ECLI:CY:AD:2021:A65
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 340/2013)
25 Φεβρουαρίου, 2021
[Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
xxx ΘΕΟΔΟΥΛΟΥ
Εφεσείων/Ενάγων
και
AQUA MASTERS LTD
Εφεσίβλητη/Eναγόμενη 1
_ _ _ _ _ _
Κ.Γεωργίου, για Παπαντωνίου & Παπαντωνίου ΔΕΠΕ, για τον εφεσείοντα
Λ.Χαβιαράς, για Κούσιος, Κορφιώτης, Παπαχαραλάμπους ΔΕΠΕ, για την εφεσίβλητη
_ _ _ _ _ _
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από την Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
----------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων, ενάγων πρωτοδίκως, με την παρούσα έφεση επιδιώκει ανατροπή της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή του εναντίον της εφεσίβλητης-εναγόμενης 1. Η αγωγή σε σχέση με την εναγόμενη 2 είχε αποσυρθεί πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας.
Όπως προέκυψε από παραδεκτά ή μη αμφισβητούμενα γεγονότα πρωτοδίκως, η εφεσίβλητη είχε εργοδοτήσει τον εφεσείοντα την 1.11.2000 δυνάμει συμφωνίας εργοδότησης και ο τελευταίος κατείχε τη θέση του διευθυντή και διευθυντή ηλεκτρομηχανολογικού τμήματος ενώ κατείχε συνολικά 83,334 μετοχές της εφεσίβλητης. Υπό την ως άνω ιδιότητα είχε μεταβεί ως απεσταλμένος της εφεσίβλητης στο Πόρτο Καράς Χαλκιδικής, στην Ελλάδα, για να επιθεωρήσει εργασίες που εκτελούντο στην περιοχή. Στις 20.2.2004 μαζί με τον ΜΥ2 Ανδρέου, υπάλληλο της εφεσίβλητης και μέλος του τεχνικού προσωπικού επισκέφθηκαν τη Βίλα Γαλήνη στην οποία η εφεσίβλητη ήταν υπεργολάβος στην εκτέλεση έργων κατασκευής πισίνας, με σκοπό την επιθεώρηση των έργων. Όπως αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση, μετά το πέρας της επιθεώρησης και ενώ ο εφεσείων κατευθυνόταν προς την έξοδο τραυματίστηκε στο κεφάλι από πέτρα η οποία έπεσε από ψηλά. Να σημειωθεί ότι κανένας από τους δύο δεν φορούσε κράνος. Με τη βοήθεια παρευρισκομένων, ο εφεσείων μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο έχοντας υποστεί τραύματα στο κεφάλι. Σύμφωνα δε με ιατρικές υποδείξεις επιβάλλετο να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση, το κόστος της οποίας ανήρχετο σε €28,000.
Στις 31.5.2004 ο εφεσείων υπέβαλε παραίτηση από την εργασία του στην εφεσίβλητη και στις 7.9 του ιδίου έτους οι διάδικοι κατέληξαν σε γραπτή συμφωνία (τεκμ.11) δυνάμει της οποίας, μεταξύ άλλων, η εφεσίβλητη θα κατέβαλλε προς τον εφεσείοντα το ποσό των €27,000 προς πλήρη ικανοποίηση του, «έναντι δεδουλευμένων, μεταβίβαση μετοχών και τυχόν οφειλών της εφεσίβλητης προς τον εφεσείοντα». Υπήρξε δε δήλωση στην εν λόγω συμφωνία ότι «ουδεμία άλλη απαίτηση, διαφορά, οφειλή ή/και αξίωση υφίσταται κατά εκατέρωθεν, οι οποίες και θεωρούνται διευθετηθείσες». Η εφεσίβλητη κατέβαλε το εν λόγω ποσό στον εφεσείοντα.
Στην πολυσέλιδη απόφαση του Δικαστηρίου, αφού γίνεται αναφορά στα παραδεκτά και αδιαμφισβήτητα γεγονότα της υπόθεσης τα οποία εν ολίγοις έχουμε παραθέσει πιο πάνω, στη συνέχεια παρατίθεται η μαρτυρία που απασχόλησε πρωτοδίκως, κυρίως του ιδίου του εφεσείοντα και των μαρτύρων υπεράσπισης. Το Δικαστήριο εξάγει το βασικό συμπέρασμα ότι ήταν ασφαλές να στηριχτεί στη μαρτυρία του ΜΥ2 εφόσον, όπως σημείωσε δεν είχε καμία αμφιβολία, ότι η μαρτυρία του αντανακλά τα πραγματικά γεγονότα. Παρακάτω δε, το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι στην ουσία των πραγμάτων, ο ενάγων είχε αποδεχτεί και υιοθετήσει το μεγαλύτερο μέρος της μαρτυρίας του ΜΥ2.
Πέραν των ευρημάτων περί της αξιοπιστίας το Δικαστήριο ασχολήθηκε και επί της νομικής ένστασης της εφεσίβλητης ότι δηλαδή ο εφεσείων απεμπόλησε τυχόν δικαίωμα που είχε λόγω της ως άνω συμφωνίας, τεκμ.11. Επ΄αυτού κατέληξε πως με την εν λόγω συμφωνία «οι διάδικοι διευθέτησαν, άπαξ και δια παντός, το σύνολο των μεταξύ τους διαφορών, συμπεριλαμβανομένου και του ατυχήματος».
Είναι σημαντικό να λεχθεί σ΄αυτό το στάδιο ότι το Δικαστήριο απέρριψε συλλήβδην τη μαρτυρία του εφεσείοντα ότι η συμφωνία αφορούσε τις μεταξύ τους διαφορές, εκτός από την επίδικη υπόθεση, της οποίας η πραγματική βάση υφίστατο και ήταν γνωστή στα μέρη κατά το χρόνο συνομολόγησης της συμφωνίας.
Στη συνέχεια, το Δικαστήριο ασχολήθηκε με τα λοιπά επίδικα θέματα στη βάση βεβαίως της εδραιωμένης πρακτικής να εξετάζει όλα τα προκύπτοντα θέματα, για σκοπούς έφεσης, σε περίπτωση που ήταν λανθασμένο στην πιο πάνω προσέγγιση του περί ύπαρξης κωλύματος ως εκ της ως άνω συμφωνίας.
Για σκοπούς ολοκληρωμένης παράθεσης των δεδομένων θεωρούμε ορθό συνοπτικά να παραθέσουμε την πρωτόδικη κρίση επί των εγειρομένων θεμάτων:
- Το καθήκον του εργοδότη να εξασφαλίσει στον εργοδοτούμενο ασφαλή εργασία, δεν περιορίζεται σε στενά γεωγραφικά πλαίσια, αλλά προσδιορίζεται ανάλογα με τις περιβάλλουσες περιστάσεις και τη φύση της εργασίας που πρόκειται να εκτελεστεί. Ο χώρος στον οποίο ευρίσκοντο ο εφεσείων και ο ΜΥ2 ενέπιπτε γεωγραφικά στο χώρο για τον οποίο η εφεσίβλητη θα είχε ευθύνη.
- Κατά πάντα ουσιώδη χρόνο ο εφεσείων ήταν διευθυντικό στέλεχος της εφεσίβλητης και δυνάμει της συμφωνίας εργοδότησης τεκμ.1 άρθρο 9(3) θα είχε κατά κύριο λόγο την ευθύνη και διεύθυνση του ηλεκτρομηχανολογικού τμήματος της εταιρείας στους τομείς των πισίνων (…) στην Κύπρο και στο εξωτερικό. Επίσης στην υποπαράγραφο (ζ) του ιδίου άρθρου αναφέρεται ότι ο εφεσείων θα έχει καθήκον την επίβλεψη των εργασιών. Η ιδιότητα του ως υπεύθυνου τμήματος και του πλέον καταρτισμένου στον τομέα οδήγησε το πρωτόδικο Δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι μέρος των καθηκόντων του ήταν και η διαμόρφωση ασφαλούς συστήματος εργασίας.
- ΄Εγινε αποδεκτή η θέση ότι στην αποθήκη του εργοταξίου υπήρχε κράνος το οποίο η εταιρεία παρείχε στους υπαλλήλους της. Σημαντικό είναι επίσης να αναφερθεί πως o ισχυρισμός αμέλειας εκ μέρους της εφεσίβλητης συνίστατο ουσιαστικά, όπως παρατηρεί το πρωτόδικο Δικαστήριο, στη μη παροχή κράνους, αφού δεν παρέχεται οποιαδήποτε άλλη επαρκής εξήγηση η οποία να εγίνετο αποδεκτή ως προς μη ασφαλές σύστημα εργασίας.
Στη βάση αυτών κυρίως των διαπιστώσεων, το Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή με την παράλληλη δήλωση πως εάν η αγωγή ήθελεν επιτύχει επί πλήρους ευθύνης θα επιδικαζόταν στον εφεσείοντα το ποσό των €54,000 ως γενικές αποζημιώσεις πλέον €28,000 για τη μελλοντική επέμβαση. Αναζητώντας δε απάντηση το πρωτόδικο Δικαστήριο στο θέμα της πιθανής συντρέχουσας αμέλειας θεώρησε πως ακόμη και αν η εφεσίβλητη δεν παρείχε κράνος στον εφεσείοντα, αυτός θα ήταν υπόλογος συντρέχουσας αμέλειας κατά 50% με αντίστοιχη μείωση των πιο πάνω ποσών.
Το εφετήριο αποτελείται από πολλούς και σχολαστικά λεπτομερείς λόγους έφεσης με αχρείαστα εκτεταμένη αιτιολογία. Υπήρξε εκ μέρους του εφεσείοντα μια προσπάθεια ομαδοποίησης των λόγων αυτών. ΄Εχουμε προβεί και εμείς αναγκαστικά ομοίως σε ομαδοποίηση των λόγων έφεσης (όχι ακριβώς όπως του εφεσείοντα) για να συντελεστεί ευχερέστερη η εξέταση.
Α΄ Ομάδα λόγων έφεσης (λόγοι 1-4): Οι λόγοι αυτοί αφορούν το εύρημα συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων κωλύεται λόγω συμφωνίας (estoppel by deed) να προωθήσει την αγωγή του. Ο λόγος 4 εντάσσεται σ΄αυτή την ομάδα έστω και αν έχει δικονομική πτυχή, λόγω της συνάφειας του με το θέμα του κωλύματος.
Β΄Ομάδα λόγων έφεσης (λόγοι 7, 8, 15, 16, 17, 18)
Σ΄αυτή την ομάδα εντάσσεται άμεσα ή έμμεσα, ο ισχυρισμός για λανθασμένη αξιολόγηση μαρτυρίας και της μη ορθής προσμέτρησης της αξίας σχετικών τεκμηρίων, ως επιμέρους αναλύονται.
Γ΄ Ομάδα λόγων έφεσης (5ος λόγος)
Ο 5ος λόγος έφεσης αφορά ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία επετράπη αίτηση τροποποίησης της εφεσίβλητης που αφορούσε ισχυρισμούς σε σχέση κυρίως με την ταυτότητα του νομικού προσώπου που ανέλαβε το επίδικο έργο και του ποίος είχε το σχετικό έλεγχο του εργοταξίου, κατά τον ουσιώδη χρόνο.
Δ΄ Ομάδα λόγων έφεσης (όλοι οι υπόλοιποι λόγοι)
Οι λόγοι αυτοί καλύπτουν επιμέρους ευρήματα και συμπεράσματα του Δικαστηρίου σε σχέση με το θέμα της αμέλειας εργοδότη, του βάρους απόδειξης, του ασφαλούς συστήματος εργασίας, του ζητήματος της παροχής ή μη κράνους και άλλα συναφή.
Εξέταση των λόγων έφεσης
Παρά το εκτενές των λόγων έφεσης και την εν πολλοίς επάλληλη κάλυψη θεμάτων σε διάφορους λόγους στο εφετήριο είναι ορθό να ξεκινήσουμε από την ομάδα λόγων έφεσης που αφορά την αξιολόγηση μαρτυρίας, διότι αν υφίσταται πρόβλημα σε σχέση με το πρωτόδικο έργο της αξιολόγησης το βάθρο της περαιτέρω εξέτασης της έφεσης καθίσταται, κατά κανόνα, άνευ αντικειμένου. Ισχύει βεβαίως και το αντίθετο. Εάν το έργο της αξιολόγησης συνετελέσθη ορθά, τότε μπορούμε να προχωρήσουμε στην εξέταση των λοιπών λόγων έφεσης.
Ξεκινούμε συνεπώς με την εξέταση των λόγων έφεσης της Β΄Ομάδας.
Είναι εδραιωμένο το πεδίο επέμβασης του Εφετείου στο έργο της αξιολόγησης της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο. (Βλ. Καλομοίρα Σάββα Σολωμού ν. Eταιρείας Vineyard View Tourist Enterprises Ltd, (1998)1 ΑΑΔ 300 και Μαππούρας ν. Αστυνομίας, ποιν.εφ. 77/16 ημερ. 12.4.2017), ECLI:CY:AD:2017:B143. Ορθό είναι ότι επέμβαση επί του θέματος της αξιοπιστίας χωρεί μόνο εφόσον πρόκειται για τω όντι αμφισβητούμενα θέματα που είναι επίδικα. Ο λόγος βεβαίως του περιορισμένου πεδίου επέμβασης συναρτάται με τη μοναδική δυνατότητα που έχει το πρωτόδικο Δικαστήριο να δει και να κρίνει τους μάρτυρες στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης.
΄Εχουμε εξετάσει με προσοχή το έργο που το πρωτόδικο Δικαστήριο επιτέλεσε, έχοντας υπόψη τις πιο πάνω αρχές. Παρά την μη υιοθέτηση της κλασσικής δομής της δικαστικής κρίσης, παρατηρείται εν συνόλω ότι ο ευπαίδευτος πρωτόδικος δικαστής επιτέλεσε με επιμέλεια και συνέπεια το έργο της αξιολόγησης, θέμα που τον απασχόλησε – αν και κάπως αδόκιμα - όχι μόνο προκαταρκτικά (πριν την επίλυση νομικών θέσεων) αλλά και στη συνέχεια, στα επιμέρους ερωτήματα που έθετε, βασιζόμενος στα επιχειρήματα των διαδίκων. Παρά ταύτα, διαφαίνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο με πλήρη επεξήγηση αποδέχτηκε ως τον πλέον ασφαλή και ειλικρινή μάρτυρα, τον ΜΥ2, λέγοντας ότι ήταν αξιοσημείωτη η ειλικρίνεια του και η όλη προσπάθεια του να αποδώσει την αλήθεια. Δεν παρέμεινε δε μόνο στην εντύπωση από το μάρτυρα αλλά συσχέτισε τη μαρτυρία του με τα αποδεκτά γεγονότα, αλλά και επιμέρους τεκμήρια. Εξήγησε δε, με περισσή αναφορά σε λεπτομέρειες, γιατί η διακοπή της εργασιακής του σχέσης με τον εφεσείοντα όταν αυτός έκανε δική του δουλειά, δεν επηρέασε καθόλου την ειλικρίνεια του, ούτε και παρείσφρησε στα λεγόμενα του αλλότριο κίνητρο. ΄Οσον αφορά τον εφεσείοντα επίσης έδωσε σαφείς και πλήρεις λόγους γιατί δεν μπορούσε η μαρτυρία του να αποτελέσει έρεισμα ευρημάτων και τη συσχέτισε επαρκώς και πλήρως με τα κατατεθέντα τεκμήρια, ειδικά με τη συμφωνία διευθέτησης των διαφορών. Εν γένει, διατρέχοντας όλο το κείμενο της πολυσέλιδης απόφασης, έχουμε διαπιστώσει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο επιτέλεσε ορθά το καθήκον του αναφορικά με το έργο της αξιοπιστίας και δεν παρέχεται πεδίο επέμβασης μας αναφορικά με τους λόγους έφεσης που καλύπτουν αυτή την πτυχή.
Παρενθετικά, μπορεί να εξεταστεί, εν προκειμένω και η Γ΄ Ομάδα λόγων έφεσης που αφορά το λόγο έφεσης 5 επειδή η πλευρά του εφεσείοντα εισηγείται ότι η αποδοχή της αίτησης για τροποποίηση εκ μέρους της εφεσίβλητης οδήγησε το Δικαστήριο και σε λανθασμένα ευρήματα αξιοπιστίας. Με όσο εύρος και αν είδαμε το λόγο και την ανάλυση αυτού δεν έχουμε διαγνώσει τίποτα συγκεκριμένο που να δεικνύει - έστω και κατ΄ελάχιστον - ότι η πρωτόδικη κρίση επί του αιτήματος τροποποίησης επηρέασε το θέμα της αξιοπιστίας. Και ο λόγος αυτός απορρίπτεται.
Ως επόμενο στάδιο της εξέτασης της έφεσης θα πρέπει να είναι η ενασχόληση μας με την Α΄ Ομάδα των λόγων έφεσης που αφορά το εύρημα για κώλυμα δια της συμφωνίας (estoppel by deed). Είναι βεβαίως σημαντικό να τονίσουμε ότι τα ευρήματα του Δικαστηρίου επί του θέματος της αξιοπιστίας δεν έχουν διαταραχθεί και ο εφεσείων δεν έγινε αποδεκτός ειδικά ως προς τα σημεία της μαρτυρίας με τα οποία επιχείρησε να «ανατρέψει» την εν λόγω συμφωνία, ως μη ισχύουσα, αναφορικά με το θέμα του τραυματισμού του, ότι δηλαδή η συμφωνία δεν κάλυπτε το ζήτημα αυτό.
Εφόσον έχουμε καταλήξει ότι δεν παρέχεται πεδίο επέμβασης ώστε να θεωρηθεί ότι υφίσταντο άλλες περιστάσεις κατά την υπογραφή της επίδικης συμφωνίας, η συμφωνία θα κριθεί μόνο, αναφορικά με το λεκτικό αυτής. Το λεκτικό αυτής αφορούσε σαφώς «κάθε διαφορά μεταξύ των μερών». Κατά πάντα χρόνο ήταν στη γνώση των διαδίκων και η παρούσα διαφορά ως πηγάζουσα από την εργασιακή τους σχέση, την οποία επιχείρησαν να διευθετήσουν με την επίδικη συμφωνία. Θυμίζουμε πως το ατύχημα επεσυνέβη Φεβρουάριο του 2004. Η δε συμφωνία είχε συνομολογηθεί ένα μήνα μετά (7.9.2004) από την επιστολή των δικηγόρων του εφεσείοντα (2.8.2004, βλ.τεκμ.14) στην οποία επεφύλασσε τα δικαιώματα του να κινηθεί νομικά εναντίον της εφεσίβλητης σε σχέση με το ατύχημα. Στην επιστολή αυτή με την οποία αξιώνονται διάφορα ποσά, ως εκ της εργοδότησης του που διεκόπη (παραίτηση 31.5.2004), αναφέρονται αυτολεξεί τα ακόλουθα:
«Η παρούσα αποστέλλεται ως εκ τούτου με πλήρη επιφύλαξη των δικαιωμάτων του πελάτη μου προς τα ανωτέρω και τυχόν απαίτησης του εναντίον σας για τις σοβαρότατες σωματικές βλάβες που υπέστη στο εξωτερικό κατά την διάρκεια εργασιών της εταιρείας σας.»
Συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο και την πλευρά της εφεσίβλητης ότι το λεκτικό της συμφωνίας ήταν σαφές και μπορούσε το Δικαστήριο να βασιστεί σ΄αυτό για να εξάξει ασφαλή συμπεράσματα. Οι περιστάσεις της κρινόμενης ομοιάζουν με την Χατζηστυλλή ν. Κυπριακών Αερογραμμών (2012)1(Β) ΑΑΔ 989 από την οποία παραθέτουμε σχετικό απόσπασμα:
“Ο λόγος έφεσης θα πρέπει να απορριφθεί. Το συγκεκριμένο έγγραφο επί του οποίου το πρωτόδικο δικαστήριο βασίστηκε για να καταλήξει σε συμπέρασμα κωλύματος εκ δηλώσεως, έχει υπογραφεί από τον εφεσείοντα και φέρει ημερομηνία μεταγενέστερη της καταχώρησης της αγωγής που αποτελεί τη βάση της παρούσας διαδικασίας.
Το λεκτικό του εγγράφου είναι σαφές και αναφέρεται σε απαλλαγή και τελεσίδικη αποδέσμευση των εφεσιβλήτων από οποιαδήποτε χρηματικά ποσά ή αγωγές ή δικαστικές ή άλλες διαδικασίες και διεκδικήσεις οποιασδήποτε φύσης, που ο εφεσείων είχε ή δυνατόν να είχε σε οποιονδήποτε χρόνο προηγουμένως, εναντίον της εταιρείας και λόγω ή σε σχέση με οποιαδήποτε πράξη, ενέργεια, αιτία ή υπόθεση, μέχρι και της ημερομηνίας του εγγράφου.
Θεωρούμε ότι η υπογραφείσα δήλωση είναι τόσο σαφής που δεν αφήνει οποιαδήποτε περιθώρια αμφισβήτησής της. Υπογράφηκε χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη εκ μέρους του εφεσείοντα, σε αντίθεση με τα έγγραφα απαλλαγής που υπέγραψε στις 28.4.2005. Έτσι ο εφεσείων κωλύεται να προωθήσει την παρούσα διαδικασία, αφού έχει απεμπολήσει ή έχει παραιτηθεί οποιουδήποτε δικαιώματος σε προώθησή της.
Όταν διάδικος έχει αναλάβει εγγράφως δέσμευση, δεν μπορεί στη συνέχεια να ισχυριστεί ότι τα γεγονότα που αναφέρονται στο συγκεκριμένο έγγραφο δεν είναι ορθά. Όπως έχει προσφυώς αναφερθεί στην αγγλική υπόθεση Gallie v. Lee [1971] A.C. 1004, το πρόσωπο που υπογράφει έγγραφο, έχει την ευθύνη να προσέχει τι υπογράφει και εμποδίζεται από του να αρνηθεί την ευθύνη του με βάση το έγγραφο και σύμφωνα με το περιεχόμενό του.
Ο κανόνας του νόμου της απόδειξης ότι δεν επιτρέπεται η αποδοχή μαρτυρίας που αντικρούει ή τροποποιεί τους όρους εγγράφου, αναπτύχθηκε για να προσδώσει βεβαιότητα στις καθημερινές συναλλαγές (Polykarpou v. Polykarpou (1982) 1 C.L.R. 182).
Το όλο θέμα δεν έχει σχέση με την αξιοπιστία του εφεσείοντα, αλλά με την αδυναμία του να προωθήσει την αγωγή του λόγω κωλύματος. Δεν ενδιαφέρουν οι προθέσεις του, ούτε και οι συλλογισμοί που ακολούθησε πριν υπογράψει. Γεγονός παραμένει η υπογραφή της δήλωσης απαλλαγής «σε σχέση με οποιαδήποτε πράξη, ενέργεια, αιτία, υπόθεση ή οτιδήποτε πράγμα, μέχρι και συμπεριλαμβανομένης της ημερομηνίας του παρόντος».
(Βλ. επίσης Ηalsbury’s Laws of England 3rd ed., vol.15, 337 και Rudd v. Bowles (1912)2 Ch. 60).
Η ίδια σαφής απαλλαγή ως προς τις μεταξύ των διαδίκων διαφορές συναντάται στην επίδικη συμφωνία (τεκμ.11) σε δύο μάλιστα σημεία της τόσο στο προοίμιο όσο και στην παράγραφο 5, τα οποία και παραθέτουμε:
Προοίμιο: ΕΠΕΙΔΗ (τα μέρη) έχουν αποφασίσει στην πλήρη διευθέτηση απασών των εκατέρωθεν υποχρεώσεων και/ή οφειλών που προέρχονται από την εργοδότηση του Δευτέρου Μέρους στο Πρώτο Μέρος και/ή άλλων παρεμφερών σχέσεων μεταξύ των.
Παράγραφος 5: Τα μέρη περαιτέρω δηλούν ότι με την παρούσα συμφωνία ουδεμία άλλη απαίτηση, διαφορά, οφειλή και/ή αξίωση υφίσταται εκατέρωθεν οι οποίες και θεωρούνται διευθετηθείσες.»
Οι πιο πάνω αναφορές είναι σαφείς και δεν αφήνουν οποιαδήποτε περιθώρια συζήτησης. Εν αντιθέσει δε της προηγηθείσας επιστολής ημερ. 2.8.2004, στην εν λόγω συμφωνία δεν σημειώνεται καμία επιφύλαξη. Ως εκ τούτου, ο εφεσείων κωλυόταν να προωθήσει τη διαδικασία αφού είχε απεμπολήσει ή παραιτηθεί του δικαιώματος αυτού. (Βλ. επίσης Διόνα ν. Κυπριακές Αερογραμμές, πολ.εφ.182/11, 24.5.2016), ECLI:CY:AD:2016:A250.
Δεν συμφωνούμε δε με τον ευπαίδευτο συνήγορο των εφεσειόντων ότι υπήρξε κακή αντίληψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς το περιεχόμενο και τη σημασία αναφερομένων αυθεντιών ειδικά την Οικονομίδη ν. Αlliance International Reinsurance Co.Ltd κ.ά. (2010)1(Γ) ΑΑΔ 2053. Είναι σαφές ότι η αναφορά γίνεται για να τεθεί η εμβέλεια των αρχών που διέπουν το θέμα του estoppel. Δεν έχουμε εντοπίσει οποιοδήποτε λάθος στην πρωτόδικη προσέγγιση.
Περαιτέρω ως προς το σημείο που αφορά το λόγο έφεσης 4 δεν εντοπίζεται καμία πλημμέλεια στον τρόπο και χρόνο χειρισμού του θέματος του κωλύματος από το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού το θέμα είχε τεθεί δικογραφικά και καθηκόντως το Δικαστήριο θα έπρεπε να το αποφασίσει.
Ως εκ τούτου το εύρημα του Δικαστηρίου ήταν ορθό και οι σχετικοί λόγοι έφεσης κρίνονται αβάσιμοι και απορρίπτονται.
Με βάση την ως άνω κατάληξη μας δεν υπάρχει αντικείμενο εξέτασης ως προς τους υπόλοιπους λόγους έφεσης. Οποιοδήποτε τέτοιο εγχείρημα θα αποτελούσε ακαδημαϊκή μόνο άσκηση. Σίγουρα δεν είναι αυτό το καθήκον του Δικαστηρίου.
Η έφεση απορρίπτεται με €2,500 έξοδα, πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει, υπέρ της εφεσίβλητης.
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο