ΠΕΤΡΗ v. ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΟΥ, ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 28/2019, 4/6/2021

ECLI:CY:DOD:2021:13

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

 

(ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 28/2019)

 

4 Ιουνίου, 2021

                                                        

[ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

xxx xxx ΠΕΤΡΗ,

Εφεσείων,

 

ΚΑΙ

 

xxx xxx ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΟΥ,

Εφεσίβλητη.

_ _ _ _ _ _

 

Ο Εφεσείων εμφανίζεται προσωπικά.

Φ. Φανή για Ν. Δαμιανού & Συνεργάτες, για την Εφεσίβλητη.

_ _ _ _ _ _

 

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Σταματίου, Δ.

­­­_ _ _ _ _ _

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Οι διάδικοι υπήρξαν σύζυγοι και από το γάμο τους απέκτησαν τον Α., ο οποίος γεννήθηκε στις 4.2.2001. Η συνεισφορά του εφεσείοντα στη διατροφή του Α. καθορίστηκε στις 8.3.2012 με εκ συμφώνου διάταγμα στο ποσό των €380 μηνιαίως. Επιπρόσθετα, στο εν λόγω διάταγμα καταγράφηκε η συμφωνία των μερών ότι ο εφεσείων θα καταβάλλει το ήμισυ του κόστους των φροντιστηριακών μαθημάτων του ανήλικου, κατόπι συνεννόησης με την εφεσίβλητη. Ακολούθησε εκ μέρους της εφεσίβλητης - αιτήτριας η καταχώρηση της επίδικης αίτησης, με την οποία αξίωνε αύξηση του ποσού αυτού στα €950 μηνιαίως ή και σε μεγαλύτερο ποσό. Ο εφεσείων – καθ΄ου η αίτηση υπέβαλε ένσταση και ανταπαίτηση και η υπόθεση οδηγήθηκε σε ακρόαση.

 

Το Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση τροποποίησε το ποσό της συνεισφοράς του εφεσείοντα σε €580 μηνιαίως, από 19.5.2015 μέχρι 4.2.2019, ημερομηνία ενηλικίωσης του Α.. Λόγω δε της ενηλικίωσης του Α. καθόρισε την εφάπαξ οφειλόμενη αναδρομική διατροφή στο συνολικό ποσό των €25.810, με την επιφύλαξη ότι ποσά που έχουν ήδη καταβληθεί με βάση το προηγούμενο διάταγμα διατροφής, ημερομηνίας 8.3.2012, θα πρέπει να αφαιρεθούν από την οφειλόμενη αναδρομική διατροφή. Απέρριψε, επίσης, την ανταπαίτηση, χωρίς έξοδα.

 

Σημειώνεται ότι, με βάση το εκ συμφώνου διάταγμα διατροφής που ίσχυε και την αύξηση που επήλθε, συνεπεία του άρθρου 38(2) του Νόμου, το ποσό ανέρχετο κατά το χρόνο καταχώρησης της αίτησης για τροποποίηση του διατάγματος σε €505.78.

 

Ο εφεσείων, ο οποίος παρουσιάζεται προσωπικά, όπως έπραξε και στην πρωτόδικη διαδικασία μετά που ο δικηγόρος του αποσύρθηκε λόγω διαφωνιών, προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση με δέκα λόγους έφεσης ως ακολούθως:

 

«Πρώτος Λόγος Έφεσης

 

Το Δικαστήριο δεν αξιολόγησε ορθά και/ή παρερμήνευσε την μαρτυρία που υπήρχε ενώπιον του με αποτέλεσμα να καταλήξει σε λανθασμένα συμπεράσματα σε σχέση με την οικονομική δυνατότητα των διαδίκων.

 

Δεύτερος Λόγος Έφεσης

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και/ή κατά παράβαση της νομολογίας και/ή της διακριτικής του ευχέρειας αγνόησε την εφαρμογή ή και απότυχε να συσχετίσει τις ακόλουθες αποφάσεις των δικαστηρίων και δικών της επισημάνσεων (στην παρούσα διαδικασία).

 

Τρίτος Λόγος Έφεσης

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και/ή [sic] της Νομολογίας, και/ή της διακριτικής του ευχέρειας αγνόησε ή και παράβλεψε ή και παρερμήνευσε την εφαρμογή του άρθρου 38(2) που προβλέπει αυτόματη αύξηση της διατροφής κάθε 24 μήνες.

 

Τέταρτος Λόγος Έφεσης

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και/ή [sic] της Νομολογίας και/ή της διακριτικής του ευχέρειας ή και παράβλεψε ή δεν ανάγνωσε το σύνολο της ενόρκου δηλώσεως και τα τεκμήρια αγνοώντας σημαντικό τεκμήριο 10.

 

Πέμπτος Λόγος Έφεσης

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και/ή [sic] της Νομολογίας και/ή της διακριτικής του ευχέρειας αγνόησε ή και παράβλεψε σημαντικό γεγονός που γνωστοποιήθηκε με τις ένορκες δηλώσεις και τα τεκμήρια που δικογραφήθηκαν εντός των πλαισίων του Νόμου που επεξηγούν και αποκαλύπτουν ότι ο καθ΄ου η αίτηση απώλεσε σημαντικό αποθεματικό σε μετρητά που είχε στην κατοχή του από ενέργειες της αιτήτριας ανεξάρτητα αν ήταν δικαιολογημένο ή μη το γεγονός.

 

Έκτος Λόγος Έφεσης

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και/ή [sic] της Νομολογίας και/ή της διακριτικής του ευχέρειας αγνόησε ή και παράβλεψε σημαντικό γεγονός που γνωστοποιήθηκε με τις ένορκες δηλώσεις και τα τεκμήρια που δικογραφήθηκαν εντός των πλαισίων του Νόμου που επεξηγούν και αποκαλύπτουν ότι ο καθ΄ου η αίτηση απόκτησε ακόμα ένα τέκνο το οποίο ήταν κατά την κατάθεση της αίτησης ενάμιση χρονών και σήμερα πεντέμισι χρονών.

 

Έβδομος Λόγος Έφεσης

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και/ή [sic] της Νομολογίας και/ή της διακριτικής του ευχέρειας αγνόησε ή και παράβλεψε σημαντικό γεγονός που γνωστοποιήθηκε με τις ένορκες δηλώσεις και τα τεκμήρια που δικογραφήθηκαν εντός των πλαισίων του Νόμου που επεξηγούν και αποκαλύπτουν ότι ο καθ΄ου η αίτηση απώλεσε όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία του κατά τις αναδιαρθρώσεις των τραπεζών.

 

Όγδοος Λόγος Έφεσης

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και/ή [sic] της Νομολογίας και/ή της διακριτικής του ευχέρειας αγνόησε ή και παράβλεψε σημαντικό γεγονός που γνωστοποιήθηκε με τις ένορκες δηλώσεις και τα τεκμήρια που δικογραφήθηκαν εντός των πλαισίων του Νόμου που επεξηγούν και αποκαλύπτουν ότι η αιτήτρια απεκάλυψε μηνιαίο ποσόν της τάξης των 216 ευρώ τον μήνα από το κράτος.

 

Ένατος Λόγος Έφεσης

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και/ή [sic] της Νομολογίας και/ή της διακριτικής του ευχέρειας αγνόησε ή και παράβλεψε σημαντικό γεγονός που γνωστοποιήθηκε με τις ένορκες δηλώσεις και τα τεκμήρια που δικογραφήθηκαν εντός των πλαισίων του Νόμου που επεξηγούν και αποκαλύπτουν ή εξάγεται το συμπέρασμα ότι η αιτήτρια έχει στην κατοχή της ισχυρό οικονομικό υπόβαθρο το οποίο αποκρύβει και το οποίο η Δικαστής δεν έχει εντοπίσει και υπολογίσει κατά την κατανομή της διατροφής, πράξη η οποία επιβάλλεται από τον Νόμο για την απόδοση της σχετικής δικαιοσύνης.

 

Δέκατος Λόγος Έφεσης

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και/ή [sic] της Νομολογίας και/ή της διακριτικής του ευχέρειας αγνόησε ή και παράβλεψε σημαντικό γεγονός που γνωστοποιήθηκε με τις ένορκες δηλώσεις και τα τεκμήρια που δικογραφήθηκαν εντός των πλαισίων του Νόμου που επεξηγούν και αποκαλύπτουν ή εξάγεται το συμπέρασμα ότι η αιτήτρια στα πιο κάτω τεκμήρια που κατατέθηκαν από την ίδια στο Δικαστήριο διαφωτίζουν σημαντικό τμήμα της αρχικής συμφωνίας και άλλα.»

 

 

Η υποχρέωση των δύο γονέων για την από κοινού διατροφή των ανήλικων τέκνων τους ανάλογα με τις δυνάμεις τους καθιερώθηκε με βάση το άρθρο 33(1) του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμο του 1990, Ν.216/90 (στο εξής «ο Νόμος») (βλ. Π. Μαρκουλίδη ν. Α. Μαρκουλίδη κ.ά. (1998) 1 ΑΑΔ 1386).

Η διατροφή, με βάση το άρθρο 37(1) του Νόμου, προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του δικαιούχου, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής του και τις οικονομικές δυνατότητες που υπάρχουν για διατροφή προσώπου, ενώ, με βάση το άρθρο 37(2), ορίζεται ότι η διατροφή περιλαμβάνει όλα όσα είναι αναγκαία για τη συντήρηση και ευημερία του δικαιούχου και, ανάλογα με την περίπτωση, τα έξοδα εν γένει εκπαίδευσής του. Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Παναγιώτου ν. Σφικτού (2001) 1 ΑΑΔ 625, το μέτρο της διατροφής δεν μπορεί να εξευρεθεί με απόλυτους αριθμούς. Η κοινή λογική και η πείρα της ζωής είναι παράγοντες οι οποίοι διαδραματίζουν ρόλο στην καλύτερη αντίληψη των γεγονότων προς εντοπισμό των πραγματικών αναγκών συγκεκριμένων ατόμων.

 

Ως προς την εξουσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου να τροποποιεί προηγούμενή του απόφαση αυτή εδράζεται στο άρθρο 38 του Νόμου, το οποίο προνοεί τα ακόλουθα:

 

 

«Αν αφότου εκδόθηκε η απόφαση που προσδιορίζει τη διατροφή μεταβλήθηκαν οι όροι της, το Δικαστήριο μπορεί να τροποποιήσει την απόφαση του ή να διατάξει τον τερματισμό της διατροφής.»

Στην υπόθεση Άντρη Αντρέου ν. Ιωάννη Τσίρου, Έφεση 16/2013, ημερομηνίας 21.12.2016, στην οποία παρέπεμψε το πρωτόδικο Δικαστήριο, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα σχετικά με το άρθρο 38:

 

 

      «Το άρθρο 38, το οποίο είναι προσδιοριστικό της δυνατότητας τροποποίησης υφιστάμενου διατάγματος διατροφής, ερμηνεύθηκε σε αριθμό υποθέσεων όπως τις Χριστοδούλου ν. Χριστοδούλου (1993) 1 Α.Α.Δ. 195Αριστείδου ν. Χρυσάνθου (1994) 1 Α.Α.Δ. 711Δημητρίου ν. Περδίου (2005) 1 Α.Α.Δ. 1418 και άλλες.  Η νομολογία έχει καθορίσει ότι μόνο γεγονότα τα οποία ανακύπτουν μετά την έκδοση του αρχικού διατάγματος είναι δυνατό να ληφθούν υπόψη προς αναθεώρηση του υφιστάμενου διατάγματος.  Είναι η μεταβολή των όρων που καθιστά την αρχική απόφαση μεταρρυθμιστέα.   Αυτό σημαίνει ότι οιοσδήποτε των διαδίκων που υπόκειται στο αρχικό διάταγμα διατροφής, μπορεί να υποβάλει αίτηση για τροποποίηση είτε προς τα άνω, είτε προς τα κάτω, ή, ακόμη και να επιδιώξει εξ ολοκλήρου τερματισμό της διατροφής, (δέστε σχετικά και τα όσα αναφέρονται στα συγγράμματα του Ε. Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη: Οικογενειακό Δίκαιο, Τόμος ΙΙα, σελ. 144-145, Γιώργου Κουμάντου: Οικογενειακό Δίκαιο, Τόμος ΙΙ, σελ. 123-125 και Βασίλη Βαθρακοκοίλη: Το Νέο Οικογενειακό Δίκαιο, Γ΄ Έκδοση, σελ. 515-518, που ερμηνεύουν το αντίστοιχο άρθρο 1494 του Αστικού Κώδικα).  Ο αιτητής έχει βέβαια το βάρος απόδειξης ότι οι όροι του υφιστάμενου διατάγματος διατροφής έχουν μεταβληθεί ούτως ώστε να είναι αναγκαία η τροποποίηση του.”

 

 

 

Η ακρόαση της υπόθεσης διεξήχθη υπό τη μορφή ενόρκων δηλώσεων, χωρίς να αντεξεταστεί οποιοσδήποτε από τους διαδίκους. Αποτέλεσε κοινώς αποδεκτό γεγονός ότι, μετά την έκδοση του πρώτου διατάγματος, ο εφεσείων συνήψε νέα σχέση από την οποία απέκτησε ακόμα ένα τέκνο που γεννήθηκε στις 24.1.2014.

Ο εφεσείων, με τον πρώτο λόγο έφεσης, ουσιαστικά αμφισβητεί τους υπολογισμούς στους οποίους προέβη το Δικαστήριο για να καθορίσει την αύξηση στη συνεισφορά του για τη διατροφή του υιού τους. Ο ίδιος προέβη σε διάφορους μαθηματικούς υπολογισμούς, τους οποίους αναλύει τόσο στην αιτιολογία των λόγων έφεσης, όσο και στο περίγραμμά του. Ως βάση για τους υπολογισμούς του θεώρησε ότι η εφεσίβλητη έχει εισοδήματα €2.336,70, συμπεριλαμβανομένου του ποσού των €216 που λαμβάνει από το κράτος ως επίδομα για το παιδί και ο ίδιος €2.000, από το οποίο το ποσό των €500 είναι απαραίτητο για τη διαβίωση του δεύτερου παιδιού που απέκτησε. Ως εκ τούτου, η εφεσίβλητη λαμβάνει, κατά την εισήγηση, €836,70 περισσότερα από τις δυνατότητες του ιδίου. Στη βάση αυτή και με δεδομένο ότι το Δικαστήριο καθόρισε ως απόλυτα αναγκαίο ποσό για τη διατροφή του Α. το ποσό των €1.326, προέβη σε κάποιους περαιτέρω μαθηματικούς υπολογισμούς και καταλήγει πως η εφεσείουσα θα πρέπει να συμπληρώνει το ποσό των €480 μηνιαίως που υπολείπεται από το συνολικό ποσό εξόδων που υπολόγισε το Δικαστήριο ότι απαιτείται για τη διατροφή του Α. Με αυτό τον τρόπο θα μειωθεί, κατά την εισήγηση, και η διατροφή που καταβάλλεται από τον ίδιο. Προβάλλει, περαιτέρω, πως το Δικαστήριο αγνόησε τους ισχυρισμούς του, όπως προβάλλονται στην ένορκή του δήλωση και στα τεκμήρια που επεσύναψε. Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στα Τεκμήρια 1, 8 και 10, όπου φαίνεται ότι δεν έχει οποιαδήποτε επιπρόσθετα εισοδήματα και επιδόματα εκτός από το μισθό του. Αντίθετα, τονίζει πως η αιτήτρια είναι αυτή που είχε μεγαλύτερα εισοδήματα και επιπρόσθετα λάμβανε επιδόματα.

 

Σημειώνεται ότι ο εφεσείων είχε καταχωρήσει ανταπαίτηση, με την οποία ζητούσε μείωση του ποσού της συνεισφοράς του σε €200, η οποία απορρίφθηκε. Δεν υπάρχει έφεση κατά της απόρριψης της ανταπαίτησης και, συνεπώς, η εισήγησή του περί μείωσης της διατροφής που κατέβαλλε δεν μπορεί να εξεταστεί.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε την οικονομική δυνατότητα των διαδίκων, αρχίζοντας με αυτή της εφεσίβλητης,  επισημαίνοντας την υποχρέωση των γονέων να προβαίνουν σε πλήρη και αληθινή αποκάλυψη των οικονομικών τους πόρων. Προς τούτο, εύστοχα παρέπεμψε σε σχετικά αποσπάσματα από τη Δημητρίου ν. Περδίου (2005) 1 ΑΑΔ 1418[1] και Re H. Ηλία (1997) 1 ΑΑΔ 1372[2]. Για σκοπούς καθορισμού των εισοδημάτων της εφεσίβλητης, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη το μέσο όρο του μισθού της, από το 2015 μέχρι την ημερομηνία λήψης της απόφασης, το οποίο είναι €1.957, στο οποίο πρόσθεσε την αναλογία του 13ου μισθού, πλέον το επίδομα τέκνου €180 μηνιαίως και την μηνιαία αναλογία του επιδόματος μονογονεϊκής οικογένειας, που ανερχόταν σε €36.70, καταλήγοντας στο μηνιαίο ποσό των €2.336,70. Δεν αποδέχθηκε τη θέση της εφεσίβλητης για αποκοπή από το μισθό της ποσού για σκοπούς οικιστικού δανείου, κάτι όμως που δεν αφορά την παρούσα έφεση. Το μηνιαίο ποσό των εισοδημάτων της εφεσίβλητης, ως υπολογίστηκε από το Δικαστήριο, δεν αμφισβητείται με την υπό κρίση έφεση.

 

Αυτό που αμφισβητείται είναι η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων δύναται να κερδίζει μηνιαίως ένα ποσό της τάξης των €2.350. Κατέληξε δε σε αυτό το ποσό, αφού έλαβε υπόψη τις θέσεις της εφεσίβλητης ότι από την καταχώρηση της αίτησης, το Μάιο του 2015, εργάζεται στο Κτηματολόγιο Αμμοχώστου, με καθαρές μηνιαίες απολαβές μηνιαίως €1.910, πλέον 13ο μισθό. Λόγω δε της θέσης και των καθηκόντων του στην Υπηρεσία Τουρκοκυπριακών Περιουσιών στη Λάρνακα και από δηλώσεις του ιδίου, υπολογίζει ότι το 2016 λάμβανε το ποσό των €1.910 έως €1.939, πλέον ένα ποσό της τάξεως των €470 - €500 μηνιαίως ως οδοιπορικά, το 2017 το ποσό των €1.939, πλέον €599 ως οδοιπορικά και τον Ιανουάριο του 2018 υπολογίζει ότι έλαβε το ποσό των €2.000, πλέον €660 οδοιπορικά. Έτερος ισχυρισμός της εφεσίβλητης ότι από το έτος 2015 επαδραστηριοποίησε τις επιχειρήσεις ανάπτυξης γης, χρησιμοποιώντας εικονικά τους ηλικιωμένους γονείς του, δεν έγινε αποδεκτός από το Δικαστήριο.

 

Ο ίδιος ο εφεσείων, ως προς τα εισοδήματά του, περιορίστηκε να αναφερθεί στο μηνιαίο μισθό των €1.860, πλέον 13ο μισθό και, προς τούτο, επισύναψε την κατάσταση μισθοδοσίας του για το Μάιο του 2015. Το Δικαστήριο παρατήρησε πως δεν παρουσίασε οποιοδήποτε στοιχείο που να αποδεικνύει το μισθό που λάμβανε μετά το 2015 και θεώρησε, με δεδομένο ότι, ως δημόσιος υπάλληλος, ο μισθός του είχε κάποια αύξηση τα επόμενα τρία χρόνια και, αφού συνυπολόγισε και τον 13ο μισθό που λαμβάνει, κατέληξε ότι ο μισθός που λαμβάνει μηνιαίως από την εργασία του ανέρχεται σε €2.000. Επιπλέον, αποδέχθηκε τη θέση της εφεσίβλητης ότι, λόγω της εργασίας του, λαμβάνει μηνιαίως επιπλέον εισόδημα €300 περίπου ως οδοιπορικά και κατάληξε ότι ο εφεσείων μπορεί να κερδίζει μηνιαίως ένα ποσό της τάξης των €2.350. Ο εφεσείων παραπέμπει στο Τεκμήριο 10, προς υποστήριξη των θέσεων του. Πρόκειται για μία δήλωση της Προϊσταμένης της Υπηρεσίας Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών στη Λάρνακα, στην οποία αναφέρεται στην κακή ψυχολογική κατάσταση του εφεσείοντα όταν εκδόθηκε εναντίον του το ποσό της διατροφής, για το οποίο προσφέρθηκε, τόσο η ίδια, όσο και άλλοι συνάδελφοι του, να τον βοηθήσουν, καθώς επίσης και στο ότι δεν λαμβάνει κανένα όφελος από τα ποσά που λαμβάνει ως οδοιπορικά. Όπως ορθά σημείωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ο εφεσείων δεν παρουσίασε οποιοδήποτε τεκμήριο που να αποδεικνύει τον μισθό που λάμβανε, κατά το χρόνο της ακρόασης, ούτε και σχολίασε τον ισχυρισμό της εφεσίβλητης για τα οδοιπορικά που λάμβανε από την εργασία του. Το Τεκμήριο 10 δεν μπορεί να έχει οποιαδήποτε βαρύτητα στην υπόθεση λόγω της έλλειψης δικογραφικής κάλυψης περί των όσων προβάλλονται σε αυτό και, επίσης, πρόκειται για μία δήλωση ενός προσώπου, χωρίς όρκο, το οποίο βεβαίως δεν αντεξετάστηκε.

 

Δε διαπιστώνουμε σφάλμα στον καθορισμό των εισοδημάτων των διαδίκων, στα οποία έχει προβεί το Δικαστήριο, έτσι ώστε να απαιτείται η παρέμβασή μας. Συνακόλουθα, ο πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται ανεδαφικός και απορρίπτεται.

 

Ο δεύτερος λόγος έφεσης είναι δυσνόητος. Ενώ αναφέρει ότι το Δικαστήριο απέτυχε να συσχετίσει «τις ακόλουθες» αποφάσεις των Δικαστηρίων και δικών του επισημάνσεων, δεν παραπέμπει σε νομολογία. Αναφέρεται ουσιαστικά σε αρχές που ανέφερε το Δικαστήριο, τις οποίες, κατά τον ισχυρισμό του, δεν ακολούθησε και αυτές αφορούν κυρίως τα πραγματικά εισοδήματα της εφεσίβλητης. Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης μπορεί να επιτύχει. Το Δικαστήριο αναφέρθηκε ορθά στη νομολογία που αφορά τροποποίηση διατάγματος διατροφής. Αναφορικά με τα εισοδήματα της εφεσίβλητης αυτά εξετάστηκαν με σχολαστικότητα και δε διαπιστώνουμε σφάλμα στα συμπεράσματά του.

 

Ο τρίτος λόγος έφεσης άπτεται της εφαρμογής του άρθρου 38(2) του Νόμου[3]. Σύμφωνα με το άρθρο αυτό προβλέπεται αυτόματη αύξηση της διατροφής ανά περίοδο 24 μηνών σε ποσοστό 10%. Το στοιχείο αυτό σημειώθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφασή του, με στόχο να καθορίσει το ποσό που θα έπρεπε να καταβάλλει ο εφεσείων, με βάση το υφιστάμενο διάταγμα. Ο εφεσείων αναφέρει ότι ο ίδιος ενίστατο σε αυτό σε διάφορες δικασίμους. Όπως προβλέπεται από την πιο πάνω νομοθετική διάταξη, πρόκειται για αυτόματη αύξηση που επιβάλλεται ανά περίοδο εικοσιτεσσάρων μηνών και μόνο κατόπιν αίτησης του προσώπου που οφείλει να καταβάλει την εν λόγω αύξηση θα μπορούσε να αποφασιστεί από το Δικαστήριο η μη εφαρμογή της αυτόματης αύξησης. Εν προκειμένω, δεν έχει υποβληθεί τέτοια αίτηση, συνεπώς, ισχύουν οι πρόνοιες του άρθρου 38(2).

 

Το ζήτημα που εγείρεται με τον τέταρτο λόγο έφεσης έχει αποφασιστεί στα πλαίσια του πρώτου λόγου και δε μπορεί να επιτύχει, για τους λόγους που αναφέρονται στον πρώτο λόγο.

 

Με τον πέμπτο λόγο έφεσης ο εφεσείων προβάλλει πως το Δικαστήριο θα έπρεπε να λάβει υπόψη το ποσό των €20.000, το οποίο, κατά την εισήγηση, κατακρατεί η εφεσίβλητη στη βάση μίας μεταξύ τους συμφωνίας. Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Στα πλαίσια αίτησης για διατροφή δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη ποσό χρημάτων που έχει δοθεί στα πλαίσια συμφωνίας μεταξύ των πρώην συζύγων και που δε σχετίζεται με τη διατροφή.

 

Με τον έκτο λόγο έφεσης ο εφεσείων παραπονείται ότι το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του το γεγονός ότι απέκτησε ακόμα ένα παιδί μετά το χωρισμό του με την εφεσίβλητη. Ο λόγος έφεσης είναι ανεδαφικός. Το Δικαστήριο ανέφερε τα ακόλουθα, σε συνάρτηση με το παιδί που απέκτησε ο εφεσείων:

 

«Το γεγονός ότι ο καθ΄ου η αίτηση απέκτησε ακόμα ένα τέκνο, μετά την έκδοση του υφιστάμενου διατάγματος, ασφαλώς δεν αφήνει αδιάφορο το Δικαστήριο, εφόσον εκ των πραγμάτων η απόκτηση τέκνου δημιουργεί επιπλέον οικονομικές υποχρεώσεις στους γονείς. Τα δύο τέκνα του καθ΄ου η αίτηση κατά την κρίση μου, πρέπει να τύχουν ίσης αντιμετώπισης από αυτόν, σε σχέση με την υποχρέωση του να συνεισφέρει στην διατροφή και διαβίωση τους. Το τέκνο που έχει αποκτήσει η συμβία του καθ΄ου η αίτηση από προηγούμενο γάμο της, δεν χωρά στην παρούσα υπόθεση, εφόσον υπόχρεοι για την διατροφή του, εκ του νόμου είναι οι γονείς του. Επιπλέον, το παιδί εκείνο σήμερα είναι ενήλικας. Δεν παραβλέπω επίσης την υποχρέωση της συμβίας του καθ΄ου η αίτηση να διατρέφει και αυτή το τέκνο που απέκτησαν με τον καθ΄ου η αίτηση. Οι χαμηλές όμως οικονομικές της δυνατότητες, ως αυτές έχουν αναλυθεί από τον καθ΄ου η αίτηση, εκ των πραγμάτων περιορίζουν την δυνατότητα της να προσφέρει στην διατροφή και διαβίωση του τέκνου της, παράγοντας που επιβαρύνει οικονομικά τον καθ΄ου η αίτηση. Όλα τα πιο πάνω λαμβάνονται υπόψη για σκοπούς καθορισμού του ποσού που αναλογεί στους διαδίκους για την συνεισφορά τους στην διατροφή του ανήλικου τέκνου τους Α.»

 

Εκ των ανωτέρω, προκύπτει σαφώς πως το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του την απόκτηση του δεύτερου παιδιού.

 

Με τον έβδομο λόγο έφεσης ο εφεσείων παραπονείται ότι το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη ότι απώλεσε όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία του κατά τις αναδιαρθρώσεις των τραπεζών. Το Δικαστήριο, κατά την εξέταση της οικονομικής δυνατότητας του εφεσείοντα, έλαβε υπόψη μόνο τα χρήματα που εισπράττει από το μισθό του και δε δέχθηκε τη θέση της εφεσίβλητης περί εισοδημάτων του εφεσείοντα από εταιρείες που έχουν σχέση με ακίνητα, χρησιμοποιώντας τους υπερήλικες γονείς τους. Συνακόλουθα, ο λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

Ο όγδοος λόγος έφεσης άπτεται του επιδόματος τέκνου που εισπράττει η εφεσείουσα. Το εν λόγω επίδομα λήφθηκε υπόψη από το Δικαστήριο, εξετάζοντας τα εισοδήματα της εφεσίβλητης και, συνεπώς, ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

Με τον ένατο λόγο έφεσης ο εφεσείων παραπονείται ότι το Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη μαρτυρία ως προς άλλους πόρους εισοδημάτων της εφεσίβλητης.

 

Το Δικαστήριο, κατά την εξέταση των εισοδημάτων της εφεσίβλητης, έλαβε υπόψη κάθε σχετικό στοιχείο που τέθηκε ενώπιόν του με μαρτυρία και δεν αγνόησε οποιοδήποτε στοιχείο μαρτυρίας τέθηκε. Απλοί ισχυρισμοί, οι οποίοι παρέμειναν ατεκμηρίωτοι, δεν μπορούν να έχουν επίπτωση στην υπόθεση. Συνεπώς, γενικοί ισχυρισμοί που προβλήθηκαν, ως προς την εισοδηματική κατάσταση της εφεσίβλητης, ορθά δεν λήφθηκαν υπόψη. Ο λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Ως προς τη συμφωνία μεταξύ των διαδίκων, η οποία προϋπήρχε της αίτησης, ασχοληθήκαμε σε συνάρτηση με τον πέμπτο λόγο έφεσης και τα έχουμε απορρίψει.

 

Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση απορρίπτεται με έξοδα, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

/ΧΤΘ                                                                                 ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 



[1] «όπως έχει η σχετική Νομοθετική διάταξη (αρ. 33(1) Ν.216/1990) η υποχρέωση για διατροφή των ανηλίκων τέκνων μιας οικογένειας ανήκει και στους δύο γονείς ανάλογα με την οικονομική κατάσταση του καθενός. Έχουν και οι δύο υποχρέωση  όπως προβαίνουν σε πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη των πραγματικών τους εισοδημάτων και όχι μόνο των εξόδων τους. Στην υπόθεση Ette v. Ette (1965) 1 All E.R. 341, 346 έχει λεχθεί ότι όταν ο καθ΄ου η αίτηση δεν προβαίνει ο ίδιος σε ειλικρινή και πλήρη αποκάλυψη σχετικά με την οικονομική του κατάσταση, τότε το Δικαστήριο μπορεί λαμβάνοντας υπόψη την φύση του επαγγέλματος του και το τι κερδίζουν οι άλλοι στο ίδιο επάγγελμα, να υπολογίσει ότι ο καθ΄ου η αίτηση έχει ψηλότερα, απ΄ ότι ισχυρίζεται, εισοδήματα. Η αρχή αυτή συνάδει και με τον κανόνα ότι εκεί που κάποιος έχει την αποκλειστική γνώση των γεγονότων, οφείλει να αποδείξει. (βλ. Tarapoulouzis v. District Officer (1962) C.L.R. 91 και Μαρκουλίδης V. Μαρκουλίδη κ.α (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1386, 1390) Επομένως, σε υποθέσεις διατροφής των ανηλίκων τέκνων μιας οικογένειας, η οικονομική δυνατότητα του καθενός από τους γονείς δεν είναι θέμα που πρέπει να αποδεικνύεται από τον αιτητή ή την αιτήτρια, ανάλογα με την περίπτωση αλλά θέμα αληθινής αποκάλυψης από τους ίδιους τους γονείς, των αντιστοίχων εισοδημάτων τους. Το δε Δικαστήριο προβαίνει σε πλήρη έρευνα αυτών των στοιχείων. Περαιτέρω αναφέρουμε ότι από σχετική νομολογία φαίνεται ότι το Δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη όχι μόνο τα πραγματικά εισοδήματα αλλά και την ικανότητα του καθ΄ου η αίτηση να κερδίζει (his potential earning capacity) (Βλ. Klucinsky v. Klucinsky (1953) 1 All E.R. 683 και McEwan (1972) 2 All E.R. 708)»

 

[2] «Η διατροφή προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του ανηλίκου και τις οικονομικές δυνατότητες των γονέων του και όχι με βάση του τι επέλεξαν να διαμορφώσουν ώστε να διατηρούνται σε κατάσταση αδυναμίας που να μην τους επιτρέπει να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους.»

[3] 38. (1) ...............................................................

 

2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1), το ύψος του ποσού της διατροφής αυξάνεται αυτόματα κατά δέκα τοις εκατόν (10%) ανά περίοδο εικοσιτεσσάρων μηνών:

Νοείται ότι, το Δικαστήριο μπορεί, κατόπιν αίτησης του υπόχρεου διατροφής, να διατάξει όπως μη ισχύσει η αυτόματη αύξηση και/ή το ύψος αυτής περιοριστεί.  Σε περίπτωση υποβολής τέτοιας αίτησης, αναστέλλεται η υποχρέωση καταβολής οποιουδήποτε ποσού αύξησης:

Νοείται περαιτέρω ότι, η απόφαση του Δικαστηρίου δυνάμει του παρόντος εδαφίου εκδίδεται εντός τριών μηνών από την καταχώρηση της αίτησης και δυνατόν να έχει αναδρομική εφαρμογή από την ημερομηνία κατά την οποία η αυτόματη αύξηση θα είχε εφαρμογή δυνάμει του παρόντος εδαφίου.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο