Μ.Ο. κ.α. v. LANDMARK SECURITIES, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. Ε7/2013, 22/1/2021

ECLI:CY:AD:2021:A17

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. Ε7/2013)

 

 

22 Ιανουαρίου, 2021

 

 

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/στές

 

 

1.  Γ.Ο.,

2.  Μ.Ο., ΑΝΗΛΙΚΗ ΔΙΑ ΤΩΝ

     ΑΣΚΟΥΝΤΩΝ ΤΗ ΓΟΝΙΚΗ ΜΕΡΙΜΝΑ ΓΟΝΕΩΝ ΤΗΣ        Γ.Ο. ΚΑΙ Μ.Σ.,

3.  Ν.Ο., ΑΝΗΛΙΚΗ, ΔΙΑ ΤΩΝ

       ΑΣΚΟΥΝΤΩΝ ΤΗ ΓΟΝΙΚΗ ΜΕΡΙΜΝΑ ΓΟΝΕΩΝ ΤΗΣ

       Γ.Ο. ΚΑΙ Μ.Σ.,

Εφεσειόντων-Καθ’ ων η Αίτηση,

ν.

 

LANDMARK SECURITIES,

Εφεσιβλήτων-Αιτητών.

 

ΚΑΙ ΩΣ ΕΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗ ΔΥΝΑΜΕΙ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 13/12/2018

 

1.  Μ.Ο.,

2.  Ν. Ο., ΑΝΗΛΙΚΗ, ΔΙΑ ΤΗΣ

     ΑΣΚΟΥΣΑΣ ΤΗΝ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΗ ΓΟΝΙΚΗ ΜΕΡΙΜΝΑ

       ΜΗΤΕΡΑΣ ΤΗΣ Μ.Σ.,

Εφεσειουσών-Καθ’ ων η Αίτηση,

ν.

 

LANDMARK SECURITIES,

Εφεσιβλήτων-Αιτητών.

________________________

 

Αριστοτέλης Βρυωνίδης, για τις Εφεσείουσες.

Μάριος Ορφανίδης, για Ορφανίδης, Χριστοφίδης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.

_________________________

 

Δικαστήριο:   Την   ομόφωνη   απόφαση  του  Δικαστηρίου  θα

δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.

_________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.:  Με την παρούσα έφεση, επιχειρείται η ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία διατάχθηκε η ακύρωση της μεταβίβασης, στις 28.1.2003, συγκεκριμένης ακίνητης περιουσίας, (η περιουσία).  Η μεταβίβαση έγινε από τον καθ’ ου η αίτηση 1, (ο καθ’ ου η αίτηση), προς τις δύο ανήλικες, τότε, θυγατέρες του, εφεσείουσες, καθ’ ων η αίτηση 2 και 3 στην πρωτόδικη διαδικασία.  Με τη μεταβίβαση της περιουσίας, ο καθ’ ου η αίτηση διατήρησε την επικαρπία της εφ’ όρου ζωής.  Σημειώνεται πως η περιουσία ευρίσκεται εντός των ορίων του χωριού Κισσόνεργα της επαρχίας Πάφου και η αξία της φέρεται να ανέρχεται στις €450.000,00. 

 

Χρονικά, η πιο πάνω πράξη ακολούθησε την έκδοση, στις 6.12.2000, εναντίον του καθ’ ου η αίτηση και υπέρ των εφεσιβλήτων, δικαστικής απόφασης για ποσό €27.209,00, πλέον τόκους και έξοδα.  Σύντομα, ακολούθησε η λήψη εναντίον του και μέτρων εκτέλεσης (ένταλμα κατάσχεσης κινητής περιουσίας και διάταγμα περιοδικών πληρωμών, στο ποσό των €341,71 μηνιαίως), τα οποία, όμως, δεν είχαν αποτέλεσμα· προφανώς ο καθ’ ου η αίτηση ούτε και με το διάταγμα μηνιαίων δόσεων είχε συμμορφωθεί.  Στο μεταξύ, το ποσό του εν λόγω εξ αποφάσεως χρέους υπολογίζεται ότι ξεπέρασε τις €80.000,00. 

 

Η διαδικασία για ακύρωση της μεταβίβασης της περιουσίας άρχισε με πρωτογενή αίτηση, (η αίτηση), που καταχωρίστηκε εντός της αγωγής στην οποία είχε εκδοθεί η προαναφερθείσα απόφαση υπέρ των εφεσιβλήτων.  Είχε δε ως νομική βάση της τον περί Δόλιων Μεταβιβάσεων (Ακύρωση) Νόμο, Κεφ. 62, (ο «Νόμος»).  Δεδομένου ότι οι εφεσείουσες πρόβαλαν ένσταση στην αίτηση, διεξήχθη ακρόαση, που κατέληξε στην υπό έφεση απόφαση.  Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έκρινε ότι η μεταβίβαση του ακινήτου ήταν δόλια, βασιζόμενο, προς τούτο, στις πρόνοιες του άρθρου 3(2) του Νόμου.  Για την εν λόγω κατάληξή του, έλαβε υπόψη τη δήλωση αποδοχής, ουσιαστικά, της αίτησης, στην οποία ο καθ’ ου η αίτηση είχε προβεί ενώπιόν του.  Με αυτήν, ανέφερε ότι ο λόγος για τον οποίο είχε μεταβιβάσει την περιουσία στα παιδιά του ήταν η αποφυγή πληρωμής του πιο πάνω, εξ αποφάσεως, χρέους του και όχι η αγάπη και η στοργή του προς τα ίδια.  Επιπρόσθετα, το Δικαστήριο επεσήμανε πως δεν είχε προσφερθεί, από την πλευρά των εφεσειουσών, και οποιαδήποτε ικανοποιητική μαρτυρία, προς αντίκρουση του προβλεπομένου στο εν λόγω άρθρο τεκμηρίου για δόλια μεταβίβαση.

 

Οι λόγοι έφεσης, που προβάλλονται προς ανατροπή της πιο πάνω απόφασης, επικεντρώνονται σε δύο, βασικά, ζητήματα:  Στο αποτέλεσμα που το εκδικάσαν Δικαστήριο εξέλαβε ότι είχε η δήλωση, ανωτέρω, του καθ’ ου η αίτηση, όσον αφορά το βάρος απόδειξης που προβλέπεται στις πρόνοιες του άρθρου 3(2) του Νόμου, και στη μη αποδοχή, ως αξιόπιστης, εν πάση περιπτώσει, της μαρτυρίας της μητέρας των εφεσειουσών.  Το πρώτο ζήτημα αφορά στην ερμηνεία των εν λόγω προνοιών, επί των οποίων, όπως αναφέρθηκε, ήδη, βασίστηκε η αίτηση.  Αυτές, συγκεκριμένα, προβλέπουν τα εξής:-

 

«Σε οποιαδήποτε αίτηση, βάσει των διατάξεων του Νόμου αυτού η ακύρωση μεταβίβασης ... οποιασδήποτε περιουσίας που έγινε σε οποιοδήποτε ... παιδί ... του δικαιοπάροχου ..., όχι με χρηματικό αντάλλαγμα ή με αντάλλαγμα άλλη περιουσία ισοδύναμης αξίας ή με καλή αντιπαροχή, το βάρος απόδειξης ότι αυτή η μεταβίβαση ... έγινε καλή τη πίστει και δεν έγινε με πρόθεση να παρεμποδίσει ή καθυστηρήσει τους πιστωτές του θα έχει ο δικαιοπάροχος ... και το πρόσωπο στο οποίο έγινε η εν λόγω μεταβίβαση ...»

 

 

 

Εμφανώς, οι πιο πάνω πρόνοιες, εφόσον πληρούνται συγκεκριμένες απαιτήσεις, οι οποίες αναφέρονται σε αυτές, δημιουργούν τεκμήριο δόλιας μεταβίβασης, (το τεκμήριο).  Στην παρούσα περίπτωση, δεδομένων των αδιαμφισβήτητων γεγονότων που έχουν τεθεί ανωτέρω, το εν λόγω τεκμήριο, προφανώς, τύγχανε εφαρμογής· ουδείς αμφισβήτησε τούτο και, ειδικά, η πλευρά των εφεσειουσών.  Συνεπώς, οι εφεσείουσες έφεραν το βάρος να αποδείξουν ότι η περιουσία μεταβιβάστηκε σε αυτές καλή τη πίστει.  Το Δικαστήριο, σε σχέση με την πτυχή που αφορούσε την προαναφερθείσα δήλωση του καθ’ ου η αίτηση, ήταν της άποψης ότι «ο νόμος απαιτεί την παρουσίαση μαρτυρίας τόσο εκ μέρους του δικαιοπάροχου, όσο και εκ μέρους των δικαιοδόχων, προκειμένου να διακριβωθούν οι καλόπιστες προθέσεις τους κατά τον χρόνο της μεταβίβασης».  Κατά την κρίση του δε, η δήλωση, ανωτέρω, του καθ’ ου η αίτηση δεν αποτελούσε τέτοια μαρτυρία.  Θεώρησε, λοιπόν, ότι, βασικά, δεν υπήρχε μαρτυρία ενώπιόν του αναφορικά με την απαίτηση για απόδειξη ότι η μεταβίβαση έγινε καλή τη πίστει.

 

Από το κείμενο των προνοιών του άρθρου 3(2) του Νόμου, μπορεί, με ασφάλεια, να λεχθεί πως δεν προκύπτει τέτοια ανάγκη.  Παρά την περί του αντιθέτου αντίληψη του Δικαστηρίου, δεν απαιτείται, προς ανατροπή του τεκμηρίου, να προσφέρεται μαρτυρία τόσο από το δικαιοπάροχο όσο και από το δικαιοδόχο, κατατείνουσα, μάλιστα, προς την ίδια κατεύθυνση, δηλαδή την απόδειξη της ύπαρξης καλής πίστεως.  Ως εκ τούτου, η απόδοση από το Δικαστήριο στη συγκεκριμένη δήλωση του καθ’ ου η αίτηση της σημασίας που έχει προαναφερθεί δεν είναι ορθή.  Η εν λόγω δήλωση δεν επέφερε την κατάργηση της ένστασης των εφεσειουσών, όπως το εξέλαβε, ουσιαστικά, το Δικαστήριο.  Παρέμεινε, έτσι, το γεγονός ότι αυτές, ως οι δικαιοδόχοι της περιουσίας, πρόβαλαν ένσταση στην αίτηση των εφεσιβλήτων και επιχείρησαν, μέσω μαρτυρίας, την οποία κατέθεσε στο Δικαστήριο η μητέρα τους, να ανατρέψουν το τεκμήριο. 

 

Το σημαντικό, επομένως, είναι κατά πόσο η προσφερθείσα, εκ μέρους των εφεσειουσών, μαρτυρία μπορούσε να οδηγήσει σε ανατροπή του τεκμηρίου.  Υπενθυμίζεται πως η μαρτυρία, σχετικά, της μητέρας τους δεν έγινε πιστευτή.  Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο δεν έκρινε αξιόπιστο τον ισχυρισμό της ότι ο καθ’ ου η αίτηση μεταβίβασε την περιουσία στις εφεσείουσες, προκειμένου να την πείσει να τον παντρευτεί.  Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι η μεταβίβαση πραγματοποιήθηκε στις 28.1.2003 και ο γάμος έγινε το 2004, δηλαδή ένα ολόκληρο χρόνο μετά, ίσως και περισσότερο, σύμφωνα με τα όσα, σχετικά, έγιναν δεκτά πρωτοδίκως.  Επίσης, δεν έγινε δεκτός, ως γενικός, και, επομένως, αναξιόπιστος, όπως εύλογα θεωρήθηκε,  ισχυρισμός της ότι η μεταβίβαση αποσκοπούσε στην αποκατάσταση των εφεσειουσών, με δεδομένο ότι ο καθ’ ου η αίτηση είχε ακόμα δύο παιδιά από προηγούμενο γάμο.

 

Εν τέλει, με την έφεση, δε διαπιστώνεται να προβλήθηκε ικανός λόγος για ανατροπή της εκτίμησης του Δικαστηρίου όσον αφορά στο μη αξιόπιστο της εν λόγω μάρτυρος.  Η πιο πάνω κατάληξη επιβεβαιώνεται από τη μαρτυρία της ιδίας.  Συγκεκριμένα, αυτή, ερωτηθείσα, κατά την αντεξέτασή της, αν μέσα στον Ιούνιο του 2003 είχε έλθει στο σπίτι τους οποιοδήποτε πρόσωπο από το Δικαστήριο, απάντησε ως εξής:  «Σπίτι μας από το Δικαστήριο έρχονταν πάρα πολύ συχνά.  Το καλοκαίρι ήταν κλειστό, δεν έπρεπε να το ανοίγει ο Οικονομίδης (ο καθ’ ου η αίτηση) επειδή είχε πάρα πολλές κλήσεις, που έτρεχε.  Ερχόταν Λευκωσία, ήταν συχνές οι κλήσεις του.»  Εμφανώς, η μάρτυς αναφερόταν σε κλήσεις, διά των οποίων ο καθ’ ου η αίτηση καλείτο να μεταβεί στο Δικαστήριο, προφανώς, για υποθέσεις που ο ίδιος αντιμετώπιζε.  Η αναφορά της αυτή, τελικώς, συνάδει και με την προαναφερθείσα δήλωση του καθ’ ου η αίτηση ενώπιον του Δικαστηρίου, με την οποία αυτός δήλωσε, ακριβώς, ό,τι και η μάρτυς είχε, ουσιαστικά, αντιληφθεί, δηλαδή ότι ο καθ’ ου η αίτηση, την περίοδο εκείνην, προσπαθούσε, με κάθε τρόπο, να αποφύγει τους, εξ αποφάσεως, πιστωτές του.        

 

Για τους πιο πάνω λόγους, λοιπόν, η έφεση δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται.  Υπό το φως των ιδιαίτερων περιστάσεων της παρούσας υπόθεσης, επιδικάζονται έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων, στο ποσό των €2.500,00, πλέον Φ.Π.Α., τα οποία να καταβληθούν από τον καθ’ ου η αίτηση στην πρωτόδικη διαδικασία.  Η διαταγή τούτη δικαιολογείται, στη βάση ότι αυτός, στην πραγματικότητα, εξακολουθεί να έχει ενδιαφέρον στην έφεση, παρά τη μη συμμετοχή του σε αυτήν, όπως είχε και στην πρωτόδικη διαδικασία.   

  

 

 

 

 

 

                                                     Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.

 

 

 

 

 

                                                     Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.

 

 

 

 

 

                                                     Ν. Σάντης, Δ.

 

/ΜΠ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο