ΚΥΡΙΑΚΟΥ v. ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΟ ΤΑΜΙΕΥTΗΡΙΟ ΙΔΙΩΤΙΚΩΝ ΕΡΓΑΤΟΫΠΑΛΛΗΛΩΝ ΚΥΠΡΟΥ (ΣΥ.Τ.Ι.Ε.Κ.) ΛΤΔ, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 129/2014, 21/5/2021

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 129/2014)

 

21 Mαϊου, 2021

 

[Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ,  Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΧΧΧ ΚΥΡΙΑΚΟΥ

 

Εφεσείων/Καθ΄ου η αίτηση

και

        ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΟ ΤΑΜΙΕΥTΗΡΙΟ ΙΔΙΩΤΙΚΩΝ ΕΡΓΑΤΟΫΠΑΛΛΗΛΩΝ ΚΥΠΡΟΥ (ΣΥ.Τ.Ι.Ε.Κ.) ΛΤΔ

         

        Εφεσίβλητοι/Αιτητές

         

        - - - - - - - - -

 

Ολ. Λάμπρου, (κα), για Α. Μαθηκολώνη

Δ. Καλλής για Καλλή & Καλλή ΔΕΠΕ, για τους εφεσίβλητους

- - - - - -.

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα δοθεί από την Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.

----------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.:  Η πρωτόδικη διαδικασία αφορούσε αίτηση για εγγραφή διαιτητικής απόφασης ημερ. 22.10.2012 με την οποία ο εφεσείων – καθ΄ου η αίτηση 1 διατασσόταν όπως πληρώσει στους εφεσίβλητους/αιτητές το ποσό των €141.937,89 πλέον τόκους και έξοδα. Διατάχθηκε επίσης η πληρωμή του ποσού να γίνει και από το προϊόν εκποίησης συγκεκριμένης υποθήκης με την οποία επιβαρύνετο το επίδικο χρέος.

 

Όπως παρατηρεί, ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής, ο εφεσείων παρέστη στη διαιτητική διαδικασία και αποδέχθηκε το χρέος του.  ΄Εφεση δεν καταχωρίστηκε, με αποτέλεσμα η απόφαση να καταστεί τελεσίδικη. 

 

Η νομική βάση που απασχόλησε πρωτόδικα κυρίως, ήταν ο περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμος, 22/85, ο περί Δικαστηρίων Νόμος του 1960, Ν.14/60, άρθρο 37, οι περί Συνεργατικών Εταιρειών Θεσμοί, Θ.79 και οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.40, 41 και 47.

 

Στην αίτηση υπήρξε ένσταση με ποικίλους λόγους, οι οποίοι όμως, αφού εξετάστηκαν, απορρίφθηκαν.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε και ανέλυσε εκτενώς τη νομική βάση της αίτησης, κατέληξε δε πως δεν δύναται στα πλαίσια της διαδικασίας εγγραφής να επιληφθεί ισχυρισμών από την ένσταση οι οποίοι αφορούσαν την εγκυρότητα της διαιτητικής απόφασης, όπως ο κατ΄ισχυρισμόν παράνομος διορισμός του διαιτητή.  Ούτε επίσης ισχυρισμούς για κατάχρηση εξουσίας εκ μέρους του διαιτητή ή παράνομη, κατά τη θέση του, επιδίκαση τόκων ή για υπέρβαση εξουσίας σε σχέση με την έκδοση διατάγματος εκποίησης της υποθήκης.  Όπως ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής καταλήγει, τα ζητήματα αυτά θα μπορούσαν να τεθούν μόνο στα πλαίσια έφεσης ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου δυνάμει του αρθ.52.4 του περί Συνεργατικών Εταιρειών Ν.22/85.[1]

 

Το Δικαστήριο στη συνέχεια προχώρησε να εξετάσει τις διαδικαστικές προϋποθέσεις για εγγραφή της απόφασης κάτω από το πρίσμα της ένστασης του εφεσείοντα ότι η διαιτητική απόφαση δεν ήταν σαφής αφού αφήνει τη δυνατότητα στους εφεσίβλητους «να αυξήσουν το ποσό μέσω της αύξησης του επιτοκίου».

 

Απορρίφθηκε και αυτή η θέση στη βάση του ότι τέτοια αναφορά δεν υπάρχει στο διατακτικό μέρος της διαιτητικής απόφασης.  Σύμφωνα με την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν υπάρχει καμιά ασάφεια και αοριστία στη διαιτητική απόφαση.

 

Κατέληξε δε το Δικαστήριο ως εξής:

Ενόψει όλων των πιο πάνω, οι ισχυρισμοί που τέθηκαν στην ένσταση και στην αγόρευση του συνηγόρου υπεράσπισης για ασάφεια και αοριστία της υπό κρίση διαιτητικής απόφασης, δεν ευσταθούν και ως εκ τούτου απορρίπτονται.

 

Συνοψίζοντας όλα τα πιο πάνω κρίνω ότι η αιτήτρια έχει αποδείξει όλες τις προϋποθέσεις για την εγγραφή της υπό κρίση διαιτητικής απόφασης για σκοπούς εκτέλεσης αφού αυτή:

 

● Εκδόθηκε νόμιμα από διαιτητή που διορίστηκε δυνάμει του άρθρου 52.2 του Περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου 22/85 και μετά που ο καθ’ ου η αίτηση 1 πληροφορήθηκε για την ημερομηνία διεξαγωγής της διαδικασίας διαιτησίας, στην οποία και παρευρέθηκε.

 

● Έχει γνωστοποιηθεί στον καθ’ ου η αίτηση 1, ο οποίος παρέλειψε να καταχωρήσει αίτηση - έφεση κατά της πιο πάνω διαιτητικής απόφασης στο Επαρχιακό Δικαστήριο εντός της προθεσμίας των 21 ημερών που καθορίζει το άρθρο 52.4 του Περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου 22/85 προκειμένου να αμφισβητήσει την εγκυρότητα της διαιτητικής διαδικασίας. Ως αποτέλεσμα, η πιο πάνω διαιτητική απόφαση κατέστη τελική δυνάμει του άρθρου 52.5 του ιδίου νόμου και μπορεί να εκτελεστεί κατά τον ίδιο τρόπο ως να ήταν απόφαση πολιτικού δικαστηρίου.

 

● Έχει τα όλα τα χαρακτηριστικά στοιχεία έγκυρης διαιτητικής απόφασης.

 

Ως εκ τούτου, η αίτηση εγκρίνεται”.

 

Ο εφεσείων επανέρχεται επί των θεμάτων της ένστασής του διατυπώνοντας 6 λόγους έφεσης, από τους οποίους προώθησε 5, ότι δηλαδή το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε και/ή δεν εξέτασε τον ισχυρισμό του εφεσείοντα ότι η διαιτητική απόφαση είναι άκυρη και ως τέτοια δεν μπορούσε να εγγραφεί (1ος λόγος), εσφαλμένα εκρίθη πρωτοδίκως ότι η αναφορά σε αυξομείωση του τόκου ουδόλως καθιστά την απόφαση αβέβαιη, ασαφή και αόριστη (2ος λόγος), ότι εσφαλμένα δεν εξέτασε και/ή έκρινε ότι στερείται δικαιοδοσίας να ελέγξει την ορθότητα του διορισμού του διαιτητή και της διαδικασίας διαιτησίας (4ος λόγος), ότι εσφαλμένα έκρινε ότι ο ισχυρισμός του εφεσείοντα πως η όλη διαδικασία ήταν άκυρη και ανυπόστατη είναι θέμα ουσίας (5ος λόγος) και ότι εσφαλμένα επέτρεψε την εγγραφή της διαιτητικής απόφασης (6ος λόγος). 

 

Σημειώνεται ότι ο 3ος λόγος δεν έχει προωθηθεί στο περίγραμμα και ως εκ τούτου θεωρείται ως εγκαταληφθείς.  (Βλ. Aζόφ ν. Προδρόμου κ.ά. (2006)1Α ΑΑΔ 331). 

 

Οι δύο πρώτοι λόγοι ως εκ της συνάφειάς τους θα εξετασθούν από κοινού.   Αφορούν το θέμα του πρωτόδικου ευρήματος ότι η διαιτητική απόφαση δεν είναι ασαφής, εν αντιθέσει της εισήγησης του εφεσείοντα, ως εκ της, κατά τη θέση του, αυθαίρετης δυνατότητας των εφεσιβλήτων να αυξομειώνουν τον τόκο. 

 

Η εισήγηση αυτή έχει ως έρεισμα την πρόνοια για επιδίκαση ποσού πλέον τόκο τον οποίο η Συνεργατική «δύναται να αυξομειώνει σύμφωνα με τις πρόνοιες της εκάστοτε νομοθεσίας».  Αυτές οι πρόνοιες, λέει ο εφεσείων, δεν καθορίζονται και συνεπώς η τοκοφορία παραμένει αδιευκρίνιστη με τρόπο αυθαίρετο.  Είναι περαιτέρω εισήγησή του πως η διαιτητική απόφαση «δυνατόν να τον θέσει σε δυσμενή θέση  παραβιάζοντας, στο στάδιο της εκτέλεσης, αρχές της φυσικής δικαιοσύνης και της δίκαιης δίκης αφού δεν φέρει τα απαραίτητα χαρακτηριστικά έγκυρης απόφασης».

 

Οι εισηγήσεις του εφεσείοντα είναι αθεμελίωτες.  Εξηγήσαμε πιο πάνω, ότι ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής ενώ σημείωσε την πιο πάνω αναφορά στο προοίμιο της απόφασης και αυτό ως παράθεση των θέσεων των εφεσιβλήτων, στη συνέχεια κατέστησε ξεκάθαρο, ότι αυτή δεν αποτελεί μέρος του διατακτικού της απόφασης, ούτε βεβαίως επηρεάζει το λεκτικό αυτής. 

 

Επιβεβαιώνεται η πρωτόδικη κρίση ότι στο διατακτικό της διαιτητικής απόφασης το οποίο μάλιστα φέρει τον τίτλο «απόφαση» δεν γίνεται καμία αναφορά σε αυξομείωση του επιτοκίου. 

 

Στο Σύγγραμμα Russell on Arbitration 20th ed. p.314 etc αναφέρονται:

«Αn award ought to be certain, so that no reasonable doubt can arise upon the face of it as to the arbitrator’s meaning, or as to the nature and extent of the duties imposed by it on the parties”.

 

Δεν υφίσταται κανένας λόγος ανησυχίας του εφεσείοντα για ασάφεια της απόφασης.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο καθηκόντως[2] ερμηνεύοντας τη διαιτητική απόφαση έκρινε πως αυτό που περιλαμβάνει «ήταν η επιδίκαση στους εφεσίβλητους του ποσού των €141,937.78 πλέον τον συμφωνηθέντα τόκο προς 9% ετησίως από 22.10.2012 με δικαίωμα ανακεφαλαιοποίησης δύο φορές τον χρόνο, την 30.6 και 31.12 εκάστου έτους».

 

Με βάση τη Νικολάου ν. Νέα Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Αγλαντζιάς (2012)1Α ΑΑΔ 714 η διαιτητική απόφαση πρέπει να φέρει τα απαραίτητα χαρακτηριστικά έγκυρης διαιτητικής απόφασης για να δύναται να εγγραφεί. 

 

Ορθώς πρωτοδίκως εκρίθη πως η επίδικη διαιτητική απόφαση φέρει τα χαρακτηριστικά έγκυρης απόφασης.  Οι λόγοι έφεσης 1 και 2 απορρίπτονται. 

Ως εκ της συνάφειάς τους, ομοίως ο 4ος και 5ος λόγος θα εξεταστούν από κοινού.  Οι λόγοι αυτοί αφορούν ουσιαστικά τον κατ΄ισχυρισμό παράνομο διορισμό του διαιτητή.  Αυτό σε συσχετισμό με τη θέση του εφεσείοντα πως ο παράνομος διορισμός θα έπρεπε να τύχει εξέτασης από το πρωτόδικο Δικαστήριο στο στάδιο εγγραφής της διαιτητικής απόφασης.  Η πρωτόδικη προσέγγιση επ΄αυτής της πτυχής με παραπομπή στη Νικολάου ν. Νέα Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία (ανωτέρω), είναι ορθή.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 52.1(α) του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου 22/85 ως ίσχυε τον ουσιώδη χρόνο, όταν προκύπτει διαφορά μεταξύ της Συνεργατικής Εταιρείας και μελών καταθετών, οφειλετών ή των εγγυητών τους, η διαφορά θα παραπέμπεται στον ΄Εφορο Συνεργατικών Διαφορών.    Σύμφωνα δε με το άρθρο 52(2)(β) ο ΄Εφορος δύναται να παραπέμπει τη διαφορά σε διαιτησία και δυνάμει του άρθρου 52.4 οποιοσδήποτε θεωρεί τον εαυτό του αδικημένο, δύναται να υποβάλει έφεση στο Eπαρχιακό Δικαστήριο 21 ημέρες από τη γνωστοποίηση της απόφασης.   

 

Παρά το ότι η νομική βάση της αίτησης και η διαδικασία της διαιτησίας διεξήχθη με βάση τον περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμο (ως άνω), συνεπικουρικά και αναλογικά εφαρμόζεται και ο περί Διαιτησίας Νόμος, Κεφ.4 αφού σύμφωνα με το άρθρο 52(2)(β) η διαιτησία διεξάγεται σύμφωνα με τις διατάξεις της εκάστοτε εν ισχύ νομοθεσίας περί διαιτησίας, δηλαδή το Κεφ.4 (βλ. Ζαμπά κ.ά. ν. Συνεργατική Κυπριακή Τράπεζα Λτδ, πολ.εφ.169/12, 6.6.2018, ECLI:CY:AD:2018:A273 και Ζαμπά κ.ά. ν. Συνεργατική Κυπριακή Τράπεζα Λτδ, πολ.εφ.96/12, 6.6.2018), ECLI:CY:AD:2018:A277

 

Με βάση το άρθρο 21 του Κεφ.4:

«Διαιτητική απόφαση πoυ εκδίδεται με βάση συvυπoσχετικό δύvαται, με άδεια τoυ Δικαστηρίoυ, vα εκτελεστεί κατά τov ίδιo τρόπo όπως δικαστική απόφαση ή διάταγμα με τηv ίδια ισχύ και σε τέτoια περίπτωση δύvαται vα καταχωρηθεί δικαστική απόφαση με περιεχόμεvo εκείvo της διαιτητικής απόφασης».

 

Το άρθρο 21, εν προκειμένω, είναι σχετικό μόνο σε σχέση με τη διαδικασία της εγγραφής της απόφασης (βλ. Πιττάκα ν. Γ. & Β. Χ΄Δημοσθένους Λτδ, (2004)1Γ ΑΑΔ 1895). 

 

Η διαδικασία  της εγγραφής της διαιτητικής απόφασης η οποία έχει γίνει τελεσίδικη δεν υποκαθιστά την έφεση.  Κάτι τέτοιο θα ήταν παράλογο αφού ακριβώς στην περίοδο των 21 ημερών δίδεται η δυνατότητα ενδίκου μέσου κατά της διαιτητικής απόφασης.  Ανοικτή επίσης είναι η δυνατότητα που έχει κάποιος, αν συντρέχουν οι αυστηρές προϋποθέσεις της νομοθεσίας και νομολογίας – να αναζητήσει ακύρωση της διαιτητικής απόφασης ή του πορίσματος (βλ. xxx Χριστοδούλου ν. ΣΠΕ Πολεμιού (2009)1Α ΑΑΔ 242 και Ψιλογένης κ.ά. ν. Νέα Συνεργατική Πάνω Πλατρών (2004) 1 ΑΑΔ 243).   Κάτι τέτοιο δεν έχει γίνει.  Οι εφεσίβλητοι, ως είχαν δικαίωμα, μερίμνησαν να εγγράψουν την υπέρ αυτών διαιτητική απόφαση με σκοπό την εκτέλεση αυτής. 

 

Θα συμφωνήσουμε πλήρως με τον ευπαίδευτο πρωτόδικο δικαστή πως ο εφεσείων δεν είχε δικονομική δυνατότητα διά της ενστάσεως να εισάξει θέματα που αφορούσαν την ορθότητα της διαιτητικής απόφασης ή διαδικαστικά θέματα που ανάγονται σε ζητήματα που θα έπρεπε ο οφειλέτης να επιδιώξει να λυθούν έγκαιρα είτε δι΄ αιτήσεως απομακρύνσεως του διαιτητή, είτε ακύρωσης του πορίσματός του είτε βεβαίως δι΄ εφέσεως. 

 

Όπως ορθά αναλύθηκε η νομική αρχή στη Νικολάου, ανωτέρω, η διαδικασία εγγραφής προσφέρεται για τη διαπίστωση θεμελιακών ζητημάτων φυσικής δικαιοσύνης (ως η προηγούμενη ενημέρωση του εφεσείοντα για την έκδοση διαιτητικής  απόφασης εναντίον του).  Όπως επίσης προσφέρεται για την εξέταση κατά πόσο η εν λόγω απόφαση φέρει τα απαραίτητα χαρακτηριστικά στοιχεία έγκυρης διαιτητικής απόφασης, όπως εξηγήσαμε πιο πάνω.   Στη Μiddlemiss and Gould (1973)1 Αll E.R. 172  (ανωτέρω) αναφέρονται τα εξής:

"once an award had been made and the time limit for challenging it had expired the award became final and binding; it should therefore be entered as a judgment and enforced accordingly; leave to enforce an award should only be refused where there was a real ground for doubting the validity of an award; even if it were the case that the arbitrator had wrongly decided a point of law, that did not make the award invalid; the point should have been brought up by way of case stated; as it had not been the award was final and binding."

 

Η αρχή επιβεβαιώνεται συνοπτικά αλλά δυναμικά και στην Παράσχου ν. Περιφερειακή Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία  Λευκωσίας Λτδ, Πολ.εφ.93/14, 22.4.2021.  (Βλ. επίσης και Χριστοφή ν. Συνεργατική Πιστωτική Εταιρειών Λατσιών, (2014)1Β ΑΑΔ 1183, ECLI:CY:AD:2014:A413).

 

Δεν υπάρχει βεβαίως εκ των προτέρων κατάλογος θεμάτων που εμποδίζεται να εγερθούν από το στάδιο εγγραφής διαιτητικής απόφασης.  Από τις αυθεντίες προκύπτει ότι εκεί που το ζήτημα μπορεί να πλήττει το θεμέλιο της διαδικασίας δεν αποκλείεται να μπορεί να εγερθεί.  Στην κρινόμενη περίπτωση όμως το προτεινόμενο να εγερθεί θέμα, με όλο το σεβασμό, είναι υποθετικά ή εικονικά που παρουσιάζεται ως θεμελιακό.  Η πλευρά του εφεσείοντα ουσιαστικά ισχυρίζεται ότι υπήρξε παραβίαση της σχετικής νομοθεσίας στο διορισμό διαιτητή και προβαίνει σε μια ανάλυση των προνοιών του Κεφ.4 ειδικά στη βάση της θέσης ότι δεν καταδείχθηκε «συνυποσχετικό και άλλα».  ΄Ομως η θέση αυτή στην πλήρη ανάπτυξή της στους λόγους 4 και 5 αγνοεί την απλή θεώρηση ότι ο Νόμος, που τυγχάνει εφαρμογής, είναι ο Ν.22/85.  Μόνο επικουρικά και αναλογικά ισχύουν οι διατάξεις του Κεφ.4 όχι όμως για να αντικαταστήσουν σαφείς πρόνοιες για διορισμό διαιτητή και τις εξίσου σαφείς ρυθμίσεις των σχετικών θεσμών που αφορούν τις συνεργατικές εταιρείες, οπότε δεν τίθεται θέμα συνυποσχετικού με βάση το Κεφ.4. 

 

Συνεπώς η ένσταση δεν είχε, εν τοις πράγμασι, αντίκρυσμα, αφού η διαιτητική απόφαση και υπόσταση είχε και δεν παρατηρείτο οποιαδήποτε παρανομία στο διορισμό διαιτητή.  Σε πτυχή του περιγράμματος του εφεσείοντα επιχειρείται η ένταξη ισχυρισμού περί παράνομης απόφασης του σημείου που αφορά τη διαταγή εκποίησης υποθήκης.  Η επιχειρηματολογία βασίζεται και πάλι στο Κεφ.4 (και ειδικά στο άρθρο 6).

 

Θεωρούμε ότι επί της πτυχής αυτής δεν έχει διατυπωθεί λόγος έφεσης αλλά ούτε και η υφιστάμενη αιτιολογία καλύπτει το θέμα, οπότε δεν δύναται να εξεταστεί.

 

Και οι λόγοι έφεσης 4 και 5 απορρίπτονται.

 

Ο λόγος έφεσης 6 ως ήδη παρατηρήσαμε και κατά την ακρόαση της έφεσης δεν έχει αυτόνομη αξία αφού, παρά το ότι είναι ανεπίτρεπτα γενικός, στην αιτιολογία του, συνδέεται με τους λοιπούς λόγους έφεσης και υφίσταται μάλλον ως σύνοψη όλων των προηγούμενων λόγων.  Η απόρριψή τους συνεπώς τον συμπαρασύρει, ομοίως, σε απόρριψη. 

 

Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει η έφεση απορρίπτεται με €3,000 έξοδα, πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει, υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον του εφεσείοντα.

                                                               ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

                                                               ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

                                                               ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.



[1] (4) Οποιοσδήποτε θεωρεί τον εαυτό του αδικημένο από την απόφαση οποιουδήποτε διαιτητή ή διαιτητών δύναται να υποβάλει έφεση στο Δικαστήριο εντός είκοσι και μιας ημερών (21) από της ημερομηνίας της προς αυτόν γνωστοποιήσεως της απόφασης.

[2] Middlemiss and Gould (1973) All E.R 172 και

In Wood v Griffith ((1818) 1 Swan 43 at 52, [1814–23] All ER Rep 294 at 298), στην οποία ο Lord Eldon LC ανέφερε τα ακόλουθα‘It is extremely clear that every award must be certain and final; but it has, particularly in more modern times, been considered the duty of the Court, in construing an award, to find that it is certain and final; and instead of leaning to a construction, which in effect would destroy nine-tenths of the awards made, if possible to put one consistent sense on all the terms.’

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο