νόμο επιτρέπεται να προβαίνει σε βεβαίωση ή δήλωση αντί όρκου». Συμφώνως του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, Ν. 14/1960, Άρθρο 50(2), παρέχεται η δυνατότητα παρουσίασης μαρτυρίας κατόπιν υποσχέσεως.

 

Προβλήθηκε από μέρους των Εφεσειουσών με παραπομπή στις πρόνοιες της Δ.39, θ.2 ότι η Υπεύθυνη Δήλωση του Εφεσίβλητου 1 είναι αντικανονική και παράτυπη γιατί, ενώ αναφέρεται σε γεγονότα τα οποία δεν είναι σε θέση να γνωρίζει, δεν αποκαλύπτει την πηγή της γνώσης του.

 

 

 

Μια ένορκη δήλωση και, κατ’ επέκταση μια βεβαίωση ή δήλωση προσώπου στο οποίο από νόμο επιτρέπεται να προβαίνει σε βεβαίωση ή δήλωση αντί όρκου, θα πρέπει να συνάδει με τους κανόνες που διέπουν τον καταρτισμό της και προβλέπονται στη Δ.39. Ένας τέτοιος κανόνας είναι ότι το περιεχόμενο της δήλωσης πρέπει να έχει ως πηγή την προσωπική γνώση των γεγονότων από τον ομνύοντα και/ή υπευθύνως δηλούντα, ανάλογα με την περίπτωση. Παρέχεται παράλληλα η δυνατότητα σε ενδιάμεσες αιτήσεις η αναφορά σε γεγονότα για τα οποία ο ομνύων ή ο υπευθύνως δηλών δεν έχει προσωπική γνώση νοουμένου ότι αποκαλύπτει την πηγή από την οποία αντλεί την πληροφόρηση του.

 

Με δεδομένο ότι ο Υπευθύνως Δηλών είναι ένας από τους Εφεσιβλήτους στην παρούσα Έφεση καθώς και ένας από τους Εναγόμενους στην Αγωγή του Ε.Δ. Λάρνακας 2046/2011, αντικείμενο της εν λόγω Έφεσης, δεν είναι αντιληπτό γιατί εκλαμβάνεται ως δεδομένο από πλευράς Εφεσειουσών και μάλιστα χωρίς να δίδεται προς τούτο οποιαδήποτε εξήγηση, ότι στην Υπεύθυνη Δήλωση του αναφέρεται σε γεγονότα για τα οποία ο ίδιος δεν έχει προσωπική γνώση έτσι ώστε να τίθεται ζήτημα μη συμμόρφωσης με τις πρόνοιες της Δ.39, θ. 2. 

 

Όσον δε αφορά τη θέση του κ. Καλυφόμματου που ήγειρε κατά την επ΄ακροατηρίω συζήτηση της Αίτησης ότι, δηλαδή, δεν πληροί τις προϋποθέσεις της Δ.39, θ.10 αναφορικά με την βεβαίωση (jurat) του Πρωτοκολλητή λόγω του ότι αναγράφεται πάνω από την υπογραφή του Πρωτοκολλητή η φράση «ορκίστηκε και υπέγραψε» με σβησμένη τη λέξη «ορκίστηκε», δεν θεωρούμε ότι δημιουργεί οποιοδήποτε πρόβλημα εφόσον ο Πρωτοκολλητής ακριβώς βεβαιώνει το γεγονός της υπογραφής της Υπεύθυνης Δήλωσης ενώπιον του. Η δε διαγραφή της λέξης «ορκίστηκε» έγινε ακριβώς γιατί δεν είχε ενώπιον του μια «ένορκη» δήλωση αλλά μια δήλωση. Η υπόθεση Ανδρέας Θεμιστοκλέους & Υιοί Λτδ κ.ά. ν. Arizona Trading Co Ltd (1997) 1 Α.Α.Δ. 1354, στην οποία έχει συναφώς παραπέμψει ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσειουσών, σαφώς και διαφοροποιείται από την παρούσα υπόθεση.

 

Εξετάζοντας την Αίτηση επί της ουσίας της το πρώτο που πρέπει να λεχθεί είναι ότι δικονομικά βασίζεται στη Δ.35, θ.2 και Δ.48, θθ.1-4 και 9 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, καθώς και στη σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου.

 

Η Δ.35, θ.2 προνοεί για παροχή ασφάλειας για τα έξοδα που δημιουργούνται λόγω οποιασδήποτε έφεσης ως ήθελε διαταχθεί κάτω από ειδικές περιστάσεις.

 

Η έκδοση οδηγιών, εφόσον συντρέχουν ειδικές περιστάσεις, για παροχή ασφάλειας εξόδων αποβλέπει, ακριβώς, στη διασφάλιση ότι ο επιτυχών διάδικος σε έφεση δε θα αποστερηθεί των εξόδων του, στην περίπτωση που αυτά επιδικαστούν προς όφελός του[1].

 

Οι λόγοι για τους οποίους διατάσσεται ασφάλεια εξόδων κατ’ έφεση είναι οι ίδιοι με τους λόγους που ένα πρωτόδικο Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη με τη διαφοροποίηση ότι υπεισέρχονται στην εικόνα οι «ειδικές περιστάσεις» (special circumstances). Η εξουσία, επομένως, παροχής ασφάλειας εξόδων κατ’ έφεση είναι δυνατή με κριτήρια που έχουν νομολογιακά καθιερωθεί κατά την ενάσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου κάτω από τη Δ.60.

 

Το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Genemp Trading Ltd v. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (2011) 1 Α.Α.Δ. 1314 είναι απόλυτα σχετικό:

 

 «..Η καταληκτική πρόταση της Δ.35, θ.2, προνοεί για την κατάθεση ασφάλειας εξόδων που δημιουργούνται λόγω οποιασδήποτε έφεσης ως ήθελε διαταχθεί από το Εφετείο κάτω από ειδικές περιστάσεις. Στο Supreme Court Practice 1970, σελ. 790 και 796, όπου σχολιάζεται το O.59, r.10 των τότε Αγγλικών Θεσμών, αναγράφεται ότι αυτό προήλθε από το προηγούμενο O.59, r.9 (αντίστοιχο με τη Δ.35, θ.2), εξηγείται δε στην παρ. 59/10/14, ότι οι λόγοι για τους οποίους δυνατόν να διαταχθεί ασφάλεια εξόδων κατ’ έφεση είναι οι ίδιοι με τους λόγους που ένα πρωτόδικο Δικαστήριο δυνατόν να λάβει υπόψη, περιλαμβανομένων και οποιωνδήποτε ειδικών περιστάσεων που κατά τη γνώμη του Εφετείου καθιστούν την περίπτωση δίκαιη για την παροχή ασφάλειας εξόδων. Η εξουσία επομένως παροχής ασφάλειας εξόδων κατ’ έφεση είναι δυνατή, με κριτήρια που έχουν νομολογιακά καθιερωθεί κατά την ενάσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου κάτω από τη Δ.60

Όπως έχει επίσης επισημανθεί στην πιο πάνω υπόθεση, στα ευρύτερα κριτήρια για την παροχή ασφάλειας εξόδων συγκαταλέγεται και η δύναμη της υπόθεσης του ενάγοντα διότι αν έχει καλή υπόθεση, η δε υπεράσπιση φαίνεται να μην ευσταθεί, τότε θα ήταν αντίθετο με το πνεύμα της δικαιοσύνης να διαταχθεί η καταβολή ασφάλειας εξόδων επιβραβεύοντας έτσι ουσιαστικά τον εναγόμενο και καθυστερώντας την όλη διαδικασία. Τονίσθηκε, περαιτέρω, ότι ο χρόνος υποβολής της αίτησης είναι ένα πρόσθετο στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη και ότι δεν αποκλείεται η περίπτωση, η καθυστέρηση του διαδίκου να αποταθεί εγκαίρως για ασφάλεια εξόδων, σε συσχετισμό με άλλους ενισχυτικούς παράγοντες, να οδηγήσει το Δικαστήριο στην απόρριψη του αιτήματος.[2]

Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Ανθίτσα Ιωάννου κ.ά. v. Χριστάκη Αντωνίου Σοφιανού, Πολιτική Έφεση αρ. 155/2015, ημερ. 15/7/2016, ECLI:CY:AD:2016:A362, η Δ.35, θ.2 εισάγει το κριτήριο των «ειδικών περιστάσεων» ως αυτοτελή και ανεξάρτητο λόγο για την άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Εφετείου. Όταν δε το Δικαστήριο επιλαμβάνεται αίτησης για ασφάλεια εξόδων δυνάμει της Δ.35, θ.2, όπως στην προκείμενη περίπτωση, αποτελεί κριτήριο για την άσκηση της εξουσίας του Εφετείου η διαπίστωση ότι ο Εφεσείων έχει τη συνήθη διαμονή του σε χώρα εκτός της Κύπρου ή Κράτους – Μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή ότι υπάρχουν ειδικές περιστάσεις ή ότι συντρέχουν κάποιοι άλλοι θεσμοθετημένοι λόγοι. Έτσι είναι δυνατή η ενάσκηση της κατ’ έφεση δικαιοδοσίας κάτω από τη Δ.35, θ.2 ακόμη και εκεί όπου ο Εφεσείων είναι Κύπριος ή κάτοικος Κράτους - Μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή υπάρχουν άλλες ειδικές περιστάσεις όπως το ιστορικό της διαφοράς των διαδίκων, η παραβίαση του δεδικασμένου, η κατάχρηση της διαδικασίας και το ενοχλητικό μιας έφεσης[3]

 

Το τι μπορεί δε να συνιστά «ειδικές περιστάσεις» δεν είναι δυνατόν να προκαθοριστεί· εξετάζεται στη βάση των δεδομένων της κάθε περίπτωσης.Όπως υπογραμμίστηκε στην υπόθεση Ayda Karaoglanian κ.ά. ν. Hagop Boyadjian, Πολιτική Έφεση αρ. 213/2014, ημερ. 21/6/2016, ECLI:CY:AD:2016:A295, ο όρος “special circumstancesπου απαντάται στη Δ.35, θ.2 και παρουσιάζεται και στον αντίστοιχο Αγγλικό όρο στο O.58, r.9, δεν περιορίζεται μόνο στο κριτήριο της έλλειψης περιουσίας ή οικονομικής ανικανότητας και των άλλων κριτηρίων που τίθενται από τη νομολογία δυνάμει της Δ.60, αλλά εκτείνεται και στις περιπτώσεις που διαπιστωθεί εκ πρώτης όψεως κατά τη διαδικασία της έφεσης ότι η αγωγή είναι ενοχλητική ή ότι υπάρχει κατάχρηση της διαδικασίας, ώστε να είναι δίκαιο να διαταχθεί ασφάλεια. Όπως για παράδειγμα, όπου ο Ενάγων του οποίου η αγωγή απορρίφθηκε ως επιπόλαιη ή ενοχλητική, καταχωρεί δεύτερη αγωγή για ουσιαστικά το ίδιο επίδικο θέμα και στη συνέχεια εφεσιβάλλει και τη διαταγή για απόρριψη και της δεύτερης αγωγής ως επιπόλαιης ή ενοχλητικής. 

 

Όπως ορθά επισημαίνεται από την πλευρά των Εφεσειουσών/Καθ΄ων η Αίτηση, σημαίνουσας σημασίας για το Δικαστήριο είναι η προοπτική και η δυναμική της έφεσης. Έτσι στην περίπτωση όπου οι πιθανότητες επιτυχίας είναι μικρές ή αν οι λόγοι Έφεσης στηρίζονται κυρίως στην αξιολόγηση όπου κατά κανόνα το Εφετείο δεν επεμβαίνει, τότε η διακριτική ευχέρεια συνήθως ασκείται υπέρ της έγκρισης της αίτησης. Με βάση τη σχετική νομολογία μια, εκ πρώτης όψεως, προδήλως αβάσιμη έφεση μπορεί να ενταχθεί στην πρόνοια των «ειδικών περιστάσεων» για τους σκοπούς της Δ.35, θ.2.

 

Απλή, ωστόσο, εξέταση των λόγων Έφεσης στην παρούσα υπόθεση χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία, κατά την εκτίμηση μας, αποκαλύπτει ότι δεν ευρισκόμεθα ενώπιον τέτοιας περίπτωσης εφόσον η Έφεση δεν στρέφεται αποκλειστικά και μόνο στην αξιολόγηση της μαρτυρίας των διαφόρων μαρτύρων που κατέθεσαν στο Δικαστήριο, αλλά επεκτείνεται και σε διάφορα νομικά ζητήματα.

 

Ως λόγο για την έκδοση του αιτούμενου Διατάγματος για ασφάλεια εξόδων στην υπό εξέταση Αίτηση οι Αιτητές/Εφεσίβλητοι επικαλούνται την μη ύπαρξη από μέρους των Εφεσειουσών οποιασδήποτε περιουσίας κινητής και ακίνητης έτσι που να καθίσταται αδύνατο, σε περίπτωση απόρριψης της Έφεσης τους, να έχουν τη δυνατότητα καταβολής των εξόδων που σε τέτοια περίπτωση θα επιδικασθούν σε βάρος τους. Ειδικότερα επισημαίνουν το γεγονός ότι οι Εφεσείουσες ούσες μοναχές δεν έχουν περιουσία εφόσον, όπως προβάλλουν, είναι γνωστό ότι όσοι εισέρχονται στο μοναχισμό δεν έχουν κλήρο, η δε περιουσία τους, εάν είχαν περιουσία, ανήκει στη Μονή στην οποία αφιέρωσαν τη ζωή τους.

 

Η πλευρά των Εφεσειουσών ουδόλως αμφισβητεί τη θέση των Αιτητών ότι δεν έχουν οποιαδήποτε προσωπική περιουσία, προσθέτοντας ότι την περιουσία τους την αφιέρωσαν στη Μονή Μεταμορφώσεως. Μάλιστα το γεγονός αυτό συνιστά και το βασικό λόγο που εγείρουν μέσω της Ένστασης τους, εφόσον υποστηρίζουν ότι τυχόν έκδοση του αιτούμενου Διατάγματος θα ισούται με παρεμπόδιση προσφυγής τους στη δικαιοσύνη κατά παράβαση προς το Άρθρο 30 του Συντάγματος και το Άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.

 

Σε ό,τι αφορά το πιο πάνω ζήτημα η γενική αρχή, όπως αυτή καθιερώθηκε διαχρονικά από τη νομολογία, είναι πως αν η έκδοση διατάγματος για ασφάλεια εξόδων απολήγει σε στέρηση του δικαιώματος πρόσβασης στο Δικαστήριο του διάδικου εναντίον του οποίου η διαταγή στρέφεται, τότε το διάταγμα δεν εκδίδεται. Σε μια τέτοια περίπτωση το δικαίωμα πρόσβασης στο Δικαστήριο υπερισχύει της ανάγκης προστασίας του διάδικου που ζητά την παραχώρηση ασφάλειας εξόδων[4].

 

Το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Conway v. Ηλία (2002) 1 Α.Α.Δ. 1653 είναι σχετικό:

 

«Αντιμετωπίζει, όμως, ο αιτητής - εφεσίβλητος άλλο ανυπέρβλητο κώλυμα στην προώθηση του αιτήματός του, το οποίο προκύπτει από την οικονομική αδυναμία του καθ’ ου η αίτηση - εφεσείοντος να ανταποκριθεί στο αίτημα αυτό.

 

Η απόφαση στην Continental Ins. Co of Hampshire v. ORegan (1998) 1 Α.Α.Δ. 1087, διαγράφει το πλαίσιο άσκησης της διακριτικής εξουσίας του δικαστηρίου κάτω από τη Δ.60, θ.1, υπό το πρίσμα των συνταγματικών διατάξεων που κατοχυρώνουν το δικαίωμα πρόσβασης του ατόμου στη Δικαιοσύνη. Ως υπέδειξε το Δικαστήριο στην Continental Ins. Co of Hampshire v. ORegan, η ασφάλεια για τα έξοδα παρέχεται υπό το πρίσμα των διατάξεων του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος και των αντίστοιχων διατάξεων του Άρθρου 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, οι οποίες κατοχυρώνουν την πρόσβαση του ατόμου στο δικαστήριο ως θεμελιώδες δικαίωμά του. Συναρτάται, τοιουτοτρόπως, η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου με τη δυνατότητα του ενάγοντος ή του εφεσείοντος, ως η περίπτωση, ανάλογα με την οικονομική του ευχέρεια, να παράσχει την εξαιτούμενη ασφάλεια. Εφόσον δε διαθέτει τα μέσα, το αίτημα απορρίπτεται. Ο λόγος της απόφασης αυτής συμπυκνώνεται στην πρόταση ότι δε χωρεί διαταγή για την παροχή ασφάλειας για τα έξοδα, όπου η έκδοσή της απολήγει σε στέρηση του δικαιώματος πρόσβασης στο δικαστήριο του ενάγοντος ή του εφεσείοντος».

 

Πιο πρόσφατα στην υπόθεση G.K. Theonell Building & Construction Ltd v. AIG EUROPE LIMITED, Πολιτική Έφεση αρ. 98/2017, ημερ. 3/6/2019, ECLI:CY:AD:2019:A249, με παραπομπή στην υπόθεση Y. Liasides Developers Ltd v. Μιχαήλ κ.ά., Πολιτική Έφεση αρ. 123/2012, ημερ. 2/6/2017, ECLI:CY:AD:2017:A211, επαναλήφθηκε ότι αναφορικά µε φυσικά πρόσωπα, αποκρυσταλλωμένη είναι η αρχή ότι δεν εκδίδεται διάταγµα για παροχή ασφάλειας εξόδων εναντίον ενάγοντα ο οποίος στερείται µέσων. Έγινε δε παραπομπή στην αγγλική υπόθεση Cowell ν. Taylor (1885) 31 Ch D 34, 38, «the general rule is that poverty is no bar to litigant, that, from time immemorial, has been the rule at common law, and also, in equity». Άλλως η διαταγή για παροχή ασφάλειας εξόδων θα απέληγε σε στέρηση του δικαιώματος πρόσβασης στο Δικαστήριο.

 

Στην παρούσα περίπτωση, αφού λάβαμε υπόψη όλα όσα τέθηκαν ενώπιον μας από τις δύο πλευρές, δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι οποιαδήποτε από τα ενώπιον μας στοιχεία αποκαλύπτει την ύπαρξη περιστάσεων τέτοιων που θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως ειδικές, ώστε να δικαιολογείται η άσκηση της διακριτικής μας ευχέρειας υπέρ της Αίτησης. Δεν είναι, επίσης, άνευ σημασίας και ο χρόνος καταχώρησης της υπό κρίση Αίτησης, ήτοι πέραν των πέντε χρόνων από της καταχώρησης της Έφεσης. Επιπλέον καταλυτικό στην προκείμενη περίπτωση είναι το γεγονός της αδιαμφισβήτητης οικονομικής αδυναμίας των Εφεσειουσών, η οποία δεν θα τους επέτρεπε να συμμορφωθούν σε διάταγμα για την εξασφάλιση εξόδων των Αιτητών απολήγοντας, με αυτό τον τρόπο, σε στέρηση του δικαιώματος πρόσβασης στο Δικαστήριο.

 

Υπό το φως των πιο πάνω, κρίνουμε ότι η Αίτηση δεν μπορεί να εγκριθεί και απορρίπτεται. Κάτω από τις περιστάσεις αποφασίσαμε να μην εκδώσουμε οποιαδήποτε διαταγή ως προς τα έξοδα.

 

 

 

 

 

 

 

Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.

 

 

 

 

 

                                                 Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.

 

 

 

 

 

                                                Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.



[1]Δέστε Λεμονιάτης v. Δήμου Λεμεσού, Πολιτική Έφεση αρ. 436/2017, ημερ. 13/9/2019.

[2]Δέστε Union Des Cooperatives Agricoles De Cereales De Semences v. Apak Agro Industries Ltd κ.ά. (Αρ. 2) (1992) 1 Α.Α.Δ. 1170.

[3]Δέστε K.K. NEW EXTRA LTD v. ΡΙΚ, Πολιτική Έφεση αρ. 218/2016, ημερ. 19/1/2018 και Ayda Karaoglanian κ.ά. ν. Hagop Boyadjian, Πολιτική Έφεση αρ. 213/2014, ημερ. 21/6/2016, ECLI:CY:AD:2016:A295.

[4] Δέστε Αικατερίνη Δημητρίου v. Ανδρέα Δημητρίου (2014) 1 Α.Α.Δ. 768, ECLI:CY:DOD:2014:6.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο