ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ v. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 317/2020, 17/2/2021

ECLI:CY:AD:2021:A77

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 317/2020

 

17 Φεβρουαρίου, 2021

 

  [Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.Δ.]

 

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εφεσείων/Κεντρική Αρχή

 

ΚΑΙ

 

xxx ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ

Εφεσίβλητου/Εκζητουμένου

………………..

Στ. Παπουή (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για το Γενικό Εισαγγελέα

Χρ. Ονουφρίου για Χρ. Βασιλειάδη ΔΕΠΕ, για τον εφεσίβλητο/Εκζητούμενο: 

----------------

 

Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δ. Σωκράτους, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.:  Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της απόφασης αρ. 6/2020 ημερ. 3/11/20 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, το οποίο ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια όπως αυτή του  παρέχεται από το άρθρο 14(2) του περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και των Διαδικασιών Παράδοσης Εκζητούμενων μεταξύ των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης Νόμου του 2004 (Ν. 133(Ι)/2004) (στο εξής ο Νόμος)  απέρριψε το αίτημα των Ελληνικών αρχών για εκτέλεση Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης (εφεξής ΕΕΣ) το οποίο εκδόθηκε την 1/12/2017 εναντίον του xxx Γεωργίου Σταύρου (εν τοις εφεξής ο εκζητούμενος).

 

Σύμφωνα με τα γεγονότα όπως το Πρωτόδικο Δικαστήριο τα συνέταξε και προκύπτουν από τα ενώπιον του τεθέντα τεκμήρια, στον εκζητούμενο (ο οποίος γεννήθηκε στην Κέρκυρα στις 2x ή 2x/x/199x) επιβλήθηκε στις 14/11/2015 ποινή κάθειρξης (5) πέντε ετών από το Μονομελές Εφετείο Κέρκυρας για το αδίκημα διακεκριμένων κλοπών που τελέστηκαν από δύο πρόσωπα που είχαν ενωθεί για να διαπράττουν κλοπές κατ’ εξακολούθηση και κατά συρροή, όπως αναφέρεται στο ΕΕΣ.  Η ποινή δόθηκε ερήμην του εν θέματι, καθόσον αυτός, αν και κλητεύθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, δεν εμφανίστηκε κατά τη δικάσιμο της 4ης Νοεμβρίου 2015.  Η έκδοση του ΕΕΣ στοχεύει στην παράδοση του εκζητούμενου στις Ελληνικές αρχές, ώστε να εκτίσει την ποινή του.

 

Ο εκζητούμενος συνελήφθηκε και παρουσιάστηκε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού στις 11/9/2020.  Δεν  συγκατατέθηκε στην παράδοση του, και διεξήχθηκε ακροαματική διαδικασία και η έκδοση της εφεσιβαλλόμενης απόφασης.

 

Η θέση του συνηγόρου υπεράσπισης, όπως σημειώνεται στην πρωτόδικη απόφαση στηρίχθηκε σε δύο λόγους, οι οποίοι δεν επέτρεπαν την εκτέλεση του ΕΕΣ:

(α) ότι ο εκζητούμενος έχει δικαστεί ερήμην του και ουδέποτε έλαβε γνώση της απόφασης που εκδόθηκε εναντίον του και

(β)  ότι ακόμη και να θεωρηθεί ορθή η επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος, ο εκζητούμενος δεν είχε ενημερωθεί ότι δύναται να εκδοθεί απόφαση εναντίον του στην απουσία του και ούτε ενημερώθηκε για οποιαδήποτε απόφαση εναντίον του μετά την έκδοση της, ούτε του παρατέθηκαν οι νομικές εγγυήσεις που απαιτούνται ώστε το Δικαστήριο να εκτελέσει το ΕΕΣ, γεγονός που επιτρέπει στο Δικαστήριο, με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 14 του Νόμου, να μην εκτελέσει το ΕΕΣ εναντίον του εκζητουμένου.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού εξέτασε τη θέση της υπεράσπισης του εκζητούμενου για τη μη ενημέρωση του για τη διεξαγωγή της δίκης και τη μη εκπροσώπηση του από συνήγορο, σημείωσε ότι

 

«σύμφωνα με την επιστολή των Ελληνικών Αρχών, τεκμήριο 5 το κλητήριο θέσπισμα του εκζητούμενου θυροκολλήθηκε στις 29/7/15 στη δηλωθείσα κατά την απολογία του στον ανακριτή Πλημμελιοδικών Κέρκυρας διεύθυση, η οποία δεν μεταβλήθηκε με μεταγενέστερη δήλωση του ενώπιον του Εισαγγελέα.  Επίσης αναφέρεται ότι στις 31/7/2015 το κλητήριο θέσπισμα επιδόθηκε και στον ίδιο τον αντίκλητο Δικηγόρο του εκζητούμενου, xxx Κουλούρη, ο οποίος είχε διοριστεί από τον εκζητούμενο κατά την απολογία του στον ανακριτή Πλημμελιοδικών Κέρκυρας, ο διορισμός του οποίου δεν προκύπτει να ανακλήθηκε σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας με οποιαδήποτε άλλη δήλωση του.  Οι εν λόγω επιδόσεις φαίνεται να έγιναν σύμφωνα με τις διατάξεις του Ελληνικού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και συγκεκριμένα των άρθρων 155 και 273, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι δεν υπήρξε αντίθετη εισήγηση εκ μέρους της υπεράσπισης επί τούτου». 

 

 

Αφού σημειώνει ότι το θέμα του νομότυπου ή μη της κλήτευσης του εκζητούμενου, δεν εξετάζεται στη διαδικασία αιτήματος σύμφωνα με το Νόμο 133(Ι)/2004 καταλήγει ότι

 

«η ουσία είναι ότι ο εκζητούμενος ερημοδίκησε και δεν εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από συνήγορο της αρεσκείας του, ως αναφέρεται από τις Ελληνικές αρχές, στην επιστολή τους τεκμήριο 3, και αυτό είναι παραδεκτό μεταξύ των δύο πλευρών.»

 

Ακολούθως έθεσε και εξέτασε το ερώτημα κατά πόσον έχουν δοθεί από τις Ελληνικές αρχές επαρκείς νομικές εγγυήσεις, ως προνοούνται στο άρθρο 14(2) του Νόμου και στην παράγραφο 5(1) της απόφασης-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ.

 

Προέβη σε παράθεση και ανάλυση των συγκεκριμένων άρθρων και επικαλέστηκε νομολογία και ειδικότερα την Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Προϊος, Πολ. Εφ. 230/2019, ημερ. 3.3.2020, την οποία θεώρησε απόλυτα σχετική και έκρινε ότι

 

«…. Εξετάζοντας τις νομικές εγγυήσεις που δόθηκαν στην προκειμένη περίπτωση από τις Ελληνικές Αρχές οι οποίες ζητούν την εκτέλεση του ΕΕΣ, κρίνω ότι οι νομικές εγγυήσεις που δόθηκαν δεν δίδουν ρητά τη δυνατότητα που προσφέρεται στον εκζητούμενο στην έννοια του εδαφίου 2(δ) του άρθρου 14 του Νόμου, να ακυρώσει την ερήμην του καταδίκη και να τύχει νέας εκδίκασης της υπόθεσης του.  Και αυτό, γιατί οι εγγυήσεις που δόθηκαν από τις Ελληνικές Αρχές ενεργοποιεί το δικαίωμα στον εκζητούμενο να ακυρώσει την ερήμην του καταδίκη και να τύχει νέας εκδίκασης της υπόθεσης του μόνον με την επίκληση ανωτέρας βίας και υπό την προϋπόθεση ότι το αρμόδιο Δικαστήριο δεχθεί ότι το εκπρόθεσμο της άσκησης του ένδικου μέσου οφείλετε σε λόγους ανωτέρας βίας.  Αυτό κατά την κρίση μου δεν συνάδει ούτε με το πνεύμα των εγγυήσεων που η παράγραφος 5(1) της Απόφασης Πλαίσιο απαιτεί (βλ. Πρόϊος (ανωτέρω)]».

 

Προτού εξεταστούν οι λόγοι έφεσης, ορθό κρίνεται να υπομνησθούν οι λόγοι εισαγωγής της Νομοθεσίας (Ν. 133(Ι)/2004), η οποία μετέφερε στο Κυπριακό Δίκαιο την απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ της 13ης Ιουνίου 2002 όπως εναργώς εκτίθεται στην απόφαση Κωνσταντίνος (Ντίνος) Μιχαηλίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2013) 1 (Β) ΑΑΔ  1764.

«…..σκοπός του Νόμου, κατ’ ακολουθίαν της εναρμονιστικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο χώρο της δημιουργίας συνθηκών ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, είναι η παροχή συνδρομής μεταξύ κρατών-μελών στην έκδοση προσώπων που αναζητούνται με σκοπό τη δίωξη τους, ή, που έχουν ήδη νόμιμα και αρμοδίως καταδικαστεί σε ένα κράτος μέλος, αλλά βρίσκονται σε άλλο κράτος μέλος.  Η όλη βάση στην οποία στηρίχθηκε το Tampere European Council τον Οκτώβριο 1999, απαρχή της νέας Ευρωπαϊκής ιδέας στον συντονισμό και ρύθμιση των ευρύτερων ζητημάτων έκδοσης, ήταν αφενός η εδραίωση των ιδεών της ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης εντός των κόλπων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, περαιτέρω, η σύγκλιση στην αμοιβαία αναγνώριση των δικαστικών αποφάσεων που εκδίδονται από τα ποινικά όργανα των κρατών-μελών.

 

Στόχος λοιπόν της όλης διαδικασίας είναι η παροχή δικαστικής συνδρομής μεταξύ των κρατών μελών ώστε να συμμορφώνονται και να παραδίδονται οι ύποπτοι χωρίς ιδιαίτερες περίπλοκες διαδικασίες ή αχρείαστε καθυστερήσεις.  Γι’ αυτό και οι στενές χρονικές περίοδοι, διότι η όλη διαδικασία δεν αφορά, ούτε ανάγεται σε καθαυτή ποινική δίωξη, ούτε η διαδικασία προσφέρεται για την εξέταση και θεμελίωση τυχόν ποινικής ευθύνης του εκζητούμενου.  Αυτό αποτελεί κατ’ εξοχήν το έργο της χώρας η οποία επιδιώκει την έκδοση του υπόπτου στο έδαφος της, οι δικαστικές αρχές της οποίας είναι και οι μόνες υπεύθυνες για την εξέταση και διαπίστωση της όποιας ποινικής ευθύνης του εκζητούμενου, στη βάση των ισχυόντων στην επικράτεια της, κανόνων δικαίου, ουσιαστικών και δικονομικών.»

 

 

Στην αιτιολογική σκέψη 5 της απόφασης-πλαίσιο 2002/584, παρατίθεται:

 

«(5)  Ο στόχος που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Ένωση, να αποτελέσει ένα χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, συνεπάγεται την κατάργηση της έκδοσης μεταξύ κρατών μελών και την αντικατάσταση της από σύστημα παράδοσης μεταξύ δικαστικών αρχών.  Εξάλλου, η εισαγωγή ενός νέου απλουστευμένου συστήματος παράδοσης προσώπων που έχουν καταδικαστεί ή είναι ύποπτα, προς τον σκοπό της εκτέλεσης καταδικαστικών ποινικών αποφάσεων ή ποινικής δίωξης, επιτρέπει να αρθούν η πολυπλοκότητα και το ενδεχόμενο καθυστερήσεων που είναι εγγενή στις ισχύουσες διαδικασίες έκδοσης.  Οι κλασσικές σχέσεις συνεργασίας που ισχύουν μέχρι σήμερα μεταξύ κρατών μελών θα πρέπει να δώσουν τη θέση τους σε σύστημα ελεύθερης κυκλοφορίας τόσο των προδικαστικών όσο και των οριστικών ποινικών αποφάσεων, σε ένα χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης.»

 

Η πρωτόδικη απόφαση αντικείμενο της παρούσας έφεσης πλήττεται με δύο λόγους έφεσης ήτοι ότι

 «Το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε να απορρίψει το ΕΕΣ επί τω ότι οι νομικές εγγυήσεις που δόθηκαν δε δίδουν ρητά τη δυνατότητα στον εκζητούμενο να ακυρώσει την ερήμην του καταδίκη και να τύχει νέας εκδίκασης της υπόθεσής του, εφαρμόζοντας εσφαλμένα την Απόφαση – Πλαίσιο και το Νόμο 133(Ι)/2004.»

(πρώτος λόγος έφεσης)

«το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε να απορρίψει το ΕΕΣ επί τω ότι οι νομικές εγγυήσεις που δόθηκαν δεν δίδουν ρητά τη δυνατότητα στον εκζητούμενο να ακυρώσει την ερήμην του καταδίκη και να τύχει νέας εκδίκασης της υπόθεσης του εφαρμόζοντας εσφαλμένα τόσο την κυπριακη νομολογία όσο και εκείνη του ΔΕΕ.»

 (δεύτερος λόγος έφεσης)

 

Η συνήγορος της εφεσείουσας/Κεντρικής Αρχής, ανέλυσε στο περίγραμμα αγόρευσης της, την απόφαση-πλαίσιο 2002/584 καθώς και την 2009/299, με την οποία καταργήθηκε το άρθρο 5(1) της πρώτης και προστέθηκε το άρθρο 4α το οποίο εισήχθηκε στη νομοθεσία μας με το άρθρο 14(2) του Νόμου.

 

 Προς επίρρωση της θέσης της επικαλείται την απόφαση Dawid Piotrowski C-367/16 όπου κατά την εισήγηση της, μόνο στις περιπτώσεις υποχρεωτικής μη εκτέλεσης κατά το άρθρο 3 της απόφασης-πλαισίου 2002/584 ή σε εκείνες της προαιρετικής μη εκτελέσεως κατά τα άρθρα 4 και 4α της εν λόγω απόφασης-πλαισίου το Δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί την εκτέλεση του ΕΕΣ.  Κατά συνέπεια, ενώ η εκτέλεση του ΕΕΣ αποτελεί τον κανόνα, η άρνηση εκτελέσεως ενός τέτοιου εντάλματος, νοείται ως εξαίρεση που πρέπει να ερμηνεύεται στενά.  Επίκλησης έτυχε από αμφοτέρους τους συνηγόρους και η απόφαση Stefano Melloni, C-399/11.

 

Η πρώτη (συνήγορος εφεσείοντα) για να εισηγηθεί ότι με βάση το άρθρο 14(2) του Ν. 133(Ι)/04 (αντίστοιχο του άρθρου 4α της απόφασης πλαισίου) δεν μπορούσε να εξαρτηθεί η εκτέλεση του ΕΕΣ το οποίο εκδόθηκε προς εκτέλεση ποινής του εκζητούμενου, υπό την προϋπόθεση της επάρκειας των νομικών εγγυήσεων με τις οποίες να του εξασφαλίζεται η δυνατότητα ακύρωσης της διαδικασίας λόγω της ερήμην καταδίκης του ή να του παρέχεται το δικαίωμα να δικαστεί εκ νέου στην παρουσία του.  Και ότι αυτό το οποίο έκανε το πρωτόδικο Δικαστήριο, είναι ακριβώς αυτό που απαγορεύεται από το Ευρωπαϊκό και ημεδαπό δίκαιο και νομολογία του ΔΕΕ. 

 

Ο δεύτερος (συνήγορος του εφεσίβλητου) για να υποστηρίξει ότι η βούληση του νομοθέτη της Ένωσης ήταν να καταστεί εφικτό στη εκτελούσα αρχη να εκτελέσει την απόφαση, παρά την απουσία του ενδιαφερομένου από τη δίκη τηρουμένου πλήρως του δικαιώματος υπερασπίσεως του ενδιαφερομένου. 

 

  Κατά την προφορική ενώπιον του Εφετείου συζήτηση σε διευκρινιστικές ερωτήσεις που τέθηκαν προς τη συνήγορο του εφεσείοντα, η συνήγορος αφού αποδέχτηκε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο στηρίχτηκε στην υπάρχουσα επί του θέματος νομολογία όπως την Πρόϊος ωστόσο εκτιμά ότι κακώς εφαρμόστηκε διότι το άρθρο 5(1) της απόφασης-πλαίσιο, έχει καταργηθεί.  Συνεπώς κάλεσε το δικαστήριο να αποστεί από την Πρόϊος, η οποία έρχεται σε αντίθεση με την ευρωπαϊκή νομολογία.

Ως εκ της τελικής θεώρησης της συνηγόρου της εφεσείουσας, τελικό αντικείμενο της έφεσης παραμένει το ζήτημα της απόκλισης από προηγούμενη απόφαση του Εφετείου, το οποίο ως είναι εδραιωμένο, εξαρτάται από σοβαρές προϋποθέσεις και όρους, όπως εξαντλητικά έχουν αυτοί παρατεθεί στην Γεώργιος Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων και άλλων (Αρ. 3) (1996) 1 ΑΑΔ 315, 328:

 

«Τα περιθώρια και προϋποθέσεις για απόκλιση από προηγούμενες αποφάσεις της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι ανάλογες με εκείνες που παρέχονται στη Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων να αποκλίνει από προηγούμενες αποφάσεις της που περιέχονται στη διακήρυξη του 1966 [1966] 3 All E.R. 77.  Στο προοίμιο της Διακήρυξης Πρακτικής επαναβεβαιώνεται η προσήλωση στο δικαστικό προηγούμενο ως το θεμέλιο πάνω στο οποίο οικοδομείται το δίκαιο και προσδιορίζεται η εφαρμογή του σε συγκεκριμένους τομείς.  Προηγούμενες αποφάσεις του Δικαστηρίου θεωρούνται κατά κανόνα δεσμευτικές.  Μόνο λόγοι κεφαλαιώδους σημασίας, όπως η ουσιαστική μεταβολή των περιστάσεων στις οποίες εδράζεται αρχή δικαίου, μπορεί να δικαιολογήσουν απόκλιση από το λόγο προηγούμενης απόφασης του δικαστηρίου (Fitzleet Estates Lt v. Cherry (1977) 3 All E.R. 996, (H.L.).  Bλ. Επίσης Bremer Vulkan v. South India Shipping (1981) 1 All E.R. 289, Pall Wilson & Co. v. Blumenthal (1983) 1 All E.R. 34, Food Corp of India v. Antclizo Shipping (1988) 2 All E.R. 513).  Ευχέρεια για απόκλιση παρέχεται και όταν κριθεί ότι προηγούμενη απόφαση βασίζεται σε αδιαμφισβήτητα εσφαλμένη αρχή δικαίου ή οδηγεί σε καταφανώς άδικα αποτελέσματα.  (OBrien v. Robinson (1973) 1 All E.R. 583 (H.L.)”

 

 

Οι εν λόγω προϋποθέσεις έχουν υιοθετηθεί και μεταφερθεί σε μεταγενέστερες αποφάσεις όπως την Marketrends Ltd ν. Θεοδωρίδη (2003) 1 Α.Α.Δ 1248, Σεσίλια Στεφάνου ν. Στ. Στεφάνου (1997) 1 ΑΑΔ 1508, Sotiris & Athienitis Securities Ltd v. Καλότυχου (2004) 2 ΑΑΔ 293, Investylia Public Company Ltd v. Τσεριώτη κ.α. (2013)1 ΑΑΔ 614Στην Sergei Piliugin v. BVB Raribas (Cyprus) Ltd (2013) 1 ΑΑΔ 1335, επανατονίστηκε ότι ευχέρεια για απόκλιση παρέχεται και όταν κριθεί ότι η προηγούμενη απόφαση βασίζεται σε αδιαμφισβήτητα εσφαλμένη αρχή δικαίου ή οδηγεί σε καταφανώς άδικα αποτελέσματα. Θεωρούμε σκόπιμο να υπομνησθεί εκείνο το οποίο λέχθηκε στην Χριστοδούλου ν. Κυπριακών Αερογραμμών Λτδ (1999) 1 ΑΑΔ 1295, 1300:

 

«………οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου πρέπει να είναι σεβαστές, πρώτα από το ίδιο το Δικαστήριο και βεβαίως γενικά.  Γιατί διασφαλίζεται έτσι, όσο είναι δυνατό, η ευθυγράμμιση του δικαίου και της νομολογίας.  Αν είχαμε διαφορετική νομική προσέγγιση, που δεν έχουμε, πάλιν θα υιοθετούσαμε την απόφαση του Εφετείου για το λόγο που αναφέραμε πιο πάνω.  Θα διαφωνούσαμε μόνο στην περίπτωση που η προσωπική μας άποψη θα δημιουργούσε κρίση συνείδησης για την ορθότητα μια απόφασης, σε τέτοιο βαθμό που θα πιστεύαμε πως αν δεν εκφράζαμε τη δική μας θέση θα αισθανόμαστε πως οδηγείται η υπόθεση στο δρόμο της αδικίας.»

 

Εκτενούς ανάλυσης έτυχε το θέμα στην απόφαση Γουότς κ.α. ν. Λαουρή κ.α. (2014) 1 ΑΑΔ 1401, ECLI:CY:AD:2014:A474, όπου σημειώθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Στο σύστημα του Κοινού Δικαίου, η αρχή της δεσμευτικότητας των δικαστικών αποφάσεων ως μια από τις πηγές δικαίου αποτελεί ένα από τους σημαντικότερους πυλώνες και συναρτάται άμεσα με τη βεβαιότητα του δικαίου και την επικράτηση του κράτους δικαίου (βλ. Δημοκρατία κ.α. ν. Γιάλλουρου κ.α., ανωτέρω).  Στο πιο κάτω απόσπασμα από τη Μελέτη «Το Αγγλικό Κοινό Δίκαιο, οι Κανόνες της Επιείκειας και η Εφαρμογή τους στην Κύπρο» (1981) του Γ. Μ. Πική, σελ. 21, τονίζεται η μεγάλη σημασία της αρχής:-

 

«Με τη συστηματοποίηση του κοινού δικαίου επικρατεί η αρχή του δεσμευτικού των δικαστικών αποφάσεων, δηλαδή δεν επιτρέπεται παρέκκλιση από τις αρχές του κοινού δικαίου όπως προσδιορίζονται στις αποφάσεις των ανώτερων δικαστηρίων της Αγγλίας.  Η αρχή του δεσμευτικού των δικαστικών αποφάσεων πηγάζει από την πεποίθηση ότι η βεβαιότητα για το δίκαιο αποτελεί προϋπόθεση για την επικράτηση κράτους δικαίου.  Τα ευεργετήματα από το βέβαιο και σαφή προσδιορισμό του δικαίου κρίνεται ότι αντισταθμίζουν τα μειονεκτήματα από πιθανές ατέλειες του δικαίου.  Η ανάπτυξη του κοινού δικαίου, ανεξάρτητα από οποιονδήποτε Κώδικα, εξεταζόμενη σε συνδυασμό με την εξουσία των δικαστών να προσδιορίζουν και να διατυπώνουν το δίκαιο, κατάστησε αναγκαία την υιοθέτηση της αρχής του δεσμευτικού των δικαστικών αποφάσεων για αποτροπή τάσεων προς την κατεύθυνση απονομής της δικαιοσύνης ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία και τις πεποιθήσεις των εκάστοτε δικαστών.  Η απεριόριστη δικαστική εξουσία είναι τόσο επικίνδυνη όσο και η απεριόριστη εξουσία της Εκτελεστικής Εξουσίας στον τομέα της διακυβερνήσεως της χώρας.  Όπως παρατηρεί ο Λόρδος Devlin, η απονομή της δικαιοσύνης βάσει προκαθορισμένων αρχών είναι προτιμητέα από τις ρήσεις του Καδή, όσο εμπνευσμένος και αν είναι ο τελευταίος. (βλ. "The Judgeby Patrick Devlinp. 106)».Όπως επεξηγείται σε άλλο μέρος του ίδιου Συγγράμματος (σελ. 49-50):-

 

«Η καθιέρωση της αρχής του δεσμευτικού των δικαστικών αποφάσεων οφείλεται σε δύο κυρίως λόγους, τους εξής:-

 

α) Την πίστη ότι η βεβαιότητα για το δίκαιο συμβάλλει στη δημιουργία κοινωνικής αρμονίας, και

 

β) Στην κατοχύρωση της αρχής της ισότητας όλων των πολιτών έναντι του νόμου, που επιβάλει την ομοιόμορφη μεταχείριση των προσώπων που βρίσκονται στην ίδια θέση.»

 

Δεν έχει καταδειχθεί με την αγόρευση καταφανές σφάλμα ή αδιαμφισβήτητα εσφαλμένη αρχή δικαίου η οποία να επιτρέπει την απόκλιση από το δικαστικό προηγούμενο της Πρόϊος.  Ούτε έχει υποδειχθεί τέτοια διαφοροποίηση ή ουσιώδης μεταβολή περιστάσεων στις οποίες στηρίζεται η αρχή δικαίου (Βύρωνα ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 77) ούτε προβλήθηκε ισχυρισμός μεταβολής των πολιτικών οικονομικών και κοινωνικών εξελίξεων ώστε να απαιτείται αναθεώρηση της προηγούμενης προσέγγισης, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι η απόφαση από την οποία καλούμαστε να αποστούμε, εξεδόθη το Μάρτιο του 2020.   Εκείνο το οποίο ετέθη ως λόγος απόκλισης είναι η κατ’ ισχυρισμό εφαρμογή του καταργηθέντος άρθρου 5(1) της απόφασης-πλαίσιο 2002/584, καθώς και η εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 14(2) του Ν. 133(1)/2004.  Όμως, όπως εξάγουμε,   από το λεκτικό της εν λόγω απόφασης, η αναφορά και ο λόγος μνείας του άρθρου  5(1) ήταν η ανάδειξη της φιλοσοφίας των αποφάσεων-πλαισίων  καθώς και το πνεύμα της εφαρμογής και αναζήτησης νομικών εγγυήσεων οι οποίες καθίστανται εφαρμοστέες μέσα από το άρθρο 14(2) του Νόμου καθώς και την απόφαση-πλαίσιο του 2009.

 

Σημειώνουμε πως το υπό συζήτηση θέμα αφορά ερμηνεία ειδικής νομοθεσίας και όχι αρχή δικαίου, η οποία να προσεγγίζεται ως αδιαμφισβήτητα εσφαλμένη.  Όπως αναφέρεται στη νομολογία, το σφάλμα πρέπει να έχει «αντικειμενική υπόσταση και να καταφαίνεται ως αυταπόδεικτο».    Ο λόγος που τίθεται αυτή η προϋπόθεση σχετίζεται με την ανάγκη για τη βεβαιότητα του δικαίου που πρέπει να υπάρχει σε ένα κράτος δικαίου.  Όπως στην αρχή τονίσαμε, δεν τίθεται καν θέμα «αρχής δικαίου» αλλά ερμηνείας νόμου.  Καμιά αρχή δεν έχει προσδιοριστεί από τον εφεσείοντα, ούτε και έθεσε τέτοιο θέμα στους λόγους έφεσης.

 

Μια άλλη προϋπόθεση η οποία εξετάζεται, αφορά τον κίνδυνο, η εφαρμογή του δικαστικού προηγούμενου να επιφέρει καταφανώς άδικα αποτελέσματα.  Δεν μας έχει υποδειχθεί ούτε μπορούμε να εντοπίσουμε ποια θα είναι τα άδικα αποτελέσματα τα οποία θα επέλθουν.

 

Θεωρούμε ότι δεν έχει καταδειχθεί το λανθασμένο του λόγου της Πρόϊος το οποίο να δικαιολογεί το σοβαρό και δραστικό βήμα της απόκλισης μας από αυτή και ούτε το θέμα έχει συζητηθεί με τη δέουσα ειδική αναφορά σε όλα τα δεδομένα που διέπουν το σκεπτικό της εν λόγω απόφασης.  (Molivo Ltd v. Hudaverdi Mustafa κ.α. (2013) 1 ΑΑΔ 278).  Σταθμίζοντας όλες τις παραμέτρους, φρονούμε ότι στην προκείμενη περίπτωση δεν ανατρέπεται η ανάγκη διατήρησης της δεσμευτικότητας του προηγούμενου της εν λόγω αποφάσεως.  Ζυγίζοντας το επιθυμητό της βεβαιότητας και το πρέπον της απόκλισης, η πλάστιγγα γέρνει υπέρ του πρώτου.

 

Στη βάση αυτής της διαπίστωσης αμφότεροι οι λόγοι έφεσης εξετάζονται μαζί, αφού στρέφονται αντίστοιχα κατά της θέσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αναζητήσει και εξετάσει την επάρκεια των νομικών εγγυήσεων που έδωσε η αρχή έκδοσης.  Έχει ανωτέρω καταγραφεί το σκεπτικό δυνάμει του οποίου το πρωτόδικο Δικαστήριο εκτίμησε τα γεγονότα και ερμήνευσε το Νόμο.

 

Επιπρόσθετα των όσων έχουν καταγραφεί πιο πάνω για το σκοπό τον οποίο επεδίωκε η αποφαση-πλαίσιο 2002/584, σχετικά αναφέρεται και η παρ. 2 του άρθρου 1 με την οποία επιβάλλεται ότι «τα κράτη-μέλη εκτελούν κάθε ΕΕΣ βάσει της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης και σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας απόφασης-πλαίσιο.  Στην υπόθεση C396/2011 Ciprian Vasile Radu ημερ. 29.1.2013, τονίζεται ότι:

 

«Βάσει του άρθρου 1, παρ. 2, της απόφασης-πλαίσιο 2002/584 τα κράτη μέλη κατ’ αρχήν υποχρεούνται να εκτελούν κάθε ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης.»

 

Το άρθρο 5(1) της απόφασης-πλαίσιο 2002/584 προέβλεπε για τις «εγγυήσεις» που πρέπει να παρέχει το κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος σε ειδικές περιπτώσεις ως ακολούθως:

 

«1.  Όταν το ΕΕΣ έχει εκδοθεί προς το σκοπό της εκτέλεσης ποινής ή μέτρου ασφαλείας που έχει επιβληθεί με απόφαση εκδοθείσα ερήμην και όταν ο ενδιαφερόμενος δεν είχε κλητευθεί αυτοπροσώπως ούτε είχε ενημερωθεί κατ’ άλλον τρόπο σχετικά με την ημερομηνία και τον τόπο της ακροαματικής διαδικασίας που οδήγησε στην έκδοση της ερήμην απόφασης, η παράδοση μπορεί να εξαρτηθεί από το αν η δικαστική αρχή έκδοσης παρέχει επαρκείς εγγυήσεις ότι το πρόσωπο το οποίο αφορά το ΕΕΣ θα έχει τη δυνατότητα να ζητήσει να δικαστεί εκ νέου στο κράτος μέλος έκδοσης και να παρίσταται κατά τη λήψη της απόφασης"

 

Η απόφαση πλαίσιο 2009/299 διέγραψε την παράγραφ 1 του άρθρου 5 παραμένοντος του εδαφίου 2 όπως αυτό συναντάται στο άρθρο 15(2) του Ν. 133(1)/04 δηλαδή την παροχή εγγυήσεων για την περίπτωση όπου η αξιόποινη πράξη για την οποία έχει εκδοθεί το ΕΕΣ, τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη ή με μέτρο στερητικό της ελευθερίας εφ’ όρου ζωής.  Που δεν είναι βέβαια η περίπτωση μας.  Όμως η απόφαση-πλαίσιο 2009/299 προσέθεσε το άρθρο 4 α το οποίο εντάχθηκε στο Νόμο και αποτελεί το εδάφιο 2 του άρθρου 14 όπου στο εδάφιο 1 αυτού εξετάζει τους λόγους προαιρετικής μη εκτέλεσης του Ευρωπαϊκού Εντάλματος σύλληψης.

 

To εδάφιο 2 προβλέπει συγκεκριμένες περιπτώσεις, κατά τις οποίες παρέχεται η δυνατότητα στη δικαστική αρχή εκτέλεσης να αρνηθεί την εκτέλεση του ΕΕΣ διαλαμβάνοντας τα ακόλουθα:

 

“Επιπροσθέτως των διατάξεων του εδαφίου (1), η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης δύναται να αρνηθεί την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης που έχει εκδοθεί με σκοπό την εκτέλεση ποινής στερητικής της ελευθερίας ή μέτρου ασφαλείας στερητικού της ελευθερίας, σε περίπτωση που ο εκζητούμενος δεν εμφανίσθηκε αυτοπροσώπως στη δίκη που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης, εκτός εάν στο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης αναφέρεται ότι, βάσει δικονομικών απαιτήσεων που προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους έκδοσης, ο εκζητούμενος…..».

 

Προχωρεί δε το κείμενο, παραθέτοντας 4 συγκεκριμένες δικονομικές απαιτήσεις η ικανοποίηση κάποιας εκ των οποίων αφαιρεί από το δικαστήριο τη δυνατότητα να ασκήσει τη διακριτική του εξουσία να αρνηθεί την εκτέλεση του ΕΕΣ.  Αυτές παρουσιάζονται στις παραγ. α-δ και προβλέπουν ότι ο εκζητούμενος

 

α)  εν ευθέτω χρόνω είτε κλητεύθηκε αυτοπροσώπως και είχε ενημερωθεί για την προγραμματισμένη δίκη είτε δ’ άλλων μέσων ενημερώθηκε πραγματικά και επισήμως για τη δίκη του.

 

β)  Τελούσε εν γνώσει της προγραμματισμένης δίκης και είχε δώσει εντολή σε δικηγόρο να τον εκπροσωπήσει και όντως εκπροσωπήθηκε στη δίκη από το δικηγόρο.

γ)  Αφού του επιδόθηκε η απόφαση και ενημερώθηκε ρητά για το δικαίωμα του να δικαστεί εκ νέου ή να ασκήσει ένδικο μέσο σε διαδικασία όπου δικαιούται να παρίσταται και όπου η ουσία της υπόθεσης περιλαμβανομένων και νέων αποδεικτικών στοιχείων επανεξετάζεται και η δίκη δύναται να οδηγήσει σε ανατροπή της αρχικής απόφασης και έχει (i) δηλώσει ότι δεν αμφισβητεί την απόφαση ή (ii) δεν έχει ζητήσει να δικαστεί εκ νέου ή να ασκήσει ένδικο μέσο εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

 

δ) δεν έλαβε προσωπικά επίδοση της απόφασης αλλά (i) η απόφαση θα του επιδοθεί προσωπικά και αμελλητί μετά την παράδοση του και θα ενημερωθεί για το δικαίωμα του να δικαστεί εκ νέου ή να ασκήσει ένδικο μέσο, σε διαδικασία κατά την οποία δικαιούται να παρίσταται και όπου η ουσία της υπόθεσης, περιλαμβανομένων και νέων αποδεικτικών στοιχείων, επανεξετάζεται και η διαδικασία αυτή δύναται να οδηγήσει σε ανατροπή της αρχικής απόφαση και (ιι) θα ενημερωθεί σχετικά με την προθεσμία εντός της οποίας δικαιούται να ζητήσει να δικαστεί εκ νέου ή να ασκήσει ένδικο μέσο ως προβλέπεται στο σχετικό ΕΕΣ.

 

Με την εισαγωγή του άρθρου 4α στην απόφαση-πλαίσιο και του αντίστοιχου 14(2) στο Νόμο τροποποιήθηκε και το μέρος (δ) του τυποποιημένου ΕΕΣ ώστε να περιλαμβάνει όλα τα ανωτέρω.   Πλην όμως όπως προκύπτει στην παρούσα περίπτωση το ΕΕΣ αποτυπώνει όσα και σύμφωνα εκείνων που απαιτούντο με την απόφαση-πλαίσιο  2002/584.  Αναδύεται ακόμη και μέσα από το παράρτημα (δ) η ανάγκη παροχής δικονομικών εγγυήσεων στον εκζητούμενο ώστε αυτός να μην απωλέσει το δικαίωμα υπεράσπισης του.  Παρά τη γενόμενη προσπάθεια απλούστευσης και απλοποίησης των διαδικασιών παράδοσης προσώπων τα οποία δεν παρίσταντο στη δίκη κατά την οποία τους επιβλήθηκε ποινή, ωστόσο τέθηκαν ασφαλιστικές δικλείδες διά των οποίων γίνεται προσπάθεια διαφύλαξης των δικαιωμάτων υπεράσπισης των.  Σχετικές οι σκέψεις 1, 4, 10 και 15, με τις οποίες διαφυλάσσεται το δικαίωμα άμυνας του εκζητούμενου προσώπου.

 

 

Το άρθρο 14(2) έτυχε ενδελεχούς εξέτασης στην υπόθεση John Constantinides v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας Πολ. Εφ 347/14 ημερ. 5.3.2015, ECLI:CY:AD:2015:A155, όπου σημειώθηκε πως «σε συμφωνία με το άρθρο 4 (α) της απόφασης-πλαίσιο το άρθρο 14(2) προβλέπει τη δυνατότητα δικαστική αρχή της Κυπριακής Δημοκρατίας να αρνηθεί την εκτέλεση ΕΕΣ στην περίπτωση που το εκζητούμενο πρόσωπο δεν εμφανίστηκε αυτοπροσώπως στη δίκη η οποία οδήγησε στην καταδίκη του και στην επιβληθείσα σ’ αυτό ποινή.  Η διακριτική αυτή εξουσία δεν παρέχεται εφόσον η παράγρ. (δ) του ΕΕΣ συμπληρώνεται δεόντως και αναφέρονται σ’ αυτή τα στοιχεία που διέπουν τη περίπτωση του εκζητουμένου όπως αυτά προβλέπονται στο άρθρο 14(2) και έχουν εξηγηθεί στην υπόθεση C-399/2011 Melloni στις σκέψεις 40 με αναφορά στο αντίστοιχο άρθρο 4(α) της εν λόγω απόφασης.”   Στην απόφαση Πρόϊος την οποία το πρωτόδικο δικαστήριο και επικαλέστηκε και εφάρμοσε επί των γεγονότων της τα οποία προσομοιάζουν με τα επίδικα, γίνεται εκτενής ανάλυση της Melloni ανωτέρω. 

 

Στη σκέψη 40 η ανωτέρω απόφαση (Melloni) απαντά ως ακολούθως στο ερώτημα:

 

«Έχει το άρθρο 4(α) παρ. 1 της απόφασης- πλαισίου 2002/584/ΔΕΕΥ, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση της από την απόφαση-πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ, την έννοια ότι απαγορεύει στις εθνικές δικαστικές αρχές, στις περιπτώσεις που προσδιορίζονται στη διάταξη αυτή, να εξαρτούν την εκτέλεση ενός ΕΕΣ και παραδόσεως από τον όρο ότι η σχετική καταδικαστική απόφαση υπόκειται σε αναθεώρηση προκειμένου να διασφαλιστούν τα δικαιώματα υπερασπίσεως του εκζητουμένου;»

 

«Όπως προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 4α, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, η εν λόγω διάταξη προβλέπει προαιρετικό λόγο μη εκτελέσεως ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως εκδοθέντος για τους σκοπούς εκτελέσεως ποινής ή μέτρου ασφαλείας στερητικών της ελευθερίας, εφόσον ο ενδιαφερόμενος δεν παρέστη αυτοπροσώπως στη δίκη η οποία κατέληξε στην καταδίκη του. Η ανωτέρω ευχέρεια, πάντως, συνδυάζεται με τέσσερις εξαιρέσεις στερούσες τη δικαστική αρχή εκτελέσεως από τη δυνατότητα αρνήσεως εκτελέσεως του επίδικου ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως. Εξ αυτού προκύπτει ότι το συγκεκριμένο άρθρο 4α, παράγραφος 1, απαγορεύει, σε τέσσερις υποθετικές περιπτώσεις, το να εξαρτά η αρμόδια δικαστική αρχή εκτελέσεως την παράδοση προσώπου καταδικασθέντος ερήμην από τη δυνατότητα αναθεωρήσεως της καταδικαστικής αποφάσεως με την αυτοπρόσωπη παρουσία του ιδίου.»

 

 

Tο Δικαστήριο στήριξε την πιο πάνω ερμηνεία του άρθρου 4α στους επιδιωκόμενους σκοπούς του νομοθέτη της Ένωσης, δηλαδή να καταστεί εφικτό «στην εκτελούσα αρχή να εκτελέσει την απόφαση παρά την απουσία του ενδιαφερομένου από τη δίκη, τηρουμένου πλήρως του δικαιώματος υπερασπίσεως του ενδιαφερομένου» (σκέψη 43) (η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου).

 

Το άρθρο 4α της απόφασης-πλαίσιο διαγράφει το άρθρο 5(1) και αντικαθιστά το στοιχείο (δ) στο παράρτημα με ένα διαφορετικό κείμενο το οποίο αντανακλά τις τροποποιήσεις που έγιναν.  Στην παρούσα περίπτωση όπως έχουμε αναφέρει και πιο πάνω για το επίδικο ΕΕΣ δεν χρησιμοποιήθηκε ο νέος τύπος που προνοείται στο παράρτημα με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν στοιχεία που απαιτούνται από το άρθρο 14(2) και το άρθρο 4α της απόφασης-πλαίσιο.  Παρά την κατάργηση όμως του άρθρου 5(1) «η προσπάθεια η οποία προωθείται από την απόφαση-πλαίσιο 2009/299 για απλούστευση έτι περαιτέρω της διαδικασίας ΕΕΣ, με την υιοθέτηση του άρθρου 4α δεν καταργεί την απαίτηση του διαγραφέντος άρθρου 5(1) της απόφασης πλαισίου 2002/584» (Κωνσταντινίδης)

 

Σημαντικό είναι επίσης ότι το άρθρο 14(2)(δ) χρησιμοποιεί τη φράση ότι ο εκζητούμενος «θα ενημερωθεί ρητά για το δικαίωμα του να δικαστεί εκ νέου ή να ασκήσει ένδικο μέσο».

 

Έχει αποφασιστεί στην προκειμένη περίπτωση ότι ο εκζητούμενος δεν ήταν παρών στη δίκη του και δεν εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο.  Στο σημείο (δ) του ΕΕΣ παρέχεται η πληροφορία ότι «ο ενδιαφερόμενος δεν κλητεύθηκε αυτοπροσώπως, ενημερώθηκε στην 31/7/2015 από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του για την ημερομηνία και τον τόπο της ακροαματικής διαδικασίας και κατέληξε στην απόφαση εν τη απουσία του…»

 

Έχει ανωτέρω καταγραφεί η θέση του πρωτόδικου δικαστηρίου, το οποίο αποφάσισε ότι οι επιδόσεις  «φαίνεται να έγιναν σύμφωνα με τις διατάξεις του Ελληνικού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας» και την επισήμανση ότι δεν ηδύνατο να εξεταστεί στο πλαίσιο της διαδικασίας έκδοσης το νομότυπο ή μη της κλητεύσεως.

 

Ακολούθως το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού επεσήμανε ότι ο εκζητούμενος ερημοδίκησε και δεν εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από συνήγορο της επιλογής, προχώρησε να εξετάσει κατά πόσον έχουν παρασχεθεί από τις Ελληνικές αρχές επαρκείς νομικές εγγυήσεις ως η πρόνοια του άρθρου 14(2)(δ), τις οποίες, σε συνάρτηση με τις εγγυήσεις που δόθηκαν οι οποίες ήσαν οι ίδιες με εκείνες της Πρόϊος, έκρινε ανεπαρκείς.  Στην Πρόϊος εξετάστηκε η έννοια της ανωτέρας βίας η οποία κατ’ εξαίρεση επιτρέπει την άσκηση έφεσης κατά της καταδικαστικής απόφασης.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε κρίνει ότι οι εγγυήσεις που δόθηκαν δεν προσφέρουν τη δυνατότητα στον εκζητούμενο να ακυρώσει την ερήμην καταδίκη, παρά μόνο με την επίκληση ανωτέρας βίας.  Αυτή δε η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επικυρώθηκε κατά την ακρόαση της έφεσης.

 

Τα όσα αναφέρθηκαν στην υπόθεση Πρόϊος μας  βρίσκουν σύμφωνους:

 

«Η δυνητική διατύπωση που χρησιμοποιείται στο άρθρο 14, «δύναται να αρνηθεί την εκτέλεση του εντάλματος...», σημαίνει ότι υφίσταται διακριτική ευχέρεια της δικαστικής αρχής εκτέλεσης του εντάλματος να αρνηθεί την εκτέλεση ΕΕΣ που έχει εκδοθεί με σκοπό την εκτέλεση ποινής στερητικής της ελευθερίας σε περίπτωση που ο εκζητούμενος δεν εμφανίστηκε αυτοπροσώπως στη δίκη που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης, εκτός αν ισχύουν οι προϋποθέσεις που τίθενται ρητά στο εν λόγω άρθρο. Εν προκειμένω, δεν ισχύει καμία από τις προϋποθέσεις του άρθρου 14(2) έτσι ώστε να μην υφίσταται διακριτική ευχέρεια άρνησης εκτέλεσης του ΕΕΣ.  Οι δε εγγυήσεις που δόθηκαν δεν προσφέρουν τη δυνατότητα στον εκζητούμενο να ακυρώσει την ερήμην του καταδίκη και να τύχει νέας εκδίκασης των υποθέσεων του παρά μόνο με την επίκληση ανωτέρας βίας.  Αυτό, όπως ορθά έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν δίδει τα εχέγγυα που ο Νόμος η απόφαση-πλαίσιο και το όλο πνεύμα της διαδικασίας του ΕΕΣ καθορίζουν.»¨

 

Επί τούτου και σε απάντηση των λόγων έφεσης, οι οποίοι είχαν ως κοινό πυρήνα την επάρκεια των νομικών εγγυήσεων, γύρω από το οποίο περιστράφηκε η αγόρευση του εφεσείοντα, σημειώνονται τα ακόλουθα:

Η δυνατότητα η οποία προσφέρεται στον εκζητούμενο «να δικαστεί εκ νέου ή να ασκήσει ένδικο μέσο» στην έννοια της παρ. 14(2)(δ) του Ν. 133(Ι)/2004, φαίνεται να περιορίζεται σημαντικά, αφού το τεκμήριο 3 ενεργοποιεί το δικαίωμα του ερημοδικήσαντα να τύχει εκ νέου εκδίκασης της υπόθεσης του, δεδομένου ότι πείσει πως ο λόγος απουσίας του οφείλεται σε ανωτέρα βία.

 

Στο ΕΕΣ στην παρ. Δβ δόθηκαν από τις αρχές έκδοσης οι λεγόμενες όπως αναφέρει ο τίτλος του νομικές εγγυήσεις:

 

«Η ελληνική νομοθεσία παρέχει στον ανωτέρω εκζητούμενο το δικαίωμα άσκησης ενδίκου μέσου κατά της άνω απόφασης εκπρόθεσμα και καθιστά εφικτή την εκ νέου συζήτηση της ίδιας υπόθεσης παρουσία του εφόσον το αρμόδιο δικαστήριο δεχθεί ότι το εκπρόθεσμο του ενδίκου μέσου οφείλεται σε λόγους ανωτέρας βίας.»

 

 

Οι ελληνικές αρχές επεξήγησαν και πάλιν με το τεκμ. 3 ότι «ανωτέρα βία είναι κάθε γεγονός απρόβλεπτο και εξαιρετικό που δεν μπορεί να αποτραπεί με μέτρα εξαιρετικής επιμέλειας και σύνεσης».

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε και συμφωνούμε με τη θέση του ότι οι εγγυήσεις που δόθηκαν δεν ήταν επαρκείς.  Θα θέλαμε εδώ να επισημάνουμε ότι οι δοθείσες εγγυήσεις δεν εξετάζονται στο πλαίσιο που το καταργηθέν άρθρο 5(1) της αποφάσεως-πλαισίου απαιτούσε αλλά υπό την έννοια της παροχής νομικών εγγυήσεων ή δικονομικών απαιτήσεων οι οποίες να διαφυλάττουν το δικαίωμα υπερασπίσεως ή άμυνας του εκζητουμένου προσώπου, όπως διακηρύσσεται στην απόφαση-πλαίσιο 2009/299 και όπως αναδύεται η φιλοσοφία της απόφασης-πλαισίου 2002/584 όπου στην αιτιολογική σκέψη 12 ρητά απαιτεί το σεβασμό προς τα θεμελιώδη δικαιώματα και αρχές οι οποίες αναγνωρίζονται από το άρθρο 6 της Συνθήκης και εκφράζονται στο Χάρτη των Θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο έχει αναφερθεί και σε μεταγενέστερες της τροποποίησης της απόφασης-πλαισίου αποφάσεις όπου και πάλιν θεωρήθηκε απαραίτητο να παρασχεθεί στον εκζητούμενο δικαίωμα επανεξέτασης της ουσίας των εναντίον του κατηγοριών, στις οποίες καταδικάστηκε ερήμην.  Χωρίς βέβαια να ασχοληθεί με τα δικαιώματα του, δυνάμει του ουσιαστικού ελληνικού δικαίου, θέμα το οποίο εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα των ελληνικών δικαστηρίων.  (Χατζηκυπριανού ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, (2014) 1 ΑΑΔ 1782, ECLI:CY:AD:2014:A546).  Σημειώνουμε βέβαια ότι με τους λόγους έφεσης δεν αμφισβητείται η αναζήτηση των εγγυήσεων από τη χώρα έκδοσης αλλά  η λανθασμένη ερμηνεία του σχετικού νόμου.  Οι αποφάσεις στις οποίες η συνήγορος του εφεσείοντα/Κεντρικής Αρχής, παρέπεμψε το δικαστήριο υποστηρίζουν εκείνο που βέβαια δεν αμφισβητείται ήτοι την ανάγκη ταχείας διεκπεραίωσης αφενός αυτών των υποθέσεων και αφετέρου της παροχής διευκολύνσεων για την έκδοση των εκζητουμένων ατόμων μεταξύ των κρατών μελών.  (Ciprian Vasile Radu C-396/11, 29/1/2013, David Piotrowski C-367/16).  Δεν προωθούν όμως τη θέση ότι ανεξάρτητα ή όχι της ύπαρξης ή ανυπαρξίας των περιπτώσεων του άρθρου 4α, το Δικαστήριο κωλύεται να εξαρτήσει την άρνηση εκτέλεσης από την παροχή των νομικών εγγυήσεων και μόνον. 

 

Όπως είχε τεθεί το θέμα στο σύγγραμμα «Το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης» του Δ. Μουζάκη, σελ.365:

 

«…Η υιοθέτηση, τέλος, της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης στην απόφαση-πλαίσιο, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να εκληφθεί ως δήθεν επιστροφή σε ένα διπολικό μοντέλο δικαστικής συνεργασίας, όπου ο καταζητούμενος είναι απλά αντικείμενο της εις βάρος του διαδικασίας χωρίς υποκειμενικά δικαιώματα, αφού, όπως προελέχθη, ευθύς εξαρχής οι προσπάθειες αναμόρφωσης του δικαίου της έκδοσης συνδέθηκαν και με το αίτημα ενίσχυσης της θέσης του καταζητούμενου προσώπου.»

 

 

Έτερο παράπονο του εφεσείοντα ως αιτιολογικό του πρώτου λόγου έφεσης είναι ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν χρησιμοποίησε τις διατάξεις του άρθρου 21(2) του Νόμου και να ζητήσει διευκρινίσεις για τις εγγυήσεις που δόθηκαν από τη χώρα έκδοσης αν είχε αμφιβολίες περί τούτου.  Όπως έχουμε ανωτέρω αναφέρει, η Κεντρική Αρχή με επιστολή της προς το Πλημμελειοδικείο Κέρκυρας ζήτησε από τις ελληνικές αρχές διευκρινίσεις τόσο για τα αποδεικτικά επίδοσης του κλητηρίου θεσπίσματος όσο και επεξήγηση για τις εγγυήσεις και ιδίως την έννοια της ανωτέρας βίας τις οποίες και έλαβε με το τεκμήριο 3.  Η αξιολόγηση των εγγυήσεων εναπόκειντο στο δικαστήριο το οποίο εξέτασε την αίτηση παράδοσης του εκζητουμένου.  Θεώρησε, και ορθά, ότι οι δοθείσες εξηγήσεις ήταν ικανοποιητικές.

Συνεπώς οι λόγοι έφεσης δεν ευσταθούν.

 

Για τους ανωτέρω λόγους, η έφεση απορρίπτεται.  Δίδονται οδηγίες στον Πρωτοκολλητή όπως κοινοποιήσει την παρούσα απόφαση στη Δικαστική Αρχή Έκδοσης του εντάλματος ήτοι την Εισαγγελία  Εφετών Κέρκυρας, μέσω της Κεντρικής Αρχής της Δημοκρατίας.  Επιδικάζονται €1.000 έξοδα υπέρ του Εφεσίβλητου/Εκζητουμένου και εναντίον του  Εφεσείοντα/Κεντρικής Αρχής.

 

                                                               Α. Λιάτσος, Δ.              

 

Τ.  Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.

                                                               

Δ. Σωκράτους, Δ.

ΔΣ/Κας

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο