ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΡΕΟΥΛΛΑ v. ΙΩΑΝΝΟΥ, Πολιτική Έφεση Αρ. 358/2013, 17/2/2021

ECLI:CY:AD:2021:A45

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 358/2013)

 

 

 17 Φεβρουαρίου 2021

 

 

[ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ,

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ/στές]

 

 

 

     xxx ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΡΕΟΥΛΛΑ,

 

Εφεσείων/Εναγόμενος,

 

ν.

 

xxx ΙΩΑΝΝΟΥ,

 

Εφεσίβλητου/Ενάγοντα.

 

 

 

Ν. Χατζηϊωάννου, για τον Εφεσείοντα.

 

   Κ. Κνώφος, για τον Εφεσίβλητο.

 

 

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.:  Η απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Στις 19/11/2006 επεσυνέβη τροχαίο δυστύχημα στον κύριο δρόμο Μαρκί προς Κοτσιάτη με ενεχόμενα τα αυτοκίνητα υπ’ αρ. εγγραφής xxx xxx, που οδηγούσε ο Ενάγων/Εφεσίβλητος και το υπ’ αρ. εγγραφής xx xxx που οδηγούσε ο Εναγόμενος/Εφεσείων. Αυτό έγινε όταν ο Εφεσείων εισήλθε στο αντίθετο ρεύμα στη λωρίδα κυκλοφορίας του Ενάγοντα/Εφεσίβλητου, με αποτέλεσμα τα δύο αυτοκίνητα να συγκρουστούν μετωπικά. Συνεπεία της σύγκρουσης ο Εφεσίβλητος υπέστη θλάση αυχένος και οσφύος, ενώ το αυτοκίνητο του υπέστη ζημιές.

 

Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της Απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ημερ. 7/11/2013, στην Αγωγή υπ’ αρ. 3387/2007, σύμφωνα με την οποία κρίθηκε ότι αποκλειστική ευθύνη για το δυστύχημα είχε ο Εναγόμενος/Εφεσείων.

 

Η πρωτόδικη Απόφαση προσβάλλεται με τρεις Λόγους Έφεσης. Με τον Πρώτο Λόγο Έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα του τελικού συμπεράσματος του Δικαστηρίου, με το οποίο απέδωσε πλήρη ευθύνη σε βάρος του Εναγόμενου/Εφεσείοντα, αντί να προβεί σε καταμερισμό της μεταξύ των οδηγών των εμπλεκόμενων στο δυστύχημα οχημάτων. Ειδικότερα είναι η θέση του Εφεσείοντα ότι η ευθύνη για το επίδικο δυστύχημα έπρεπε να είχε καταμεριστεί μεταξύ των διαδίκων, γιατί οι περιστάσεις και τα γεγονότα της υπόθεσης ήταν τέτοια που η επελθούσα σύγκρουση δεν μπορούσε να συμβεί δίχως τη συμβολή και των δύο εμπλεκόμενων οδηγών.

 

Με το Δεύτερο Λόγο Έφεσης αμφισβητείται η κατάληξη του Δικαστηρίου αναφορικά με το ύψος της ζημιάς του αυτοκινήτου του Εφεσιβλήτου και την κρίση του Δικαστηρίου ότι το εν λόγω αυτοκίνητο είχε υποστεί ζημιά που το κατέστησε ασύμφορο να αποζημιωθεί.

 

Με τον Τρίτο Λόγο Έφεσης ο Εφεσείων παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβη σε ορθή αξιολόγηση και εκτίμηση της μαρτυρίας των ειδικών μαρτύρων, ήτοι εμπειρογνωμόνων της κάθε πλευράς, στοιχείο καθοριστικό για την κατάληξη του αναφορικά με το μέγεθος και την αξία αποκατάστασης της ζημιάς στο αυτοκίνητο του Εφεσιβλήτου.

 

Θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε κατά πρώτο το θέμα της ευθύνης και ειδικά τον καταμερισμό της. Επισημαίνεται, εν προκειμένω, ότι τα ευρήματα του Δικαστηρίου ως προς τα γεγονότα που προηγήθηκαν και συνέβησαν κατά τη σύγκρουση δεν αμφισβητούνται. Τα εν λόγω ευρήματα καταγράφονται στις σελίδες 29-30 της Απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου και μπορούν να συνοψισθούν ως ακολούθως:

 

·        Οι διάδικοι οδηγούσαν στο δρόμο Κοτσιάτη – Μαρκί ακολουθώντας αντίθετες πορείες.

·        Ο Εφεσίβλητος οδηγούσε το αυτοκίνητο xxx xxx και ο Εφεσείων το αυτοκίνητο xx xxx.

·        Σε κάποιο σημείο του δρόμου ο Εφεσείων οδήγησε το αυτοκίνητο του στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας, δηλαδή αυτή του Εφεσιβλήτου.

·        Τα δύο αυτοκίνητα συγκρούστηκαν μετωπικά στο σημείο Χ επί του σχεδιαγραφήματος που κατέθεσε ο Μ.Ε.1, Αστυνομικός Εξεταστής, το οποίο είναι 1.20 μέτρα εντός της λωρίδας κυκλοφορίας του Εφεσιβλήτου. Η λωρίδα του Εφεσιβλήτου είχε πλάτος 3.50 μέτρα, ολόκληρος ο δρόμος 7 μέτρα και διαχωρίζετο από συνεχή άσπρη γραμμή.

·        Πριν τη σύγκρουση το αυτοκίνητο του Εφεσιβλήτου άφησε ίχνη τροχοπέδησης επί της ασφάλτου μήκους 15.70 μέτρα ο δεξιός τροχός και 16 μέτρα ο αριστερός. Το αυτοκίνητο του Εφεσείοντα δεν άφησε ίχνη τροχοπέδησης.

·        Κατά τον ουσιώδη χρόνο μέρος της λωρίδας του δρόμου, ως η κατεύθυνση του Εφεσείοντα, κατείχετο από ουρά αυτοκινήτων η οποία εκινείτο πολύ σιγά, αφού είχαν πρόθεση να στρίψουν αριστερά.

·        Ο συγκεκριμένος δρόμος από το σημείο που ερχόταν ο Εφεσίβλητος έχει μία ελαφριά στροφή προς τα αριστερά, συμφώνως της πορείας του.

·        Η σύγκρουση των αυτοκινήτων ήταν μετωπική και τα δύο οχήματα μετά τη σύγκρουση κινήθηκαν προς τα πίσω, σε σχέση με το σημείο σύγκρουσης.

 

Με δεδομένη λοιπόν τη μη αμφισβήτηση των πιο πάνω ευρημάτων, ο Εφεσείων προσβάλλει τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου.

 

Σύμφωνα με τη νομολογία «το Εφετείο βρίσκεται στην ίδια καλή θέση όπως και το πρωτόδικο και έχει την ίδια ευχέρεια να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα, με αποτέλεσμα την επέμβαση στην κατάληξη του Δικαστηρίου εκεί όπου διαπιστώνεται ότι αυτή η κατάληξη είτε δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από τη μαρτυρία και τα γεγονότα, είτε η κρίση επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων παρουσιάζεται προβληματική ενόψει λογικής ανακολουθίας ή πλημμελούς αξιολόγησης των δεδομένων που παρουσιάστηκαν κατά τη δίκη». (Δέστε Baloise Insurance Co. Ltd. ν. Κατωμονιάτη κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 1275 και Κωνσταντάς ν. Διέτης κ.ά., Πολ. Έφ. αρ. 289/2013, ημερ. 6/11/2020, ECLI:CY:AD:2020:A380).

 

Στη βάση των πιο πάνω ευρημάτων το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι ο Εφεσείων οδηγούσε χωρίς τη δέουσα προσοχή και φροντίδα, αφού οδηγούσε στη λωρίδα κυκλοφορίας του Εφεσιβλήτου χωρίς να έχει πλήρη και σωστό έλεγχο του δρόμου. Λαμβάνοντας δε υπόψη το ότι στην πλευρά του Εφεσείοντα υπήρχε ουρά από αυτοκίνητα που κινείτο σιγά σιγά, χωρίς να μπορεί να καταλήξει σε εύρημα αν η λωρίδα του Εφεσείοντα ήταν πλήρως κατειλημμένη από αυτά και/ή αν υπήρχε χώρος στη λωρίδα του να κινηθεί, το πρωτόδικο Δικαστήριο τόνισε ότι ο Εφεσείων όφειλε να αναμένει πίσω από αυτή και όχι να εισέλθει στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας, ειδικότερα εφόσον ακολουθούσε δεξιόστροφη στροφή. Πρόσθεσε δε ότι ακόμη και να αποφάσιζε ο Εφεσείων να προσπεράσει, όπως και έπραξε, ανεξαρτήτως του ότι στο συγκεκριμένο σημείο δεν επιτρέπετο λόγω της ύπαρξης συνεχόμενης άσπρης γραμμής, όφειλε προτού το πράξει να σιγουρευτεί ότι ήταν ασφαλής κίνηση, κάτι το οποίο, όπως το Δικαστήριο σημείωσε, προφανώς δεν έκανε.

 

Σε σχέση με το θέμα του καταμερισμού ευθύνης ο Εφεσείων προβάλλει διάφορες αιτιάσεις που, κατά τη θέση του, καθιστούν τρωτή την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αποδώσει στον Εφεσείοντα πλήρη ευθύνη για την πρόκληση του επίδικου δυστυχήματος.

 

Προτού αναφερθούμε στις εν λόγω αιτιάσεις, κρίνουμε σκόπιμο να υπομνήσουμε ότι, όπως είναι πάγια νομολογημένο, ο καταμερισμός της ευθύνης έχει βάση την εκτίμηση της αντίστοιχης υπαιτιότητας (blameworthiness) των διαδίκων και την αιτιώδη συνάφεια των πράξεων τους με το αποτέλεσμα τους (causative potency). Το θέμα εξετάζεται με μια ευρεία προοπτική που βρίσκεται στη λογική και τον κοινό νου (δέστε Charalambous a.o. v. Kassapis a.o. (1988) 1 C.L.R. 25). Η εκτίμηση υπαιτιότητας δεν επιδέχεται ακριβή υπολογισμό. Τα απαιτούμενα επίπεδα είναι εκείνα του λογικού, συνετού ανθρώπου, πιστωμένου με τη γνώση που αποκτάται από εμπειρίες και τη λογική. Η εκτίμηση της αιτιώδους συνάφειας επιδέχεται όμως πιο ακριβή υπολογισμό (δέστε Polycarpou a.o. v. Adamou (1988) 1 C.L.R. 727). Σε κάθε περίπτωση πρέπει να εξετάζονται οι συνθήκες και τα γεγονότα που περιβάλλουν το ατύχημα και ο καταμερισμός να γίνεται με βάση την κοινή λογική (δέστε Ioannou v. Mavridou (1972) 1 C.L.R. 107). Τονίζεται, επίσης, ότι ο καταμερισμός ευθύνης είναι κατ’ εξοχή έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου, νοουμένου ότι λειτουργεί κάτω από σωστή νομική καθοδήγηση (δέστε Metalco (Heaters) v. Νεοφύτου κ.ά. (1997) 1 Α.Α.Δ. 211). Το Εφετείο μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις επεμβαίνει στον καταμερισμό ευθύνης και τούτο όπου υπάρχει κάποιο λάθος αρχής ή όπου ο καταμερισμός είναι καταφανώς εσφαλμένος.

 

Ο Εφεσείων προβάλλει ότι ο Εφεσίβλητος απέτυχε να αποφύγει το δυστύχημα γιατί, από τη στιγμή που εξερχόμενος από τη στροφή απέκτησε ορατότητα έναντι του Εφεσείοντα, η απόσταση μεταξύ των δύο αυτοκινήτων ήταν αρκετά μεγάλη εφόσον απείχαν τουλάχιστον 50 μέτρα και λόγω της μεγάλης, υπό τις περιστάσεις, ταχύτητας του δεν μπόρεσε να λάβει αποτελεσματικά μέτρα προς αποφυγή της σύγκρουσης.

 

Η θέση του Εφεσείοντα ότι η απόσταση που υπήρχε μεταξύ των δύο αυτοκινήτων, όταν ο Εφεσίβλητος εντόπισε το αυτοκίνητο του Εφεσείοντα, ήταν αρκετά μεγάλη, δεν υποστηρίζεται από την ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία, καθώς και τα ευρήματά του. Επισημαίνεται εν προκειμένω ότι, σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου τα οποία δεν αμφισβητούνται, ο Εφεσίβλητος εντόπισε το αυτοκίνητο του Εφεσείοντα στη δική του λωρίδα στην απόσταση των 40 μ.

 

Κατά παρόμοιο τρόπο αυθαίρετη και ατεκμηρίωτη είναι και η θέση του Εφεσείοντα ότι ο Εφεσίβλητος οδηγούσε με μεγάλη ταχύτητα.

 

Σε σχέση με το τελευταίο, όπως πολύ ορθά επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του, ελλείψει σχετικής μαρτυρίας από εμπειρογνώμονα το Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να καταλήξει σε οποιοδήποτε συμπέρασμα σε σχέση με την ταχύτητα του Εφεσιβλήτου και τούτο παρά την ύπαρξη των ιχνών τροχοπέδησης.

 

Σύμφωνα με τη νομολογία μας, οποτεδήποτε τίθεται θέμα υπολογισμού της ταχύτητας, με βάση τα ίχνη τροχοπέδησης, χρειάζεται μαρτυρία ειδικού εμπειρογνώμονα και δεν είναι επιτρεπτό για το Δικαστήριο να καταλήγει σε συμπεράσματα για την ταχύτητα του οχήματος, με βάση τα πιο πάνω, στην απουσία δηλαδή μαρτυρίας ειδικού (δέστε Σπύρου ν. Χριστοδούλου (1996) 1 Α.Α.Δ. 1193).

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, υπό το φως των προαναφερθέντων αδιαμφισβήτητων ευρημάτων του και καθοδηγούμενο από τη νομολογιακή αρχή ότι ένας οδηγός οφείλει να λάβει εξαιρετικές προφυλάξεις όταν η πιθανότητα κινδύνου είναι λογικά φανερή και όχι όταν είναι μια απλή δυνατότητα, η οποία δεν θα μπορούσε να περάσει από το μυαλό ενός λογικού ανθρώπου, κατέληξε ότι ο Εφεσίβλητος δεν μπορούσε να υπέχει οποιασδήποτε συντρέχουσας αμέλειας.

 

Προς το σκοπό αυτό έλαβε υπόψη του αφενός ότι η κίνηση του Εφεσείοντα στη λωρίδα του Εφεσιβλήτου δεν ήταν εύλογα προβλεπτός κίνδυνος, ανεξαρτήτως του ότι ο Εφεσίβλητος είχε εντοπίσει την ουρά των αυτοκινήτων που κινείτο αργά στην αντίθετη από αυτόν λωρίδα κυκλοφορίας και αφετέρου το ότι μόλις ο Εφεσίβλητος είδε τον Εφεσείοντα να κινείται στη δική του λωρίδα κυκλοφορίας έλαβε αμέσως μέτρα προς αποφυγή της σύγκρουσης, χρησιμοποιώντας τα φρένα του.

 

Όπως έχει λεχθεί στην απόφαση Νικολαΐδης κ.ά. ν. Κλεοβούλου (1992) 1 Α.Α.Δ. 422, «το καθήκο για επιμελή οδήγηση δεν επεκτείνεται στη λήψη προληπτικών μέτρων έναντι της πιθανότητας εκδήλωσης αμέλειας εκ μέρους άλλων οδηγών. Ο νουνεχής οδηγός μπορεί εύλογα να υποθέσει ότι όπως ο ίδιος έτσι και άλλοι οδηγοί θα εκπληρώσουν το καθήκον επιμέλειας έναντι του ιδίου και των άλλων οδηγών. Οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση θα έθετε ανυπόφορο βάρος στο νομιμόφρονα οδηγό και θα παρείχε αδικαιολόγητη συγχώρεση σε εκείνον ο οποίος παραβαίνει το καθήκον του και το νόμο». Στην Ξυπτερά ν. Κυπριανού (1997) 1 Α.Α.Δ. 1696 λέχθηκαν, μεταξύ άλλων, «πως δεν είναι εύλογα προβλεπτό ότι ένας οδηγός θα βρεθεί αντιμέτωπος με την απόφραξη του δρόμου μετά από μια στροφή». (Δέστε επίσης, Χ¨ Παύλου xxx ν. xxx Κυριάκου κ.ά. (2006) 1 Α.Α.Δ. 236).

 

Στρεφόμενοι στη συνέχεια στον Δεύτερο και Τρίτο Λόγο Έφεσης επισημαίνεται ότι αμφότεροι έχουν αναπτυχθεί μαζί στο Περίγραμμα Αγόρευσης του Εφεσείοντα γιατί αφορούν τη ζημιά του αυτοκινήτου (και κατά πόσο αυτή το κατέστησε ή όχι ασύμφορο να αποζημιωθεί) και τη μαρτυρία των εμπειρογνωμόνων εκάστης πλευράς.

 

Όπως προκύπτει, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία του Εφεσίβλητου και των μαρτύρων που κάλεσε και ως αναξιόπιστη τη μαρτυρία του Μ.Υ.1, ενώ καθόσον αφορά τη μαρτυρία του Μ.Υ.2. έκρινε ότι δεν βοήθησε επί της ουσίας την υπόθεση του Εφεσείοντα.

 

Αποτελεί πάγια θέση της νομολογίας ότι ο τρόπος που αξιολογούνται οι μάρτυρες, αποτελεί ένα από τα πρωταρχικά καθήκοντα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο είναι σε πλεονεκτική θέση να παρακολουθεί τους μάρτυρες στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δικαστικής αίθουσας, προτού τους αξιολογήσει (δέστε Χ¨ Παύλου ν. Κυριάκου κ.ά. (2006) 1 Α.Α.Δ. 236 και Τσιαττές Κ. Solomonides (Cartridges Industries) Ltd (2009) 1(B) Α.Α.Δ. 974). Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις στον τρόπο που το Δικαστήριο αξιολογεί την αξιοπιστία των μαρτύρων στην εκτίμηση του (δέστε Πίτσιλλος ν. Ευγενίου (1989) 1(E) Α.Α.Δ. 691 και Γεώργιος & Σπύρος Τσαππή Λτδ ν. Πολυβίου (2009) 1(A) Α.Α.Δ. 339)

 

Στην προκείμενη περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο ενδελεχώς ανέλυσε τη μαρτυρία όλων των μαρτύρων και καθοδηγήθηκε από ορθές νομικές αρχές αναφορικά με την αξιολόγηση της μαρτυρίας εμπειρογνωμόνων μαρτύρων. Οι εμπειρογνώμονες μάρτυρες οφείλουν να τεκμηριώσουν επιστημονικά τη γνώμη και τα συμπεράσματά τους και να δώσουν στο Δικαστήριο όλα τα απαραίτητα στοιχεία με βάση τα οποία το ίδιο το Δικαστήριο να μπορέσει να ελέγξει την ορθότητα και τη βαρύτητα των συμπερασμάτων τους (δέστε Teklima LTD ν. A.P. Lanitis Co Ltd and others (1987) 1 C.L.R 614 και Kayat Trading Limited v. Genzyme Corporation (2013) 1 Α.Α.Δ. 438).

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στις σελ. 22-29, αφού ανέλυσε και αξιολόγησε σε έκταση την ενώπιον του προσαχθείσα μαρτυρία, κατέληξε στο να απορρίψει τη μαρτυρία του Μ.Υ.1 αναφέροντας τα εξής:

 

«Κατά την κρίση μου από όλα τα πιο πάνω προκύπτει ότι η μαρτυρία του Μ.Υ.1 δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μαρτυρία ενός ανεξάρτητου εμπειρογνώμονα αλλά ως εμπειρογνώμονα ο οποίος προσπάθησε να βοηθήσει την υπόθεση του Εναγομένου και να περιορίσει τις ζημιές που υπέστηκε το αυτοκίνητο του Ενάγοντα

 

Ειδικότερα, στις σελίδες  24-28 το πρωτόδικο Δικαστήριο δίδει αναλυτικά τους λόγους για τους οποίους δεν αποδέχθηκε τη μαρτυρία του Μ.Υ.1.

 

Μεταξύ άλλων, αναφέρθηκε στη θέση του Μ.Υ.1 αναφορικά με το λόγο που δεν είχε αυτός συμπεριλάβει στην εκτίμηση του τη ζημιά που υπήρχε στον ανεμοθώρακα του αυτοκινήτου του Εφεσίβλητου, ήτοι ότι δεν είχε προκληθεί από το δυστύχημα, κάνοντας παραπομπή στις διάφορες εικασίες που ο Μ.Υ.1 προέβαλε αναφορικά με το πότε είχε προκληθεί η ζημιά στον ανεμοθώρακα, ως ακολούθως:

 

«… Τον ανεμοθώρακα τον οποίο το θεωρεί εξωτερική ζημιά δεν τον ανέφερε γιατί είπε «προφανώς έγινε αμέσως μετά το δυστύχημα». Αυτός ήταν και ο λόγος που δεν τον συμπεριέλαβε στην εκτίμηση του. Φυσικά σε κατοπινό στάδιο της αντεξέτασης του είπε ότι ο ανεμοθώρακας μπορεί και να είχε σπάσει και την προηγούμενη.    …. Πιθανότατα είπε σε κάποιο στάδιο ότι μπορεί να έσπασε και από πέτρα. Τώρα, γιατί βέβαια και το σπάσιμο από πέτρα το αποκλείει να έγινε κατά τη διάρκεια του δυστυχήματος, παραμένει άγνωστο.

 

…………………..

 

Από τα πιο πάνω κατά την κρίση μου, πέραν του ότι το θέμα του σπασίματος του ανεμοθώρακα αποτελεί εικασία του ΜΥ1 ατεκμηρίωτη, είναι ξεκάθαρο ότι ο ΜΥ1 προσπαθεί να μειώσει το κόστος της ζημιάς του αυτοκινήτου του ενάγοντα. Προσθέτω δε εδώ για χάριν συζήτησης ότι ακόμη και από πέτρα να έσπαζε ο ανεμοθώρακας κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης πως δεν μπορεί να θεωρείται πάλιν ζημιά συνεπεία της σύγκρουσης; Από μια απλή έρευνα και του σχεδιαγράμματος της αστυνομίας ο ΜΥ1 μπορούσε να εντοπίσει ότι ο ανεμοθώρακας είχε υποστεί ζημιά. Τώρα βέβαια εάν η θέση του ήταν θετική ότι η ζημιά αυτή είχε προκληθεί από προηγούμενο δυστύχημα ή προϋπήρχε πολύ απλά όφειλε να την συμπεριλάβει στη θέση «ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΖΗΜΙΑ» όπου όπως ανέφερε καταγράφονται μόνο εξωτερικές ζημιές, θέση φυσικά που όπως ανέφερα πιο πάνω στη βάση και των όσων ανέφερε ο ΜΕ2 δεν μπορεί να γίνει πιστευτή και δεν βρίσκει έρεισμα στη λογική. Η θέση του για σπάσιμο του σε μεταγενέστερο του δυστυχήματος χρόνο ενόψει και των πιο πάνω σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.»

 

 

Το Δικαστήριο επεσήμανε επίσης και άλλες αδυναμίες στη μαρτυρία του Μ.Υ.1 που έλαβε υπόψη του για να καταλήξει ότι η μαρτυρία του δεν ήταν μαρτυρία ενός ανεξάρτητου εμπειρογνώμονα. Τέτοια ήταν και η αναφορά του Μ.Υ.1 ότι το αυτοκίνητο του Ενάγοντα είχε υποστεί ζημιά από προηγούμενο δυστύχημα, θέση την οποία στήριξε στο ότι το μπροστινό καπό ήταν αλλαγμένο, χωρίς, ωστόσο, να έχει συμπεριλάβει στην εκτίμηση του αυτή τη ζημιά κάτω από τον τίτλο «Προηγούμενη ζημιά» (Previous Damage) που, όπως είχε επεξηγήσει, αφορούσε σε εξωτερική ζημιά.

 

Σχετική είναι η ακόλουθη αναφορά από την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου:

 

«Το καπό είπε ότι είχε προηγούμενη ζημιά και την έδειξε στη φωτογραφία. Ο ΜΥ1 κατέθεσε με βεβαιότητα ότι το αυτοκίνητο του ενάγοντα είχε υποστεί ζημιά από προηγούμενο δυστύχημα και φαίνεται και από το αλλαγμένο καπό. Όπως ανέφερα και πιο πάνω ο ΜΥ1 επεξήγησε την εξωτερική ζημιά ως να περιλαμβάνει πόρτες, προφυλακτήρα, φτερά, πόρτες αποσκευών. Το καπό όμως δεν θεωρείται εξωτερική ζημιά; Γιατί αυτό δεν περιλήφθηκε;»

 

 

Όσον δε αφορά τη θέση του Μ.Υ.1 για τον αερόσακο του συνοδηγού και το ότι αυτός είχε, κατά την εκδοχή του Μ.Υ.1, ανοίξει με κάποιο τρόπο μετά το δυστύχημα και όχι συνεπεία του δυστυχήματος, το Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε τη θέση αυτή παραπέμποντας, μεταξύ άλλων, και στη μαρτυρία του Μ.Ε.4, ο οποίος έτυχε να είναι παρών στη σκηνή του δυστυχήματος, ήταν μηχανικός και είχε δει τον καπνό ή τη σκόνη που έβγαινε με την ενεργοποίηση του αερόσακου, επισημαίνοντας, παράλληλα, ότι τα όσα σχετικά ο Μ.Ε.4 είδε και ανέφερε δεν είχαν αμφισβητηθεί κατά την αντεξέταση.

 

«Όσον αφορά τα όσα ανέφερε για τον αερόσακο και το σύστημα λειτουργίας του τα οποία επιβεβαιώνονται και από τον ΜΕ2 σίγουρα δεν μπορώ να τα αμφισβητήσω όμως με την ενώπιον μου μαρτυρία εκείνο το οποίο δεν μπορώ να αποδεχθώ είναι ότι ο αερόσακος άνοιξε με κάποιο τρόπο μετά το δυστύχημα ή ήταν ανοιχτός από προηγουμένως. Την κρίση μου αυτή την στηρίζω και στα όσα ανέφερε ο ΜΕ4 ο οποίος τυγχάνει επίσης μηχανικός, ήταν στην σκηνή του δυστυχήματος και είδε τον καπνό ή τη σκόνη που έβγαινε με την ενεργοποίηση του αερόσακου. Σημειώνω δε ότι κατά την αντεξέταση του δεν αμφισβητήθηκαν τα όσα σχετικά είδε και ανέφερε».

 

Όσον δε αφορά τα όσα ο Μ.Υ.1 είχε καταθέσει σε σχέση με την εξέταση που, όπως ισχυρίστηκε, διενήργησε στο γκαράζ του Μ.Ε.5 με την αφαίρεση του πίνακα των οργάνων στο αυτοκίνητο του Ενάγοντα στην παρουσία, αλλά και με την άμεση εμπλοκή του Μ.Ε.5, για σκοπούς διαπίστωσης αν υπήρχε η ενδεικτική λυχνία του αερόσακου, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά επεσήμανε στο πλαίσιο αξιολόγησης της μαρτυρίας του Μ.Υ.1 την απουσία αντεξέτασης του Μ.Ε.5 επί αυτών των πολύ ουσιαστικών ζητημάτων και την συνέπεια που μια τέτοια παράλειψη ενείχε, ήτοι να παραμείνει η εκδοχή του Μ.Υ.1 μονόπλευρη και μετέωρη. Όπως δε ορθά υπέδειξε, η παράλειψη να τεθούν κρίσιμες πτυχές της εκδοχής της μιας πλευράς προς την άλλη, ενώ δεν είναι κατ’ ανάγκη μοιραία για την αλήθεια της εκδοχής εκείνης, στην απουσία μιας καλής δικαιολογίας για την παράλειψη αυτή, το Δικαστήριο δύναται να αντλήσει τα ανάλογα συμπεράσματα και ακόμη να αγνοήσει ως μονόπλευρη την εκδοχή εκείνη (βλ. Adidas v. Jonitexo Ltd. (1987) 1 C.L.R. 383, 384 και Μοσχάτου v. Μοσχάτου (1999) 1 Α.Α.Δ. 785).

 

Σχετική είναι η ακόλουθη περικοπή από την Απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου:

 

«Ο ΜΥ1 με αναφορά στη ενδεικτική λυχνία του αερόσακου, ένα από τα αμφισβητούμενα θέματα, είπε ότι μετά που άναψε το switch και δεν άναβε η συγκεκριμένη λυχνία ζήτησε από το Δανιήλ (ΜΕ5) στο γκαράζ του οποίου επισκέφθηκε το αυτοκίνητο του ενάγοντα να του ανοίξει το ταμπλό όπου και ως η θέση του και οι φωτογραφίες που παρουσίασε στο Δικαστήριο απουσίαζε η ενδεικτική λυχνία. Πέραν τούτου ο ΜΥ1 στην έκθεση εκτίμησης του κάνει αναφορά και για αφαίρεση της ενδεικτικής λυχνίας μετά την αφαίρεση του αερόσακου του τιμονιού ώστε να μην ενοχλείται ο οδηγός. Ο ΜΕ5 επί αυτών των πολύ ουσιαστικών ζητημάτων τίποτε σχετικό ρωτήθηκε».

 

Ο Εφεσείοντας προβάλλει ότι τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με την έκταση των ζημιών του αυτοκινήτου του Εφεσίβλητου και η κατάληξη του ότι αυτό ήταν ασύμφορο να επιδιορθωθεί, είναι λανθασμένα. Και τούτο γιατί, όπως υποστηρίχθηκε, αφενός αγνόησε τη μη αμφισβητηθείσα μαρτυρία για την ύπαρξη στην αγορά εξαρτημάτων για την επιδιόρθωση του αυτοκινήτου και αφετέρου αποδέχτηκε μαρτυρία μαρτύρων που, κατά την έρευνα τους για εξασφάλιση εξαρτημάτων, δεν επικοινώνησαν με το Μ.Υ.2 ο οποίος ήταν εισαγωγέας μεταχειρισμένων εξαρτημάτων αυτοκινήτων.

 

Επισημαίνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε με σαφήνεια τους λόγους που κατέληξε ότι το αυτοκίνητο του Ενάγοντα ήταν ασύμφορο να επιδιορθωθεί. Κατά πρώτο αποδεχόμενο τη μαρτυρία του Μ.Ε.2 όσον αφορά την αξία του αυτοκινήτου πριν το ατύχημα, που την καθόρισε στο ποσό των Λ.Κ.8000 και επισημαίνοντας, παράλληλα, ότι και ο εκτιμητής του Εναγόμενου, Μ.Υ.1 είχε καθορίσει την αξία του αυτοκινήτου στο ποσό των Λ.Κ.7000 χωρίς αερόσακους και Λ.Κ.8000 με αερόσακους. Όσον δε αφορά το ποσό της εναπομείνασας αξίας του αυτοκινήτου, το Δικαστήριο στηρίχθηκε στην εκτίμηση του Μ.Ε.2 με την οποία αυτή καθορίστηκε στο ποσό των Λ.Κ.1000 περίπου επισημαίνοντας, ταυτόχρονα, ότι το εν λόγω ποσό συνήδε απόλυτα και με το ποσό που το αυτοκίνητο είχε πωληθεί τέσσερις μήνες μετά την ετοιμασία της πιο πάνω εκτίμησης. Το ότι αυτή ήταν η τιμή πώλησης του αποτέλεσε παραδεκτό γεγονός με βάση το Τεκμήριο 9.

 

Όσον αφορά τον καθορισμό του κόστους επιδιόρθωσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε τη μαρτυρία που προσέφεραν ο Μ.Ε.2 και ο Μ.Ε.6 δίδοντας προς τούτο σαφείς και ικανοποιητικούς λόγους. Επεσήμανε, συναφώς, ότι ενώ οι Μ.Ε.2 και Μ.Ε.6 δεν αντεξετάστηκαν για την αξία των εξαρτημάτων, το σύνολο της οποίας καθόρισαν στο ποσό των Λ.Κ.6000, ο Μ.Υ.2, ο οποίος ήταν ο εισαγωγέας μεταχειρισμένων εξαρτημάτων, αδυνατούσε, όταν ρωτήθηκε στην αντεξέταση, να καθορίσει επακριβώς την αξία τους και ότι η μαρτυρία του συνίστατο βασικά στο να αναφέρει το συνολικό ποσό που θα χρέωνε το Μ.Υ.1 για τα εξαρτήματα που του είχε ζητήσει. Όσον δε αφορά το Μ.Υ.1, το Δικαστήριο αξιολογώντας τη μαρτυρία του, επεσήμανε ότι, πέραν της αναφοράς του ότι τα εν λόγω εξαρτήματα ήταν φθηνότερα από όσα είχε ισχυριστεί ο Μ.Ε.2, όταν του ζητήθηκε να καθορίσει ξεχωριστά τις τιμές των εξαρτημάτων, δεν ήταν σε θέση να το πράξει. Σημαντική ήταν επί τούτου και η επισήμανση του Δικαστηρίου, όπως εξάλλου προκύπτει με βάση τη μαρτυρία ως αυτή έχει αποτυπωθεί στα πρακτικά, ότι ο Μ.Ε.2 δεν είχε αντεξεταστεί συγκεκριμένα για τα όσα είχε καταθέσει αναφορικά με τις τιμές των εξαρτημάτων ξεχωριστά ή για το ότι αυτές δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα, ούτε και για το ότι δεν εξέτασε αν τα εν λόγω εξαρτήματα υπήρχαν.

 

Έχοντας εξετάσει με προσοχή την αξιολόγηση της μαρτυρίας του Εφεσίβλητου και των μαρτύρων που κάλεσε, καθώς και εκείνη των Μ.Υ.1 και Μ.Υ.2, θεωρούμε ότι έγινε μέσα στο πλαίσιο που η νομολογία καθορίζει. Δεν παρουσιάζει παράλογα και αυθαίρετα συμπεράσματα και τα ευρήματα υποστηρίζονται από τη δοθείσα μαρτυρία. Η αιτιολογία είναι επίσης επαρκής και, συνεπώς, δεν δικαιολογείται η επέμβαση μας.

 

Για τους προαναφερόμενους λόγους όλοι οι Λόγοι Έφεσης αποτυγχάνουν και η Έφεση απορρίπτεται με €2500 έξοδα υπέρ του Εφεσιβλήτου.

 

 

                                      Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.

 

                                      Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.

 

                                      Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ - ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο