ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ TOY SERGUEYEVICH , ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ 55/20, 5/4/2021

ECLI:CY:AD:2021:A130

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ                            

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ 55/20

 

 

5 Απριλίου, 2021

 

 

[Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ,

Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ/ΣΤΩΝ]

 

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ 33 ΤΟΥ 1964 ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 10 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΦΥΓΟΔΙΚΟΥ ΝΟΜΟΥ ΑΡ. 97/1970.

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΝ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018.

 

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ TOY XXX XXX SERGUEYEVICH ΑΠΟ ΡΩΣΙΑ ΚΑΤΟΧΟΣ ΡΩΣΙΚΟΥ ΔΙΑΒΑΤΗΡΙΟΥ ΥΠ' ΑΡ. XXX ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΣ ΣΤΙΣ ΚΕΝΤΡΙΚΕΣ ΦΥΛΑΚΕΣ ΣΤΗΝ ΛΕΥΚΩΣΙΑ, ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ HABEAS CORPUS.

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ Ν. 97/1970 (ΠΕΡΙ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 1970) ΑΡΘΡΑ 9 ΚΑΙ 10 ΚΑΙ ΜΕ ΤΟΝ Ν. 95/1970 (ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ (ΚΥΡΩΤΙΚΟΣ) ΝΟΜΟΣ TOY 1970).

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΣΥΜΒΑΣΗ ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΣΣΔ ΓΙΑ ΠΑΡΟΧΗ ΝΟΜΙΚΗΣ ΣΥΝΔΡΟΜΗΣ ΚΥΡΩΤΙΚΟΣ ΝΟΜΟΣ ΑΡ. 172/1986.

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΠΑΦΟΥ ΗΜΕΡ. 30/09/2019 ΣΤΗ ΑΙΤΗΣΗ ΕΚΔΟΣΗΣ ΦΥΓΟΔΙΚΟΥ ΥΠ' ΑΡ. 3/2018, ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΔΙΑΤΑΧΘΗΚΕ Η ΠΡΟΦΥΛΑΚΙΣΗ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ ΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ ΤΟΥ ΣΤΙΣ ΡΩΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ.

Αίτηση ημ. 30.9.20 για Προσαγωγή Μαρτυρίας

 

 

κ. Α. Χρ. Αλεξάνδρου, για τον αιτητή/εφεσείοντα.

Μ. Σπηλιωτοπούλου (κα), για τη Δημοκρατία.

 

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ν.Γ. Σάντης.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

      Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: Εκκρεμούσης της έφεσης, ο αιτητής/εφεσείων («ο αιτητής») - με επίκληση και το άρθρο 10(4) του Περί Φυγοδίκων Νόμου 97/70 - υπέβαλε αίτηση διά κλήσεως, ημερομηνίας 30.9.20 («η παρούσα αίτηση») για να του δοθεί άδεια, όπως «Α. … παρουσιάσει ενώπιον του Δικαστηρίου … μαρτυρία και/ή συμπληρωματικά και/ή αποδεικτικά στοιχεία ότι η δίωξη του από το Ρωσικό κράτος δεν γίνεται με καλή πίστη ή για το συμφέρον της δικαιοσύνης» και «Β. … ότι τα αδικήματα για τα οποία επιδιώκεται η έκδοση του στο Ρωσικό κράτος έχουν ήδη παραγραφεί».

 

      Tα (κατά τον αιτητή) γεγονότα που θεμελιώνουν την παρούσα αίτηση αποτυπώνονται στις εξής παραγράφους της ένορκης δήλωσης που τη συνοδεύει (η περικοπή παρατίθεται αυτούσια όπως και όσες έτερες έπονται):

«………………………………………………………………………………………………………………………………

4.  Στις 30.9.2019 το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου διέταξε την κράτηση του αιτητή, με σκοπό την ολοκλήρωση της έκδοσης στις αρχές της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Ο αιτητής στις 10.10.2019 καταχώρησε την αίτηση υπ' αρ. 178/2019 στο Ανώτατο Δικαστήριο, για έκδοση εντάλματος της φύσεως HABEAS CORPUS, με την οποία αιτείτω την έκδοση εντάλματος της φύσεως HABEAS CORPUS και να κηρύσσεται παράνομη η κράτηση του. Η πιο πάνω αίτηση του απορρίφθηκε στις 12.2.2020 και εναντίον της πιο πάνω απόφασης καταχωρήθηκε η έφεση με τον πιο πάνω τίτλο και αριθμό.

5.   Επειδή στα πλαίσια της εκδίκασης της αίτησης για HABEAS CORPUS, ο εφεσείοντας ζήτησε από το Δικαστήριο την άδεια για να παρουσιάσει μαρτυρία ως είναι οι ρητές πρόνοιες του άρθρου 10 εδάφιο 4 του Νόμου Περί Εκδόσεως Φυγόδικων Ν.97/1970, και επειδή δεν επιτράπηκε από το Δικαστήριο να τεθεί αυτή η μαρτυρία, η οποία ήταν καθοριστική και καταλυτική για την έκβαση της αιτήσεως του για έκδοση εντάλματος της φύσεως HABEAS CORPUS, για σκοπούς ορθής απονομής της δικαιοσύνης, ο αιτητής επιθυμεί να θέσει την μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου σας για να καταδείξει αφ' ενός ότι η δίωξη του από το Ρωσικό κράτος δεν γίνεται καλή τη πίστη και αφ' ετέρου τα αδικήματα για τα οποία επιδιώκεται η έκδοση του, σύμφωνα με το Ρωσικό δίκαιο, έχουν παραγραφεί προ καιρού και κατ' επέκταση απαγορεύεται, σύμφωνα με το νόμο, η έκδοση προσώπου για αδικήματα που παραγράφηκαν. Επισυνάπτω την μετάφραση στα Ελληνική της συνοπτικής έκθεσης της μαρτυρίας του ANATOLY KLEYMENOV, που επιθυμεί ο αιτητής να παρουσιάσει στο Δικαστήριο σας.[1]

6.   Όπως έχω πληροφορηθεί, περαιτέρω από τον αιτητή, και από τους δικηγόρους που τον εκπροσωπούν, ο αιτητής επιθυμεί να παρουσιάσει στο Δικαστήριο σας, τον διακεκριμένο δικηγόρο κον ANATOLY KLEYMENOV εδρεύει στην Μόσχα για να δώσει μαρτυρία και να αναφερθεί σε διαδικασίες που έλαβαν χώρα στο Ρωσικό κράτος, και να παρουσιάσει στοιχεία που έχει συγκεντρώσει και τα οποία καταδεικνύουν την θέση του αιτητή, ότι η δίωξη του στο Ρωσικό κράτος επιδιώκεται καθαρά για αλλότριους λόγους, και περαιτέρω ότι τα αδικήματα για τα οποία επιδιώκεται η έκδοση του, ήδη έχουν παραγραφεί, με βάση το Ρωσικό Δίκαιο, και δεν είναι εφικτή η έκδοση του.

 

7.     Η μαρτυρία που ο αιτητής επιθυμεί να παρουσιάσει στο Δικαστήριο σας, κατά το μεγάλο μέρος αυτής, έχει προκύψει και/ή περιήλθε στην αντίληψη του αιτητή, μετά την συμπλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, και συγκεκριμένα μετά τις 18.3.2019 και είναι τέτοια που σύμφωνα με αυτά που μου αναφέρει ο αιτητής και οι δικηγόροι του, θα βοηθήσει το Δικαστήριο στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης που είναι και ο απώτερος σκοπός.

…………………………………………………………………………………………………………………...».

 

 

     Η εφεσίβλητη/καθ’ ης η αίτηση («η καθ’ ης η αίτηση»), ενίσταται στο αίτημα υποβάλλοντας στην καταχωρισθείσα Ειδοποίηση Περί Προθέσεως Ενστάσεως - και ως προδικαστική ένσταση - ότι η αίτηση είναι καταχρηστική επειδή «… ακριβώς η ίδια αίτηση είχε καταχωρηθεί και όταν εκδικάζετο πρωτόδικα το Habeas Corpus του αιτητή υπ΄ αρ. 178/19 και ο πρωτόδικος Δικαστής απέρριψε το αίτημα μετά από ακρόαση του (την 13.1.20)». Πέραν τούτου, η καθ’ ης η αίτηση προβάλλει πως ουδεμία προϋπόθεση ισχύει στην προκειμένη περίπτωση ώστε να δικαιολογείται η έγκριση του αιτήματος, πέραν του ότι, η περί ης ο λόγος (νέα) μαρτυρία, δεν «…υφίστατο κατά το χρόνο έκδοσης της πρωτόδικης απόφασης ή ήταν διαθέσιμη και δεν επιτεύχθηκε να δοθεί πρωτόδικα», με συνεπόμενο να μην επιτρέπεται «… η προσκόμιση …» της στο Εφετείο.

 

     Διεξήλθαμε όσα τέθηκαν ενώπιον μας και μελετήσαμε με την απαιτούμενη προσοχή τις αγορεύσεις των ευπαίδευτων δικηγόρων.

 

     Ως πρώτο ζήτημα - μολονότι δεν ηγέρθηκε από τους δικηγόρους - προκύπτει το γεγονός ότι η παρούσα αίτηση δεν εδράζεται ως θα έπρεπε στο (δικαιοδοτικό) άρθρο 25(3) του Περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60, αλλά στο άρθρο 10(4) του Περί Φυγοδίκων Νόμου 97/70 (το οποίο αφορά στην Πρωτοβάθμια Δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και στην εκείθεν παρεχόμενη δυνατότητα αποδοχής συμπληρωματικών αποδεικτικών στοιχείων, σχετικών προς την άσκηση τής δικαιοδοσίας habeas corpus «… δυvάμει τoυ άρθρoυ 4 ή δυvάμει τoυ εδαφίoυ (3) τoυ παρόvτoς άρθρoυ ...»).

 

     H διαπιστωθείσα παρατυπία - διότι περί τέτοιας πρόκειται - επιβάλλεται να τύχει εξέτασης από εμάς αυτεπαγγέλτως.

 

 

     Στην David και Άλλης v Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ, ΠΕ 208/12, ημ. 24.11.17, το Ανώτατο Δικαστήριο είπε και τούτα:

 

«Το Δικαστήριο διατηρεί τη διακριτική ευχέρεια, στην κατάλληλη περίπτωση, να προβεί το ίδιο, αυτεπαγγέλτως, στη θεραπεία της παρατυπίας. Καθοδηγητική, επί του προκειμένου, είναι η υπόθεση Wunderlich κ.ά. ν. Παναγιώτου (1999) 1(A) Α.Α.Δ. 366 όπου το Εφετείο, υιοθετώντας τα νομολογηθέντα στην αγγλική απόφαση Metroinvest Ansalt et al v Commercial Union [1985] 1 WLR 513 υπέδειξε τα εξής:

 

«Το θέμα έχει τύχει αντιμετώπισης από το Αγγλικό Εφετείο στην Metroinvest Ansalt a.ο. v. Commercial Union [1985] 1 W.L.R. 513, 520, 521, 522. Στην υπόθεση εκείνη έχει ερμηνευθεί η νέα αγγλική Δ.2 - αντιστοιχεί με τη δική μας νέα Δ.64 - και από τη μελέτη της απόφασης προκύπτουν τα εξής:

 

1. Όπου διαπιστώνεται παρατυπία λόγω παράλειψης συμμόρφωσης με τους Θεσμούς το παράτυπο μέτρο ή έγγραφο παραμένει παράτυπο inter partes μέχρις ότου το ζήτημα εξεταστεί από το δικαστήριο δυνάμει της νέας Δ.64 θ.2.

 

2. Επιβάλλεται η εξέταση του ζητήματος της παρατυπίας από το δικαστήριο έστω και αν τέτοιο ζήτημα δεν είχε εγερθεί από τους διάδικους.

 

3. Η παραίτηση της άλλης πλευράς, με τρόπο ρητό ή εξυπακουόμενο, από το δικαίωμα που της παρέχεται λόγω της παρατυπίας αποτελεί καλό λόγο για να γίνει αποδεκτή η παρατυπία.

 

4. Ένας από τους κύριους λόγους που λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας δυνάμει της Δ.64 θ.2 είναι ο δυσμενής επηρεασμός (prejudice) της άλλης πλευράς λόγω της συγκεκριμένης παρατυπίας. Ωστόσο η νέα Δ.64 θ.2 είναι διατυπωμένη με τρόπο που να παρέχει στο δικαστήριο την ευρύτερη δυνατή εξουσία για να απονέμει δικαιοσύνη.

 

5. Στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας το δικαστήριο μπορεί να παραμερίσει πλήρως ή μερικώς τη διαδικασία στην οποία έχει σημειωθεί η παρατυπία ή - διαζευκτικά - "να εκδώσει τέτοιο διάταγμα αναφορικά με τη διαδικασία γενικά όπως κρίνει πρέπον"».

 

Οι παραπάνω παρατηρήσεις του ευπαίδευτου συνηγόρου των εφεσειόντων ως προς τη συμμετοχή των εφεσιβλήτων στην πρωτόδικη διαδικασία χωρίς να εγείρουν θέμα παρατυπίας είναι ορθή. Μπορεί δε να λεχθεί, χωρίς δυσκολία, ότι η συμμετοχή αυτή με την καταχώριση ένστασης στη διαδικασία της αίτησης των εφεσειόντων, χωρίς οι εφεσίβλητοι να εγείρουν θέμα παρατυπίας, ισοδυναμεί με παραίτηση από το δικαίωμα που αυτή τους παρείχε. Εξάλλου, οι εφεσίβλητοι, δεν φαίνεται να έχουν υποστεί οποιοδήποτε δυσμενή επηρεασμό λόγω της παρατυπίας. Η αίτηση των εφεσειόντων ήταν σαφής τόσο ως προς τις επιδιωκόμενες θεραπείες όσο και το πραγματικό τους βάθρο. Συμμετέχοντας δε στη διαδικασία, οι εφεσίβλητοι υποστήριξαν τις αντίθετες στην αίτηση θέσεις τους. Ούτε επρόκειτο για μείζονα παρατυπία. Δεν μπορεί, επίσης, να παραγνωριστεί ότι το θέμα της παρατυπίας εγέρθηκε για πρώτη φορά και εξετάστηκε από το Δικαστήριο στο στάδιο της απόφασης του, και όχι σε αρχικό στάδιο, με συνέπεια την ταλαιπωρία των διαδίκων και την αύξηση των εξόδων (βλ Wunderlich (ανωτέρω)). Υπό τις περιστάσεις αυτές, θεωρούμε ότι απορρίπτοντας την αίτηση των εφεσειόντων λόγω παρατυπίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε εσφαλμένα τη διακριτική του ευχέρεια προκαλώντας αδικία στους εφεσείοντες. Έχοντας διαπιστώσει το ίδιο την ύπαρξη της παρατυπίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε να προχωρήσει έγκαιρα στη θεραπεία της εκδίδοντας διάταγμα απαλλαγής από την παρατυπία».

 

 

     Εν προκειμένω, αμφότεροι οι διάδικοι προχώρησαν στην προώθηση των θέσεων τους εκλαμβάνοντας προφανώς ως δεδομένο - και ορθώς (βλ. κατ’ αναλογίαν, Αναφορικά με την Αίτηση της Ρωσικής Ομοσπονδίας για την Έκδοση της Bondareva, ΠΕ 7/18, ημ. 18.12.19 - ότι τα πράγματα διέπονται εδώ από το άρθρο 25(3) του Περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60, δίχως ποτέ να προτάσσεται και οιαδήποτε σχετική εναντίωση στην ένσταση εκ πλευράς καθ’ ης η αίτηση.

 

 

     Τούτων δοθέντων - και υπό τις περιστάσεις πάντα - θεωρούμε την παρατυπία ως θεραπευθείσα και κατ’ ακολουθίαν μη αποτρέπουσα εξέταση της ουσίας τής παρούσας αίτησης (βλ. κατ’ αναλογίαν, CMA Holdings Ltd v Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, ΠΕ 265/14, ημ. 21.12.18).

 

     Το πράττουμε αυτό αμέσως.

 

      H εξουσία που προβλέπεται στο άρθρο 25(3) του Περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 ασκείται, κατά εμπεδωμένη νομολογία, σε εξαιρετικές περιπτώσεις (βλ. κατ’ αναλογίαν, Ιωάννου και Άλλων ν Σοφιανός, ΠΕ 155/15, ημ. 25.2.21). Αντί άλλης επί τούτω εντρύφησης, αρκούμαστε να παραθέσουμε και τα όσα μεστώς αναφέρθηκαν από την Πενταμελή Ολομέλεια στην Αναφορικά με την Αίτηση της Apanasik, ΠΕ 295/16, ημ. 6.12.17 (με άμεση σχετικότητα σε ό,τι κειμένως απασχολεί):

 

«……………………………………………………………………………………………………………………Η υπό κρίση αίτηση βασίζεται κυρίως στο άρθρο 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου (Ν. 14/60). Επί του άρθρου αυτού, το οποίο παραθέτουμε αυτούσιο κατωτέρω, στήριξε αποκλειστικά την επιχειρηματολογία του ο δικηγόρος της εφεσείουσας στην αγόρευση του:

«25(3) Παρά πάσαν διάταξιν του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου ή οιουδήποτε άλλου νόμου ή διαδικαστικού κανονισμού και επιπροσθέτως οιωνδήποτε υπό τούτων χορηγουμένων εξουσιών, το Ανώτατον Δικαστήριον, κατά την ακρόασιν και διάγνωσιν οιασδήποτε εφέσεως, είτε εν πολιτική είτε εν ποινική υποθέσει δεν θα δεσμεύεται υπό οιασδήποτε αποφάσεως περί πραγματικών γεγονότων του εκδικάσαντος δικαστηρίου και θα έχη εξουσίαν να αναθεωρή τας προσαχθείσας αποδείξεις, να συνάγη τα ίδια αυτού συμπεράσματα, να ακούη και δέχεται περαιτέρω αποδεικτικά μέσα και, όπου οι περιστάσεις της υποθέσεως απαιτούσιν ούτω, να επανακροάται οιωνδήποτε μαρτύρων ήδη ακουσθέντων υπό του εκδικάσαντος δικαστηρίου, και δύναται να δώση οιανδήποτε απόφασιν ή να εκδώση οιονδήποτε διάταγμα το οποίον αι περιστάσεις της υποθέσεως δικαιολογούν, συμπεριλαμβανομένου και διατάγματος περί επανακροάσεως της υποθέσεως υπό του εκδικάσαντος αυτήν ή άλλου αρμοδίου δικαστηρίου ως θα διέτασσε το Ανώτατον Δικαστήριον.»

Στην υπόθεση xxx Ζαρή ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 193/2010, ημερ. 11/5/2015, το Ανώτατο Δικαστήριο, με αναφορά σε προηγούμενη νομολογία του, αναλύει τις διάφορες διατάξεις, ιδιαίτερα το άρθρο 25(3), που ρυθμίζουν το θέμα προσκόμισης νέας μαρτυρίας κατ' έφεση και τη νομολογιακή ερμηνεία τους. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση:

«Οι πρόνοιες του άρθρου 146(β) και (γ) του Κεφ. 155 συναρτώνται με τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 25(3) του Ν. 14/60. Το εν λόγω εδάφιο διεύρυνε τις εξουσίες του Ανωτάτου Δικαστηρίου να ακούει μαρτυρία κατ΄ έφεση. Η ερμηνεία και εμβέλεια των προνοιών του άρθρου 25(3) εξετάστηκε σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αρχής γενομένης από την Philippos Charalambous vSotiris Demetriou (1961) CLR 14Ήταν η προσέγγιση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι με το υπό αναφορά νομοθέτημα δεν διευρύνεται ριζικά η εξουσία επέμβασής του σε ευρήματα γεγονότων του πρωτόδικου Δικαστηρίου βασισμένα στην αξιοπιστία μαρτύρων, εκτός σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Στη μετέπειτα απόφαση Kkolis vThe Republic (1961) CLR 53, επιβεβαιώθηκε ότι το υπό εξέταση εδάφιο δεν παρέχει απεριόριστη εξουσία στο Ανώτατο Δικαστήριο να επεμβαίνει σε ευρήματα γεγονότων, εκτός κάτω από εξαιρετικές περιστάσεις. Ακολούθησαν οι αποφάσεις Simadiakos vThe Police (1961) CLR 64Christodoulides vThe Police (1968) 2 CLR 226, Vrahimis vThe Police (1970) 2 CLR 120 και Varnava vThe Police (1973) 2 CLR 317, όπου επιβεβαιώθηκε η προηγούμενη νομολογιακή προσέγγιση και δεν έγινε αποδεκτή η θέση ότι με τη θεσμοθέτηση του άρθρου 25(3) επήλθε ουσιαστική αλλαγή ως προς την υφιστάμενη κατάσταση πραγμάτων σε αναφορά με τη θεώρηση ευρημάτων γεγονότων. Τονίστηκε ότι τα εν λόγω ευρήματα ανάγονται στη δικαιοδοσία του πρωτόδικου Δικαστηρίου και ότι το άρθρο 25(3) δεν σκόπευε στη μεταβολή της θέσης αυτής.

 Το βάρος απόδειξης ότι παρέχεται πεδίο για την εφαρμογή του άρθρου 25(3) παραμένει στο μέρος που προσβάλλει τα ευρήματα και εναπόκειται σε κάθε περίπτωση στο διάδικο ο οποίος προωθεί εισήγηση για προσαγωγή μαρτυρίας ενώπιον του Εφετείου να πείσει για την αναγκαιότητα αυτή (HadjiAntoni vVassiliadou (1961) CLR 103)Στην υπόθεση Χριστοδούλου άλλως Ρόπας κ.α. ν. Δημοκρατίας (2000) 2 ΑΑΔ 294επιβεβαιώθηκε προηγούμενη νομολογία σύμφωνα με την οποία αποκλείεται η προσαγωγή μαρτυρίας κατ΄ έφεση με αναφορά σε γεγονότα τα οποία έλαβαν χώραν μεταγενέστερα της δίκης. Ως προς τα κριτήρια που διέπουν την αποδοχή μαρτυρίας κατ΄ έφεση, καθοδηγητική είναι η απόφαση Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (2001) 2 ΑΑΔ 8, όπου, αφού γίνεται εκτεταμένη ανασκόπηση της σταθερής επί του θέματος νομολογίας, καθορίζεται ότι οι προϋποθέσεις είναι:

 

‘(α) Η μαρτυρία δεν μπορούσε να εξασφαλιστεί προς χρήση κατά την πρωτόδικη διαδικασία με την επίδειξη εύλογης επιμέλειας.

 

(β) Η μαρτυρία πρέπει να είναι τέτοια ώστε αν προσαγόταν θα ήταν πιθανό να είχε κάποια σημαντική επίδραση στο αποτέλεσμα της υπόθεσης αν και δεν είναι ανάγκη να είναι αποφασιστικής σημασίας.

 

(γ) Η μαρτυρία πρέπει να είναι τέτοια ώστε να εμφανίζεται αξιόπιστη αν και δεν είναι ανάγκη να είναι αναντίλεκτη.’

 

Προκύπτει ως κοινή συνισταμένη του δικαστικού λόγου που καλύπτει το σύνολο της νομολογίας αναφορικά με την ερμηνεία του άρθρου 25(3) ότι η εξουσία επανακρόασης μαρτύρων σπάνια χρησιμοποιείται, αφού, όπως ήδη λέχθηκε, η εισαγωγή και αξιολόγηση μαρτυρίας επαφίεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις μπορεί να δικαιολογηθεί η παρουσίαση μαρτυρίας κατ΄ έφεση και, κατά κανόνα, υπό την προϋπόθεση ότι παρέχεται επεξήγηση της παράλειψης προσαγωγής της ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Θα πρέπει δε, προκειμένου να γίνει δεκτή η παροχή τέτοιας μαρτυρίας, να φαίνεται ότι θα μπορούσε να είχε σημαντική επίδραση στο αποτέλεσμα της δίκης».

 

Αναφορά στη νομική βάση της αίτησης γίνεται επίσης και στο άρθρο 10(4) του περί Έκδοσης Φυγοδίκων Νόμου του 1970 (Ν. 97/70) που προβλέπει τη δυνατότητα προσκόμισης συμπληρωματικών στοιχείων κατά τη διαδικασία αίτησης για habeas corpus σε σχέση με την άσκηση της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δυνάμει του άρθρου 4 του ίδιου νόμου ή του εδαφίου (3) του άρθρου 10, το οποίο όμως δεν ανέπτυξε στην αγόρευση του ο δικηγόρος της εφεσείουσας.

…………………………………………………………………………………………………………………».

 

      Είναι γεγονός ότι, παρόμοιο αίτημα με το επίδικο, είχε τεθεί και στον ευπαίδευτο Πρωτόδικο Δικαστή που εκδίκασε την αίτηση για έκδοση προνομιακού διατάγματος habeas corpusτο Πρωτόδικο Δικαστήριο»). Τούτο το αίτημα, ως υποδείχθηκε από την κ. Σπηλιωτοπούλου, είχε εισφερθεί στη διαδικασία εκείνη διά ενδιάμεσης αίτησης ημερομηνίας 4.12.19 («η πρώτη ενδιάμεση αίτηση»), η οποία και απορρίφθηκε κατόπιν ακρόασης την 13.1.20 («η πρώτη ενδιάμεση απόφαση»).

 

      Μάλιστα - και για ό,τι τούτο θα μπορούσε να αξίζει ως απλή εικόνα και μόνον - η όποια ανομοιότητα (εξ απόψεως επιζητούμενης θεραπείας), μεταξύ της πρώτης ενδιάμεσης αίτησης και της παρούσας αίτησης, είναι, βασικώς, αρχιτεκτονικής υφής και σύγκειται στο ότι, στη μεν πρώτη ενδιάμεση αίτηση, το αιτητικό είχε καταγραφθεί εν συνόλω (σε μια παράγραφο),[2] στη δε παρούσα αίτηση, σε δύο ξέχωρες παραγράφους (ως ανωτέρω παρατέθηκε).

 

       Ο κ. Αλεξάνδρου - επιχειρώντας να καταδείξει πως οι εναντιώσεις της καθ’ ης η αίτηση στην παρούσα αίτηση διακρίνονται από εκείνες που είχαν υποβληθεί κατά την πρώτη ενδιάμεση αίτηση - υπέβαλε (και στη σελίδα 3 της αγόρευσης του), ότι μεταξύ των δύο αιτήσεων υφίσταται (δικές μας οι υπογραμμίσεις):

 

«[Μ]ια ουσιαστικότατη διαφορά, την οποία η πλευρά της εφεσίβλητης παραβλέπει. Η διαφορά αυτή έγκειται στον χρόνο που έχει διαρρεύσει και ειδικότερα από τις 13.1.2020 που εκδόθηκε η απόφαση του Δικαστή του Ανωτάτου που ενεργούσε σε πρωτοβάθμια δικαιοδοσία, μέχρι και τις 30.9.2020 που καταχωρήθηκε η υπό κρίση αίτηση. Αυτοί οι 9 μήνες είχαν ως συνεπακόλουθο την ολική παραγραφή των αδικημάτων, με βάση τον Ρωσικό νόμο και για τα οποία επιδιώκεται η έκδοση του εφεσείοντα.

 

Όπως θα δείτε, ήταν η θέση και εισήγηση μας, στα πλαίσια της διαδικασίας για έκδοση εντάλματος της φύσεως HABEAS CORPUS, είχαμε υποστηρίξει ότι ήδη είχε παραγραφεί ένα μεγάλο μέρος των αδικημάτων, για τα οποία επιδιώκεται η έκδοση του εφεσείοντα στο Ρωσικό κράτος, και δεν ενδεικνυόταν η έκδοση του, ενώ σήμερα η θέση μας ενώπιον του δικού σας Δικαστηρίου, είναι ότι έχουν παραγραφεί όλα τα αδικήματα και δεν είναι πλέον εφικτή η έκδοση του εφεσείοντα στο Ρωσικό κράτος.

 

Έχει δίκαιο η εκπρόσωπος της εφεσίβλητης, να αναφέρεται ότι υποβλήθηκε το ίδιο αίτημα, όμως παραγνωρίζει τον χρόνο που έχει μεσολαβήσει, από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης μέχρι και την καταχώρηση της υπό κρίση αίτησης ημερ. 30.9.2020. Αυτή η ειδοποιός διαφορά του χρόνου που έχει μεσολαβήσει, είχε ως συνεπακόλουθο την παραγραφή του συνόλου των αδικημάτων, για τα οποία επιδιώκεται η έκδοση του εφεσείοντα στο Ρωσικό κράτος, και κατ' επέκταση απαγορεύεται πλέον η έκδοση του στο Ρωσικό κράτος από την Κυπριακή Δημοκρατία, για να δικαστεί για αδικήματα που έχουν παραγραφεί.

…………………………………………………………………………………………………………………».

 

     Οι τοποθετήσεις του συνηγόρου - γεγονός που δεν παραβλέπεται (βλ. κατ’ αναλογίαν, Αναφορικά με την Αίτηση της Koretska, Πολ. Αίτ 71/20, ημ. 31.7.20) - ξεφεύγουν από τη μαρτυρία που παρουσίασε ο αιτητής (ή ακόμη και η καθ’ ης η αίτηση) στην παρούσα αίτηση, όπως και από όσα λέχθηκαν σχετικώς κατά την εκδίκαση της πρώτης ενδιάμεσης αίτησης. Πιο συγκεκριμένα, στην παράγραφο 5 της ένορκης δήλωσης που επικουρούσε την πρώτη ενδιάμεση αίτηση, στάση του αιτητή ήταν πως τα επίδικα αδικήματα είχαν όλα (ήδη) παραγραφεί. Γράφτηκε εκεί (με την έμφαση να είναι δική μας), ότι:

 

«……………………………………………………………………………………………………………………

5. Η αίτηση ορίστηκε για ακρόαση στις 27.11.2019, όμως επειδή στο μεσοδιάστημα από τον χρόνο συμπλήρωσης της ακροαματικής διαδικασίας στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου και συγκεκριμένα από τις 18.3.2019 και μέχρι την έκδοση της απόφασης από το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, ήτοι στις 30.9.2019, καθώς και στην συνέχεια, όπως έχω πληροφορηθεί από τον αιτητή και από τους δικηγόρους που εκπροσωπούν τον αιτητή, (έχουν προκύψει στοιχεία τα οποία ο αιτητής επιθυμεί να παρουσιάσει ενώπιον του Δικαστηρίου σας, τα οποία καταδεικνύουν ότι η δίωξη του αιτητή από το Ρωσικό κράτος δεν γίνεται με καλή πίστη και/ή για το συμφέρον της δικαιοσύνης, αλλά καθαρά για αλλότριους λόγους, καθώς επίσης και ότι τα αδικήματα για τα οποία επιδιώκεται η έκδοση του αιτητή έχουν ήδη παραγραφεί, με βάση τον ρωσικό νόμο, στο μεσολαβήσαν χρονικό διάστημα στοιχεία τα οποία ο αιτητής θέλει να παρουσιάσει το Δικαστήριο σας μέσα από μαρτυρία.

…………………………………………………………………………………………………………………...».

 

 

      Ουδέποτε δηλώθηκε περιορισμός ότι η αναφορά στα επίδικα αδικήματα ήταν σε κάποια από αυτά, και όχι στο σύνολο τους.

 

      Απεναντίας.

 

      Ο κ. Αλεξάνδρου αγορεύοντας κατά την πρώτη ενδιάμεση αίτηση (έχοντας μάλλον στη σκέψη την προειρημένη παράγραφο 5 της ένορκης δήλωσης), επέμενε σθεναρώς ότι «… εγείρουμε θέμα ότι πλέον, μετά από τα γεγονότα που ακούστηκαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου ήδη έχουμε εισέλθει σε χρόνο παραγραφής των αδικημάτων. Άρα λοιπόν, εάν έχουμε ήδη μπει σε χρόνο παραγραφής των αδικημάτων είναι κάτι που έχει τη δυνατότητα το Δικαστήριο σας να ακούσει και να αποφασίσει».

 

      Σε αντιμαχία με τα πιο πάνω, στην παρούσα αίτηση η θέση του συνηγόρου ήταν αλλιώτικη. Δήλωσε, πως το Δικαστήριο «… που εκδίκασε το habeas corpus είπε ότι έχουν ήδη παραγραφεί μέρος των αδικημάτων και δεν μπορείτε να εκδώσετε και γι’ αυτό ήταν και η αίτηση. Για αδικήματα που ήδη έχουν παραγραφεί γιατί δεν έχουμε ξεκάθαρη εικόνα ποια έχουν παραγραφεί και ποια όχι. Σήμερα ενώπιον σας η θέση μου είναι ότι στο σύνολο έχουν παραγραφεί και ως εκ τούτου δεν είναι εφικτή η έκδοση του εκζητούμενου στο ρωσικό κράτος».

 

      Αυτά, δεν εξεικονίζουν πιστώς όσα είπε το Πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

      Κάθε άλλο.

 

      Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, ως εναργώς φύεται από την πρώτη πρωτόδικη απόφαση - και αυτονοήτως δεν τοποθετούμαστε επί της ορθότητας της λόγω της εφετειακής εκκρεμοδικίας - αναφερόταν αδιαλείπτως (όπως και ο δικηγόρος του αιτητή), σε όλα τα επίδικα αδικήματα (και όχι σε μερικά εξ αυτών). Ενδεικτικώς, το Πρωτόδικο Δικαστήριο, κατέγραψε (για το ζήτημα της παραγραφής), ότι: «… μετά την έκδοση της απόφασης του κατώτερου Δικαστηρίου επήλθε παραγραφή των αδικημάτων …» και πως « … είναι αρκετό να παρατηρηθεί ότι στον Αιτητή καταλογίζονται αδικήματα που διαπράχθηκαν κατά την περίοδο 15.12.09-7.2.2011…» (οι υπογραμμίσεις δικές μας).

 

     Παρεμβάλλουμε - με τη δική του σημασία ως εκ των ως άνω - πως όσα προέταξε ο δικηγόρος του αιτητή ως γεγονότα, εκτός ενόρκων δηλώσεων, δεν εξομοιώνονται με μαρτυρία (ιδίως με υπόψιν και τις αντίστοιχες εναντιώσεις της καθ’ ης η αίτηση), καθότι η αγόρευση δεν συνιστά κατά κανόναν, αποδεκτό μέσο προσαγωγής μαρτυρίας (βλ. κατ’ αναλογίαν, Υugos Finance BV και Άλλων ν Halebay Holdings Limited (2013) 1(A) AAΔ 569, 577, NA Theophanous (Matic) Laundries Ltd v Κυπριακής Δημοκρατίας (2000) 3 ΑΑΔ 793, 797-798, El Fath Co for International Trade SAE v EDT Shipping Ltd & Άλλος (1992) 1(Β) ΑΑΔ 1255, 1270).

 

      Ανεξαρτήτως των τοποθετήσεων του κ. Αλεξάνδρου, ακόμη και αν αποδεχόμασταν ότι η κατ’ ισχυρισμόν παραγραφή των επίδικων αδικημάτων έχει πλέον ημερολογιακώς αποκρυσταλλωθεί, τούτο δεν θα νόθευε το μεδούλι τής βασικής εκδοχής του αιτητή σε βαθμό που να καθιστούσε κιόλας αποδεκτά τα όσα ο συνήγορος δήλωσε περί παραγραφής άπαντων (σήμερα) των επίδικων αδικημάτων, αφού αυτό, ως προοπτική τότε, είχε προβληθεί στην πρώτη ενδιάμεση αίτηση και εξετασθεί στην επέκεινα πρώτη ενδιάμεση απόφαση (υπό τη γωνία που ανέπτυξε το Πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά στις «… πρόνοιες του άρθρου 78(3) του Ποινικού Κώδικα της Ρωσικής Ομοσπονδίας σύμφωνα με τις οποίες η παραγραφή διακόπτεται στο χρονικό σημείο που ο φυγόδικος εγκαταλείπει τη χώρα αυτή, όπως συμβαίνει και στην παρούσα περίπτωση όπου ο Αιτητής εγκατέλειψε το έδαφος της Ρωσικής Ομοσπονδίας πριν το Σεπτέμβριο του 2016»).

 

      Περιπλέον, για τους λόγους που εξηγήσαμε, το Τεκμήριο Α, ούτως ή άλλως, δεν εισάγει εδώ κάτι το ουσιωδώς καινούργιο (για τους παρόντες πάντοτε σκοπούς), στα όσα συζητήθηκαν στην πρώτη ενδιάμεση αίτηση και στην πρώτη ενδιάμεση, περί έλλειψης καλής πίστης στη δίωξη του αιτητή «… από το Ρωσικό κράτος …» (ως το αιτητικό Α στην παρούσα αίτηση) ή, ομοίως, στα περί της επίδικης παραγραφής (και των παραφυάδων της).

 

      Από τη στιγμή λοιπόν που το υπόβαθρο που τέθηκε μαρτυριακώς στην πρώτη ενδιάμεση αίτηση είναι (κατά βάσιν) όμοιο με αυτό στην παρούσα αίτηση, και να συνέτρεχαν κατά τα άλλα οι προϋποθέσεις του άρθρου 25(3) του Περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 (που δεν συντρέχουν καθώς κρίνουμε), μόνον καταχρηστικώς θα μπορούσε να απολήξει σε αποδοχή της παρούσας αίτησης, διότι η πρώτη ενδιάμεση απόφαση έχει εφεσιβληθεί (και εκκρεμεί ως είπαμε ενώπιον μας), κάτι που θα μπορούσε, ορατώς και λελογισμένως, να προκαλέσει αντικειμενικούς κίνδυνους φαινόμενης προαπόφασης μας επί της έφεσης (εκτός παρεχόμενου δικονομικού πλαισίου), επιφέροντας κατ’ επέκτασιν και δυσμενή επηρεασμό των αντίστοιχων δικαιωμάτων των μερών (βλ. κατ’ αναλογίαν, Emam v Κυπριακή Δημοκρατία, ΠΕ 379/16, ημ. 31.5.17, Αναφορικά με την Αίτηση των Kalugina και Kalugin, Πολ. Αίτ 33/17, ημ. 14.3.17, Διευθυντής των Φυλακών ν Αναφορικά με την Αίτηση του Περέλλα (1995) 1 ΑΑΔ 217, 222).

 

 

      Η αίτηση απορρίπτεται.

 

      Καμιά διαταγή για τα έξοδα.

                                                         

 

                                                          Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

                                                          Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

                                                          Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

                                                          Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

                                                          Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.

 

 

 

/κβπ



[1] Η δήλωση αφορά στο συνημμένο στην ένορκη δήλωση Τεκμήριο Α.

[2] «Α. Διάταγμα του Δικαστηρίου δια του οποίου να δίνεται άδεια στον αιτητή , και/ή να επιτραπεί στον αιτητή να παρουσιάσει ενώπιον του Δικαστηρίου σας, μαρτυρία και/ή συμπληρωματικά και/ή αποδεικτικά στοιχεία ότι η δίωξη του από το Ρωσικό κράτος δεν γίνεται με καλή πίστη ή για το συμφέρον της δικαιοσύνης, και ότι τα αδικήματα για τα οποία επιδιώκεται η έκδοση του στο Ρωσικό κράτος, έχουν ήδη παραγραφεί».


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο