ΦΙΛΙΠΠΟΥ v. PARKIN, ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 12/18, 6/4/2021

ECLI:CY:DOD:2021:7

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

                                                                 

ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 12/18

6 Απριλίου, 2021

 

[Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗ, Ν.Γ. ΣΑΝΤΗ, Δ/ΣΤΩΝ]

 

ΜΕΤΑΞΥ:

xxx ΦΙΛΙΠΠΟΥ

                                                                             Εφεσείουσας      

ΚΑΙ

 

xxx PARKIN

                                                                             Εφεσίβλητου

…………….

 

Μ. Σουρουλλά (κα), για την Εφεσείουσα.

Γ. Τσαρδελλής για Ηλ. Νεοκλέους & Σία και Θεοδώρου Β. & Θεοδώρου, για τον Εφεσίβλητο.

 

      Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον N.Γ. Σάντη, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

      Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: Το Οικογενειακό Δικαστήριο Λάρνακας («το Πρωτόδικο Δικαστήριο»), στο πλαίσιο της Αίτησης Περιουσιακών Διαφορών 8/14 («η Αίτηση»), εξέδωσε απόφαση την 30.1.18 («η πρωτόδικη απόφαση») εναντίον της Καθ’ ης η Αίτηση («η Εφεσείουσα») και υπέρ του Αιτητή («ο Εφεσίβλητος»), διά της οποίας αναγνωρίστηκε «… ότι ο Αιτητής δικαιούται να εγγραφεί ως ο μόνος ιδιοκτήτης και/ή νόμιμος δικαιούχος του όλου μεριδίου της συζυγικής κατοικίας που ευρίσκεται επί της οδού Α. Μ. Αρ.x, Αραδίππου …». Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, έκδωσε και διάταγμα «… με το οποίο διατάσσεται η Καθ’ ης η Αίτηση να μεταβιβάσει και να εγγράψει επ’ ονόματι του Αιτητή το όλο μερίδιο που κατέχει επί της συζυγικής οικίας που ευρίσκεται επί της οδού Α. Μ. Αρ.x, Αραδίππου, εντός ενός μηνός από σήμερα …». Περαιτέρω, το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την Ανταπαίτηση της Εφεσείουσας («η Ανταπαίτηση»), απογράφοντας πως τούτη «... όπως ενδελεχώς αναφέρθηκε … είναι καταδικασμένη σε απόρριψη…» και ότι «… όσον αφορά στις αιτούμενες θεραπείες Β-Δ, οι οποίες στηρίζονται στην αξίωση της Καθ’ ης η Αίτηση για καταβολή του ποσού των €79.905,52, ως ποσό που οικειοποιήθηκε ο Αιτητής από το δάνειο που έλαβαν οι διάδικοι και όλες οι συναφείς θεραπείες που επιζητεί, πέραν του γεγονότος ότι παρέμειναν μετέωρες και δεν προωθήθηκαν δεν αποτελούν αντικείμενο περιουσιακών διαφορών και εκφεύγουν του δικαιοδοτικού πλαισίου του Οικογενειακού Δικαστηρίου, ως αυτό καθορίζεται από το Άρθρο 14 του Ν. 232/91».

 

 

      Η Εφεσείουσα προσβάλλει την Πρωτόδικη Απόφαση με πέντε λόγους έφεσης, οι οποίοι εν πολλοίς είναι μεταξύ τους αλληλένδετοι.

      Πιο συγκεκριμένα, η Εφεσίβλητη διατείνεται - στον λόγο έφεσης 1 - πως η Πρωτόδικη Απόφαση «… διά της οποίας αναγνωρίζεται ότι ο Αιτητής δικαιούται να εγγραφεί ως ο μόνος ιδιοκτήτης και/ή νόμιμος δικαιούχος του όλου μεριδίου της συζυγικής κατοικίας …», είναι λανθασμένη καθότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψιν πως η αγορά της συζυγικής κατοικίας στην Αραδίππου («η συζυγική κατοικία στην Αραδίππου») πραγματοποιήθηκε με χρήματα «… από την πώληση της συζυγικής κατοικίας στην Αγγλία στην οποία ήτο συνδιοκτήτρια η Καθ’ ης η Αίτηση ανά ½ μερίδιο με τον Αιτητή και στην οποία α) ότι η αιτήτρια είχε συνεισφορά £30.000, β) ότι η συζυγική κατοικία στην Αγγλία υποθηκεύτηκε για την αγορά οχημάτων τα οποία πωλήθηκαν και τα χρήματα χρησιμοποιήθηκαν επίσης για την αγορά της κατοικίας στην Αραδίππου, γ) ότι η κατοικία στην … Αραδίππου είναι υποθηκευμένη στην Τράπεζα Κύπρου με χρέος που ανέρχεται στο ποσό των €145,432.33 πλέον τόκοι και έξοδα, δ) ότι ο αιτητής απέτυχε να αποδείξει με θετικό τρόπο το ύψος της συνεισφοράς του στην αύξηση τής περιουσίας της καθ’ ης η αίτηση δεδομένου ότι η καθ’ ης η αίτηση είναι υπόχρεη στην Τράπεζα Κύπρου ως εξ αποφάσεως ενυπόθηκος οφειλέτης χρέους ύψους €145,432.33».

 

     

      Με τον λόγο έφεσης 2, προτάσσεται ότι εσφαλμένως αποφασίστηκε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο η μεταβίβαση και εγγραφή στο όνομα του Εφεσίβλητου, του όλου μεριδίου «… που κατέχει επί της συζυγικής κατοικίας …» και αυτό διότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν υπολόγισε πως η συζυγική κατοικία στην Αραδίππου αγοράσθηκε με χρήματα που αποκτήθηκαν, μετά από την πώληση της συζυγικής κατοικίας στην Αγγλία («η συζυγική κατοικία στην Αγγλία»). Περιπλέον, το Πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά τη θέση της Εφεσείουσας, το ίδιο λαθεμένα, δεν συνεκτίμησε ότι η συζυγική κατοικία στην Αραδίππου είναι υποθηκευμένη στην Τράπεζα Κύπρου, πως στο δάνειο που έγινε με την Τράπεζα Κύπρου, πρωτοφειλέτες είναι και οι δύο διάδικοι, ότι το δάνειο έγινε για μεγαλύτερο ποσό από τις ανάγκες των διαδίκων και χρησιμοποιήθηκε από αυτούς και την οικογένεια αφού τούτοι δεν εργάζονταν, πως σύμφωνα με παραδοχή του Εφεσίβλητου ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου αυτός ευθύνεται για τη μη αποπληρωμή των δόσεων του δανείου στην Τράπεζα Κύπρου (και ότι το θεωρεί ως προσωπική αποτυχία), το ότι το μέρος του δανείου που θα διατίθετο για αποπληρωμή του χρέους προς τον πατέρα του Εφεσίβλητου, δεν του επιστράφηκε «… με δήλωση του πατέρα του Αιτητή, ενώπιον του Δικαστηρίου ότι ζήτησε από τον Αιτητή να επιστρέψει τα χρήματα στην τράπεζα έναντι του δανείου για να μην χρεώνονται τόκους», και πως προσφέρθηκε έναντι του χρέους προς τον πατέρα του Εφεσίβλητου «… το όχημα ΝΟΒΕL αξίας €42,000».

 

      Προσθέτως - διά του λόγου έφεσης 3 - η Εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι κακώς διατάχθηκε η «… μεταβίβαση του ακινήτου από την καθ’ ης η αίτηση επ’ ονόματι του αιτητή», επειδή το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν συνυπολόγισε πως «… σε σχέση με το ακίνητο … οφείλεται το ποσό των €145,432.33 στην Τράπεζα Κύπρου από τον αιτητή ως εναγόμενου 1 και την καθ’ ης η αίτηση ως εναγομένη 2 δυνάμει απόφασης στην αγ.809/17 ΕΔ Λάρνακας με αποτέλεσμα η καθ’ ης η αίτηση να παραμένει χρεωμένη στην τράπεζα εκ ποσού €145,432.33 πλέον τόκοι και έξοδα ενώ το περιουσιακό στοιχείο διετάχθηκε να μεταβιβάσει στον αιτητή …» και ότι ως εκ της εν λόγω διαταγής «… δημιουργείται επίσης αδικία για το ότι η καθ’ ης η αίτηση έχει υπό τη φύλαξη της τα δύο ανήλικα τέκνα των διαδίκων με τόπο διαμονής την κατοικία στην οδό Α. Μ. x, Αραδίππου χωρίς να γίνει οιαδήποτε αναφορά ή επιφύλαξη στην απόφαση».

 

 

      Διά του λόγου έφεσης 4, η Εφεσείουσα παραπονείται πως σφαλερώς το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την Ανταπαίτηση, λόγω του ότι παρέλειψε να εκτιμήσει σειρά θέσεων (ή γεγονότων) που ο Εφεσίβλητος δεν είχε αναφέρει στην Αίτηση, και δη εκείνα που συναπαρτίζουν (υπό μια κάπως διαφορετική οπτική), τα όσα αποτυπώθηκαν ανωτέρω ως αιτιολογία για τον λόγο έφεσης 2.

 

 

      Τέλος - με αναφορά στον λόγο έφεσης 5 - η Εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι λανθασμένως το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε σειρά ευρημάτων (στις σελίδες 24-30 της Πρωτόδικης Απόφασης), αφού ο Εφεσίβλητος με την Απάντηση στην Υπεράσπιση («η Απάντηση») «… προέβη σε παραδοχές σε σχέση με τους ισχυρισμούς της καθ’ ης η αίτηση και/ή απάντησε στους ισχυρισμούς της χωρίς να προβεί σε τροποποίηση της αίτησης του αφού πλέον ετέθη νέα βάση αγωγής ότι η απόκτηση της κατοικίας στην Αραδίππου έγινε από την πώληση της συζυγικής κατοικίας στην Αγγλία που ήταν κοινό περιουσιακό στοιχείο των διαδίκων και όχι από την πώληση κατοικίας του αιτητή σύμφωνα με την αίτηση του».

 

 

      Μελετήσαμε με δέουσα προσοχή τις γραπτές και προφορικές αγορεύσεις των ευπαίδευτων δικηγόρων, συνεκτιμώντας καθετί που τέθηκε ενώπιον μας.

 

 

      Κοινή συνισταμένη των λόγων έφεσης είναι ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποτίμησε με τρόπο λανθασμένο την (όποια) συμβολή τού καθενός των πρώην συζύγων στην απόκτηση της συζυγικής κατοικίας στην Αραδίππου.

 

      Παρά ταύτα - και έχει τη σημασία του - η Εφεσείουσα δεν αμφισβητεί ευθέως διά των λόγων έφεσης τα ευρήματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου για την αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων και της μαρτυρίας που προέκυψε ως εξ αυτής. Αυτό, αποβαίνει καταλυτικό για την τύχη των επηρεαζόμενων εφετειακών λόγων. Αντί άλλης επί τούτω ανάλυσης επαναλαμβάνουμε, με άμεση εφαρμογή στα όσα κειμένως ενδιαφέρουν, τα λεχθέντα στην Omex Enterprises Ltd και Άλλων ν Elia, ΠΕ 469/12, ημ. 20.9.19, κατά τα ακόλουθα:

 

«……………………………………………………………………………………………..Ως έχει ήδη αναφερθεί, η αξιολόγηση της μαρτυρίας των μαρτύρων υπεράσπισης από το Δικαστήριο δεν προσβάλλεται ευθέως με λόγο έφεσης παρά μόνο στο πλαίσιο της αιτιολογίας άλλων λόγων έφεσης, με αποτέλεσμα η σχετική επί του θέματος κρίση του Δικαστηρίου να παραμένει αλώβητη σε όλο της το εύρος, καθιστώντας μη επιτρεπτή την οποιαδήποτε συζήτηση για το θέμα. Όπως αναφέρθηκε από το Εφετείο στην πρόσφατη απόφαση του Ταμείου Προνοίας Πιλότων και Ιπταμένων Μηχανικών των Κυπριακών Αερογραμμών ν. Suphire Holdings Public Ltd κ.ά.,Πολιτική Εφεση Αρ. 280/2012, ημέρ. 22.12.2017, ECLI:CY:AD:2017:A479, επαναλαμβάνοντας την πάγια επί του θέματος νομολογία:

 

«Είναι νομολογημένο ότι η Ειδοποίηση προσδιορίζει τις παραμέτρους της έφεσης εφόσον με αυτή καθορίζονται οι λόγοι πάνω στους οποίους βασίζεται (βλ. Προκοπίου ανωτέρω, η οποία παραπέμπει και σε προγενέστερη νομολογία επί του θέματος). Περαιτέρω έχει αποκρυσταλλωθεί από τη νομολογία στην οποία παρέπεμψαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των εφεσιβλήτων - αλλά και από άλλη - ότι η Ειδοποίηση προσδιορίζει τα επίδικα θέματα της έφεσης και ο προσδιορισμός τους διέπεται από τη Δ.35 θ.4 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, ο δε λόγος της έφεσης συντίθεται πρώτο από τον προσδιορισμό του λάθους και δεύτερο από τους λόγους που στοιχειοθετούν το σφάλμα. Όπως συναφώς τονίστηκε στη Μιχαηλίδου (ανωτέρω), χωρίς το ένα ή το άλλο σκέλος, ο λόγος έφεσης είναι ατελής και κατά συνέπεια υπόκειται σε απόρριψη εφόσον δεν μπορεί να εξεταστεί».

 

……………………………………………………………………………………………...».

 

      Ομοίως κι εδώ.

 

      Κατά συνέπειαν, οι λόγοι έφεσης 1-3, ως και το μέρος εκείνο των λόγων έφεσης 4-5 που συνταιριάζεται με τους λόγους έφεσης 1-3, καλούν σε άνευ ετέρου απόρριψη τους.

 

      Ανεξαρτήτως της διαπίστωσης μας - και για σκοπούς πληρότητας - θα ασχοληθούμε με την ολότητα των λόγων έφεσης.

 

      Θα αρχίσουμε με τον πέμπτο λόγο έφεσης, ο οποίος αναδεικνύει κάποιες δικονομικές προβληματικές που άπτονται, υπό μια πλατύτερη διάσταση, εκφάνσεων που συνδέονται με την πρωτόδικη μαρτυριακή αξιολόγηση.

 

      Το παράπονο της Εφεσείουσας (στον λόγο έφεσης 5), είναι πως ο Εφεσίβλητος προέταξε ισχυρισμούς στην Απάντηση χωρίς να αιτηθεί (και τύχει) διατάγματος τροποποίησης της Αίτησης, με παρεπόμενο, διά της Απάντησης, ο Εφεσίβλητος να εισαγάγει, εμμέσως και απαραδέκτως, νέα βάση αγωγής.

 

      Η αντίθεση της Εφεσείουσας δεν ευσταθεί.

 

      Εξηγούμε.

 

      Υπήρξε εκδοχή του Εφεσίβλητου τόσον στην Αίτηση όσον και στην Απάντηση, ότι η συζυγική κατοικία στην Αραδίππου αποκτήθηκε αποκλειστικώς από δική του συνεισφορά και πως η Εφεσείουσα δεν συνεισέφερε οποιοδήποτε ποσό προς τούτο. Το κατά πόσον τα λεφτά που χρησιμοποιήθηκαν για την αγορά της συζυγικής κατοικίας στην Αραδίππου εκπορεύθηκαν από την πώληση της συζυγικής κατοικίας στην Αγγλία, ή από την πώληση ιδιόκτητης οικίας του Εφεσίβλητου στην Αγγλία («η ιδιόκτητη οικία στην Αγγλία»), δεν διαφοροποιεί τα πράγματα ως προς την πεμπτουσία των όσων η δικογραφική θέση αντανακλά (και πώς τελικώς έτυχε πραγμάτευσης από το Πρωτόδικο Δικαστήριο).

 

      Ο προσδιορισμός της πηγής των χρημάτων με τα οποία αγοράσθηκε η επίδικη συζυγική κατοικία, κατέστη δικογραφικώς αναγκαία λόγω, ακριβώς, των θέσεων που προέβαλε η Εφεσείουσα στην Υπεράσπιση, όπου και προέταξε (στις παραγράφους 4-5 της Υπεράσπισης), ότι «… μετά τον γάμο τους διέμεναν στην Αγγλία σε ιδιόκτητη συζυγική κατοικία η οποία αγοράσθηκε με συνεισφορά £30,000 από την καθ΄ ης η αίτηση από δωρεά που δέχτηκε από τον πατέρα της και £110,000 με συνεισφορά του αιτητή από δωρεά που δέχτηκε από τον πατέρα του και £20,000 ποσό από δώρα του γάμου τους».

 

      Επομένως, ο Εφεσίβλητος προσηκόντως και εκ δικονομίας θεμιτώς είναι που εισήγαγε στην Απάντηση, λεπτομέρειες για την εκπόρευση των προειρημένων χρηματικών ποσών, με στόχο να δημιουργήσει το κατάλληλο, κατά την άποψη του, δικονομικό υπόστρωμα ώστε να αντιτεθεί στην προβαλλόμενη υπερασπιστική εκδοχή της Εφεσείουσας (βλ. κατ’ αναλογίαν, P&A Enterprises (Larnaca) Ltd v Louis Tourist Agency Ltd (1987) 1 CLR 142, 148-149, Hungarian Shipping Co Ltd v Cyprus Compound Fodders Co Ltd (1981) 1 CLR 380, 384-385).

 

 

      Κατ’ ακολουθίαν, ο Εφεσίβλητος δεν χρησιμοποίησε την Απάντηση ως εφαλτήριο για την εκ του πλαγίου (εκτός αποδεκτού δικονομικού πλαισίου), τροποποίηση της Αίτησης επιδιώκοντας τουτέστιν συγκεκαλυμμένως την πρόσθεση νέων αξιώσεων και ισχυρισμών, ως διισχυρίστηκε η Εφεσείουσα (βλ. κατ’ αναλογίαν, Σαλαχώρη ν Παναγιωτίδου, ΠΕ 257/10, ημ. 1.3.16, Αlikhani v Προδρόμου (2012) 1(Α) ΑΑΔ 657, 664).

 

      Παρεμβάλλουμε επί της συζητούμενης θεματικής και το ερώτημα για ποιον λόγο είναι που η Εφεσείουσα, έχοντας κατά τα φαινόμενα θεωρήσει ότι ο Εφεσίβλητος λειτούργησε με τον τρόπο που αυτή ανέπτυξε ενώπιον μας, δεν υπέβαλε εγκαίρως τις κατάλληλες ενστάσεις κατά τη δίκη, και ιδιαίτερα, γιατί δεν καταχώρισε - με επίκληση φερ’ ειπείν την Δ.19 Θ26 των Περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών - αίτημα για διαγραφή του μέρους εκείνου της Απάντησης που υποτίθεται ενέπιπτε εντός των παραμέτρων που τώρα υποστηρίζει (βλ. Ετήσια Δικονομική Πρακτική 1954, σελ. 365-368, Κώστα Σατολιά, Δικαστική Πρακτική, 2014, σελ. 241-245).

 

      Το πράγμα - για ό,τι θα μπορούσε να αξίζει - παρέμεινε ανεξήγητο.

 

     

      Το Πρωτόδικο Δικαστήριο ορθώς προσέγγισε το ζήτημα του περιεχομένου της Απάντησης, και καταλλήλως είναι που, σφαιρικώς πλέον, αξιολόγησε τη δοθείσα μαρτυρία σε συσχετισμό και αντιπαραβολή με το σύνολο της υπόλοιπης μαρτυρίας και τη δικογραφία (βλ. κατ’ αναλογίαν, Ιωαννίδη και Άλλων ν Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου, ΠΕ 80/13, ημ. 13.1.20, Παπά ν D Stavrinos Constructions Ltd, ΠΕ 717/08, ημ. 21.2.17, Φώτσιου ν Ηροδότου (2010) 1(Β) ΑΑΔ 1172, 1175).

 

      Υπό αυτό το πρίσμα, ο λόγος έφεσης 5 απορρίπτεται.

 

      Επανερχόμαστε στους λόγους έφεσης 1-3 και στη θέση της Εφεσείουσας πως τούτοι θα πρέπει να γίνουν αποδεκτοί κατά την αντιστοίχως προβληθείσα αιτιολογία τους.

      Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, με αναφορά και στα κοινώς παραδεκτά γεγονότα και ιδίως στο ότι η Εφεσείουσα πριν από τον γάμο της με τον Εφεσίβλητο δεν ήταν κάτοχος ή δικαιούχος οποιασδήποτε περιουσίας, έκρινε πως ο Εφεσίβλητος διατηρούσε την ιδιόκτητη οικία στην Αγγλία όπου και διέμενε αρχικώς μαζί με την Εφεσείουσα και πως έπειτα, αυτός αγόρασε τη συζυγική κατοικία στην Αγγλία έναντι £200.000 (περιλαμβανομένης της επίπλωσης). Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, μετά από διεξοδική αξιολόγηση, αποδέχθηκε τη θέση του Εφεσίβλητου ότι το ποσό των £200.000 προήλθε από δάνειο ύψους £110.000, το οποίο ο Εφεσίβλητος είχε λάβει από τους γονείς του αλλά και από ποσό εκ £92.000, το οποίο πήγασε από την πώληση της ιδιόκτητης οικίας στην Αγγλία, με το εναπομείναν ποσό των £30.000, να το δίνει ο πατέρας της Εφεσείουσας σε αυτήν, με την τελευταία να το χρησιμοποιεί για την αγορά αυτοκινήτου. Στις παραμέτρους τούτες, το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως εκείνο που είχε πει η Εφεσείουσα προς τον πατέρα της (ότι δηλαδή είχε χρησιμοποιήσει το ποσό για την αγορά της συζυγικής κατοικίας στην Αγγλία), ήταν ψεύδος. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο ξεψάχνισε τη μαρτυρία και τις εκδοχές της Εφεσείουσας (αλλά και του Εφεσίβλητου και των υπόλοιπων μαρτύρων), παραθέτοντας ορθολογικούς και πειστικούς λόγους, εντοπίζοντας και αναλύοντας πολύ ικανοποιητικώς τις όποιες αντιφάσεις και ανακολουθίες των καταθεσάντων μαρτύρων.

 

      Το Πρωτόδικο Δικαστήριο συνεκτίμησε προσέτι και την επίδραση στα επίδικα θέματα τού γεγονότος πως η Εφεσείουσα παραμένει (ή παρέμενε) συνοφειλέτιδα και εξ αποφάσεως χρεώστιδα, δανείου που είχαν συνάψει οι διάδικοι με την Τράπεζα Κύπρου και το οποίο, με βάση τα παραδεκτά γεγονότα, λήφθηκε μετά από την αγορά και εξόφληση της συζυγικής κατοικίας. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έστρεψε την προσοχή, προβαίνοντας σε ανάλογα ευρήματα, και στο ότι, σύμφωνα με έγγραφη μαρτυρία που παρουσιάστηκε εν σχέσει προς τη δανειοδότηση, τα χρήματα του δανείου χρησιμοποιήθηκαν από τους διαδίκους, κυρίως, για καταναλωτικούς σκοπούς, αλλά και για ανάγκες που δεν είχαν σχέση με την απόκτηση της συζυγικής κατοικίας στην Αραδίππου, αποφαινόμενο, ορθώς κατά την άποψή μας, ότι, στην προκειμένη περίπτωση, σε ό,τι αφορά στην όποια περιουσιακή αύξηση, το δάνειο δεν αποδείχθηκε πως «… συνδέεται με την οικονομική συνεργασία των διαδίκων για την απόκτηση της επίδικης περιουσίας και δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη ως βάρος-παθητικό της περιουσίας» (βλ. κατ’ αναλογίαν, Σταυρινού ν Στυλιανού, Έφεση 18/17, ημ. 7.5.20, ΣΓΙ ν ΑΑΓ, Έφεση 25/15, ημ. 29.11.19, Σάββα ν Τηλεμάχου (2011) 1(Β) ΑΑΔ 1032, 1037).

     

 

      Εξετάζοντας τους λόγους έφεσης είχαμε κατά νουν πως βάσει πάγιας πια  νομολογίας - με εφετειακή απαρχή τον δικαστικό λόγο στην Charalambous v Demetriou (1961) 1 CLR 14, 16-29 - το Εφετείο δεν επεμβαίνει κατά κανόναν στην πρωτόδικη αξιολογική διεργασία και ευρήματα λόγω και του ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έχει την ευκαιρία να παρατηρεί τους μάρτυρες και να εξετάζει τη μαρτυρία ως εκτυλίσσεται στη δίκη, με όλα τα συνακόλουθα ευεργετήματα (βλ. κατ’ αναλογίαν, Μελή ν Κωνσταντίνου και Άλλων, ΠΕ 2/13, ημ.13.3.19).

 

 

      Ως ευστόχως περιεγράφηκε η (πολυεπίπεδη και απαιτητική) αξιολογική αυτή δικαστική διεργασία στην Guy v Mιχαηλούδη (1998) 1(Α) ΑΑΔ 264, 273 μέχρι 274 - και ας επιτραπεί η παράφραση των όσων ανέφερε εκεί ο Νικήτας Δ. - η ανεύρεση της αλήθειας και η ανάπλαση των γεγονότων δεν είναι, τωόντι, εύκολη υπόθεση, μολαταύτα οι κανόνες του δικαίου της απόδειξης και οι εμπειρίες των Δικαστών για τα ανθρώπινα, παρέχουν τα μέσα για την αναγκαία αναδίφηση των περασμένων (βλ. επίσης, Hellenic Bank Public Company v Ζαχαριάδου, ΠΕ 13/14, ημ. 11.3.21).

 

 

      Η εφετειακή παρέμβαση δικαιολογείται ως επανειλημμένως διακηρύχθηκε στη νομολογία, όταν το Εφετείο διαπιστώνει, μεταξύ άλλων, πως τα πρωτόδικα συμπεράσματα και ευρήματα περί αξιοπιστίας μαρτύρων και μαρτυρίας, κρινόμενα αντικειμενικώς, δεν είναι ευλόγως επιτρεπτά, αντιστρατεύονται την κοινή λογική, δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία και κρίνονται ανυπόστατα ή και ως ουσιωδώς αντιφατικά (βλ. κατ’ αναλογίαν, Αντρέου ν Τσίρου, Έφεση 26/17, ημ. 28.7.20).

 

 

      Εν προκειμένω, τα ευρήματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου επί κάθε αφορώσας πτυχής ερείδονται δικαιολογημένως και αιτιολογημένως στην προφορική και γραπτή μαρτυρία και παραδεκτά γεγονότα.

  

 

      Οι λόγοι έφεσης 1-3 και 5 απορρίπτονται.

 

      Το ίδιο, και ο λόγος έφεσης 4 (που συνδέεται με την Ανταπαίτηση), δεδομένου και του αδιαχώριστου της μαρτυρίας που δόθηκε ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικώς προς την αξίωση και την ανταξίωση.

 

 

      Εν κατακλείδι.

 

     

      Ουδείς εκ των λόγων έφεσης ευσταθεί.

 

      Η έφεση απορρίπτεται με €3.000 έξοδα, συν ΦΠΑ, αν υπάρχει, υπέρ του Εφεσίβλητου και εναντίον της Εφεσείουσας.

 

                                                                   Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

                                                                   Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

 

                                                                   Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.

/κβπ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο