ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ TMC TRADE MARK AG ΕΚ ΛΙΧΤΕΝΣΤΑΪΝ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ MANDAMUS, Πολιτική Αίτηση Αρ. 110/2020, 14/4/2021

ECLI:CY:AD:2021:D153

AΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 110/2020)

 

 14 Απριλίου, 2021

 

[Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΑΡ. 33/1964

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ TMC TRADE MARK AG ΕΚ ΛΙΧΤΕΝΣΤΑΪΝ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ MANDAMUS

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 126, 136, 178 ΚΑΙ 192 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΝΟΜΟΥ ΚΕΦ. 113

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΡΝΗΣΗ ΤΟΥ ΕΦΟΡΟΥ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΝΑ ΑΠΟΔΕΧΘΕΙ ΚΑΙ ΝΑ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΕΙ ΩΣ ΙΣΧΥΟΝΤΑ ΚΑΙ ΝΟΜΙΜΑ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ ΩΣ ΜΟΝΑΔΙΚΟΥ ΜΕΤΟΧΟΥ ΚΑΤΑ 100% ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ EBC EASTERN BEVERAGE COMPANY LIMITED (HE 317645) ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΙΣ ΠΡΟΝΟΙΕΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΝΟΜΟΥ ΚΕΦ. 113 ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟΥ ΤΗΣ EBC EASTERN BEVERAGE COMPANY LIMITED

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΑΛΕΙΨΗ ΚΑΙ/Ή ΑΡΝΗΣΗ ΤΟΥ ΕΦΟΡΟΥ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΝΑ ΕΚΤΕΛΕΣΕΙ ΤΑ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΚΑΙ ΤΙΣ ΕΞΟΥΣΙΕΣ ΤΟΥ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΝΟΜΟ ΚΕΦ. 113 ΚΑΙ ΝΑ ΠΡΟΩΘΗΣΕΙ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΗΜΕΡ. 24ΗΣ ΙΟΥΝΙΟΥ, 2020 ΠΟΥ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΕ Ο ΑΙΤΗΤΗΣ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟΥ Κ.Κ. ΣΑΒΕΡΙΑΔΗΣ & ΣΙΑ Δ.Ε.Π.Ε. ΣΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΟΥ ΕΦΟΡΟΥ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΜΕΣΩ ΕΝΤΥΠΩΝ ΗΕ4 ΚΑΙ ΗΕ2 ΜΕ ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΘΗΚΕ Ο ΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΜΑΡΙΟΥ ΣΑΒΕΡΙΑΔΗ ΚΑΙ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΣΑΒΕΡΙΑΔΗ ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΚΑΙ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΑ ΤΗΣ EBC EASTERN BEVERAGE COMPANY LIMITED ΜΕ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΔΙΟΡΙΣΜΟΥ ΤΗΝ 10Η ΙΟΥΝΙΟΥ, 2020, Η ΠΑΥΣΗ ΤΩΝ XXX ΚΥΡΟΥ ΚΑΙ  ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΑΠΟ ΤΙΣ ΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥΣ ΩΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΕΣ ΤΗΣ EBC EASTERN BEVERAGE COMPANY LIMITED, Η ΠΑΥΣΗ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ MEDITERRANEAN SECRETARIES LIMITED ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΩΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΤΗΣ EBC EASTERN BEVERAGE COMPANY LIMITED ΜΕ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΑΥΣΗΣ ΤΗΝ 10Η ΙΟΥΝΙΟΥ, 2020 ΚΑΙ Η ΑΛΛΑΓΗ ΕΓΓΕΓΡΑΜΜΕΝΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΤΗΣ EBC EASTERN BEVERAGE COMPANY LIMITED ΜΕ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΛΛΑΓΗΣ ΤΗΝ 10Η ΙΟΥΝΙΟΥ, 2020.

----------

 

K. Σαβεριάδης, για τους αιτητές.

Φρ. Σωτηρίου (κα), για τους καθ΄ ων η αίτηση.

Χρ. Κληρίδης για Χριστόδουλο Γ. Βασιλειάδη & Σία ΔΕΠΕ, για ενδιαφερόμενα μέρη (ΕΜ).

A Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:  Τα γεγονότα έχουν εκτεθεί στην απόφαση με την οποία δόθηκε άδεια για καταχώριση της παρούσας αίτησης (Αναφορικά με την Αίτηση της TMC TRADE MARK AG εκ Λιχτενστάιν, Πολιτική Αίτηση Αρ. 97/2020, ημερ. 7.9.2020, ECLI:CY:AD:2020:D300)  ως εξής:

 

«Η εταιρεία TMC TRADE MARK AG από το Λιχτενστάιν («η αιτήτρια») είναι η μοναδική μέτοχος της κυπριακής εταιρείας EBC EASTERN BEVERAGE COMPANY LIMITED («η Εταιρεία»). 

 

Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της αιτήτριας, όπως έχουν παρατεθεί σε ένορκη δήλωση του κ. Μάριου Σαβεριάδη, εκ των διευθυντών της δικηγορικής εταιρείας Κ.Κ. Σαβεριάδης & Σία ΔΕΠΕ, που συνοδεύει την υπό εξέταση αίτηση, η αιτήτρια εταιρεία έχει εισέλθει σε διαδικασία πτώχευσης κατόπιν αίτησης των διοικητικών της οργάνων και σχετικού διατάγματος από το αρμόδιο δικαστήριο του Λιχτενστάιν στις 16.12.2019.   Δυνάμει του εν λόγω διατάγματος διορίστηκε ο κ. S. ως διαχειριστής σε πτώχευση (trustee in bankruptcy) της αιτήτριας εταιρείας.  Υπ΄ αυτή του την ιδιότητα και έχοντας τέτοιο δικαίωμα εξουσιοδότησε τον προαναφερθέντα κ. Μάριο Σαβεριάδη για να προβεί εκ μέρους του σε όλες τις δέουσες και έννομες ενέργειες για την παύση και αντικατάσταση των διευθυντών και του γραμματέα της Εταιρείας.  Η προσπάθεια αυτή προσέκρουσε στην άρνηση των διευθυντών της Εταιρείας οι οποίοι προέβαλαν τη θέση ότι δεν θα αναγνώριζαν την εξουσία του διαχειριστή, εκτός εάν το εν λόγω δικαστικό διάταγμα του Λιχτενστάιν αναγνωριζόταν στην Κύπρο.  Ο κ. Σαβεριάδης, ως πληρεξούσιος αντιπρόσωπος της αιτήτριας, προχώρησε σε σύγκληση έκτακτης γενικής συνέλευσης, το αποτέλεσμα της οποίας ήταν η απόφαση με σύνηθες ψήφισμα για παύση των διευθυντών και του γραμματέα και αντικατάσταση τους.  Ως νέος διευθυντής ορίστηκε ο κ. Μ. Σαβεριάδης.

 

Κατόπιν τούτου, στις 24.6.2020, μερίμνησε ώστε να καταχωριστούν οι αλλαγές διευθυντών, γραμματέα και εγγεγραμμένου γραφείου στον Έφορο Εταιρειών, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 192(4) του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113.  Ο Έφορος στα πλαίσια πρακτικής που ακολουθεί απαιτεί όπως, σε περιπτώσεις που κοινοποιούνται αλλαγές διευθυντών κλπ., τα σχετικά έγγραφα να συνοδεύονται από βεβαίωση του γραμματέα για το αληθές των αλλαγών που κοινοποιούνται.  Όταν δε, υπάρχει και αλλαγή γραμματέα, η βεβαίωση αυτή πρέπει να υπογράφεται τόσο από τον παλαιό, όσο και από τον νέο γραμματέα.  Τούτο ήταν αδύνατον να εξασφαλιστεί εν προκειμένω λόγω της άρνησης των προηγούμενων διευθυντών να αναγνωρίσουν τη διαδικασία παύσης τους.  Ο κ. Μ. Σαβεριάδης κλήθηκε δύο φορές από τον Έφορο Εταιρειών μαζί με το δικηγορικό γραφείο Χρ. Γ. Βασιλειάδης & Σία ΔΕΠΕ, το οποίο ενεργούσε για τους διευθυντές της Εταιρείας και ανέπτυξαν τις εκατέρωθεν θέσεις τους.  Ό,τι απασχολούσε τον Έφορο ήταν το κατά πόσον το δικαστικό διάταγμα διορισμού του κ. S. ως διαχειριστή της αιτήτριας θα έπρεπε να εγγραφεί και να αναγνωριστεί από κυπριακό δικαστήριο ως προϋπόθεση για την εγγραφή των αλλαγών από τον Έφορο Εταιρειών.  Τελικά, στις 7.8.2020, ο Έφορος πληροφόρησε τον κ. Μ. Σαβεριάδη ότι οι αλλαγές δεν θα γίνουν αποδεκτές μέχρι την εκδίκαση μιας αίτησης για εκκαθάριση της Εταιρείας που καταχωρίστηκε εκ μέρους μιας άλλης εταιρείας (Αίτηση υπ΄ αρ. 317/2020 Ε.Δ. Λευκωσίας) και του επέστρεψε τα σχετικά έντυπα ΗΕ2 και ΗΕ4

 

Ως αποτέλεσμα ζητήθηκε και δόθηκε άδεια για να καταχωριστεί η παρούσα αίτηση προς έκδοση προνομιακού εντάλματος mandamus με το οποίο να διατάσσεται ο Έφορος Εταιρειών να προωθήσει και να εγγράψει την «αίτηση», όπως χαρακτηρίζεται, της αιτήτριας ημερ. 24.6.2020. 

 

Δίδοντας την άδεια είχα θέσει το ζήτημα και είχα προβληματιστεί ως προς το κατά πόσο το κατ’ ισχυρισμό παραλειπόμενο καθήκον του Εφόρου εμπίπτει στο δημόσιο δίκαιο ή κατά πόσο εμπίπτει στο ιδιωτικό δίκαιο.  Η διάκριση είναι σημαντική εφόσον στην πρώτη περίπτωση δεν χωρεί η έκδοση mandamus

 

Το άρθρο 192(4) του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113 (εν τοις εφεξής ο «Νόμος») έχει ως ακολούθως:

«192(4) (α) Η εταιρεία παραδίδει στον έφορο εταιρειών έκθεση στον καθορισμένο τύπο που περιλαμβάνει τις ορισμένες στο µμητρώο που αναφέρεται στο εδάφιο (1), λεπτομέρειες, καθώς και γνωστοποίηση στον καθορισμένο τύπο οποιασδήποτε αλλαγής στους συμβούλους ή στο γραμματέα της ή σε οποιεσδήποτε λεπτομέρειες περιλαμβάνονται στο μητρώο, εντός των προβλεπόμενων στο εδάφιο (5) προθεσμιών, αντίστοιχα, και ο έφορος εταιρειών προβαίνει στην εγγραφή των λεπτομερειών και/ή της γνωστοποίησης, ανάλογα με την περίπτωση, ορίζοντας την ημερομηνία της αλλαγής:

Νοείται ότι, η περίληψη στην ετήσια έκθεση εταιρείας, λεπτομερειών σε σχέση με τους συμβούλους ή το γραμματέα, δεν θεωρείται ως συμμόρφωση προς την υποχρέωση που προβλέπεται από τις διατάξεις του παρόντος εδαφίου

 

Ο ευπαίδευτος δικηγόρος της αιτήτριας εισηγήθηκε ότι το ζήτημα εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου, εφόσον επηρεάζει μόνο τα συμφέροντα της αιτήτριας και μάλιστα κατά τρόπο καταλυτικό, αφού στην πράξη δεν αναγνωρίζονται οι αλλαγές στις οποίες προέβη. 

 

Έχοντας υπόψιν την προαναφερθείσα διάκριση και τη σχετική νομολογία, λαμβάνοντας υπόψιν την εισήγηση αυτή, το καθήκον του Εφόρου από το άρθρο 192(4) του Νόμου («…και ο έφορος εταιρειών προβαίνει στην εγγραφή των λεπτομερειών και της γνωστοποίησης…») και την απόφαση στην Αίτηση Longo Campo Investments Ltd, Πολιτικές Αιτήσεις 203/19 και 204/19, ημερ. 4.12.2019, με την οποία δόθηκε άδεια για καταχώριση αίτησης mandamus σε παρόμοια περίπτωση, έκρινα ότι στοιχειοθετείται εκ πρώτης όψεως υπόθεση ώστε να πρέπει να δοθεί απάντηση εκ μέρους του Εφόρου.  Παράλληλα δόθηκαν οδηγίες όπως η αίτηση κοινοποιηθεί στα πρόσωπα που φέρονται ως οι προηγούμενοι διευθυντές και γραμματέας της εταιρείας, εφόσον τα πρόσωπα αυτά είχαν κληθεί και ακουστεί από τον Έφορο Εταιρειών (εν τοις εφεξής αποκαλούμενα ως «τα ενδιαφερόμενα μέρη», «ΕΜ»). 

 

Για το προκριματικό ζήτημα αναφορικά με το κατά πόσον η προσβαλλόμενη πράξη εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου ή του ιδιωτικού δικαίου, ο ευπαίδευτος δικηγόρος της αιτήτριας επανέλαβε ότι επηρεάζονται κατά τρόπο άμεσο ιδιωτικά συμφέροντα, ενώ η ευπαίδευτη δικηγόρος για τον Έφορο, με αναφορά στην Sebry v. Companies House [2015] EWHC 115 QB, εισηγήθηκε ότι οι σχετικές πρόνοιες σκοπό έχουν να παράσχουν ασφάλεια στις συναλλαγές μεταξύ των πολιτών προς το γενικό όφελος και προς ικανοποίηση δημοσίου συμφέροντος.  Παράλληλα όμως, ορθά όπως θα φανεί κατωτέρω, υπέδειξε ότι η σχετική αρμοδιότητα του Εφόρου περιορίζεται στην κοινοποίηση των στοιχείων που είναι ήδη καταχωρημένα στο μητρώο της εταιρείας. 

 

Όπως είχα την ευκαιρία να αναφέρω στην απόφαση με την οποία δόθηκε άδεια για την καταχώριση της υπό εξέταση τώρα αίτησης αναφορικά με τη διάκριση μεταξύ πράξεων ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου:

 

 «…Για τη διάκριση, το κριτήριο είναι ουσιαστικό και καθοριστική είναι η εγγενής φύση της πράξης σε συνδυασμό με τον επιδιωκόμενο σκοπό.  Εάν με την πράξη επιδιώκεται πρωταρχικά η εξυπηρέτηση δημοσίου σκοπού τότε η πράξη εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου.  Εάν επηρεάζει μόνο τα συμφέροντα των συμβαλλομένων μερών, χωρίς να αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση δημοσίου σκοπού, έστω και αν το δημόσιο συμφέρον υπεισέρχεται παρεμπιπτόντως, τότε πρόκειται για πράξη που εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου.  Κριτήριο της διάκρισης είναι ο σκοπός στον οποίο η νομοθεσία αποβλέπει και το ενδιαφέρον του κοινού στη συγκεκριμένη λειτουργία και αποφάσεις …»

 

(Αntoniou v. The Republic (1984) 3 CLR 623, Machlouzarides v. The Republic (1985) 3 CLR 2342, Hellenic Bank Ltd v. Republic (1986) 3 CLR 481, Photiades and another v. Photiades and another (1988) 3 CLR 2084, Midland Bank Project Finance Ltd v. Δημοκρατίας (1989) 3 ΑΑΔ 2099, Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ ν. Κυπριακή Δημοκρατία μέσω του Εφόρου Εταιρειών (Αρ.2) (1990) 3 ΑΑΔ 1997, Tamasos Tobacco Supplies and Co v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Εφόρου Εταιρειών (1991) 3 ΑΑΔ 407, Γεωργίου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (1995) 3 ΑΑΔ 425, Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ιωαννίδης κ.α., Α.Ε. Αρ. 101/10 και 136/10, 15.7.2016, ECLI:CY:AD:2016:C361, Λοϊζου, Πολ. Έφ. Αρ. 138/18, 20.7.2018).    

 

Η υπόθεση Sebry, αφορούσε στο ζήτημα του καθήκοντος επιμέλειας του Εφόρου και της αιτιώδους συνάφειας με τη ζημία που προκλήθηκε από εσφαλμένη καταχώριση στο μητρώο εταιρειών. Εξετάστηκε στα πλαίσια εκείνα ο σκοπός και η φύση της συγκεκριμένης αρμοδιότητας του Εφόρου και αναφέρθηκαν σχετικώς τα ακόλουθα (παράγρ. 59):

 

«The importance of Companies House is that it operates in the interest of the public generally by making information about companies available to anyone who wants it. This is an important function which enables limited liability to function fairly and therefore benefits the economy of England and Wales. […]

In carrying out this function, the Registrar and his staff understand that in addition to the benefit provided to the public generally in supporting the economy, they also provide a service to (among others) those wishing to extend credit to a company and to the company itself. The company benefits from this process because its suppliers and bankers are able to confirm details about its existence, status and assets from the material which appears on the register. […]

This is not a situation where there are competing public or private interests which the Registrar and his staff must balance. In the area of the functions of Companies House with which I am concerned, there is only one outcome which is in the public interest. …»

 

Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι μια τέτοιας φύσεως αρμοδιότητα του Εφόρου, που έγκειται σε κοινοποίηση προς το κοινό στοιχείων τα οποία αφορούν σε εταιρείες, λειτουργεί προς όφελος του κοινού και των πιστωτών των εταιρειών και υπ’  αυτή την έννοια εξυπηρετούν δημόσιο σκοπό.  Αυτό όμως δεν επαρκεί ώστε, άνευ ετέρου, η συγκεκριμένη πράξη να θεωρηθεί ως εμπίπτουσα στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου. 

Η υπόθεση Hellenic Bank Ltd v. Republic (1986) 3 CLR 481, αφορούσε σε απόφαση του Εφόρου Εταιρειών να μην εγγράψει υποθήκη ως βάρος επί εταιρείας.  Αν και αναγνωρίστηκε ότι οι σχετικές πρόνοιες στο Μέρος ΙΙΙ του Νόμου χωρίς αμφιβολία σκοπό έχουν να διασφαλίσουν την παροχή πληροφοριών σε σχέση με τη φερεγγυότητα των νομικών προσώπων και υπ’  αυτή την έννοια εξυπηρετούν δημόσιο σκοπό, εντούτοις λέχθηκαν τα εξής από τον Πική, Δ. (όπως ήταν τότε):  

 

«But the crucial question is not whether the legislation under which the decision is taken serves a public purpose, but whether the particular decision does so.»

 

Με βάση το κριτήριο αυτό αποφασίστηκε ότι η άρνηση του Εφόρου ενέπιπτε στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου. 

 

Με αναφορά στη Hellenic ίδια ήταν η κρίση του Ι. Μαλαχτού, Δ., στην  Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω του Εφόρου Εταιρειών (Αρ.2) (1990) 3 ΑΑΔ 1997 (ανωτέρω).

 

Η υπόθεση Photiades and another v. Photiades and another (1988) 3 CLR 2084 (ανωτέρω) αφορούσε στην εγγραφή ανανέωσης συνεταιρισμού μετά από αίτηση του ενός εκ των συνεταίρων, για την οποία ο άλλος συνέταιρος ισχυρίστηκε ότι έγινε χωρίς τη δική του συγκατάθεση.  Κρίθηκε ότι η εγγραφή αυτή εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου.  Η ύπαρξη του μητρώου και η δυνατότητα επιθεώρησης του δεν θεωρήθηκαν ικανά να μεταβάλουν τη φύση της πράξης η οποία αφορούσε στην καταχώριση απλώς μιας υφιστάμενης ήδη κατάστασης πραγμάτων και δεν δημιουργούσε αφ’  εαυτής δικαιώματα. Δίδοντας την απόφαση της Ολομέλειας ο Πικής, Δ. (όπως ήταν τότε) ανέφερε σχετικώς τα εξής:

«For a decision to be executory, it must be generative of rights. Only decisions creative in themselves of rights are justiciable under article 146.1 of the Constitution. The registration of a partnership does not per se confer rights on the partners additional to those that they enjoy in contract, as a result of the formation of a partnership between two or more persons, nor does it impose any additional obligations. […] Neither the keeping of a register nor its availability for inspection can possibly alter the character of the act of registration. The act of registration is par excellence a ministerial act entailing the certification of an existing fact.

It does not per se promote the ends of a partnership, a matter of private law. […]

The registration of a partnership leaves unaffected the rights and obligations of the parties. It produces no noticeable legal consequences. The decision of the Registrar to register a partnership is not amenable to judicial review under article 146.1 of the Constitution. Not only a decision under s.56 (1) of the Partnership Law, Cap. 116, lacks executory character but, furthermore, it is one wholly incidental to a decision affecting private law rights.» (η έμφαση είναι δική μου)

Βλ. επίσης Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ιωαννίδης κ.α., Α.Ε. Αρ. 101/10 και 136/10, 15.7.2016, ECLI:CY:AD:2016:C361.

 

Από την άλλη, στη Photiades έγινε αντιδιαστολή της περίπτωσης εκείνης της υπόθεσης από την εγγραφή εμπορικών σημάτων η οποία, όπως σημειώθηκε, δεν πηγάζει από σχέση ιδιωτικού δικαίου, αλλά συναρτάται με τη δημόσια πολιτική του κράτους αναφορικά με τον τρόπο διεξαγωγής γενικά του εμπορίου.  Συνεπώς εκεί επρόκειτο για πράξη στη σφαίρα του δημόσιου δικαίου.

 

Με ταυτόσημη προσέγγιση στην υπόθεση Midland Bank Project Finance Ltd v. Δημοκρατίας (1989) 3 ΑΑΔ 2099 (ανωτέρω), η οποία αφορούσε σε απόφαση για διαγραφή από το μητρώο εταιρείας εγγραφής εκχωρήσεως των δικαιωμάτων της εταιρείας βάσει αγοραπωλητηρίου εγγράφου γης και άρνηση εγγραφής στο μητρώο της εταιρείας του διορισμού παραλήπτη που είχε γίνει βάσει προνοιών υποθήκης, ο Στυλιανίδης, Δ. (όπως ήταν τότε) θεώρησε ότι οι πράξεις αυτές ενέπιπταν στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου, λέγοντας τα ακόλουθα:

«…Οι προσβαλλόμενες αποφάσεις του Εφόρου δε δημιουργούν νομικά αποτελέσματα, ούτε προσθέτουν οτιδήποτε στην υφιστάμενη νομική κατάσταση των αιτητών. Η εγγραφή στο Μητρώο δε δημιουργεί από μόνη της δικαιώματα στους αιτητές, ούτε προσθέτει τυπική εγκυρότητα στις δικαιοπραξίες τους που αναφέρονται στις προσφυγές. Τα δικαιώματά τους ρυθμίζονται από άλλη νομοθεσία και οποιαδήποτε εγγραφή δεν αλλοιώνει, ούτε προσθέτει στα δικαιώματά τους.»

 

Εν προκειμένω, όπως και στις προαναφερθείσες υποθέσεις, η εγγραφή των λεπτομερειών και/ή της γνωστοποίησης δεν ήταν πράξη που δημιουργούσε από μόνη της οποιαδήποτε δικαιώματα ή προσέδιδε την ιδιότητα του διευθυντή.  Η γνωστοποίηση αυτή δεν είναι διαπλαστική ή συστατική δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων ή νομικών καταστάσεων.  Όπως ορθά το έθεσε η κα Σωτηρίου: «Το Τμήμα του Εφόρου δεν έχει την εξουσία να κατοχυρώνει τη διοικητική ή μετοχική δομή των εταιρειών αλλά να καταχωρεί στο μητρώο του στοιχεία και αλλαγές που είναι ήδη καταχωρημένα στο μητρώο της εταιρείας και κοινοποιούνται στο Τμήμα Εφόρου Εταιρειών.» 

 

Πράγματι, η ιδιότητα ενός προσώπου ως αξιωματούχος της εταιρείας, του προσδίδεται με βάση τις διαδικασίες της εταιρείας και η εγγραφή δεν αλλοιώνει οτιδήποτε.  Σχετικά είναι τα ακόλουθα από τον Palmers Company Law, Vol.2, Chapter 8, 8.707:

 

«Register does not determine directors’ status

On the other hand, the registration does not determine whether a person is in fact a director of a company: it is the company, following its own proper procedure, that appoints and removes directors.  However, registration as a director may operate as a representation to third parties by the company that the person is a director. »

 

Κατ’  εφαρμογή των παραπάνω αρχών ο Χατζηχαμπής, Δ. (όπως ήταν τότε) αποφάσισε ότι οι καταχωρίσεις στο κυπριακό Νηολόγιο μεταβιβάσεων ενυποθήκου συμφέροντος εμπίπτουν στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου, με το δημόσιο συμφέρον να είναι έμμεσο και απομακρυσμένο (SAMPRATRANS SHIPPING LTD v. Κυπριακή Δημοκρατία (2005) 1 ΑΑΔ 644).

 

Eν κατακλείδι και συνοψίζοντας ως προς το ζήτημα της φύσης της πράξης, με βάση τις προαναφερθείσες αρχές:

 

Η κοινοποίηση προς τον Έφορο και η εγγραφή της γνωστοποίησης δεν δημιουργεί ιδιωτικά δικαιώματα ή νομικές ιδιότητες αλλά πρόκειται για απλή καταχώριση αποφάσεων της εταιρείας που προηγήθηκαν.  Αφορούν δε σε αστικής φύσης δικαιώματα, σχέσεις και ιδιότητες που επηρεάζουν άμεσα μόνο τους εμπλεκόμενους.  Η γνωστοποίηση τους προς το κοινό και το ενδιαφέρον του κοινού, ως δευτερεύουσας φύσης και απομακρυσμένης, δεν κατατάσσουν τέτοιας φύσεως πράξεις στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου (Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ ν. Κυπριακή Δημοκρατία μέσω του Εφόρου Εταιρειών (1989) 3 ΑΑΔ 729, Antoniou v. The Republic (1984) 3 CLR 623 (ανωτέρω)).  Ούτε πρόκειται για πράξη για την οποία ο Έφορος διατηρεί διακριτική ευχέρεια.  Αντίθετα πρόκειται για πράξη που θα μπορούσε επίσης να χαρακτηριστεί ως «par excellence a ministerial act entailing the certification of an existing fact».  Η μόνη αρμοδιότητα του Εφόρου είναι να εφαρμόσει την επιτακτική πρόνοια του Νόμου.

 

Συνεπώς, έστω και αν εξυπηρετείται και δημόσιος σκοπός, η πράξη εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου.

 

Κατά τα άλλα δεν έχει αμφισβητηθεί ότι ο Έφορος συνιστά αρχή επιφορτισμένη με την εκτέλεση δημοσίου καθήκοντος, ούτε και αμφισβητήθηκαν άλλες προϋποθέσεις, όπως η υποβολή απαίτησης και η άρνηση του Εφόρου για την εκτέλεση τέτοιου καθήκοντος. 

 

Αμφισβητήθηκε όμως αφενός, η νομιμοποίηση της ΤΜC TRADE MARK AG (εν τοις εφεξής «TMC») και αφετέρου το κατά πόσον υφίστατο τέτοιο καθήκον υπό τις περιστάσεις. 

 

Ως προς το θέμα της νομιμοποίησης τέθηκε από πλευράς Εφόρου και ΕΜ ότι ο αιτητής δεν μπορούσε να ήταν η TMC, αλλά ο S. ο οποίος ισχυρίζεται ότι έχει διοριστεί ως επίτροπος πτώχευσης ή η EBC EASTERN BEVERAGE COMPANY LIMITED (εν τοις εφεξής «EBC») ως η εταιρεία στην οποία αφορούν οι αλλαγές.  H TMC, κατά την εισήγηση αυτή, δεν έχει έννομο συμφέρον να προωθεί την παρούσα διαδικασία, αφού δεν είναι το πρόσωπο που έχει αιτηθεί από τον Έφορο την εκτέλεση του καθήκοντος του.  Έγινε παραπομπή σε απόσπασμα από την υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του xxx Χριστοδούλου άλλως Ρόπα (2008) 1 ΑΑΔ 43, όπου αναφέρεται ότι «προϋπόθεση για την παραχώρηση της θεραπείας είναι ο αιτητής να έχει δικαίωμα να ζητήσει την εκτέλεση του συγκεκριμένου καθήκοντος.  Επίσης, ο αιτητής θα πρέπει προτού αποταθεί στο δικαστήριο για άδεια, να έχει αιτηθεί από το δημόσιο όργανο την εκτέλεση του καθήκοντος του αλλά αυτό να έχει αρνηθεί να συμμορφωθεί

 

Εν προκειμένω, δεν είναι η TMC που προέβη στις επίδικες κοινοποιήσεις στον Έφορο, ούτε και θα μπορούσε.  Το ποιος δύναται να πράξει τούτο ορίζεται από το άρθρο 192(4) που προνοεί ότι είναι η «εταιρεία» που παραδίδει στον Έφορο Εταιρειών τα σχετικά, εν προκειμένω η EBC.  Το κριτήριο είναι διαφορετικό από τον κανόνα του κοινοδικαίου που διέπει τη νομιμοποίηση μετόχου σε πολιτική αγωγή, όπου σύμφωνα με την γνωστή αρχή της Foss v. Harbottle (1843) 67 E.R. 189, σε περίπτωση αδικοπραξίας εναντίον εταιρείας, είναι η εταιρεία που νομιμοποιείται, κατά κανόνα, σε αγωγή και όχι οι μέτοχοι της, εφόσον η εταιρεία αποτελεί ξεχωριστή οντότητα από τους μετόχους της.  Στην περίπτωση του mandamus ο αιτητής θα πρέπει να στοιχειοθετήσει επαρκές συμφέρον και έννομο δικαίωμα (legal right) να απαιτήσει την εκτέλεση του αντιστοίχου καθήκοντος.  Στην υπόθεση ΒΝΚ East Med Limited (1997) 1 AAΔ 1302, ο Νικήτας, Δ. είχε αναφέρει σχετικώς τα ακόλουθα:

«Περαιτέρω το δικαστήριο έχει υπόψη ότι το γενικό ενδιαφέρον που μπορεί ένας να έχει στην εκτέλεση νομικού καθήκοντος δεν του παρέχει αυτόματα locus standi. Η νομιμοποίηση του αιτητή εξαρτάται από το ιδιαίτερο ενδιαφέρον που έχει ο ίδιος στην εφαρμογή του νόμου. Αναφέρομαι στο σημείο αυτό στην υπόθεση R. v. Commissioners of Customs and Excise [1970] 1 All E.R. 1068. Η σύνοψη στη σελ. 1069, που έχει σημασία για το συζητούμενο θέμα, έχει ως εξής:

"The applicants had failed to show that they had some interest over and above the interests of the community as a whole to support their application; their only interest or motive was the ulterior one of putting their competitors out of business; accordingly, their application failed."»

Υπό το φως τέτοιας προσέγγισης ο Νικήτας, Δ. παραχώρησε άδεια για καταχώριση αίτησης για έκδοση mandamus με στόχο την εφαρμογή και εκτέλεση υφισταμένου διατάγματος κατεδάφισης υποστατικού που γειτνίαζε με την περιουσία της αιτήτριας θεωρώντας ότι, υπό τις περιστάσεις αυτές, η αιτήτρια είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην εφαρμογή του διατάγματος κατεδάφισης.

 

Στην απόφαση της Ολομέλειας Palm-Mount Holdings Ltd v. Δήμος Λευκωσίας, Πολ. Έφ. Αρ. 413/16, 3.4.2018, ECLI:CY:AD:2018:A154, θεωρήθηκε αντίθετα, με βάση το ίδιο κριτήριο, ότι η εφεσείουσα που λειτουργούσε επιχείρηση στην οδό Λήδρας στη Λευκωσία δεν είχε ιδιαίτερο άμεσο συμφέρον ώστε να αιτείται διατάγματος mandamus με το οποίο να διαταχθεί ο Δήμος να διατηρεί τους πεζοδρόμους της Λευκωσίας για την αποκλειστική χρήση των πεζών.  Λέχθηκαν σχετικά τα ακόλουθα, από την Παναγή, Δ. (όπως ήταν τότε) δίδοντας την απόφαση της Ολομέλειας:

 

«Η νομιμοποίηση ενός αιτητή να αιτηθεί την έκδοση προνομιακού εντάλματος συναρτάται με το ενδιαφέρον του.  Η φύση του ενδιαφέροντος που απαιτείται για υποστήριξη αίτησης για mandamus διαχρονικά εκφράστηκε ποικιλοτρόπως, όπως καταδεικνύει η Αγγλική νομολογία.[6] [1]  Στην περίπτωση, όμως, που το επιβαλλόμενο εκ του Νόμου καθήκον, του οποίου επιδιώκεται η εκτέλεση, δεν συναρτάται με οποιαδήποτε ατομικά δικαιώματα αλλά έχει προβλεφθεί  προς όφελος του κοινού γενικά, όπως στην προκείμενη περίπτωση, τα Αγγλικά δικαστήρια, αναγνωρίζοντας ότι η παράλειψη εκτέλεσης δημόσιου καθήκοντος δεν πρέπει να είναι ανέλεγκτη, σταθερά παρέχουν locus standi σε αιτητή του οποίου το ενδιαφέρον για την εφαρμογή του νόμου είναι ιδιαίτερο με την έννοια ότι είναι μεγαλύτερο από αυτό της κοινότητας ως τέτοιας (βλ. R v Commissioners of Customs and Excise (ανωτέρω)[7] [2] και R v Manchester Corporation [1911] 1 K.B. 560)[8].[3]  Το κριτήριο αυτό έχει υιοθετηθεί και από τη δική μας νομολογία (βλ. BNK East Med Limited (1997) 1 ΑΑΔ 1302).   Αιτητής δε ο οποίος ανήκει σε τάξη ανθρώπων η οποία επηρεάζεται πιο πολύ από τη μη εκτέλεση του καθήκοντος παρά το ευρύ κοινό, θα πρέπει να δείξει ότι το ενδιαφέρον του είναι μεγαλύτερο από αυτό της τάξης στην οποία αυτός ανήκει (βλ. State (Modern Homes Limited) v Dublin Corporation (1953) I.R. 202[9]).[4]

Η  λειτουργία επιχείρησης στην οδό Λήδρας από μόνη της δεν νομιμοποιεί την εφεσείουσα στην καταχώρηση και προώθηση της αίτησης της για mandamus.  Δεν καθιστά το ενδιαφέρον της μεγαλύτερο από αυτό των άλλων χρηστών του πεζόδρομο της οδού Λήδρας ή των άλλων προσώπων που επίσης λειτουργούν επιχειρήσεις στην ίδια οδό, στην τάξη των οποίων ανήκει και η εφεσείουσα. […]»

 

 

Η ίδια αρχή έχει ενσωματωθεί στο σύγγραμμα Προνομιακά Εντάλματα, Π. Αρτέμης, σελ. 250-251, με αναφορά στις αποφάσεις BNK (ανωτέρω) και R. v. Commissioners of Customs and Excise [1970] 1 All E.R. 1068.

 

Επίσης στα Halsbury’s Laws of England, 3rd ed., Vol. 11, σελ. 105, παράγρ. 196, διατυπώνεται ο ίδιος κανόνας ότι η νομιμοποίηση για ένταλμα mandamus βασίζεται στο επαρκές συμφέρον που διακρίνει τον αιτητή από τυχόν ευρύτερο σύνολο ενδιαφερομένων προσώπων, ως πρόσωπο το οποίο έχει άμεσο έννομο δικαίωμα (legal right) και συμφέρον να απαιτήσει την εκτέλεση της πράξης.      

 

Εν προκειμένω, θεωρώ ότι η TMC ως ο μοναδικός μέτοχος της EBC είχε, υπό την παραπάνω έννοια, ιδιαίτερο και συνεπώς επαρκές έννομο συμφέρον και έννομο δικαίωμα να απαιτήσει την εκτέλεση του προβλεπομένου στο άρθρο 192(4) καθήκοντος προς την εταιρεία της.    

 

Τέθηκε, ως άνω, περαιτέρω ότι ο Έφορος δεν είχε καθήκον να αποδεχθεί την κοινοποίηση των αλλαγών, εφόσον οι μέχρι τότε διευθυντές και γραμματέας δεν αναγνωρίζουν τον S. ως επίτροπο σε πτώχευση της TMC ώστε αυτός να δύναται να ενεργεί για την TMC, δεδομένου ότι το κατ’  ισχυρισμόν διάταγμα του δικαστηρίου του Λιχτενστάιν ημερ. 16.12.2019 δεν έχει αναγνωριστεί από τα κυπριακά δικαστήρια. 

 

Το ζήτημα αυτό έχει επιλυθεί ευθέως από την κυπριακή νομολογία στην υπόθεση SEAMARK CONSULTANCY SERVICES LTD v. LASALA (2007) 1 ΑΑΔ 162Είχε τεθεί το ερώτημα κατά πόσον ήταν αναγκαία η εγγραφή και η αναγνώριση αμερικάνικης δικαστικής απόφασης στην Κύπρο, δυνάμει της οποίας είχε δημιουργηθεί καταπίστευμα και οι ενάγοντες είχαν διοριστεί συνδιαχειριστές του καταπιστεύματος με εξουσία έγερσης αγωγής στην Κύπρο προς ανάκτηση μεγάλου χρηματικού ποσού σε υπόθεση κατ’  ισχυρισμόν δόλου.  Είχε τεθεί από τους εναγόμενους ότι θα έπρεπε οι ενάγοντες να είχαν προηγουμένως εγγράψει την απόφαση του αμερικάνικου δικαστηρίου.  Το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε ότι δεν ήταν αναγκαία η εγγραφή και η αναγνώριση της δικαστικής απόφασης, δεδομένου ότι δεν εκδόθηκε οποιαδήποτε τελεσίδικη δικαστική απόφαση στις ΗΠΑ την οποία οι ενάγοντες επεδίωκαν να εκτελέσουν στην Κύπρο.  Συνεπώς η επίκληση από αυτούς της αμερικάνικης δικαστικής απόφασης, σύμφωνα με την οποία διορίστηκαν διαχειριστές, δεν επέβαλλε την υποχρέωση εγγραφής στην Κύπρο της απόφασης αυτής (Lasala κ.α. ν. Κυπριανού κ.α., Αρ. Αγωγής 5581/05, ημερ. 10.11.2005).  Το Ανώτατο Δικαστήριο επεκύρωσε την προσέγγιση αυτή ως ορθή.

 

Συνεπώς το γεγονός ότι το διάταγμα του δικαστηρίου του Λιχτενστάιν δεν έχει αναγνωριστεί από τα κυπριακά δικαστήρια δεν έδιδε το δικαίωμα στον Έφορο να αρνηθεί την εκτέλεση του καθήκοντος που του επέβαλλε το άρθρο 192(4). 

 

Σημειώνεται μάλιστα ότι στην αγόρευση του ο ευπαίδευτος δικηγόρος των ΕΜ ανέφερε ότι εάν είχε αναγνωριστεί στην Κύπρο το διάταγμα που διόριζε τον S. στο Λιχτενστάιν και ότι έχει δικαίωμα να αντιπροσωπεύει περιουσιακά στοιχεία στην Κύπρο δυνάμει του κυπριακού δικαίου, τότε δεν θα υπήρχε οποιαδήποτε αμφισβήτηση από την πλευρά των «τρεχόντων διευθυντών» ότι ο συγκεκριμένος επίτροπος δύναται να τους παύσει.  Συνεπώς, υπό το φως της SEAMARK (ανωτέρω) ότι δεν απαιτείτο τέτοια αναγνώριση, τότε είναι επί της θέσης και της αποδοχής των ιδίων των ΕΜ που θα έπρεπε και θα πρέπει ο Έφορος να προβεί στην επίμαχη εγγραφή.

 

Η διαπιστωθείσα υποχρέωση του Εφόρου για εκτέλεση καθήκοντος που του επιβάλλεται εκ του Νόμου δεν αναιρείται από οποιαδήποτε πρακτική.  Η ευπαίδευτη δικηγόρος της Δημοκρατίας για τον Έφορο αναφέρθηκε σε πρακτική που υιοθετήθηκε από το Μάρτιο του 2013 σύμφωνα με την οποία, σε περίπτωση αλλαγής του γραμματέα της εταιρείας, η βεβαίωση θα πρέπει να υπογράφεται τόσο από τον απερχόμενο, όσο και από το νέο γραμματέα, «ούτως ώστε η ενημέρωση του μητρώου του Εφόρου να συνάδει με την ενημέρωση των μητρώων της εταιρείας». 

 

Όμως, το άρθρο 192(4) καθορίζει σαφώς τον τρόπο με τον οποίο ο Έφορος οφείλει να ενεργήσει άμα τη παραλαβή της σχετικής κοινοποίησης.  Αφ’ ης στιγμής η εταιρεία κοινοποιήσει τα στοιχεία σε σχέση με τους διευθυντές και γραμματείς (έντυπο ΗΕ3) και τα στοιχεία σε σχέση με την αλλαγή των αξιωματούχων (έντυπο ΗΕ4) ενεργοποιείται η υποχρέωση του Εφόρου να προβεί στην εγγραφή τους.  Το λεκτικό του Νόμου με την χρήση του ενεστώτος («…προβαίνει…») προσδιορίζει το επιτακτικό της υποχρέωσης χωρίς να καταλείπει περιθώρια για άσκηση διακριτικής ευχέρειας ή για εκτίμηση άλλων παραγόντων.  Ο ρόλος του Εφόρου για τα ζητήματα αυτά είναι διεκπεραιωτικής φύσεως.  Σχετικά είναι όσα αναφέρονται στην υπόθεση Sebry v. Companies House (ανωτέρω, παράγρ. 59):

 

«Companies House does not seek to verify or check information which it makes available except in very limited respects. Document Examiners are employed to ensure that information provided by companies about themselves or by others providing information about companies or directors comply with the requirements of the Registrar. Their function is not to exercise any judgment about whether the contents of those documents are accurate, reliable or complete. They consider only the form of the information and not its substance.[…] The relevant public official is not in the position of a police officer deciding what action to take after a complaint has been made of domestic violence, or a social worker deciding whether to institute care proceedings in respect of children. There is not a series of options which may all be acceptable. The public official is performing an essentially mechanical function in posting information which comes from an external source in the right place on the Register

Συνεπώς, εάν η γνωστοποίηση εύλογα παρουσιάζεται ως γνωστοποίηση εκ μέρους της εταιρείας, ο Έφορος οφείλει να διεκπεραιώσει το καθήκον που του αναθέτει το άρθρο 192(4) χωρίς αρμοδιότητα να υπεισέλθει στην εξέταση σύγκρουσης ιδιωτικών δικαιωμάτων, όπως έπραξε εν προκειμένω, καλώντας μάλιστα προς τούτο τα ενδιαφερόμενα μέρη για να υποβάλουν τις θέσεις τους.  Και χωρίς εξουσία να αναστείλει την εφαρμογή της επιτακτικής πρόνοιας του άρθρου 192(4) θέτοντας όρο ο οποίος στο Νόμο δεν υπάρχει. 

 

«Η ρύθμιση αστικών περιουσιακών δικαιωμάτων είναι θέμα ιδιωτικού δικαίου» (Midland Bank (ανωτέρω)).  Ειδικότερα, το ιδιοκτησιακό και διοικητικό καθεστώς μιας εταιρείας ανάγεται στο αστικό δίκαιο και η επίλυση των διαφορών τέτοιας φύσεως ασφαλώς και θα πρέπει να αναζητείται από τους ενδιαφερόμενους στα δικαστήρια πολιτικής δικαιοδοσίας.  Όπως το έθεσε ο Παρπαρίνος, Δ., στην Zhigachov κ.α. ν. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 2299/2013, ημερ. 5.12.2014, ECLI:CY:AD:2014:D931:

 

«Αυτά ανάγονται στο αστικό δίκαιο και εναπόκειται στους ενδιαφερόμενους ν΄ αναζητήσουν τους κατάλληλους τρόπους προστασίας των συμφερόντων τους μέσα στα πλαίσια αυτά και βάσει του δικαίου το οποίο τυγχάνει εφαρμογής.»

 

Εν προκειμένω έγινε εισήγηση ότι δεν χωρεί mandamus επειδή εκκρεμεί στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας η αγωγή υπ’  αρ. 3560/2018, στην οποία κάποιος Marfut ισχυρίζεται ότι εκείνος είναι ο πραγματικός τελικός ιδιοκτήτης της TMC και συνεπώς της EBC αντί κάποιου άλλου (Smith) που είναι ένας εκ των εναγομένων μαζί με την TMC.  Έχει τεθεί ενώπιον μου μια ενδιάμεση απόφαση από την αγωγή αυτή στην οποία φαίνεται ότι ο Έφορος δεν είναι διάδικος.  Λέχθηκε επίσης ότι εκκρεμεί η αίτηση εκκαθάρισης υπ’  αρ. 317/2020 στα πλαίσια της οποίας καταχωρίστηκε ενδιάμεση αίτηση με την οποία επιδιώκεται ο παραμερισμός του σημειώματος εμφάνισης των ΚΚ Σαβεριάδης & Σία ΔΕΠΕ που καταχωρίστηκε για την EBC βάσει διοριστηρίου που υπέγραψε ο κ. Μάριος Σαβεριάδης.  Είναι η θέση του Εφόρου ότι η χρήση του προνομιακού εντάλματος θα αποβεί σε μέσο για εξασφάλιση πλεονεκτήματος στις πιο πάνω εκκρεμούσες δικαστικές διαδικασίες και θα προκαταβάλει την έκβαση τους.  Κατά το ενδιαφερόμενο μέρος, πριν από την απόφαση του Εφόρου κατά πόσο θα προχωρήσει στις εγγραφές, «θα πρέπει πρώτα να αποφασιστεί εάν και εφόσον ο δήθεν επίτροπος πτώχευσης έχει ή δεν έχει δικαίωμα να αντιπροσωπεύσει την EBC», ερώτημα που αναμένεται να απαντηθεί στα πλαίσια των προγενέστερων εκκρεμουσών διαδικασιών ενώπιον του Ε.Δ. Λευκωσίας.  Τόσο ο Έφορος όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος ισχυρίζονται ότι πρόκειται για εκκρεμείς διαδικασίες που συνιστούν εναλλακτικό ένδικο μέσο προς επίλυσης της επίδικης διαφοράς ώστε να μην χωρεί mandamus

 

Αυτές όμως οι διαδικασίες, στις οποίες άλλωστε ο Έφορος δεν φαίνεται να αποτελεί μέρος, δεν συνιστούν «εναλλακτικό ένδικο μέσο» υπό την έννοια ότι δεν χωρεί υπό τις περιστάσεις mandamus.  Εναλλακτική θα ήταν, υπό την έννοια αυτή, μια θεραπεία στην οποία θα μπορούσε να προσφύγει ο αιτούμενος το mandamus και τέτοια θεραπεία δεν έχει εν προκειμένω υποδειχθεί από την άλλη πλευρά. 

 

Ενώ είναι ορθή η αντίληψη ότι οι διαφορές σε σχέση με το ιδιοκτησιακό και διοικητικό καθεστώς της εταιρείας, θα πρέπει να επιλυθούν στα πολιτικά δικαστήρια, η ύπαρξη και η εκκρεμότητα τέτοιων διαδικασιών δεν μπορεί από μόνη της και άνευ ετέρου, να ανακόψει την υφιστάμενη και αυθύπαρκτη εκ του Νόμου σαφή υποχρέωση του Εφόρου να ενεργήσει με βάση το άρθρο 192(4). 

 

Η εφαρμογή της επιτακτικής πρόνοιας του Νόμου από τον Έφορο, δεν έχει την έννοια ότι «προκαταβάλλει την έκβαση των δικαστικών διαδικασιών» ή ότι δίδει πλεονέκτημα υπέρ της μιας πλευράς στις όποιες πολιτικές διαδικασίες, όπως ο ισχυρισμός του Εφόρου.  Έτερον εκάτερον.  Ο Έφορος έχει υποχρέωση να ενεργήσει επί τη βάσει της γνωστοποίησης που προσκομίσει η εταιρεία με βάση τις εσωτερικές της διαδικασίες και εναπόκειται στο ενδιαφερόμενο μέρος που ενίσταται να ανακόψει τέτοια εκ του Νόμου υποχρέωση, εξασφαλίζοντας προς τούτο δικαστική απόφαση ή διάταγμα από το δικαστήριο το οποίο είναι το αρμόδιο να επιλύσει τέτοιες διαφορές.

 

Η έκδοση εντάλματος mandamus είναι διακριτικού χαρακτήρα.  Όταν όμως ο αιτητής αποδείξει έννομο δικαίωμα και ότι δεν έχει άλλο μέσο να διασφαλίσει το δικαίωμα του χωρίς την έκδοση mandamus, τότε το ένταλμα εκδίδεται δικαιωματικά («as a matter of course») (Basus Commentary on the Constitution of India, 5η έκδοση, Τόμος 3, σελ.690).  Όπως ήδη έχω αναφέρει, δεν υποδείχθηκε από την άλλη πλευρά ποια θα ήταν η εναλλακτική θεραπεία που θα μπορούσε να ακολουθήσει η αιτήτρια.  Θα ήταν η αναγνωριστική αγωγή;  Εάν ίσχυε κάτι τέτοιο ως γενική αρχή, ακόμα και όταν πρόκειται για υποχρέωση εκπλήρωσης καθηκόντως που επιβάλλεται από τον Νόμο, τότε προς τί η ύπαρξη του εντάλματος mandamus, εφόσον κάθε φορά θα μπορούσε να προβάλλεται ότι ο αιτητής θα έπρεπε να προσφύγει σε τέτοια αγωγή.  Αλλά ακόμα κι αν θα υπήρχε κάποια εναλλακτική θεραπεία, θα μπορούσε και πάλι να δοθεί mandamus εάν η θεραπεία αυτή θα ήταν «λιγότερο βολική, επωφελής και αποτελεσματική» («less convenient, beneficial and effectual») (Halsburys Laws of England, 3rd Ed., Vol. 11, p. 84, para 159, Αnnual Practice 1958, σελ. 1286, O.53 r.1).

 

Εν προκειμένω, πρώτον θα πρέπει να ληφθεί υπόψιν ότι η υποχρέωση του Εφόρου προκύπτει ευθέως και κατά τρόπο σαφή και ανεπιφύλακτο, ως καθήκον εφαρμογής του Νόμου.  Σχετικές είναι οι ακόλουθες παραπομπές:

 

«A mandatory order (formerly known as an order of mandamus)  may be granted to require compliance with a statutory duty  . The nature and range of statutory duties is wide. Where statute imposes an unqualified duty on a public authority, a mandatory order is available to secure compliance with the duty.»

(Halsbury's Laws of England/Judicial Review (Volume 61A (2018))/6. Judicial Remedies/(3) Mandatory Orders/(i) Nature of the Order/123. Enforcement of statutory duties).

«…where government officials are responsible for carrying out particular duties in relation to subjects, whether by royal charter, statute, or common law, they are under a legal obligation towards those subjects and a mandatory order can be made for the enforcement of those duties 6. If, therefore, an act requires 'the minister' to do something, a mandatory order can be made to compel the minister to act.»

(Halsbury's Laws of England/Judicial Review (Volume 61A (2018))/6,133.)

 

Δεύτερο, δεν αμφισβητούνται τα εξωτερικά γνωρίσματα των σχετικών γνωστοποιήσεων ως προερχόμενων από την εταιρεία, αλλά είναι η άλλη πλευρά που εγείρει αμφισβητήσεις και ενστάσεις επί των εσωτερικών διαδικασιών.  Υπό τέτοιες περιστάσεις θα ήταν «λιγότερο βολικό, επωφελές και αποτελεσματικό» και εν τέλει δεν θα ήταν εύλογο και δίκαιο να απαιτηθεί από την αιτήτρια να αναζητήσει, εάν υπάρχει, κάποια εναλλακτική θεραπεία.  Δίκαιο και εύλογο, αντίθετα, είναι να δείξει λόγο γιατί δεν πρέπει να εφαρμοστεί η επιτακτική πρόνοια του Νόμου, το πρόσωπο που επικαλείται λόγους γιατί δεν πρέπει να εφαρμοστεί η πρόνοια αυτή, προσφεύγοντας ο ίδιος, όπως προσπάθησα να εξηγήσω, στα πολιτικά δικαστήρια.  Διαφορετικά η εφαρμογή του άρθρου 192(4) θα αναστελλόταν, κάτι που δεν βρίσκει έρεισμα στο Νόμο ή και είναι αντίθετο με το Νόμο, κάθε φορά που ένα παρουσιαζόμενο ως ενδιαφερόμενο πρόσωπο θα είχε ένσταση. 

 

Είναι σεβαστή η ανησυχία του Εφόρου Εταιρειών και αντιληπτή η προσπάθεια του να διασφαλίζει κατά το δυνατόν τις διαδικασίες.  Η πρακτική όμως, όσο χρήσιμη ή σκόπιμη και αν είναι, δεν μπορεί να υπερβεί τον Νόμο.  Εάν είναι ανάγκη, είναι θέμα νομοθετικής ρύθμισης.

 

Μια τελευταία παρατήρηση αφορά στο γεγονός ότι δόθηκε γνωστοποίηση στα ενδιαφερόμενα μέρη ως πρόσωπα που είναι δυνατόν να επηρεαστούν από την έκδοση του mandamus, εφόσον μάλιστα είχαν κληθεί και προέβησαν σε παραστάσεις ενώπιον του Εφόρου.  Όπως ελέχθη από τον Αρχιδικαστή Tyser, στην υπόθεση  The Committies of the Elementary Schools of Nicosia v. The Commissioner of the Nicosia District (ex parte Michaelides and Topharides) V.8, 1 CLR 89:

 

«It has always been a principle of that procedure in England that where a writ of Mandamus is asked for all persons whose interests may be affected by its issue should have an opportunity of being heard.»

 

Αντί όμως να εμφανιστούν υπό την ιδιότητα που κλήθηκαν, επεχείρησαν να εμφανιστούν ως «EBC/Ενδιαφερόμενο Μέρος» προσπαθώντας έτσι ατυχώς να προκαταλάβουν την ουσία της υπόθεσης ότι εκπροσωπούν την EBC.  Παρά ταύτα, έλαβα υπόψιν τις θέσεις που προβλήθηκαν από τους δικηγόρους τους, θεωρώντας τους ως δικηγόρους των προσώπων προς τα οποία το δικαστήριο έδωσε οδηγίες να κοινοποιηθεί η αίτηση. 

 

Η αίτηση εγκρίνεται.  Εκδίδεται διάταγμα της φύσεως mandamus με το οποίο διατάσσεται ο Έφορος Εταιρειών όπως εντός 8 ημερών προβεί, σύμφωνα με το άρθρο 192(4) του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, σε εγγραφή των λεπτομερειών και των γνωστοποιήσεων που φαίνονται στα έντυπα ΗΕ2 και ΗΕ4 που του έχουν παραδοθεί στις 24.6.2020 σε σχέση με την εταιρεία EBC EASTERN BEVERAGE COMPANY LIMITED.

 

Έξοδα €3.000 πλέον ΦΠΑ, περιλαμβανομένων των εξόδων της αίτησης για άδεια, υπέρ της αιτήτριας και εναντίον των καθ΄ ων η αίτηση (Δημοκρατία).

 

 

                                                                   Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

 

 

/φκ



[1] «legal right» (νόμιμο δικαίωμα), R v Lewisham Union [1897] 1 Q.B 498, «special interest» (ειδικό ενδιαφέρον), R v Manchester Corporation [1911] 1 K.B. 560, «sufficient interest» (ικανοποιητικό ενδιαφέρον), R v Commissioner of Police of the Metropolis, Ex parte Blackburn [1968] 2 Q.B. 118 at p.137 per Lord Denning MR.

 

[2]  Στην οποία κρίθηκε ότι"The applicants had failed to show that they had some interest over and above the interests of the community as a whole to support their application; their only interest or motive was the ulterior one of putting their competitors out of business; accordingly, their application failed."

 

[3] Στην υπόθεση εκείνη, οι αιτητές απέσυραν την ένσταση που είχαν αρχικά διατυπώσει σε σχέση με νομοσχέδιο,  μετά τη συμπερίληψη διάταξης την οποία είχαν απαιτήσει για την προστασία του κοινού γενικά και, μέσω του τελευταίου, των δικών τους  εμπορικών συμφερόντων.   Κρίθηκε ότι, υπό τις περιστάσεις αυτές δεν μπορούσε να λεχθεί πως οι αιτητές ήταν στην ίδια θέση όπως κάθε άλλο μέλος του κοινού ούτε ότι δεν είχαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την εκτέλεση του καθήκοντος που επέβαλλε η συγκεκριμένη νομοθετική διάταξη.

 

[4] "All owners of property are in theory affected by the decision of the Council to prepare and submit a planning scheme. It is clear, however, that an individual owner would not be entitled to apply for mandamus. The prosecutors, - - - - have shown that they have in fact been affected by action taken by the corporation in exercise of their powers of interim control and that they have suffered by the failure of the Council to make and submit a planning scheme. It is not necessary to attempt a precise definition of the nature and extent of the right or interest with which an applicant for mandamus must be clothed before he is entitled to apply to the court for this form of relief. This court does not accept the contention that an applicant must have a right to recover damages in an action. If this contention were correct it could mean that an alternative remedy would exist in every case, and the court would in general in the exercise of its discretion refuse an order of mandamus. The prosecutors have shown that they are prejudiced to an extent greater than other property owners in the planning district. In the view of this court it has been shown that they have a sufficient interest to entitle them to apply for an order of mandamus and it has not been shown that there is any alternative specific remedy at law available to them which is not less convenient, beneficial, or effective." (σελ. 228 από δικαστή Maguire J).


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο