CJSC "TV COMPANY STREAM" κ.α. v. CONTENT UNION S.A., Πολιτική Έφεση Αρ. Ε34/2018,Ε35/2018, 8/4/2021
print
Τίτλος:
CJSC "TV COMPANY STREAM" κ.α. v. CONTENT UNION S.A., Πολιτική Έφεση Αρ. Ε34/2018,Ε35/2018, 8/4/2021
Παραπομπή:
ECLI:CY:AD:2021:A133

ECLI:CY:AD:2021:A133

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                          Πολιτική Έφεση Αρ. Ε34/2018

χ. με Ε35/2018)

 

8 Απριλίου, 2021

 

 

[Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ., Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ., Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.]

 

 

ΜΕΤΑΞΥ:

 

1.     CJSC “TV COMPANY STREAM

2.     XXX XXX YABLITSKIY

3.     XXX XXX LAVROV

 

                                                                    Εφεσειόντων/Εναγόμενων 2, 3, 4

                                                         

ΚΑΙ

 

CONTENT UNION S.A.

                            

                                                          Εφεσίβλητων/Eναγόντων

 

…………..

 

Πολιτική Έφεση Αρ. Ε35/2018

(σχ. με Ε34/2018)

ΜΕΤΑΞΥ:

 

 

1.      MARTELLATA LTD

2.      XXX GOLOVNEV

 

                                                                    Εφεσειόντων/Εναγόμενων 1 και 5

                                                         

ΚΑΙ

 

CONTENT UNION S.A.

                            

                                                          Εφεσίβλητων/Eναγόντων

 

…………..

Σ. Πίττας για Σωτήρης Πίττας και Σία ΔΕΠΕ, για Εφεσείοντες/Εναγόμενους 2-4 (για την Έφεση Ε34/18).

Α. Γεωργίου, για Φοίβος, Χρίστος Κληρίδης & Συνεργάτες ΔΕΠΕ,

για Εφεσείοντες/Εναγόμενους 1 και 5 (για την Έφεση Ε35/18).

Χρ. Κότσαπα (κα), για Μ. Κορέλης & Σία ΔΕΠΕ, για Εφεσίβλητους/Ενάγοντες.

 

………………….

 

Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Ν.Γ. Σάντη, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

      Ν. Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: Οι Εφεσείοντες/Εναγόμενοι 2-4 στην Έφεση Ε34/18 οι Εφεσείοντες 2-4») και οι Εφεσείοντες/Εναγόμενοι 1 και 5 στην Έφεση Ε35/18 («οι Εφεσείοντες 1 και 5»), προσβάλλουν την ενδιάμεση απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού («το Πρωτόδικο Δικαστήριο»), ημερομηνίας 8.3.18 με την οποία οριστικοποιήθηκε προσωρινό διάταγμα («το επίδικο διάταγμα») που είχε εκδοθεί μονομερώς εναντίον τους και υπέρ των Εφεσίβλητων/Εναγόντων («οι Εφεσίβλητοι») την 12.7.17 («η Πρωτόδικη Απόφαση»).

 

      To επίδικο διάταγμα έχει ως ακολούθως:

 

 

«……………………………………………………………………………………………………………………………………………….

Α. Διάταγµα που απαγορεύει και/ή εµποδίζει την Εναγόµενη 1 και/ή τους διευθυντές και/ή τους αξιωµατούχους και/ή τον γραµµατέα και/ή τους υπαλλήλους και/ή τους αντιπροσώπους και/ή τους εντολοδόχους και/ή τους υπηρέτες της Εναγόµενης 1 από του να εκχωρούν και/ή διανέµουν και/ή αποξενώνουν και/ή επιβαρύνουν και/ή διαθέτουν µε οποιονδήποτε άλλο τρόπο και/ή µειώνουν την αξία και/ή λαµβάνουν οποιαδήποτε απόφαση το αποτέλεσµα της οποίας θα είναι η µείωση της αξίας των µετοχών τις οποίες η Εναγόµενη 1 κατέχει άµεσα ή έµµεσα στην Content Union Distribution LLC από 2G Rizhskiy 1-st lane Moscow 129626, Ρωσία, Νο.5067746799445, που αντιπροσωπεύουν το 19.99% του µετοχικού της κεφαλαίου µέχρι ποσού Δολαρίων Αµερικής $6.989.000 (ή/ και το ισόποσο σε Ευρώ) µέχρι τελικής αποπεράτωσης της αίτησης και/ή µέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.

Β. Διάταγµα που απαγορεύει και/ή εµποδίζει της εναγόµενους 1-5 και/ή της διευθυντές και/ ή της αξιωµατούχους και/ή τον γραµµατέα και/ή της υπαλλήλους και/ή της αντιπροσώπους και/ή της εντολοδόχους και/ή της υπηρέτες αυτών από του να πωλήσουν και/ή µεταβιβάσουν και/ή δωρίσουν και/ή ενεχυριάσουν και/ή καθ' οιονδήποτε τρόπο διαθέσουν και/ή αποξενώσουν και/ή επιβαρύνουν όλα τα περιουσιακά της στοιχεία που κατέχουν άµεσα ή έµµεσα είτε αυτά είναι στο όνοµα της είτε όχι, είτε αυτά της ανήκουν αποκλειστικά ή από κοινού µε τρίτους, εντός και εκτός Κύπρου, υπό µορφής κινητής ή ακίνητης περιουσίας και/ή δικαιωµάτων µέχρι ποσού Δολαρίων Αµερικής $6.989.000 (ή/και το ισόποσο σε Ευρώ) µέχρι τελικής αποπεράτωσης της αίτησης και/ή µέχρι νεοτέρας διαταγής του Δικαστηρίου, συµπεριλαµβανοµένων αλλά όχι περιορισµένων και καταθέσεων σε τραπεζικούς λογαριασµούς ώστε να παραµείνει οποιονδήποτε υπόλοιπο όχι χαµηλότερο του ποσού της απαίτησης εκ Δολαρίων Αμερικής $6.989.000 (ή/και το ισόποσο των Ευρώ) και της διατηρούν ανά πάσα στιγµή ποσά εκκρεµούσης της εκδίκασης της αγωγής ή µέχρι νεοτέρας διαταγής του Δικαστηρίου ύψους Δολαρίων Αµερικής $6.989.000 (ή/και το ισόποσο των Ευρώ).

 

Γ. Διάταγµα που να διατάσσει τους εναγόµενους 1-5 και/ή τους διοικητικούς σύµβουλους και τον γραµµατέα αυτών όπου αυτοί είναι νοµικά πρόσωπα, να καταχωρήσουν στο Πρωτοκολλητείο του Δικαστηρίου και παραδώσουν αντίγραφο στο δικηγόρο της Ενάγουσας εντός 5 ηµερών από την επίδοση του διατάγµατος ένορκη δήλωση η οποία να προσδιορίζει όλα τα περιουσιακά στοιχεία των εναγοµένων 1-4 τα οποία βρίσκονται εκτός και εντός Κύπρου και είτε αυτά είναι στο όνοµα των εναγοµένων είτε όχι και είτε τους ανήκουν αποκλειστικά ή από κοινού µε τρίτους προσδιορίζοντας την αξία τοποθεσία και λεπτοµέρειες των περιουσιακών στοιχείων όπως επίσης όλους τους τραπεζικούς λογαριασµούς στο όνοµα των εναγόµενων µε τα τραπεζικά υπόλοιπα τους, η δε ένορκος δήλωση να συνοδεύεται από όλα τα έγγραφα που καταδεικνύουν τη φύση, την τοποθεσία και αξία των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων.

……………………………………………………………………………………………………………………………………………....».

 

      Το επίδικο διάταγμα εκδόθηκε στο πλαίσιο της αγωγής 2061/17 (του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού), με την οποία οι Εφεσίβλητοι αξιώνουν από τους Εφεσείοντες και τούτα (με την παρατιθέμενη περικοπή να αφορά στην απαίτηση ως ίσχυε κατά τον χρόνο έκδοσης του επίδικου διατάγματος):

 

1. Γενικές και ειδικές αποζηµιώσεις εναντίον όλων των Εναγόµενων για συνωµοσία προς εξαπάτηση των Εναγόντων και/ή για απάτη και/ή δόλο Δολαρίων Αµερικής 6.989.000 ή/και το ισόποσο σε Ευρώ.

 

2. Διάταγµα του Δικαστηρίου που να απαγορεύει και/ή να εµποδίζει την Εναγόµενη 1 και/ή τους διευθυντές και/ή τους αξιωµατούχους και/ή τον γραµµατέα και/ή τους υπαλλήλους και/ή τους αντιπροσώπους και/ή τους εντολοδόχους και/ή τους υπηρέτες της Εναγόµενης 1 από του να εκχωρούν και/ή διανέµουν και/ή αποξενώνουν και/ή επιβαρύνουν και/ή διαθέτουν µε οποιονδήποτε άλλο τρόπο και/ή µειώνουν την αξία και/ή λαµβάνουν οποιαδήποτε απόφαση το αποτέλεσµα της οποίας θα είναι η µείωση της αξίας των µετοχών τις οποίες η Εναγόµενη 1 κατέχει άµεσα ή έµµεσα στην Content Union Distribution LLC από 2G Rizhskiy 1-st lane Moscow 129626, Ρωσία, Νο.5067746799445, που αντιπροσωπεύουν το 19.99% του µετοχικού της κεφαλαίου µέχρι ποσού Δολαρίων Αµερικής $6.989.000 (ή/και το ισόποσο σε Ευρώ) µέχρι την πλήρη εκτέλεση της απόφασης.

 

3. Διάταγµα του Δικαστηρίου που να απαγορεύει και/ή να εµποδίζει τους εναγόµενους 1-5 και/ή της διευθυντές και/ή της αξιωµατούχους και/ή τον γραµµατέα και/ή της υπαλλήλους και/ή της αντιπροσώπους και/ή της εντολοδόχους και/ή της υπηρέτες αυτών από του να πωλήσουν και/ή µεταβιβάσουν και/ή δωρίσουν και/ή ενεχυριάσουν και/ή καθ' οιονδήποτε τρόπο διαθέσουν και/ή αποξενώσουν και/ή επιβαρύνουν όλα τα περιουσιακά της στοιχεία που κατέχουν άµεσα ή έµµεσα είτε αυτά είναι στο όνοµα της είτε όχι, είτε αυτά της ανήκουν αποκλειστικά ή από κοινού µε τρίτους, εντός και εκτός Κύπρου, υπό µορφής κινητής ή ακίνητης περιουσίας και/ή δικαιωµάτων µέχρι ποσού Δολαρίων Αµερικής $6.989.000 (ή/και το ισόποσο σε Ευρώ) µέχρι τελικής αποπεράτωσης της αίτησης και/ή µέχρι νεοτέρας διαταγής του Δικαστηρίου, συµπεριλαµβανοµένων αλλά όχι περιορισµένων και καταθέσεων σε τραπεζικούς λογαριασµούς ώστε να παραµείνει οποιονδήποτε υπόλοιπο όχι χαµηλότερο του ποσού της απαίτησης εκ Δολαρίων Αµερικής $6.989.000 (ή/και το ισόποσο των Ευρώ) και να διατηρούν ανά πάσα στιγµή ποσά εκκρεµούσης της εκδίκασης της αγωγής ή µέχρι νεοτέρας διαταγής του Δικαστηρίου ύψους Δολαρίων Αµερικής $6.989.000 (ή/και το ισόποσο των Ευρώ).

 

………………………………………………………………………………………………………………………………………………».

 

 

 

 

 

 

 

      Οι Εφεσείοντες 1 και 5 διά του λόγου έφεσης 1 (στην Έφεση Ε35/18) - και οι Εφεσείοντες 2-4 διά του ομοειδούς λόγου έφεσης 2 (στην Έφεση Ε34/18) - αμφισβητούν την Πρωτόδικη Απόφαση στη βάση ότι εσφαλμένως το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα πως συνέτρεχε το στοιχείο του κατεπείγοντος και ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε καθυστέρηση εκ πλευράς Εφεσίβλητων στην υποβολή του μονομερούς αιτήματος. Περαιτέρω, διά του λόγου έφεσης 2 (στην Έφεση Ε35/18), οι Εφεσείοντες 1 και 5 (ως και οι Εφεσείοντες 2-4, διά του λόγου έφεσης 1 [στην Έφεση Ε34/18]), προτάσσουν πως λαθεμένως το Πρωτόδικο Δικαστήριο πέρανε ότι δεν υπήρξε παράβαση του καθήκοντος πλήρους και ειλικρινούς αποκάλυψης των ουσιωδών γεγονότων από τους Εφεσίβλητους. Προσθέτως (οι Εφεσείοντες 2-4), παραπονούνται ρητώς (στον λόγο έφεσης 1 [στην Έφεση Ε34/18]), πως κακώς απέληξε το Πρωτόδικο Δικαστήριο στο ότι οι Εφεσίβλητοι προσήλθαν με καθαρά χέρια κατά την ex parte έκδοση του επίδικου διατάγματος.

 

      Η βασική εκδοχή των Εφεσίβλητων - η οποία είναι σημαντικό να μεταφερθεί ως περικοπή (παρόλη την έκταση της), για να καταστούν πιο κατανοητά τα όσα θα συνακολουθήσουν - απογράφηκε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά τα κατωτέρω:

 «……………………………………………………………………………………………………………………………...

Είναι ισχυρισµός του ενόρκως δηλούντα ότι η Ενάγουσα είναι εταιρεία εγγεγραµµένη στο Λουξεµβούργο και είναι µέρος του οµίλου εταιρειών της Continental Finance Group S.A. που δραστηριοποιείται στο τοµέα της παραγωγής, διαχείρισης και διανοµής τηλεοπτικών θεµατικών τηλεοπτικών καναλιών στη Ρωσία. Συγκεκριµένα η Ενάγουσα ασχολείται µε την παραγωγή και διανοµή των καναλιών αυτών µέσω του 19.99% µεριδίου της στην Ρωσική εταιρεία – Content Union Distribution LLC (εφεξής καλούµενη "CUD"). Η CUD κατέχει µέσω των διαφόρων θυγατρικών της εταιρειών 17 θεµατικά τηλεοπτικά κανάλια. Η Ενάγουσα ιδρύθηκε από τον xxx Cahen και τον Εναγόµενο 3 περί την 24 Σεπτεµβρίου 2007. Περί την 22 Νοεµβρίου 2007 η εταιρεία RTL Group Central & Eastern Europe S.A. (εφεξής καλούµενη "RTL") απέκτησε µερίδιο στην Ενάγουσα το οποίο ο όµιλος Continental Finance Group S.A. εξαγόρασε πίσω κατά ή περί την 27 Ιουλίου 2010. Κατά τον ίδιο χρόνο διορίστηκαν ως διευθυντές στην Ενάγουσα οι κ.κ. xxx Cahen, xxx Lukyantsev, ο Εναγόµενος 3 και ο xxx Sosnovskiy οι οποίοι ήταν και οι τελικοί ιδιοκτήτες και δικαιούχοι της Ενάγουσας µαζί µε το Βρετανικό Εµπίστευµα Επενδύσεων Growth Media Holdings IC, (έφεξης καλούµενο τo "GMΗ") διοικούµενο από το θεµατοφύλακα (custodian) της Borrowdale Nominees Ltd από το Γκέρνσεϋ (βλέπε Τεκµήριο 1 µητρώο µετόχων των Εναγόντων) και Τεκµήριο 2 (οργανόγραµµα του οµίλου). Σύµφωνα µε το οργανόγραµµα η εταιρία Summit Capital Holding SA SPF είναι η τελική µητρική εταιρεία του οµίλου στην οποία ο Εναγόµενος 3 κατέχει το 28.5%. Ο Εναγόµενος 3 κατέχει επίσης 32.24% στην CUD προσωπικά. Ως ισχυρίζεται περαιτέρω ο ενόρκως δηλών η παρούσα διαφορά αφορά τις δόλιες και/ή συνωµοτικές ενέργειες του Εναγόµενου 3 υπό την ιδιότητα του ως διευθυντή της Ενάγουσας, χωρίς την έγκριση και ενηµέρωση των υπολοίπων διευθυντών και γενικά του διοικητικού συµβουλίου της Ενάγουσας, που είχαν ως αποτέλεσµα η Ενάγουσα να µεταβιβάσει το µερίδιο της στην CUD χωρίς το αντίστοιχο αντάλλαγµα και µε απώτερο σκοπό ο Εναγόµενος 3 να ελέγχει πλέον µέσω της Εναγόµενης 1 την πλειοψηφία των µετοχών σε αυτή γιατί εάν το µερίδιο του Εναγόµενου 3 στη CUD, µέσω της Εναγόµενης 1, ήτοι το 19,99% προστεθεί στο µερίδιο του που έχει προσωπικά ήτοι 32.24% έχει πλειοψηφία πέραν του 50% στη CUD. O Εναγόµενος 3 ήταν µέχρι εκείνη τη µέρα ο συνέταιρος και συνεργάτης των υπολοίπων δικαιούχων και υπήρχε κλίµα εµπιστοσύνης και καλής συνεργασίας µεταξύ τους αφού υπήρχε συνεννόηση ότι ο καθένας από αυτούς θα ενεργούσε πάντα προς το συµφέρον της Ενάγουσας και πάντα µε τη σύµφωνη γνώµη των υπολοίπων και για αυτό στις 18 Ιουλίου 2016 το διοικητικό συµβούλιο της Ενάγουσας είχε αποφασίσει οµόφωνα να εκδώσει πληρεξούσιο έγγραφο προς όφελος του Εναγόµενου 3, το οποίο, παρόλο που δεν είναι εµφανές από τα πρακτικά της εν λόγω συνάντησης, δόθηκε στον Εναγόµενο 3 για τον ειδικό και αποκλειστικό σκοπό να επιτευχθεί η εξαγορά των µετοχών στην Εναγόµενη 2. Ο Εναγόµενος 3 θα µπορούσε να ενεργήσει προς πώληση του µεριδίου των Εναγόντων στη CUD µόνο εάν εξουσιοδοτείτο να το πράξει, όπως έγινε και µε την εξαγορά των µετοχών της Εναγόµενης 2, τον Ιούλιο 2016, εξουσιοδότηση την οποία ουδέποτε είχε. Η πιο πάνω αποξένωση µετοχών της Ενάγουσας στην CUD αποκαλύφθηκε µόλις την 19 Απριλίου 2017, όταν οι κ.κ. Lukyantsev και Sosnovskiy είχαν συναντηθεί στο δικηγορικό γραφείο Yukov στη Μόσχα, µε σκοπό να συζητήσουν το προσχέδιο µιας συµφωνίας αγοραπωλησίας µετοχών µεταξύ του Εναγόµενου 3 και του κ. Lukyantsev, µε βάση την οποία ο τελευταίος θα αγόραζε τις µετοχές του πρώτου στην µητρική εταιρεία Summit Capital Holdings S.A. SPF. Κατά τη συνάντηση αυτή, η συνήγορος κ. Minakova έλεγξε το µητρώο µελών της CUD µε τις φορολογικές αρχές και εντελώς τυχαία ανακάλυψε ότι η οι εγγεγραµµένοι µέτοχοι της CUD άλλαξαν την 3 Απριλίου 2017 και το 19.99% µερίδιο σε αυτή δεν κατέχετο πλέον από την Ενάγουσα αλλά από µια κυπριακή εταιρεία επ' ονόµατι Martellata Ltd την Εναγόµενη 1, άγνωστη µέχρι εκείνη τη στιγµή στους κ.κ. Lukyantsev και Sosnovskiy. Ο κ. Lukyantsev επικοινώνησε αµέσως τηλεφωνικά µε τον Εναγόµενο 4 το γενικό διευθυντή της CUD, ο οποίος δήλωσε ότι δεν γνώριζε για την αλλαγή και υποσχέθηκε να το ελέγξει και να επανέλθει. Την εποµένη µέρα, στις 20 Απριλίου 2017, ο Εναγόµενος 4 επισκέφτηκε το γραφείο του κ. Lukyantsev όπου ανέφερε ότι όπως τον διαβεβαίωσε ο Εναγόµενος 3, όντως το µερίδιο της Ενάγουσας στη CUD εκχωρήθηκε στην Εναγόµενη 1 αλλά ότι ο ίδιος είχε συµφωνήσει µε τον κ. Cahen όταν συναντήθηκαν στη Βαρκελώνη το Μάρτιο 2017 ότι οι µετοχές στην Εναγόµενη 1 θα κρατούνταν από τον εναγόµενο 5 - γνωστός στους κ.κ. Lukyantsev και Sosnovskiy µαζί µε τον αδελφό του xxx Golovnev ο οποίος ήταν ένας πολύ στενός φίλος του Εναγόµενου 3. Σχετικά ο Εναγόµενος 4 παρουσίασε και πληρεξούσιο έγγραφο το οποίο εκδόθηκε προς όφελος του από την Εναγόµενη 1, ημερομηνίας 4 Απριλίου 2017 και εξήγησε ότι σκοπός του Εναγόµενου 3 ήταν να µεταβιβάσει εν τέλει τις µετοχές στην Εναγόµενη 1 στους τρείς υφιστάµενους µετόχους της CUD, δηλαδή στον ίδιο και στους κ.κ. Lukyantsev και Sosnovskiy. Ο Εναγόµενος 4 ανέφερε ότι ο Εναγόµενος 3 θα εξηγούσε τις περιστάσεις της συναλλαγής όταν θα επέστρεφε στη Ρωσία περί την 24 Απριλίου 2017. Όταν ο Εναγόµενος 4 ερωτήθηκε τι θα απογίνουν τα µερίδια των άλλων δυο δικαιούχων, ήτοι του κ. Cahen και του GMΗ, ο Εναγόµενος 4 δεν απάντησε. Παρόλο που ο κ. Cahen και ο Εναγόµενος 3 συναντήθηκαν στη Βαρκελώνη το Μάρτιο 2017 στο Διεθνές Συνέδριο Κινητής Τηλεφωνίας, το θέµα µεταβίβασης των µετοχών της Ενάγουσας δεν συζητήθηκε καθόλου. Επίσης o Εναγόµενος 3 δεν συναντήθηκε µαζί τους κατά την επιστροφή του στη Ρωσία αλλά ούτε και µεταγενέστερα. Στις 24 Απριλίου 2017, o κ. Sosnovskiy κάλεσε συνέλευση των διοικητικών συµβούλων της CUD η οποία έλαβε χώρα την 25 Απριλίου 2017 µε σκοπό να αντικαταστήσουν τον Εναγόµενο 3 µε τον κ. Lukyantsev στη θέση του διευθύνοντα συµβούλου του διοικητικού συµβουλίου της CUD ενόψει της αποκάλυψης της συναλλαγής Martellata. Παρόντες ήταν οι κ.κ. Lukyantsev, Sosnovskiy και Cahen, (ο τελευταίος δια τηλεφώνου). Κατά την 4 Μαΐου 2017, ο κ. Cahen απέστειλε ηλεκτρονικό µήνυµα στον Εναγόµενο 3 µε το οποίο ανακάλεσε το πληρεξούσιο έγγραφο το οποίο του παραχωρήθηκε την 18 Ιουλίου 2016. Ακολούθως την 5 Μαΐου 2017 ο κ. Cahen απέστειλε επιστολή στον Εναγόµενο 3 καλώντας τον να τους ενηµερώσει για την εν λόγω συναλλαγή ). Ο Εναγόµενος 3 µε δική του επιστολή, ηµεροµηνίας 5 Μαΐου 2017, χωρίς αυτή να έχει εµφανή σχέση µε την συναλλαγή Martellata, ζήτησε τους λογαριασµούς για τα έτη 2015 και 2016 για την εταιρεία Summit Capital Holdings SA SPF. Η Ενάγουσα µε δική της επιστολή υποσχέθηκε να στείλει στον Εναγόµενο 3 τους λογαριασµούς για το έτος 2015 που ήταν έτοιµοι, αλλά ζήτησε εκ νέου τα σχετικά έγγραφα που αφορούσαν τη συναλλαγή µεταξύ Ενάγουσας και Εναγόµενης 1 για τις µετοχές της CUD. Ο Εναγόµενος 3 δεν απάντησε σε καµία από αυτές τις επιστολές. Η Ενάγουσα απέστειλε επιστολή µε τον δικηγόρο της στην Εναγόµενη 1 την 15 Μαΐου 2017, όπως επίσης και επιστολή στη γραµµατέα της Εναγόµενης 1, Multilysis Services Ltd την 9 Μαΐου 2017. Ο εγγεγραµµένος διευθυντής της Εναγόµενης 1, xxx Πιριλίδης απάντησε στην επιστολή της Ενάγουσας την 17 Μαΐου 2017, αµφισβητώντας την εξουσιοδότηση του δικηγόρου Didier McGaw να εκπροσωπεί την Ενάγουσα, απορρίπτοντας τους ισχυρισµούς για παράνοµη µεταβίβαση των µετοχών της Ενάγουσας στη CUD και ενηµερώνοντας ότι θα απέστελλε τα αιτούµενα έγγραφα που αφορούσαν τη συναλλαγή µε την υπηρεσία ταχυµεταφορών DHL. Στην επιστολή αυτή ο δικηγόρος της Ενάγουσας κ.Didier McGaw απάντησε µε ηλεκτρονικό µήνυµα ιδίας ηµεροµηνίας µε το οποίο µεταξύ άλλων ανέφερε ότι το να λάβει τα αιτούµενα έγγραφα µε DHL και όχι ηλεκτρονικά θα είχε σοβαρές επιπτώσεις στα συµφέροντα των πελατών του, ενόψει του ότι είχε προγραµµατιστεί συνέλευση µετόχων της Ενάγουσας για τις 22 Μαΐου 2017. Ο κ. Πιριλίδης απέστειλε τελικά κάποια από τα σχετικά έγγραφα την 18 Μαΐου 2017, τονίζοντας ότι σύµφωνα µε το καταστατικό της Ενάγουσας ο εναγόµενος 3 είχε κάθε δικαίωµα να υπογράψει τις εν λόγω συµφωνίες και εν πάση περιπτώσει ο τελευταίος είχε και σχετικό πληρεξούσιο έγγραφο εκ µέρους όλων των διευθυντών. Ο κ.Πιριλλίδης διαβεβαίωσε επίσης ότι η συναλλαγή ήταν συναλλαγή µε ίσους όρους (at an arm's length). Όσον αφορά το πληρεξούσιο έγγραφο που δόθηκε στον Εναγόµενο 3, αυτό δόθηκε πολύ πριν την επίδικη συναλλαγή δηλαδή την 18 Ιουλίου 2016 και δια πολύ συγκεκριµένο σκοπό. Ο δικηγόρος της Ενάγουσας κ. Didier McGaw απάντησε στον διευθυντή της Εναγόµενης 1 µε δικό του ηλεκτρονικό µήνυµα ηµεροµηνίας 19 Μαΐου 2017. Αποστάληκαν στην Ενάγουσα σε σχέση µε την επίδικη διαφορά, τα Τεκµήρια 19-32. Στις 22 Μαϊου 2017 o Εναγόµενος 3 κάλεσε συνέλευση µετόχων της CUD η οποία έλαβε χώρα την 23 Μαΐου 2017, στην οποία αποφασίστηκε η παύση του διοικητικού συµβουλίου της CUD ήτοι των κ.κ. Cahen, Sosnovskiy και Lukyantsev, ο διορισµός του Εναγόµενου 4 και του κ.Pustovietov ο οποίος είναι ο εσωτερικός νοµικός σύµβουλος της CUD και του κ. xxx Golovnev ο οποίος είναι ο εγγεγραµµένος µέτοχος των 1000 εκ των 1009 µετοχών της Εναγόµενης 1 και ο αδελφός του πολύ στενού φίλου του Εναγόµενου 3. Την ίδια µέρα το νέο διοικητικό συµβούλιο έπαυσε τον κ. Lukyantsev από γενικό διευθυντή της CUD και διόρισε στη θέση του τον Εναγόµενο 4 (αλλαγές οι οποίες έχουν γίνει στο Γενικό Μητρώο εταιρειών, από έρευνα που διεξήγαγαν οι δικηγόροι των Εναγόντων στη Ρωσία). Την 15 Ιουνίου 2017 ο xxx Cahen εκ µέρους του διοικητικού συµβουλίου των Εναγόντων έστειλε ειδοποίηση στον Εναγόµενο 3 µε την οποία συγκάλεσε συνεδρίαση του διοικητικού συµβουλίου της Ενάγουσας την 21 Ιουνίου 2017 µε ατζέντα να ενηµερώσει ο Εναγόµενος 3 για τις ενέργειες του ως αντιπρόσωπος της Ενάγουσας και ειδικότερα σε σχέση µε τη συναλλαγή των µετόχων της CUD. Αναφερόµενος στα διάφορα έγγραφα που έχει στη κατοχή της η Ενάγουσα ανέφερε ότι από αυτά προκύπτουν τα εξής γεγονότα:

 

(α) Την 28 Φεβρουαρίου 2017 ο Εναγόµενος 3 υπέγραψε για λογαριασµό της Ενάγουσας και υπό την ιδιότητα του ως διευθυντής της Ενάγουσας συµφωνία εγγραφής (subscription agreement) µε την οποία η Ενάγουσα συµφώνησε να εκδοθούν προς όφελος της 9 µετοχές στην Εναγόµενη 1 έναντι του ποσού των €180.000, ποσό το οποίο η Ενάγουσα όφειλε να πληρώσει µέχρι την 14 Μαρτίου 2017. 

 

(β) Την 15 Μαρτίου 2017, αποστάληκε µια επιστολή στην Ενάγουσα µε την οποία η Εναγόµενη 1 απαιτεί την πληρωµή των €180.000. Ο υπεύθυνος διαχείρισης των Εναγόντων στην 8 Rue Henrich Heine Luxembourg, όπου υποτίθεται στάληκε και που είναι υπεύθυνος παραλαβής αλληλογραφίας βεβαιώνει ότι τέτοια επιστολή ουδέποτε παραλήφθηκε. 

 

(γ) Την 16 Μαρτίου 2017 ο εναγόµενος 3 εκπροσωπώντας την Ενάγουσα, απάντησε αποστέλλοντας επιστολή συµβιβασµού µε την οποία πρότεινε διακανονισµό της οφειλής της Ενάγουσας ύψους €180.000 µε πληρωµή ποσού €15.000 δια τραπεζικής εντολής και του υπόλοιπου ποσού των €165.000 δια παραχώρησης/ εκχώρησης/συνεισφοράς του 19.99% που η Ενάγουσα κατείχε στην CUD. Δεν υπάρχει απόδειξη ότι το ποσό των €15.000 πληρώθηκε ή/και κατέληξε στο λογαριασµό των Εναγόντων.

 

(δ) Την 3 Απριλίου 2017 η Ενάγουσα απέστειλε ειδοποίηση προς τους µετόχους της Εναγόµενης 1 για την πρόθεση της να πουλήσει τις 9 µετοχές που κατείχε στο µετοχικό κεφάλαιο της εναγοµένης 1 στην Εναγόµενη 2 για ποσό $316.000, ζητώντας τους να εξασκήσουν τα δικαιώματα πρώτης προτίµησης αγοράς των µετοχών αυτών.

  

(ε) Την 10 Απριλίου 2017, η Ενάγουσα φαίνεται να µεταβιβάζει τις 9 µετοχές στην Εναγόµενη 1 στην Εναγόµενη 2, δια της υπογραφής και πάλι του εναγόµενου 3.

 

(στ) Την 7 Απριλίου 2017 το ποσό των $316.000 µεταφέρθηκε στο λογαριασµό της Ενάγουσας. Η διεύθυνση της Ενάγουσας δεν γνώριζε γιατί και πως το ποσό αυτό κατέληξε στο λογαριασµό τους. Η Ενάγουσα σπάνια πληρώνει ποσά εκτός από µικρά ποσά µισθών και πληρωµή φόρων και τα διαθέσιµα µετρητά διαχειρίζονται µέσω άλλων εταιρειών του οµίλου που έχουν συχνά µεταφορές χρηµάτων και για πιο µεγάλα ποσά. Όταν το εν λόγω ποσό κατέληξε στο λογαριασµό µιας εκ των εταιρειών του οµίλου ήτοι την GT Satellite Systems SA, η κ.xxx Cherstobitova η οικονοµική σύµβουλος της ως άνω αναφερόµενης εταιρείας ζήτησε ένα αντίγραφο της συµφωνίας που αφορούσε την εν λόγω πληρωµή. Η κ. xxx Nagdaeva, οικονοµική σύµβουλος της Ενάγουσας τον καιρό εκείνο, καθοδηγούµενη όπως φαίνεται από τον εναγόµενο 3 ισχυρίστηκε κατά την 10 Απριλίου 2017 ότι ενόψει του ότι η πληρωµή ζητήθηκε να γίνει κατεπείγον, η εν λόγω συµφωνία δεν είχε ακόµη υπογραφεί αλλά θα ήταν σύντοµα έτοιµη και θα της την έστελνε. Ακόµη και την 18 Μαϊου 2017, η Nagdaeva δικαιολογείτο για τη µη αποστολή της υπογεγραµµένης συµφωνίας που αφορούσε τη συναλλαγή γιατί ήταν µε τη διεύθυνση της Εναγόµενης 2 και περίµενε τον εναγόµενο 3, διευθυντή της Εναγόµενης 2 να επιστρέψει από τις διακοπές του. Ενώ την ίδια µέρα η Nagdaeva φαίνεται να υπογράφει ως µάρτυρας στο πιστοποιητικό µεταβίβασης ηµερ. 10 Απριλίου 2017 (Τεκµήριο 30), µε το οποίο η Ενάγουσα µετέφερε τις 9 µετοχές από την Εναγόµενη 1 στην Εναγόµενη 2. (Βλ. Τεκµήριο 36 ηλεκτρονικά µηνύµατα που ανταλλάγησαν µεταξύ Nagdaeva και Cherstobitova). Ο κ. Cahen έχει δώσει οδηγίες για το εν λόγω ποσό να κατατεθεί σε λογαριασµό του Εναγόµενου 2 (suspense account) µέχρι επίλυσης της παρούσας διαφοράς.

 

(ζ) Την 22 Μαΐου 2017, οι Cahen, Sosnovskiy και Lukyantsev παύονται από διοικητικοί σύµβουλοι της CUD και ο Lukyantsev από γενικός διευθυντής, µε αποτέλεσµα η Ενάγουσα να µην έχει πλέον κανένα έλεγχο ή λόγο στη CUD. 

…………………………………………………………………………………………………………………………………………...».

 

      Συνέθεσε θέση των Εφεσειόντων 1 και 5 ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για έκδοση (και οριστικοποίηση) του επίδικου διατάγματος, μια που (κατά παρέκκλιση του άρθρου 9 του Περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.6), δεν υπήρχε κατά τη μονομερή έκδοση ο δικαιοδοτικός όρος τού κατεπείγοντος «… δοθέντος του ότι δεν υπάρχουν οποιοιδήποτε ισχυρισμοί που να υποστηρίζουν τον κατεπείγοντα χαρακτήρα της αίτησης …» και πως, στον βαθμό και έκταση που το κατεπείγον του ζητήματος συνδέεται με την πρόθεση αποξένωσης «… η Ενάγουσα απέτυχε να παρουσιάσει τέτοια στοιχεία ή τέτοια πρόθεση εκ µέρους των Εναγοµένων 1 και 5 παρά µόνο γενικευμένες και αόριστες θέσεις για «µεγάλο και σοβαρό κίνδυνο», σε συνάρτηση δε µε το γεγονός ότι ακόµα και στη βάση των ελεγµένων λογαριασµών για την περίοδο που έληξε την 31.12.2015 - Τεκµήριο 37 στην Ένορκη Δήλωση του κ. xxx Οικονόµου - τα περιουσιακά στοιχεία της Εναγόμενης 1 ανέρχονται σε περίπου €19,4 εκ., που ξεπερνούν κατά πολύ σε αξία την απαίτηση της Ενάγουσας, το κατεπείγον του ζητήµατος εξέλειπε κατά το στάδιο της µονοµερούς παρουσίασης της επίµαχης αίτησης».

 

      Επιπροσθέτως - και παραμένοντας στην περί αδικαιολόγητης καθυστέρησης θεματική - το Πρωτόδικο Δικαστήριο, καταγράφοντας τις εναντιώσεις των Εφεσειόντων 1 και 5 (προβαίνοντας ταυτοχρόνως σε παραπομπή στο μαρτυριακό υπόβαθρο που συνόδευε την ένσταση), μετέφερε και αυτά (ως λόγους ένστασης των Εφεσειόντων 1 και 5), για τα ενεστώτως επίμαχα:

 

«……………………………………………………………………………………………………………………………….

7. Το γεγονός και µόνο ότι η Ενάγουσα δεν προσήλθε στο Δικαστήριο εγκαίρως και/ή καθυστέρησε αδικαιολόγητα στην καταχώρηση της Αίτησης και/ή στην επιδίωξη των ισχυριζόµενων δικαιωµάτων της, επιβεβαιώνει την έλλειψη του στοιχείου του κατεπείγοντος ούτως ώστε να δικαιολογείτο η µονοµερής έκδοση του Διατάγµατος ειδικότερα λαµβανοµένων υπόψη ότι:

 

i. Γνώριζε για την µεταβίβαση του 19.99% των µετοχών της CUD τρείς ολόκληρους µήνες πριν την καταχώρηση της Αίτησης και συγκεκριµένα από την 19.04.2017. 

 

 ii. Έλαβε τα ζητηθέντα έγγραφα τα οποία δικαιολογούσαν και/ή επεξηγούσαν την επ' ονόµατι της Εναγοµένης 1 µεταβίβαση του 19.99% των µετοχών της CUD µέσω email του διευθυντή της Εναγοµένης 1 από την 18.05.2017, ήτοι δύο µήνες πριν την καταχώρηση της Αίτησης πλην όµως ακόµη και τότε παρέµεινε αδρανής στην επιδίωξη των ισχυριζόµενων δικαιωµάτων της.

 

iii. Η εξήγηση που έδωσε η Ενάγουσα για να δικαιολογήσει την καθυστέρησή της ότι χρειάστηκε χρόνο για ν' αντιληφθεί και να κατανοήσει το µμηχανισμό της συνομωσίας, να διορίσουν δικηγόρους σε διάφορες δικαιοδοσίες, να µεταφράσουν τα τεκµήρια και/ ή να προχωρήσουν σε εκτίμηση των µμετοχών της CUD (δέστε Τεκμήριο 38 της Ε/Δ Οικονόµου), καταρρίπτεται από το γεγονός και µόνο ότι η Ενάγουσα και οι κ.κ. Sosnovskiy και Lukyantsev «γνώριζαν» τα γεγονότα, κάτι που καταφαίνεται από τις 5 διαδικασίες που καταχώρησαν στη Ρωσική Οµοσπονδία κυρίως κατά τη διάρκεια του Μαΐου 2017 αλλά και τη διαδικασία που καταχώρησαν στο Λουξεµβούργο την 20.06.2017.

 

8. Η Ενάγουσα δεν προσήλθε στο Δικαστήριο µε καθαρά χέρια αφού αλλοίωσε το πραγµατικό υπόβαθρο και/ή τα γεγονότα που αφορούν την παρούσα υπόθεση και/ή υποβάθµισε όπως την βόλευε το αδιαµφισβήτητο γεγονός ότι οι Εναγόµενοι 1 και 5 συναλλάχθηκαν µε τον Εναγόµενο 3, ο οποίος παρουσίασε όλα τα απαραίτητα δικαιολογητικά ως προς την εξουσία του να εκπροσωπεί την Ενάγουσα, ως καλόπιστοι τρίτοι και όχι ως εµπλεκόµενα µέρη σε συνωµοσία προς εξαπάτηση όπως παραπλανητικά τους παρουσίασε η Ενάγουσα στο Δικαστήριο, παρά την περί του αντιθέτου γνώση της, ούτως ώστε να αποκοµίσει δικαστικό πλεονέκτηµα και/ή όφελος µε την µονοµερή έκδοση του Διατάγµατος εις βάρος, µεταξύ άλλων, και των Εναγόµενων 1 και 5 για να µπορεί εν κατακλείδι να το χρησιµοποιήσει ως µοχλό πίεσης και/ή εκβιαστικά. 

 

9. Δεν έγινε πλήρης και ακριβής αποκάλυψη εκ µέρους της Ενάγουσας όλων των ουσιωδών γεγονότων που αφορούν την παρούσα υπόθεση. Τουναντίον η Ενάγουσα προσπάθησε να παραπληροφορήσει και παραπλανήσει το Σεβαστό Δικαστήριο αποκρύβοντας ουσιώδη γεγονότα και έγγραφα, επηρεάζοντας έτσι την κρίση του Δικαστηρίου για να πετύχει την έκδοση του Διατάγµατος µονοµερώς, παραβιάζοντας έτσι το καθήκον πλήρους και ειλικρινούς αποκάλυψης, κάτι το οποίο θέτει το Διάταγµα υποκείµενο σε απόρριψη.

………………………………………………………………………………………………………………………………». 

 

 

             Εν σχέσει προς τις ενστάσεις των Εφεσειόντων 2-4, το Πρωτόδικο Δικαστήριο (με αναφορά στα όσα μαρτυριακώς υποστήριζαν κατ’ αυτούς τη διαφωνία τους), παρέθεσε ακέραιους τους λόγους ένστασης (που αφορούν στην παρούσα έφεση):

 

«……………………………………………………………………………………………………………………………….

2. Κατά το στάδιο έκδοσης του διατάγµατος ηµερ. 17/07/2017 (το «Διάταγµα») δεν υφίστατο ο δικαιοδοτικός όρος του κατεπείγοντος κατά παρέκκλιση του Άρθρου 9 του περί Πολιτικής Δικονοµίας Νόµου, Κεφ. 6, εφόσον η Ενάγουσα δεν απέδειξε το ζήτηµα του κατεπείγοντος ή άλλες ιδιαίτερες περιστάσεις και συνεπώς το Δικαστήριο στερείτο δικαιοδοσίας να εκδώσει το διάταγµα σε µονοµερή βάση.

 

3. Η Ενάγουσα είναι ένοχη αδικαιολόγητης καθυστέρησης στην καταχώρηση της µονοµερής αίτησης για ενδιάµεσα διατάγµατα, αφού τα γεγονότα πάνω στα οποία στηρίζει τους ισχυρισµούς της ήταν γνωστά σε αυτήν για µεγάλο χρονικό διάστηµα πριν την καταχώρηση της Μονοµερούς Αίτησης για ενδιάµεσα διατάγµατα.

 

4. Η Ενάγουσα δεν προσήλθε στο Δικαστήριο µε καθαρά χέρια (clean hands) και δεν προέβη σε πλήρη και αληθή αποκάλυψη των γεγονότων (full and frank disclosure) που αφορούν την παρούσα υπόθεση και ειδικότερα γεγονότων και εγγράφων τα οποία βρίσκοντο στην κατοχή της και/ή ήταν εν γνώσει της κατά πάντα ουσιώδη χρόνο και αφορούν άµεσα την παρούσα υπόθεση µε σκοπό να εξασφαλίσει µονοµερώς το διάταγµα στο οποίο δεν εδικαιούντο.

…………………………………………………………………………………………………………………………........». 

      Προτού προχωρήσουμε στους λόγους έφεσης, σημειώνουμε ότι δεν ευσταθεί η θέση των Εφεσίβλητων στην προφορική τους αγόρευση πως υπάρχει μη θεραπεύσιμη παρατυπία τής Έφεσης Ε35/18 σε σχέση προς το ότι «… δεν επισυνάφθηκε στην έφεση η πρωτόδικη απόφαση και δεν περιλήφθηκε στο περίγραμμα ιστορικό της διαδικασίας όπως επιβάλλουν οι θεσμοί».

 

      Είναι γεγονός πως αυτά που περιγράφουν οι Εφεσίβλητοι συγκροτούν, εν συνόλω,  πραγματικότητα και - κατ’ αυστηρήν ακολουθίαν - παρατυπία, που καλόν θα ήταν ωστόσο να αποφευγόταν (βλ. κατ’ αναλογίαν, Lawson v Financial News, Limited (1918) 1 Ch 1, 5).

 

      Πρόκειται όμως - υπό τις περιστάσεις - για παρατυπία επουσιώδους μορφής.

      Το διασαφηνίζουμε.

 

      Οι Εφεσίβλητοι συμπορεύθηκαν με την παρατυπία, καταχώρισαν εμφάνιση και επέκεινα ακολούθησαν όλα τα δικονομικά διαβήματα που μεσολάβησαν (συμπεριλαμβανομένης της καταχώρισης περιγραμμάτων), δίχως να πουν ή να υποδείξουν εγκαίρως και ουσιαστικώς οιεσδήποτε επιπτώσεις στα δικαιώματα τους (βλ. κατ’ αναλογίαν, David και Άλλης ν Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ, ΠΕ 208/12, ημ. 24.11.17), ECLI:CY:AD:2017:A415.

      Ουδέν καταδείχθηκε εκ πλευράς Εφεσίβλητων που να δείχνει, υπό οποιαδήποτε οπτική, κάποιο, έστω, δυσμενή επηρεασμό των δικαιωμάτων τους, ή άλλες περιστάσεις, που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν οιουσδήποτε περί του αντιθέτου συνειρμούς (βλ. Ετήσια Δικονομική Πρακτική 1954, σελ.1246).

 

      Θεωρούμε πως η περί ης ο λόγος παρατυπία, σε κάθε έκφανση της, έχει θεραπευθεί (βλ. κατ’ αναλογίαν, CMA Holdings Ltd ν Tράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, ΠΕ 265/14).

 

      Προχωρούμε στην ουσία.

 

      Θα εξετάσουμε τους λόγους έφεσης και στις δύο εφέσεις, ενιαίως μια και τούτοι αφορούν, αδρομερώς, σε δύο κοινές ενότητες, και δη στα ζητήματα του κατεπείγοντος και της μη αποκάλυψης.

 

      Αρχίζουμε με τα αφορώντα στο κατεπείγον και στον αντίστοιχο λόγο έφεσης 2 (στην Έφεση Ε34/18) και στον λόγο έφεσης 1 (στην Έφεση Ε35/18).

 

      Οι Εφεσείοντες διατείνονται ότι είναι λαθεμένο το εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου πως υπήρχε το στοιχείο του κατεπείγοντος κατά τη μονομερή έκδοση του επίδικου διατάγματος και ότι, κατ’ ουσίαν (και λογική επακολουθία), το Πρωτόδικο Δικαστήριο σύγχυσε τον δικαιοδοτικό όρο του κατεπείγοντος με την καθυστέρηση στην όποια προώθηση του αιτήματος αυτή καθ’ εαυτή. Η ελλιπής αυτή ενασχόληση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου με τον δικαιοδοτικό όρο τού κατεπείγοντος (ως ισχυρίζονται αμοιβαίως οι Εφεσείοντες), προκύπτει ως αντιμαχόμενη με τη συναρτώμενη νομολογία. Κατά συνέπειαν, λέγουν οι Εφεσείοντες, οι Εφεσίβλητοι πέτυχαν την έκδοση του επίδικου διατάγματος (στο άνευ ειδοποιήσεως στάδιο), δίχως να δείξουν πως η παροχή της προσωρινής θεραπείας ήταν επείγουσα, ή, έστω, ότι συνέτρεχαν οιεσδήποτε ιδιαίτερες περιστάσεις που να δικαιολογούν την προκύψασα δικαστική κρίση.

 

      Δεν συμφωνούμε.

 

      Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, ως σαφώς αναφέρει στην απόφαση του (στη σελίδα 53), εξέτασε το θέμα «… του κατεπείγοντος και της καθυστέρησης που εγείρεται από τους Καθ΄ ων η αίτηση» (η υπογράμμιση είναι δική μας). Η διάκριση τούτη, στην οποία προέβη το Πρωτόδικο Δικαστήριο, μεταξύ του δικαιοδοτικού όρου τού κατεπείγοντος και της σπουδαιότητας που θα μπορούσε να ενέχει και η όποια καθυστέρηση, αναδύεται εναργώς όχι μόνον από το ειρημένο λεκτικό (ως απεικόνισμα της δικαστικής σκέψης), αλλά και από την πρωτόδικη ανάλυση που επακολούθησε με ρητή αναφορά στην ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου μαρτυρία και στις εκδοχές των μερών, αποτυπώνοντας και αυτά:

 

«……………………………………………………………………………………………………………………………….Ως έχει νοµολογηθεί η ύπαρξη του κατεπείγοντος και η σηµασία οιασδήποτε καθυστέρησης, κρίνεται πάντοτε µε βάση την πολυπλοκότητα της υπόθεσης. Όσον αφορά το κατεπείγον η Ενάγουσα ισχυρίζεται στην παράγραφο 19 της ε/δ Οικονόµου ότι από τις 19/5/17 που έλαβε τα έγγραφα από τον κ. Πιριλίδη «χρειάστηκαν χρόνο να αντιληφθούν και να κατανοήσουν το µηχανισµό της συνοµωσίας, να διορίσουν δικηγόρους σε διάφορες δικαιοδοσίες, να ετοιµάσουν τα σχετικά έγγραφα και να µεταφράσουν τα τεκµήρια όπως επίσης και την εκτίµηση των µετοχών της CUD». Οι Καθ' ων η αίτηση ισχυρίζονται πως οι Εναγόµενοι είχαν ήδη ξεκινήσει δικαστικές διαδικασίες στη Ρωσία και Λουξεµβούργο πολύ πριν κατατεθεί η εν λόγω Αγωγή και ως εκ τούτου εξέλειπε το κατεπείγον και υπήρχε καθυστέρηση στην καταχώρηση της επίδικης αίτησης. 

 Ως προκύπτει από τα γεγονότα οι εν λόγω διαδικασίες άρχισαν µεταξύ 18/5/17 - 20/6/17. Έχοντας υπόψη ότι η παρούσα Αγωγή διαφέρει από τις άλλες διαδικασίες οι οποίες αποσκοπούσαν σε άλλες θεραπείες και έχοντας υπόψη τη περιπλοκότητα της επίδικης συνοµωσίας όσο και τον απαραίτητος χρόνο εντοπισµού των αναγκαίων στοιχείων, ως εξηγήθηκε από την Αιτήτρια δεν βρίσκω ότι υπάρχει καθυστέρηση στη προώθηση της παρούσας και ως εκ τούτου οι εν λόγω ισχυρισµοί δεν ευσταθούν και απορρίπτονται».  

 

       Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε λοιπόν τα πράγματα σφαιρικώς και πάντως με την αναγκαία προσοχή και έγνοια ώστε να διαπιστώσει και ενασκήσει λελογισμένως και δικαστικώς τη διακριτική του ευχέρεια για το αν συνέτρεχε, τωόντι, το προαπαιτούμενο του κατεπείγοντος ως δικαιοδοτικού όρου. Δεν διαφεύγει την προσοχή, πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο, πραγματευόμενο το όλον ζήτημα, παρέπεμψε στην Tσιαντής ν Hellenic Bank (Investments) Ltd (2001) 1(Γ) AAΔ 2029, ως νομολογιακή πηγή για το ότι η μεταβλητή του κατεπείγοντος αποτελεί προϋπόθεση για την επίκληση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου με βάση το άρθρο 9 του Περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.6. Το Ανώτατο Δικαστήριο υπέδειξε στην εν λόγω απόφαση (στις σελίδες 2037-2040) - για ό,τι εδώ απασχολεί - τα ακόλουθα, τα οποία προφανώς και είχε κατά νουν το Πρωτόδικο Δικαστήριο όταν αποφάσιζε επί του κρίσιμου αυτού ζητήματος:

 

«……………………………………………………………………………………………………………………………….

Με το δεύτερο λόγο της έφεσης ο εφεσείων ισχυρίσθηκε ότι το εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν υπήρξε καθυστέρηση από μέρους των εφεσιβλήτων στην προώθηση του αιτήματος τους είναι εσφαλμένο εν όψει των ευρημάτων του αναφορικά με το χρόνο δημιουργίας του χρέους, το χρόνο εξάσκησης του δικαιώματος επίσχεσης επί των μετοχών και τον χρόνο καταχώρισης της αγωγής. Ισχυρίστηκε, επίσης, ότι εν όψει της μαρτυρίας οι εφεσίβλητοι δεν απέδειξαν το στοιχείο του επείγοντος «ως απαιτεί το άρθρο 9 του Κεφ. 6 αλλά ούτε και καμιά εξήγηση έδωσαν για την πολύμηνη καθυστέρηση στην καταχώριση της αγωγής τους και ως εκ τούτου το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να εκδώσει το επίδικο διάταγμα ex parte».

Στην Bacardi & Co. Ltd, πιο πάνω, έχει γίνει εκτεταμένη παράθεση της νομολογίας που διέπει το θέμα της καθυστέρησης. Λέχθηκαν τα εξής:

«Η καθυστέρηση, εκτός αν επεξηγηθεί, στην προώθηση αίτησης για προσωρινό διάταγμα, είναι γενικώς μοιραία, άνκαι τα δικαστήρια θα σταθμίσουν το ζήτημα της καθυστέρησης έναντι της πιθανότητας του ενάγοντα να πετύχει τελικά στην αγωγή του, και θα λάβουν υπόψη κατά πόσο ο εναγόμενος έχει οδηγηθεί σε έξοδα ή έχει καθησυχασθεί ότι όλα ήταν ασφαλή ή παραπλανήθηκε λόγω της απραξίας του ενάγοντα. Ωστόσο η τάση της σύγχρονης νομολογίας είναι να μη απορρίπτεται αξίωση για διάταγμα κατά την ακρόαση της αγωγής απλώς και μόνο λόγω της καθυστέρησης στην καταχώρηση της αγωγής τηρουμένων των προνοιών του περί Παραγραφής Νόμου, 1939 (Copinger and Skone James on Copyright, 12η έκδοση, παρα. 633).

Στον Kerly΄s (πιο πάνω), παρα. 15-68 το θέμα τίθεται ως εξής:

 

'Οποιαδήποτε σημαντική μη αναγκαία καθυστέρηση στην επιδίωξη ενδιάμεσης θεραπείας ενδέχεται να γείρει το ισοζύγιο της ευχέρειας εναντίον του ενάγοντα. Αυτό δεν σημαίνει ότι η διαδικασία πρέπει να αρχίζει χωρίς προειδοποίηση. Η καθυστέρηση λόγω της παράλειψης των εναγομένων να απαντήσουν σε επιστολές μπορεί να συγχωρεθεί'.

 

Στον Kerr of Injunctions (πιο πάνω), σελ. 360-61 υιοθετείται η ίδια προσέγγιση. 'Η απλή καθυστέρηση στην έναρξη διαδικασίας μετά τη διαπίστωση της παραβίασης φαίνεται ότι δεν αποτελεί κώλυμα για την έκδοση διατάγματος κατά την ακρόαση της αγωγής. Ωστόσο καθυστέρηση δυνατόν να οδηγήσει το δικαστήριο στο να αρνηθεί την έκδοση προσωρινού διατάγματος ειδικά όταν ο εναγόμενος έχει δημιουργήσει μια επιχείρηση στην οποία έχει χρησιμοποιήσει το επίδικο σήμα με πασίγνωστο τρόπο'.»

 

Έχει νομολογηθεί ότι το υπαρκτό του επείγοντος αποτελεί προϋπόθεση για την επίκληση της δικαιοδοσίας κάτω από το άρθρο 9 του Κεφ. 6 (Βλ. Resola (Cyprus) Ltd v. Χρίστου (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 598, Timberland Co. v. Evans & Sons Ltd κ.ά. (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1179, Χριστοδούλου ν. Vraets (1999) 1 Α.Α.Δ. 1475, Zein v. Παράσχος Κ. Καμπανέλλας Λτδ (2000) 1 Α.Α.Δ. 606, Re Stavros Hotel Appartments Ltd κ.α. (1994) 1 Α.Α.Δ. 836, 841 και Re B.P. Cyprus Ltd (1996) 1 Α.Α.Δ. 861, 864).

 

Στην Timberland (πιο πάνω), μετά από μονομερή αίτηση των εφεσειόντων το Πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απαγορευτικό διάταγμα, παρεμποδίζον τους εφεσίβλητους να πωλούν ή διαθέτουν υποδήματα με το έμβλημα των προϊόντων των εφεσειόντων ή με έμβλημα ουσιωδώς όμοιο προς αυτό.

 

Οι εφεσείοντες, ενώ έλαβαν γνώση των δραστηριοτήτων των εφεσιβλήτων, πωλητών υποδημάτων στην Πάφο, αφότου άρχισε η εμπορική τους δραστηριότητα στην Κύπρο, το Μάϊο του 1994, δεν πήραν κανένα μέτρο εναντίον τους μέχρι το Φεβρουάριο του 1995. Η επίκληση των επικείμενων ξεπουλημάτων, ως στοιχείου προσδίδοντος την υφή του κατεπείγοντος στο αίτημά τους, χαρακτηρίστηκε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο ως «μη σοβαρή». Στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας το Πρωτόδικο Δικαστήριο ακύρωσε το εκδοθέν προσωρινό διάταγμα εν όψει, ανάμεσα σ' άλλα, και της αποκαλυφθείσας καθυστέρησης.

 

Το Εφετείο διαφώνησε με την πρωτόδικη προσέγγιση. Έθεσε το θέμα ως εξής:

 

«Διαφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι τα 'επικείμενα ξεπουλήματα' δεν αποτελούσαν γεγονός που έτεινε να προσδώσει επείγοντα χαρακτήρα στο αίτημα. Πρόκειται για περίοδο, κατά την οποία οι πωλήσεις είναι σε έξαρση και ο πιθανός επηρεασμός από την αντιποίηση εμπορευμάτων μεγάλος. Η έναρξη εμπορικής δραστηριότητας, εκ μέρους των εφεσειόντων, στην Πάφο, συνιστούσε γεγονός το οποίο καθιστούσε το αίτημα ακόμη πιο επείγον. Το ότι το γεγονός δεν αποκαλύφθηκε εξαρχής, δεν αναιρούσε το κατεπείγον του αιτήματος, αλλά το καθιστούσε ολιγότερο δραστικό. Σημασία θα είχε η μη αποκάλυψή του, εάν αφαιρούσε από τα ερείσματα του κατεπείγοντος.

....................................................................................................................................................................................................................................................

Όπως αποφασίστηκε στην M & CH Mitsingas Trading Ltd κ.α. ν. The Timberland Co. of USA (1997) 1 Α.Α.Δ. 1791, έτσι και στην παρούσα υπόθεση, διαπιστώνουμε ότι, δοθείσας της αποκάλυψης συζητήσιμης υπόθεσης από τους εφεσείοντες, με ορατή την πιθανότητα επιτυχίας, η προστασία των δικαιωμάτων τους καθίστατο επείγον ζήτημα, λόγω της φύσης των παραβιάσεων και των άμεσων ζημιογόνων επιδράσεων στα δικαιώματα τους.»

 

Από τα λεχθέντα στην Bacardi & Co., πιο πάνω, είναι καθαρό ότι κατά την εξέταση της καθυστέρησης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και η πιθανότητα επιτυχίας της αγωγής καθώς και το κατά πόσο ο εναγόμενος έχει επηρεασθεί με  οποιοδήποτε τρόπο λόγω της καθυστέρησης.

Στην παρούσα υπόθεση, όπως πολύ εύστοχα παρατήρησε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, η έκδοση του επίδικου διατάγματος σε καμιά περίπτωση δεν επηρεάζει τον εφεσείοντα «έχοντας υπόψη την δεδηλωμένη θέση του ότι οι μετοχές αγοράσθηκαν χωρίς τις οδηγίες του και επομένως δεν του ανήκουν». Επομένως σε σχέση και με τους δύο παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη η πλάστιγγα κλίνει εναντίον του εφεσείοντα.

 

Αυτό που προκύπτει από τα νομολογηθέντα στην Timberland (πιο πάνω) είναι το εξής:

 

Το κατεπείγον του θέματος μπορεί να προκύψει και μετά την γένεση της βάσης της αγωγής. Όπως παρατηρεί ο Χατζηχαμπής, Δ. στην Χριστοδούλου (πιο πάνω) «το κρίσιμο στοιχείο για την αίτηση δεν ήταν ο χρόνος έγερσης της αιτίας αγωγής αλλά ο χρόνος πληροφόρησης του εφεσίβλητου για τη δυνατότητα του να επιτύχει την ενδιάμεση θεραπεία».

…………………………………………………………………………………………………………………….…….......».

 

       Το Πρωτόδικο Δικαστήριο - ως εξάγεται από την Πρωτόδικη Απόφαση - έκρινε το κατεπείγον έχοντας πρώτα καταλήξει πως υφίστατο ο δικαιοδοτικός όρος για την έκδοση του επίδικου διατάγματος, αποφαινόμενο, βάσει τής μαρτυρίας, για το ζήτημα και ανεξαρτήτως της ύπαρξης (ή όχι) οποιωνδήποτε φραστικών αναφορών στην ένορκη δήλωση που συνόδευε τη μονομερή αίτηση, είτε για τα περί του κατεπείγοντος είτε για τα περί της όποιας καθυστέρησης.

 

      Σωστά είναι που έπραξε το Πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

      Τούτο, επειδή, το θέμα άπτεται της ουσίας των πραγμάτων ως αυτή εξάγεται ή και συνάγεται από τα γεγονότα και όχι από την οποιαδήποτε περιγραφή ή ονομασία που επιλέγουν να αποδίδουν ή να προσαρτούν σε αυτά οι διάδικοι (βλ. κατ’ αναλογίαν, Lariena Investments Ltd και Άλλων ν RFI Consortium Ltd, ΠΕ 164/19, ημ. 22.1.21, ECLI:CY:AD:2021:A16, Penderhill Holdings Limited και Άλλων ν Abramchyk και Άλλων, ΠΕ 319/11, ημ.13.1.14, ECLI:CY:AD:2014:A21, Χατζηβασιλείου ν Whight Knight Holdings Ltd (2004) 1 AAΔ 203, 207).

 

      Ο λόγος έφεσης 2 στην Έφεση Ε34/18 και ο λόγος έφεσης 1 στην Έφεση Ε35/18 απορρίπτονται.

 

      Περνούμε στο ζήτημα της μη αποκάλυψης με το οποίο καταπιάνεται ο λόγος έφεσης 1 στην Έφεση Ε34/18 και ο λόγος έφεσης 2 στην Έφεση Ε35/18.

 

      Συνιστά θέση των Εφεσειόντων ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε (και) ως προς την αποτίμηση του καθήκοντος των Εφεσίβλητων για πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη όλων των ουσιωδών γεγονότων, προκειμένου να διαφωτιζόταν δεόντως για την πραγματική εικόνα της υπόθεσης και να λάμβανε τη σωστή και δίκαιη απόφαση δεδομένης και της απουσίας, τότε, των αντιδίκων ως επηρεαζομένων μερών. Οι Εφεσίβλητοι προσήλθαν στο Δικαστήριο, ως αντιτάσσουν οι Εφεσείοντες, αποκρύπτοντας τεχνηέντως σωρεία ουσιωδών στοιχείων και γεγονότων τα οποία, εάν γνώριζε το Πρωτόδικο Δικαστήριο στον κατάλληλο χρόνο, δεν θα προέβαινε στη μονομερή έκδοση του επίδικου διατάγματος. Μολαταύτα - και παρόλο που οι Εφεσείοντες έθεσαν, ως διισχυρίζονται, όσα σχετίζονταν με τη θεματολογία αυτή - το Πρωτόδικο Δικαστήριο υποβάθμισε τις συναφείς παραλείψεις των Εφεσίβλητων, όπως έπραξε και για την από μέρους τους προσπάθεια παραπλάνησης.

 

      Αποκλίνουμε από τις θέσεις των Εφεσειόντων.

 

      Επεξηγούμε.

 

 

      Το Πρωτόδικο Δικαστήριο ενδελεχώς είναι που ασχολήθηκε με τις θέσεις των Εφεσειόντων, ξεψαχνίζοντας τις επί τούτω εισηγήσεις και τη σχετική μαρτυρία υπό το πρίσμα των αρχών που διέπουν τα πράγματα.

 

      Σε πρώτο στάδιο, επιλέγουμε την αυτούσια παράθεση των όσων είπε περί του συζητούμενου το Πρωτόδικο Δικαστήριο, με το απόσπασμα να φανερώνει και τη βάσανο με την οποία προσέγγισε το θέμα η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής:

 

«……………………………………………………………………………………………………………………………….Έχοντας λοιπόν υπόψη τα γεγονότα της παρούσας, κρίνω ότι δεν έχουν τεθεί τέτοια γεγονότα που να εµφαίνεται κατάχρηση όσον αφορά τις εκκρεµούσες αλλοδαπές διαδικασίες και ως εκ τούτου, οι πιο πάνω ισχυρισµοί δεν ευσταθούν και απορρίπτονται.

 

Μετά την αντιµετώπιση των πιο πάνω ισχυρισµών, προχωρώ να εξετάσω τους ισχυρισµούς των Καθ' ων η αίτηση που αφορούν ζητήµατα µη αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων και/ή διαστρέβλωση περιστατικών από την Ενάγουσα κατά την έκδοση των διαταγµάτων µονοµερώς. Η προκαταρκτική εξέταση της συγκεκριµένης πτυχής των ενστάσεων επιβάλλεται από αυτή την ίδια τη φύση της, καθότι, από µόνη της επηρεάζει καθοριστικά την εγκυρότητα και βιωσιµότητα της Αίτησης, έτσι ώστε σε περίπτωση που αυτή γίνει δεκτή, τότε να µην παρίσταται ανάγκη να εξεταστεί η ουσία της Αίτησης.

 

Σύµφωνα µε την πάγια θέση της νοµολογίας, η διαδικασία σε µονοµερή Αίτηση δηµιουργεί στον Αιτητή, λόγω της φύσης της Αίτησης, την υποχρέωση να αποκαλύψει στο Δικαστήριο όλα τα γεγονότα που γνωρίζει ή που µε εύλογη επιµέλεια γνώριζε και τα οποία µπορεί να ασκήσουν επιρροή στη δικαστική κρίση. Παράλειψη του Αιτητή να αποκαλύψει τα εν λόγω γεγονότα, µπορεί να οδηγήσει στην ακύρωση του διατάγµατος χωρίς το Δικαστήριο να προχωρήσει στην εξέταση της Αίτησης. Το κριτήριο του τι συνιστά ουσιώδες γεγονός είναι αντικειµενικό, το στοιχείο δε της εξαπάτησης δεν αποτελεί προϋπόθεση για την ακύρωση του διατάγµατος λόγω παράλειψης αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων (βλ. Global Cruises S.A. v. Metro Shipping Travel Ltd (1989) 1 Α.Α.Δ., Ε.602, Στυλιανού ν. Στυλιανού (1992) 1 Α.Α.Δ., 583, Resola Cyprus Ltd v. Christou (1998) 1(Β) Α.Α.Δ., 598 και Demstar Ltd v. Zim Israel Navigation (1996) 1 Α.Α.Δ.). Εκείνα που πρέπει να αποκαλυφθούν σε µονοµερείς αιτήσεις για προσωρινό διάταγµα που έχουν σχέση µε το αστικό αδίκηµα της συνωµοσίας, σε κάθε περίπτωση, είναι γεγονότα γνωστά στους Αιτήτρια, ή γεγονότα τα οποία θα µπορούσαν να ανακαλύψουν µε εύλογες προσπάθειες τα οποία σχετίζονται µε το βάσιµο του δικαιώµατος τους όπως διαγράφεται στο δικόγραφο, τη σοβαρότητα του ζητήµατος που εγείρεται καθώς και την πιθανότητα επιτυχίας. 

 

Στην παρούσα υπόθεση, ως προκύπτει από την ένορκο δήλωση του κ. xxx Οικονόµου που συνοδεύει την Αίτηση, όλα τα σχετικά γεγονότα που έχουν σχέση µε το αγώγιµο δικαίωµα της Αιτήτριας για την συνωµοσία έχουν αποκαλυφθεί από την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την Αίτηση. 

 

Οι Καθ' ων η αίτηση 1 & 5 ισχυρίζονται µη αποκάλυψη από την Αιτήτρια των συζητήσεων για πιθανή συνεργασία των οµίλων Vostok/Cherva και του Summit Capital Holdings κατά την περίοδο 2014-2017. Συµφωνώ µε τη θέση της συνηγόρου της Αιτήτριας ότι οι εν λόγω διαπραγµατεύσεις µεταξύ των δύο οµίλων δεν µπορούν να θεωρηθούν ότι είχαν οποιαδήποτε σχέση µε την υπό εκδίκαση συναλλαγή. Από τα ηλεκτρονικά µηνύµατα που αποκαλύφθηκαν και από τις δυο πλευρές (Τεκµήριο 1 στην ένορκη δήλωση Λάµπρου και Τεκµήρια 12-18 στην συµπληρωµατική ένορκη δήλωση Χλωρακιώτου) φαίνεται ότι οι διαπραγµατεύσεις των δύο οµίλων δεν περιλαµβάνουν την εγγραφή των 9 µετοχών της Εναγόµενης 1 στο όνοµα της Ενάγουσας, έχοντας υπόψη την χρονική διάρκεια αυτών, δηλαδή το κοµµάτι «Vostok» έληξε την 25/1/15 ενώ το δεύτερο κοµµάτι «Cherva» συνεχίστηκε µέχρι την 29/03/17 δηλαδή µετά τη σύναψη της Συµφωνίας Εγγραφής των 9 µετοχών. Επίσης, συµφωνώ µε τη θέση της συνηγόρου της Αιτήτριας ότι εάν σκοπός ήταν να συµµετάσχει ο ένας όµιλος σε εταιρεία του άλλου δεν δικαιολογείται, εκ πρώτης όψεως, η υπογραφή Συµφωνίας Εγγραφής απόκτησης 9 µετοχών στην Εναγόµενη 1, ούτε το γεγονός ότι ένα µήνα µετά, µέσω Συµφωνίας Συµβιβασµού να µεταφέρεται το 19.99% της CUD προς εξόφληση των 9 µετοχών, ενώ τρεις µέρες µετά να πωληθούν και οι 9 µετοχές. Οι εν λόγω συναλλαγές στο χρονικό σηµείο που συνέβησαν δεν µπορούν εκ πρώτης όψεως να θεωρηθούν ότι ήταν το αποτέλεσµα των ισχυριζόµενων συνοµιλιών για συνεργασία.

 

Επίσης ούτε ο ισχυρισµός για απόκρυψη του πρακτικού του Διοικητικού Συµβουλίου της Ενάγουσας, ηµεροµηνίας 13/9/16, για αναδιάρθρωση του 100% της CUD, λόγω της τροποποίησης του Ρωσικού Νόµου, για τα Μέσα Μαζικής Ενηµέρωσης δικαιολογεί ζήτηµα απόκρυψης. Ως προκύπτει από τα γεγονότα, παρά το ότι ψηφίστηκε ο Νόµος αυτός και έγινε αναδιοργάνωση της CUD, ώστε η Ενάγουσα να κατέχει µόνο το 19.99% αντί του 100%, αυτό δεν έχει σχέση µε το 19.99% που η Ενάγουσα βρέθηκε να µεταβιβάζει στην Εναγόµενη 1 ως συµβιβαστική λύση της οφειλής της για αγορά των 9 µετοχών στην Εναγόµενη 1. Ορθή είναι η παρατήρηση της κας Κότσαπα ότι εάν είχε σχέση η ψήφιση του Νόµου αυτού τότε, (α) Γιατί η Εναγόµενη 1 να ζητήσει µεταβίβαση του 19.99% µόλις την 16/3/17 ενώ η αναδιάρθρωση λόγω του Νόµου να συµπληρώθηκε την 20/02/17; (Τεκµ.7 της συµπληρωµατικής ένορκης δήλωσης Χλωρακιώτου); (β) Ποια η ανάγκη η µεταβίβαση του 19.99% να προταθεί ως µέρος συµβιβασµού εφόσον έγινε για σκοπούς του Νόµου; (γ) Ποια η λογική του 19.99% να µεταβιβάσει σε ξεχωριστή και ασύνδετη εταιρεία ενώ το 80% µεταβιβάστηκε στους Ρώσους δικαιούχους της Ενάγουσας στην οποία άνηκε το 80%; (δ) Γιατί δεν δηλώθηκε ρητά η µεταβίβαση του 19.99% στην Εναγόµενη 1 στο πρακτικό - Τεκµήριο 11 της ε/δ Πιριλίδη και στο επισυνηµµένο σε αυτό παράρτηµα);

 

Ούτε επίσης ο ισχυρισµός για απόκρυψη του γεγονότος ότι το 19.99% της CUD πουλήθηκε στην ίδια αξία που δόθηκε και στους υπόλοιπους µετόχους ήτοι τους Sosnovskiy, Lukyantsev και Εναγόµενο 3, ως οι συµφωνίες πώλησης, µπορεί να θεωρηθεί απόκρυψη, αφού το 80.01% που δόθηκε στους Ρώσους µετόχους Sosnovskiy, Lukyantsev και Εναγόµενο 3 όπως προκύπτει από τα γεγονότα, δεν πουλήθηκε σε αυτούς στην πραγµατική αξία που οι µετοχές αυτές θα πουλιούνταν στην ελεύθερη αγορά εφόσον οι προαναφερόµενοι δεν ήταν νέοι µέτοχοι που θα επένδυαν στην CUD, αλλά οι ιδιοκτήτες της CUD, µέσω των µετοχών τους στην Ενάγουσα που ήταν η αποκλειστική µέτοχος της CUD µέχρι που τροποποιήθηκε ο Ρωσικός Νόµος για τα Μέσα Μαζικής Ενηµέρωσης και έπρεπε πλέον οι µετοχές να κρατούνται από Ρώσους - κάτι που σήµαινε ότι οι Ρώσοι ιδιοκτήτες της CUD έπρεπε να είναι πλέον και εγγεγραµµένοι ιδιοκτήτες των µετοχών της Ρωσικής εταιρείας. Ούτε ο ισχυρισµός των Καθ' ων η αίτηση για απόκρυψη από την Ενάγουσα του γεγονότος ότι η αποπληρωµή του δανείου που η Ενάγουσα παραχώρησε στη CUD επεκτάθηκε µέχρι την 31/1/22, µε βάση συµπληρωµατική συµφωνία, ευσταθεί, αφού ως προκύπτει από τα γεγονότα που έθεσε η Ενάγουσα αυτή δεν γνώριζε για την ύπαρξη της εν λόγω συµφωνίας. 

 

Ο ισχυρισµός επίσης των Καθ' ων η αίτηση για απόκρυψη από την Ενάγουσα ότι αυτή είχε άµεση ανάγκη για ρευστότητα, έχοντας υπόψη την άρνηση της Ενάγουσας για το γεγονός αυτό, δεν µπορεί να δικαιολογήσει εκ πρώτης όψεως θέµα ανάγκης ρευστότητας της Ενάγουσας. Σηµειώνω ότι το ηλεκτρονικό µήνυµα του κ. Cahen ηµεροµηνίας 03.04.2017 δεν δικαιολογεί τον ισχυρισµό των Καθ' ων η αίτηση για έλλειψη ρευστότητας της Ενάγουσας. Ούτε ο ισχυρισµός ότι δεν αποκαλύφθηκε το ηλεκτρονικό µήνυµα της Εναγόµενης 1, ηµεροµηνίας 19/5/17 (Τεκµήριο 17) ευσταθεί, αφού τo περιεχόµενο του καταγράφεται στην ένορκη δήλωση Οικονόµου και δεν δικαιολογείται ζήτηµα απόκρυψης αυτού του στοιχείου.

 

 

Ως προς τους ισχυρισµούς των Καθ' ων η αίτηση για απόκρυψη της ύπαρξης της ποινικής διαδικασίας στο Λουξεµβούργο και των επιστολών που ανταλλάχτηκαν προς τούτο (Τεκµήρια 18, 19, 20 και 21 στην ε/δ Πιριλίδη) και ισχυρισµοί ότι η µη αποκάλυψη της πολλαπλότητας των διαδικασιών που εκκρεµούν και άπτονται του ίδιου ζητήµατος δηµιουργούν κώλυµα στη προώθηση της παρούσας Αγωγής, εξετάζοντας τα Τεκµήρια 13-18 της ένορκης δήλωσης Οικονόµου που έχουν επισυναφθεί, φαίνονται τα όσα αναφέρθηκαν µεταξύ του κ. Πιριλίδη και του κ. Didier και ως εκ τούτου τίποτε νέο δεν εµπεριέχεται στις επιστολές (Τεκµήρια 18-21 της ε/δ Πιριλλίδη) που θα άλλαζε την κρίση του Δικαστηρίου κατά την έκδοση του παρόντος διατάγµατος. Επίσης ο ισχυρισµός ότι υποβλήθηκε παράπονο στον Εισαγγελέα του Λουξεµβούργου δεν µπορεί να συνιστά πολλαπλότητα διαδικασίας, ούτε δηµιουργεί κώλυµα προς προώθηση της παρούσας αγωγής η ισχυριζόµενη απόκρυψη συµφωνίας δανείου ηµεροµηνίας 26/06/17, µεταξύ της Vostok Service Spetckomplektatciya και της JSC Television Company Stream, δυνάµει της οποίας η πρώτη δάνεισε τη δεύτερη ποσό ύψους $6.000.000 για να αποπληρωθεί παλαιότερο δάνειο της CUD από τη VTB της Ρωσίας δεν φαίνεται να συνδέεται µε τη παρούσα υπόθεση και δεν συνιστά απόκρυψη. Δεν θεωρώ επίσης απόκρυψη, έχοντας υπόψη τα γεγονότα της παρούσας, από την Ενάγουσα, του γεγονότος ότι οι Sosnovskiy και Lukyantsev είχαν λάβει πρόσκληση στη συνέλευση των µετόχων της CUD στις 23 Μαΐου 2017. Επίσης δεν θα µπορούσε να διαφοροποιήσει µε οποιοδήποτε τρόπο την έκδοση των διαταγµάτων το γεγονός ότι ο Εναγόµενος 3 δεν εµφανίστηκε στη συνεδρίαση του διοικητικού συµβουλίου της Ενάγουσας στις 21.06.17 για προσωπικούς λόγους. (Σηµειώνω ότι αυτό αποκαλύφθηκε µε το Τεκµήριο 35 της ενόρκου δηλώσεως Οικονόµου και απλώς δεν παραπέµφθηκε το Δικαστήριο σε αυτό).

 

Οι Καθ' ων η αίτηση 2, 3, και 4 επιπλέον των πιο πάνω ζητηµάτων µη αποκάλυψης υποστηρίζουν ότι η Αιτήτρια δεν αποκάλυψε την ύπαρξη ρήτρας διεθνούς εµπορικής διαιτησίας στην Συµφωνία Εγγραφής ηµερ. 28.02.17. Αυτό δεν µπορεί να κριθεί µη αποκάλυψη αφού, ως εξηγήθηκε ανωτέρω, η παρούσα αγωγή δεν πηγάζει από τις συµβατικές πρόνοιες της Συµφωνίας Εγγραφής, η οποία εµπεριέχει τη ρήτρα διεθνούς εµπορικής διαιτησίας, αλλά πρόκειται για αγωγή συνοµωσίας, µέρος της οποίας πραγµατοποιήθηκε µε την υπογραφή της εν λόγω Συµφωνίας Εγγραφής. Επίσης ο ισχυρισµός ότι η Αιτήτρια δεν έκανε λεπτοµερή ανάλυση των δικαστικών διαδικασιών δεν ευσταθεί. Η Ενάγουσα αποκάλυψε τις διάφορες διαδικασίες στο Τεκµήριο 41 της ε/δ Οικονόµου στο οποίο αναφέρεται το όνοµα των διαδίκων κάθε διαδικασίας και το στάδιο που αυτή βρίσκεται και από αυτό προκύπτει ότι οι διαδικασίες αφορούν διαφορετικά πρόσωπα κάθε φορά και επιζητούνται διαφορετικές θεραπείες. Η µόνη σχετική είναι η διαδικασία που αναφέρεται στις παραγράφους (1) του Τεκµηρίου 41 που αφορά την ακύρωση συµφωνίας συµβιβασµού για τη µεταβίβαση του 19.99% και αλλαγή του µητρώου της CUD. Η αγωγή αυτή όµως στρέφεται µόνο εναντίον της Εναγόµενης 1 και όχι των υπολοίπων Εναγόµενων και µε αυτή δεν αποζητείται η ακύρωση της εγγραφής του 19.99% στη CUD αλλά αποζηµιώσεις και διατάγµατα µη αποξένωσης των εν λόγω µετοχών. Ως εκ τούτου οι δυο διαδικασίες δεν είναι οι ίδιες ή αποζητούν τις ίδιες θεραπείες και οι αντίθετοι ισχυρισµοί απορρίπτονται. Επίσης η οικονοµική κατάσταση της Ενάγουσας, η οποία συνδέεται από τους Καθ' ων η αίτηση 2-4 µε το γεγονός ότι το 80% των µετοχών της CUD πουλήθηκαν στους Ρώσους ήδη δικαιούχους αυτών κάτω από την αξία τους δεν συνδέεται µε το αγώγιµο δικαίωµα των Εναγόντων, ώστε να έπρεπε να αποκαλυφθεί. Ούτε όµως η µεταβίβαση των µετοχών 4 εταιρειών από τη CUD στην Content Plus LLC φαίνεται να ήταν εις γνώση των Εναγόντων ώστε να αποκαλυφθεί. Επίσης, η έγερση αγωγής στο Λουξεµβούργο την 8/9/17 µετά την έγερση της παρούσας αγωγής, δεν µπορεί να επηρεάσει την έκδοση του παρόντος προσωρινού διατάγµατος αφού η έκδοση του προηγήθηκε της καταχώρησης της εν λόγω Αγωγής.

 

Εν κατακλείδι, δεν βρίσκω ότι στη παρούσα υπόθεση ότι υπήρξε οποιαδήποτε ουσιώδης απόκρυψη γεγονότων που να δικαιολογεί ακύρωση των επίδικων διαταγµάτων, ως εκ τούτου οι ισχυρισµοί των Καθ' ων η αίτηση απορρίπτονται». 

 

      Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε τις αρχές της νομολογίας, προσεγγίζοντας τα γεγονότα στην ολότητα τους και συναρτώντας τα, ως είχε καθήκον να πράξει, με όσα προκύπταν ως επίδικα ή, κατά τα άλλα, ως σχετικά.

 

      Στην Lariena Investments Ltd και Άλλων ν RFI Consortium Ltd, ΠΕ 164/19, ημ. 22.1.21, ECLI:CY:AD:2021:A16, το Ανώτατο Δικαστήριο υπενθύμισε τα εξής για όσα κειμένως ενδιαφέρουν:

 

«………………………………………………………………………………………………………………………………Στην πρόσφατη απόφασή μας DB Technologies B.V. v. Loizos Iordanou Constructions Ltd, Πολ. Έφ. Ε166/2019, ημερομηνίας 15.10.2020, είχαμε την ευκαιρία να αναφερθούμε στη νομολογία επί του ζητήματος, με παραπομπή στην υπόθεση Sobolev κ.ά. ν. Weitzer, Πολ. Έφ. Ε177/18, 21.5.2019, όπου εξηγείται η αρχή της πλήρους και ειλικρινούς αποκάλυψης και συνοψίζεται η προηγούμενη νομολογία, ως εξής:

 Στην υπόθεση Δήμος Πάφου ν. Βοσκού (2001) 1 Α.Α.Δ. 1168 τίθεται με συμπυκνωμένο λόγο, από το Δικαστή Νικήτα, το περιεχόμενο του καθήκοντος και η συνέπεια εκ της παραβίασης του.

 

«Πλήρης και ειλικρινής αποκάλυψη όλων των ουσιωδών γεγονότων, που είναι σε γνώση του αιτητή, απαιτείται πάντοτε σε αιτήσεις εξπάρτε. Διαφορετικά το διάταγμα που δόθηκε χωρίς να τηρηθεί η υποχρέωση αυτή του αιτητή θα πρέπει να ακυρωθεί κατά την inter partes ακρόαση της αίτησης. Είναι δε άσχετο αν η παράλειψη τέτοιας αποκάλυψης ήταν εσκεμμένη ή όχι. Ο κανόνας αναπτύχθηκε σε σχέση με τη χορήγηση διαταγμάτων του τύπου mareva, αλλά είναι καθολικής ισχύος σε υποθέσεις προσωρινής δικαστικής προστασίας. Η πρώτη υπόθεση που κωδικοποίησε τις αρχές για τη χορήγηση διαταγμάτων mareva ήταν η Third Chandris Shipping Corporation ν. Unimarine S.A.[1979]1 Q.B. 645 (εφετειακή απόφαση). Η υποχρέωση αποκάλυψης ήταν η πρώτη προϋπόθεση που έθεσε. Και εναπόκειται στο δικαστή, κατά την ενάσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, να εκτιμήσει τη σημασία τέτοιων στοιχείων.

 

Είναι χρήσιμη, στο σημείο αυτό, η αναφορά σε σύντομο απόσπασμα από το βιβλίο του Mark S. W. Hoyle "The Mareva Injunction and Related Orders" (1997) 3η έκδοση, στη σελ. 71 υπό τον τίτλο "Lack of full disclosure":

 

"There is a powerful argument in the view that if full and frank disclosure has not been made in the ex parte application, the order will be discharged because of the seriousness of the omission. This is because it is up to the judge to consider the importance of the relevant facts, so that he can exercise his discretion in the light of as much information as possible. Consequently, a lack of full and frank disclosure need not be deliberate before the injunction is discharged for that reason, but merely has to be pertinent to the issues involved, even if it does not affect the merits of the claim.

 

At the ex parte stage the only evidence before the court is that provided by the applicant for the injunction. It is an established part of the practice in applications for exparte orders that the applicant gives as fair a description of the case as possible. The judge should be alerted to any particular defences or problems so that his assessment of the situation is as objective as it can be at the early stage of the matter."

 

Έχουμε στην Κύπρο ανάλογη θεώρηση, όπως δείχνει η πλούσια περιπτωσιολογία, που εφαρμόστηκε ο κανόνας. Σχετικές είναι οι παρακάτω αποφάσεις στις οποίες επέσυρε την προσοχή μας η δικηγόρος του εφεσιβλήτου: Demstar Ltd v. Zim Israel Navigation Co. Ltd. κ.α. (1996) 1 Α.Α.Δ. 597 και M & CH Mitsingas Trading Ltd. κ.α. ν. The Timberland Co. (1997) 1 Α.Α.Δ. 1791, 1797».

 

Η μη αποκάλυψη θεωρείται ως είδος εξαπάτησης του Δικαστηρίου, το οποίο αρνείται πλέον να ακούσει αυτόν που το εξαπατά, είτε υπάρχει πρόθεση εξαπάτησης ή όχι. (βλ. Γρηγορίου κ.ά. ν. Χριστοφόρου κ.ά. (1995) 1 ΑΑΔ 248, Fedossova Larissa (Αρ.2) (1997) 1Γ ΑΑΔ 1333, Electromatic Constructions Ltd v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2009)1ΑΑΔ 258, Global Cruises S.A. κ.ά. v. METRO Shipping & TRAVEL Ltd (1989)1E ΑΑΔ607, United Perlite Industries Ltd v. Sayakhat Air Co (2002) 1Β AAΔ 938, Rybolovleyv v. Rybolovleva (2010) 1A AAΔ.82, Interpartemental Concern "Uralmetrom» v. Besuno ltd (2004) 1A ΑΑΔ 557 και Σύγγραμμα Γ.Ερωτοκρίτου & Π.Αρτέμη Διατάγματα Injunctions)».

 

      Παρομοίως, στην Commerzbank Auslandsbanken Holding AG και Άλλων ν Adeona Holdings Limited και Άλλων, ΠΕ 6/14, ημ. 27.2.15, ECLI:CY:AD:2015:A140 - η οποία συγκεφαλαιώνει εν τίνι τρόπω τις επί του θέματος αρχές - το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε:

 

«………………………………………………………………………………………………………………………………Η υποχρέωση κάθε διαδίκου που ζητά μονομερώς διάταγμα να προβαίνει σε πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη, είναι δεδομένη. Σχετική είναι η νομολογία που προκύπτει μεταξύ άλλων και από τις υποθέσεις Global Cruises SA κ.α. ν. Metro Shipping & Travel Ltd (1989) 1 ΑΑΔ 607, 616-8, Γρηγορίου ν. Χριστοφόρου (1995) 1 ΑΑΔ 248, 264-267, Resola (Cyprus) Ltd v. Χρίστου (1998) 1 ΑΑΔ 598 και Χαραλάμπους ν. Petros Michael Exclusif Ltd κ.α. (2004) 1Γ ΑΑΔ 1953, 1956. Όπως αναφέρεται, σε μονομερείς αιτήσεις ο αιτητής υποχρεούται να προβεί σε πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη και να ενεργήσει με καλή πίστη. Αυτό ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις που ζητείται θεραπεία του δικαίου της επιείκειας, οπότε ο Αιτητής έχει υποχρέωση να προσέλθει με «καθαρά χέρια». Η μη αποκάλυψη είτε αθώα, είτε εσκεμμένη, θεωρείται είδος εξαπάτησης γι' αυτό και προκαλεί τόσο σοβαρές συνέπειες, όπως την ακύρωση του διατάγματος, χωρίς την περαιτέρω εξέταση της ουσίας της αίτησης. Η υποχρέωση αποκάλυψης εκτείνεται σε όλα τα ουσιώδη γεγονότα τα οποία ήταν γνωστά ή τα οποία θα μπορούσαν να γίνουν γνωστά μετά από εύλογη έρευνα και τα οποία ενδεχομένως θα μπορούσαν να επηρεάσουν την κρίση του δικαστηρίου. Όσο πιο δραστικό είναι το διάταγμα που ζητείται, τόσο μεγαλύτερη είναι η υποχρέωση πλήρους και ειλικρινούς αποκάλυψης.

 

Η υποχρέωση αποκάλυψης δεν περιορίζεται μόνο σε γεγονότα, αλλά εκτείνεται και στο νόμο και νομικές αρχές, καθώς και σε σημεία τα οποία ενδεχομένως να μην είναι υπέρ των Αιτητών (βλ. Swift Fortune Ltd (The Capaz Duckling) v. Magnifica Marine SA [2008] 1 Lloyd´s Rep. 54). Επίσης, περιλαμβάνει και την αποκάλυψη άνευ βλάβης αλληλογραφίας (βλ. Linsen International Ltd v. Humpuss Sea Transport Pte Ltd (2010) EWHC 303 (Comm)). Αυτό υποβοηθά το δικαστήριο στο να αντιληφθεί όλα τα σχετικά σημεία, προτού αποφασίσει. Σχετικές είναι οι Siporex Trade S.A. v. Comdel Commodities Ltd [1986] 2 Lloyd´s Rep 428 QBD και Global Cruises S.A. κ.α. v. Metro Shipping & Travel Ltd, ανωτέρω.

Κριτής του τι είναι ουσιώδες, είναι ο δικαστής ο οποίος έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια και δεν διστάζει να ακυρώσει το ήδη εκδοθέν μονομερές διάταγμα, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις που διαπιστώνει κακοπιστία και πρόθεση απόκρυψης ή παραπλάνησης του δικαστηρίου. Οδηγός είναι πάντοτε τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης στο πλαίσιο της αντιδικίας των διαδίκων.

 

Βέβαια δεν είναι κάθε παράλειψη αποκάλυψης που οδηγεί σε ακύρωση. Αν το δικαστήριο ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια κρίνει ότι η παράλειψη αφορούσε σε ουσιώδες γεγονός, τότε κατά κανόνα ακυρώνει το διάταγμα, προσπαθώντας με αυτό τον τρόπο να αφαιρέσει κάθε όφελος που απεκόμισε ο αιτητής. Στην αγγλική υπόθεση Bank Mellat v. Nikpour (Mohammad Ebrahaim) (1985) F.S.R. 87 CA, αναφέρθηκε ότι το δικαστήριο ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, σύμφωνα με την αρχή του locus poenitentiae (ευκαιρία για μεταμέλεια ή διόρθωση), μπορεί, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ιδιαίτερα όταν η μη αποκάλυψη είναι αθώα, να ακυρώσει το προηγούμενο διάταγμα και να εκδώσει νέο, υπό όρους (βλ. επίσης Recnex Trading Ltd κ.α. v. Tράπεζας Πειραιώς (Κύπρου) Λτδ, ECLI:CY:AD:2014:A269, Πολιτική Έφεση Αρ. 71/11, ημερ. 16.4.2014), ECLI:CY:AD:2014:A269. Όμως αυτή η διακριτική ευχέρεια θα πρέπει να ασκείται με αρκετή περισυλλογή, ώστε να μην εξουδετερώνει το μοναδικό κόστος ή «τιμωρία» για μη αποκάλυψη, που δεν είναι άλλο από την ακύρωση του διατάγματος. Στην υπόθεση Brink´s-Mat Ltd v. Elcombe and others [1988] 3 All ER 188 o δικαστής Balcombe LJ επεξηγώντας την ευρεία διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου, ανέφερε τα εξής:-

 

«The rule that an ex parte injunction will be discharged if it was obtained without full disclosure has a two-fold purpose. It will deprive the wrongdoer of an advantage improperly obtained: see R v Kensington Income Tax Commissioners, Ex parte Princess Edmond de Polignac [1917] 1 K.B. 486, 509. But it also serves as a deterrent to ensure that persons who make ex parte applications realise that they have this duty of disclosure and of the consequences (which may include a liability in costs) if they fail in that duty. Nevertheless, this judge-made rule cannot be allowed itself to become an instrument of injustice. It is for this reason that there must be a discretion in the court to continue the injunction, or to grant a fresh injunction in its place, notwithstanding that there may have been non-disclosure when the original ex parte injunction was obtained: see in general Bank Mellat v Nikpour (Mohammad Ebrahaim) [1985] F.S.R. 87, 90 and Lloyds Bowmaker Ltd v Britannia Arrow Holdings Plc., ante p. 1337, a recent decision of this court in which the authorities are fully reviewed. I make two comments on the exercise of this discretion. (1) Whilst, having regard to the purpose of the rule, the discretion is one to be exercised sparingly, I would not wish to define or limit the circumstances in which it may be exercised. (2) I agree with the views of Dillon L.J. in the Lloyds Bowmaker case, at. P. 1349C-D, that if there is jurisdiction to grant a fresh injunction, then there must also be a discretion to refuse, in an appropriate case, to discharge the original injunction.»

 

Χρήσιμη ανάλυση της νομολογίας για τον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου, δίδεται επίσης στην αγγλική υπόθεση Arena Corporation Ltd (In Provisional Liquidations) v.Schroeder (2003) All ER (D) 199.

 

Λόγω των δραστικών επιπτώσεων που συνήθως ακολουθούν εύρημα δικαστηρίου ότι δεν υπήρξε πλήρης αποκάλυψη, τα τελευταία χρόνια διαπιστώθηκαν δύο φαινόμενα. Πρώτον, μια δικαιολογημένη φοβία εκ μέρους των δικηγόρων των αιτητών ως προς τον κίνδυνο να θεωρηθεί η πλευρά τους ότι δεν προέβη σε πλήρη αποκάλυψη. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να τίθενται ενώπιον των δικαστηρίων όγκοι εγγράφων, τα οποία, χωρίς οποιαδήποτε επεξήγηση, τις περισσότερες φορές τείνουν να συσκοτίζουν παρά να διαφωτίζουν το δικαστήριο. Όπως τονίστηκε από το αγγλικό Εφετείο στην υπόθεση National Bank of Sharjah v. Dellborg,The Times, December 24, 1992 (CA), υπάρχει μια ουσιαστική διαφορά μεταξύ ειλικρινούς και πλήρους αποκάλυψης και του κατακλυσμού του δικαστηρίου με σωρεία εγγράφων, πλείστα των οποίων είναι μη ουσιώδη και αχρείαστα για τους σκοπούς που τίθενται ενώπιον του δικαστηρίου. Γι' αυτό είναι πολύ σημαντικό όπως στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, να επεξηγείται με τρόπο λακωνικό η σημασία των εγγράφων που επισυνάπτονται. Περαιτέρω, θα πρέπει να τονίζεται το σημαντικό μέρος των εγγράφων, ώστε τα ουσιώδη θέματα να αναδύονται εύκολα με μια απλή συνδυασμένη ανάγνωση της ένορκης δήλωσης και των εγγράφων. Διαφορετικά υπάρχει κίνδυνος η αποκάλυψη να μην θεωρηθεί ειλικρινής και πλήρης.

Το δεύτερο φαινόμενο που παρατηρείται, αφορά τους δικηγόρους των Καθ' ων η αίτηση, οι οποίοι τα τελευταία χρόνια προσπαθούν να εκμεταλλευτούν τις όποιες ελλείψεις στην ένορκη δήλωση του αντιδίκου τους, υποβάλλοντας ακραίες και αβάσιμες εισηγήσεις για μη αποκάλυψη, αγνοώντας το γεγονός ότι η σχετική νομολογία δίδει έμφαση στη μη αποκάλυψη «ουσιωδών γεγονότων». Παρατηρούμε ότι αυτό συνήθως γίνεται όταν οι ελπίδες για ακύρωση του διατάγματος επί της ουσίας είναι λίγες, οπότε εναποτίθενται όλες οι ελπίδες για ακύρωση του διατάγματος στη μη αποκάλυψη κάποιου στοιχείου, το οποίο τις περισσότερες φορές δεν είναι καθόλου ουσιώδες.

Χωρίς να θέλουμε με κανένα τρόπο να αδυνατίσουμε ποσώς την υποχρέωση για ειλικρινή και πλήρη αποκάλυψη, θα πρέπει να τονίσουμε το αυτονόητο, ότι τα δικαστήρια δεν πρέπει να αποπροσανατολίζονται από αβάσιμες εισηγήσεις που δίδουν έμφαση στη μη αποκάλυψη κάποιου ασήμαντου στοιχείου, το οποίο δεν αφορά σε ουσιώδες γεγονός. Ούτε ο κανόνας πρακτικής για ακύρωση του διατάγματος σε περίπτωση μη αποκάλυψης, θα πρέπει να αφεθεί να μετατραπεί σε εργαλείο αδικίας (βλ. Brink´s-Mat Elcombe, ανωτέρω).

................................................................................................................................................................................................».

      

      Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε καθήκον να αξιολογήσει στην ουσία τους και εις βάθος (προς αποτύπωση ευρημάτων) τα όσα τέθηκαν ενώπιον του για το ζήτημα της μη αποκάλυψης, ωσάν να δίκαζε τη διαφορά κατά το στάδιο της κυρίως δίκης. Καθίσταται σαφές από όσα ανέπτυξαν οι Εφεσείοντες πρωτοδίκως, αλλά και ενώπιον μας, ότι η διάσταση τους με τους Εφεσίβλητους (για το αν υπήρξε ή όχι, μη αποκάλυψη ουσιωδών γεγονότων) σύγκειται, σε τελευταία ανάλυση, στη διαφορετική ερμηνευτική και αξιολόγηση των μεταξύ τους (ως διαδίκων), απόψεων και ερμηνευτικών, που μονάχα στη δίκη, επί της ουσίας της αγωγής, θα μπορούσαν δοκίμως να διαγνωστούν και επιλυθούν πλήρως και τελεσιδίκως (βλ. κατ’ αναλογίαν, Lariena Investments Ltd και Άλλων ν RFI Consortium Ltd, ΠΕ 164/19, ημ. 22.1.21, ECLI:CY:AD:2021:A16, Μιχαηλίδης ν Παπακυριακού (2004) 1(Α) ΑΑΔ 209, 214-217).

 

      Και κάτι άλλο, ουχί αποτμημένο από τα πιο πάνω.

 

      Έγινε λόγος από τους Εφεσείοντες 2-4 (και το καταγράψαμε και ανωτέρω υπό διάφορη στόχευση), για το ότι οι Εφεσίβλητοι δεν αποκάλυψαν - και έτσι δεν προσήλθαν με καθαρά χέρια ενώπιον του Δικαστηρίου στο μονομερές στάδιο, ως υποστηρίζουν οι Εφεσείοντες 2-4 - την ύπαρξη δεσμευτικής ρήτρας διεθνούς εμπορικής διαιτησίας «… στον όρο 14.1 της συμφωνίας ημερ. 28/2/2017 η οποία προνοεί την επίλυση όλων των διαφορών που έχει αντικείμενο η παρούσα αγωγή της Εφεσίβλητης εναντίον της Εφεσείουσας Αρ.1 από διαιτησία, που θα πρέπει να γίνει με βάση τους Κανόνες του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου (ICC) στη Λευκωσία, και περαιτέρω παρέλειψε να αναφερθεί στον επιτακτικό χαρακτήρα (MANDATORY CHARACTER) που προσδίδει σε τέτοιες ρήτρες διαιτησίας ο Νόμος 101/87. Το ίδιο ισχύει και για τη διαφορά της Εφεσίβλητης με την Εφεσείουσα Αρ.1 που απορρέει και/ή προκύπτει από την Συμφωνία ημερ. 24/3/2017 η οποία έχει ρητά ενσωματώσει την ανωτέρω ρήτρα διαιτησίας του όρου 14.1 της Συμφωνίας ημερ. 28/2/2017 …».

 

      Προς τούτο, οι Εφεσείοντες 2-4 παρέπεμψαν και στην Interpartemental ConcernUralmetromv Besuno Ltd (2004) 1 AAΔ 557, ως θεμελιωτική και ενισχυτική της θέσης τους.

      Μήτε και με αυτές τις εισηγήσεις των Εφεσειόντων 2-4 συγκλίνουμε.

 

      Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε, με σαφήνεια και επαρκή αιτιολογία, πως δεν χρειαζόταν να γίνει ειδική αναφορά στην ρήτρα διαιτησίας από τους Εφεσίβλητους στο μονομερές στάδιο, καθότι η αγωγή «… δεν πηγάζει από τις συμβατικές πρόνοιες της Συμφωνίας Εγγραφής, η οποία εμπεριέχει τη ρήτρα διεθνούς εμπορικής διαιτησίας, αλλά πρόκειται για αγωγή συνομωσίας, μέρος της οποίας πραγματοποιήθηκε με την υπογραφή της εν λόγω Συμφωνίας Εγγραφής».

 

      Τούτη η κρίση, δίχως άλλο, διαφοροποιεί ουσιωδώς - ως ευστόχως πρότεινε και η κ. Κότσαπα - το σκεπτικό στην Interpartemental ConcernUralmetromv Besuno Ltd (2004) 1(Α) AAΔ 557 (αλλά και τις όσες άλλες αυθεντίες και επιχειρήματα προώθησαν εφετειακώς οι Εφεσείοντες), αφού δεν απάρτιζε αντικείμενο τους, ως βάση αγωγής, η συνομωσία ή άλλες συνδεδεμένες παραφυάδες της.

 

      Τίποτα δεν δικαιολογεί επέμβαση μας στην κρίση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου περί του ζητήματος της μη αποκάλυψης.

 

      Ο λόγος έφεσης 1 στην Έφεση Ε34/18 και ο λόγος έφεσης 2 στην Έφεση Ε35/18 απορρίπτονται.

 

      Εν κατακλείδι.

 

       H Πρωτόδικη Απόφαση υπήρξε άρτια από πάσης απόψεως. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια εντός του παρεχόμενου νομοθετικού πλαισίου, ακολουθώντας ορθώς τις εφαρμοζόμενες αρχές δικαίου, χωρίς εμφιλοχώρηση οποιασδήποτε πλάνης ως προς τα γεγονότα, τον νόμο ή τη νομολογία, συσταθμίζοντας όσους παράγοντες έπρεπε να αποτιμήσει και ζυγιάσει προς απόφανση.

 

      Αμφότερες οι εφέσεις απορρίπτονται με έξοδα - συν ΦΠΑ (αν υπάρχει) - εναντίον των Εφεσειόντων και υπέρ των Εφεσίβλητων, ως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή.

 

                                                                                      Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

                                                                                      Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.

                                                                                      Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.

 

 

 

/κβπ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο