ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΗΛ v. ΦΙΛΙΠΠΟΥ , ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 160/2012, 2/6/2021

ECLI:CY:AD:2021:A214

AΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ                                               

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 160/2012

 

 

[Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΤΛΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

02 ΙΟΥΝΙΟΥ, 2021

 

 

 

ΧΧΧ ΧΧΧ ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΗΛ

 

Εφεσείοντας /Αιτητής

 

ΚΑΙ

 

 

ΧΧΧ ΧΧΧ ΦΙΛΙΠΠΟΥ

 

Εφεσίβλητος/Καθ' ου η Αίτηση

-------------------------------

 

Κ. Χατζηϊωάννου, για τον Εφεσείοντα

Α. Βρυωνίδης, για τον Εφεσίβλητο

---------------------------------

 

Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.  Θα δοθεί από τον Παρπαρίνο Δ.

------------------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.  Ο Εφεσείων είναι ο ιδιοκτήτης του ακινήτου με αριθμό εγγρ. 6ΧΧ7, Τεμάχιο 1Χ6 του χωριού ΧΧΧ.  Η εγγραφή 6ΧΧ7 δεν βασίζεται πάνω στο εν χρήσει Κυβερνητικό Χωρομετρικό Σχέδιο.  Ως έκταση του αναφέρονται στον τίτλο του τα τέσσερα δεκάρια και 348 τ.μ.  Στον ίδιο όμως τίτλο αναφέρεται ότι αυτός είναι προσωρινός και υπάρχει σημείωση ότι η εγγραφή δεν βασίζεται στο εν χρήσει σχέδιο και ότι το εμβαδόν του είναι σύμφωνα με την εγγραφή του 4 δεκάρια και 14 τ.μ. (4014 τ.μ.)

 

Ο Εφεσίβλητος είναι ιδιοκτήτης του όμορου ακινήτου με αριθμό εγγραφής 8ΧΧ9, Τεμάχιο 5Χ0.  Η εγγραφή 8ΧΧ9 στηρίζεται στο εν χρήσει Κυβερνητικό Χωρομετρικό Σχέδιο.  Δυνάμει του Άρθρου 58 του ΚΕΦ. 224 κατεχωρήθη η Αίτηση ΑΧ1ΧΧ0/04 για επίλυση συνοριακής διαφοράς σχετικά με το κοινό σύνορο τους.  Διεξήχθησαν τρεις επιτόπιες εξετάσεις στις 16.6.2005, 28.9.2006 και 5.1.2007 αφού δόθηκαν οι σχετικές ειδοποιήσεις στους ενδιαφερόμενους.  Κατά τις δύο τελευταίες επιτόπιες εξετάσεις εξετάστηκαν ταυτόχρονα και άλλες δύο αιτήσεις επίλυσης συνοριακής διαφοράς με αριθμούς ΑΧ8Χ4/2006 και ΑΧΧ45/2006 που αφορούν ακίνητα της ίδιας οικογένειας του Αιτητή και τα οποία συνορεύουν με το ακίνητο τεμάχιο 1Χ6 του Εφεσίβλητου.  Αυτά είναι το τεμάχιο 1Χ7 και  τεμάχιο 1Χ8.

 

Κατά την πρώτη επιτόπια εξέταση που έγινε στις 16.6.2005 αφού υποδείχθηκε επί τόπου η συνοριακή διαφορά έγινε χωρομετρική εργασία και τοποθετήθηκαν τα σχετικά ορόσημα που καθορίζουν το εγγεγραμμένο σύνορο του Τεμαχίου 5Χ0 προς την πλευρά του Τεμαχίου 1Χ6.  Ο Εφεσείων αμφισβήτησε αυτά και ζήτησε με επιστολή του την επανεξέταση της υπόθεσης παρουσία δικού του τοπογράφου.  Ο Εφεσίβλητος συνεφώνησε προς τούτο νοουμένου ότι θα εξετάζοντο ταυτόχρονα και οι τρεις άνω αιτήσεις συνοριακής διαφοράς.  Ακολούθησε, ως αποτέλεσμα, η δεύτερη επιτόπια έρευνα που έγινε στις 28.9.2006 για όλα τα ακίνητα.  Υποδείχθηκε η συνοριακή διαφορά και ακολούθησε η χωρομετρική εργασία από τον χωρομέτρη ο οποίος τοποθέτησε τα σχετικά ορόσημα.  Αμέσως μετά και επιτόπου προέκυψε συμφωνία για αναπροσαρμογή συνόρων για το σύνορο μεταξύ του Τεμαχίου 5Χ0 προς το Τεμάχιο 1Χ6.  Συγκατατέθηκαν γραπτώς προς τούτο οι πληρεξούσιοι αντιπρόσωποι των δύο ιδιοκτητών επί σχεδιαγράμματος που ετοίμασε ο χωρομέτρης πλην όμως όταν ζητήθηκε η υπογραφή του σχετικού εντύπου/δήλωση επίλυσης συνοριακής διαφοράς ο πληρεξούσιος αντιπρόσωπος του Εφεσείοντα αποχώρησε, προσωρινά όπως δήλωσε, χωρίς τελικά να επαναπαρουσιαστεί.  Διεξήχθη εν συνεχεία η τρίτη επιτόπια εξέταση στις 5.1.2007 και για τα τρία ως άνω ακίνητα.  Αφού και πάλι υποδείχθηκε η συνοριακή διαφορά ο χωρομέτρης προέβη σε χωρομετρική εργασία και τοποθέτησε ως αποτέλεσμα τα σχετικά ορόσημα στην ίδια θέση όπως και την προηγούμενη εξέταση στις 28.9.2006.

 

Η όλη χωρομετρική εργασία διεξήχθη με βάση το εν χρήσει Κυβερνητικό Χωρομετρικό Σχέδιο κλίμακας 1:5000 επί της οποίας βασίζεται η εγγραφή 8ΧΧ9 του Τεμαχίου 5Χ0.  Η εργασία ελέχθηκε και ο Διευθυντής στηριζόμενος στο Άρθρο 50 προχώρησε στην απόφαση του ημερ. 10.4.2008 με την οποία έκρινε ότι η διαφιλονικούμενη έκταση γης αποτελεί μέρος του ακινήτου του Εφεσίβλητου και όχι του ακινήτου του Εφεσείοντα.  Το ίδιο έκρινε με ξεχωριστές αποφάσεις του και για τα ακίνητα Τεμάχια 1Χ7 και 1Χ8.  Οι αποφάσεις αυτές εξετάζονται στις Π.Ε. αρ. 36/2014 και 176/2013 σημερινής ημερομηνίας.

 

Ο Εφεσείοντας καταχώρησε Έφεση/Αίτηση κατά της απόφασης του Διευθυντή προβάλλοντας διάφορους λόγους.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε όλες τις θέσεις του Εφεσείοντα και δικαίωσε τον Εφεσίβλητο.

 

Ο Εφεσείων με 8 λόγους έφεσης προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση ως εσφαλμένη.  Προβάλλει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αντελήφθηκε την έννοια συσχετισμού εγγραφής με τεμάχιο επί οποιουδήποτε χωρομετρικού σχεδίου και συνεπώς το βάσιμο της εγγραφής και εσφαλμένα, αντίθετα με την μαρτυρία, κατέληξε ότι η εγγραφή 6ΧΧ7 του Εφεσείοντα δεν σχετίζεται με οποιοδήποτε κυβερνητικό χωρομετρικό σχέδιο (πρώτος λόγος).  Με το δεύτερο λόγο προβάλλει ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε και εφάρμοσε το Άρθρο 50 του ΚΕΦ. 224 και εσφαλμένα δεν απέδωσε στην εγγραφή 6ΧΧ7 την έκταση του Τεμαχίου 1Χ6.  Επίσης ότι εσφαλμένα αντελήφθηκε την αιτιολογημένη απόφαση του Διευθυντή και εσφαλμένα έκρινε ότι ο Διευθυντής δεν αποφάσισε ζητήματα εχθρικής κατοχής (τρίτος λόγος).  Περαιτέρω, ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπάρχει νομικό σφάλμα στην απόφαση του Διευθυντή (τέταρτος λόγος) και εσφαλμένα έκρινε ότι έγινε ενδελεχής έρευνα ενώ αντίθετα δεν έγινε και εσφαλμένα το Δικαστήριο δεν  ασχολήθηκε με το ζήτημα αυτό (πέμπτος λόγος).  Επίσης, εσφαλμένα απόρριψε την θέση του Εφεσείοντα ότι η επίδικη απόφαση στηρίχθηκε σε πλάνη περί τα πράγματα ήτοι σε εσφαλμένη χωρομετρική εργασία και γεγονότα (εκτός λόγος).  Με τον έβδομο λόγο προσβάλλεται η αξιολόγηση της μαρτυρίας ως εσφαλμένη και με τον όγδοο ότι εσφαλμένα αντιμετωπίστηκε το ζήτημα της μεροληψίας και τέλος με τον ένατο λόγο ότι εσφαλμένα αντιμετωπίστηκε το ζήτημα της απόδειξης και εσφαλμένα δεν δέχτηκε  την πραγματογνωμοσύνη για τον Εφεσείοντα.

 

Ο Διευθυντής του Κτηματολογίου, συμφώνως του Άρθρου 58 του ΚΕΦ. 224, έχει επιτακτική υποχρέωση να επιλύει οποιαδήποτε διαφορά ως προς τα σύνορα η οποία τίθεται ενώπιον του.  Υποχρεούται να επιλύσει τη διαφορά ως προς τα σύνορα κατά το καλύτερο δυνατό πάντοτε υπό το φως του υλικού που είναι στη διάθεση του και των μητρώων του Κτηματολογίου.  Όπως λέχθηκε στην Pitsilides v. Nasif (1982) 1 C.L.R. 426 το καθήκον του να επιλύσει την συνοριακή διαφορά είναι υποχρεωτική (mandatory duty) (βλ. Μάρκου Πασχάλη (2001) 1 Α.Α.Δ. 829, Κωμοδρόμου ν. Κόκου (2013) 1 Α.Α.Δ. 1442).

 

Η ορθότητα της απόφασης του Διευθυντή υπόκειται στον Δικαστικό Έλεγχο δυνάμει του Άρθρου 80 του ΚΕΦ. 224 και το Επαρχιακό Δικαστήριο έχει εξουσία και ευχέρεια να την υποκαταστήσει με απόφαση του ασκώντας τη δική του διακριτική ευχέρεια στην βάση των επίδικων γεγονότων (βλ. Κάκουλλου ν. Ποχουζούρη κ.α. (Αρ.1) (1992) 1 Α.Α.Δ. 1143, "Kafieros & Another Theocharous & Others" v. Theocharous & Others (1978) 1 C.L.R. 619)  Η διαδικασία που ακολουθείται είναι η ίδια που ακολουθείται από το Ανώτατο Δικαστήριο στην Αναθεωρητική του δικαιοδοσία στον τομέα του Διοικητικού Δικαίου (βλ. Κάκουλλου (άνω), Οικονόμου κ.α. ν. Φιλίππου Π.Ε. 366/2011 ημερ. 6.11.2017, ECLI:CY:AD:2017:A388)

 

Επιγραμματικά οι εξουσίες του Διευθυντή και Δικαστηρίου καταγράφονται στο ακόλουθο απόσπασμα:

 

"………….. ο Διευθυντής ενεργώντας στα πλαίσια των εξουσιών που του παρέχονται από τα Άρθρα 50 και 58 για επίλυση συνοριακών διαφορών, έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια, η ενάσκηση της οποίας εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου (βλ. επίσης Χατζησοφρωνίου ν. Δημοσθένους (2011 ) 1 Α.Α.Δ. 885). Το Επαρχιακό Δικαστήριο, κατά τον έλεγχο της νομιμότητας και ορθότητας της απόφασης του Διευθυντή, δυνάμει του μηχανισμού που παρέχεται από το Άρθρο 80 του Κεφ. 224, εφαρμόζει τις αρχές που διέπουν το δικαστικό έλεγχο διοικητικών πράξεων. Ωστόσο, το Επαρχιακό Δικαστήριο δικαιούται να αντικαταστήσει την κρίση του Διευθυντή, αλλά θα πρέπει να υπάρχουν ισχυροί λόγοι για να ακολουθήσει μια τέτοια πορεία."

 

 (βλ. Είκοσι Πίτσα Γεωργίου κ.α. ν. Βύρωνα Αργυρού Αργυρίδη (2012) 1 Α.Α.Δ. 1859)

 

Θα συνεξετάσουμε όλους τους λόγους έφεσης λόγω της ταύτισης των νομικών θεμάτων που άπτονται οι περισσότεροι εξ αυτών με αποτέλεσμα να επηρεάζονται και οι λοιποί.

 

Είναι αναμφισβήτητο ότι η εγγραφή 8ΧΧ9 του Τεμαχίου 5Χ0 που ανήκει στον Εφεσίβλητο βασίζεται στο εν χρήσει σχέδιο και συνεπώς η έκταση γης που καλύπτει είναι εκείνη που καθορίζεται στο σχέδιο.  Αντίθετα, η εγγραφή του Εφεσείοντα 6ΧΧ7 που αφορά το Τεμάχιο 1Χ6 δεν στηρίζετο επί του εν χρήσει Επίσημου Χωρομετρικού Σχεδίου και ουδέποτε εξεδόθη για το Τεμάχιο αυτό εκσυγχρονισμένη εγγραφή βασισμένη στο εν χρήσει χωρομετρικό σχέδιο. Γεγονός το οποίο γνώριζε ο Εφεσείων από τον χρόνο μεταβίβασης του τεμαχίου επ'  ονόματι του.  Ο τίτλος ιδιοκτησίας που παρουσίασε (Τεκμ 4) είναι προσωρινός τίτλος που εκδόθηκε λόγω της μεταβίβασης και είναι αντίγραφο του τίτλου της μη βασιζόμενης στο εν χρήσει σχέδιο εγγραφής, με μόνη διαφορά ότι αναγράφεται επ'  αυτού ως έκταση του 4 δεκάρια και 348 τ.μ..  Στον ίδιο τίτλο όμως υπάρχει σημείωση ότι η εγγραφή δεν βασίζεται στο εν χρήσει σχέδιο και ότι η έκταση σύμφωνα με την εγγραφή είναι 4014 τ.μ.  Το εσφαλμένο εμβαδόν σύμφωνα με την προσαχθείσα μαρτυρία, των 4 δεκαρίων 348 τ.μ. είναι προϊόν εμβαδομέτρησης του Τεμαχίου 1Χ6 με μη ακριβείς μεθόδους που έγινε το 1920 κατά τη γενική χωρομετρία του χωριού ΧΧΧ και είναι ενδεχόμενο να μην αντιπροσωπεύει το πραγματικό εμβαδόν του Τεμαχίου 1Χ6, όπως αυτό προκύπτει από τα εν χρήσει σχέδια με την σύγχρονο μέθοδο εμβαδομέτρησης.  Ο τίτλος ιδιοκτησίας υπενθυμίζεται ότι δεν είναι απόλυτος ως προς το περιεχόμενο του, εδώ, κατά το μέρος που μας ενδιαφέρει, το εμβαδόν του και σύνορα του.

 

"Δεν πρέπει να διαλανθάνει της προσοχής μας ότι το πιστοποιητικό εγγραφής δεν είναι ο αυθεντικός οδηγός της ιδιοκτησίας, αλλά η εκ πρώτης όψεως απόδειξή της.  Αυθεντικό οδηγό της ιδιοκτησίας αποτελεί ο συσχετισμός τεμαχίου προς το κτηματολογικό σχέδιο.  Αυτό προβλέπει το άρθρο 50 του νόμου.  Όταν η ιδιοκτησία δεν μπορεί να προσδιορισθεί με τον τρόπο που καθορίζει ο νόμος λόγω λάθους στα σχέδια, βιβλία και εγγραφές του Κτηματολογίου, τότε υπεισέρχεται το άρθρο 61 ώστε να αποκαθαρισθούν από το λάθος τα σχέδια και μητρώα και να δώσουν αυθεντική εικόνα της ιδιοκτησίας." 

 

(Βλ. Ιωάννου Άννα Μιλτιάδη ν. Σοφίας Κωνσταντίνου κ.α. (1999) 1 Α.Α.Δ. 749)

 

Το Άρθρο 61 παρέχει εξουσία για διόρθωση τυχόν λαθών και παραλείψεων στα Κτηματολογικά Σχέδια, βιβλία και εγγραφές.  Σκοπεί στην διόρθωση τους, εάν υπάρχουν, ώστε να καθοριστεί η ιδιοκτησία απαλλαγμένη από αυτά.  Εδώ ο Εφεσείων στηρίζει την όλη θέση του στον τίτλο ιδιοκτησίας του προκειμένου να καταδείξει την ιδιοκτησία του επί του Τεμαχίου 1Χ6.  Αυτό εκ των πραγμάτων αποτελεί σφάλμα.  Ο τίτλος εγγραφής, ως έχει λεχθεί, αποτελεί εκ πρώτης όψεως μαρτυρία για την ιδιοκτησία του. Η γη η οποία καλύπτεται από το πιστοποιητικό εγγραφής ακίνητης ιδιοκτησίας προσδιορίζεται από το Άρθρο 50 του ΚΕΦ. 224.

 

"Η έκταση γης που καλύπτεται από εγγραφή τίτλου επί ακίνητης ιδιοκτησίας είναι η έκταση του τεμαχίου με το οποίο δύναται να συσχετιστεί η εγγραφή πάνω σε οποιοδήποτε Κυβερνητικό χωρομετρικό σχέδιο ή πάνω σε οποιοδήποτε άλλο σχέδιο που καταρτίστηκε πάνω σε κλίμακα από το Διευθυντή:

 

Νοείται ότι όταν η εγγραφή δεν δύναται να συσχετιστεί με οποιοδήποτε τέτοιο σχέδιο η έκταση αυτή είναι η έκταση της γης στην οποία δικαιούται ο κάτοχος του τίτλου λόγω εχθρικής κατοχής, αγοράς ή κληρονομιάς."

 

 

Στην Χ'Ιωάννου ν. Κωνσταντίνου  κ.α. (1993) 1 Α.Α.Δ. 844 λέχθηκαν τα ακόλουθα σχετικά και τα οποία τυγχάνουν εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση. 

 

"Η έκταση γης που καλύπτεται από εγγραφή τίτλου επί ακίνητης ιδιοκτησίας είναι η έκταση του τεμαχίου προς το οποίο η εγγραφή μπορεί να συσχετισθεί επί οποιουδήποτε χωρομετρικού σχεδίου ή οποιουδήποτε άλλου σχεδίου καταρτισθέντος επί κλίμακος από το Διευθυντή του Κτηματολογίου. Εκτός αν είναι δυνατός τέτοιος συσχετισμός, που δεν είναι η περίπτωση εδώ, οπότε ως τέτοια έκταση θεωρείται εκείνη στην οποία ο κάτοχος του τίτλου δικαιούται λόγω εχθρικής κατοχής, αγοράς ή κληρονομιάς. (Βλ. άρθρο 50 του Κεφ. 224). Ως συνοριακή διαφορά, με την έννοια του άρθρου 58, θεωρείται η αμφισβήτηση ως προς την τοποθέτηση των συνόρων ακινήτου επί του εδάφους με τρόπο που να ανταποκρίνεται προς το σύνορο που περιγράφεται στο πιστοποιητικό εγγραφής ή καθορίζεται σε σχέδιο. Δεν εμπίπτει στον όρο η αμφισβήτηση ως προς το κατά πόσο η περιγραφή του ακινήτου στο πιστοποιητικό εγγραφής ή ο καθορισμός των συνόρων του σε σχέδιο είναι ορθός ή εσφαλμένος. (Βλ. Sherife Moustafa Mulla Ibrahim v. Mehmed Salih Souleyman 19 C.L.R. 237). Δεν μπορούμε, επομένως, να δούμε πως είναι δυνατό να υπεισέλθει ζήτημα λάθους στο χωρομετρικό σχέδιο στο πλαίσιο της διαδικασίας προς επίλυση συνοριακής διαφοράς. Εν πάση περιπτώσει, στο βαθμό που ο ισχυρισμός για το λάθος προτάθηκε ως λόγος για τον οποίο η απόφαση του Διευθυντή ήταν εσφαλμένη δεν ήταν επιτρεπτό να εξεταστεί για το λόγο που προαναφέραμε."\

 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε εκτενώς τα όσα προβλήθηκαν από τον Εφεσείοντα και αφού ανέλυσε την μαρτυρία έκρινε ότι η απόφαση του Διευθυντή δεν περιέχει νομικό σφάλμα, είναι νομικά ορθή και δεν πάσχει από πλάνη περί τα πράγματα ως ήταν η εισήγηση ότι δηλαδή  στηρίχθηκε σε λανθασμένη χωρομετρική εργασία και γεγονότα. Επίσης, δεν καταδείχθη και συμφωνούμε προς τούτο, ότι αυτή ήταν προϊόν μεροληψίας, έλλειψης δέουσας έρευνας και ότι αυτή ήταν εσφαλμένη καθ'  οιονδήποτε τρόπο.  Σε σχέση με τους λόγους έφεσης που αφορούν την αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν βρίσκουμε ότι ο τρόπος αξιολόγησης της μαρτυρίας αυτής δεν ήταν σύμφωνος με τις καθιερωμένες αρχές της νομολογίας με αποτέλεσμα τον αποκλεισμό επέμβασης μας (βλ. Αγησιλάου ν. Χρίστου (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 713). Η χωρομετρική εργασία έγινε με αποδεκτή μέθοδο και λήφθηκαν σταθερά σημεία για τις αναγκαίες μετρήσεις.  Η μη λήψη άλλων σταθερών σημείων όπως ο "Καζαμάς" δεν σημαίνει ότι η χωρομετρική εργασία που έγινε από το Κτηματολόγιο δεν ήταν ορθή ως η εισήγηση του Εφεσείοντα.  Δικαιολογήθηκε πλήρως η μη συμπερίληψη του άνω σταθερού σημείου στις μετρήσεις που έγιναν επιτόπου από τον χωρομέτρη Μ.Υ.2, όπως δικαιολογήθηκε επαρκώς ότι οι αεροφωτογραφίες δεν μπορούσαν να βοηθήσουν στον καθορισμό των συνόρων.  Δεν κρίνουμε ότι η διενεργηθείσα εργασία είναι εσφαλμένη, πεπλανημένη ή μη αιτιολογημένη.  Υπενθυμίζεται ότι τα θέματα που εξετάζονται σύμφωνα με το Άρθρο 58, περιορίζονται σε τεχνικά θέματα και όχι διεκδίκηση ουσιαστικών δικαιωμάτων.  Πρόκειται περιοριστικά για κτηματολογικό θέμα εντός της πραγματοσύνης του Τμήματος Κτηματολογίου, το οποίο έχει τα μέσα και τα στοιχεία ώστε να καθίσταται ο φυσιολογικός φορέας επίλυσης τους.  (Βλ. Αυγουστή κ.α. ν. Σπυρίδου Π.Ε. 114/2012 ημερ. 24.4.2018.)  Επίσης, εάν ο Εφεσείων επιθυμούσε να προσβάλει την επίδικη απόφαση του Διευθυντή στηριζόμενος σε μεροληψία, θα έπρεπε να καταχωρήσει αγωγή και όχι αίτηση/έφεση (βλ. Χ'Ιωάννου (άνω)).

 

Στην παρούσα υπόθεση καθοριστικό για επίλυση της διαφοράς είναι το Άρθρο 50 του ΚΕΦ. 224.  Εφόσον το Τεμάχιο 5Χ0 του Εφεσίβλητου είναι εγγεγραμμένο και συσχετισμένο με το εν ισχύει κτηματολογικό σχέδιο ήταν καθήκον του Κτηματολογίου να μεταφέρει μέσω των μετρήσεων του το σχέδιο  επιτόπου και να καθορίσει τα προκύπτοντα σύνορα που καθόριζαν και την  έκβαση της συνοριακής διαφοράς.  Δεν ήταν επιτρεπτό για τον Διευθυντή να διορθώσει το σχέδιο ως εσφαλμένο ή να μην το εφαρμόσει ως τέτοιο, στη βάση της επιτόπου κατάστασης ως προς τα φυσικά στοιχεία τα οποία ενδεχομένως να αντιστρατεύοντο την ορθότητα του ή ακόμη να δημιουργούσαν και αμφιβολίες γι' αυτό.  Εάν αυτή ήτο η εισήγηση του Εφεσείοντα τότε θα έπρεπε να ακολουθηθεί άλλη νομική οδό, αυτή του Άρθρου 61 προς διόρθωση λάθους  στο σχέδιο και εγγραφής που σχετίζεται προς αυτό.  Η διαφορά μεταξύ του Άρθρου 58 και 61 είναι κρίσιμη καθότι στην πρώτη περίπτωση η διαφωνία ως προς τα σύνολα επιλύεται με βάση το σχέδιο η ορθότητα του οποίου θεωρείται ως δεδομένη ενώ στη δεύτερη περίπτωση αφορά διόρθωση του ιδίου του σχεδίου που αντανακλά την έκταση της γης που οι ιδιοκτήτες δικαιούνται.  Στην παρούσα περίπτωση, εφόσον ο Διευθυντής και το πρωτόδικο Δικαστήριο απεδέχθησαν την επιτόπου χωρομέτρηση εργασία και έλεγχο που έγινε από τους αρμόδιους υπαλλήλους του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, Ιωακείμ και Δήμου, ως ορθή το θέμα λήγει.  Ο ανάβολος που αναφέρθηκε από τον Αιτητή και υψομετρική διαφορά που παρατήρησαν οι μάρτυρες του, Παναγιώτου και Ανδρέου ως ένδειξη φυσικού συνόρου χωρίς να υπεισέρχεται η ακρίβεια ή η διαχρονική σταθερότητα τους, δεν μπορούσαν  να επηρεάσουν την κρίση του Διευθυντή στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης.  Στην Χαραλάμπους ν. Κωνσταντίνου (2010) 1 Α.Α.Δ. 1972, η ύπαρξη παλαιάς υφιστάμενης κατοικίας και τοίχου, καθώς και το γεγονός ότι η συνοριακή γραμμή περνούσε μέσα από το υπνοδωμάτιο της κατοικίας της Εφεσίβλητης δεν ήτο αρκετό για να ανατρέψουν τα εν χρήσει σχέδια και όλες τις υπόλοιπες μετρήσεις στις οποίες προέβη το Κτηματολόγιο με την χρήση μετροταινίας, έρευνας σε παλαιούς φακέλους διαχωριζομένων τεμαχίων και σταθερή έρευνα στην γύρω περιοχή.  Περαιτέρω, εσφαλμένη είναι η θεώρηση του Εφεσείοντα ότι ο Διευθυντής αποφάσισε θέματα εχθρικής κατοχής.  Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα από την απόφαση του, παράγρ. 10, όπου αναφέρεται ότι στηριζόμενος στην χωρομετρική εργασία που έγινε και έλεγχο της και αφού διαπιστώθηκε η ορθότητα του καταλήγει στο εγγεγραμμένο σύνορο στο Τεμάχιο 5Χ0 που είναι αυτό που υπεδείχθη επιτόπου και φαίνεται με μαύρη γραμμή επί του σχεδίου.  Συνεπώς, εκείνο που αποφάσισε είναι το σύνορο των όμορων κτημάτων το οποίο υπέδειξε τόσο επιτόπου όσο και επί του σχεδίου.

 

Έχοντας υπόψιν όλα τα πιο πάνω δεν έχουμε πειστεί ότι η απόφαση του Διευθυντή πάσχει με οποιοδήποτε τρόπο, σύμφωνα με τις αρχές του διοικητικού δικαίου ή είναι λανθασμένη.  Ο Εφεσείων απέτυχε να αποδείξει ότι υπάρχει οποιοσδήποτε ισχυρός λόγος ώστε να ανατραπεί η απόφαση του Διευθυντή ή η πρωτόδικη απόφαση.

 

Η Έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα €3.000 πλέον Φ.Π.Α. υπέρ του Εφεσίβλητου όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

 

                                                                   Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.

                                                                    Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

                                                        Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΤΛΙΑΔΟΥΣ, Δ.

/γκ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο