ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ OSTIA DEVELOPERS LTD, xxx SHAAL ΚΑΙ xxx ΒΟΝΤΖΟΥ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI KAI/H PROHIBITION KAI/H MANDAMUS, Πολιτική Έφεση Αρ. 373/2019, 17/2/2021

ECLI:CY:AD:2021:A46

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 373/2019)

 

 

17 Φεβρουαρίου 2021

 

 

[Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ,

Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΔ.]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ1964

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ OSTIA DEVELOPERS LTD, xxx SHAAL ΚΑΙ xxx ΒΟΝΤΖΟΥ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI KAI/H PROHIBITION KAI/H MANDAMUS

 

KAI

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 11.9.2019 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Η. Στεφάνου με Γ. Νεάρχου και Λ. Φιλοθέου για Ηλίας Α. Στεφάνου Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες.

 

--------------

 

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Χ. Μαλαχτό, Δ.

 

--------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται η πρωτόδικη απόφαση Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου με την οποία απέρριψε αίτηση των Εφεσειόντων για άδεια για την καταχώρηση αίτησης με κλήση για την έκδοση προνομιακών ενταλμάτων.

 

Οι τρείς Εφεσείοντες αντιμετωπίζουν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας την Ποινική Υπόθεση Αρ. 4263/2019.  Πρόκειται για ιδιωτική ποινική υπόθεση που καταχωρίστηκε εναντίον τους από την παραπονούμενη που εκπροσωπείται από δικηγόρους.  Στο Κατηγορητήριο περιλαμβάνονται 14 κατηγορίες, με τις οποίες τους καταλογίζονται αδικήματα παράνομης κατοχής, νομής και χρήσης γης, ιδιοκτησίας της παραπονούμενης.  Την 10.9.2019  που η υπόθεση ήταν ορισμένη για απάντηση στις κατηγορίες, οι Εφεσείοντες ζήτησαν μέσω των δικηγόρων τους, κατ΄ επίκληση του άρθρου 7(2) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155,[1] όπως η ιδιώτης κατήγορος τους εφοδιάσει με αντίγραφα του μαρτυρικού υλικού της υπόθεσης.  Είχαν από προηγουμένως, με επιστολή των δικηγόρων τους ημερ.29.8.2019, υποβάλει σχετική παράκληση στους δικηγόρους της παραπονούμενης χωρίς ανταπόκριση. 

 

Ο δικηγόρος που εκπροσωπούσε την παραπονούμενη υποστήριξε ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου ότι δεν προέκυπτε οποιαδήποτε υποχρέωση για να παρουσιαστεί το μαρτυρικό υλικό στην υπεράσπιση και πως δεν υπήρχε τέτοια πρόθεση εκ μέρους της πλευράς της παραπονούμενης, δηλαδή να παραδώσει οτιδήποτε.  Το κατώτερο Δικαστήριο αποφάσισε υπέρ της παραπονούμενης ως ακολούθως: «Κρίνω ότι η παρούσα υπόθεση στην οποία δεν υπάρχει ανάκριση σύμφωνα με το άρθρο 4 του Κεφ.155, αφού πρόκειται για ιδιωτική ποινική υπόθεση, δεν καλύπτεται από το άρθρο 7 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου.  Ο ιδιώτης κατήγορος δεν έχει υποχρέωση να προμηθεύσει τους Κατηγορούμενους με αντίγραφα του υλικού το οποίο θα προσκομίσει κατά την ακρόαση της υπόθεσης.»

 

Οι Εφεσείοντες απάντησαν τελικά στις κατηγορίες, τις οποίες και αρνήθηκαν και η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση την 13.3.2020.

 

Την 2.10.2019 καταχώρησαν αίτηση για άδεια για την καταχώρηση αίτησης με κλήση για την έκδοση προνομιακών ενταλμάτων.  Εντάλματος Certiorari που να ακυρώνει την απόφαση της 10.9.2019, εντάλματος Prohibition που να απαγορεύει τη συνέχιση της ποινικής δίκης και εντάλματος Mandamus που να διατάσσει το κατώτερο Δικαστήριο να διατάξει την ιδιώτη κατήγορο να παραχωρήσει το μαρτυρικό υλικό στους Εφεσείοντες.  Η αίτηση για άδεια βασίστηκε στην εισήγηση για έκδηλη παραβίαση ή και πλάνη νόμου από το κατώτερο Δικαστήριο.

 

Την προσέγγιση του κατώτερου Δικαστηρίου στο ζήτημα ασπάστηκε η Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην απόφαση της ημερ.9.10.2019, αρνούμενη να παραχωρήσει την άδεια.  Η απόφαση αυτή προσβάλλεται με τρείς λόγους έφεσης.

 

Προσβάλλεται ως λανθασμένη η ερμηνεία ότι τα δικαιώματα κατηγορουμένου τα οποία κατοχυρώνονται με την Οδηγία 2012/13/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 22ας Μαϊου 2012 σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών και το άρθρο 7 του Κεφ. 155 αφορούν μόνο ποινικές υποθέσεις οι οποίες καταχωρήθηκαν από τις αρμόδιες αρχές του κράτους και δεν αφορούν σε ποινικές υποθέσεις οι οποίες καταχωρούνται από ιδιώτες κατήγορους, που οδήγησε στη κατάληξη ότι δεν είχε καταδειχτεί εκ πρώτης όψης ή συζητήσιμο θέμα (Λόγος Έφεσης 1).  Ότι η απόφαση είναι αντίθετη με το ευρωπαϊκό κεκτημένο και συγκεκριμένα το άρθρο 48.2 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης το οποίο διασφαλίζει το σεβασμό των δικαιωμάτων της υπεράσπισης σε κάθε κατηγορούμενο και τις πρόνοιες της Οδηγίας 2012/13/ΕΕ οι οποίες, δυνάμει του Άρθρου 1Α του Συντάγματος, έχουν άμεση εφαρμογή στην κυπριακή έννομη τάξη (Λόγος Έφεσης 2).  Τέλος, ότι η απόφαση είναι αντίθετη με το Άρθρο 12 του Συντάγματος και το άρθρο 7 του Κεφ.155 που διασφαλίζουν τα ελάχιστα δικαιώματα ενός κατηγορούμενου (Λόγος Έφεσης 3).

 

Καθυστέρηση στην εκδίκαση της έφεσης προκλήθηκε συνεπεία της καταχώρισης αίτησης για προδικαστική παραπομπή ερωτήματος στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Δ.Ε.Ε., που, στην πορεία, αποσύρθηκε.

 

Το άρθρο 7(2) του Κεφ.155 εισάχθηκε με τον τροποποιητικό Νόμο 181(Ι)/2014 για σκοπούς εναρμόνισης με την Οδηγία 2012/13/ΕΕ και ο δικηγόρος των Εφεσείοντων παρέπεμψε στο άρθρο 7.2 της Οδηγίας που αναφέρεται στην υποχρέωση των Κρατών Μελών να διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές χορηγούν πρόσβαση τουλάχιστον στο σύνολο του αποδεικτικού υλικού που κατέχουν υπέρ ή κατά του κατηγορουμένου σε αυτόν ή στον συνήγορό του για τη διασφάλιση του δίκαιου χαρακτήρα της διαδικασίας και την προετοιμασία της υπεράσπισής του.  Αναφέρθηκε ακόμα στις παρ.(40) και (41) του προοιμίου της Οδηγίας όπου αναφέρεται ότι αυτή θεσπίζει ελάχιστους κανόνες και ότι τα Κράτη Μέλη μπορούν να επεκτείνουν τα δικαιώματα που προβλέπονται προκειμένου να παρέχεται υψηλότερο επίπεδο προστασίας και σε περιστάσεις που αυτή δεν ρυθμίζει ρητώς.  Το επίπεδο προστασίας δεν θα πρέπει ποτέ να υπολείπεται των προδιαγραφών που προβλέπει η ΕΣΔΑ, όπως ερμηνεύονται στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.  Ακόμα ότι η Οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται από τον Χάρτη και ειδικότερα αποσκοπεί στην προαγωγή του δικαιώματος στην ελευθερία, του δικαιώματος για δίκαιη δίκη και των δικαιωμάτων υπεράσπισης και θα πρέπει να εφαρμόζεται αναλόγως.

 

Περαιτέρω, παρέπεμψε το Εφετείο σε αριθμό σκέψεων από την απόφαση του Δ.Ε.Ε., στη υπόθεση C-612/15 Kolev, για να τονίσει ότι το δικαίωμα κατηγορούμενου για πρόσβαση στο υλικό της δικογραφίας κατοχυρώνεται από το άρθρο 48.2 του Χάρτη, ότι η Οδηγία 2012/13/ΕΕ σκοπό έχει τη διασφάλιση της αποτελεσματικής άσκησης των δικαιωμάτων υπεράσπισης και το δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας και ότι ο σκοπός αυτός «επιτάσσει να λαμβάνει ο κατηγορούμενος λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με την κατηγορία και να του δίνεται η δυνατότητα να λαμβάνει γνώση του υλικού της δικογραφίας εγκαίρως, σε χρόνο που του επιτρέπει να προετοιμάσει αποτελεσματικά την υπεράσπιση του».[2]

 

Παρέπεμψε ακόμα ο δικηγόρος των Εφεσείοντων στις πρόνοιες του Άρθρου 12.5(β) του Συντάγματος που κατοχυρώνει το δικαίωμα κάθε κατηγορούμενου να έχει επαρκή χρόνο και διευκόλυνση για την προπαρασκευή της υπεράσπισης του.

 

Το Εφετείο δεν καλείται να αποφανθεί κατά πόσο το άρθρο 7 του Κεφ.155 εφαρμόζεται σε ποινικές υποθέσεις όπου ο κατήγορος είναι ιδιώτης.  Αυτό θα το αποφασίσει πρωτόδικα η αδελφή Δικαστής στην αίτηση με κλήση που θα καταχωριστεί, στην περίπτωση που το Εφετείο κρίνει ότι η άδεια έπρεπε να είχε δοθεί.  Ούτε μπορεί το Εφετείο να κρίνει την πρωτόδικη απόφαση αντίθετη με το άρθρο 48.2 του Χάρτη, τις πρόνοιες της Οδηγίας 2012/13/ΕΕ, το Άρθρο 12 του Συντάγματος ή το άρθρο 7 του Κεφ.155, όπως ζητείται με τους λόγους έφεσης 2 και 3. 

 

Η έφεση ελέγχει την ορθότητα της κρίσης αντικείμενο της αίτησης για άδεια, κατά πόσο δηλαδή είχε καταδειχτεί ότι υπήρχε εκ πρώτης όψης ή συζητήσιμη υπόθεση και, στην περίπτωση που θα παραχωρηθεί η άδεια, δεν υπεισέρχεται, ούτε προκαταβάλλει το αποτέλεσμα της αίτησης με κλήση.

 

Η θέση ότι δεν είναι επιτρεπτή η διάκριση μεταξύ κατηγορουμένων που διώκονται από αρμόδιες αρχές του κράτους και ιδιώτες κατήγορους, παρουσιάζεται να εδράζεται σε διακηρυγμένες θεμελιακές αρχές που στοχεύουν στη διασφάλιση των δικαιωμάτων κάθε κατηγορούμενου.  Η ερμηνεία του άρθρου 7 του Κεφ.155, ώστε να αφορά κάθε κατηγορούμενο παρουσιάζεται να εξυπηρετεί τι αρχές αυτές.

 

Είναι σε αυτή τη βάση, που κρίνουμε ότι οι Εφεσείοντες είχαν εγείρει εκ πρώτης όψης ή συζητήσιμη υπόθεση ότι δικαιούνταν στα σχετικά έγγραφα, ώστε να παραχωρηθεί η σχετική άδεια για την καταχώρηση αίτησης με κλήση για την έκδοση των αναφερομένων προνομιακών ενταλμάτων, όπως διατείνονται με το λόγο έφεσης 1.

 

Η έφεση επιτυγχάνει.  Παρέχεται κατ’ ακολουθία άδεια στους Εφεσείοντες να καταχωρήσουν αίτηση με κλήση για την έκδοση των αναφερομένων προνομιακών ενταλμάτωνΗ αίτηση να καταχωριστεί μέσα σε πέντε ημέρες και να επιδοθεί στην ιδιώτη κατήγορο.  Ο Πρωτοκολλητής να την ορίσει για οδηγίες σε συνεννόηση με την αδελφή Δικαστή που θα την εκδικάσει.  

 

Τα έξοδα θα είναι στην πορεία της αίτησης με κλήση.

 

 

 

                                                                             Λ. Παρπαρίνος, Δ.

 

 

 

                                                                             Α. Λιάτσος, Δ.

 

 

 

                                                                             Κ. Σταματίου, Δ.

 

 

 

                                                                             Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.

 

 

 

                                                                             Χ. Μαλαχτός, Δ.



[1] «Όταν κλήση ή ένταλμα που εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 44 του παρόντος Νόμου επιδοθεί στον κατηγορούμενο, αυτός δικαιούται με γραπτό αίτημά του προς την κατηγορούσα αρχή να έχει δωρεάν πρόσβαση στις καταθέσεις και τα έγγραφα που λήφθηκαν κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης αναφορικά με το υπό εκδίκαση ποινικό αδίκημα, προκειμένου να διασφαλιστεί ο δίκαιος χαρακτήρας της διαδικασίας και η προετοιμασία της υπεράσπισης του κατηγορουμένου:

Νοείται ότι, εφόσον, περιέλθει στην κατοχή της κατηγορούσας αρχής νέο υλικό, το οποίο αυτή προτίθεται να χρησιμοποιήσει στη διαδικασία, παραχωρείται στον κατηγορούμενο περαιτέρω πρόσβαση στο υλικό αυτό.»

 

[2] Σκέψη 90


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο