ECLI:CY:AD:2021:A254
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 287/13
16 Ιουνίου, 2021
[Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.Δ.]
ΜΕΤΑΞΥ:
xxx ΠΕΡΑΤΙΚΟΥ
Εφεσείοντα/Εναγόμενου Αρ. 2
ΚΑΙ
ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ (ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΕΙΣ) ΛΤΔ
Εφεσίβλητων/Εναγόντων
…………..
Έλ. Ιωάννου (κα) για Μ. Β. Ιωάννου, για τον Εφεσείοντα.
Α. Γεωργίου μαζί με Απ. Γεωργίου, για τους Εφεσίβλητους.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ν.Γ. Σάντη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: O Εφεσείων/Εναγόμενος 2 («ο Εφεσείων»), προσβάλλει με δέκα λόγους έφεσης την Πρωτόδικη Απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού («το Πρωτόδικο Δικαστήριο») στην Αγωγή 5788/05 («η αγωγή»), με την οποία απορρίφθηκε αίτηση παραμερισμού ημερομηνίας 15.11.12 («η αίτηση παραμερισμού»), την οποία είχε καταχωρίσει ο Εφεσείων εναντίον των Εφεσίβλητων/Εναγόντων («οι Εφεσίβλητοι»), με σκοπό τον παραμερισμό της ερήμην του Εφεσείοντα εκδοθείσας απόφασης ημερομηνίας 15.12.05 («η ερήμην απόφαση») έπειτα από μονομερή αίτηση των Εφεσίβλητων ημερομηνίας 5.12.05 («η μονομερής αίτηση»).
Σύμφωνα με τα γεγονότα, ως τα διαπίστωσε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, η αγωγή καταχωρίστηκε την 7.11.05 (διά ειδικώς οπισθογραφημένου κλητηρίου εντάλματος) εναντίον τεσσάρων εναγόμενων (με έναν εξ αυτών να είναι ο Εφεσείων). Ο Εφεσείων ενάχθηκε ως ένας από τους τρείς εγγυητές σε σύμβαση ενοικιαγοράς οχήματος ημερομηνίας 23.7.03, στην οποία μισθωτής ήταν ο αδελφός του Εφεσείοντα (εναγόμενος 1). Την 8.11.05 ο ιδιώτης επιδότης Γεωργίου («ο ιδιώτης επιδότης»), μετέβη στην οικία τού πατέρα τού Εφεσείοντα («ο πατέρας»), στην οδό Σ. Λ. xxΑ (Λεμεσός), προκειμένου να επιδώσει την αγωγή στον Εφεσείοντα. Εκεί, συνάντησε τον πατέρα και του είπε για τον λόγο της επίσκεψης του. Ο πατέρας πληροφόρησε τον ιδιώτη επιδότη ότι ο Εφεσείων διαμένει μαζί του. Επειδή εκείνη τη στιγμή ο Εφεσείων απουσίαζε, ο πατέρας, μαζί με τον ιδιώτη επιδότη, επικοινώνησαν με τον Εφεσείοντα και τον πληροφόρησαν για τα καθέκαστα. Ο Εφεσείων επιβεβαίωσε πως διαμένει με τους γονείς του και συγκατατέθηκε όπως η αγωγή επιδοθεί στον πατέρα. Ο ιδιώτης επιδότης επέδωσε την αγωγή στον πατέρα, ο οποίος και την παρέλαβε εκ μέρους και για λογαριασμό του Εφεσείοντα έναντι υπογραφής. Ακολούθως, την ίδια μέρα, ο ιδιώτης επιδότης προέβη σε σχετική ένορκη δήλωση ενώπιον του Πρωτοκολλητή. Παραλλήλως, κατέγραψε τις αφορώσες λεπτομέρειες σε μητρώο, το οποίο ωστόσο ο ιδιώτης επιδότης κατέστρεψε μετά πάροδο κάποιου χρόνου. Επειδή ο Εφεσείων δεν καταχώρισε σημείωμα εμφάνισης εντός της κανονιστικώς προβλεπόμενης προθεσμίας, υποβλήθηκε εκ πλευράς Εφεσίβλητων η μονομερής αίτηση (για έκδοση απόφασης εναντίον του Εφεσείοντα) η οποία, ύστερα από προσήκουσα εξέταση από το Πρωτόδικο Δικαστήριο, απέληξε στην έκδοση της ερήμην απόφασης. Με αυτή, ο Εφεσείων καλούνταν να καταβάλει προς τους Εφεσίβλητους, αλληλεγγύως και/ή κεχωρισμένως με τον αδελφό του (εναγόμενο 1), ποσό εκ ΛΚ£3.407,10 πλέον τόκο προς 11,25% ετησίως επί ποσού ΛΚ£3.049,93 από 19.10.05 μέχρι εξοφλήσεως καθώς και ΛΚ£3.976,71, με τόκο προς 8% ετησίως επί του αυτού ποσού από 7.11.05 μέχρι εξοφλήσεως, πλέον έξοδα που υπολογίστηκαν σε ΛΚ£380,50, με τόκο προς 8% ετησίως από 7.11.05 μέχρι εξοφλήσεως, συν ΛΚ£9,00 έξοδα επίδοσης και ΛΚ£15,00 δικαιώματα ενοικιαγοράς.
Την 15.11.12 (επτά τόσα έτη μετά από την ερήμην απόφαση), ο Εφεσείων καταχώρισε την αίτηση παραμερισμού, προβάλλοντας διάφορους λόγους για τους οποίους - με επίκληση και την Δ.17Θ10 των Περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών - θα έπρεπε (υπό τη δική του οπτική ως διαδίκου), να εκδοθεί διάταγμα «… παραμερίζον και/ή ακυρώνον το Διάταγμα και/ή την απόφαση την εκδοθείσα την 15.12.2005 …», ως και διάταγμα «… ακύρωσης και/ή απόρριψης της αγωγής … και/ή αναστολή της διαδικασίας λόγω κατάχρησης της διαδικασίας και/ή παράβασης των συνταγματικών δικαιωμάτων του … όπως εκφράζονται στο άρθρο 30 & (2) του Συντάγματος για δημόσια ακροαματική διαδικασία κατά την διάγνωση των αστικών δικαιωμάτων του εντός ευλόγου χρόνου και/ή παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του Αιτητή - Εναγομένου αρ.2», καθώς και δήλωση του Δικαστηρίου ότι «… δικαιωματικά δικαιούται σε παραμερισμό και ακύρωση της εναντίον του εκδοθείσης αποφάσεως (ex debito justitiae)».
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, απολήγοντας επί των εγερθέντων, είπε και αυτά (με την περικοπή που ακολουθεί να παρατίθεται αυτούσια όπως και οι υπόλοιπες στην παρούσα απόφαση):
«…………………………………………………………………………………………………Με βάση τα πιο πάνω, κρίνω ότι έχει γίνει καλή, κανονική και νομικά έγκυρη επίδοση του κλητηρίου εντάλματος στον Αιτητή μέσω του πατέρα του με τον οποίο την περίοδο εκείνη διέμενε, πράγμα που συνάδει με τις πρόνοιες των σχετικών διατάξεων των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και τις αρχές που χάραξε η νομολογία. Επιπρόσθετα, κρίνω ότι ο Αιτητής έλαβε γνώση για την εναντίον του καταχώρηση αγωγής δίδοντας μάλιστα οδηγίες στον ιδιώτη επιδότη να το επιδώσει στον πατέρα του με τον οποίο συγκατοικούσε, πράγμα που έγινε με την υπογραφή του πατέρα του. Συνεπώς ο ισχυρισμός του Αιτητή για κακή και/ή αντικανονική επίδοση του κλητηρίου εντάλματος και ότι η δικαστική απόφαση θα πρέπει να παραμεριστεί στη βάση της αρχής της ex debito justitiae απορρίπτεται ως αβάσιμος.
……………………………………………………………………………………………………………….
Στην παρούσα περίπτωση ο Αιτητής, μέσα από την ένορκο δήλωση του, περιορίζεται να αναφέρει την επιθυμία του να προβάλει την υπεράσπιση του χωρίς να δίδει συγκεκριμένες λεπτομέρειες για ποιο λόγο θεωρεί έχει συζητήσιμη υπόθεση έτσι ώστε η θέση του αυτή να κριθεί από το Δικαστήριο. Η παράλειψη του Αιτητή να αποκαλύψει την υπεράσπιση του οδηγεί σε αποτυχία της πρώτης προϋπόθεσης. Ούτε όμως, με βάση το προαναφερόμενο εύρημα του Δικαστηρίου περί καλής, κανονικής και νομικά έγκυρης επίδοσης στις 08.11.05 πιστού αντιγράφου του κλητηρίου εντάλματος στον πατέρα και τότε συγκάτοικο του Αιτητή, δικαιολογείται η καθυστέρηση που παρατηρείται στην εκδήλωση λήψης μέτρων για την ακύρωση της δικαστικής απόφασης ημερομηνίας 15.12.05, η οποία τελικά έγινε στις 15.11.12 με την καταχώρηση της παρούσας αίτησης, δηλαδή μετά την παρέλευση σχεδόν επτά (7) ετών. Κάτω από τα γεγονότα, συνθήκες και περιστατικά που περιβάλουν την υπόθεση αυτή και παράλληλα κρίνοντας σωρευτικά και στο σύνολο τους τα γεγονότα που καλύπτουν την εκ μέρους του Αιτητή αντιμετώπιση της εναντίον του διαδικασίας και μέσα από τα ευρήματα και συμπεράσματα στα οποία το Δικαστήριο έχει καταλήξει, καταδεικνύεται ότι ο Αιτητής επέδειξε πλήρη αδιαφορία για την αγωγή η οποία προσλαμβάνει τη μορφή καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας και των δικαιωμάτων των Καθ' ων η αίτηση, διαγωγή που, υπό τις περιστάσεις, θεωρώ ασυγχώρητη (βλέπε Εταιρεία Βοθροκαθαριστών Λεμεσού 'Βοθροτέξ' Λτδ v. Φαντάκη (2001) 1Α Α.Α.Δ. 339 και Χριστάκης Πίττας v Unigoods Trading Company Ltd (2004) 1 Α.Α.Δ. 1761). Είναι πρόδηλο ότι η αίτηση του Αιτητή ημερομηνίας 15.11.12 για παραμερισμό της δικαστικής απόφασης στοχεύει αποκλειστικά στην απελευθέρωση του από τις συνέπειες που του προκαλεί η εναντίον του εκδοθείσα δικαστική απόφαση που μέχρι σήμερα παραμένει ανεκτέλεστη. Συνεπώς, ούτε η δεύτερη προϋπόθεση της περίπτωσης αυτής ικανοποιείται.
…...…………………………………………………………………………………………………….».
Προχωρούμε στους λόγους έφεσης.
Οι λόγοι έφεσης 1-8, θα εξεταστούν σωρευτικώς, αφού αφορούν (εν πολλοίς) στην αξιολόγηση της μαρτυρίας από το Πρωτόδικο Δικαστήριο και στη (συναρτώμενη με αυτή) προβληματική τής (φερόμενα κατά λανθασμένο εύρημα) νομότυπης και κανονικής επίδοσης της αγωγής. Ο λόγος έφεσης 9, άπτεται θέσεων του Εφεσείοντα που αφορούν (γενικώς) στην (κατά τα πρωτόδικα ευρήματα) μη απόδειξη εκ πρώτης όψεως υπεράσπισης και όσων άλλων παραμέτρων έπρεπε να καταδείξει ο Εφεσείων για επιτυχία της αίτησης παραμερισμού. Ο λόγος έφεσης 10 - του οποίου η απόληξη δεν μπορεί παρά να ακολουθήσει την έκβαση της έφεσης - αφορά στην κατ’ ισχυρισμόν άστοχη ενάσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Πρωτόδικου Δικαστηρίου για επιδίκαση των αφορώντων εξόδων κατά του Εφεσείοντα.
Αρχίζουμε με τους λόγους έφεσης 1-8.
Πρώτιστο ζήτημα προς απόφανση κατά αυτονόητη δικαιική τάξη (ως εκ των καταλυτικών επακόλουθων που μπορεί να έχει στην Πρωτόδικη Απόφαση σε περίπτωση αποδοχής του), είναι το παράπονο του Εφεσείοντα στον λόγο έφεσης 1 - το οποίο και εκτείνεται διάσπαρτα ως επιμέρους αιτιολογία στους λόγους έφεσης 2-8) - πως είναι εσφαλμένη και αυθαίρετη η κρίση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου (και αντίθετη «… με την ενώπιον του … προσαχθείσα μαρτυρία»), ότι η αγωγή επιδόθηκε νομοτύπως και κανονικώς στον πατέρα (και συγκάτοικο του Εφεσείοντα) «… στις 08.11.2005 στην οδό Σ. Λ. xxΑ Λεμεσός και επομένως [ο Εφεσείων] … έλαβε γνώση για την ύπαρξη της αγωγής από την πιο πάνω ημερομηνία …».
Δεν μας βρίσκουν ομόθυμους οι θέσεις του Εφεσείοντα.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, υπογράμμισε για τη μαρτυρία του Εφεσείοντα και του ιδιώτη επιδότη (περί του ζητήματος της επίδοσης), ότι:
«……………………………………………………………………………………………………………..
Στρεφόμενος στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του Αιτητή, παρατηρώ ότι αυτός έδιδε απαντήσεις που στερούνταν λογικής και δεν ήταν πειστικές. Καθ' όλη τη διάρκεια της προφορικής κατάθεσης του αλλά και από το ύφος της γραπτής ένορκης δήλωσης του, το Δικαστήριο αισθάνθηκε ότι πρωταρχικός σκοπός του Αιτητή δεν ήταν να πει την αλήθεια αλλά να απεγκλωβιστεί από το βάρος της δικαστικής απόφασης που εκδόθηκε εναντίον του και κατ' επέκταση από τον κλοιό των συνεπειών που άρχιζε να σφίγγει γύρω του συνεπεία της αδυναμίας εκτέλεσης της. Προκειμένου να το πετύχει πρόταξε πλήρη άγνοια για οτιδήποτε και οχυρώθηκε πίσω από νομικούς κανόνες και συνταγματικά δικαιώματα. Ο ίδιος ανάφερε στο Δικαστήριο ότι μέχρι το 2001 διέμενε μαζί με τους γονείς του στην οδό Σ. Λ. αρ. xxΑ, Λεμεσός ενώ μετά από το 2001 που παντρεύτηκε μετακόμισε στην οδό Δ. xΔ, Π. Ε., δεύτερο όροφο, 4xxx Κ. Π., Λεμεσός όπου εκεί διέμενε μαζί με την πρώην σύζυγο του. Στην ιδία διεύθυνση ισχυρίστηκε ότι εξακολουθούσε να διαμένει και το 2005 όταν σημειώθηκε η επίδικη επίδοση του εγγράφου. Αυτό όμως που δεν εξήγησε στο Δικαστήριο είναι για ποιο λόγο, εφόσον ο ίδιος διέμενε στην οδό Δ. από το 2002, στις 23.07.03 υπέγραψε ως ένας εκ των εγγυητών του αδελφού του σε συμβόλαιο ενοικιαγοράς δηλώνοντας ως διεύθυνση διαμονής του και λήψης αλληλογραφίας τη διεύθυνση που διέμεναν οι γονείς του. Η εν λόγω διεύθυνση του Αιτητή καταγράφεται στο Τεκμήριο 1, το οποίο μετά από μελέτη και αξιολόγηση του αποδέχομαι ως ορθό, αληθές και αξιόπιστο, με το περιεχόμενο του να μην έχει αμφισβητηθεί, πάντοτε στο βαθμό που αφορά τον σκοπό και τη σημασία της παρούσας αίτησης. Παράλληλα, ο Αιτητής ουδέποτε ανάφερε ότι αντιμετώπισε πρόβλημα λήψης αλληλογραφίας σε σχέση με την πορεία της υπόθεσης ενοικιαγοράς στην οποία είχε κάθε λόγο ως εγγυητής να επιδιώκει να τυγχάνει συνεχούς ενημέρωσης. Ούτε ποτέ ανάφερε ότι χρειάστηκε να αποταθεί στους Καθ' ων η αίτηση και να παραπονεθεί για κάτι τέτοιο.
……………………………………………………………………………………………………………….
Πέραν και ανεξαρτήτως όμως των πιο πάνω, το Δικαστήριο εντοπίζει μια ουσιώδης διαφορά μεταξύ της γραπτής ένορκης δήλωσης του και της προφορικής κατάθεσης του. Συγκεκριμένα, ενώ στην παράγραφο 9 της ενόρκου δηλώσεως του ο Αιτητής αναφέρει ότι πληροφορήθηκε από κάποιο κηπουρό ότι κάποιος επιδότης προσπαθεί να του επιδώσει μια αίτηση πτώχευσης που συνδέεται με την υπό τον άνω αριθμό και τίτλο αγωγή, αντεξεταζόμενος επί του θέματος αυτού ο Αιτητής πρόβαλε διαφοροποιημένη θέση δηλώνοντας ότι ενημερώθηκε για την ύπαρξη της αγωγής αυτής μόνο όταν υπέπεσε στην αντίληψη του κάποια αίτηση πτώχευσης την οποία βρήκε κάποιος κηπουρός στο πεζοδρόμιο. Για τη διαφοροποίηση αυτή ο Αιτητής δεν έδωσε οποιαδήποτε δικαιολογία. Σε σχέση δε με τον κηπουρό προκύπτουν διάφορα εύλογα ερωτήματα όπως ποιος είναι αυτός, που εργαζόταν, τι σχέση έχει ο Αιτητής μαζί του, για ποιο λόγο ο Αιτητής βρέθηκε στο χώρο όπου βρισκόταν ο κηπουρός και για ποιο λόγο ο κηπουρός επέδειξε ενδιαφέρον για την υπόθεση του Αιτητή. Για όλα αυτά τα ερωτήματα ουδεμία εξήγηση δίδεται από τον Αιτητή μέσα από τη ένορκο δήλωση του καθιστώντας έτσι το πρόσωπο αυτό φανταστικό.
………………………………………………………………………………………………..…………...».
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε τη μαρτυρία του Εφεσείοντα και του ιδιώτη επιδότη - όπως και την υπόλοιπη προφορική και γραπτή μαρτυρία - στην ολότητα της, αντιπαραβάλλοντας την όπου χρειάστηκε για να κατασταλάξει (αιτιολογημένως και ορθολογικώς) στην περί ης ο λόγος αξιολογική του κρίση. Καμιά από τις περί του αντιθέτου εισηγήσεις της δικηγόρου του Εφεσείοντα δεν κατατάσσεται εδώ ως επαρκής σε οποιοδήποτε μέτρο ώστε να μας οδηγήσει σε σύμπλευση με αυτές (και σε τούτες συμπεριλαμβάνονται και τα όσα ο Εφεσείων προέταξε πρωτοδίκως σε σχέση προς τις δικαιολογίες του για τη μη εμφάνιση του ενώπιον τού Πρωτόδικου Δικαστηρίου, για τον χρόνο που μεσολάβησε μέχρι την καταχώριση της αίτησης παραμερισμού και τις αιτιάσεις περί μη γνωστοποίησης της αγωγής σε αυτόν).
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε εντός του πεδίου των εξουσιών του, με τα υπό συζήτησιν ευρήματα (περί αξιοπιστίας), να προκύπτουν ως λελογισμένα και ορθολογικά. Υπενθυμίζουμε πάνω σε αυτό, ότι η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου διαχρονικώς είναι που επαναλαμβάνει - από καταβολής σχεδόν της Κυπριακής Δημοκρατίας (βλ. Charalambous v Demetriou (1961) 1 CLR 14, 16-29) - (μέχρι κορεσμού), πως η αξιολόγηση της μαρτυρίας και οι επακόλουθες διαπιστώσεις ως προς τα πραγματικά γεγονότα, συνθέτει κατεξοχήν έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου και ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει κατά κανόναν στην αξιολογική αυτή διεργασία και ευρήματα λόγω και του ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έχει την ευκαιρία να παρατηρεί τους μάρτυρες και να εξετάζει τη μαρτυρία ως εκτυλίσσεται στη δίκη (με όλα τα συνακόλουθα ευεργετήματα). Ως υπενθυμίστηκε σχετικώς στην Φιλίππου ν Parkin, Έφεση 12/18, ημ. 6.4.21:
«…………………………………………………………………………………........................
Ως ευστόχως περιεγράφηκε η (πολυεπίπεδη και απαιτητική) αξιολογική αυτή δικαστική διεργασία στην Guy v Mιχαηλούδη (1998) 1(Α) ΑΑΔ 264, 273 μέχρι 274 - και ας επιτραπεί η παράφραση των όσων ανέφερε εκεί ο Νικήτας Δ. - η ανεύρεση της αλήθειας και η ανάπλαση των γεγονότων δεν είναι, τωόντι, εύκολη υπόθεση, μολαταύτα οι κανόνες του δικαίου της απόδειξης και οι εμπειρίες των Δικαστών για τα ανθρώπινα, παρέχουν τα μέσα για την αναγκαία αναδίφηση των περασμένων (βλ. επίσης, Hellenic Bank Public Company v Ζαχαριάδου, ΠΕ 13/14, ημ. 11.3.21), ECLI:CY:AD:2021:A92.
Η εφετειακή παρέμβαση δικαιολογείται ως επανειλημμένως διακηρύχθηκε στη νομολογία, όταν το Εφετείο διαπιστώνει, μεταξύ άλλων, πως τα πρωτόδικα συμπεράσματα και ευρήματα περί αξιοπιστίας μαρτύρων και μαρτυρίας, κρινόμενα αντικειμενικώς, δεν είναι ευλόγως επιτρεπτά, αντιστρατεύονται την κοινή λογική, δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία και κρίνονται ανυπόστατα ή και ως ουσιωδώς αντιφατικά (βλ. κατ' αναλογίαν, Αντρέου ν Τσίρου, Έφεση 26/17, ημ. 28.7.20).
……………………………………………………………………………………………………………..».
Παραμένοντας στα περί της μαρτυριακής αξιολόγησης, παρενθέτουμε ότι ο Εφεσείων (με τον λόγο έφεσης 5), προτάσσει πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο «… εσφαλμένα κατέληξε σε συμπέρασμα ότι ο Αιτητής με τους ισχυρισμούς που πρόβαλε δεν απέδειξε εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση στο βαθμό πάντοτε που απαιτείται και ως εκ τούτου η αίτηση του δεν μπορεί να επιτύχει». Αυτό, γιατί (σύμφωνα με τη συνοδευτική αιτιολογία του λόγου αυτού), εφόσον το Πρωτόδικο Δικαστήριο «… κατέληξε σε συμπέρασμα ότι ο ενόρκως δηλών xxx Τσίγκης ο οποίος καταχώρησε ένορκη δήλωση για υποστήριξη της ένστασης των Εναγόντων δεν γνώριζε τα γεγονότα που ο ίδιος αναφέρει στην ένορκο του δήλωση ούτε είχε προσωπική γνώση για αυτά και το Δικαστήριο στην απόφαση του δεν λαμβάνει υπόψη του το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης του … θα έπρεπε να είχε λάβει υπόψη του τους ισχυρισμούς της ενόρκου δηλώσεως του Εναγομένου 2 - Αιτητή που υποστηρίζει την αίτηση του …» και διότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να συνεκτιμήσει «… την βασική αρχή ότι στο στάδιο της εκδίκασης της παρούσας αίτησης δεν απαιτείτο από τον Εναγόμενο 2 - Αιτητή να αποδείξει τα γεγονότα που στοιχειοθετούν την υπεράσπιση του».
Δεν συμφωνούμε.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε το πώς προσέγγισε αξιολογικώς τον xxx Τσίγκη (και τη μαρτυρία του), κατά τα ακόλουθα:
«……………………………………………………………………………………………………………...
Όσον αφορά την μαρτυρία του κυρίου xxx Τσίγκη, παρατηρώ ότι το περισσότερο μέρος της δεν προέρχεται από προσωπική γνώση του αλλά τόσο από ενημέρωση που προφανώς έτυχε από το δικηγόρο των Καθ' ων η αίτηση όσο και από πληροφόρηση που είχε από το φάκελο της υπόθεσης. Συγκεκριμένα, ο μάρτυρας αυτός αναπτύσσει νομικά θέματα χωρίς να είναι ειδικός καθώς επίσης κάνει αναφορά σε γεγονότα που δεν βίωσε προσωπικά μεταφέροντας απλά αυτά που ο ιδιώτης επιδότης xxx Γεωργίου διαβίβασε σε άλλους αξιωματούχους των Καθ' ων η αίτηση και αυτοί με τη σειρά τους ενημέρωσαν τον τραπεζικό φάκελο της υπόθεσης. Η ύπαρξη της μαρτυρίας του ιδιώτη επιδότη xxx Γεωργίου, ως του ατόμου που βίωσε προσωπικά τα διαδραματισμένα γεγονότα της επίδοσης του κλητηρίου εντάλματος, δεν αφήνει άλλη επιλογή στο Δικαστήριο από του να μη προσδώσει οποιαδήποτε βαρύτητα στη μαρτυρία του Τσίγκη. Εξαίρεση αποτελεί το κομμάτι αυτής που σημειώνει ότι ο Αιτητής έδωσε στους Καθ' ων η αίτηση ως διεύθυνση διαμονής του την οδό Σ. Λ. αρ. xxΑ, Λεμεσός, μαρτυρία την οποία αποδέχομαι ως ορθή, αληθής και αξιόπιστη καθότι υποστηρίζεται από το αναντίλεκτο περιεχόμενο του Τεκμηρίου 1 που κατατέθηκε από το μάρτυρα αυτό και φέρει την υπογραφή του Αιτητή δίπλα από το όνομα του ολογράφως με δηλωμένη διαμονή του την πιο πάνω διεύθυνση, γεγονότα που τέθηκαν υπόψη του Δικαστηρίου και δεν αμφισβητήθηκαν από τον Αιτητή.
………………………………………………………………………………………………………….....».
Η αξιολόγηση του xxx Τσίγκη από το Πρωτόδικο Δικαστήριο έγινε εντός του προσδιορισμένου νομολογιακού πλαισίου. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, καίτοι δεν απέδωσε την αρχή ρητώς στην απόφαση του, κατέταξε τον μάρτυρα ως αξιόπιστο, επιλέγοντας να αποδεχθεί μέρος μόνον της μαρτυρίας του ως αποδεικτικώς βαρύνων αφού, ως έκρινε, η μαρτυρία αυτή υποστηριζόταν και από αναντίλεκτη έγγραφη μαρτυρία (βλ. Τεκμήριο 1/Συμβόλαιο Ενοικιαγοράς ημερομηνίας 23.7.03). Η απόδοση αποδεικτικής βαρύτητας στη μαρτυρία ενός μάρτυρα - και τούτη είναι η αρχή στην οποία αναφερόμαστε - απαρτίζει (στη συνήθη τάξη των πραγμάτων), ζήτημα ξέχωρο από τη μαρτυριακή αξιοπιστία και (κατ’ επέκτασιν), από το εφαρμοζόμενο βάρος και επίπεδο απόδειξης (βλ. Μεσιήτη ν Συμβουλίου Εγγραφής Κτηματομεσιτών, Ποιν. Εφ. 177/19, ημ. 10.3.21, ECLI:CY:AD:2021:B90, Λεριός ν Αλεξίου και Άλλου (2000) 1(Β) ΑΑΔ 1195, 1205, Αθανασίου και Άλλου ν Κουνούνη (1997) 1(Β) ΑΑΔ 614, 636-642).
Το ότι, ως παραπονείται ο Εφεσείων (στο πλαίσιο του λόγου έφεσης 1), οι Εφεσίβλητοι δεν επέλεξαν να προχωρήσουν σε αντεξέταση των γονέων του (επί του περιεχομένου των ενόρκων δηλώσεων τους ημερομηνίας 15.11.12 οι οποίες επικουρούν την αίτηση παραμερισμού), δεν θα μπορούσε να επιφέρει, με βάση τα δεδομένα της υπόθεσης (και τον τρόπο με τον οποίο αξιολόγησε τη μαρτυρία αυτή το Πρωτόδικο Δικαστήριο), πλήγμα στη συναφώς προκύψασα δικαστική κρίση, μέρος της οποίας έχει ως εξής:
«……………………………………………………………………………………………………………..
Σε σχέση με τις ενόρκους δηλώσεις των γονέων του Αιτητή … το γεγονός ότι οι γονείς του Αιτητή διέμεναν μαζί κατά τον ουσιώδη χρόνο επίδοσης του εγγράφου και εξακολουθούν να συγκατοικούν στο ίδιο υποστατικό που βρίσκεται στην οδό Σ. Λ. αρ. xxΑ, Λεμεσός παρέμεινε μέσα από την παρούσα διαδικασία αναντίλεκτο, πράγμα το οποίο και αποδέχομαι. Ωστόσο, όσον αφορά το μέρος της μαρτυρίας τους που άπτεται του ισχυρισμού περί μη διαμονής του Αιτητή μαζί με αυτούς στην πιο πάνω διεύθυνση αλλά στην οικία που βρίσκεται στην οδό Δ. xΔ, Π. Ε., δεύτερο όροφο, 4xxx Κ. Π., Λεμεσός, θεωρώ ότι είναι κατευθυνόμενη και είναι προφανές ότι ο ισχυρισμός αυτός προβλήθηκε με μοναδικό σκοπό να βοηθήσουν τον υιό τους. Ένεκα του συμφέροντος αλλά και του κινήτρου που έχουν, ο ισχυρισμός τους δεν μπορεί από μόνος του να ληφθεί υπόψη, ιδιαίτερα όταν το Τεκμήριο 'Β' ρητά αναφέρει ότι ο πατέρας του Αιτητή, I. Περατικός, την 08.11.05 συγκατοικούσε μαζί με τον Αιτητή. Αυτό όμως που δεν περνά απαρατήρητο είναι το ότι, υπό το φως του Τεκμηρίου 'Β' που ο ίδιος ο Αιτητής επισυνάπτει, τόσο ο πατέρας όσο και η μητέρα του Αιτητή δεν διαψεύδουν μέσα από τις ενόρκους δηλώσεις τους ότι ο Ι. Περατικός στις 08.11.05 παρέλαβε και υπέγραψε εκ μέρους και για λογαριασμό του υιού του το κλητήριο ένταλμα της υπό τον άνω αριθμό και τίτλο αγωγής. Αντίθετα, θα έλεγα ότι η μη αμφισβήτηση της παρουσίας της υπογραφής του Ι. Περατικού, η μη αμφισβήτηση της ύπαρξης σημείωσης του ονόματος του πατέρα του Αιτητή ολογράφως, η μη αμφισβήτηση της ημερομηνίας της υπογραφής και της σχέσης που δηλώνεται ότι έχει με τον Αιτητή πάνω στην πρώτη σελίδα πιστού αντιγράφου του κλητηρίου εντάλματος της αγωγής αυτής επιβεβαιώνει την επίδοση του εν λόγω δικαστικού εγγράφου στον πατέρα του Αιτητή στις 08.11.05, ο οποίος και το παρέλαβε υπογράφοντας, εκ μέρους και για λογαριασμό του Αιτητή. Αμέσως γεννιέται το εξής εύλογο ερώτημα: εφόσον ο Ι. Περατικός ισχυρίζεται ότι ο Αιτητής δεν διέμενε μαζί του την 08.11.05 και ήταν της άποψης ότι ο ίδιος δεν θα μπορούσε να θέσει εις γνώση του Αιτητή το περιεχόμενο του κλητηρίου εντάλματος που αυτός παρέλαβε εκ μέρους και για λογαριασμό του υιού του, τότε για ποιο λόγο την ίδια ημερομηνία αποδέχτηκε να του επιδοθεί ένα τόσο σημαντικό έγγραφο, όπως είναι το κλητήριο ένταλμα, που απευθυνόταν και προοριζόταν για τον υιό του υπογράφοντας μάλιστα για την παραλαβή του, δίδοντας έτσι τη συγκατάθεση του γι' αυτό. Ένα ερώτημα που παρέμεινε αναπάντητο αφού ουδεμία εξήγηση δίδεται. Δεν περνά όμως απαρατήρητο ούτε το γεγονός ότι ο πατέρας του Αιτητή, μέσα από την ένορκο δήλωση του, δεν αναφέρει αδυναμία διαβίβασης του κλητηρίου εντάλματος που παρέλαβε στον Αιτητή ή έστω ενημέρωσης στον υιό του με τον οποίο διέμενε στην ίδια πόλη, αν υιοθετηθεί η εκδοχή του Αιτητή ως προς τον τόπο διαμονής του, για την εναντίον του εκκρεμούσα δικαστική διαδικασία.
……………………………………………………………………………………………………………………….».
Ως φύεται από τα ανωτέρω, το Πρωτόδικο Δικαστήριο σαφώς είναι που είχε υπόψιν το γεγονός τής μη αντεξέτασης των περί ων ο λόγος μαρτύρων, παραπέμποντας μάλιστα και στη διά ενόρκων δηλώσεων μαρτυρία τους, αξιολογώντας συνάμα τις ένορκες αυτές δηλώσεις με περισσή προσοχή και λεπτομέρεια. Όπως όμως και να έχουν τα πράγματα (και σε αντίθεση με τις προτάσεις της δικηγόρου του Εφεσείοντα), δεν υφίσταται άκαμπτος κανόνας ότι πρέπει ατέγκτως να εξάγονται ή να συνάγονται (στην κάθε περίπτωση), δυσμενή συμπεράσματα (οποιασδήποτε μορφής), εξαιτίας της παράλειψης διαδίκου να αντεξετάσει. Η μη αντεξέταση μαρτύρων δεν υποδηλοί πως η μαρτυρία των μαρτύρων αυτών γίνεται άνευ ετέρου αποδεκτή στη μορφή που παρουσιάζεται. Μηδέ και απολήγει σε εξαγωγή ανάλογων ευρημάτων, χωρίς αξιολόγηση της υπόλοιπης μαρτυρίας. Τουναντίον, το Δικαστήριο - με την κάθε υπόθεση να κρίνεται στη βάση των γεγονότων και περιστάσεων της - αναμένεται (στην κανονική πορεία των πραγμάτων), να αξιολογεί τις προβαλλόμενες εκδοχές και να καταλήγει στην κρίση του, συνυπολογίζοντας (κατά την αξιολογική βάσανο) και την όποια δυνητική επίδραση τής απουσίας αντεξέτασης, σταθμίζοντας (μεταξύ άλλων), το σύνολο των δικονομικών χειρισμών του αντεξετάζοντα, τους λόγους για τη μη αντεξέταση (στην έκταση που τούτοι μπορεί να αιτιολογήθηκαν ή και να ανακύπτουν από τα γεγονότα), τη φύση, το είδος και περιεχόμενο της μαρτυρίας τού μάρτυρα (αλλά και του μέρους εκείνου της μαρτυρίας του που δεν έτυχε αντεξέτασης), ως και πολλές άλλες μεταβλητές και γνώμονες που μπορεί (κατά περίπτωσιν), να έχουν τη δική τους αξία στην όλη δικαστική συνειρμική διεργασία και την προς τούτο ενάσκηση της παρεχόμενης διακριτικής ευχέρειας (βλ. Ρεουλλά ν Ιωάννου, ΠΕ 358/13, ημ. 17.2.21, Σκορδής ν Λάντου και Άλλων, ΠΕ 429/12, ημ. 22.4.20, ECLI:CY:AD:2020:A127, Αντωνάκης Χρ Σολομωνίδης Λτδ και Άλλων ν Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και Άλλου (2005) 1(Α) ΑΑΔ 491, 496, Σκάρος ν Χριστοδούλου και Άλλων (1998) 1(Α) ΑΑΔ 291, 296, Adidas v The Jonitexo Limited (1987) 1 CLR 383, 388-389).
Το γεγονός πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο «… αξιολόγησε μαρτυρία σε ενδιάμεσο στάδιο της διαδικασίας» (ως προβάλλει ο Εφεσείων στην αιτιολογία (β) τού λόγου έφεσης 3), δεν συνθέτει σφάλμα ούτε και δικονομική εκτροπή σε ό,τι δικαιούνταν να ρυθμίσει το Πρωτόδικο Δικαστήριο ως διαδικασία. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο περιόρισε την αξιολόγηση του, στενώς και στοχευμένως επί του θέματος της επίδοσης της αγωγής, χωρίς να προβαίνει σε οποιαδήποτε ευρήματα περί της ουσίας της διαφοράς. Οι χειρισμοί του αυτοί είναι απολύτως ευθυγραμμισμένοι με τις (διαχρονικές) υποδείξεις της σχετικής νομολογίας ως υφίσταντο ενώ αποφάσιζε, και εξακολουθούν να υφίστανται μέχρι σήμερα (βλ. Κameneva v Tράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, ΠΕ 102/15, ημ. 29.3.21, ECLI:CY:AD:2021:A107, Τσεσμελόγλου ν Σοφοκλέους (2013) 1(Α) ΑΑΔ 64, 73-74, Νέμιτσας ν Chaparian (2011) 1(Β) AAΔ 806, 813-814, Irena Knitting Ltd και Άλλων ν Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2006) 1(Β) ΑΑΔ 816, 818-819, Τεγκεράκης ν Δήμου Λευκωσίας (2005) 1(Α) ΑΑΔ 289, 294-295).
Παρομοίως έπραξε το Πρωτόδικο Δικαστήριο - με σωστή αναφορά και σε αποφάσεις όπως η Γιωργαλλίδης ν Χρίστου (Ττομή) (1997) 1(Α) ΑΑΔ 247 - εν σχέσει προς τα ευρήματα επί του ζητήματος της επίδοσης τής αγωγής και της κατάληξης ότι τούτη επιδόθηκε νομοτύπως και κανονικώς, δίχως να δικαιολογείται ο παραμερισμός τής ερήμην απόφασης, ιδίω δικαιώματι /ex debito justitiae κατά τις εφαρμοζόμενες αρχές και τις επί τούτω διατάξεις της Δ.5ΘΘ1-2 των Περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών (βλ. Μaslenikova v Χατζηχάννα, ΠΕ Ε197/19, ημ. 15.1.21, ECLI:CY:AD:2021:A6).
O Εφεσείων λέγει επίσης (στον λόγο έφεσης 2), πως είναι λαθεμένο το εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι τα Τεκμήρια Ε (Ειδοποίηση Εκτέλεσης Εντάλματος Κινητής Περιουσίας ημερομηνίας 24.3.09) και Ζ (Ένορκη Δήλωση Δικαστικού Επιδότη ημερομηνίας 28.4.09) - τα οποία επισύναψε ο Εφεσείων στην ένορκη δήλωση του για να στηρίξει την αίτηση παραμερισμού - φανερώνουν συγκατοίκηση του Εφεσείοντα με τη μητέρα του στην οδό Σ. Λ. xxΑ (Λεμεσός).
Μήτε και με αυτή τη θέση συμφωνούμε.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο συζήτησε τα υπό αναφοράν Τεκμήρια Ε και Ζ, κατά την αξιολόγηση του Εφεσείοντα, πραγματευόμενο τη μαρτυρία και εκδοχή του περί του ζητήματος που τώρα ενδιαφέρει. Ο χειρισμός του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν αναμενόμενος και επιβαλλόμενος, με αυτό να μην αποδέχεται δίχως άλλο (και κατά τη νομολογία) το (εξ ακοής) περιεχόμενο των εγγράφων αυτών ως αμάχητο τεκμήριο της όποιας αλήθειας εκφράζουν (βλ. Γεωργιάδης ν Alpha Ασφαλιστική Λτδ, ΠΕ 282/11, ημ. 18.7.16, ECLI:CY:AD:2016:A367).
Παρόμοια, ισχύουν για το εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου (το οποίο προσβάλλεται διά του λόγου έφεσης 4), ότι η προσκόμιση από τον Εφεσείοντα κατάστασης λογαριασμού της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Τεκμήριο Γ), δεν συνιστά από μόνη της αμάχητο αποδεικτικό τεκμήριο πως τούτος κατοικούσε κατά τους επίδικους χρόνους επίδοσης της αγωγής στην οδό Δ. xΔ. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ικανοποιήθηκε - και πολύ σωστά υπό τις συνθήκες και τη σχετική νομολογία πρεπόντως αποτιμώμενη ως προς τις αποδεικτικές αρχές που τείνει να εκφράσει (βλ. P & Chr Seafood Express Ltd και Άλλων v Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2014) 1(Β) ΑΑΔ 1945, ECLI:CY:AD:2014:A661, 1953-1957) - ότι το στοιχείο αυτό θα έπρεπε να οδηγήσει απαρεγκλίτως σε αποδοχή της αντίστοιχης θέσης του Εφεσείοντα. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, εξήγησε γιατί. Εντάσσοντας την περί τούτου ανάλυση του, εντός του συνόλου της αξιολόγησης της μαρτυρίας του Εφεσείοντα, εντοπίζοντας ανάμεσα σε άλλα και το ότι δεν αποκλείεται «… ο μετρητής κατανάλωσης ενός υποστατικού να εγγραφεί στο όνομα ενός προσώπου και στο υποστατικό τελικά να διαμένει διαφορετικό άτομο …» και πως, ανάμεσα σε άλλα, το εν λόγω τεκμήριο εξεικόνιζε συνολική κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος για συνολική περίοδο δύο τόσων ετών (15.4.04-15.3.06) δίχως να αναλύεται και να εξειδικεύεται ανά τριμηνία η κατανάλωση αυτή «… όπως γίνεται για την υπόλοιπη περίοδο».
Κατά απαύγασμα των πιο πάνω, η αποδοχή της μαρτυρίας και εκδοχής των Εφεσίβλητων και η απόρριψη της μαρτυρίας και εκδοχής του Εφεσείοντα, δεν έγινε σφαλερώς και αναποδείκτως, ως ισχυρίζεται ο Εφεσείων, αλλά βάσει ορθής αξιολόγησης άπαντων των στοιχείων που τέθηκαν στο Πρωτόδικο Δικαστήριο.
Οι λόγοι έφεσης 1-8 απορρίπτονται.
Περνούμε στους λόγους έφεσης 9 και 10.
Αυτοί διατηρούν κάποια (ελάχιστη) αυτοτέλεια (συγκρινόμενοι πάντα προς τους λόγους έφεσης 1-8), και έτσι θα ενασχοληθούμε μαζί τους ξεχωριστώς, στην έκταση που απαιτείται πλέον (ως εκ της απόρριψης των προειρημένων λόγων έφεσης 1-8).
Με τον λόγο έφεσης 9, ο Εφεσείων λέγει πως λαθεμένως το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τις εναντιώσεις του Εφεσείοντα για το ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για έγκριση του αιτήματος του, με αυτόν να δίδει πλήρη και επαρκή δικαιολογία για όσα έπραξε ή παρέλειψε να πράξει, και να αποκαλύπτει και παραθέτει, με δέουσα και πλήρη αιτιολογία «… όλα τα ζητήματα τα οποία υποστήριζαν το αίτημα του».
Διαφωνούμε.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε στον απαραίτητο βαθμό με όλες τις εισηγήσεις και εναντιώσεις του Εφεσείοντα - απορρίπτοντας τις - έχοντας ενασχοληθεί εκτενώς είτε με τη δοθείσα μαρτυρία από ή εκ μέρους του Εφεσείοντα.
Ο λόγος έφεσης 9 απορρίπτεται.
Με τον λόγο έφεσης 10, προσβάλλεται η απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου να επιδικάσει έξοδα υπέρ του Εφεσείοντα ήταν λανθασμένη.
Αποκλίνουμε και από τούτη τη θέση του Εφεσείοντα.
Το Δικαστήριο ακολούθησε ορθώς την αρχή πως τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα, ενασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, δεδομένων και των λόγων που οδήγησαν στην Πρωτόδικη Απόφαση (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση των xxx Σιακόλα και Άλλων, ΠΕ 7/20, ημ. 7.6.21), ECLI:CY:AD:2021:A239.
Ο λόγος έφεσης 10 απορρίπτεται.
Εν κατακλείδι.
Ουδείς των λόγων έφεσης ευσταθεί.
Η έφεση απορρίπτεται με €2.500,00 έξοδα (συν ΦΠΑ αν υπάρχει), υπέρ των Εφεσίβλητων και εναντίον του Εφεσείοντα.
Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
Ν. Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
/κβπ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο