ECLI:CY:AD:2021:A107
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Έφεση Αρ Ε102/2015
29 Μαρτίου, 2021
[ΠΑΝΑΓΗ, Π., ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ., ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.]
KAMENEVA χχχ
Εφεσείουσα/Εναγομένη 2
ΚΑΙ
ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ
(ΠΡΩΗΝ) CYPRUS POPULAR BANK PUBLIC CO LTD
(ΠΡΩΗΝ) MARFIN POPULAR BANK PUBLIC LTD
Εφεσίβλητη/Ενάγουσα
----------------------
Χριστόφορος Χατζηστερκώτης, Για εφεσείουσα
Τάσος Κουκούνης για Ανδρέας Κουκούνης ΔΕΠΕ, Για εφεσίβλητη
----------------
ΠΑΝΑΓΗ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Α. Πούγιουρου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ: H ακύρωση απόφασης που εκδίδεται εναντίον εναγόμενου συνεπεία παράλειψης καταχώρησης σημειώματος εμφάνισης στη βάση της Δ.17 θ.10 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών (αντίστοιχη της παλαιάς Αγγλικής Διαταγής Ο.13 r.10), εμπίπτει εντός της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Η νομολογία έχει εδραιώσει ορισμένα κριτήρια με τα οποία τα Δικαστήρια καθοδηγούνται ως προς τις περιπτώσεις που είναι ορθό να επανανοιχθεί μια υπόθεση. Ένα από αυτά τα κριτήρια απαιτεί την καταχώρηση ένορκης δήλωσης για την ουσία της αγωγής στην οποία να εμφαίνεται ότι ο αιτητής έχει μια εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση. Αυτή η αποκάλυψη εκ πρώτης όψεως συζητήσιμης υπεράσπισης συνιστά, όπως λέχθηκε στην Κωνσταντινίδη ν. Hissin (2004) 1 Α.Α.Δ. 1774, τον «πρωταρχικό παράγοντα» που λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας. Ως επιπρόσθετη παράμετρος λαμβάνεται επίσης υπόψη ο χρόνος που έχει διαρρεύσει από την ημέρα έκδοσης της απόφασης μέχρι την καταχώρηση της αίτησης παραμερισμού, καθώς βέβαια και οι επεξηγήσεις που δίνονται ως προς το λόγο που η υπόθεση αφέθηκε να προχωρήσει ερήμην του αιτητή χωρίς την καταχώρηση εμφάνισης.
Οι πιο πάνω αρχές συνοψίστηκαν, μετά από ανασκόπηση της μέχρι τότε νομολογίας, στην υπόθεση Γιάγκου κ.ά ν. Φωτίου (2014) 1 (Α) Α.Α.Δ. 250, ECLI:CY:AD:2014:A56 και σε άλλη μεταγενέστερη νομολογία όπως στην Πολυδώρου κ.ά. ν. Marfin Popular Bank Public Co Ltd, Πολ. Έφεση αρ. Ε68/2014, ημερομηνίας 18/4/2019, ECLI:CY:AD:2019:A152.
Με γνώμονα τις πιο πάνω αρχές θα προχωρήσουμε στην παράθεση του ιστορικού που οδήγησε στην καταχώρηση της υπό κρίση έφεσης που ξεκινά με την αίτηση ημερομηνίας 1/3/2011 που καταχωρήθηκε στα πλαίσια της Αγωγής Αρ. 1353/2010 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου, με την οποίαν η Ενάγουσα Τράπεζα ζητούσε διατάγματα για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας, μεταξύ άλλων εγγράφων, του Ειδικώς Οπισθογραφημένου Κλητηρίου Εντάλματος και/η της Ειδοποίησης αυτού και για υποκατάστατη επίδοση τους, με επιστολή μέσω της υπηρεσίας ταχείας αποστολής κούριερ, στην Εναγόμενη 2, στη διεύθυνση που αναγράφετο στο Κλητήριο Ένταλμα στη Ρωσία. Κατόπιν εξασφάλισης των σχετικών διαταγμάτων στις 10/3/2011 και της επίδοσης του Κλητηρίου στην Εναγόμενη 2 με τον πιο πάνω τρόπο, τον Απρίλη του 2011, η Ενάγουσα προχώρησε στην καταχώρηση αίτησης για απόφαση εναντίον της, λόγω παράλειψης της να καταχωρήσει εμφάνιση εντός της προθεσμίας των 30 ημερών που προβλέπετο στο διάταγμα. Στα πλαίσια της αίτησης αυτής, στις 15/6/2011 εκδόθηκε απόφαση εναντίον της Εναγόμενης 2 για το ποσό των €366.252,26 με τόκο 14% και επί πλέον τα έξοδα της Αγωγής. Σημειώνεται ότι η Αγωγή αφορούσε σε χρέος του Εναγομένου 1, συζύγου της εναγομένης 2, προς την Ενάγουσα, που προέκυψε από δάνειο για αγορά κατοικίας, την πληρωμή του οποίου εγγυήθηκε η εναγόμενη 2.
Στη συνέχεια η Εναγόμενη 2 στις 17/3/2014 καταχώρησε αίτηση παραμερισμού της εναντίον της εκδοθείσας απόφασης την οποίαν όμως απέσυρε άνευ βλάβης στις 8/4/2014. Επανήλθε με νέα αίτηση, ημερομηνίας 14/11/2014, για παραμερισμό τόσο του διατάγματος για επίδοση του Κλητηρίου εκτός δικαιοδοσίας και υποκατάστατο επίδοση του όσο και της απόφασης που εκδόθηκε εναντίον της στην Αγωγή, ημερομηνίας 15/6/2011. Κατόπιν ακρόασης, το πρωτόδικο Δικαστήριο με την απόφαση του ημερομηνίας 30/4/2015, απέρριψε την αίτηση κρίνοντας ότι η εναγόμενη 2 δεν απέσεισε το βάρος που είχε για ανάδειξη εκ πρώτης όψεως υπεράσπισης αλλ’ ούτε και καλό λόγο για τη μη καταχώρηση εμφάνισης, αποδεχόμενο ως καθόλα ορθή την επίδοση του Κλητηρίου στη βάση των διαταγμάτων που είχαν εξασφαλιστεί. Έκρινε περαιτέρω ότι υπήρξε καθυστέρηση στην καταχώρηση της αίτησης που ισοδυναμούσε με καταφρόνηση της δικαστικής διαδικασίας.
Η πιο πάνω απόφαση απόρριψης της αίτησης προσβάλλεται από πλευράς της εναγομένης 2 σε όλες τις πτυχές της με την υπό κρίση έφεση, με πέντε λόγους. Από τους λόγους έφεσης ο πρώτος και ο δεύτερος έχουν στο στόχαστρο τους τη διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί ορθότητας της επίδοσης του Κλητηρίου, ο τρίτος τη διαπίστωση ότι δεν αποκαλύφθηκε καλός λόγος για τη μη εμφάνιση της Εναγόμενης 2, ο τέταρτος ότι υπήρξε καθυστέρηση στην προώθηση της αίτησης και ο πέμπτος ότι δεν παρουσιάστηκε από πλευράς εναγομένης 2 εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση.
Αναπτύσσοντας τους λόγους έφεσης, ο δικηγόρος της Εναγόμενης 2/ εφεσείουσας έδωσε έμφαση στους πρώτους δύο λόγους, προβάλλοντας θέμα αντικανονικής επίδοσης της Αγωγής. Την εισήγηση του αυτή στηρίζει σε δύο πυλώνες. Ο πρώτος ότι εφόσον τα δικαστικά έγγραφα που επιδόθηκαν στην εφεσείουσα ήταν μεταφρασμένα στην Αγγλική γλώσσα και όχι στη Ρωσική που είναι η μητρική γλώσσα της εφεσείουσας δεν ήταν σε θέση να αντιληφθεί ότι επρόκειτο για Αγωγή και ότι θα έπρεπε να καταχωρήσει εμφάνιση. Θεωρεί δε λανθασμένη τη βάση επί της οποίας στηρίχθηκε το Δικαστήριο για να προβεί στη διαπίστωση ότι η εφεσείουσα γνωρίζει την Αγγλική γλώσσα, στηριζόμενο δηλαδή στο έγγραφο εγγύησης το οποίο ήταν στα Αγγλικά που όμως, κατά την εισήγηση του, δεν ήταν η εφεσείουσα που το υπέγραψε αλλά η πληρεξούσια αντιπρόσωπος της, Κ. Στίγγα.
Ο δεύτερος πυλώνας αναφέρεται στο ότι δεν ακολουθήθηκαν αφ’ ενός οι πρόνοιες του Κυρωτικού της Συνθήκης μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών για Παροχή Νομικής Συνδρομής σε θέματα Αστικού και Ποινικού Δικαίου Νόμος του 1986, (Ν.172/1986) που εξακολουθεί να βρίσκεται σε ισχύ, και αφ’ ετέρου πρόνοιες της Δ.6 θ.7 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών.
Συγκεκριμένα είναι εισήγηση του ότι θα έπρεπε πρώτα να επιχειρηθεί η επίδοση των δικαστικών εγγράφων μέσω της επίσημης οδού που προβλέπεται από τον Νόμο 172/1986 και αν η επίδοση δεν καθίστατο εφικτή τότε να ζητηθεί η υποκατάστατη επίδοση τους. Περαιτέρω προβάλλει ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η ύπαρξη της πιο πάνω Συνθήκης δεν απέκλειε την επίδοση των δικαστικών εγγράφων με άλλο τρόπο.
Από την πλευρά του ο δικηγόρος της εφεσίβλητης υποστήριξε πλήρως την πρωτόδικη απόφαση σε όλες τις πτυχές της, εισηγούμενος ότι με την υποκατάστατη επίδοση η εφεσείουσα αντιλήφθηκε πλήρως την ύπαρξη της εναντίον της δικαστικής διαδικασίας και περαιτέρω το Δικαστήριο άσκησε ορθά τη διακριτική του ευχέρεια απορρίπτοντας την αίτηση για επανάνοιγμα της υπόθεσης.
Ανατρέχοντας στην πρωτόδικη απόφαση το Δικαστήριο ασχολήθηκε εν εκτάσει με το θέμα της επίδοσης των δικαστικών εγγράφων στη Ρωσία, εφόσον με την επίδικη αίτηση εκτός από το διάταγμα για ακύρωση της απόφασης ημερ. 15/6/2011, η εφεσείουσα ζητούσε επιπρόσθετα και παραμερισμό της επίδοσης της Αγωγής στη Ρωσία και του ιδίου του διατάγματος που διέτασσε την υποκατάστατο επίδοση της.
Στα πλαίσια εξέτασης του θέματος αυτού το Δικαστήριο προέβη κατ’ αρχάς σε λεπτομερή καταγραφή του ιστορικού της υπόθεσης για όλους τους εναγόμενους, που δεν κρίνουμε σκόπιμο να επεκταθούμε, εφόσον θεωρούμε ότι δεν ενέχει σημασία για το υπό εξέταση ζήτημα. Περιοριζόμαστε μόνο να σημειώσουμε ότι ο Εναγόμενος 1, εμφανίστηκε στη διαδικασία, καταχώρησε Υπεράσπιση και η Αγωγή είχεν οριστεί σε διάφορες περιπτώσεις για ακρόαση για τους Εναγόμενους 1 και 3.
Στη συνέχεια το Δικαστήριο έκρινε, με αναφορά σε νομολογία σε σχέση με το ζήτημα της υποκατάστατης επίδοσης (βλ. Φραγκέσκου κ.ά. ν. Γρηγορίου (2001) 1 (Α) Α.Α.Δ. 1765, Zechar & Pant Enter Ltd v. Fiat Autos P.A. (2000) 1 A.A.Δ. 447), ότι η Συνθήκη με τη Ρωσία που κυρώθηκε με το Νόμο 172/1986 δεν αποκλείει άλλον τρόπο επίδοσης απ’ εκείνο που προνοεί η Συνθήκη, η δε υποκατάσταση επίδοση, υπό τις συνθήκες της υπόθεσης, ήταν ο μόνος τρόπος που παρέμενε για να καταστεί εφικτή η επίδοση του Κλητηρίου.
Το Δικαστήριο θεώρησε στη βάση των ενώπιον του στοιχείων, ότι η υποκατάστατη επίδοση δεν ενείχε οτιδήποτε το μεμπτόν, ότι η επίδοση έγινε σύμφωνα με το διάταγμα του Δικαστηρίου και περαιτέρω ότι η εφεσείουσα στη βάση του ενώπιον του μαρτυρικού υλικού αντιλήφθηκε πλήρως περί τίνος επρόκειτο.
Εξετάσαμε τις εκατέρωθεν εισηγήσεις ως προς το θέμα της κατ’ ισχυρισμόν αντικανονικής επίδοσης του Κλητηρίου στη Ρωσία, υπό το φως της νομολογίας και των γεγονότων της υπόθεσης.
Συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι το επίμαχο σημείο εντοπίζεται στο κατά πόσο έγινε ή όχι επίδοση των δικαστικών εγγράφων στην εφεσείουσα και αυτή αντιλήφθηκε πλήρως το περιεχόμενο τους, που συνδέεται άμεσα με το κριτήριο παροχής καλού λόγου για την παράλειψη εμφάνισης της στην Αγωγή.
Είναι και δική μας διαπίστωση ότι από την ίδια την Ένορκη Δήλωση της κα Κάττου, που συνόδευε την αίτηση της εφεσείουσας, προκύπτει με σαφήνεια η θέση ότι η Αγωγή είχεν επιδοθεί στην Εναγόμενη 2/εφεσείουσα. Ειδικότερα παραπέμπουμε στα εξής σημεία από την Ένορκη Δήλωση ενδεικτικά της θέσης αυτής της εφεσείουσας, αλλά και του προβαλλόμενου λόγου για τη μη εμφάνιση της και για την καθυστέρηση που σημειώθηκε στην προώθηση της αίτησης∙ ότι δηλαδή δεν εμφανίστηκε στην δικαστική διαδικασία ενόψει των διαβεβαιώσεων του συζύγου της, εναγόμενου 1, ότι θα ενημέρωνε ο ίδιος τον δικηγόρο κ. Χ”Στερκώτη για τη λήψη της Αγωγής, καθησυχάζοντας την ταυτόχρονα ότι θα τον διορίσουν να την εκπροσωπήσει στη διαδικασία. Ενόψει όμως παρεξήγησης με το γραφείο του κ. Χ”Στερκώτη, που είχε ως αποτέλεσμα να δοθεί η εντύπωση στο δικηγόρο ότι η επίδοση για την οποίαν του μίλησε ο σύζυγος της εφεσείουσας αφορούσε τον ίδιο, δεν καταχώρησε σημείωμα εμφάνισης για την εφεσείουσα. Συνεχίζει δε, ότι για πρώτη φορά έγινε αντιληπτή η έκδοση απόφασης εναντίον της εφεσείουσας από τον συγκεκριμένο δικηγόρο κατά την προετοιμασία του για την ακρόαση της Αγωγής σε σχέση με το σύζυγο της, τον οποίο ήδη εκπροσωπούσε, οπότε και προχώρησε στις 17/3/2014 με την καταχώρηση της πρώτης αίτησης για παραμερισμό της εναντίον της εφεσείουσας απόφασης, την οποία όμως απέσυρε στις 8/4/2014 άνευ βλάβης. Στη συνέχεια ο πιο πάνω δικηγόρος έχασε επαφή μαζί της μέχρι πρόσφατα, οπότε και καταχώρησε την επίδικη αίτηση.
Είναι φανερό ότι οι πιο πάνω θέσεις της εφεσείουσας την εμποδίζουν από του να ισχυρίζεται το αντίθετο. Όχι μόνο καταδεικνύουν ότι της ειχε επιδοθεί το Κλητήριο αλλά και ότι είχεν αντιληφθεί τόσο το περιεχόμενο του και σε τι αφορούσε όσο και την ανάγκη εμφάνισης της στην Αγωγή εξού και ανέλαβε να προβεί στις σχετικές διευθετήσεις ο σύζυγος της, καθησυχάζοντας την. Συνεπώς η πρωτόδικη προσέγγιση δεν ενέχει οτιδήποτε το μεμπτόν.
Οι πιο πάνω ισχυρισμοί της κας Κάττου απαντούν και στην εισήγηση του δικηγόρου της εφεσείουσας ότι επειδή τα δικαστικά έγγραφα που επιδόθηκαν στην εφεσείουσα ήταν στα Αγγλικά, άγνωστη γλώσσα για την ίδια, δεν αντιλήφθηκε τη σημασία τους. Σημειώνουμε ότι η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσίουσα αντιλήφθηκε πλήρως το περιεχόμενο των όσων της επιδόθηκαν, στη βάση της ίδιας της Ένορκης Δήλωσης που συνόδευε την αίτηση, καθιστούσε περιττή την περαιτέρω ενασχόληση του για το θέμα και ειδικότερα σ’ όσον αφορά το εγγυητήριο.
Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι ο τρόπος επίδοσης του Κλητηρίου προς την εφεσείουσα καθορίστηκε με το διάταγμα του Δικαστηρίου ημερομηνίας 10/3/2011. Επαναλαμβάνουμε ότι σημασία ενείχε για το υπό εξέταση θέμα το αναντίλεκτο γεγονός ότι το Κλητήριο Ένταλμα είχε επιδοθεί σύμφωνα με το διάταγμα αυτό και η εφεσείουσα έλαβε γνώση της ύπαρξης της Αγωγής και του δικαιώματος της να καταχωρήσει σημείωμα εμφάνισης εξού και ανέλαβε να το φροντίσει ο σύζυγος της. Ήταν παραδεκτό από την εφεσίβλητη ότι εξασφάλισε το διάταγμα όχι στη βάση της Συνθήκης ώστε να τυγχάνουν εφαρμογής οι πρόνοιες του Ν.172/1986 και κατ’ επέκταση της Δ.6 θ.7. Θα πρέπει να λεχθεί ότι το διάταγμα αυτό και η αίτηση στη βάση του οποίου εκδόθηκε, δεν ήταν μέρος του μαρτυρικού υλικού πρωτόδικα, αν και ζητείτο ο παραμερισμός του με την ίδια αίτηση, ώστε να ελεγχθεί η νομική βάση και οι συνθήκες έκδοσης του. Για τους πιο πάνω λόγους η εισήγηση περί αντικανονικής επίδοσης για το συγκεκριμένο λόγο δεν μας βρίσκει σύμφωνους.
Όπως κατ’ επανάληψη έχει λεχθεί η χωρίς επαρκή λόγο παράλειψη εμφάνισης αποτελεί βάσιμο λόγο για απόρριψη της αίτησης παραμερισμού, διαφορετικά η όλη πορεία της δικαστικής διαδικασίας θα άφηνε αιωρούμενα τα εκατέρωθεν δικαιώματα και θα ήταν δέσμια της κρίσης του εναγόμενου σε σχέση με το χρόνο που ο ίδιος επιλέγει να καταχωρήσει την αίτηση παραμερισμού.
Όταν η συμπεριφορά του διαδίκου είναι τέτοια που πλήττει το θεμέλιο της δικαιοσύνης, το Δικαστήριο έχει καθήκον να αρνείται την επαναφορά (βλ. F.P.P. Fish Processing Ltd v. Nicolaou Aqua Culture Ltd (2000) 1(Γ) A.A.Δ. 2054 και Τσεσμένογλου ν. Σοφοκλέους (ανωτέρω)). Στην υπόθεση Κοστανιάν ν. Βασιλείου, Πολιτική Έφεση Αρ. 168/2013, ημερομηνίας 25/2/2020, ECLI:CY:AD:2020:A73 με αναφορά στην Sokolow S.A. Addzial Zaklady Miesne W Kole v. Lope Enterprises Ltd (2014) 1 Α.Α.Δ. 2555, ECLI:CY:AD:2014:A884, που αφορούσε επίσης σε αίτηση παραμερισμού απόφασης στη βάση της Δ.17 θ.10, τονίστηκε ότι «τυχόν επιπόλαιοι χειρισμοί ενός εναγομένου, που οδηγούν στην έκδοση απόφασης εναντίον του, δεν θεωρούνται, χωρίς άλλο, από τη νομολογία, ως καταφρόνηση της δικαστικής διαδικασίας, οποιασδήποτε μορφής πολύ περισσότερο, δε δικαιολογείται, στη βάση αυτή, η απόρριψη αίτησης για παραμερισμό απόφασης εκδοθείσας εναντίον του ερήμην».
Στην υπό κρίση περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε τη δικαιολογία που δόθηκε για τη μη έγκαιρη καταχώρηση εμφάνισης δηλαδή στη δήθεν κακή συνεννόηση του συζύγου της με το δικηγόρο ότι δεν ήταν καλός λόγος για τη μη εμφάνιση της εφεσείουσας στη διαδικασία με δεδομένο, μεταξύ άλλων, ότι ήδη είχεν καταχωρηθεί σημείωμα εμφάνισης για τον Εναγόμενο 1 από τις 23/3/2011 ενώ η Αγωγή επιδόθηκε στην εφεσείουσα στις 26/4/2011. Δεν παρουσιάστηκε από πλευράς εφεσείουσας κανένα ικανό στοιχείο που να καθιστά την πιο πάνω προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου τρωτή.
Με την αποτυχία αυτής της πτυχής της έφεσης κρίνουμε σκόπιμο να προχωρήσουμε στην εξέταση των υπόλοιπων θεμάτων που εγείρονται με την έφεση που αναφέρονται στα άλλα κριτήρια παραμερισμού απόφασης, ξεκινώντας από το θέμα της μη παρουσίασης εκ πρώτης όψεως υπεράσπισης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού συνόψισε τους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν από την εφεσείουσα για να καταδείξει εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση, ότι δηλαδή η σύμβαση δανείου και άλλες είναι άκυρες λόγω άσκησης ψυχικής πίεσης, ότι περιλαμβάνονται καταχρηστικοί και επαχθείς όροι, ότι η σύμβαση είναι αποτέλεσμα ψευδών παραστάσεων, δόλου, απάτης, εξαναγκασμού, ότι δεν έλαβε την ειδοποίηση τερματισμού, ότι μεταβλήθηκαν οι όροι της σύμβασης χωρίς τη συναίνεση της, ότι υπήρξε παραβίαση των όρων κατασκευής της κατοικίας που αφορούσε το δάνειο, ότι το ποσό της απόφασης είναι λανθασμένο, ότι υπήρξε συνωμοσία και άλλους, έκρινε ότι αυτοί ήταν γενικοί και προβλήθηκαν διαζευκτικά κατά παράβαση των αρχών που έθεσε η νομολογία (βλ. El Fath Co v. E.D.T. Shipping κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 1255, Επιτροπή Σιτηρών Κύπρου ν. Του Πλοίου «ARABELLA» (2002) 1 Α.Α.Δ. κ.ά.) χωρίς κανένα στοιχείο που να τους υποστηρίζει, προσθέτοντας ότι απλά συνιστούν επανάληψη διαφόρων νομικών ορολογιών που συναντώνται σε διάφορους Νόμους. Κατέληξε δε, με παραπομπή σε νομολογία, ότι η εφεσείουσα δεν απέσεισε το βάρος που είχε για απόδειξη εκ πρώτης όψεως υπεράσπισης.
Σύμφωνα με τη νομολογία, το βασικό κριτήριο που λαμβάνεται υπόψη σε τέτοιας φύσης αιτήσεις είναι κατά πόσο ο αιτητής έχει εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση στην Αγωγή ώστε να του δοθεί το δικαίωμα να τη προβάλει (βλ. Evans v. Bartlam (1937) 2 All E.R. 646 και Pechtchachamskaia κ.ά. v. Esiporich (2014) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1207). Είναι επίσης νομολογιακά καθιερωμένο ότι το βάρος για παραμερισμό ερήμην απόφασης βρίσκεται στους ώμους του αιτητή αλλά το βάρος αυτό δεν εξυπακούει και την απόδειξη αμφισβητουμένων γεγονότων ή τη θεμελίωση της υπεράσπισης, ως εάν διεξαγόταν η δίκη επί της ουσίας της.
Από το ενώπιον μας μαρτυρικό υλικό στο οποίο έχουμε ανατρέξει και ιδιαίτερα την Ένορκη Δήλωση της κας Κάττου, που συνοδεύει την αίτηση, στην οποία απλά προβάλλει ένα μεγάλο αριθμό διαζευκτικών υπερασπίσεων, που πλήττουν την εγκυρότητα συμβάσεων, χωρίς την ιδιαίτερη ενασχόληση με την κάθε υπεράσπιση, η πιο πάνω προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι δεν αποκαλύπτεται εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση μας βρίσκει σύμφωνους.
Παρέμεινε να εξεταστεί ο λόγος έφεσης που βάλλει κατά της διαπίστωσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι υπήρξε καθυστέρηση στην καταχώρηση της αίτησης παραμερισμού της απόφασης και αδιαφορία τέτοια που ισοδυναμούσε με καταφρόνηση της δικαστικής διαδικασίας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απορρίπτοντας τη δικαιολογία που δόθηκε ότι δηλαδή ο δικηγόρος έχασε επαφή με την εφεσείουσα μετά την απόσυρση της πρώτης αίτησης, έκρινε αδικαιολόγητη την παρέλευση 7 ½ μηνών από την απόσυρση της καθώς επίσης και τον ολικό χρόνο των τριών χρόνων και πέντε μηνών από την έκδοση της απόφασης, για την καταχώρηση της αίτησης.
Βρίσκουμε ότι η παρέλευση του πιο πάνω χρόνου ακόμη και στην περίπτωση που λαμβάνετο υπόψη το διάστημα των 7 ½ μηνών μόνο, έχοντας κατά νουν ότι στη βάση της Ενόρκου Δηλώσεως της κας Κάττου η εφεσείουσα θα πρέπει να έλαβε γνώση της απόφασης γύρω στις 23/3/2012, που η Αγωγή ορίστηκε για ακρόαση για τον Εναγόμενο 1, συνιστούσε ιδιαίτερη καθυστέρηση στην καταχώρηση της αίτησης. Συνεπώς ορθά κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι ισοδυναμούσε με καταφρόνηση της δικαστικής διαδικασίας κατά τρόπο που επενεργούσε καταλυτικά για την τύχη της αίτησης.
Ενόψει όλων των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον της εφεσείουσας όπως υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π.
Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/Α.Λ.Ο.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο