HELLENIC BANK PUBLIC COMPANY v. ΖΑΧΑΡΙΑΔΟΥ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 13/2014, 11/3/2021

ECLI:CY:AD:2021:A92

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 13/2014

 

11 Mαρτίου, 2021

 

  [Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.Δ.]

 

HELLENIC BANK PUBLIC COMPANY

Εφεσείουσα/Εναγόμενη

ΚΑΙ

xxx ΖΑΧΑΡΙΑΔΟΥ

Εφεσίβλητης/Ενάγουσας

………………..

Για την Εφεσείουσα:  κα Μ. Κωνσταντίνου για Μαρκίδης & Μαρκίδης ΔΕΠΕ και για Βελάρης & Βελάρης ΔΕΠΕ

 

Για την Εφεσίβλητη:  κα Ρ. Χατζηαράπη για Κ. Μελάς & Συνεργάτες ΔΕΠΕ

…………….

Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δ. Σωκράτους, Δ.

…………………

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.:  Η ενάγουσα/εφεσίβλητη μαζί με τη μητέρα της xxx Ευριπίδου, διατηρούσαν στην εναγόμενη/εφεσείουσα Τράπεζα από κοινού λογαριασμό γραμματίου (joint account) για το ποσό των 33100,69 στερλινών με αρ. λογαριασμού 20x-xx-00xxxx-x0.

 

Κατά το άνοιγμα του λογαριασμού δόθηκαν οδηγίες (mandate) εκ μέρους των δυο δικαιούχων για τον τρόπο λειτουργίας του, δυνάμει των οποίων εξουσιοδοτείτο η Τράπεζα να επιτρέπει καταθέσεις και αναλήψεις στο λογαριασμό είτε από τη μια είτε την άλλη δικαιούχο, ξεχωριστά (either το sign) (τεκμ. 21).    Για το κλείσιμο του λογαριασμού ήταν όμως απαραίτητη η υπογραφή αμφοτέρων των δικαιούχων.

 

Στις 13/6/2005 η εφεσίβλητη παρέλαβε από το κατάστημα της εφεσείουσας στο οποίο διατηρείτο ο λογαριασμός, επιταγή για ποσό ύψους 30,000 στερλινών.  Λίγο αργότερα η εφεσίβλητη δέχθηκε τηλεφώνημα από την κα Ζαβρού (Μ.Υ.1) υπάλληλο της εφεσείουσας, η οποία της ζήτησε να επιστρέψει την επιταγή, αίτημα στο οποίο η εφεσίβλητη ανταποκρίθηκε.  Το ποσό του κοινού λογαριασμού, προερχόταν από προσωπικές καταθέσεις και συντάξεις της μητέρας της εφεσίβλητης.

 

Ο αδελφός της εφεσίβλητης, μετέβαινε στο κατάστημα στο οποίο διατηρείτο ο επίδικος λογαριασμός, δημιουργώντας φασαρία και εκστομίζοντας απειλές εναντίον υπαλλήλων της Τράπεζας μεταξύ των οποίων και της Μ.Υ.1.  Για το γεγονός ότι η ενάγουσα/εφεσίβλητη  διορίστηκε κηδεμόνας του αδελφού της με διάταγμα του Δικαστηρίου (τεκμ. 2) σύμφωνα με τον περί Διαχειρίσεως Ψυχιατρικής νοσηλείας Νόμου 77(Ι)/97, ενημέρωσε την εφεσείουσα τράπεζα με επιστολή της ημερ. 12/7/2005 (τεκμ. 2 και 3)

 

Με επιστολή της Τράπεζας ημερ. 27/2/2006 (τεκμ. 4) προς τις δικαιούχους ενημερώνοντο ότι ο «κοινός λογαριασμός έχει παγοποιηθεί στις 17/8/2005 λόγω μη υπογραφής της σχετικής εντολής λειτουργίας του (mandate).

 

Με δεύτερη επιστολή της η εφεσείουσα προς την ενάγουσα/εφεσίβλητη και τη μητέρα της, ημερ. 27/4/2006 (τεκμ. 6) τις ενημέρωνε ότι ενόψει της παράλειψης τους να υπογράψουν «νέα εντολή λειτουργίας» του λογαριασμού, θα προέβαινε στον τερματισμό και κλείσιμο του εντός 15 ημερών και κάλεσε αμφότερες τις δικαιούχους να προβούν από κοινού σε άμεση ανάληψη του υπολοίπου που παρουσίαζε ο λογαριασμός.

 

Στις 21/5/2007 η Τράπεζα κατέβαλε στην κα Ευριπίδου (μητέρα της εφεσίβλητης) το ποσό των 35144,47 στερλινών (τεκμ. 9 Α-Δ) αφήνοντας στο λογαριασμό ποσό μίας μόνο στερλίνας.  Ακολούθως τα χρήματα κατατέθηκαν αρχικά στο όνομα της μητέρας της ενάγουσας και τελικά μετά από κάποιες μετακινήσεις και διαφοροποιήσεις στους λογαριασμούς, κατέληξαν σε λογαριασμό του αδελφού της ενάγουσας σε τράπεζα στο εξωτερικό.  Στις 5/7/2007 η τράπεζα πληροφόρησε την ενάγουσα για το γεγονός της απόσυρσης των χρημάτων από τη μητέρα της ενάγουσας. 

 

Τα ανωτέρω αποτελούν μη αμφισβητούμενα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Η ενάγουσα/εφεσίβλητη καταχώρησε αγωγή εναντίον της Τράπεζας αξιώνοντας το ½ του ποσού καταλογίζοντας στην Τράπεζα αντισυμβατική συμπεριφορά και παράβαση καθήκοντος.

 

Το Δικαστήριο δικαίωσε την εφεσίβλητη εκδίδοντας απόφαση υπέρ της και εναντίον της Τράπεζας για ποσό 17571,73 στερλινων πλέον νόμιμο τόκο.

 

Η απόφαση προσβάλλεται με 10 λόγους έφεσης, μερικοί εκ των οποίων συμπλέκονται και αλληλοκαλύπτονται, εγείροντας κοινά νομικά σημεία όπως πιο κάτω αναφέρεται.

 

1ος λόγος έφεσης:  Λανθασμένο το εύρημα του Δικαστηρίου με το οποίο αποδίδεται σφάλμα στην Τράπεζα και παράβαση καθήκοντος επιμέλειας, επί του ότι κατέβαλε τα χρήματα του κοινού λογαριασμού στη μητέρα της εφεσίβλητης.

 

2ος λόγος έφεσης:  Λανθασμένο το εύρημα ότι στις 21/5/07 ο λογαριασμός συνέχιζε να είναι παγοποιημένος και ότι η Μ.Υ.1 έδωσε περαιτέρω διαβεβαιώσεις στην ενάγουσα ότι τα χρήματα θα συνεχίζουν να παραμένουν παγιοποιημένα.

 

3ος λόγος έφεσης:  Δεν αξιολόγησε ορθά τη μαρτυρία που προσφέρθηκε και παράλειψε να αξιολογήσει ορθά τους μάρτυρες καθώς και τα τεκμήρια.

 

Συναφής με τον τρίτο, είναι και ο τέταρτος λόγος έφεσης με τον οποίο χαρακτηρίζεται λανθασμένη η κρίση της γνησιότητας της εκδοχής των μαρτύρων.

 

5ος λόγος έφεσης:  Λανθασμένο το εύρημα του Δικαστηρίου ότι οι οδηγίες either to sign ίσχυαν μέχρι 13/6/2005, καθότι δεν υπάρχει μαρτυρία ούτε και έγγραφο το οποίο να αποδεικνύει κάτι τέτοιο.  Δεν υπάρχει επίσης τέτοια δικογραφημένη θέση.

 

6ος λόγος έφεσης:  Συναφής με το 2ο λόγο έφεσης ο οποίος άπτεται του θέματος της παγοποίησης του λογαριασμού και των οδηγιών της ενάγουσας/εφεσίβλητης είναι και αυτός ο λόγος, με τον οποίο χαρακτηρίζεται λανθασμένο το εύρημα ότι η ενάγουσα είχε αποσύρει τις αρχικές της οδηγίες προς την Τράπεζα/εφεσείουσα.

 

7ος λόγος έφεσης:  Λανθασμένο το εύρημα με το οποίο απορρίπτεται η θέση της εφεσίβλητης ότι οι οδηγίες της δεν ήταν δυνατό να διαφοροποιήσουν τις οδηγίες λειτουργίας του κοινού λογαριασμού.

 

Με τους λόγους έφεσης, οκτώ και εννέα, πλήττεται το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι δεν είχε σημασία η προέλευση των χρημάτων του κοινού λογαριασμού και χαρακτηρίζεται λανθασμένη η θέση του να μην ασχοληθεί με την αρχή του επιζήσαντος δικαιούχου.

 

Ο δέκατος λόγος έφεσης σχετίζεται και αυτός με το εύρημα απόδοσης αντισυμβατικής συμπεριφοράς στην εφεσείουσα.

Παρά το εκτενές των λόγων έφεσης και την εν πολλοίς επάλληλη κάλυψη θεμάτων σε διάφορους λόγους θεωρούμε ορθό να ξεκινήσουμε από τους λόγους έφεσης οι οποίοι άπτονται του ζητήματος της αξιολόγησης της μαρτυρίας, διότι αν υφίσταται πρόβλημα σε σχέση με το πρωτόδικο έργο της αξιολόγησης, το βάθρο της περαιτέρω εξέτασης της έφεσης καθίσταται, κατά κανόνα, άνευ αντικειμένου.  Ισχύει βεβαίως και το αντίθετο.  Εάν το έργο της αξιολόγησης συντελέσθηκε ορθά, τότε μπορούμε να προχωρήσουμε στην εξέταση των λοιπών λόγων έφεσης.

 

Ξεκινούμε επομένως, με τους λόγους έφεσης 3 και 4.  Αποτελεί διακηρυγμένη αρχή από την σταθερή προσέγγιση της νομολογίας ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας επαφίεται πρωτίστως στο εκδικάσαν την υπόθεση Δικαστήριο, το οποίο είχε την ευκαιρία να κρίνει τους μάρτυρες στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης και να παρακολουθήσει τον τρόπο της κατάθεσης και την όλη συμπεριφορά τους κατά τη βάσανο της αντεξέτασης.  Τα πρωτόδικα δικαστήρια διατηρούν το πλεονέκτημα ότι ζουν την ατμόσφαιρα της δίκης.  Η εφετειακή παρέμβαση δικαιολογείται μόνο όταν τα συμπεράσματα αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή είναι αντίθετα με την αποδεκτή από το Δικαστήριο μαρτυρία (δες Γεωργίου ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου Λτδ (2001) 1 ΑΑΔ 1037, Κουκούνη ν. Α.Ν. Stasis Estates Co. Ltd (2006) 1 AAΔ 489, Χρίστου ν. Ηροδότου κ.α. (2008) 1 ΑΑΔ676.)  Δυνατότητα ανατροπής αξιοπιστίας μάρτυρα υπάρχει όταν ευρήματα είναι «εξ αντικειμένου ανυπόστατα» Ludwing Bauer v. Διογένη Ηροδότου & Υιοί Λίμιτεδ (1994) 1 ΑΑΔ 325.

 

Διατηρούμε πάντοτε κατά νου ότι η ανεύρεση της αλήθειας και η ανάπλαση των γεγονότων δεν είναι βέβαια εύκολη υπόθεση.  Οι κανόνες όμως του δικαίου της απόδειξης καθώς και οι εμπειρίες  των δικαστών για τα ανθρώπινα είναι τα μόνα μέσα για την αναδίφηση των περασμένων.  Γι’ αυτό και η επέμβαση μας περιορίζεται με τον τρόπο που έχει προσδιοριστεί από την πιο πάνω νομολογία.

 

Στην κρινόμενη περίπτωση υπήρξε ενασχόληση με πολλή προσοχή και επιμέλεια από το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο έδωσε σαφείς και συγκεκριμένους λόγους για την κατάληξη του επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων.  Δίδει σαφή παραδείγματα διστακτικότητας στις απαντήσεις των μαρτύρων υπεράσπισης, αμηχανίας και, όπως για την Μ.Υ.1, σημειώνει την ερυθρότητα την οποία παρουσίασε όταν έπρεπε να απαντήσει κάποιες ερωτήσεις, οι οποίες φαίνονταν ότι την ενοχλούσαν.

 

Τέτοιο χαρακτηριστικό ερυθρότητας, είχε επισημανθεί και σε άλλη υπόθεση Χρίστου (ανωτέρω) ως ένδειξη αναξιοπιστίας, με επισήμανση από το Εφετείο ότι ένα Δικαστήριο δικαιούται να καταγράψει την κρίση του και για το χαρακτήρα ενός διαδίκου η μάρτυρα, όπως αυτός αναδύεται κατά τη δίκη.  Με την προϋπόθεση ότι το πράττει με κοσμιότητα και στα πλαίσια της προσπάθειας ανίχνευσης της αλήθειας, ως κριτής όχι μόνο γεγονότων, αλλά και της αξιοπιστίας ή μη του μάρτυρα (στοιχείο άρρηκτα συνδεδεμένο με το χαρακτήρα ενός εκάστου), και δεν εκφεύγει του καθήκοντος του ως κριτής των συνανθρώπων του.   Με φειδώ πρέπει να καταγράφεται οτιδήποτε αγγίζει τον παρουσιαζόμενο στη δίκη, χαρακτήρα από διάδικο ή μάρτυρα.  Η ανθρώπινη εμπειρία διδάσκει ότι ένας ευγενής και ήπιος μάρτυρας δεν είναι κατ’ ανάγκην και ειλικρινής και το αντίθετο.  Ένας υπερβολικά διαχυτικός ή αναστατωμένος μάρτυρας μπορεί να ορμάται από μια πλειάδα αιτιών χωρίς να είναι ειλικρινής.

 

Γίνεται από το Δικαστήριο ενασχόληση με όσα η ενάγουσα κατέθεσε και αξιολόγησε αυτή, χωρίς να παραβλεφθεί ότι κάποιες αναφορές της ήσαν εκτός δικογράφων τις οποίες και δηλώνει ότι δεν τις λαμβάνει υπόψη.  Υποδεικνύεται από τη συνήγορο της εφεσείουσας ως μια από τις παλινδρομήσεις της ενάγουσας/εφεσίβλητης, το γεγονός ότι ενώ δέχεται ότι τα χρήματα προέρχονταν από τη σύνταξη της μητέρας της, αργότερα στην κυρίως εξέταση της ανέφερε, «ότι είχε δανείσει στο παρελθόν στη μητέρα της χρήματα και ότι απέμεινε από το λογαριασμό αυτό θα το είσπραττε αυτή για επιστροφή μέρους του ποσού που την δάνεισε στην Αγγλία».

Έχουμε ελέγξει το μέρος του συγκεκριμένου πρακτικού.  Αυτό παρουσιάζεται να λέχθηκε από την ενάγουσα στο πλαίσιο εξιστόρησης των σχέσεων της με τη μητέρα και τον αδελφό της και δεν αναίρεσε τις θέσεις της ότι τα χρήματα του κοινού λογαριασμού προέρχονταν από τις συντάξεις της μητέρας της.

 

Εξάλλου, όπως και η συνήγορος της εφεσίβλητης δηλώνει, η χαρακτηρισθείσα ως αναξιόπιστη μαρτυρία των Μ.Υ.1 και Μ.Υ.2 δεν διαφοροποιεί τη νομική πτυχή της υπόθεσης.

 

Συνεπώς οι σχετικοί λόγοι έφεσης απορρίπτονται και προχωρούμε να εξετάσουμε τους υπόλοιπους (1, 5, 6, 7 και 10) οι οποίοι εν πολλοίς αλληλοκαλύπτονται και διαμορφώνουν τη γενικότερη συμπεριφορά και ενέργεια των διαδίκων.

 

Aναπτύσσοντας τους λόγους έφεσης η συνήγορος της εφεσείουσας έκαμε ιδιαίτερη αναφορά στα τεκμ. 4, 5, 6 και 7 τα οποία σύμφωνα και με τη μαρτυρία της ίδιας της εφεσίβλητης δεν μπορούσαν να βοηθήσουν το Δικαστήριο να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο λογαριασμός θα συνέχιζε να είναι παγοποιημένος επ’ αόριστο διότι τα χρήματα ήταν ασφαλισμένα.  Επεσήμανε ιδιαίτερα το γεγονός ότι η εφεσίβλητη/ενάγουσα επέμενε πως όταν επέστρεψε την επιταγή στην τράπεζα υπέγραψε οδηγίες για να λειτουργεί ο λογαριασμός με τις υπογραφές και των δύο δικαιούχων.  Υποστηρίζει ότι το δικαστήριο αγνόησε τη νομική θέση ότι την ευθύνη για την αποστολή σαφών οδηγιών προς την τράπεζα την έχει ο πελάτης.  Επικαλέστηκε δε το ακόλουθο απόσπασμα από το Σύγγραμμα Paget΄s Law of Banking 19th ed. p. 483:

 

Payment contrary to the mandate

 

(a)   Effect of the mandate

Cheques or other payment orders and will specify how many individuals (if more than one) must sign any given order.  There are many possible combinations.  Some mandates require orders to be signed by A and by any one of B, C and D.  Other require the signature of any one of E, F and G and any one of H, I and J.  There are many other possible combinations.

 

A bank which acts in accordance with its mandate is duly authorized.  But it does not follow that a bank which acts contrary to the mandate is bound to be unauthorized.”

 

Ιδιαίτερη σημασία δίδεται στο γεγονός ότι ουδέποτε δόθηκαν γραπτώς διαφορετικές οδηγίες απ’ εκείνες οι οποίες είχαν αρχικά δοθεί κατά την έναρξη λειτουργίας του λογαριασμού.

 

Προς επίρρωση των θέσεων και εισηγήσεων της, η συνήγορος της εφεσείουσας, επικαλέστηκε την απόφαση London Joint Stock Bank Limited v. McMillan & Another (1918) A.C. 777, ως σχετική και διαφωτιστική για τις οδηγίες λειτουργίας ενός λογαριασμού (mandate).

 

Η αντίθετη άποψη της συνηγόρου της εφεσίβλητης υποστηρίζει πως ο επίδικος λογαριασμός δεν βρισκόταν υπό ομαλές συνθήκες λειτουργίας δεδομένου ότι μεσολάβησαν από την έναρξη της λειτουργίας του μέχρι την 21/5/07, ημερομηνία την οποία δόθηκαν τα χρήματα στη μητέρα της εφεσίβλητης, διάφορα γεγονότα τα οποία και απαριθμεί.  Όπως τις απειλές του αδελφού της εφεσίβλητης προς τους υπαλλήλους της Τράπεζας μεταξύ των οποίων και τη Μ.Υ.1, την παγοποίηση του λογαριασμού εκ μέρους της Τράπεζας η οποία απέστειλε τα τεκμ. 4, 6 και 7.  Υποστηρίζει ότι η απόφαση London v. Mcmillan (ανωτέρω) την οποία επικαλείται η συνήγορος της εφεσείουσας με σκοπό να αποδείξει ότι η εφεσείουσα δεν παρέβη το καθήκον επιμέλειας της έναντι της εφεσίβλητης, δεν εφαρμόζεται στην παρούσα περίπτωση αφού η υπόθεση  εκείνη έχει σχέση με το  καθήκον του πελάτη έναντι της Τράπεζας κατά την έκδοση επιταγών.  Ενώ στην παρούσα εξετάζεται ο τρόπος αντιμετώπισης των οδηγιών της εφεσίβλητης και της μητέρας της, σε σχέση με το επίδικο γραμμάτιο.

 

Προβάλλεται περαιτέρω ότι στην παρούσα περίπτωση υπήρχαν οι ρητές διαβεβαιώσεις της εφεσείουσας προς την εφεσίβλητη, οι οποίες στο τέλος αναιρέθηκαν, χωρίς καμιά προς τούτο, προειδοποίηση και ότι η εφεσίβλητη αναμένοντας ότι οι υπάλληλοι της εφεσείουσας Τράπεζας, θα προστάτευαν την ίδια και τη μητέρα της από τις απαιτήσεις του αδελφού της, με την επιστολή των δικηγόρων της (τεκμ. 5) ζήτησε «να μη δοθεί οποιοδήποτε ποσό χωρίς τη δική της συγκατάθεση».  Δεν ζητούσε να αποσύρει αλλά να προστατεύσει τα χρήματα.

 

Ιδιαίτερη έμφαση δίδεται στα τεκμ. 4, 5 και 7 τα οποία βεβαίως ερμηνεύονται διαφορετικά από ένα έκαστο των συνηγόρων.

 

Οι αρχές οι οποίες παρατίθενται από τη συνήγορο της εφεσείουσας για τον τρόπο χειρισμού από την τράπεζα ενός λογαριασμού είναι ορθές, όπως κατωτέρω καταγράφονται.  Μπορεί να καταγραφεί ότι τις ίδιες αρχές ασπάζεται και η συνήγορος της εφεσίβλητης και τις μνημονεύει στην απόφαση του το πρωτόδικο Δικαστήριο τις οποίες εφάρμοσε στα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης.

 

Οι αρχές αυτές τις οποίες πολύ ορθά καταγράφει στο περίγραμμα της αγόρευσης της και η ευπαίδευτη συνήγορος της εφεσείουσας, είναι:

 

«(α)  Εάν η τράπεζα πληρώσει σύμφωνα με το mandate του λογαριασμού τότε αυτή δεν υπέχει οποιαδήποτε ευθύνη.

 

(β)  Σε περίπτωση που πληρώσει σύμφωνα με το mandate αλλά υπάρχει πλαστογραφία τότε η τράπεζα φέρει ευθύνη καθότι θεωρείται ότι η πληρωμή γίνεται εκτός των πλαισίων του mandate.  Δεν είναι λογικό να αναμένεται ότι κάποιος εξουσιοδοτεί άτομο να πλαστογραφεί την υπογραφή του με σκοπό να τον καταδολιεύσει ή να επωφεληθεί εις βάρος του.  Ο τραπεζίτης σε τέτοια περίπτωση δεν δύναται να έχει απαίτηση από τον πελάτη του (βλ. London Joint Stock Bank Ltd v. Mcmillan and Arthur, (1918) A.C. 777 σελ. 823)

    

«Α cheque with the signature of a customer forged is not the customer’s mandate or order to pay.  With regard to that cheque it does not fall within the relation of banker and customer.  If the bank honours such a document not proceeding from its customer, it cannot make the customer answerable for the signature and issue of a document which he did not sign or issue; the banker paying accordingly has paid without authority and cannot charge the payment against a person who was a stranger to the transaction.

 

This was the ground stated by Lord Cranworth L.C. in Orr & Barber v. Union Bank of Scotland (2): “Payment on a forged cheque or order is not of itself any payment at all as between the party paying and the person whose name is forged.  This is, I apprehend, the law both of England and Scotland.”

 

(γ)  Σε περίπτωση που η τράπεζα πληρώσει τον έχων στο δικαίωμα της υπογραφής, χωρίς αυτή να είναι πλαστογραφημένη, και καταδολιεύεται (is defrauded), άλλος κάτοχος του λογαριασμού, τότε η τράπεζα δύναται να έχει ευθύνη γιατί θεωρείται ότι είναι αμελής ή ότι παρόλο που πλήρωσε σύμφωνα με το mandate, δεν έπρεπε να ενεργήσει σύμφωνα με αυτό, κάτω από τις περιστάσεις και όφειλε να προβεί σε έλεγχο ή εξακρίβωση κάποιων γεγονότων πριν να πληρώσει.  Για το λόγο αυτό καθίσταται constructive trustee.”

 

Οι σχέσεις τραπεζίτη-πελάτη και το καθήκον επιμέλειας του πρώτου προς το δεύτερο έχει με σαφήνεια σχολιαστεί και οριοθετηθεί διαχρονικά μέσα από τη νομολογία και τα συγγράμματα.  Στο σύγγραμμα The relationship of bank and customer division C para.61εξηγείται πως:

 

General.  A bank has a duty under its contract with its customer to exercise reasonable care and skill in carrying out its part with regard to operations within its contract with its customer.  The duty to exercise reasonable care and skill extends over the whole rage of banking business within the contract with the customer.  Thus the duty applies to interpreting, ascertaining and acting in accordance with the instructions of the customer.  The standard of reasonable scare and skill is an objective standard applicable to banks.  Whether or not it has been attained in any particular case has to be decided in the light of all the relevant facts, which can vary almost infinitely.”

 

H London Joint (ανωτέρω) παρά το γεγονός ότι σε αυτήν εξεταζόταν το καθήκον του πελάτη προς την Τράπεζα σημειώθηκε η απόσειση υποχρέωσης της τράπεζας για επίδειξη προσοχής όταν δεν υπάρχει οποιοδήποτε γεγονός ή στοιχείο το οποίο να τους θέτει σε εγρήγορση ή να τους δημιουργεί αμφιβολία.  Η περίπτωση εκεί αφορούσε πλαστογραφημένη επιταγή η οποία παρουσιάστηκε για εξαργύρωση στην τράπεζα και λέχθηκε πως on the face of the cheque there was nothing of any kind to award any doubt in the minds of the officials of the bank that the cheque, which it was their duty to honour if in order, without delay, was in order.”

 

Ιδιαίτερο και αυστηρό, θα μπορούσε να λεχθεί καθήκον έθεσε προς την τράπεζα η υπόθεση Κarak Rubber Co. Ltd. v. Burden and others (No.2) (1972) 1 All E.R. 1210, από την οποία επισημαίνεται το ακόλουθο απόσπασμα στη σελ. 1225:

 

So the duty of skill and care applies to interpreting, ascertaining, and acting in accordance with the instructions of a customer; and that must mean his really intended instructions as contrasted with the instructions to act on signatures misused to defeat the customer’s real intentions.  Of course, omia preasumuntur rite esse acta, and a bank should normally act in accordance with the mandate – but not if reasonable skill and care indicate a different course”

 

 

Aυτό το καθήκον επιμέλειας το οποίο θεωρήθηκε ιδιαίτερα αυστηρό, αμβλύνθηκε σε μεταγενέστερη υπόθεση Barclays Bank Plc v. Quincecare Ltd and another (1992) 4 All E.R. 363, όπου απαιτείται ουσιαστικό απτό γεγονός ώστε η τράπεζα να κριθεί υπόλογη παράβασης καθήκοντος.

 

Όπως τέθηκε το θέμα στη σελ. 376 της απόφασης:

 

If the bank executes the order knowing to be dishonestly given, shutting its eyes to the obvious fact of the dishonesty, or acting recklessly in failing to make such inquiries as an honest and reasonable man would make, on problem arises: the bank will plainly be liable.  But in real life such a stark situation seldom arises.  The critical question is: what lesser state of knowledge on the part of the bank will oblige the bank to make inquiries as the legitimacy of the order? In judging where the line is to be drown there are countervailing policy considerations.  The law should not impose too burdensome an obligation on Bankers, which hampers the effective transacting of banking business unnecessarily.  On the other hand the law should guard against, the facilitation of fraud an exact reasonable standard of care in order to combat fraud and to protect bank customers and innocent third parties.  To hold that a bank is only liable when it has displayed a lack of probity would be much too restrictive an approach.  On the other hand, to impose liability whenever speculation might suggest dishonesty would impose wholly impractical standards on banker.  In my judgment the sensible compromise which strikes fair balance between competing considerations, is simply to say that a banker, must refrain from executing an order, if and for as long the banker is put on inquiry: in the sense that he has reasonable grounds (although not necessarity proof) for believing that the order is an attempt to misappropriate the funds of the company.   (sea proposition (3) in Lipkin Gorman v. Karpnale Ltd (1987) 1 W.L.R. 987 at 1006).  And, the external standard of the likely perception of an ordinary prudent banker is the governing one.  That in my judgment is not too high a standard”  Και σε μετάφραση:

 

«Όταν η τράπεζα εκτελεί μια εντολή, εν γνώσει ότι αυτή, η εντολή, εδόθη δολίως, είτε εθελοτυφλώντας, η τράπεζα, εμπρός εις το οφθαλμοφανές γεγονός του δόλου, είτε επιδεικνύοντας απερισκεψία, συνισταμένη εις την παράλειψή της να προβεί σε τέτοια διερεύνηση ως ένας έντιμος και λογικός άνθρωπος θα προέβαινε, τα πράγματα είναι ξεκάθαρα: η τράπεζα είναι υπόλογη σε ευθύνη.  Όμως, στην πραγματικότητα, τέτοια εξόφθαλμη περίπτωση σπάνια προκύπτει.  Η κρίσιμη ερώτηση είναι: ποιο είναι το στοιχείο εκείνο διάνοιας της τράπεζας που είναι ικανό να υποχρεώσει την τράπεζα να διερευνήσει την εγκυρότητα μιας εντολής.  Για να αποφασιστεί που θα τραβηχθεί η γραμμή, πρέπει να ληφθούν υπόψη αντισταθμιστικοί παράγοντες.  Ο νόμος δεν πρέπει να επιβάλλει τέτοια ασύμφορη υποχρέωση στους τραπεζίτες ώστε να εμποδίζεται, αχρείαστα, η αποτελεσματικότητα των τραπεζικών συναλλαγών.  Από την άλλη, ο νόμος πρέπει να επιβλέπει και να αποσοβεί την υπόθαλψη δόλιων συναλλαγών και να επιβάλλει ένα λογικό καθήκον επιμέλειας στις τράπεζες, έτσι ώστε καταπολεμείται η απάτη και να προστατεύονται οι πελάτες και αθώα τρίτα πρόσωπα.  Το να πει κάποιος ότι η τράπεζα φέρει ευθύνη μόνο όταν επέδειξε έλλειψη εντιμότητας, θα ήταν μια πολύ περιοριστική προσέγγιση.  Από την άλλη, το να επιβάλλεται στην τράπεζα ευθύνη κάθε φορά που υπήρχε η παραμικρή υποψία για δόλο, θα ήταν πρακτικά ασύμφορο για τους τραπεζίτες.  Κατά την άποψη μου, ο ευαίσθητος συμβιβασμός ο οποίος επιτυγχάνει να επιφέρει ισορροπία μεταξύ ανταγωνιστικών παραγόντων, είναι ο εξής: ένας τραπεζίτης πρέπει να μην εκτελεί μια εντολή εάν και εφ’ όσον ο τραπεζίτης έχει λόγους να διερευνήσει την εντολή, με την έννοια ότι έχει εύλογες βάσεις (όχι απαραίτητα απτά αποδεικτικά στοιχεία) για να πιστεύει στην πιθανότητα η εντολή να είναι μια προσπάθεια να αποσπαστούν δολίως χρήματα από την εταιρεία.  Η υποκειμενική υπόσταση ενός μέσου συνετού τραπεζίτη κρίνει και το εύλογο της πιο πάνω πιθανότητας.»

 

Ρητή αναφορά στην Quincecare Ltd γίνεται στην JP Morgan Chase Bank v. Nigeria (2019) 2 C.L.R. 559 στην οποία, αφού επαναλήφθηκε η ύπαρξη του καθήκοντος της Τράπεζας όπως περιγράφηκε στην Quincecare, τονίστηκε πως, παρά τη μη ύπαρξη ισχυρισμού ότι η Morgan Chase είχε εμπλακεί στη δόλια εντολή πληρωμών, ωστόσο θα έπρεπε να είχε αντιληφθεί το λανθασμένο των ενεργειών του εντολέα.  Όπως τίθεται το θέμα στη σελ. 576:

 

“40.  Applying those principles to the present appeal, the Quincecare duty is one aspect of a bank’s overall duty to exercise reasonable skill and care in the services it provides,  It can therefore properly be described as one of the incidents which the law ordinarily attaches to the relationship between the bank and the client and it is a duty which is inherent in that relationship.”

 

Άξια μνείας η απόφαση Cyprus Popular Bank Public Co. Ltd. “Υπό Εξυγίανση δυνάμει των προνοιών του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου του 2013, Ν. 17(Ι)/2013 (Ενεργώντας μέσω της Ειδικής Διαχειρίστριας της, Αντρης Αντωνιάδου, από τη Λευκωσία) και Otis Elevators (Cyprus) Ltd κ.α., Πολ. Εφ. Αρ. 371/2009 ημερ. 16/2/2015, ECLI:CY:AD:2015:A106, όπου στη σελ. 2 λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Pagets Law of Banking, 9η έκδοση, σελ. 70, η σχέση μεταξύ τραπεζίτη και πελάτη είναι σχέση που ρυθμίζεται από συμφωνία.  Ο τραπεζίτης δεν θα πρέπει να επιδεικνύει αμέλεια κατά την εκτέλεση της συμφωνίας.  Πότε είναι αμελής, εξαρτάται από τα γεγονότα της υπόθεσης.  Η σχέση συνήθως αποτελείται από τη γενική συμφωνία, η οποία είναι βασική για όλες τις συναλλαγές, μαζί με ειδικές συμφωνίες (που αφορούν δανεισμό, συναλλαγές ξένου συναλλάγματος κ.τ.λ.) οι οποίες ισχύουν δια ρητών ενεργειών ή εξυπακουόμενες προθέσεις των μερών.»

 

 

Το ερώτημα κατά πόσο η Τράπεζα ενήργησε με σύνεση, επιμέλεια και σύμφωνα με τις συμβατικές της υποχρεώσεις απαντάται από τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε μιας υπόθεσης, τα οποία την καθιστούν ξεχωριστή.  Στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι αναντίλεκτο γεγονός ότι οι οδηγίες, όπως δόθηκαν κατά το άνοιγμα του λογαριασμού ήταν όπως η κάθε μια δικαιούχος είχε το δικαίωμα να αποσύρει ή να καταθέτει ποσά στο κοινό τους λογαριασμό (τεκμ. 21).  Επρόκειτο δηλαδή για «διαζευκτικό» κοινό λογαριασμό, όπου ο κάθε συνδικαιούχος είχε δικαίωμα χρήσης του, χωρίς τη σύμπραξη του άλλου συνδικαιούχου.

 

Αυτές οι οδηγίες δεν παρουσιάζονται να διαφοροποιήθηκαν με γραπτές οδηγίες.  Και είναι δε σε αυτό το στοιχείο στο οποίο εστιάζει και επιχειρηματολογεί η εφεσείουσα.

 

Όμως: Η ίδια η τράπεζα με ενέργειες δικές της, πράξεις και επιστολές έθεσε εν αμφιβόλω τις οδηγίες αυτές.  Εν πρώτοις, καλώντας την ενάγουσα/εφεσίβλητη να επιστρέψει την επιταγή των 30000 στερλινών την οποία είχε παραλάβει λίγη ώρα/ώρες προηγουμένως στις 13/6/2005, αφού οι ίδιοι την κάλεσαν να την παραλάβει με την αιτιολογία ότι υπήρξε διαμάχη για το ποσό και ότι έλαβε σχετική επιστολή από τη μητέρα της ενάγουσας, το τεκμ. 24.  Δηλαδή αμφισβήτησε η ίδια, το δικαίωμα της ενάγουσας, το οποίο διαλάμβανε η μεταξύ τους συμφωνία (τεκμ. 21) «either to sign» και θεώρησε ότι οι εντολές διαφοροποιήθηκαν.  Απέστειλε αργότερα τις επιστολές τεκμ. 4, 6 και 7 με τις οποίες πληροφορούσε για την παγοποίηση του λογαριασμού από τις 13/8/05.  Καλούσε τις δικαιούχους «να δώσουν νέες οδηγίες λειτουργίας του λογαριασμού» και να προσέλθουν να παραλάβουν από κοινού το ποσό.

 

Σημαντικό θεωρούμε το κάτωθι απόσπασμα του τεκμ. 4 (επιστολή εφεσείουσας ημερ. 27/2/2006 προς εφεσίβλητη και μητέρα της)

 

«Ο κοινός λογαριασμός σας με αρ. 20x-xx-00xxxx-x0 έχει παγοποιηθεί στις 17/8/2005 λόγω της μη υπογραφής από εσάς της σχετικής εντολής λειτουργίας του (mandate)…. Ελλείψει του πιο πάνω mandate θα πρέπει να δοθούν από κοινού γραπτές οδηγίες για κλείσιμο του εν λόγω λογαριασμού με σαφείς οδηγίες σχετικά με το υπόλοιπο του, είτε να έρθετε μαζί στο κατάστημα μας και να μου δώσετε τις οδηγίες σας και πάλιν από κοινού.»

 

Τέτοιες νέες κοινές οδηγίες ή εντολή λειτουργίας όπως ζητούσε η εφεσείουσα δεν δόθηκαν, όπως προκύπτει από την αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο μαρτυρία και τα ευρήματα του.   Και ακόμη ένα σημαντικό στοιχείο το οποίο αναδεικνύεται από τη μαρτυρία της Μ.Υ.1.,  η οποία αποκάλυψε στην κυρίως εξέταση της ότι διαβεβαίωσε την ενάγουσα ότι δεν θα δίδοντο τα χρήματα στη μητέρα της, και ότι αυτά ήσαν ασφαλισμένα.  Το γεγονός ότι έδωσε τέτοιες διαβεβαιώσεις στην ενάγουσα/εφεσίβλητη, το δέχτηκε κατά την αντεξέταση της.  Αναφορικά με την παγοποίηση του γραμματίου είπε τα εξής η Μ.Υ.1:

 

«Της είπαμε ότι τα λεφτά θα κατατεθούν πίσω και ο λογαριασμός αφού παγοποιηθεί δεν μπορεί να γίνει ανάληψη από άλλο κατάστημα.  Διότι εμείς φοβόμαστε μήπως πάει σε άλλο κατάστημα που δεν γνωρίζουν την υπόθεση και αποσύρουν τα λεφτά.  Γι’ αυτό παγοποιήθηκε ο λογαριασμός για να μην μπορεί άλλος να τραβήσει τα λεφτά.»

 

Η ενάγουσα/εφεσίβλητη έλαβε το τεκμ. 8 ημερ. 18/1/2007 από την τράπεζα με το οποίο αποκαλυπτόταν ότι ο λογαριασμός, μέχρι εκείνη την ημερομηνία εξακολουθούσε να είναι παγοποιημένος.  Αυτό σήμαινε ότι δεν υπήρχε δυνατότητα να γίνουν είτε αναλήψεις, είτε καταθέσεις (blocked for DR blocked for DR2CR).  Είχε ήδη η εφεσίβλητη αποστείλει το τεκμ. 5 (επιστολή ημερ. 13/4/2006), με το οποίο ζητούσε να μη δοθούν τα χρήματα στη μητέρα της χωρίς τη δική της συγκατάθεση.  Το τεκμ. 5 και η ερμηνεία του το οποίο αποτελεί ξεχωριστό λόγο έφεσης αλλά σε πλήρη επαλληλία με τους υπόλοιπους, έδιδε αφ’ εαυτού στην εφεσίβλητη/ενάγουσα τη σιγουριά της ασφάλειας των χρημάτων και αφ’ ετέρου ήταν απότοκο των προηγούμενων ενεργειών της εφεσείουσας, οι οποίες την καθιστούσαν υπεύθυνη επίδειξης επιμέλειας.

 

Ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο ερμήνευσε το τεκμ. 5 ως απόσυρση οδηγιών της προς την εφεσίβλητη, στηριζόμενο στο ΣύγγραμμαPagets Law of Banking” 9η έκδοση σελ. 76,

 

“….if one party to the account withdraws his mandate, the bank would decline to pay the other even if the mandate provided for either to sign; in the absence of provision or agreement to the contrary a mandate for a joint account can be withdrawn by one party to it. It is worthy of note that the bank in Brewer’s case demanded individual responsibility from the joint account holders in points (2) and (5) of the defence.  This at any rate seems to recognize a contract between the bank and each party to the account, to recognize that the bank is responsible to each party and that its contract with each is that it will pay only on the signature of both.  The bank having paid without authority, it is as if it had note paid at all….”

 

Θεωρούμε απόλυτα εύλογο το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η

 

«τράπεζα από τη στιγμή που η ενάγουσα εκδήλωσε την επιθυμία της όπως μη καταβληθούν τα χρήματα του λογαριασμού μόνο στη μητέρα της, κάτι που αποτελεί ουσιαστικά απόσυρση των αρχικών οδηγιών (mandate), όφειλε να μην καταβάλει τα χρήματα αυτά στη μητέρα.  Ακόμα δε περισσότερο όφειλε να μην το πράξει, αφού έδωσε και διαβεβαιώσεις περί τούτου στην ενάγουσα.

 

Ότι οι αρχικές οδηγίες (mandate) έπαυσαν πλεον να ισχύουν και παρά την αντίθετη θέση της τράπεζας, προκύπτει έμμεσα και από το περιεχόμενο των επιστολών που ανταλλάγησαν μεταξύ της τράπεζας, της ενάγουσας και των δικηγόρων της και με τις οποίες η τράπεζα ζητούσε όπως οι δύο δικαιούχοι να μεταβούν στην τράπεζα για να υπογράψουν νέες οδηγίες.  Αυτό και μόνο δεικνύει ότι άλλο μεσολάβησε και επιβεβαιώνει τι θέσεις της ενάγουσας.  Διότι αν ίσχυαν όπως η θέση της τράπεζας οι αρχικές οδηγίες για λειτουργία του λογαριασμού, τότε για πιο λόγο η τράπεζα ζητούσε την υπογραφή νέων οδηγιών;»

 

Εύλογο κρίνεται και το εύρημα του δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα παραδίδοντας τα χρήματα του κοινού λογαριασμού στη μητέρα της ενάγουσας/εφεσίβλητης, υπήρξε αμελής λαμβάνοντας υπόψη όλα τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης.  Εύλογο ήταν να αναμένει κάποιος ότι η τράπεζα θα ενημέρωνε την εφεσίβλητη, όπως έπραξε και στις 13/6/2005 τόσο για την επιστολή της μητέρας της, εάν αυτές ήσαν η αιτία που την έπεισαν να παραδώσει τα χρήματα, όσο και για την παράδοση των χρημάτων.  Αυτή η ενέργεια δεν εναποθέτει γενικά ιδιαίτερο βάρος προς την τράπεζα, (όπως εκφράζεται η ανησυχία από τη συνήγορο της εφεσείουσας) πλήν όμως αποτελούσε ειδικά για τη συγκεκριμένη περίπτωση ένα επιβεβλημένο καθήκον.  Συνεπώς οι λόγοι έφεσης 1, 5, 6, 7 και 10 απορρίπτονται.

 

Λόγος έφεσης 2

Θεωρείται ως λανθασμένο το εύρημα του Δικαστηρίου της σελ. 13 αυτού ότι ο λογαριασμός ήταν παγοποιημένος μέχρι τις 21/5/07.

 

Το Δικαστήριο στη σελ. 13 της απόφασης του, αναφερόμενο στη μαρτυρία της Μ.Υ.1 καταγράφει:

 

«Αποδέχομαι επίσης από τη μαρτυρία της ότι στις 21/5/2007 ο λογαριασμός εξακολουθούσε να είναι παγοποιημένος και ότι η ίδια έδωσε περαιτέρω διαβεβαιώσεις στην ενάγουσα ότι τα χρήματα θα συνέχιζαν να παραμένουν παγοποιημένα.»

 

Μελετώντας τα πρακτικά της διαδικασίας, δεν προκύπτει τέτοια άμεση επί λέξει μαρτυρία της Μ.Υ.1 όμως, ό,τι καταγράφεται ως εύρημα του Δικαστηρίου ήταν απότοκο των λεχθέντων της συγκεκριμένης μάρτυρας, η οποία δέχθηκε ότι έδιδε διαβεβαιώσεις, χωρίς να θυμάται μέχρι πότε, και του περιεχομένου των διαφόρων τεκμηρίων, όπως τεκμ. 4, 6, 7 και 8.  Σημαντικές είναι οι αναφορές της Μ.Υ.1 ότι «ήταν απόφαση του Νομικού Τμήματος να τα ξεμπλοκάρει» και ότι «έδωσα τη διαβεβαίωση μου, δεν θυμούμαι αν ήταν μετά την επιστολή αυτή (εννοούσε το τεκμ. 7, ημερ. 28/4/2006) διότι τα λεφτά όταν παγοποιηθούν μένουν παγοποιημένα μέχρι νέων οδηγιών από το Τμήμα Νομικών Υπηρεσιών».

Υποστηρίζοντας το λόγο αυτό η συνήγορος της εφεσείουσας τόνισε ότι, εκείνο το οποίο προκύπτει είναι ότι «σύμφωνα με έγγραφο ενώπιον του Δικαστηρίου, το σύστημα της Τράπεζας έδειχνε ότι ο λογαριασμός ήταν παγοποιημένος στις 18/1/2007».  Χωρίς όμως να εξηγεί πώς και με ποιο τρόπο ήρθηκε η παγοποίηση και πώς ανέμεναν να το πληροφορηθεί αυτό η ενάγουσα, όταν γνώριζε με δικό τους έγγραφο, (δηλαδή το τεκμ. 8 ημερ. 18/1/2007) ότι ο λογαριασμός ήταν παγοποιημένος μέχρι την ανωτέρω ημερομηνία.

 

Κρίνεται πως ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί.

 

Με τους λόγους έφεσης 8 και 9 προβάλλεται η θέση ότι τα χρήματα καταβλήθηκαν στη δικαιούχο και ότι εσφαλμένα το δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με την αρχή του επιζήσαντα δικαιούχου.

 

Είναι αρκετό να υπομνησθεί ότι η μητέρα της ενάγουσας/εφεσίβλητης  ήταν εν ζωή, όταν έλαβε τα χρήματα, ότι αυτή έχει ήδη αποβιώσει ενώ η ενάγουσα βρίσκεται εν ζωή, επιζήσασα της συνδικαιούχου της.  Συνεπώς η εξέταση του ερωτήματος εάν θα δικαιούτο η μητέρα τα χρήματα, εάν επιζούσε της ενάγουσας αποτελεί ακαδημαϊκή άσκηση.

 

Ορθό κρίνεται και το εύρημα του δικαστηρίου ότι «δεν έχει σημασία ποια ήταν η πηγή προέλευσης των χρημάτων αυτών, τα οποία κατατέθηκαν σε κοινό λογαριασμό στο όνομα των δύο δικαιούχων με οδηγίες προς την τράπεζα να επιτρέπει αναλήψεις ή καταθέσεις από το λογαριασμό με την υπογραφή είτε της μιας, είτε της άλλης δικαιούχου (either to sign)”.

 

Προσθέτουμε πως η εφεσείουσα Τράπεζα δεν κλήθηκε να αποφασίσει ποιος ήταν ο δικαιούχος στον οποίο να αποδώσει τα χρήματα.  Δικαιούχοι ήσαν και οι δύο επ’ ονόματι των οποίων τα χρήματα κατατέθηκαν σε κοινό λογαριασμό.

 

Συνεπώς όλοι οι λόγοι έφεσης αποτυγχάνουν.

Η έφεση απορρίπτεται με €2.500 έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης/ενάγουσας και εναντίον της εφεσείουσας/εναγομένης, πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει.

 

Λ. Παρπαρίνος, Δ.

 

Δ. Σωκράτους, Δ.

 

Λ. Δημητριάδου-Ανδρέου, Δ.

/Κας


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο