ΚΟΤΖΙΑΠΑΣΙΗΣ κ.α. v. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ κ.α., Πολιτική Εφεση Αρ. 107/2015, 26/4/2021

ECLI:CY:AD:2021:A171

 

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Εφεση Αρ. 107/2015)

 

26 Απριλίου, 2021

 

[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΧΧΧ ΚΟΤΖΙΑΠΑΣΙΗΣ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ,

                                                                             Εφεσείοντες,

και

 

1. XXX ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ,

2. XXX ΜΑΥΡΟΚΟΡΔΑΤΟΥ,

3. XXX XXX ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΑΛΙΜΝΙ ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΩΝ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ ΝΙΚΟΛΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΟΤΖΙΑΠΑΣΙΗ, ΤΕΩΣ ΕΚ ΠΑΡΑΛΙΜΝΙΟΥ ΚΑΙ ΩΣ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΩΝ ΚΛΗΡΟΝΟΜΩΝ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ 11/10 ΤΟΥ Ε.Δ. ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ

                                                                             Εφεσιβλήτων.

_ _ _ _ _ _


 

Α. Παπαχαραλάμπους για Κούσιος Κορφιώτης Παπαχαραλάμπους ΔΕΠΕ, για τους Εφεσείοντες.

Αχ. Αιμιλιανίδης για Αχ. & Αιμ., Κων. Αιμιλιανίδης ΔΕΠΕ,  για τους Εφεσίβλητους.

_ _ _ _ _ _

Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

 θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.

­­­_ _ _ _ _ _

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Επίμαχο ζήτημα στην υπό κρίση περίπτωση, είναι η συνταγματικότητα του άρθρου 46 του περί Διαθηκών και Διαδοχής Νόμου, Κεφ. 195, (ο Νόμος) και, κατά προέκταση, του Πρώτου Παραρτήματος του Νόμου, στην έκταση που οι επίδικες νομοθετικές πρόνοιες διακρίνουν μεταξύ κατιόντων πρώτων εξαδέλφων του αποβιώσαντα που προαποβίωσαν αυτού και κατιόντων πρώτων εξαδέλφων του αποβιώσαντα που ήταν εν ζωή κατά τον χρόνο του θανάτου του.

 

Το άρθρο 46 καθορίζει, στο Πρώτο Παράρτημα, τις τάξεις των προσώπων τα οποία μετά τον θάνατο του αποβιώσαντος καθίστανται δικαιούχα βάσει του Νόμου στο μη διαθέσιμο μέρος της κληρονομιάς και στο τυχόν αδιάθετο μέρος της. Τα πρόσωπα μιας τάξης αποκλείουν πρόσωπα απώτερης. Σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 48 και το Δεύτερο Παράρτημα του Νόμου, τα πρώτα ξαδέλφια αποβιώσαντος είναι συγγενείς τετάρτου βαθμού με αυτό, τα τέκνα τους συγγενείς πέμπτου βαθμού και τα εγγόνια τους συγγενείς έκτου βαθμού με τον αποβιώσαντα.

 

Στην ενώπιόν μας περίπτωση, οι Εφεσείοντες, 75 στον αριθμό, είναι είτε τέκνα είτε εγγόνια πρώτων εξαδέλφων του αποβιώσαντος Κοτζιάπασιη. Κατά τον χρόνο θανάτου του όμως, οι πατέρες ή παππούδες των Εφεσειόντων δεν ήταν εν ζωή. Ζούσαν όμως άλλοι, πρώτοι εξάδελφοι του. Οι Εφεσίβλητοι είναι οι διαχειριστές της περιουσίας του αποβιώσαντος, ο οποίος εγκατέλειψε τα εγκόσμια τον Δεκέμβριο του 2009, με αδιάθετη περιουσία που υπερβαίνει σε αξία τα €2.000.000.

 

Οι Εφεσίβλητοι δεν περιέλαβαν στη διαχείριση της περιουσίας τους Εφεσείοντες, με αποτέλεσμα οι τελευταίοι να καταχωρήσουν αγωγή, αξιώνοντας δήλωση του Δικαστηρίου ότι είναι νόμιμοι κληρονόμοι.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με αναφορά στην υπόθεση Pieras Michael & Others v. Nicos I. Antoniou & Others ets (1969) 1 C.L.R. 547 και σημειώνοντας ότι εφόσον υπήρχαν πρόσωπα υπαγόμενα στην Τέταρτη τάξη, δηλαδή πρώτοι εξάδελφοι του αποβιώσαντος που ζούσαν κατά τον θάνατό του, ήτοι συγγενείς τετάρτου βαθμού με αυτόν, έκρινε ότι αυτοί κληρονομούν την περιουσία του σε ίσες μερίδες και αποκλείουν τα πρόσωπα της ίδιας τάξης, αλλά απώτερου βαθμού συγγένειας, ήτοι συγγένειας πέμπτου και έκτου βαθμού, όπως ήταν οι Εφεσείοντες – ενάγοντες.

 

Η πιο πάνω προσέγγιση, δεν αποτελεί επίδικο θέμα ενώπιόν μας, αφού ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσειόντων συμφωνεί ότι αυτή συνιστά την ορθή ερμηνεία του Νόμου. Προέβαλλε, ωστόσο, ότι οι σχετικές διατάξεις του Νόμου είναι αντισυνταγματικές, αφού προσκρούουν στο ΄Αρθρο 28 του Υπέρτατου Νόμου, το οποίο διασφαλίζει, συνταγματικά, την αρχή της ισότητας.

 

Επί του θέματος, ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής έκρινε ως ακολούθως:

 

Παρά το ότι η επιχειρηματολογία στρέφεται προς άλλες τάξεις, έμμεσα αντιπαραβάλλει την περίπτωση των Εναγόντων  με άλλα τέκνα και εγγόνια πρώτων εξαδέλφων του Κοτζιάπασιη που θα λάβουν όφελος από την περιουσία του Κοτζιάπασιη γιατί ο δικός τους γονέας ή παππούς απεβίωσε μετά τον Κοτζιάπασιη.  Ακόμα και αν δεν υφίσταται τέτοια περίπτωση μπορούμε να τη χρησιμοποιήσουμε για σκοπούς συζήτησης (βλ. Michaelides v. Karadjia (1982) 1 J.S.C. 44, 49).

 

 Τα πιο πάνω πρόσωπα έχουν την ίδια συγγένεια με τον Κοτζιάπασιη όπως και οι Ενάγοντες. Όμως, όπως και οι Ενάγοντες, ούτε τα πιο πάνω πρόσωπα είναι νόμιμοι κληρονόμοι του Κοτζιάπασιη.  Είναι νόμιμοι κληρονόμοι των γονέων ή πάππων τους που ήταν νόμιμοι κληρονόμοι του Κοτζιάπασιη.  Επομένως, η συζήτηση οδηγεί πίσω στους πρώτους εξαδέλφους του Κοτζιάπασιη.  Ο Νόμος δεν διακρίνει μεταξύ πρώτων εξαδέλφων αποβιώσαντα.  Όλοι δικαιούνται το ίδιο κληρονομικό μερίδιο νοουμένου ότι βρίσκονται στη ζωή.  Κληρονομικά δικαιώματα έχουν οι ζώντες κατά το θάνατο του προσώπου για την περιουσία του οποίου γίνεται η συζήτηση. Σε καμιά τάξη δεν δικαιούνται κληρονομικό μερίδιο πρόσωπα που απεβίωσαν πριν το θάνατο του προσώπου για την περιουσία του οποίου γίνεται η συζήτηση.

 

Ορθά λοιπόν ο δικηγόρος των Εναγόντων περιόρισε την επιχειρηματολογία του με αναφορά  στα πρόσωπα της  Πρώτης και Δεύτερης τάξης, ουσιαστικά προσβάλλοντας την αναφορά στο Πρώτο Παράρτημα στην Τέταρτη τάξη ότι «...του πλησιεστέρου βαθμού που αποκλείει τον απώτερο».

 

Στο σύγγραμμα Σύνταγμα Κυπριακής Δημοκρατίας, εκδ. 2001 του Α.Ν.Λοϊζου, αναφέρεται στη σελ. 174 ότι:

 

«Η αρχή της ισότητας που καθιερώνεται με το Άρθρο  αυτό, από την έκφραση "ίσοι ενώπιον του νόμου" στην πρώτη παράγραφο και "δυσμενούς διάκρισης" στη δεύτερη, δε μεταδίδει την έννοια  της ακριβούς αριθμητικής ισότητας, αλλά προστατεύει μόνο από αυθαίρετη διάκριση χωρίς να αποκλείει εύλογες διαφοροποιήσεις.  Αυτό ισχύει με την ίδια δύναμη στην ερμηνεία της πρώτης παραγράφου  του Άρθρου 24, η οποία είναι μια πτυχή της γενικής αρχής της ισότητας (Argiris Mikrommatis vThe Republic 2 R.S.C.C. 125, 131).  Η δε δικαστική εξουσία περιορίζεται σε έλεγχο υπερβάσεως των ακραίων ορίων. Ίση ρύθμιση υφίσταται όταν ενεργείται όμοια μεταχείριση των ομοίων και ανόμοια μεταχείριση των ανομοίων. Η όμοια μεταχείριση για να είναι ίση προϋποθέτει ομοιότητα των υπό ρύθμιση θεμάτων.  Αναφορικά με το δικαστικό έλεγχο, ο Δικαστής οφείλει να ερευνά αν πράγματι υπάρχει ομοιότητα των υπό ρύθμιση θεμάτων (Γιασεμίδου, δια του Αντιπροσώπου της Σόλωνος Σαρρή και Άλλοι ν. Δημοτικού Συμβουλίου και ΄Αλλων (Αρ.2) (1996) 3 Α.Α.Δ. 491, 499 - 500).»

 

Οι Ενάγοντες και γενικά τέκνα και εγγόνια πρώτων εξαδέλφων αποβιώσαντος δεν νομιμοποιούνται να απαιτούν  ίδια αντιμετώπιση με τα πρόσωπα που ανήκουν στην Πρώτη και Δεύτερη τάξη γιατί αυτοί δεν ανήκουν στις τάξεις αυτές επειδή δεν έχουν τον ίδιο συγγενικό δεσμό με τον αποβιώσαντα.  Η διαφορετική αντιμετώπιση, που δίδει για παράδειγμα στον εγγονό  κληρονομικό μερίδιο στην περιουσία του παππού του παρά τον προγενέστερο θάνατο του πατέρα του, έχει ως έρεισμα τη διαφορετική σύνδεση του κάθε προσώπου προς τον αποβιώσαντα.  Η διάκριση του Νόμου δεν είναι αυθαίρετη αλλά μπορεί να δικαιολογηθεί ως εύλογη.  Η επιλογή να δοθεί κληρονομικό μερίδιο στα διάφορα πρόσωπα που αναφέρονται στην Πρώτη και Δεύτερη τάξη εξυπηρετεί κοινωνικούς σκοπούς και ανάγκες. Ο νομοθέτης έκρινε στη σοφία του πως όταν ο συγγενικός δεσμός  ξεπεράσει το όριο της Δεύτερης τάξης τότε κληρονομούν συγκεκριμένου βαθμού συγγενείς, αλλά εάν αυτοί δεν βρίσκονται στη ζωή δεν κληρονομούν οι απόγονοι τους.

 

Εάν ο νομοθέτης επέλεγε να νομοθετήσει κατά τρόπο που θα  επωφελούνταν και οι Ενάγοντες, ο Νόμος και πάλιν θα ήταν συνταγματικός. Το προς εξέταση ζήτημα δεν είναι η διακρίβωση της καλύτερης μορφής που θα μπορούσε να έχει ο Νόμος αλλά κατά πόσο οι διατάξεις του είναι αντισυνταγματικές.

 

Καταλήγω ότι οι πρόνοιες του Νόμου που δεν  καθιστούν το τέκνο ή εγγονό πρώτου εξαδέλφου αποβιώσαντος, που απεβίωσε (ο πρώτος εξάδελφος) πριν τον αποβιώσαντα, και εφόσον ζούσε κατά το θάνατο του αποβιώσαντα συγγενής μικρότερου βαθμού, νόμιμο κληρονόμο του αποβιώσαντα δεν είναι αντισυνταγματικές. Τυγχάνουν επομένως εφαρμογής με αποτέλεσμα οι Ενάγοντες να μην είναι νόμιμοι κληρονόμοι του Κοτζιάπασιη.»

 

 

Με τον μοναδικό λόγο έφεσης αμφισβητείται η πιο πάνω κατάληξη. Προβάλλεται, ως και πρωτοδίκως, ότι οι επίμαχες πρόνοιες του πιο πάνω άρθρου αντίκεινται στο Άρθρο 28 του Συντάγματος που κατοχυρώνει την αρχή της ισότητας, αφού η εφαρμογή τους οδηγεί σε μη εύλογη διάκριση εις βάρος των Εφεσειόντων.

 

Αναπτύσσοντας ενώπιόν μας ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσειόντων, εισηγήθηκε ότι το κριτήριο που χρησιμοποιεί ο Νόμος, ήτοι κατά πόσον ο πρώτος εξάδελφος αποβιώσαντα ζει κατά τον χρόνο θανάτου του αποβιώσαντος, δεν είναι εύλογο και οδηγεί σε προφανώς άνιση μεταχείριση. Προεκτείνοντας, έθεσε ότι παρατηρείται και μη εύλογη διάκριση εναντίον των Εφεσειόντων σε σύγκριση με τα διαλαμβανόμενα για τους κατιόντες προαποβιωσάντων συγγενών αποβιώσαντος της Πρώτης και Δεύτερης τάξης, οι οποίοι (κατιόντες) κληρονομούν με βάση τις επίδικες διατάξεις σε ίσες μερίδες, κατά ρίζες, όπως επίσης παρατηρείται και αδικαιολόγητη διάκριση μεταξύ των Εφεσειόντων και των κατιόντων πρώτων εξαδέλφων του αποβιώσαντος Κοτζιάπασιη, οι οποίοι (πρώτοι εξάδελφοι) ζούσαν κατά τον χρόνο θανάτου του.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσιβλήτων, υιοθετώντας την πρωτόδικη αντίκριση του θέματος, τόνισε ότι οι πρόνοιες του άρθρου 46 και του Πρώτου Παραρτήματος του Νόμου, συνάδουν με την αρχή της ισότητας, ως αυτή κατοχυρώνεται από το ΄Αρθρο 28 του Συντάγματος, εφόσον η διαφορετική νομοθετική μεταχείριση των δικαιούχων προσώπων στην κληρονομιά του αποβιώσαντα, είναι αντικειμενική και εύλογη, καθώς έχει ως κριτήριο τον διαφορετικό βαθμό συγγένειάς τους.

 

Προέχει, προτού υπεισέλθουμε στην ουσία του ενώπιόν μας θέματος, η παρεμβολή της θέσης του ευπαίδευτου συνήγορου των Εφεσιβλήτων ότι, στην απουσία δικογράφησης ζητήματος περί αντισυνταγματικότητας των επίδικων νομοθετικών διατάξεων, οι Εφεσείοντες δεν νομιμοποιούνται να το εγείρουν κατ΄ έφεση και, κατά προέκταση, η έφεση θα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

 

Όπως έχει επισημάνει και το πρωτόδικο Δικαστήριο, θέμα συνταγματικότητας προβλήθηκε για πρώτη φορά στην τελική αγόρευση του δικηγόρου των εναγόντων – Εφεσειόντων. Κατά πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η αντισυνταγματικότητα Νόμου καθίσταται επίδικο ζήτημα μόνο κατόπιν επακριβούς προσδιορισμού του άρθρου του Νόμου ή του Κανονισμού που αμφισβητείται, καθώς και της συνταγματικής διάταξης προς την οποία προσκρούει, ακριβώς για το λόγο ότι η συνταγματικότητα νόμου είναι θέμα ιδιάζουσας σημασίας και σπουδαιότητας. Η γενική επίκληση διάταξης νόμου ως αντίθετης προς το Σύνταγμα δεν είναι αρκετή. (Μαραγκός ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 671, Αχιλλέως κ.ά. ν. Πιτταρά κ.ά. (2012) 1 ΑΑΔ 1590).

 

Παρά το γεγονός ότι το υπό εξέταση ζήτημα δεν συνιστούσε μέρος της δικογραφίας, ηγέρθηκε κατά τρόπο συγκεκριμένο και προσδιορίστηκαν επακριβώς οι επίμαχες νομοθετικές διατάξεις και η κατ΄ ισχυρισμόν σύγκρουσή τους με το ΄Άρθρο 28 του Συντάγματος. Είναι ακριβώς γι΄ αυτό το λόγο που ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσιβλήτων απάντησε άμεσα, αγορεύοντας ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αισθανόμενος ότι δεν τίθετο ζήτημα αναβολής, ούτως ώστε να του παρασχεθεί δυνατότητα καλύτερης προετοιμασίας. Κρίνουμε όμως ότι παρέλκει περαιτέρω ενασχόληση με το ζήτημα, καθότι η όλη προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί της διαδικασίας που ακολούθησε ως προς την έγερση ζητήματος αντισυνταγματικότητας, δεν συνιστά λόγο έφεσης ενώπιόν μας.

 

Υπό το φως των πιο πάνω, επανερχόμαστε στην ουσία της έφεσης.

 

Η θεμελιακή αρχή της ισότητας αποσκοπεί στην προστασία από αυθαίρετες παρεκκλίσεις, χωρίς όμως, ταυτόχρονα, να αποκλείει εύλογες διακρίσεις, δικαιολογημένες εκ της εγγενούς φύσεως των πραγμάτων. Εντέλει, η αρχή της ισότητας αποσκοπεί στην ουσιαστική και όχι στην αριθμητική ισότητα και εντοπίζεται παραβίασή της στην περίπτωση και μόνο όπου η διάκριση δεν έχει αντικειμενική και εύλογη δικαιολογία. Όπως σημειώνεται και στη Σεργίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 1 ΑΑΔ 119, η συνταγματική διάταξη, ΄Αρθρο 28, έχει ως λόγο την ουσιαστική, σε αντίθεση με τη φαινομενική ισότητα και αποβλέπει στην απόδοση των ίσων στα όμοια και τον αποκλεισμό της ταύτισης των ανομοίων.

 

Βασικός κανόνας ερμηνείας, επιτάσσει όπως οι νόμοι ερμηνεύονται, στην έκταση που αυτό είναι δίκαια δυνατό, κατά τρόπο συμβατό με τη συνταγματικότητα. Ως απόρροια του τεκμηρίου συνταγματικότητας των νομοθετικών διατάξεων, η κήρυξη συγκεκριμένης πρόνοιας ως αντισυνταγματικής, είναι επιτρεπτή στην περίπτωση και μόνο που το Δικαστήριο πεισθεί προς τούτο, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας (Συμβούλιο Εγγραφής Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών ν. Κυριακίδη (1966) 3 ΑΑΔ 640, Μάτσης ν. Δημοκρατίας (1969) 3 ΑΑΔ 245, Γιασεμίδου κ.ά. ν. Δημοτικού Συμβουλίου κ.ά. (Αρ. 2) (1996) 3 ΑΑΔ 491).

 

Στην ενώπιόν μας περίπτωση, υπό το πρίσμα των πιο πάνω αρχών, μας βρίσκει σύμφωνους η πρωτόδικη προσέγγιση, καθώς επίσης και τα όσα σχετικά παρέθεσε ενώπιόν μας ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσιβλήτων, υιοθετώντας την εφεσιβαλλόμενη απόφαση. Ο διαφορετικός βαθμός συγγένειας, συνιστά και το βασικό κριτήριο δυνάμει του οποίου ο νομοθέτης θέσπισε διαφορετικές πρόνοιες για τους κατιόντες προσώπων που ανήκουν στην Πρώτη και Δεύτερη Τάξη, σε σχέση με τους κατιόντες προσώπων που ανήκουν στην Τρίτη και Τέταρτη Τάξη και έχουν προαποβιώσει του αποβιώσαντα. Ο διαφορετικός βαθμός συγγένειας θεμελιώνει ανομοιογένεια που καθιστούσε εύλογη και αντικειμενική τη διαφοροποίηση και, ως εκ τούτου, δεν παραβιάζει την αρχή της ισότητας. Ο βαθμός συγγένειας, ως αναμφίβολη εγγενής διαφορά, καθιστά παραδεκτή τη διάκριση και τη διαφορετική μεταχείριση. Κατά προέκταση, οι πρόνοιες του άρθρου 46 και του Πρώτου Παραρτήματος του Νόμου βρίσκονται σε πλήρη αρμονία με τη θεμελιακή αρχή της ισότητας, όπως αυτή έχει νομολογιακά αναπτυχθεί.


 

Η έφεση απορρίπτεται με €4000 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει, εις βάρος των Εφεσειόντων.

 

 

                                                                                  

                                                      Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

                                                      Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

                                                      Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

ΣΦ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο