SIGMA RADIO TV PUBLIC LTD κ.α. v. ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 272/13, 8/6/2021

ECLI:CY:AD:2021:A242

ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ. 272/13)

 

8 Ιουνίου, 2021

 

[Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

1. SIGMA RADIO TV PUBLIC LTD

2. ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΔΙΑΣ ΔΗΜΟΣΙΑ ΛΤΔ

Εφεσείοντες

ΚΑΙ

 

1. ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

2. ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΚΥΠΡΟΥ

Εφεσίβλητοι

--------- 

 

Λ. Λουκαΐδης, για εφεσείοντες.

Θ. Μαυρομουστάκη (κα) για Γενικό Εισαγγελέα, για τον εφεσίβλητο 1.

Π. Πολυβίου, για τους εφεσίβλητους 2.

 

 

---------

 

 

Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

 

------------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:  Οι εφεσείοντες είναι οι ιδιοκτήτες τηλεοπτικού και ραδιοφωνικού σταθμού αντίστοιχα.  Ο εφεσίβλητος 2 είναι το γνωστό Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου (το «Ίδρυμα»), ένα νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου.

 

Η ουσία της απαίτησης των εφεσειόντων αφορούσε στην κρατική ενίσχυση που εχορηγείτο στο Ίδρυμα από το έτος 2004 επί του ισχυρισμού ότι αυτή ήταν παράνομη και άκυρη και ότι θα έπρεπε τα σχετικά ποσά να επιστραφούν. 

 

Η έκθεση απαίτησης, είχε ως νομική της θεμελίωση το άρθρο 87 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) το οποίο έχει αναριθμηθεί ως άρθρο 107.  Γινόταν επίσης αναφορά σε Οδηγίες της Επιτροπής. Το άρθρο 107 μαζί με τα άρθρα 108 και 109 ρυθμίζουν το ζήτημα της χορήγησης κρατικών ενισχύσεων.  Παράλληλα γινόταν αναφορά στα άρθρα 16Β, 24Α και 24Β του περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου Νόμου, Κεφ. 300Α, όπως αυτός τροποποιήθηκε (ο «Νόμος»), τα οποία έχουν εισαχθεί με τον εναρμονιστικό τροποποιητικό Νόμο (Ν. 116/2003) με σκοπό τη ρύθμιση των δημοσίων ενισχύσεων που χορηγούνται στο Ίδρυμα.  Αυτά επικαλούμενοι οι εφεσείοντες, αξίωσαν δήλωση ότι η κρατική ενίσχυση προς το Ίδρυμα ήταν παράνομη και, συνακόλουθα, αξίωσαν επιστροφή των ποσών, αποζημιώσεις και απόδοση λογαριασμών.

 

Στις υπερασπίσεις αμφοτέρων των εφεσιβλήτων τέθηκε ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας δεν είχε δικαιοδοσία να αποφανθεί για τη νομιμότητα και/ή συμβατότητα της επίδικης κρατικής ενίσχυσης, εφόσον αποκλειστική αρμοδιότητα επί τούτου έχει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. 

 

Κατά τη διάρκεια της ακρόασης, ο ευπαίδευτος δικηγόρος των εφεσειόντων δήλωσε ότι αποσύρει οποιοδήποτε αγώγιμο δικαίωμα που στηρίζεται «στις Οδηγίες και τους Νόμους της Ευρωπαϊκής Ένωσης».  Περιόρισε ρητά το αγώγιμο δικαίωμα μόνο αναφορικά με κατ’  ισχυρισμόν παράβαση του Κεφ. 300Α. Όχι όμως στη βάση παράνομης κρατικής ενίσχυσης, αλλά προωθήθηκε πλέον η θέση ότι το Ίδρυμα διέπραξε παράβαση θεσμίου καθήκοντος.  Συγκεκριμένα, ότι δεν τηρούσε, όπως το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε, χωριστούς λογαριασμούς (μέχρι και το έτος 2011), κατά τα προβλεπόμενα από τα άρθρα 16B(ε), 24Β και 24Α του Νόμου.

Το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι η εγκατάλειψη του ευρωπαϊκού κεκτημένου ως υπόβαθρο της απαίτησης και ο περιορισμός του αγωγίμου δικαιώματος, άφηνε έκθετες σε απόρριψη τις δικογραφικές αξιώσεις όπως περιορίστηκαν εφόσον, όπως έκρινε, δεν ήταν δυνατή η διάκριση μεταξύ των δύο πτυχών, δηλαδή της ευρωπαϊκής που αφορούσε στις κρατικές ενισχύσεις και της πτυχής που αφορούσε στις συγκεκριμένες πρόνοιες του Νόμου, οι οποίες σχετίζονται με το θέμα της κρατικής ενίσχυσης προς το Ίδρυμα.  Περαιτέρω θεώρησε ότι, ούτως ή άλλως, εκ των εν λόγω νομοθετικών προνοιών δεν δημιουργείται αγώγιμο δικαίωμα για τους εφεσείοντες στα πλαίσια του αστικού αδικήματος της παράβασης θέσμιου καθήκοντος.  Τέλος έκρινε ότι, εν πάση περιπτώσει, οι εφεσείοντες απέτυχαν να αποδείξουν ζημία ως εκ της μη τήρησης χωριστών λογαριασμών από το Ίδρυμα. 

 

Οι εφεσείοντες προσβάλλουν την πρωτόδικη απόφαση λέγοντας ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάνθηκε πως παρέμειναν «έκθετες σε απόρριψη οι δικογραφημένες αξιώσεις» που στηρίζονταν μόνο επί του Νόμου μετά την εγκατάλειψη της ευρωπαϊκής πτυχής της υπόθεσης.  Περαιτέρω εσφαλμένα θεώρησε ότι έπρεπε να υπάρχει αγώγιμο δικαίωμα για να δικαιώσει τους εφεσείοντες εφόσον ζητούσαν αναγνωριστική δήλωση.  Εσφαλμένα θεώρησε ότι οι πρόνοιες του Νόμου και ειδικά περί τήρησης χωριστών λογαριασμών, δεν δημιουργούν αγώγιμο δικαίωμα προς όφελος των εφεσειόντων.  Εσφαλμένα θεώρησε ότι οι εφεσείοντες δεν στοιχειοθέτησαν πως οι εμπορικές δραστηριότητες του ΡΙΚ οδήγησαν σε στρέβλωση της διαφημιστικής αγοράς ή προκάλεσαν συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού με μείωση των τιμών διαφήμισης. Εσφαλμένα θεώρησε ότι οι εφεσείοντες δεν απέδειξαν ζημία λόγω της μη τήρησης χωριστών λογαριασμών και της παροχής κρατικής χορηγίας στο ΡΙΚ.  Εσφαλμένα εξουδετέρωσε τη μαρτυρία του τεκμ.15 που απεδείκνυε τον αθέμιτο ανταγωνισμό.  Εσφαλμένα αποφάνθηκε ότι θα ήταν αδύνατο να καταλήξει σε εύρημα περί πλεονεκτικής θέσης του ΡΙΚ. Σε σχέση με τον τελευταίο λόγο έφεσης που αφορούσε σε ισχυρισμό για μη αποκάλυψη αντικειμενικού κωλύματος εκ μέρους του δικαστή, πέραν ισχυρισμών στο δικόγραφο της έφεσης, ο ευπαίδευτος δικηγόρος των εφεσειόντων δεν προώθησε τελικά το λόγο αυτό, περιοριζόμενος απλώς να διερωτηθεί λέγοντας «δεν ξέρω αν θα εγείρω αυτό το πράγμα».

 

Δεν χρειάζεται να επεκταθούμε σε ολόκληρο το εύρος της έφεσης και συνεπακόλουθα της πρωτόδικης απόφασης.  Η ουσία της αξίωσης των εφεσειόντων ήταν η χορήγηση δημοσίων ενισχύσεων στο Ίδρυμα. 

 

Κατά τον ουσιώδη χρόνο όντως εχορηγείτο κρατική ενίσχυση στο Ίδρυμα, πλην όμως ήταν εγκεκριμένη από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 108.3 ΣΛΕΕ τα κράτη δεν μπορούν να χορηγούν κρατικές ενισχύσεις χωρίς την προηγούμενη έγκριση της Επιτροπής.  Πρόκειται για τη λεγόμενη «υποχρέωση αναστολής».  Σε περίπτωση που η Επιτροπή κρίνει ότι ένα σχέδιο ενίσχυσης δεν συμβιβάζεται με την εσωτερική αγορά αποφασίζει ότι το κράτος οφείλει να την καταργήσει ή να την τροποποιήσει εντός ταχθείσας προθεσμίας (άρθρο 108.2 ΣΛΕΕ).  Εμπίπτει συνεπώς στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Επιτροπής το συμβατό με την κοινή αγορά των σκοπουμένων μέτρων ενίσχυσης, με βάση τα κριτήρια που θέτει το άρθρο 107.2 και 3, υπό τον έλεγχο του Δικαστηρίου. 

 

Κατά πάγια νομολογία τα εθνικά δικαστήρια δεν είναι αρμόδια να αποφανθούν για το συμβατό ή όχι της ενίσχυσης με την κοινή αγορά (Υπόθεση C-199/06 CELF και Ministre de la Culture et de la Communication, Συλλογή 2008, σ. Ι-469, σκέψη 38, Υπόθεση C-17/91 Lornoy και λοιποί κατά Βελγικού δημοσίου, Συλλογή 1992, σ. Ι-6523, σκέψη 30, καθώς και Υπόθεση C-354/90 Federation Nationale du Commerce Exterieur des Produits Alimentaires και λοιποί κατά Γαλλίας, σκέψη 14).  (βλ. παράγραφο 20 της Ανακοίνωσης της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή της νομοθεσίας περί κρατικών ενισχύσεων από τα εθνικά δικαστήρια (2009/C 85/01), Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ημερ. 9.4.2009, που παρακάτω αναφέρεται ως η «Ανακοίνωση»).

 

Ο ρόλος των εθνικών δικαστηρίων ανακύπτει κυρίως σε περιπτώσεις όπου το κράτος μέλος χορηγεί ενίσχυση κατά παράβαση της «υποχρέωσης αναστολής» του άρθρου 108.3.  Τούτο μπορεί να γίνει είτε γιατί το κράτος δεν έχει κοινοποιήσει την σκοπούμενη ενίσχυση για να λάβει έγκριση, είτε γιατί χορηγεί την ενίσχυση πριν λάβει την έγκριση της Επιτροπής.  Σε τέτοια περίπτωση τα θιγόμενα πρόσωπα, όπως λ.χ. οι ανταγωνιστές του δικαιούχου μπορούν να προσφύγουν στα εθνικά δικαστήρια ώστε με αγωγή να διεκδικήσουν τα ατομικά τους δικαιώματα (άρθρο 108.3 ΣΛΕΕ).  Επίσης τα εθνικά δικαστήρια διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην εφαρμογή των αποφάσεων ανάκτησης (βλ. παράγραφος 21(α) και (β) της Ανακοίνωσης). 

 

Η ένδικη προστασία που μπορεί να ζητηθεί ενώπιον των εθνικών Δικαστηρίων περιλαμβάνει:

 

(α) Παρεμπόδιση καταβολής της παράνομης ενίσχυσης.

(β) Ανάκτηση της παράνομης ενίσχυσης (ασχέτως συμβιβάσιμου).

(γ) Ανάκτηση τόκων για το χρονικό διάστημα της παρανομίας.

(δ) Επιδίκαση αποζημίωσης σε ανταγωνιστές και σε τρίτους.

(ε) Προσωρινά μέτρα κατά της παράνομης ενίσχυσης.

(βλ. παράγραφος 26 της Ανακοίνωσης). 

          

Συνεπώς, ορθά οι εφεσείοντες απέσυραν το ευρωπαϊκό υπόβαθρο της απαίτησης τους.  Αυτό όμως δεν την άλλαξε.  Αντιγράφουμε από το παρακλητικό της αγωγής:

 

«Ο ενάγων αξιοί

(Α) Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η κρατική οικονομική ενίσχυση που παρέχεται στο Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου από το έτος 2004 μέχρι σήμερον […] είναι παράνομη, άκυρη και επιβάλλεται η επιστροφή των σχετικών ποσών στο κράτος διότι η ενίσχυση αυτή αντιβαίνει – ...»,

αφενός στο άρθρο 87 (107) της ΣΛΕΕ και αφετέρου στα άρθρα 16Β, 24Α και 24Β του κυπριακού Νόμου.

 

Είναι σαφές ότι η απαίτηση των εφεσειόντων ήταν και, παρά την προσπάθεια να μεταμορφωθεί, παρέμεινε η αναγνώριση της κρατικής ενίσχυσης προς το Ίδρυμα ως παράνομης και άκυρης.  Τούτο όμως δεν ήταν ζήτημα για το οποίο είχε αρμοδιότητα το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας ή οποιοδήποτε άλλο κυπριακό δικαστήριο.

 

Υπ’ αυτή την έννοια το πρωτόδικο δικαστήριο είχε ορθά αντιληφθεί τα πράγματα και είχε απόλυτο δίκαιο όταν διαπίστωσε πως το εγχείρημα των εφεσειόντων ήταν καταδικασμένο σε αποτυχία.

 

Ο ισχυρισμός ότι υπήρχε και παρέμεινε το αγώγιμο δικαίωμα της παράβασης θεσμίου καθήκοντος δεν μας βρίσκει σύμφωνους.  Η απαίτηση των εφεσειόντων όπως δικογραφήθηκε δεν είχε καμιά σχέση με αυτό το αστικό αδίκημα.  Η παράβαση θεσμίου καθήκοντος (breach of statutory duty) αποτελεί αυτοτελή αιτία αγωγής και πρέπει να εγείρεται στα δικόγραφα αυτοτελώς και ξεχωριστά από άλλες αγώγιμες αξιώσεις (London Passenger Transport Board v. Upson [1949] A.C. 155, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αλεξάνδρου (2008) 1 ΑΑΔ 432, Παναγή κ.α. ν. Παναγή (2009) 1 ΑΑΔ 145, Μ.Σ. Ιακωβίδης & Σία Λτδ κ.α. ν. Γενικός Εισαγγελέας, Πολ. Εφ. Αρ. 378/09 και 386/09, 10.7.2015, ECLI:CY:AD:2015:A509).  Όπως υποδείχθηκε στην Παναγή κ.α. (ανωτέρω):

 

«…Αυτή η νομοθετική βάση έπρεπε όμως να τίθετο με την ακρίβεια και τη λεπτομέρεια που απαιτούν και οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας (Δ.19, θ.13), ιδιαίτερα σ' ό,τι αφορά  την παραβίαση των νομίμων καθηκόντων του εναγομένου 5 και των αντιπροσώπων αυτού. (Δέστε The Annual Practice, 1958, O.19, r.15, σελ. 468-9 και Bullen & Leake & Jacob's Precedents of Pleadings, 14η Έκδ., Τόμος 1, σελ. 19, παρ. 1-29 και για παράδειγμα  προτύπου, Τόμος 2, σελ. 1153-54, παρ. 71-S.19). Η ορθή δικογράφηση θα έδινε και το στίγμα της ανάλογης τοποθέτησης της υπεράσπισης στη δική της δικογραφία

 

 

Εν προκειμένω η μη τήρηση των εν λόγω προνοιών δεν ετέθη υπό την έννοια της αυτοτελούς αιτίας αγωγής περί παράβασης θεσμίου καθήκοντος, αλλά ως μέρος της αιτιολογικής βάσης της θνησιγενούς αξίωσης για αναγνωριστική δήλωση περί παράνομης κρατικής ενίσχυσης και των παρεπομένων αυτής θεραπειών.

 

Εν πάση περιπτώσει, ορθή ήταν και η προσέγγιση του πρωτοδίκου δικαστηρίου ότι η παραβίαση των εν λόγω διατάξεων του Νόμου δεν δημιουργούσαν αγώγιμο δικαίωμα υπέρ συγκεκριμένων προσώπων και δη υπέρ των εφεσειόντων.  Το δικαστήριο ορθά καθοδηγήθηκε από τη νομολογία (Koυππάρης ν. Οργανισμού Γεωργικής Ασφάλισης (1997) 1 ΑΑΔ 1780), παραπέμποντας και στο ακόλουθο απόσπασμα από τα Halsburys Laws of England, 4th ed., Τόμος  45-2, παράγρ. 395:

 

«395. Essentials of the cause of action.  In order to succeed in a claim for damages for breach of statutory duty the claimant must establish a breach of a statutory obligation which, on the proper construction of the statute, was intended to be a ground of civil liability to a class of persons of whom he is one; He must establish an injury or damage of a kind against which the statute was designed to give protection; And he must establish that the breach of statutory obligation caused, or materially contributed to, that injury or damage.»

 

Στην Επίσημος Παραλήπτης ν. Δημητρίου (1997) 1 ΑΑΔ (Α) 336 επιβεβαιώθηκε η αρχή ότι:

 

«Είναι γεγονός πως ο νόμος δεν δίδει δικαίωμα έγερσης αγωγής για αποζημιώσεις για κάθε περίπτωση που ένα πρόσωπο υφίσταται ζημιά σαν αποτέλεσμα παράβασης θέσμιου καθήκοντος από άλλο. Όταν ο νόμος επιβάλλει τέτοιο καθήκον σε ένα άτομο, η διακρίβωση κατά πόσο δημιουργείται δικαίωμα αγωγής για αποζημιώσεις εξαρτάται από το κατά πόσο το νομοθέτημα είχε σκοπό να επιβάλει το καθήκον αυτό σαν δημόσιο καθήκον, οπότε το πρόσωπο που υπέστη τη ζημιά δεν έχει δικαίωμα αγωγής ή αν επιπρόσθετα προς το δημόσιο καθήκον υπήρχε πρόθεση να επιβάλει το καθήκον αυτό και προς όφελος του προσώπου που υπέστη τη ζημιά, οπότε δημιουργείται το δικαίωμα στο πρόσωπο αυτό να εγείρει αγωγή για αποζημιώσεις. …»

 

Οι σχετικές πρόνοιες δεν είχαν καθόλου τέτοιο σκοπό.  Έχουν εισαχθεί στο Νόμο με τον εναρμονιστικό τροποποιητικό Νόμο 116(Ι)/2003 που αποσκοπούσε, μεταξύ άλλων, στην εισαγωγή των ευρωπαϊκών κανόνων και στην εναρμόνιση με το ευρωπαϊκό κεκτημένο αναφορικά με τη διαφάνεια και τους κανόνες για τις δημόσιες ενισχύσεις γενικά και ειδικότερα εκείνες που αφορούν στις δημόσιες υπηρεσίες ραδιοτηλεοπτικών μεταδόσεων. 

 

Το άρθρο 24Α ορίζει ότι το Ίδρυμα δύναται, τηρουμένων των διατάξεων των περί Ελέγχου των Δημοσίων Ενισχύσεων Νόμων του 2001 έως 2003, να λαμβάνει δημόσια ενίσχυση, νοουμένου ότι δεν αλλοιώνει τον ανταγωνισμό σε βαθμό αντίθετο με το κοινό συμφέρον. 

 

Το άρθρο 24Β προβλέπει για ετήσιο έλεγχο των λογαριασμών του Ιδρύματος από το Γενικό Ελεγκτή στα πλαίσια ελέγχου του κατά πόσον οποιαδήποτε δημόσια ενίσχυση που έλαβε το Ίδρυμα χρησιμοποιήθηκε κατά τρόπο που να μην συνάδει με τις διατάξεις του άρθρου 24Α.  Για τους σκοπούς αυτούς το Ίδρυμα υποχρεούται να τηρεί χωριστούς λογαριασμούς κατά τον τρόπο που ορίζεται στο εδάφιο 2 του άρθρου 24Β. 

 

Στα πλαίσια αυτά, το άρθρο 16Β(ε) ορίζει ότι το Ίδρυμα οφείλει να διεξάγει τις εμπορικές και άλλες δραστηριότητες του κατά τρόπο που να διασφαλίζει, μεταξύ άλλων, ότι «τηρούνται με διαφάνεια σε ξεχωριστούς λογαριασμούς, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 24Β στοιχεία σε σχέση με, μεταξύ άλλων, τις δαπάνες και τα έσοδα από αυτές».

 

Είναι σαφές ότι η μη τήρηση χωριστών λογαριασμών δεν στοιχειοθετούσε παράβαση υποχρέωσης που να δημιουργεί δικαίωμα υπέρ των εφεσειόντων για αποζημιώσεις.  Πρόκειται για ένα δημόσιο καθήκον για σκοπούς διαφάνειας και για σκοπούς του προβλεπόμενου ελέγχου από το Γενικό Ελεγκτή, στον οποίο ο Νόμος δίδει συνέχεια.  Η περαιτέρω διαδικασία καθορίζεται από το εδάφιο 3 του άρθρου 24Β σύμφωνα με το οποίο ο Γενικός Ελεγκτής ετοιμάζει ετήσια έκθεση στην οποία καταγράφει τα αποτελέσματα του ελέγχου που ασκεί δυνάμει του εν λόγω άρθρου, την οποία και υποβάλλει στο Ίδρυμα και στον Έφορο Ελέγχου Κρατικών Ενισχύσεων.  Οι δε εξουσίες του Εφόρου σε περίπτωση παραβάσεων καθορίζονται από τον οικείο Νόμο, τον περί Ελέγχου των Δημοσίων Ενισχύσεων Νόμο του 2001 όπως τροποποιήθηκε. 

 

Δικαιολογημένη υπήρξε και η διαπίστωση του πρωτοδίκου δικαστηρίου ότι οι εφεσείοντες δεν απέδειξαν ζημία.  Δεν χρειάζεται όμως να επεκταθούμε, όπως αχρείαστο είναι να εξετάσουμε άλλους λόγους έφεσης, εφόσον το αποτέλεσμα της έφεσης έχει καθοριστεί.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα €3.000 πλέον ΦΠΑ υπέρ των εφεσιβλήτων.

                                                                   Λ. Παρπαρίνος, Δ.

 

                                                                   Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

                                                                   Ι. Ιωαννίδης, Δ.

/φκ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο