ΠΕΡΙΚΚΕΝΤΗ v. ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 19/2014, 28/6/2021

ECLI:CY:AD:2021:A286

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 19/2014

 

28 Ιουνίου, 2021

 

  [Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.Δ.]

 

Μεταξύ -

xxx ΠΕΡΙΚΚΕΝΤΗ

Εφεσείοντα/Ενάγοντα

 

ΚΑΙ

 

xxx ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ

Εφεσίβλητου/Εναγομένου

 

………………..

Μεν. Κυπριανού για Μιχ. Κυπριανού & Σια ΔΕΠΕ, για τον εφεσείοντα

Στ. Ερωτοκρίτου για Α.Π. Ερωτοκρίτου & Σια ΔΕΠΕ, για τον εφεσίβλητο

----------------

 

 

 

Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δ. Σωκράτους, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.:  Το ατύχημα το οποίο επεσυνέβη στις 29/6/2004 στον κύριο δρόμο Ανθούπολης-Παλαιχωρίου (στο εξής ο κύριος δρόμος) στη Λευκωσία ήταν το αντικείμενο σχετικής αγωγής με την οποία ο ενάγων/εφεσείων διεκδικούσε γενικές και ειδικές αποζημιώσεις, εναντίον του εναγόμενου/εφεσίβλητου καταλογίζοντας σε αυτόν την ευθύνη για την πρόκληση του ατυχήματος.

 

Κατά την ακροαματική διαδικασία κατέστη παραδεκτό γεγονός ότι οι ειδικές ζημιές του εφεσείοντα επί πλήρους ευθύνης ανέρχονται στο ποσό των €9.500 με νόμιμο τόκο επί του ½ αυτού από τις 15/3/2006 (ημερομηνία καταχώρησης της αρχικής έκθεσης Απαιτήσεως).

 

Σύμφωνα με την Έκθεση Απαίτησης, ο εφεσείων την επίδικη ημερομηνία εκινείτο με τη μοτοσυκλέτα του με αρ. εγγραφής xxx x23 στον κύριο δρόμο Ανθούπολης-Παλαιχωρίου.  Επί του ιδίου δρόμου με αντίθετη κατεύθυνση, οδηγούσε το όχημα του xxx x62 ο εφεσίβλητος με κατεύθυνση το Παλαιχώρι, ο οποίος φθάνοντας στη συμβολή με το δρόμο Αγ. Τριμιθιάς έλαβε τη δεύτερη λωρίδα επιχειρώντας να στρίψει δεξιά.  Στην προσπάθεια του αυτή δεν αντιλήφθηκε έγκαιρα τη μοτοσυκλέτα που οδηγείτο από τον εφεσείοντα με αποτέλεσμα ο τελευταίος για να αποφύγει τη μεταξύ τους σύγκρουση, οδήγησε αριστερότερα με αποτέλεσμα ναι μεν να αποφύγει τη σύγκρουση πλην όμως ξέφυγε της πορείας του και κτύπησε στο δεξιό πίσω μέρος του φορτηγού αυτοκινήτου με αρ. εγγραφής xxx x47 το οποίο ήταν σταθμευμένο στην αριστερή πλευρά του δρόμου εκτός της ασφάλτου.

 

Εξαιτίας της σύγκρουσης υπέστη σοβαρές σωματικές βλάβες, ζημιές και απώλειες, λεπτομέρειες των οποίων παραθέτει.  Ο εφεσίβλητος, απορρίπτει με το δικόγραφο του, την αποδιδόμενη σε αυτόν αμέλεια, προβάλλοντας ότι το δυστύχημα οφειλόταν αποκλειστικά στην αμέλεια του εφεσείοντα και στην ιλιγγιώδη ταχύτητα με την οποία οδηγούσε τη μοτοσυκλέτα του.

 

Προβάλλοντας τη δική του εκδοχή, υποστήριξε ότι όντως κατά τον ουσιώδη χρόνο εκινείτο στον προαναφερόμενο δρόμο στη δεύτερη λωρίδα με πρόθεση να στρίψει δεξιά και έδειξε με το σηματοδότη του.  Φθάνοντας στο σημείο όπου θα έστριβε δεξιά, ενόσω εκινείτο με ελαχιστότατη ταχύτητα, αφού βεβαιώθηκε ότι ο δρόμος απέναντι του ήταν καθαρός έστριψε ελαφρά το τιμόνι του προς τα δεξιά με το δεξιό τροχό του αυτοκινήτου του να πατά την άσπρη διαχωριστική γραμμή των δύο κατευθύνσεων, οπότε αντιλήφθηκε από την αντίθετη κατεύθυνση τον ενάγοντα να έρχεται με ιλιγγιώδη ταχύτητα και έστριψε ελαφρά το τιμόνι του αριστερά ακινητοποιώντας το όχημα του.

 

Κατά τη διεξαχθείσα ακροαματική διαδικασία πρόσφεραν μαρτυρία εκ μέρους του εφεσείοντα τόσο για τις συνθήκες του δυστυχήματος όσο και τις απώλειες, σωματικές βλάβες και ζημιές του, εννέα συνολικά μάρτυρες και για τον εφεσίβλητο δύο.

 

Συνεκτιμώντας και αξιολογώντας το πρωτόδικο Δικαστήριο τη δοθείσα μαρτυρία, αφού έκρινε αναξιόπιστο τον εφεσείοντα και αξιόπιστο τον εφεσίβλητο προέβη στα ακόλουθα ευρήματα

 

«….. στις 29.6.2004 και περί ώρα 11 π.μ. ο ενάγων οδηγώντας την μοτοσικλέτα του, με αρ. εγγραφής xxx x23 μάρκας Suzuki GSXR 11 αλόγων, επί του κυρίου δρόμου Ανθούπολης – Παλαιχωρίου με κατεύθυνση τη Λευκωσία, με άγνωστη ταχύτητα που δεν ήταν κατώτερη των 80 χ.α.ω., πορεύετο προς τη συμβολή του δρόμου με το δρόμο προς Αγ. Τριμιθιάς, όπου το όριο ταχύτητας ήταν 50 χ.α.ω.  Κατά τον ίδιο χρόνο το ημιφορτηγό όχημα με αρ. εγγραφής xxx x62, που οδηγούσε ο εναγόμενος με συνοδηγό τον ΜΕ4, διακινείτο με χαμηλή ταχύτητα στη δεξιά λωρίδα της αντίθετης κατεύθυνσης.  Ο εναγόμενος έχοντας πρόθεση να πορευθεί δεξιά σε σχέση με την πορεία του, δηλαδή προς Αγ. Τριμιθιάς, φθάνοντας στη συμβολή των δυο δρόμων, έστριψε ελαφρά το τιμόνι του οχήματος του δεξιά και μόλις αντιλήφθηκε, σε απόσταση περί τα 70 μέτρα, την μοτοσικλέτα να έρχεται με μεγάλη ταχύτητα, σταμάτησε το όχημα του, κατόπιν της προτροπής και του ΜΕ4 που είχε αντιληφθεί τη μοτοσικλέτα να έρχεται από την αντίθετη κατεύθυνση, στρίβοντας το τιμόνι ελαφρά αριστερά και παραμένοντας στην άκρη της δεξιάς λωρίδας της κατεύθυνσης του.  Φθάνοντας στη συμβολή των δύο δρόμων, ο ενάγων έχασε τον έλεγχο της μοτοσικλέτας του, με αποτέλεσμα να επιπέσει και να συγκρουστεί στο πίσω δεξί μέρος του φορτηγού αυτοκινήτου με αρ. εγγραφής xxx x47, που ήταν σταθμευμένο στην αριστερή πλευρά του δρόμου της κατεύθυνσης του ενάγοντος, εκτός της ασφάλτου.  Μόλις ο εναγόμενος είδε τη σύγκρουση, προχώρησε με το όχημα του στο δρόμο Αγ. Τριμιθιάς όπου στάθμευσε και έσπευσε, μαζί με τον ΜΕ4-συνοδηγό του, προς βοήθεια του ενάγοντος, ο οποίος είχε εκτιναχθεί από τη μοτοσικλέτα και έπεσε στη μέση του δρόμου, σε απόσταση περί τα 12 μέτρα από το σημείο σύγκρουσης.  Ο ΜΕ3 που οδηγούς το όχημα του στο δρόμο από Αγ. Τριμιθιάς, είχε σταματήσει στη διασταύρωση και έχοντας δει τη μοτοσικλέτα να έρχεται από τα δεξιά του με μεγάλη ταχύτητα και να περνά από μπροστά του, μετά τη σύγκρουση έσπευσε να βοηθήσει τον ενάγοντα.  Ο ΜΕ2 μετέβη τη σκηνή του δυστυχήματος και ετοίμασε το Τεκμήριο α(Α), τα δε ευρήματα του ως προς τα στοιχεία πραγματικής μαρτυρίας, όπως ήδη παρατέθηκαν, αποτελούν και ευρήματα του Δικαστηρίου.»

 

Δοθέντων των ευρημάτων αυτών, έκρινε ότι ο εφεσίβλητος «δεν επέδειξε αμέλεια ούτε και ενήργησε με έλλειψη της δέουσας προσοχή, παρατηρητικότητας και πρόβλεψης ώστε να υπέχει ευθύνη για την επίδικη σύγκρουση.»

 

Καθοδηγούμενο από νομολογία την οποία καταγράφει κατέληξε ότι:

    «….ο εναγων, έχοντας το βάρος απόδειξης της αμέλειας του εναγόμενου απέτυχε να αποδείξει ότι η οδική συμπεριφορά του εναγόμενου αποτέλεσε την γενεσιουργό αιτία του δυστυχήματος (βλ. Σοφοκλέους ν. Καλογήρου (1997) 1 (Α) ΑΑΔ 369).  Έχοντας ο ενάγων αποτύχει να αποδείξει την υπόθεση του, στα πλαίσια του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, όπως απαιτείται στις πολιτικές υποθέσεις, η αγωγή εναντίον του εναγόμενου θα πρέπει να απορριφθεί.»

 

Παρά ταύτα προχώρησε καθηκόντως και εξέτασε τις σωματικές βλάβες και καθόρισε τις γενικές αποζημιώσεις στο ποσό των €75,000 επί πλήρους ευθύνης, εύρημα το οποίο δεν αμφισβητείται ούτε προσβάλλεται.

 

Συγκεκριμένα ο εφεσείων υπέστη κάκωση κεφαλής με εγκεφαλική διάσειση και θλάση κοιλίας με ενδοκοιλιακή αιμορραγία, συντριπτικό κάταγμα αριστερού μηριαίου οστού και κάταγμα ηβικού οστού λεκάνης αριστερά,  Υπεβλήθη σε σπληνεκτομη και σε χειρουργική αποκατάσταση του κατάγματος.  Μετεγχειρητικά νοσηλεύτηκε λόγω πνευμονικής εμβολής και επιμόλυνσης του τραύματος της κοιλίας και λόγω ευαισθησίας στο σταφυλόκοκκο υπεβλήθη σε σχετική θεραπεία καθώς και, τρία χρόνια μεταγενέστερα σε χειρουργική αποκατάσταση της μετεγχειρητικής κήλης.

 

Πλήττεται με την κρινόμενη έφεση το εύρημα απόδοσης αποκλειστικής αμέλειας στον εφεσείοντα με οκτώ (8) λόγους έφεσης εκ των οποίων ο 8ος αποσύρθηκε.

 

Πριν ή ασχοληθούμε με τους λόγους έφεσης κρίνουμε σκόπιμο να εξετάσουμε το αίτημα του συνήγορου του εφεσείοντα το οποίο ήγειρε κατά την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας και αφορά τη μη ετοιμασία των πρακτικών, μέρους της μαρτυρίας και δη, της αντεξέτασης του εφεσίβλητου.  Προηγήθηκε αποστολή επιστολής ημερ. 19/3/21 εκ μέρους του συνηγόρου με την οποία ζητούσε την ετοιμασία και παράδοση των συγκεκριμένων πρακτικών.  Διεφάνη μετά από έρευνα του Πρωτοκολλητείου ότι τα συγκεκριμένα πρακτικά είχαν ληφθεί από στενογράφο η οποία εγκατέλειψε τη θέση της και έτσι δεν κατέστη δυνατή η ετοιμασία τους.

 

Με αυτό ως δεδομένο, ο κ. Κυπριανού εισηγήθηκε πως «…. Σύμφωνα με τη νομολογία πρέπει να διαταχθεί επανεκδίκαση, δεν υπάρχει άλλος λόγος».

 

Αντίθετη βεβαίως ήταν εν προκειμένω η θέση της κας Ερωτοκρίτου, η οποία εισηγήθηκε ότι τα πρακτικά αυτά δεν είναι απαραίτητα από τη στιγμή που το Δικαστήριο αποφάσισε ότι ο εφεσείων δεν έχει αποσείσει το βάρος απόδειξης της αμέλειας του εφεσίβλητου και συνεπώς είτε υπάρχει είτε δεν υπάρχει η μαρτυρία του εφεσίβλητου, ο εφεσείων εξακολουθεί να φέρει το βάρος απόδειξης.

 

Έχουμε εξετάσει το συγκεκριμένο αίτημα σε συνάρτηση με όσα πρακτικά και τεκμήρια υπάρχουν στο σχετικό φάκελο του δικαστηρίου.  Ο φάκελος της υπόθεσης περιλαμβάνει το σύνολο των τεθέντων και κατατεθέντων στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, η απόφαση του οποίου εφεσιβάλλεται. 

 

Οποτεδήποτε διατάσσεται η λήψη στενογραφημένων πρακτικών, ο φάκελος περιλαμβάνει, αναμφιβόλως, το αποστενογραφημένο κείμενο τους, πιστοποιημένο αντίγραφο του οποίου αποτελεί, σε ότι αφορά τη μαρτυρία, «αυθεντικό οδηγό για τα κατατεθέντα», όπως υποδείχθηκε στη Ματθαίου ν. Θεμιστοκλέους (1998) 1 ΑΑΔ 1372.

 

Στη Ματθαίου ν. Θεμιστοκλέους (ανωτέρω), μέρος των πρακτικών της δίκης δεν αποστενογραφήθηκε και ούτε θα μπορούσε να αποστενογραφηθεί, λόγω της αδυναμίας της στενογράφου που τα πήρε να τα αποστενογραφήσει.  Προσπάθεια για τη συμπλήρωση τους με τις προσωπικές σημειώσεις της Δικαστού δεν έφερε αποτέλεσμα. Κοινή διαπίστωση και των δύο μερών ήταν ότι η απουσία ολοκληρωμένων πρακτικών καθιστούσε «αδύνατη την εξέταση των επιδίκων θεμάτων της έφεσης.»

 

Η προσέγγιση του Δικαστηρίου στην Thompson v. Andrews (1968) 2 All E.R. 419, και ο κανόνας τον οποίο διατυπώνει,  ότι δηλαδή παραδεκτή πηγή πρακτικών αποτελούν τα στενογραφημένα πρακτικά, εξετάστηκαν στη Shacolas v. Universal Life (1984) 1 CLR 47 και υιοθετήθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο.

 

Έχει λεχθεί στην Ματθαίου ν. Ροζάνας Μ. Νικολάου κ.α. (1999) 1 ΑΑΔ 354, ότι η

 

«Η ύπαρξη κενών στα πρακτικά δεν καθιστά, αφ’ εαυτής, αδύνατη την ακρόαση της έφεσης, ούτε καταργεί τη δίκη.  Αυτό είναι το αποτέλεσμα, όπου η απουσία ολοκληρωμένων πρακτικών της δίκης καθιστά αδύνατη εξέταση των επιδίκων θεμάτων της έφεσης, όπως επισημαίνεται στη Ματθαίου ν. Θεμιστοκλέους.»

 

Αποφασίστηκε εκεί ότι τα κενά στα πρακτικά δεν δημιουργούσαν ερωτηματικά ως προς την εκδοχή της μάρτυρος (εφεσείουσας) ή θέσεων της έναντι των εισηγήσεων των αντιδίκων της.  Οι θέσεις της κατοπτρίζοντο, επίσης, στις σημειώσεις της Δικαστού.  Δεν προβαλλόταν οποιοσδήποτε ισχυρισμός ότι το Δικαστήριο παρανόησε τη μαρτυρία της εφεσείουσας, ή ότι η σύνοψή της στην απόφαση του Δικαστηρίου ήταν ελλειπής ή ατελής.

 

Μπορούμε να πούμε ότι το ίδιο ισχύει και στην κρινόμενη περίπτωση.  Στο φάκελο του Δικαστηρίου υπάρχουν λεπτομερείς σημειώσεις της Δικαστού για όλους τους μάρτυρες και εξ’ όσων διαπιστώνουμε αντικατοπτρίζουν τα ό,σα στα αποστενογραφημένα πρακτικά διαλαμβάνονται για την υπόλοιπη μαρτυρία. Παρατηρούμε επίσης ότι η καταγραφή της αντεξέτασης του εφεσίβλητου από το Δικαστήριο γίνεται με λεπτομέρεια στις σημειώσεις του, με καταγραφή των υποβολών και απαντήσεων και παραπομπή στα τεκμήρια τα οποία και σημειώνει.    Επίσης έχει προβεί σε μια λεπτομερή καταγραφή στην απόφαση της, της μαρτυρίας του εφεσίβλητου, χωρίς να υπάρχει λόγος έφεσης ότι η έλλειψη της συγκεκριμένης αντεξέτασης, είχε ως αποτελέσματα την παρανόηση των λεχθέντων ή υπήρξε πλάνη στην κατανόηση τους.  Η έλλειψη αυτή, δεν εμπόδισε τον εφεσείοντα να ετοιμάσει το εφετήριο και το περίγραμμα αγόρευσης του. 

 

Η γενόμενη δε αξιολόγηση του εφεσίβλητου, παραπέμπει επίσης στην αντεξέταση σε συνάρτηση με τις καταθέσεις που έδωσε στην Αστυνομία και τα έγγραφα που κατατέθηκαν.

 

Κρίνουμε συνεπώς πως το κενό αυτό, της ετοιμασίας αποστενογραφημένων πρακτικών της αντεξέτασης του εφεσίβλητου, δεν δημιουργεί οποιοδήποτε πρόβλημα στην εξέταση των λόγων έφεσης, όπως στοιχειοθετούνται από την αιτιολογία τους.  Διαφορετική θα ήταν βέβαια η περίπτωση, εάν τα πρακτικά είχαν απωλεσθεί και η απώλεια αυτή καθιστούσε αδύνατη την εξέταση των λόγων έφεσης (Μελετίου ν. Alpha Bank Ltd (2010) 1 ΑΑΔ 295).

 

Mε τον πρώτο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως λανθασμένο το εύρημα του Δικαστηρίου ότι η γενεσιουργός αιτία του επίδικου δυστυχήματος ήταν η μεγάλη ταχύτητα του εφεσείοντα, ενώ η πραγματική αιτία ήταν η κίνηση του εφεσίβλητου να στρίψει προς τα δεξιά, όταν η μοτοσυκλέτα του εφεσείοντα βρισκόταν σε πολύ κοντινή απόσταση και η οποία κίνηση ισοδυναμούσε με ανακοπή της πορείας του.

 

Συναφείς με το πρώτο είναι και οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης, αφού εδράζονται στο εύρημα του Δικαστηρίου να αποδώσει αμέλεια στον εφεσείοντα και να κρίνει ότι ο εφεσίβλητος δεν προέβη σε πράξη η οποία να συνιστούσε αποκοπή της πορείας της μοτοσυκλέτας του εφεσείοντα.

 

Για τούτο αμφότεροι οι ευπαίδευτοι συνήγοροι τους ανέπτυξαν ενιαίως παραπέμποντας σε σχετική νομολογία.

 

Παρεμβάλλουμε την εξέταση του λόγου έφεσης 2 με την οποία υποβάλλεται ότι «λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο απεφάνθη ότι ο Μ.Υ. xxx Κυπριανού ήτο αξιόπιστος μάρτυρας» και δίδονται σχετικά παραδείγματα αντιφατικών δηλώσεων του με τις καταθέσεις τις οποίες είχε δώσει στον Αστυνομικό Εξεταστή της υπόθεσης.

 

Αποτελεί πάγια θέση της νομολογίας ότι ο τρόπος που αξιολογούνται οι μάρτυρες, αποτελεί ένα από τα πρωταρχικά καθήκοντα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο είναι σε πλεονεκτική θέση να παρακολουθεί τους μάρτυρες στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δικαστικής αίθουσας, προτού τους αξιολογήσει (δέστε Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου κ.α. (2006) 1 ΑΑΔ 236).

 

Το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει.  Διαθέτει ευχέρεια για παραγκωνισμό ευρημάτων που σχετίζονται με την αξιοπιστία μόνο όταν καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη.  Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να κάμει τα ευρήματα τα οποία έκαμε σε σχέση με την αξιοπιστία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει (Αθανασίου κ.α. ως διαχειριστρια της περιουσίας του Σ. Αθανασίου ν. Κουνούνη (1997) 1 ΑΑΔ 614,  Πολάτογλου ν. Μασούρα (2004) 1 ΑΑΔ 150).

 

Το παράπονο του εφεσείοντα είναι πως ο εφεσίβλητος εκρίθη αξιόπιστος, ενώ έδωσε αντικρουόμενες εκδοχές σε καταθέσεις του στην Αστυνομία (τεκμ. 12 και τεκμ. 14) αναφορικά με ουσιώδη ζήτημα ήτοι με το χρόνο κατά τον οποίο αντιλήφθηκε τον εφεσείοντα, με όσα κατέθεσε στην ακροαματική διαδικασία και υποδεικνύει προς τούτο τα ακόλουθα.

 

Στην κατάθεση του ημερ. 29/6/04 (ημερομηνία ατυχήματος) ανέφερε ότι είδε ένα μοτοσυκλετιστή στα 30 μ. να έρχεται από απέναντι και σε 2-3 δευτερόλεπτα πέρασε από μπροστά του. 

 

Στη μαρτυρία του (γραπτή του δήλωση) κατά την ακροαματική διαδικασία ανέφερε πως «όταν είδα το μοτοσυκλετιστή … σε κλάσμα δευτερολέπτου έστριψα το τιμόνι μου αριστερά και το αυτοκίνητο μου ίσιωσε στη δεξιά λωρίδα».

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε το ζήτημα των αντιφατικών όπως χαρακτηρίστηκαν θέσεων του εναγόμενου/εφεσίβλητου και σημείωσε τα ακόλουθα:

 

«Δεν μου διαφεύγουν όσα ο εναγόμενος είχε αναφέρει στις γραπτές καταθέσεις του στην αστυνομία, στις οποίες όπως ο ίδιος επεξήγησε παρατηρούνται αντιφατικές θέσεις λόγω των υποβολών που του εγίνοντο από τον αστυνομικό εξεταστή.  Ειδικότερα, στην ανακριτική του κατάθεση ημερομηνίας 3.7.2004 (βλ. Τεκμήριο 1 (Η), όταν ρωτήθηκε αν είχε να αναφέρει οτιδήποτε άλλο σχετικά με το ατύχημα, ο εναγόμενος απάντησε ότι λυπάται ειλικρινά γιατί πιθανόν να έχει ευθύνη γι’ αυτό.  Όπως επεξηγήθηκε από τον εναγόμενο, παρόλο ότι ο ίδιος έχοντας αντιληφθεί τη μοτοσικλέτα που οδηγούσε ο ενάγων να έρχεται με μεγάλη ταχύτητα από την αντίθετη κατεύθυνση, σταμάτησε αμέσως το όχημα του, ως είχε αναφέρει και στην πρώτη του κατάθεση στην αστυνομία κατά την ημέρα του ατυχήματος (Τεκμήριο 1(Ζ)), θεώρησε ότι ήταν δυνατόν να είχε ευθύνη για το δυστύχημα, λόγω των θέσεων που του υποβλήθηκαν από τον ΜΕ2 κατά τη διάρκεια της μεταγενέστερα ληφθείσας ανακριτικής κατάθεσης σε συνδυασμό με το συμπέρασμα του ΜΕ2 για τη θέση του οχήματος του εναγόμενου κατόπιν των μετρήσεων που έγιναν σ’ αυτό, θεωρώντας τον ως ειδήμονα λόγω των καθηκόντων του, ως ήδη αναφέρθηκε πιο πάνω.»

 

 

Από τα τεκμήρια και τα πρακτικά τα οποία τέθηκαν ενώπιον μας τα οποία διεξήλθαμε, πέραν των ανωτέρω θέσεων τις οποίες καταγράφει το πρωτόδικο Δικαστήριο, σημαντικές για την εκδοχή που προέβαλε ήσαν οι ερωτήσεις 10 και 11 και οι αντίστοιχες αυτών απαντήσεις, οι οποίες μεταφέρονται αυτούσιες από το τεκμ. 1(Η) (κατάθεση εφεσίβλητου):

 

«Ερώτηση:  Σου υποβάλλω ότι έχω μαρτυρία πως στην προσπάθεια σου να στρίψεις δεξιά προς Αγ. Τριμιθιάς κινήθηκες σχεδόν ½ μέτρο μέσα στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας και μόλις είδες τον μοτοσυκλεστιστή σταμάτησες εκεί μέσα στην πορεία σου χωρίς να κινηθείς.

 

Απάντηση:  Εφόσον ο δρόμος απέναντι ήταν καθαρός, έκανα την κίνηση του τιμονιού μου δεξιά, το αυτοκίνητο μου εφόσον κινήτο, πάτισε ο δεξιός τροχός μου την άσπρη γραμμή που χωρίζει τη λωρίδα μου με την απέναντι λωρίδα που ερχόταν η μοτόρα.  Τότε ξανακοίταξα απέναντι μου τον είδα στα 73 μέτρα που σου έδειξα περίπου και αμέσως αντιλαμβανόμενος τη ταχύτητα που κινήτο η μοτόρα ότι ήταν μεγάλη και υπολογίζοντας ότι ήταν αδύνατο να προλάβω να στρίψω χωρίς να συγκρουστούμε αυτόματα έστριψα το τιμόνι μου αριστερά.

 

Ερώτηση: Δηλαδή όταν ο τροχός σου ο δεξιός ήταν στην άσπρη γραμμή τότε το μπροστινό δεξιό μέρος του αυτοκινήτου σου ήταν μέσα στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας.

 

Απάντηση:  Ναι.»

 

Σημαντικές επίσης οι απαντήσεις στις ερωτήσεις 14 και 19:

 

«Απάντηση (14):  Η αλήθεια είναι ότι στην κίνηση μου να στρίψω δεξιά άκουσα το θόρυβο της κοίταξα απέναντι και τον είδα στα 70 μέτρα.

 

Απάντηση (19):  Κινούμουν περίπου 3 χιλιόμετρα, το αυτοκίνητο μου είναι βαρετό και δεν έχει υδραυλικό τιμόνι και για την κίνηση που έκαμα αριστερά του τιμονιού μου δεν ήταν αρκετός ο χρόνος ώστε να επανέρχετο το αυτοκίνητο μου στην πορεία του.»

 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κάνει επίσης αναφορά στην τρίτη κατάθεση του εφεσίβλητου ημερ. 29/9/04 (τεκμ. 1(θ)) και σημειώνει ότι και εκεί ο εναγόμενος επανέλαβε ότι δεν είχε καμιά ανάμιξη στο ατύχημα.  Πλην όμως παρατηρείται ότι στην ίδια κατάθεση ο εφεσίβλητος επαναλαμβάνει ότι «κατά την ώρα που περνούσε μπροστά η μοτοσυκλέτα την ώρα του δυστυχήματος το όχημα μου ευρίσκετο εις την πορεία του με το μπροστινό δεξιό λάστιχο να πατά την άσπρη γραμμή και το τιμόνι μου να είναι γυρισμένο προς τα δεξιά».

 

Άξια μνείας ήταν επίσης η μαρτυρία του Μ.Ε.3 xxx Πέτρου ο οποίος χαρακτηρίστηκε αξιόπιστος και ανεξάρτητος μάρτυρας αφού την ώρα του ατυχήματος, βρισκόταν στο σημείο ελέγχου (ΑΛΤ) της οδού Αγ. Τριμιθιάς με πρόθεση να εισέλθει στην κύρια οδό.

Κοίταξε δεξιά του και διαπίστωσε ότι σε απόσταση 150 μ., εκινείτο μια μοτοσυκλέτα και αποφάσισε να αναμένει διότι μπορεί, επειδή επρόκειτο για μοτοσυκλέτα να μην προλάβαινε να εξέλθει.  Συνεχίζει στην κατάθεση του, η οποία αποτέλεσε μέρος της κυρίως εξέτασης του «Στο ΑΛΤ κοίταζα συνεχώς την μοτόρα που ερχόταν δεξιά μου.  Από την απόσταση που είδα την μοτορα και ώσπου να έρθει κοντά μου πέρασαν 2-3 δευτερόλεπτα.  Στη μοτόρα που ήταν κίτρινη καθόταν ένα άτομο που φορούσε κράνος.  Μόλις η μοτόρα ήρθε μπροστά μου την είδα ότι έκαμε ένα ελιγμό προς εμένα και τότε είδα ένα ασπρο ημιφορτηγό με δύο άτομα μέσα να στρίβει προς Αγ. Τριμιθιάς.  Όταν είδα το αυτοκίνητο πρόσεξα ότι ήταν στην κίνηση του σε απόσταση 0,50 εκατοστά περίπου και έστριβε προς Αγ. Τριμιθιάς…. πρόσεξα ότι τα δυο άτομα που ήταν μέσα κοίταζαν δεξιά τους, προς την μοτοσυκλέτα.  Εγώ τότε άκουσα ένα θόρυβο αριστερά μου και αφού μπήκα στο κύριο δρόμο σταμάτησα μέσα στο δρόμο κλείνοντας τον γιατί είδα πως ο οδηγός της μοτοσυκλέτας κτύπησε πάνω σε ένα φορτηγό και ήταν πεσμένος στην άσφαλτο..»

 

Τα ίδια επανέλαβε ο μάρτυρας αυτός και στην επίμονη αντεξέταση του.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε πως ο μάρτυρας δεν ήταν βέβαιος αν το όχημα του εφεσίβλητου ήταν σε κίνηση όταν το είδε για πρώτη φορά ούτε και το είχε δει πριν τον ελιγμό της μοτοσυκλέτας.  Φαίνεται όμως να δέχεται τη θέση του ότι ήταν ήδη 50 εκατοστά περίπου στη γραμμή του δρόμου και βάσει αυτής της μαρτυρίας απορρίπτει εκείνη του εφεσείοντα, ο οποίος επέμενε ότι το όχημα του εφεσίβλητου ήταν κατά μεγάλο μέρος στη λωρίδα της μοτοσυκλέτας όταν εκείνη το πλησίασε.  Εξάγει δε το συμπέρασμα με βάση την ίδια μαρτυρία, ότι η «μοτοσυκλέτα έτρεχε με ταχύτητα πάνω από 50 χ.α.ω και είχε διανύσει την απόσταση των 100-150 μέτρων από τη στιγμή που την είδε για πρώτη φορά, μέσα σε 2-3 δευτερόλεπτα».  Συνεπώς η μαρτυρία αυτή ήταν αρκετά διαφωτιστική για το Δικαστήριο και θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη για τη θέση του οχήματος και την κίνηση του εφεσίβλητου εντός της λωρίδας κυκλοφορίας του εφεσείοντα.  Η κατάληξη του ότι «δεν αναμένετο από ένα περαστικό από τη σκηνή του δυστυχήματος να είναι ιδιαίτερα κατατοπιστικός για ένα συμβάν που όχι μόνο δεν ήταν αναμενόμενο αλλά και που διήρκεσε ελάχιστα δευτερόλεπτα» μπορεί γενικά να είναι ορθό πλην όμως ειδικά σε αυτήν την περίπτωση δεν εφαρμόζεται διότι:  Ο Μ.Ε3 δεν ήταν περαστικός από το δρόμο αλλά ανέμενε στο ΑΛΤ και επόπτευε την κίνηση τουλάχιστον στην πορεία της μοτοσυκλέτας.  Μέρος της μαρτυρίας του θεωρήθηκε ασφαλής βάση για εξαγωγή συμπερασμάτων τα οποία και το Δικαστήριο άντλησε, και θα έπρεπε το ίδιο μέτρο να χρησιμοποιηθεί για το υπόλοιπο μέρος της.  Από την περιγραφή δε στην οποία προέβη της μοτοσυκλέτας, εξάγεται το συμπέρασμα ότι είχε τη δυνατότητα στο σύντομο χρονικό διάστημα της αναμονής να διαμορφώσει εικόνα των πραγμάτων γι’ αυτό και η πεποίθηση και επανάληψη σε δυο σημεία της αντεξέτασης του ότι είδε το ημιφορτηγό να βρίσκεται σε κίνηση την ώρα που η μοτοσυκλέτα διενεργούσε τον ελιγμό.  Και ήταν ήδη 0,50 μέτρα εντός της πορείας του μοτοσυκλετιστή/εφεσείοντα.

Ειλικρινής κρίθηκε επίσης ο Μ.Ε.4 xxx Σάββα, ο οποίος τον ουσιώδη χρόνο ήταν υπάλληλος του εναγομένου/εφεσίβλητου και συνοδηγός.  Ανέφερε στην κατάθεση του (τεκμ. 1(Δ)) η οποία αποτέλεσε μέρος της κυρίως εξέτασης του ότι «Πιάσαμε τη λωρίδα μας δεξιά για να στρίψουμε.  Το αυτοκίνητο μας κυλούσε πολύ σιγά γιατί περιμέναμε να καθαρίσει ο δρόμος.  Κοίταζα μπροστά και αντιλήφθηκα ότι ο Κ. πήγε να αναπτύξει για να στρίψει.  Τότε εγώ που είχα ανοικτό το παράθυρο μου άκουσα θόρυβο μοτόρας να πλησιάζει.  Σε κλάσματα δευτερολέπτου είδα δίπλα μας μια μοτόρα κίτρινη.  Είπα του μάστρου μου «περίμενε» και αυτός σταμάτησε αμέσως…. το αυτοκίνητο μας μπορεί να βρισκόταν ένα βήμα μέσα στην αντίθετη πορεία που ερχόταν η μοτόρα».  Την ίδια εκδοχή υποστήριξε και προφορικά κατά την αντεξέταση του πως είχαν προχωρήσει σε απόσταση μικρότερη του 1 μ. στην πορεία του μοτοσυκλετιστή και σταμάτησε.

 

Ανέφερε επίσης ότι ο μοτοσυκλετιστής την ώρα που τους είδε να μπαίνουν στο δρόμο, «άρχισε να σύρνει ταχύτητα κάτω για να σταματήσει την μοτόρα».

 

Σημειώνεται πως και αυτή η μαρτυρία χρησιμοποιήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως μέτρο σύγκρισης της αξιοπιστίας των ισχυρισμών του εφεσείοντα και κρίθηκε αναξιόπιστος.

 

 Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντα χρησιμοποίησε ως μέρος της αιτιολογίας για την απόρριψη της εκδοχής του ότι δεν δικογραφείται η θέση του πως ο εφεσίβλητος εισήλθε και εκινείτο στη λωρίδα της κατεύθυνσης του.

 

Η παράλειψη δικογράφησης ουσιώδους γεγονότος ή εκδοχής αποτελεί βεβαίως κώλυμα για την εξέταση της και ενίοτε μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μέτρο όχι της αξιοπιστίας του διαδίκου αλλά της συνέπειας προς τις θέσεις τις οποίες δικογραφεί και τις οποίες οφείλει να προωθεί, άλλως πως η δοθείσα μαρτυρία δεν γίνεται αποδεκτή (Χριστοφόρου ν. Ιακώβου (2002) 1 AAΔ 33).

 

Έχουμε μελετήσει τα δικόγραφα.  Παρά το γεγονός ότι δεν δικογραφείται με τη δέουσα λεπτομέρεια η ανωτέρω θέση ωστόσο με την 3η παράγραφο της Εκθέσεως Απαιτήσεως προωθείται η εκδοχή ότι ο εναγόμενος επιχείρησε να στρίψει δεξιά.  Αποδίδεται επομένως σε αυτόν όχι μόνο πρόθεση αλλά και εγχείρημα (Φαντάρου κ.α. ν. Σάκκαλου (2002) 1 ΑΑΔ 109).

 

Το Δικαστήριο παρέλειψε, ως λέχθηκε, να συνεκτιμήσει μαρτυρία αξιόπιστων, όπως τους έκρινε, μαρτύρων και παραδοχή του εφεσίβλητου και έτσι ενεργοποιείται η εξουσία του Εφετείου για αναθεώρηση της δοθείσας μαρτυρίας προς συναγωγή δικών του συμπερασμάτων (Karaolis v. The Estate of the Deceased Christodoulos (alias Towlis) (1965) 1 CLR 24) άρθρο 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου και Δ.35 θ. 8 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, (Χρ. Σεργίδη και Μ.Σ. Χατζηπαύλου ως διαχειρίστρια της περιουσίας της αποβιωσάσης Γαλάτειας Χ. Χατζηπαύλου Πολ. Έφ. 317/2010, ημερ. 16/5/2016), ECLI:CY:AD:2016:A240.

 

Η παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να συνεκτιμήσει τα πιο πάνω δεν μας εμποδίζει από του να καταλήξουμε εμείς στο συμπέρασμα μας, γιατί έχοντας τη σχετική μαρτυρία ενώπιον μας είμαστε σε θέση,  κρίνοντας τη σημασία της, να προβούμε στην εξαγωγή των δικών μας συμπερασμάτων.

 

Έχοντας αποφασίσει ως ανωτέρω, κρίνουμε ότι ο εφεσίβλητος με την είσοδο του έστω και κατά 0,50 μ. στη λωρίδα κυκλοφορίας του εφεσείοντα, με πρόθεση να στρίψει δεξιά, προέβη σε πράξη η οποία συνιστά ανακοπή της πορείας του εφεσείοντα, ο οποίος αναγκάστηκε να προβεί στον ελιγμό με αποτέλεσμα τη σύγκρουση του επί του σταθμευμένου φορτηγού οχήματος.  Ο εφεσίβλητος ενήργησε κατ’ αυτό τον τρόπο χωρίς να είχε τηρήσει τη δέουσα επόπτευση και παρακολούθηση του δρόμου ώστε, έχοντας ορατότητα 100 περίπου μέτρα να αντιληφθεί την εξ’ αντιθέτου ερχόμενη μοτοσυκλέτα,  ενέργεια η οποία δεν συνάδει με πράξη συνετού οδηγού. (Nilkinson΄s Road Traffic Offences, 10th ed. σελ. 227, Constantinou v. Katsouris & another (1975) 1 CLR 188, Charlsworth on Negligence, 5th ed. p. 495, par. 823).

 

“The duty to keep a proper lookout is one that is cast on all drivers at all times and in all circumstances, but it was on especially heavy one in that case of the respondent driver who was about to turn right cutting across the road”.

 

Το Εφετείο ενόψει τούτου οφείλει να προβεί σε καταμερισμό της ευθύνης, ο οποίος, όπως είναι πάγια νομολογημένο, έχει βάση την εκτίμηση της αντίστοιχης υπαιτιότητας (blameworthiness) των διαδίκων και την αιτιώδη συνάφεια των πράξεων τους με το αποτέλεσμα τους (causative potency). Το θέμα εξετάζεται με μια ευρεία προοπτική που βρίσκεται στη λογική και τον κοινό νου (δέστε Charalambous a.o. v. Kassapis a.o. (1988) 1 CLR 25).  Η εκτίμηση υπαιτιότητας δεν επιδέχεται ακριβή υπολογισμό. Τα απαιτούμενα επίπεδα είναι εκείνα του λογικού, συνετού ανθρώπου, πιστωμένου με τη γνώση που αποκτάται από εμπειρίες και τη λογική. Η εκτίμηση της αιτιώδους συνάφειας επιδέχεται όμως πιο ακριβή υπολογισμό (δέστε Polycarpou a.ovAdamou (1988) 1 CLR 727). Σε κάθε περίπτωση πρέπει να εξετάζονται οι συνθήκες και τα γεγονότα που περιβάλλουν το ατύχημα και ο καταμερισμός να γίνεται με βάση την κοινή λογική (δέστε Ioannou vMavridou (1972) 1 CLR 107). Τονίζεται, επίσης, ότι ο καταμερισμός ευθύνης είναι κατ' εξοχή έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου, νοουμένου ότι λειτουργεί κάτω από σωστή νομική καθοδήγηση (δέστε Metalco (HeatersLtd. v. Νεοφύτου κ.ά. (1997) 1 AAΔ 211).  Το Εφετείο μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις επεμβαίνει στον καταμερισμό ευθύνης και τούτο όπου υπάρχει κάποιο λάθος αρχής ή όπου ο καταμερισμός είναι καταφανώς εσφαλμένος, όπως στην κρινόμενη περίπτωση. (Κουμή ν. Κυριάκου Πολ Εφ. 81/2013 ημερ. 14/5/2019), ECLI:CY:AD:2019:A184.

 

Ο εφεσείων έχει δεχθεί ότι εκινείτο με ταχύτητα 80 χ.α.ω ενώ το επιτρεπόμενο στο σημείο της συμβολής των οδών και σε απόσταση πέραν των 500 μ. προς την πορεία του, ήταν 50 χ.α.ω.  Αν και η υπέρβαση του ορίου ταχύτητας δεν συνιστά αμέλεια αφ’ εαυτής (Τσολιά ν. Χριστοφίδη (2002) 1 ΑΑΔ 730) ωστόσο η ταχύτητα αυτή εκ των πραγμάτων δεν του επέτρεψε να ελιχθεί με ασφάλεια και να συνεχίσει την πορεία του, αφού υπήρχε ελεύθερος αρκετός χώρος διέλευσης του.  Με δεδομένο ότι η λωρίδα κυκλοφορίας επί της οποίας εκινείτο ήταν πλάτους 3.70 μ.

 

Είναι γνωστές οι αρχές οι οποίες διέπουν το θέμα της αμέλειας και της ανάγκης επίδειξης σύνεσης και παρατηρητικότητας από κάθε ένα οδηγό.  Συναφώς μπορούμε να αναφερθούμε στις αποφάσεις Ιωαννίδης ν. Χαραλαμπίδης, Πολ. Έφ. 336/12 ημερ. 10/7/18, Κουμή (ανωτέρω), Χρίστου ν. Χρίστου, Πολ. Έφ. 250/10 ημερ. 7/7/15 και A. Camerou v. Aρ. Χαραλάμπους κ.α. Πολ. Εφ. 156/2009 ημερ. 23/6/2016, ECLI:CY:AD:2016:A298, των οποίων τα γεγονότα, αν και διαφοροποιούνται από την παρούσα, ωστόσο τονίζεται με αυτές η αμέλεια που υπέχει οποιοσδήποτε οδηγός ανακόπτει την πορεία άλλου, επιχειρώντας στροφή δεξιά, χωρίς τη δέουσα παρατηρητικότητα και επόπτευση της τροχαίας κίνησης.

 

Έχοντας αυτά τα δεδομένα θεωρούμε εύλογο καταμερισμό ευθύνης εξίσου ανά 50% στον εφεσίβλητο και στον εφεσείοντα.  Ήδη επιδικάστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο επί πλήρους ευθύνης και δεν εφεσιβλήθηκε ποσό €75.000 ως γενικές αποζημιώσεις και συμφωνήθηκε ποσό €9.500   ειδικές αποζημιώσεις πλέον νόμιμο τόκο επί του ½ του ποσού που τυχόν θα επιδικασθεί από τις 15/3/2006 (ημερ. Καταχώρησης της Έκθεσης Απαίτησης).  Για το ποσό των €75.000 των γενικών αποζημιώσεων επιδικάστηκε τόκος 8% ετησίως από τη γένεση των αγώγιμου δικαιώματος ήτοι 29/6/04 μέχρι 15/10/2008 και 5,5% από 15/10/2008 μέχρις αποπληρωμής του.

 

Συνεπώς η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.  Έχοντας υπόψη το ποσοστό ευθύνης, εκδίδεται απόφαση υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον του εφεσίβλητου για ποσό €37.500 γενικές αποζημιώσεις και €4.750 ειδικές αποζημιώσεις με τόκο ως ανωτέρω.

 

Επιδικάζονται έξοδα υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον του εφεσίβλητου για την πρωτόδικη διαδικασία στην αντίστοιχη κλίμακα όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο και ποσό €3.000 έξοδα της έφεσης, πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει.

 

                                                               Α. Λιάτσος, Δ.

 

                                                               Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.

 

                                                               Δ. Σωκράτους, Δ.

/ΚΑΣ

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο