ΕΠΙΣΗΜΟΣ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗΣ, ΩΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ MKC CITY COLLEGE LTD v. ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ, Πολιτική Έφεση Αρ. 389/12, 9/4/2021

ECLI:CY:AD:2021:A134

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ. 389/12)

 

9 Απριλίου, 2021

 

[ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΕΠΙΣΗΜΟΣ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗΣ, ΩΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ MKC CITY COLLEGE LTD

Εφεσείων

ΚΑΙ

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ

Εφεσίβλητος

-----

 

Λ. Λουκαΐδης, για εφεσείοντα.

Ζ. Κυριακίδου (κα), για εφεσίβλητο.

 

---------

 

Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:  Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

 

---------  

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:  H εφεσείουσα είναι ιδιωτική σχολή τριτοβάθμιας εκπαίδευσης εγγεγραμμένη στο σχετικό μητρώο του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού παρέχουσα εκπαίδευση σε κύπριους και αλλοδαπούς φοιτητές, μεταξύ των οποίων φοιτητές από την Σρι Λάνκα και την Μπαγκλαντές.

 

Ήταν το παράπονο και η βάση αγωγής της εφεσείουσας ότι το Υπουργείο Παιδείας είχε κατά τον ουσιώδη χρόνο επιβάλει αυθαίρετη και άσχετη με τα θέματα σπουδών διαδικασία έγκρισης άδειας εισόδου ξένων φοιτητών, αποτέλεσμα της οποίας ήταν η απόρριψη μεγάλου αριθμού υποψηφίων φοιτητών από διάφορες χώρες με ανάλογη ζημία της εφεσείουσας.  Επί αυτής της βάσης προσέφυγε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας διεκδικώντας δήλωση ότι έχουν επιβληθεί από τα κρατικά όργανα εις βάρος της εφεσείουσας καταστροφικοί περιορισμοί και εμπόδια στο δικαίωμα άσκησης του επαγγέλματος, στο δικαίωμα εκπαίδευσης, στο δικαίωμα περιουσίας και στο δικαίωμα ίσης μεταχείρισης που κατοχυρώνονται από το Σύνταγμα.  Περαιτέρω αξίωσαν αποζημιώσεις επί της αρχής που καθιερώθηκε στην Γιάλλουρος ν. Νικολάου (2004) 1 ΑΑΔ 558. 

Ο εφεσίβλητος ήγειρε προδικαστική ένσταση εισηγούμενος ότι δεν αποκαλύφθηκε αγώγιμο δικαίωμα.  Η ένσταση αυτή αφέθηκε να εξεταστεί στο τέλος μαζί με την ουσία.

 

Το δικαστήριο άκουσε πέντε μάρτυρες από πλευράς της εφεσείουσας και ένα από πλευράς του εφεσίβλητου. 

 

Ήταν η θέση της εφεσείουσας ότι κατά τη διάρκεια συνεντεύξεων που έγιναν για το σκοπό παραχώρησης άδειας εισόδου στη Δημοκρατία οι αρμόδιες αρχές της Δημοκρατίας προχώρησαν σε αδικαιολόγητες απορρίψεις φοιτητών τη στιγμή που οι αιτητές ικανοποιούσαν όλες τις προϋποθέσεις αναφορικά με την παροχή άδειας εισόδου και φοίτησης σε τριτοβάθμια εκπαιδευτήρια στην Κύπρο.  Ως αποτέλεσμα απορρίφθηκαν 98 υποψήφιοι φοιτητές με ανάλογη ζημία για την εφεσείουσα. 

 

Ο κ. Α. Παπούλας, ανώτερος λειτουργός εκπαίδευσης στο Υπουργείο Παιδείας, που κλήθηκε ως μάρτυρας από τον εφεσίβλητο, ήταν ο υπεύθυνος κατά τον σχετικό με την υπόθεση χρόνο του κλιμακίου το οποίο διεξήγαγε τις συνεντεύξεις στην Σρι Λάνκα και Μπαγκλαντές,   με σκοπό την παραχώρηση θεώρησης άδειας εισόδου σε υποψήφιους φοιτητές.  Εξήγησε αναλυτικά τη διαδικασία παραχώρησης θεώρησης άδειας εισόδου και παρέθεσε λεπτομέρειες του τρόπου διενέργειας των συνεντεύξεων.  Το κλιμάκιο ήταν πενταμελές και αποτελείτο από εκπαιδευτικούς λειτουργούς δημοτικής και μέσης εκπαίδευσης, οι οποίοι παρακολουθούσαν σχετικά σεμινάρια.  Η διαδικασία διενεργείτο κατ’  εφαρμογή της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου με αρ. 67.762, ημερ. 6.10.2008, με την οποία εγκρινόταν και η απόσπαση πέντε εκπαιδευτικών λειτουργών του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού για την εξέταση των αιτήσεων και τη διενέργεια των συνεντεύξεων με σκοπό την παραχώρηση θεώρησης άδειας εισόδου σε υποψήφιους φοιτητές από τις χώρες Μπαγκλαντές, Ινδία, Σρι Λάνκα, Πακιστάν και Κίνα. 

 

Οι απορρίψεις έγιναν, ανέφερε, με κριτήρια τη μη προσκόμιση ή τη μη επαρκή επικύρωση εγγράφων, την προσκόμιση πλαστών εντύπων, την έλλειψη ακαδημαϊκών προσόντων και την ανεπάρκεια οικονομικών πόρων.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την αγωγή αποδεχόμενο την προδικαστική ένσταση ότι οι απορρίψεις των υποψηφίων συνιστούσαν διοικητικές πράξεις οι οποίες αφ’  ης στιγμής δεν προσβλήθηκαν στο Ανώτατο Δικαστήριο διατηρούν την ισχύ τους χωρίς να παρέχεται η δυνατότητα ελέγχου της νομιμότητας τους από το Επαρχιακό Δικαστήριο και έξω από τα πλαίσια του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Δικαίωμα για αποζημίωση θα μπορούσε να θεμελιωθεί υπό τις προϋποθέσεις του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος, με πρώτη προϋπόθεση την προηγούμενη ακύρωση της σχετικής διοικητικής πράξης.  Εν προκειμένω, συνέχισε το πρωτόδικο δικαστήριο, οι απορριπτικές αποφάσεις δεν προσβλήθηκαν και ο έλεγχος της νομιμότητας τους δεν θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο της πολιτικής αγωγής.  Παρά τη διαπίστωση αυτή προχώρησε για να καταγράψει περαιτέρω ότι, εν πάση περιπτώσει, η μαρτυρία δεν ήταν αρκετή προς τεκμηρίωση των θέσεων της εφεσείουσας για παραβίαση διαφόρων Άρθρων του Συντάγματος, αλλά ούτε και προς απόδειξη ζημίας και απέρριψε την αγωγή.

 

Με την παρούσα έφεση επαναφέρονται όλα τα παραπάνω ζητήματα με πρώτο ότι το δικαστήριο εσφαλμένα αποδέχθηκε την «προδικαστική» ένσταση απορρίπτοντας τη βασική θέση της εφεσείουσας που ήταν ότι είναι με ξεχωριστές πράξεις που η συνολική συμπεριφορά ή τακτική του Υπουργείου Παιδείας κατέληξε σε απαράδεκτο περιορισμό των δικαιωμάτων της εφεσείουσας βάσει των Άρθρο 20, 23 και 25 του Συντάγματος, υιοθετώντας (το δικαστήριο) την άποψη ότι η εγκυρότητα διοικητικών πράξεων δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο οποιασδήποτε άλλης διαδικασίας πολιτικής ή ποινικής.  Προβάλλεται με την έφεση ότι «η αγωγή της ενάγουσας στρέφεται κατά συμπεριφοράς που καταλήγει σε απαράδεκτο περιορισμό των δικαιωμάτων της ενάγουσας και όχι σε ξεχωριστές διοικητικές πράξεις που η κάθε μία από μόνη της δεν κατέληγε σε τέτοια συμπεριφορά. Υπάρχει σοβαρή και ουσιαστική διαφορά μεταξύ ξεχωριστών και ορισμένων συγκεκριμένων πράξεων και συμπεριφοράς που αποτελείται από ένα σύνολο πράξεων.  Τη διαφορά αυτή δεν την σχολίασε καν το Δικαστήριο.»  Εξ ου και εγείρεται με την έφεση ζήτημα ανεπαρκούς εξέτασης και αιτιολογίας.

 

Ανέφερε περαιτέρω ο κ. Λουκαΐδης ότι επρόκειτο για αυθαίρετη διαδικασία χωρίς έρεισμα στο νόμο.  Ως προς δε το καίριο ζήτημα που τέθηκε με την προδικαστική ένσταση ισχυρίστηκε ότι το Άρθρο 146 του Συντάγματος δεν αποκλείει την παροχή αποζημιώσεων ως παράλληλη θεραπεία με την αίτηση ακυρώσεως.

 

Η άλλη πλευρά απάντησε υποστηρίζοντας την πρωτόδικη απόφαση, επαναλαμβάνοντας και κατ’  έφεσιν ότι οι σχετικές απορριπτικές πράξεις της διοίκησης δεν έχουν προσβληθεί με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος ώστε να ήταν δυνατόν να γίνεται λόγος για αποζημιώσεις για παραβίαση συνταγματικών δικαιωμάτων ή άλλως πως. 

 

Δεν έχουμε παραπεμφθεί σε νομολογία που να υποστηρίζει την προταθείσα διάκριση μεταξύ της νομικής φύσης αριθμού πράξεων ως «σωρευτική συμπεριφορά», από τις ίδιες τις πράξεις.  Ελεγχόμενες κάθε φορά είναι οι πράξεις της διοίκησης με εφαρμογή των αρχών δικαίου επί των γεγονότων και δεδομένων εκάστης.  Πέραν τούτου, δεν έχει αμφισβητηθεί ότι οι επίμαχες αποφάσεις έφεραν τα χαρακτηριστικά εκείνα γνωρίσματα που τις κατέτασσαν ως εκτελεστές διοικητικές πράξεις.  Ό,τι, ως άνω, τέθηκε ήταν ότι ήταν παράνομες σε βαθμό που να στερούνται ερείσματος στο Νόμο, αντιβαίνουσες στο Σύνταγμα και αυθαίρετες.  Αυτά, όμως αφορούν στη νομιμότητα και εγκυρότητα τους η οποία θα μπορούσε να ελεγχθεί μόνο με προσφυγή στα πλαίσια του Άρθρου 146 του Συντάγματος.  Τούτο δεν έγινε.

 

Ο ισχυρισμός του κ. Λουκαΐδη περί δυνατότητας επιλογής μεταξύ αγωγής για αποζημίωση και αίτησης ακύρωσης όταν η ζημία επήλθε από εκτελεστή διοικητική πράξη, με αναφορά στο σύγγραμμα του Μ.Δ. Στασινόπουλου «Μαθήματα Διοικητικού Δικαίου», 1957, σελ. 267-268, δεν βρίσκει έρεισμα στο κυπριακό δίκαιο.  Στην Κύπρο υπάρχει πλήρης διαχωρισμός της αναθεωρητικής και της πολιτικής δικαιοδοσίας των δικαστηρίων και η αναθεώρηση διοικητικών πράξεων από πολιτικό δικαστήριο δεν είναι επιτρεπτή, όπως ορθά ανέφερε αιτιολογώντας την απόφαση του το πρωτόδικο δικαστήριο με παραπομπή στις υποθέσεις Takis P. Markides Ltd v. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας (1997) 1 ΑΑΔ 1424 και Συμβούλιο Εγγραφής Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών ν. Κωνσταντίνου κ.α. (1994) 3 ΑΑΔ 453, 458.

 

Η προηγούμενη ακύρωση διοικητικής πράξης, από το αρμόδιο δικαστήριο αναθεωρητικής δικαιοδοσίας, αποτελεί την πρώτη αναγκαία προϋπόθεση για τη διεκδίκηση αποζημιώσεων που προκύπτουν από την έκδοση της, από το αρμόδιο δικαστήριο πολιτικής δικαιοδοσίας.  Όπως τέθηκε στην Κεντρική Τράπεζα ν. Θεοδωρίδη (1993) 1 ΑΑΔ 429, 425:

 

«Όπως το κείμενο του άρθρου 146.6 υποδηλώνει και η νομολογία βεβαιώνει, προϋπόθεση για τη διεκδίκηση αποζημιώσεων ενώπιον πολιτικού δικαστηρίου βάσει του άρθρου 146.6 αποτελεί η ακύρωση της διοικητικής πράξης που προκάλεσε τη ζημία. Το πολιτικό δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην αναθεώρηση της διοικητικής πράξης. Η έκνομη λειτουργία της Διοίκησης τεκμηριώνεται από την ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στο οποίο εναποτίθεται αποκλειστική δικαιοδοσία δικαστικής αναθεώρησης των διοικητικών πράξεων, αποφάσεων και παραλείψεων. Η πρώτη προϋπόθεση για την επίκληση του Άρθρου 146.6 είναι η ακύρωση της διοικητικής πράξης. Με την ακύρωση θεμελιώνεται το παράνομο της πράξης.

Γεννάται δικαίωμα για αποζημίωση εφόσον η απαίτηση δεν ικανοποιηθεί από το δημόσιο όργανο, αρχή ή πρόσωπο που φέρει την ευθύνη για την ακυρωθείσα πράξη.»

 

Ως εκ τούτου δεν χρειάζεται να εξετάσουμε άλλους λόγους έφεσης που άπτονται της ουσίας.

 

Σημειώνουμε μόνο ότι ο κ. Λουκαΐδης επικαλέστηκε, αγορεύοντας στο τέλος, το αξίωμα lex non cogit ad impossibillia («ο νόμος δεν επιβάλλει το αδύνατο»).  Ήταν η εισήγηση του ότι θα ήταν, εν πάση περιπτώσει, αδύνατο για τους αλλοδαπούς αιτητές από την Ασία όπου βρίσκονται να μπορούσαν να ασκήσουν το δικαίωμα για προσφυγή στην Κύπρο.  Το ζήτημα όμως αυτό ήταν εκτός των λόγων έφεσης αλλά και εκτός των αρχικών δικογράφων.  Εν πάση περιπτώσει η αρχή εφαρμόζεται στις περιπτώσεις που ο Νόμος επιβάλλει υποχρέωση ή όρο των οποίων η εκπλήρωση είναι αδύνατη (Queen v. Cook (1884) 13 QBD 377, MV Yorke Motors (a firm) v. Edwards (1982) 1 All ER 1024, 1027), που δεν είναι η περίπτωση.    

 

H έφεση απορρίπτεται με €3.000 έξοδα σε βάρος της εφεσείουσας.

                                                                  

Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

                                                                    Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.

 

                                                                   Χ. Μαλαχτός, Δ.

/φκ 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο