ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΥ v. ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ ΛΙΜΙΤΕΔ, Πολιτική Έφεση Αρ. 314/2013, 20/4/2021

ECLI:CY:AD:2021:A156

ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ. 314/2013)

 

20 Απριλίου, 2021

 

[ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

XXX ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΥ

Εφεσείων

ΚΑΙ

 

ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ ΛΙΜΙΤΕΔ

Εφεσίβλητοι

---------

 

 

Χρ. Ηλιοφώτου (κα) για Χρ. Ματθαίου, για εφεσείοντα.

Α. Χατζηδημητρίου, για εφεσίβλητους.

 

------------

 

Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: H απαίτηση των εφεσιβλήτων εναντίον του εφεσείοντα (εναγόμενου 4) ήταν ως εγγυητής δυνάμει γραπτής συμφωνίας εγγύησης.  Ο εφεσείων προέβαλε διάφορες υπερασπίσεις που απορρίφθηκαν από το πρωτόδικο δικαστήριο το οποίο εξέδωσε εναντίον του την προσβαλλόμενη τώρα απόφαση για καταβολή ποσού ΛΚ2.671,40 πλέον τόκο 11% από 1.7.2001 μέχρι εξοφλήσεως πλέον έξοδα.

 

Η πρώτη υπεράσπιση του εφεσείοντα ήταν ότι ουδέποτε υπέγραψε την εν λόγω συμφωνία. Τώρα προσβάλλεται το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι οι εφεσίβλητοι έχουν αποσείσει το βάρος απόδειξης της υπογραφής της συμφωνίας από τον εφεσείοντα. Σχετική ήταν η μαρτυρία του ΜΕ2 ο οποίος αναγνώρισε την υπογραφή του στη συμφωνία, αν και δεν μπορούσε να θυμηθεί το συμβάν της υπογραφής αυτό καθαυτό, όπως ούτε και τον εφεσείοντα.  Ήταν όμως η θέση του ότι εφόσον έθεσε την υπογραφή του ως μάρτυρας της υπογραφής του εφεσείοντα τούτο σημαίνει ότι ο τελευταίος υπέγραψε στην παρουσία του.  Είναι η πολιτική, συμπλήρωσε, της τράπεζας να λαμβάνονται αποδεικτικά στοιχεία της ταυτότητας του προσώπου που υπογράφει.  Η αντίκρουση έγινε απλώς με υποβολές προς τον ΜΕ2 ότι ο εφεσείοντας ουδέποτε υπέγραψε τη συμφωνία, όμως οι υποβολές αυτές, παρά την εμμονή του μάρτυρα στη θέση του, δεν ακολουθήθηκαν από μαρτυρία.  Η πλευρά του εφεσείοντα δεν προσκόμισε καμιά μαρτυρία. 

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε στις νομικές αρχές που αφορούν στην αναγνώριση υπογραφής και ειδικότερα παρέθεσε την εξής αναφορά από τον Phipson on Evidence, 16η έκδοση, παρ. 40-17:  «Where the witness has no recollection of the execution, but from seeing his signature has no doubt that it took place, this is sufficient proof».  Το δικαστήριο κρίνοντας αξιόπιστο τον ΜΕ2 κατέληξε επί της μαρτυρίας του σε εύρημα ότι είναι ο εφεσείων το πρόσωπο που είχε υπογράψει τη συμφωνία εγγύησης. 

 

Η απόδειξη μιας υπογραφής είναι δυνατόν να γίνει από πρόσωπο (ή και εξ ακοής μαρτυρία που προέρχεται από πρόσωπο) που ήταν παρόν κατά την υπογραφή του εγγράφου (Halsburys Laws of England, Vol. 11, 2020, para 913, VBH (Cyprus) Ltd v. Windoors UPVC Systems Ltd κ.α., Ποιν. Έφ. Αρ. 204/14, 28.11.2017, ECLI:CY:AD:2017:B428 και Κυπρίζογλου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 53/17 κ.α., 15.12.2017, ECLI:CY:AD:2017:B465) όπως εν προκειμένω ήταν ο ΜΕ2.

Η αξιολόγηση της μαρτυρίας ήταν έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου χωρίς να έχει τεθεί ζήτημα εσφαλμένης αξιολόγησης με τους λόγους έφεσης και η νομική θεώρηση του δικαστηρίου είναι ορθή.  Ο σχετικός, πρώτος λόγος, έφεσης απορρίπτεται.

 

Είχε τεθεί περαιτέρω ότι κακώς το πρωτόδικο δικαστήριο είχε προβεί σε εύρημα ότι εστάλη «γραπτή ζήτηση» προς τον εφεσείοντα η οποία, σύμφωνα με τον όρο 2 της συμφωνίας εγγύησης, αποτελούσε αναγκαία προϋπόθεση για να εγερθεί αξίωση εναντίον του, επί του λεκτικού «…αναλαμβάνω δε να σας πληρώσω μόλις μου το ζητήσετε οποιοδήποτε ποσό χρημάτων ήθελε καταστεί πληρωτέο …».  Ήταν, ειδικότερα, η θέση της υπεράσπισης ότι η σχετική επιστολή (τεκ.3) ουδέποτε παραλήφθηκε από τον εφεσείοντα.  Ήταν, εν πάση περιπτώσει, η περαιτέρω θέση της υπεράσπισης ότι εστάλη σε διεύθυνση άλλη από την αναφερόμενη στη συμφωνία ενώ, σύμφωνα με τον όρο 10 της συμφωνίας:

 

«10. Γραπτή ζήτηση βάσει της παρούσας θα θεωρείται ότι έγινε με τον κατάλληλο τρόπο από μένα ή τους διαχειριστές της περιουσίας μου αν δοθεί με επιστολή που θα έχει σταλεί με συνηθισμένο ταχυδρομείο στη διεύθυνση που αναφέρεται πιο κάτω και θα έχει πλήρη ισχύ παρά την τυχόν αλλαγής την διεύθυνση μου και κοινοποίηση της αλλαγής αυτής προς την τράπεζα, και τέτοια ζήτηση θα θεωρείται ότι λήφθηκε από μένα ή τους διαχειριστές της περιουσίας μου 24 ώρες μετά την ταχυδρόμηση της, και θα είναι ισχυρή αν υπογραφεί από οποιοδήποτε υπάλληλο της τράπεζας, και για απόδειξη της ταχυδρόμησης θα είναι αρκετό να αποδειχθεί ότι ρίφθηκε ο φάκελος που περιέχει τη ζήτηση στο ταχυδρομείο, νοουμένου ότι ο φάκελος έφερε την σωστή διεύθυνση.»

 

 

Είναι γεγονός ότι ενώ στη συμφωνία αναγραφόταν η διεύθυνση Α η επιστολή εστάλη στη διεύθυνση Β.  Η σχετική μαρτυρία (ΜΕ1) ήταν ότι οι εφεσίβλητοι προτού αποστείλουν την επιστολή προέβησαν σε έρευνα και διαπιστώνοντας ότι ο εφεσείων διέμενε στη διεύθυνση Β απέστειλαν εκεί την επιστολή, παρά τον όρο 10 της συμφωνίας.  Η επιστολή εστάλη με διπλοσυστημένο ταχυδρομείο και δεν επεστράφη, γεγονός που υποδηλώνει, σύμφωνα με τη μαρτυρία που το δικαστήριο αποδέχθηκε, ότι παρελήφθη.  Με αυτό ως δεδομένο το δικαστήριο σχολίασε ως εξής:  «Το γεγονός ότι η τράπεζα αναζήτησε και εν τέλει εντόπισε τον εναγόμενο σε άλλη διεύθυνση ούτως ώστε να του αποστείλει την επιστολή στην πραγματική του διεύθυνση, δεν μπορεί να στραφεί εναντίον του.  Άλλωστε, ζητούμενο δεν είναι άλλο από το κατά πόσο ο εναγόμενος ενημερώθηκε για την αξίωση της τράπεζας

 

Δεν αμφισβητείται ότι η «ζήτηση» (demand) πρέπει να συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις που θέτει η συμφωνία εγγύησης.  Όπως αναφέρεται στα Halsbury’s Laws of England, Vol. 49, (2015) Financial Instruments and Transactions, para. 730:

 

«Τhe demand must comply with any requirements imposed by the contract of guarantee as to the form and manner of the demand.»

 

Αυτά με παραπομπή στις υποθέσεις  Re Berker Sportcraft Ltd’s, Hartnell v. Berker Sportcraft Ltd (1947) 177 LT 420, GMAC Commercial Credit Development Ltd v. Sandhu (2001) EWCA Civ 1209, Frans Maas (UK) Ltd v. Habib Bank AG Zurich (2001) Lloyd’s Rep Bank 14.  Πρόκειται για περιπτώσεις που οι σχετικές ειδοποιήσεις δεν ήταν σύμφωνες ως προς το περιεχόμενο τους με τα συμφωνηθέντα, με αποτέλεσμα να μην θεωρηθούν ως έγκυρες απαιτήσεις. 

 

Η παρούσα περίπτωση σαφώς διαφοροποιείται.  Δεν υπήρξε λανθασμένη ή ανεπαρκής ειδοποίηση υπ’  αυτή την παραπάνω έννοια.  Ο όρος 10 δημιουργεί ένα εκ συμφώνου τεκμήριο μεταξύ των μερών με βάση το οποίο εάν η γραπτή ζήτηση αποσταλεί στη διεύθυνση που αναγράφεται στη συμφωνία «θα θεωρείται ότι έγινε με τον κατάλληλο τρόπο…και τέτοια ζήτηση θα θεωρείται ότι λήφθηκε» από τον εγγυητή.  Ο όρος 10, συνεπώς, δεν δημιουργεί αναγκαία προϋπόθεση για την εγκυρότητα της απαίτησης την αποστολή στη συγκεκριμένη διεύθυνση.  Καθορίζει τη διεύθυνση αυτή με σκοπό την απαλλαγή της τράπεζας από την ανάγκη να αναζητεί κάθε φορά την διεύθυνση που θα μπορούσε να έχει κάποτε στο μέλλον ο εγγυητής, με παράλληλη εξ αρχής αποδοχή του τελευταίου ότι η αποστολή στη συγκεκριμένη εκείνη διεύθυνση «θα θεωρείται», δηλαδή εκ συμφώνου θα τεκμαίρεται, ως επαρκής αποστολή και λήψη της ειδοποίησης. 

 

Οι εφεσίβλητοι θα μπορούσαν να αρκεστούν σε αποστολή στη διεύθυνση που αναγραφόταν στη συμφωνία.  Είναι εκ περισσού που αναζήτησαν και απέστειλαν την γραπτή ζήτηση στον εφεσείοντα στη νέα του διεύθυνση, όπου και έγινε κατορθωτή η παραλαβή της.  Τούτο έγινε προς όφελος του και ουδόλως επηρεάζει την εγκυρότητα της ειδοποίησης απαίτησης και την εξ αυτής ευθύνη του.  Ο σχετικός, δεύτερος λόγος, έφεσης απορρίπτεται.

 

Απομένει ο τρίτος λόγος έφεσης με τον οποίο προσβάλλεται το εύρημα του δικαστηρίου ότι «η αμφισβητούμενη και μη παραδεκτή εγγύηση» ήταν συνεχής και ότι η εν λόγω θέση της υπεράσπισης δεν καλύπτεται από τις έγγραφες προτάσεις.  Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι οι υποβολές εκ μέρους του εφεσείοντα ότι η εγγύηση δεν ήταν συνεχής αλλά ειδική και ότι αφορούσε σε λογαριασμό που εξοφλήθηκε δεν καλύπτονταν από τα δικόγραφα και συνεπώς τέτοια θέση δεν μπορούσε να προωθηθεί.  Όντως, τέτοια θέση δεν καλύπτεται, αλλά και είναι αντιφατική με τη δικογραφημένη άρνηση, σύμφωνα με την οποία ο εφεσείων ουδέποτε υπέγραψε συμφωνίες εγγυήσεως και ουδέποτε εγγυήθηκε τον εναγόμενο 1.  Πώς, ακολούθως, μπορεί να προβάλλει ότι τον εγγυήθηκε, αλλά με άλλου είδους εγγύηση;  Όπως επιγραμματικά το έθεσε ο Πικής, Δ. (όπως ήταν τότε) στην Παπαγεωργίου ν.  xxx Κλάππα (Investments Services Ltd) (1991) 1 AAΔ 24:

 

«Η γενική άρνηση των ισχυρισμών που προσδιορίζουν την απαίτηση δεν εξυπακούει και την προβολή άλλων θετικών γεγονότων, τα οποία είτε την αποδυναμώνουν ή την καθιστούν ανεδαφική.»

 

 

 

 

Η έφεση απορρίπτεται με €3.000 έξοδα πλέον ΦΠΑ σε βάρος του εφεσείοντα.

 

                                                                   Λ. Παρπαρίνος, Δ.

 

                                                                   Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

                                                                   Ι. Ιωαννίδης, Δ.

 

 

 

 

 

/φκ

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο