ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΧΩΡΙΣ ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΖΑΜΠΑ , ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 99/2020, 5/3/2021

ECLI:CY:AD:2021:B79

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

 

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 99/2020

 

5 Mαρτίου, 2021

{Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3, 9 ΚΑΙ 11 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΔΙΑΤΑΓΗ 35 ΘΕΣΜΟΣ 30 ΤΩΝ ΘΕΣΜΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΧΩΡΙΣ ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ xxx ΖΑΜΠΑ ΑΠΌ ΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ ΓΙΑ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΆΔΕΙΑΣ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΕΦΕΣΗΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΗΣ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΝΤΙΜΟΥ ΔΙΚΑΣΤΟΥ ΚΑΣ Α. ΠΑΝΤΑΖΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΗΜΕΡ. 7/8/20 ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ 4054/2019 ΛΟΓΩ ΛΑΝΘΑΣΜΕΝΗΣ ΔΙΑΤΑΓΗΣ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΑ ΕΞΟΔΑ, ΔΗΛΑΔΗ ΥΠΕΡ ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ ΚΑΙ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ/ΑΙΤΗΤΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΜΕΡ. 20/12/2019

………………

ΑΙΤΗΣΗ ΗΜΕΡ. 28/8/20

Π. Μιχαήλ, για την αιτήτρια

Xρ. Νεοφύτου για Νεοφύτου & Νεοφύτου ΔΕΠΕ, για τους καθ’ ων η αίτηση  

...................

Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δ. Σωκράτους, Δ.

………………….

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ:  Στα πλαίσια της αγωγής 4054/19 του Επαρχιακού Δικαστηρίου  Λευκωσίας, η Aιτήτρια, ως ενάγουσα, εναντίον του Κυνολογικού ομίλου Κύπρου, είχε καταχωρήσει αίτηση ημερ. 13/12/19 με την οποία επιζητούσε την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων.  Η αίτηση συνοδευόταν από την ένορκη δήλωση της ίδιας και του xxx Γεωργίου. 

 

Μετά την καταχώρηση ειδοποίησης πρόθεσης ένστασης εκ μέρους του εναγομένου, η Αιτήτρια επιδίωξε με αίτηση της ημερ. 22/1/20 την έκδοση 5 θεραπειών/διαταγμάτων, προς: καταχώρηση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης εκ μέρους εκείνης και του xxx Γεωργίου (αιτητικό Α και Β).  Καταχώρηση επιπρόσθετης ένορκης δήλωσης και/ή προσαγωγή προφορικής μαρτυρίας εκ μέρους της xxx Γωγάκη, λειτουργού του Εφόρου Σωματείων (αιτητικό Γ).  Καταχώρηση πρόσθετης ένορκης δήλωσης από δύο περαιτέρω πρόσωπα (αιτητικό Δ) και διάταγμα με το οποίο να διατάσσεται ο ενόρκως δηλών στην ένσταση των εναγομένων να παρουσιαστεί στο Δικαστήριο σε συγκεκριμένη ημερομηνία για να αντεξεταστεί (αιτητικό Ε).

 

 Μετά από εκδίκαση της αίτησης αυτής, δεδομένου ότι υπήρχε ένσταση εκ μέρους του εναγομένου αλλά και εκ μέρους του Εφόρου Σωματείων (ο οποίος εκπροσωπήθηκε στη διαδικασία από δικηγόρο της Δημοκρατίας) για την έκδοση των θεραπειών αυτών, το δικαστήριο, με απόφαση του ημερ. 7/8/20 (στο εξής η απόφαση), ενέκρινε μόνο το αιτητικό (Α) δηλαδή επέτρεψε την καταχώρηση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης εκ μέρους της αιτήτριας, απορρίπτοντας τα αιτητικά (Β) – (Ε). 

 

Αναφορικά με τα έξοδα διέταξε όπως αυτά επιδικαστούν κατά ¾ υπέρ του εναγομένου και του Εφόρου Σωματείων και εναντίον της ενάγουσας/Αιτήτριας, τα οποία θα ήταν πληρωτέα στο τέλος της εκδίκασης της αίτησης για προσωρινά διατάγματα. 

 

Με την κρινόμενη αίτηση η Αιτήτρια επιζητεί έκδοση άδειας με την οποία να επιτρέπεται η καταχώρηση έφεσης εναντίον της εν λόγω  διαταγής για τα έξοδα.  Η αίτηση συνοδεύεται με την ένορκη δήλωση της ίδιας της Αιτήτριας.  Στην προσπάθεια επεξήγησης του λόγου, για τον οποίο επιζητείται η σχετική άδεια, αναφέρει σχετικά πως το δικαστήριο ενώ έκαμε δεκτή μία εκ των αιτούμενων θεραπειών, την καταδίκασε στα ¾ των εξόδων, απόφαση την οποία θεωρεί λανθασμένη διότι  (α) είναι αντίθετη με τη Δ.59 θ. 1 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και το άρθρο 43 του Ν. 14/60 περί Δικαστηρίων Νόμου (β) δεν επιδίκασε τα έξοδα υπέρ της, όπως καθοδηγεί η πάγια και δεσμευτική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και ο κανόνας πρακτικής σε τέτοιες  περιπτώσεις, δηλαδή ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα, (γ) δεν έδωσε καμιά αιτιολογία ως προς τους λόγους για τους οποίους καταδικάστηκε στα ¾ των εξόδων παρόλο που πέτυχε στην αίτηση της έστω και σε μία από τις αιτούμενες θεραπείες.

 

 Ο καθ’ ου η Αίτηση εγείρει με την καταχωρηθείσα ένσταση του, δεκατρείς λόγους, για τους οποίους θεωρεί ότι η αίτηση και το σχετικό δικονομικό διάβημα είναι απορριπτέα.  Μεταξύ άλλων, προβάλλει ότι είναι λανθασμένος ο τίτλος της αίτησης καθώς και η αναφορά σε αίτηση ημερ. 20/12/29 (Οι λόγοι ένστασης 1-7).  Με τους υπόλοιπους λόγους ένστασης 8-12 υιοθετείται ως ορθή και αιτιολογημένη η σχετική διαταγή της απόφασης του δικαστηρίου και επισημαίνεται ότι η Διαταγή για έξοδα εκδόθηκε με επαρκή λόγο ήτοι του γεγονότος ότι τέσσερα από τα πέντε αιτητικά της αίτησης ημερ. 22/1/20 απορρίφθηκαν, ενώ δεν υπάρχει οποιοσδήποτε εξωγενής παράγοντας ο οποίος να δικαιολογεί την παραχώρηση άδειας για καταχώρηση έφεσης μόνο για τα έξοδα. 

Αναφορικά με τους πρώτους λόγους ένστασης είναι αρκετό να αναφερθεί πως προκύπτει με σαφήνεια ότι η απόφαση του δικαστηρίου, η οποία αποτελεί αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας είναι η ημερομηνίας 7/8/20 και αφορά την αίτηση 22/1/20.  Θεωρούμε πως η λανθασμένη από την Αιτήτρια αναφορά στην ένορκη δήλωση της, σε αίτηση ημερ. 20/12/19, είναι άνευ ουσιαστικής σημασίας και δεν προκαλεί καμιά σύγχυση, αφού στην αίτηση της,  επισυνάπτει τη σχετική απόφαση.

 

Οι συνήγοροι των διαδίκων υποστήριξαν τις εκατέρωθεν θέσεις τους με γραπτές αγορεύσεις, το περιεχόμενο των οποίων είχαν υιοθετήσει.  Τέθηκε στους συνήγορους, κατά την επ’ ακροατηρίω συζήτηση το ζήτημα του εφέσιμου της απόφασης του Δικαστηρίου ημερ. 7/8/20, μέρος της οποίας αποτελεί και η διαταγή για τα επιδικασθέντα έξοδα και ζητήθηκαν οι θέσεις τους.

 

Μας έχει λεχθεί ότι ήδη έχει εκδικαστεί η κυρίως αίτηση για έκδοση προσωρινών διαταγμάτων (για την οποίαν προέκυψε η ανάγκη της επίδικης αίτησης) η οποία και απορρίφθηκε.  Η Αιτήτρια κατέθεσε έφεση εναντίον της απόφασης, πλην όμως δεν εφεσίβαλε στα πλαίσια της έφεσης την απόφαση ημερ. 7/8/20.

 

Έχοντας μελετήσει τις θέσεις των συνηγόρων όπως αυτές εκφράσθηκαν παρατηρούμε τα ακόλουθα.

 

Το άρθρο 25 του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/60 προνοεί (όπως αυτό τροποποιήθηκε με το Ν. 109(1)/2017):

 

«25.(1)  Τηρουμένου οποιουδήποτε διαδικαστικού κανονισμού, σε έφεση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου υπόκειται –

(α)  Κάθε τελική απόφαση ή διαταγή δικαστηρίου που ασκεί πολιτική δικαιοδοσία,

(β)  απαγορευτικά ή προστακτικά διατάγματα (παρεμπίπτοντα ή διηνεκή) ή διατάγματα διορισμού παραλήπτη που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων οποιουδήποτε νόμου, και

  (γ) ενδιάμεσες αποφάσεις απόλυτα καθοριστικές ως προς το αποτέλεσμά τους για τα δικαιώματα των διαδίκων:

 

Νοείται ότι, σε κάθε περίπτωση, διάδικος δεν αποστερείται του δικαιώματος να εγείρει ζητήματα που αφορούν οποιαδήποτε ενδιάμεση απόφαση στο στάδιο της έφεσης εναντίον της τελικής απόφασης.»

 

 

Το εν λόγω άρθρο ενσωματώνει τη θέση της νομολογίας επί του θέματος, όπως διαχρονικά εξελίχθηκε, με προοπτική και σκοπό την διαφύλαξη πολύτιμου χρόνου για την εκδίκαση τελικών και καθοριστικών για την ουσία τους διαφορών, διασφαλίζοντας όμως ταυτόχρονα τα δικαιώματα των διαδίκων μερών, τα οποία δύνανται στο στάδιο έφεσης εναντίον τελικής απόφασης να εγείρουν ζητήματα τα οποία αφορούν ενδιάμεση απόφαση.

 

Αποκαλυπτική και καθοριστική η απόφαση Evand Promotion Ltd and others v. Rutman (1997) 1 ΑΑΔ 1787, (η οποία προηγήθηκε της τροποποίησης του άρθρου 25) της οποίας το κάτωθι απόσπασμα υιοθετήθηκε και σε μεταγενέστερες (Ιωσηφίδης κ.α. ν. Συνδέσμου Πολεοδόμων Κύπρου κ.α. (1999) 3 ΑΑΔ 871):

 

«Στην υπόθεση Evand Promotions Ltd and others v. Rutman (1997) 1 AAΔ 1787, επαναλήφθηκε ότι η έννοια του όρου «απόφαση» σημαίνει αποφάσεις, ενδιάμεσες ή τελικές, καθοριστικές για τα δικαιώματα των διαδίκων.  Μόνο αποφάσεις που ενέχουν αυτό το στοιχείο είναι εφέσιμες.  Τονίστηκε επίσης ότι η δευτεροβάθμια δικαιοδοσία δεν έχει ως σκοπό την επιτήρηση της πορείας ή της εξέλιξης της δίκης, αλλά των αποτελεσμάτων της, των καθοριστικών για τα δικαιώματα των διαδίκων.  Ενδιάμεσες αποφάσεις, μη καθοριστικές αφ’ εαυτών για τα δικαιώματα των διαδίκων, εφόσον επηρεάζουν το αποτέλεσμα, μπορούν να αναθεωρηθούν μέσα στα πλαίσια της έφεσης κατά της τελικής απόφασης»

 

Βλέπε επίσης Ιεροδιακόνου κ.α. ν. Γεωργίου (1998) 1 (Δ) ΑΑΔ 2307 και Χαρούς ν. Χαρούς (2003) 1 ΑΑΔ 1530)

 

Σημαντικός αριθμός αποφάσεων έχει δοθεί μετά την τροποποίηση του άρθρου 25 του Ν. 14/60 στις οποίες τονίζεται ότι η επελθούσα τροποποίηση, όχι μόνο ευθυγραμμίζεται με το δικαστικό λόγο προηγούμενων αποφάσεων (όπως π.χ. της Χαρούς) αλλά κινείται και πέραν της νομολογιακής αυτής προσέγγισης, περιορίζοντας, νομοθετικά πλέον, το πεδίο άσκησης εφέσεων κατά ενδιάμεσων αποφάσεων όχι απλώς καθοριστικών ως προς το αποτέλεσμα τους για τα δικαιώματα των διαδίκων, αλλά απολύτως καθοριστικών.  (Oneworld Ltd ν. Ojsc Bank of Moscow, Πολ Έφ. Αρ. Ε50/2018 ημερ. 13/13/2018 και Hazlewood Investments & Finance Ltd v. ΧΧ Manuel κ.α. Πολ. Εφ. Ε14/2017 κ.α. Ε209/2017 ημερ. 25/2/2019).

 

Συζητήθηκε στην Οneworld Ltd. (ανωτέρω) το ιστορικό της τροποποίησης του αρθρ. 25 του Ν. 14/60 και τονίστηκε ότι:

  

«Είναι υπό το φως της νέας νομοθετικής επιταγής και με καθοδήγηση την υφιστάμενη, προ της τροποποίησης του 2008, νομολογιακή προσέγγιση, που θα πρέπει να ερμηνεύεται και εφαρμόζεται το τροποποιημένο κείμενο του άρθρου 25(1)(γ) του Νόμου.»

 

Κρίνουμε ότι η επίδικη απόφαση συμπεριλαμβανομένης της διαταγής για έξοδα δεν ήταν εφέσιμη καθ’ όσον δεν ήταν απόλυτα καθοριστική για τα δικαιώματα των διαδίκων.

 

Η Αιτήτρια βεβαίως δεν έχανε το δικαίωμα της να εφεσιβάλει αυτήν, ως μέρος της κυρίως Αίτησης για το προσωρινό διάταγμα.  Στα πλαίσια αυτά ενυπήρχε η δυνατότητα προσβολής του μέρους της απόφασης που αφορά τα έξοδα.

 

Στην κρινόμενη περίπτωση η Αιτήτρια έχει ήδη εφεσιβάλει την αίτηση για προσωρινό διάταγμα πλην όμως επέλεξε να μη συμπεριλάβει την επίδικη.  Ενέργεια στην οποίαν εδικαιούτο να προβεί αν ένιωθε ότι θίγονται με αυτή τα συμφέροντα της, δεδομένης και της επισήμανσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι τα έξοδα θα ήσαν πληρωτέα στο τέλος της εκδίκασης της αίτησης για το προσωρινό διάταγμα.

 

Η ανάγκη εξασφάλισης άδειας από το Εφετείο για καταχώρηση έφεσης αναφορικά με τα έξοδα (Δ.35, θ.20 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας) σε αποφάσεις όπου επιτρέπεται να ασκηθεί έφεση, καταδεικνύει το φειδωλό τρόπο με το οποίο τέτοιου είδους αιτήσεις αντιμετωπίζονται, με σκοπό όπως η νομολογία το έθεσε, να μην προσφεύγει ο διάδικος, χωρίς αποχρώντα λόγο στο Εφετείο για αναθεώρηση διαταγής για έξοδα. ( Χωματένος ν.  Γεωργίου Πολ. Αίτηση 6/2018 ημερ. 4/5/2018)Πολύ δε περισσότερο, ισχύει η αρχή αυτή, όταν η απόφαση της οποίας η αναθεώρηση των εξόδων επιζητείται, δεν είναι εφέσιμη.

 

Συνεπώς, δεδομένου των ανωτέρω, κρίνουμε πως, δεν υπάρχει εύλογη αιτία ικανοποίησης του αιτήματος.

 

Η αίτηση απορρίπτεται.  Επιδικάζονται έξοδα €500 πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει προς όφελος του καθ’ ου η αίτηση και εναντίον της Αιτήτριας.

 

                                                                               Α. Λιάτσος, Δ.

 

                                                               Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.

 

                                                               Δ. Σωκράτους, Δ.

/ΚΑΣ                                                               


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο