PRITCHARD v. LITTLE, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 56/2014, 16/3/2021

ECLI:CY:AD:2021:A99

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 56/2014)

 

16 Μαρτίου, 2021

 

[Α.ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ., Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ,  Δ., Δ.ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.]

 

XXX XXX PRITCHARD

Εφεσείουσα/Ενάγουσα

και

XXX ΜΑΥΡΟΜΜΑΤΗ

Εφεσίβλητος/Εναγόμενος

και

XXX LITTLE

Εφεσίβλητος/Τριτοδιάδικος

_ _ _ _ _ _

Π.Ευθυμίου και Ε.Ευθυμίου, για Π.Ευθυμίου ΔΕΠΕ, για την εφεσείουσα

Εφεσίβλητος/εναγόμενος απών, καμιά εμφάνιση

Μ.Ν.Γεωργίου (κα), για Λ.Γεωργίου ΔΕΠΕ, για τον εφεσίβλητο/τριτοδιάδικο

_ _ _ _ _ _

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα δοθεί από την Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.

----------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.:  Το μόνο επίδικο θέμα το οποίο απασχόλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν αυτό της ευθύνης σε σχέση με τροχαίο δυστύχημα που είχε συμβεί στην Πάφο, στις 24.4.2009.  Στο ατύχημα αυτό συγκρούστηκαν δύο οχήματα, η  μοτοσυκλέτα στην οποία επιβάτης ήταν η εφεσείουσα-ενάγουσα, με οδηγό τον τριτοδιάδικο και το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο εφεσίβλητος-εναγόμενος. 

 

Το ποσό των γενικών και ειδικών αποζημιώσεων της εφεσείουσας είχε συμφωνηθεί στο ποσό των €20,000 επί πλήρους ευθύνης.  Η εφεσείουσα δε, ούσα επιβάτης, ήταν κοινώς παραδεκτό ότι δεν έφερε ευθύνη για το δυστύχημα. 

 

Για σκοπούς εύκολης αναφοράς στη συνέχεια, ως εφεσίβλητος θα αναφέρεται ο εφεσίβλητος/εναγόμενος, ενώ ο εφεσίβλητος/τριτοδιάδικος θα αναφέρεται ως ο τριτοδιάδικος.

 

Για την εφεσείουσα κατέθεσε μόνο ο Αστ.Φοινικαρίδης (ΜΕ1) που διερεύνησε τη σκηνή του δυστυχήματος και ετοίμασε το σχετικό συμμετρικό σχέδιο αυτής.  Για τον εφεσίβλητο έδωσε μαρτυρία ο ίδιος, ενώ ο τριτοδιάδικος δεν κάλεσε κανένα μάρτυρα.

Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής στο έργο της αξιολόγησης της μαρτυρίας θεώρησε ότι η μαρτυρία του ΜΕ1 ήταν αφ΄ενός αναντίλεκτη και αφ΄ετέρου άφησε καλή εντύπωση στο Δικαστήριο.

 

Επίσης, έκρινε αποδεκτή τη μαρτυρία του εφεσίβλητου, επισημαίνοντας ότι εκτός του ότι άφησε θετική εντύπωση, δεν υπήρξε εκ μέρους των λοιπών διαδίκων, ένορκη μαρτυρία.  Επισήμανε ακόμη ότι η προφορική μαρτυρία που αποδέκτηκε ταυτιζόταν με την πραγματική μαρτυρία.

 

Στη βάση των πιο πάνω διατύπωσε τα ακόλουθα ευρήματα:

«Στις 24.04.2009 και ώρα 05:50 ο Εναγόμενος οδηγούσε το αυτοκίνητο με αρ. εγγραφής ΚXXX14 στη Λεωφόρο Τάφοι των Βασιλέων με κατεύθυνση προς Πέγεια. Η ταχύτητά του ήταν γύρω στα 50 με 55 χλμ/ώρα.

 

Στο δρόμο υπήρχε επαρκής φωτισμός και είχε αρχίσει να ξημερώνει.

 

Μπροστά από το αυτοκίνητο του Εναγόμενου προπορευόταν η μοτοσυκλέτα με αρ. εγγραφής ΖXXΗ XXX, την οποία οδηγούσε ο Τριτοδιάδικος, με συνεπιβάτη την Ενάγουσα. Ο Τριτοδιάδικος οδηγούσε κάνοντας ζικ ζακ.

 

Ο Εναγόμενος βλέποντας τον Τριτοδιάδικο να οδηγεί μπροστά του επικίνδυνα, άναψε το φλάς για να τον προσπεράσει, επειδή αισθάνθηκε, ότι θα γίνει κάτι κακό από τον τρόπο οδήγησής του. Αρχισε να προσπερνά τη μοτοσυκλέτα από τα δεξιά, σε σημείο, που υπήρχε άσπρη συνεχής γραμμή, και το αυτοκίνητό του ήταν το μισό στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας και το άλλο μισό στη δεξιά. Ενώ προσπερνούσε τη μοτοσυκλέτα και ήταν ακριβώς δίπλα της, σε απόσταση ενός μέτρου, η μοτοσυκλέτα έστριψε ξαφνικά και, χωρίς καμιά προειδοποίηση, δεξιά και χτύπησε στο αριστερό μπροστινό φτερό του αυτοκινήτου.

 

Η απόσταση του σημείου σύγκρουσης Χ από το κέντρο του δρόμου προς τα αριστερά είναι 20 εκατοστά. Το πλάτος, τόσο της αριστερής, όσο και της δεξιάς λωρίδας κυκλοφορίας, της λεωφόρου Τάφοι των Βασιλέων είναι 3,40 μέτρα και στο ύψος του σημείου σύγκρουσης, στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας, υπάρχει διαπλάτυνση πλάτους 4,70 μέτρων

 

Η μοτοσυκλέτα ήταν τύπου street και το πλάτος της με τα τιμόνια ήταν 70 με 80 εκατοστά.

 

Από τη σύγκρουση προκλήθηκαν ζημιές στη δεξιά και στην αριστερή πλευρά της μοτοσυκλέτας και στο αυτοκίνητο στην αριστερή μπροστινή πλευρά και στο αριστερό μπροστινό φτερό.

Οι περισσότερες ζημιές στο αυτοκίνητο προκλήθηκαν στο μπροστινό αριστερό φτερό και συνεπεία αυτών των ζημιών προκλήθηκαν και ζημιές μπροστά.

 

Τα ευρήματα αυτά επιβεβαιώνουν, ότι αυτό που συνέβη είναι, ότι δεν χτύπησε το αυτοκίνητο με τα μούτρα τη μοτοσυκλέτα, αλλά ότι η μοτοσυκλέτα χτύπησε στο αριστερό μπροστινό φτερό του αυτοκινήτου.

 

Μετά τη σύγκρουση ο Εναγόμενος σταμάτησε το αυτοκίνητό του και η μοτοσυκλέτα σύρθηκε στο δρόμο.

 

Συνεπεία της σύγκρουσης η Ενάγουσα και ο Τριτοδιάδικος τραυματίσθηκαν και μεταφέρθηκαν με ασθενοφόρο στο Γενικό Νοσοκομείο Πάφου.

 

Στη σκηνή του δυστυχήματος μετέβηκε η Τροχαία Πάφου και ο Μ.Ε.1, ο οποίος έλαβε μετρήσεις, στη βάση των οποίων ετοίμασε στη συνέχεια το συμμετρικό σχέδιο (Τεκ. 1)».

 

Το Δικαστήριο αφού καθοδηγήθηκε στη νομική πτυχή κατέληξε ότι ο εφεσίβλητος δεν έφερε καμία ευθύνη για το δυστύχημα και απέρριψε την αγωγή με έξοδα υπέρ του.  Ταυτόχρονα απέρριψε και τη διαδικασία τριτοδιάδικου χωρίς όμως έξοδα.  Σημειώνεται ότι η πλευρά του τριτοδιάδικου στο περίγραμμα αγόρευσης της και προφορικά ενώπιον του Εφετείου υιοθέτησε πλήρως την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.

 

Το εφετήριο αποτελείται από 4 λόγους έφεσης οι οποίοι διατυπώνονται  άκρως συνοπτικά, ότι δηλαδή το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και αντινομικά αποφάσισε ότι ο εφεσίβλητος δεν είχε καμιά ευθύνη για το τροχαίο (1ος λόγος), ότι λανθασμένα και αντινομικά κατέληξε ότι οι καταθέσεις της εφεσείουσας και του τριτοδιάδικου που κατατέθηκαν μετά από παράκληση του δικηγόρου του εφεσίβλητου δεν είχαν καμία αποδεικτική σημασία (2ος λόγος), το εύρημα της θετικής αντίκρυσης του εφεσίβλητου ως μάρτυρα ήταν λανθασμένο (3ος λόγος).  Ως εκ των πιο πάνω, λανθασμένα επιδικάσθηκαν τα έξοδα εναντίον της εφεσείουσας (4ος λόγος).

 

Καθηκόντως, θα πρέπει πρωτίστως να εξετάσουμε τον 3ο λόγο ως άνω αφού πλήττεται ως λανθασμένο το έργο της αξιολόγησης της μαρτυρίας του εφεσίβλητου.

 

Θα πρέπει κατ΄αρχάς να επαναλάβουμε την αρχή της νομολογίας για το περιορισμένο της επέμβασης του Εφετείου στο έργο της αξιολόγησης.

 

Στην Πολάτογλου ν. Μασούρα (2004)1 ΑΑΔ 158 λέχθηκαν τα εξής:

«Πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει κατ’ εξοχή στο πρωτόδικο δικαστήριο το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει. Διαθέτει ευχέρεια για παραγκωνισμό ευρημάτων που σχετίζονται με την αξιοπιστία μόνο όταν καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να κάμει τα ευρήματα τα οποία έκαμε σε σχέση με την αξιοπιστία το Εφετείο δεν επεμβαίνει (Βλ. Kyriakou v. Aristotelous (1970) 1 C.L.R. 172, 176, Charalambides v. Hjisoteriou & Son and Others (1975) 1 C.L.R. 269, 277, Γιαννή κ.ά. ν. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 340, Σοφοκλή ν. Λεωνίδου (1993) 1 Α.Α.Δ. 1003, Αθανασίου κ.ά. ν. Κουνούνη (1997) 1 A.A.Δ. 614 και Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους (1997) 1 Α.Α.Δ. 396)».

 

Παραπονείται ουσιαστικά η εφεσείουσα ότι ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής παρέβλεψε ουσιώδεις αντιφάσεις στη μαρτυρία του εφεσίβλητου και στη γραπτή του κατάθεση στην Αστυνομία.  Δεν θα συμφωνήσουμε ότι πρόκειται για αντιφάσεις.  Η προφορική αναφορά του εφεσίβλητου ότι τα φώτα πορείας της μοτοσυκλέτας ήταν σβηστά, δεν έρχεται σε σύγκρουση αφού δεν γίνεται αναφορά ότι ήταν αναμμένα.   Το θέμα βεβαίως δεν έχει εντέλει σημασία εφόσον ο ίδιος είχε δεχθεί ότι είδε τη μοτοσυκλέτα.  Όταν δε ρωτήθηκε γιατί δεν το ανέφερε στην κατάθεσή του απάντησε ότι κανείς δεν τον ρώτησε.  Αναφορικά δε με το θέμα του προσπεράσματος ή όχι και πάλι το ζήτημα δεν συναρτάται άμεσα με τα επίδικα αφού, όπως προκύπτει, είναι οι ενέργειες του τριτοδιάδικου που προκάλεσαν το ατύχημα.  Χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στη σελ.24 των πρακτικών κατά την αντεξέταση του εφεσίβλητου.

«Ερ.:  Γιατί δεν αναφέρατε στην κατάθεση σας ότι σας προσπέρασε η μοτοσυκλέτα του τριτοδιάδικου;

Απ.:  Δεν με είχε ρωτήσει κανένας εκείνη τη στιγμή και δεν ήξερα ότι έπρεπε να αναφέρω λεπτομερώς πώς έγιναν τα πράγματα»

 

Είναι απολύτως κατανοητό ότι σε μια κατάθεση στην Αστυνομία  – ειδικά για τροχαίο – αναφέρονται συνοπτικά κάποια ουσιώδη γεγονότα και δεν αναμένεται να περιλαμβάνονται όλες οι λεπτομέρειες, όπως θα συμβεί κατά την αντεξέταση, μετά από συγκεκριμένες ερωτήσεις.

 

Ούτε βεβαίως αποτελεί «αντίφαση» ότι ο εφεσίβλητος δεν θυμόταν ακριβώς την ώρα του δυστυχήματος (απάντησε «νομίζω 6.30 ή 7.30»).  Η ακριβής ώρα τέθηκε με τη μαρτυρία του ΜΕ1 (δηλ.5.50).  ΄Αλλωστε δεν υπήρχε ισχυρισμός ότι ο εφεσίβλητος δεν είδε τον τριτοδιάδικο λόγω έλλειψης φωτός.  Ούτε μπορεί εύλογα να επιτύχει επιχείρημα αναξιοπιστίας επειδή δεν θυμόταν ακριβώς πόσα λεπτά ακολουθούσε τη μοτοσυκλέτα.

 

Όπως υποδείχθηκε, η αξιολόγηση μαρτυρίας αποτελεί έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου και τα περιθώρια επέμβασης του εφετείου είναι συγκεκριμένα και στενά.  Δυνατότητα για παραμερισμό ευρημάτων αξιοπιστίας παρέχεται μόνο όταν αυτά καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή είναι παράλογα ή αυθαίρετα.  Το βάρος είναι στην πλευρά του εφεσείοντος να καταδείξει το εσφαλμένο της κρίσης μέσα στα πλαίσια που καθορίζει η νομολογία μας.

 

Είναι φανερό ότι εν προκειμένω, η πλευρά της εφεσείουσας απέτυχε να αποσείσει το βάρος που είχε.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξήγησε με σαφήνεια και λεπτομέρεια αλλά και με ορθή σύγκριση με την πραγματική μαρτυρία, τους λόγους που έκρινε αποδεκτή τη μαρτυρία του εφεσίβλητου.  Το ίδιο συμβαίνει και με τη μαρτυρία του ΜΕ1 Αστυνομικού.  Ο σχετικός λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Προχωρούμε να εξετάσουμε τον 2ο λόγο έφεσης που αφορά στην εισήγηση ότι λανθασμένα κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι οι καταθέσεις της εφεσείουσας και του τριτοδιαδίκου στην Αστυνομία δεν είχαν καμία αποδεικτική αξία.  Προς τούτο ο κ.Ευθυμίου μας παρέπεμψε σε σχετική νομολογία για την αξία της «εξ ακοής μαρτυρίας».   (Αγρότου κ.ά. ν. Αγρότου, Πολ.Εφ.288/10, 31.5.2016, ECLI:CY:AD:2016:A263 και Fabrey a.a. v. Niovi Demetriou (1976)1 CLR 1). 

 

Mε όλο το σεβασμό, η εισήγηση αυτή δεν είναι βάσιμη.  Είναι φανερό από την ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου διαδικασία πως οι ως άνω καταθέσεις κατατέθηκαν όχι για την αλήθεια του περιεχομένου τους αλλά ως έγγραφα που αφορούσαν ανακριτικά διαβήματα της Αστυνομίας σε σχέση με το τροχαίο.  Θυμίζουμε πως ούτε η εφεσείουσα ούτε ο τριτοδιάδικος έδωσαν μαρτυρία.

 

Ισχύουν απόλυτα αυτά που λέχθηκαν στη Δημητρίου ν. Δημητριάδη ανηλίκου (2000)1(Γ) ΑΑΔ 1654:

«Αναφορικά με την εισήγηση της δικηγόρου της εφεσείουσας πως έσφαλε κατά νόμο το πρωτόδικο Δικαστήριο όταν αρνήθηκε να αξιολογήσει τη γραπτή κατάθεση της εφεσείουσας που έδωσε στην Αστυνομία, που προσκομίστηκε εκ συμφώνου στο Δικαστήριο, κρίνουμε πως η σχετική απόφαση της δικαστού είναι απόλυτα ορθή. Η εφεσείουσα δεν έδωσε μαρτυρία κατά την ακρόαση. Είναι γεγονός πως το έγγραφο τούτο κατατέθηκε εκ συμφώνου, αλλά από τις θέσεις των δικηγόρων όπως προβάλλονται και καταγράφονται στο πρακτικό δεν αποκαλύπτεται ρητή δήλωση του δικηγόρου του εφεσίβλητου πως δεχόταν ως αληθές το περιεχόμενο του, ώστε να είναι δεσμευτικό. Γι’ αυτό και ο εφεσίβλητος παρουσίασε την εκδοχή του αναφορικά με τις συνθήκες του δυστυχήματος με δικό του μαρτυρικό υλικό. Ορθά επομένως η δικαστής αρνήθηκε να λάβει υπόψη το περιεχόμενο της γραπτής κατάθεσης της εφεσείουσας στην Αστυνομία».

 

(βλ. την ίδια προσέγγιση στην Αποστολίδη ν. Ζούλη (2001)1Γ ΑΑΔ 1695).

 

Η νομολογία που πρόβαλε ο κ.Π.Ευθυμίου, δεν υποστηρίζει την εισήγηση του, αφού δεν αφορά σε αυτό ακριβώς το θέμα.  Συμφωνούμε περαιτέρω με τη θέση που προβλήθηκε στο περίγραμμα του εφεσιβλήτου ότι υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης οι πιο πάνω καταθέσεις δεν έχουν καμιά βαρύτητα αναφορικά με τους ισχυρισμούς ότι ο τριτοδιάδικος έδειξε πρόθεση να στρίψει δεξιά αφού ο ισχυρισμός αυτός συγκρούεται με την αναντίλεκτη μαρτυρία του εφεσίβλητου.  Και ο 2ος λόγος έφεσης ομοίως απορρίπτεται.

 

Με τον 1ο λόγο προσβάλλεται ουσιαστικά η νομική θεώρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως ο εφεσίβλητος δεν είχε καμιά ευθύνη για το επίδικο τροχαίο.  Ισχυρίζεται η εφεσείουσα πως το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος ξεκίνησε προσπάθεια προσπεράσματος σε σημείο άσπρης συνεχόμενης γραμμής συνιστά αμέλεια συσχετίζοντας το γεγονός αυτό με την πρόκληση του δυστυχήματος.

 

Καθίσταται σαφές από τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η αμέλεια – αιτία πρόκλησης του δυστυχήματος ήταν η οδική συμπεριφορά του τριτοδιάδικου ο οποίος χωρίς προειδοποίηση και ενώ το όχημα του εφεσίβλητου βρισκόταν δίπλα του κινήθηκε σε χρόνο που δεν επέτρεπε στον εφεσίβλητο να αντιδράσει – δεξιά προς το όχημα του εφεσίβλητου – με αποτέλεσμα να κτυπήσει πάνω του.

 

Το προσπέρασμα σε συνεχή άσπρη γραμμή δεν συνέτεινε ούτε είχε σχέση με το επίδικο συμβάν.

 

Ισχύει αυτό που λέχθηκε πολλάκις από τη νομολογία μας, ότι δηλ. «παράβαση κανονισμού δεν αποτελεί αφ΄εαυτής αμέλεια» (βλ. Χριστόφορου ν. Τρύφωνος (1999)1(Γ) ΑΑΔ 1516.

 

Η πρωτόδικη προσέγγιση σε όλη την εμβέλεια της υπήρξε ορθή και την επικυρώνουμε. 

 

Τόσο ο 1ος λόγος, όσο και ο 4ος λόγος (που αφορά την καταδίκη της εφεσείουσας στα έξοδα πρωτοδίκως) πρέπει να απορριφθούν και απορρίπτονται.

Η έφεση απορρίπτεται συλλήβδην ως άνω με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας και υπέρ του εφεσίβλητου εκ ποσού €1,500 πλέον ΦΠΑ, εάν υπάρχει.  ΄Εξοδα επιδικάζονται  επίσης εναντίον της εφεσείουσας και υπέρ του τριτοδιάδικου εκ ποσού €1,500 πλέον ΦΠΑ, εάν υπάρχει. 

 

                                                                   ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

                                                                   ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

                                                                   ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο