ΠΑΥΛΟΥ v. ΕΥΘΥΜΙΟΥ, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 33/2014, 23/6/2021

ECLI:CY:AD:2021:A269

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 33/2014)

 

23 Ioυνίου, 2021

 

[Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ,  Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

xxx ΠΑΥΛΟΥ

Εφεσείoυσα/Ενάγουσα

και

xxx ΕΥΘΥΜΙΟΥ

Εφεσίβλητος/Eναγόμενος

_ _ _ _ _ _

Στ.Ερωτοκρίτου, (κα), για την εφεσείουσα

Θ.Ιωαννίδης, για τον εφεσίβλητο

_ _ _ _ _ _

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα δοθεί από την Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.

----------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.:  Η υπόθεση – αν και αφορούσε μόνο αξίωση γενικών και ειδικών αποζημιώσεων της εφεσείουσας/ενάγουσας εναντίον του εφεσίβλητου/εναγόμενου - απασχόλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο σε αρκετές δικασίμους και ακούστηκε μεγάλος αριθμός μαρτύρων κυρίως ιατρών.  Σημειώνεται πως ο εφεσίβλητος είχε αναλάβει ευθύς εξ αρχής την ευθύνη για το τροχαίο ατύχημα, το οποίο επεσυνέβη στις 22.11.2005, στα Λατσιά.

 

Για την πλευρά της ενάγουσας κατέθεσε η ίδια,  (ΜΕ1), η γιατρός των Πρώτων Βοηθειών, Α.Νικολαϊδου (Μ.Ε.4), οι γιατροί Β.Δημητριάδης (ορθοπαιδικός) (Μ.Ε.5)  και Μ.Πρωτοπαπάς (νευρολόγος) (Μ.Ε.9) που την παρακολουθούσαν για κάποιο διάστημα, ο ελλαδίτης γιατρός Π.Χρυσανθακόπουλος (νευροχειρούργος) που διενήργησε τη χειρουργική επέμβαση (Μ.Ε.2), η ακτινολόγος Α.Κατωδρίτου (Μ.Ε.6) και δύο φυσιοθεραπεύτριες.  Επίσης κατέθεσαν ο διευθυντής της εργοδότριας εταιρείας (Μ.Ε.8) και η υπάλληλος του Γραφείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Μ.Ε.10).

 

Εκ μέρους του εφεσίβλητου κατέθεσε ο ορθοπαιδικός Η.Γεωργίου (Μ.Υ.1) και ο νευρολόγος Κ.Κυριαλλής (Μ.Υ.2).

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού προβαίνει σε ευρεία εξέταση και ανάλυση της δοθείσας μαρτυρίας, θεωρεί ότι μέρος των ισχυρισμών της εφεσείουσας σε σχέση με την ιατρική της κατάσταση δύναται να επιτύχει και ως συνέπεια εκδίδει απόφαση υπέρ της για το ποσό των €40,000 γενικές αποζημιώσεις με νόμιμο τόκο από 22.11.05, ημέρα του ατυχήματος, €4,305 για φυσιοθεραπεία/υδροθεραπεία με νόμιμο τόκο από σήμερα καθότι αποτελούσαν έξοδα που έγιναν εκ των υστέρων, μετά την καταχώρηση της αγωγής, €17,795.93 ειδικές αποζημιώσεις, με νόμιμο τόκο από την ημέρα καταχώρησης της αγωγής, πλέον έξοδα ως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο στην κλίμακα της επιτυχίας της.

 

Με 14 εκτενείς λόγους έφεσης αναδύεται  από την πλευρά της εφεσείουσας, κυρίως το θέμα αξιολόγησης και εν γένει λανθασμένης ανάλυσης και συνεπακόλουθα απόδοσης αξίας ή απαξίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφορικά με μάρτυρες-ιατρούς.

 

Συγκεκριμένα, βάλλεται ως λανθασμένο το ότι το Δικαστήριο κατέταξε ως θετική και βοηθητική τη μαρτυρία του γιατρού Κυριαλλή (Μ.Υ.2) αντί των γιατρών Πρωτοπαπά (Μ.Ε.9) και Χρυσανθακόπουλου (Μ.Ε.2).  Καθίσταται σαφές βεβαίως πως για να γίνει ενδελεχής εξέταση των πιο πάνω, θα πρέπει να ενταχθεί στο σκηνικό όλη η ιατρική μαρτυρία, αφού οι διαπιστώσεις του (Μ.Υ.2), Κυριαλλή, εν πολλοίς συμπλέκονται ή αντιμάχονται διαπιστώσεων άλλων γιατρών ειδικά της γιατρού ακτινολόγου Κατωδρίτου (Μ.Ε.6), συναφών με  τα ευρήματα της μαγνητικής τομογραφίας Μ.R.I. (λόγοι έφεσης 1-3).  Λανθασμένη υπήρξε – όπως προβάλλεται – και η αξιολόγηση που έγινε του ιατρού Χρυσανθακόπουλου.  Με τον τρόπο αυτό, καθίσταται και πάλιν σχετική η υπόλοιπη ιατρική μαρτυρία στο βαθμό που έχει ίδιο αντικείμενο διαγνώσεως, εξετάσεως και διατύπωσης πορισμάτων (Λόγοι 6, 7, 8 και 9).

 

Περαιτέρω, προσβάλλεται το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν μπορούσε να καταλήξει σ΄οποιοδήποτε ασφαλές συμπέρασμα ότι η πίεση της ρίζας ήταν αποτέλεσμα του τραυματισμού της εφεσείουσας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ποία ρίζα τελικά πιεζόταν (Λόγος έφεσης 4).

 

Επίσης προσβάλλεται ως λανθασμένο το εύρημα ότι η εφεσείουσα παρουσίαζε σοβαρής μορφής προβλήματα πριν το δυστύχημα κυρίως στο επίπεδο Α6-Α7 που υπήρχε δισκοκήλη και σπονδυλοαρθριτικές αλλοιώσεις (Λόγος έφεσης 5).

 

Τίθενται ακόμη και οι εξής λόγοι έφεσης (10-14):  ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απεφάνθη ότι η ενασχόληση της εφεσείουσας ως γραφίστριας από το 2001 μέχρι  το 2005 δεν ήταν επάγγελμα καριέρας και ότι μπορούσε να εργαστεί ως σχεδιάστρια εσωτερικών χώρων ή σε κάτι άλλο με βάση την πείρα και τη φυσική της κατάσταση (Λόγος έφεσης 10), ότι λανθασμένα απέρριψε την ανάγκη υποβολής της εφεσείουσας σε φυσιοθεραπεία (Λόγος έφεσης 11), καθώς και το ασύνδετο, με το ατύχημα, κατά την πρωτόδικη κρίση, της ανάγκης για εργοδότηση οικιακής βοηθού. (Λόγος έφεσης 12). Ότι λανθασμένα το Δικαστήριο δεν έδωσε τη δέουσα βαρύτητα και δεν αξιολόγησε δεόντως τις αποδεδειγμένα σημαντικές αλλαγές επιστημονικών μελετών από το διαδίκτυο τις οποίες ο Δρ. Η.Γεωργίου (Μ.Υ.1) ορθοπαιδικός παρουσίασε και, λανθασμένα προέβη σε συνειρμούς και εικασίες μεταφέροντας στους ώμους της εφεσείουσας το βάρος απόδειξης που όφειλε η πλευρά του εφεσιβλήτου να αποσείσει (λόγος έφεσης 13). Επίσης ότι το ποσό των €40,000 που επεδίκασε το πρωτόδικο Δικαστήριο ως γενικές αποζημιώσεις ήταν έκδηλα ανεπαρκές (Λόγος έφεσης 14).

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ως πυρήνα της όλης διεργασίας σκέψης και προσέγγισης της δοθείσας μαρτυρίας στάθηκε σε δύο κύρια και καίρια ζητήματα:

·        Κατά πόσο η ιατρική κατάσταση της εφεσείουσας, ηλικίας 40 περίπου ετών, κατά τον ουσιώδη χρόνο, αποδίδεται στο ατύχημα ή προϋπήρχε, σε ένα βαθμό;

Επ΄αυτού το πρωτόδικο Δικαστήριο διατυπώνει εύρημα ως εξής: 

«Αποτελεί επίσης εύρημα του Δικαστηρίου, με βάση τη μαρτυρία που έχει τεθεί ενώπιον του ότι η αυχενική μοίρα της σπονδυλικής στήλης της ενάγουσας παρουσίαζε σοβαρής μορφής προβλήματα πριν το δυστύχημα, κυρίως στο διάστημα Α6-Α7 όπου υπήρχε δισκοκήλη και σπονδυλοαρθριτικές αλλοιώσεις. Η κατάσταση αυτή δεν της προκαλούσε μέχρι τότε οποιαδήποτε προβλήματα ήταν ασυμπτωματική, με την πάροδο του χρόνου όμως και ένεκα της φύσης της εργασίας της, όπου έπρεπε να είναι καθηλωμένη μπροστά από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή για μεγάλα χρονικά διαστήματα και τη φθορά που επέρχεται στη σπονδυλική στήλη με την πάροδο του χρόνου, υπήρχε σοβαρή πιθανότητα να εκδηλώνονταν συμπτώματα στο μέλλον. Κατά το ατύχημα προκλήθηκε η δισκοκήλη στο διάστημα Α5-Α6. Λόγω της κατάστασης της σπονδυλικής στήλης της ενάγουσας που είχε ήδη άρχισε να φθείρεται, ως υποδηλώνουν και οι εκφυλιστικές αλλοιώσεις, η ενάγουσα ήταν πιο «επιρρεπής», στη δημιουργία δισκοκήλης από ένα άλλο άτομο, που είχε υγιή σπονδυλική στήλη, ως ανέφερε πλειστάκις και ο νευρολόγος Μ. Πρωτοπαπάς».

                 (τα τονισμένα σημεία είναι του Εφετείου)         

·        Ποία ρίζα πιεζόταν;  Υπήρξε θέμα επικάλυψης ριζών;  Τι συνέπεια είχε αυτό στα ευρήματα του Δικαστηρίου;  Χρήσιμο είναι να παραθέσουμε μέρος της κατάληξης του πρωτόδικου Δικαστηρίου σελ.24 και 25.

«Μεγάλο μέρος της ακρόασης αναλώθηκε σε σχέση με ποια ρίζα πιεζόταν. Τελικά οι δύο γιατροί που διαφωνούσαν, Μ. Πρωτοπαπάς και Π. Χρυσανθακόπουλος συμφώνησαν ότι η διχογνωμία τους οφειλόταν στην επικάλυψη των ριζών».

 

Και παρακάτω:

«…Παρέλειψαν όμως να διαφωτίσουν το Δικαστήριο πως προέβηκαν στην ίδια εξέταση κλινική/νευρολογική και κατέληξαν σε διαφορετικό αποτέλεσμα…».

 

Και παρακάτω:

«Δέχομαι ότι κάποια ρίζα πιεζόταν αυτό κατέδειξε εξάλλου και η πρώτη μαγνητική τομογραφία, δεν μπορώ όμως να καταλήξω με βάση την ιατρική μαρτυρία που προσκόμισε η ενάγουσα ποια από όλες τις ρίζες πιεζόταν. Υπενθυμίζω ότι ο ορθοπεδικός Β. Δημητριάδης δεν αναφέρθηκε σε πίεση οποιασδήποτε ρίζας, ο νευρολόγος Μ. Πρωτοπαπάς που εξέτασε την ενάγουσα επανειλημμένα και ήταν και ο θεράπων γιατρός της υποστήριξε ότι υπήρχε πίεση στη Α5 ρίζα ενώ ο νευροχειρουργός Π. Χρυσανθακόπουλος κατέληξε κατά τη κλινική εξέταση της ότι πιεζόντουσαν δύο ρίζες η Α6 και η Α7, τελικά όμως αποσυμπίεσε την Α6 μόνο. Οι μάρτυρες υπεράσπισης, εξέτασαν την ενάγουσα αρκετό χρόνο μετά το ατύχημα μετά που αυτή υποβλήθηκε σε διάφορες θεραπείες ως επίσης και σε χειρουργική επέμβαση και ως εκ τούτου δεν είχαν την ευκαιρία να διαμορφώσουν προσωπική άποψη επί του θέματος. Κατ' επέκταση δεν μπορώ να καταλήξω σ' οποιοδήποτε ασφαλές εύρημα ότι η πίεση της ρίζας ήταν αποτέλεσμα του τραυματισμού της εφόσον δεν αποδείχθηκε ποια ρίζα τελικά πιεζόταν.

Ασφαλή βάση για την εξαγωγή πορισμάτων είναι η μαρτυρία της ακτινολόγου Α. Κατωδρύτου. Η συγκεκριμένη μάρτυρας ήταν κατά την κρίση μου η πλέον ανεξάρτητη. Η μαρτυρία της ήταν θετική, ουσιαστική, εμπεριστατωμένη και στηρίζεται αποκλειστικά στη μαγνητική τομογραφία που αποτελεί πραγματική μαρτυρία. Επισημαίνω επίσης ότι καμία πτυχή της μαρτυρίας της έχει αμφισβητηθεί από την υπεράσπιση.

 

Από τη μαρτυρία της προκύπτει ότι η δισκοκήλη στο διάστημα Α5-Α6 ήταν πρόσφατη καθότι από τη τομογραφία, που διενεργήθηκε λίγες μόνο μέρες μετά το ατύχημα, φαινόταν ψηλής έντασης σήμα Τ2 που εσήμαινε ότι η βλάβη περιείχε μεγάλη ποσότητα νερού, δεν είχε προλάβει να αφυδατωθεί. Η δισκοκήλη όμως στο διάστημα Α6-Α7 δημιουργήθηκε προ καιρού καθότι ο δίσκος ήταν ήδη αφυδατωμένος, είχε μειωμένο ύψος και δημιούργησε οστεόφυτα. Ο χρόνος δημιουργίας της πρώτης δισκοκήλης, στο διάστημα Α5-Α6 συμπίπτει με το χρόνο που έγινε το ατύχημα.

 

Υπενθυμίζω ότι η μαγνητική τομογραφία έγινε τη 13.12.2005, η δισκοκήλη ήταν σύμφωνα με τη μάρτυρα μερικών ημερών και ή εβδομάδων και το ατύχημα έγινε τη 22.11.05.

 

Κατά το χρόνο που η ενάγουσα υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση ο συγκεκριμένος δίσκος ήταν αφυδατωμένος, αυτός όμως είναι λογικό και συνάδει με την ιατρική μαρτυρία που έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου καθότι είχε εν τω μεταξύ παρέλθει ένα περίπου έτος από την ημέρα του ατυχήματος. Απορρίπτω τη θέση των μαρτύρων υπεράσπισης ότι η δισκοκήλη προϋπήρχε του ατυχήματος καθότι αν ίσχυε κάτι τέτοιο ο δίσκος θα ήταν αφυδατωμένος και δεν θα υπήρχε ψηλής έντασης σήμα Τ2.

Καταλήγω ότι η δισκοκήλη στο διάστημα Α5-Α6 δημιουργήθηκε κατά το επίδικο ατύχημα ενώ η δισκοκήλη και οι σπονδυλοαρθριτικές αλλοιώσεις και όλα τα προβλήματα που υπήρχαν στο διάστημα Α6-Α7 προϋπήρχαν του ατυχήματος. Οι θέσεις των γιατρών Χρυσανθακόπουλου και Πρωτοπαπά ότι και η δισκοκήλη στο διάστημα Α6- Α7 είχε δημιουργηθεί κατά το ατύχημα δεν ευσταθεί. Αν ευσταθούσε θα αναμένετο λογικά να περιείχε και αυτή ψηλής έντασης σήμα Τ2, τη 13.12.2005, που διενεργήθηκε η μαγνητική τομογραφία. Στο συγκεκριμένο διάστημα Α6-Α7 ο δίσκος, σύμφωνα με τη μαρτυρία της Α. Κατωδρύτου, ήταν ήδη αφυδατωμένος και είχε μειωμένο ύψος.

Σε σχέση με τις συνδεσμικές κακώσεις καταλήγω ότι από το ατύχημα η ενάγουσα υπέστη συνδεσμική κάκωση, η κάκωση αυτή όμως δεν ήταν σοβαρής αλλά ήπιας μορφής. Αν η συνδεσμική κάκωση ήταν σοβαρή θα υπήρχε αιμάτωμα το οποίο θα απεικονιζόταν και στη μαγνητική τομογραφία. Σχετική επί του θέματος είναι τόσο η μαρτυρία της ακτινολόγου Α. Κατωδρύτου όσο και του νευρολόγο Κ. Κυριαλλή. Στη συγκεκριμένη περίπτωση επρόκειτο για απλή «χαλάρωση» των συνδέσμων η οποία δεν απεικονιζόταν στη μαγνητική τομογραφία, η ύπαρξη της τεκμηριωνόταν όμως από τον ευθειασμό της σπονδυλικής στήλης. Ο ευθειασμός απεικονιζόταν στη μαγνητική τομογραφία, ημερομηνίας 13.12.2005. Απορρίπτω τη θέση του γιατρού Π. Χρυσανθακόπουλου ότι η ενάγουσα συνεχίζει επτά και πλέον έτη μετά το ατύχημα να πάσχει από συνδεσμική βλάβη ολόκληρης της αυχενικής μοίρας, απότοκο του δυστυχήματος. Η θέση του αυτή δεν υποστηρίζεται από οποιαδήποτε επιστημονικά ευρήματα. Αν η ενάγουσα είχε υποστεί τέτοια συνδεσμική βλάβη η οποία συνέχιζε να υφίσταται μέχρι σήμερα, τότε θα ανέμενε κάποιος ότι αυτή η τόσο σοβαρή βλάβη θα απεικονιζόταν και στη μαγνητική τομογραφία που διενεργήθηκε λίγες μέρες μετά το ατύχημα».

(Ο τονισμός επίσης είναι του Εφετείου)

 

Πολλές φορές έχουμε τονίσει πως η αντιμετώπιση της ιατρικής μαρτυρίας από τα Δικαστήρια και η συναφής αξιολόγησή της είναι ένα δύσκολο, επίμονο και ιδιαίτερα σύνθετο έργο.  Παραμένει ωστόσο ένα έργο κατά το οποίο, το πρωτόδικο Δικαστήριο θα πρέπει να ασκήσει το πρωτογενές και μοναδικό του καθήκον να κρίνει ποιός μάρτυρας φέρει τα στοιχεία εκείνα που θα οδηγήσουν με ασφάλεια το Δικαστήριο να τον κρίνει αφενός αξιόπιστο και αφετέρου να του δώσει την ευχέρεια να διατυπώσει στέρεα ευρήματα.

 

Εδώ έγκειται η ουσία του πράγματος και το Εφετείο δεν πρέπει να υιοθετήσει μια πορεία υποθετικών συλλογισμών και μικροσκοπικής ανάλυσης μέρους μαρτυρίας.  Το έργο του είναι ευρύτερο και δεν αποσκοπεί στην εκ νέου αξιολόγηση όλης της δοθείσας μαρτυρίας.  Επεμβαίνει το Εφετείο με φειδώ, όταν διαγνώσει ουσιωδώς πλημμελή αντίληψη της μαρτυρίας, σε βαθμό που τα ευρήματά του πρωτόδικου Δικαστηρίου καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα, παράλογα ή αυθαίρετα. Στη Φαναράς ν. Π.Κυπριανίδη, Πολ.εφ.136/2010, 24.4.2015, ECLI:CY:AD:2015:A287 χαρακτηριστικά αναφέρονται τα εξής:

 

«Αποτελεί πάγια θέση της νομολογίας ότι ο τρόπος που αξιολογούνται οι μάρτυρες, αποτελεί ένα από τα πρωταρχικά καθήκοντα του πρωτόδικου δικαστηρίου, το οποίο είναι σε πλεονεκτική θέση να παρακολουθεί τους μάρτυρες στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δικαστικής αίθουσας, προτού τους αξιολογήσει (βλ. Papadopoulos v. Stavrou (1982) 1 CLR 321, Χ”Παύλου ν. Κυριάκου κ.α. (2006) 1Α ΑΑΔ 236 και Τσιαττές ν. Kokis Solomonides (Cartridges Industries) Ltd (2009) 1B ΑΑΔ 974). To Εφετείο επεμβαίνει μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις στον τρόπο που το δικαστήριο αξιολογεί την αξιοπιστία των μαρτύρων (βλ. Πίτσιλλος ν. Ευγενίου (1989) 1Ε ΑΑΔ 691 και Γεώργιος & Σπύρος Τσαππή Λτδ ν. Πολυβίου (2009) 1Α ΑΑΔ 339). Αυτό γίνεται όταν το δικαστήριο διαπιστώσει ότι τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου για την αξιοπιστία των μαρτύρων, αντικειμενικά κρίνοντας, δεν είναι ευλόγως επιτρεπτά, αντιστρατεύονται την κοινή λογική, δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία, είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν διαπιστώνονται αντιφάσεις ουσιαστικής μορφής. Όπως αναφέρθηκε στη Χρίστου ν. Ηροδότου κ.α. (2008) 1Α ΑΑΔ 676 η μαρτυρία του κάθε μάρτυρα κρίνεται κατά κύριο λόγο από «το περιεχόμενό της …. το οποίο ελέγχεται με τη βάσανο της λογικής και της ανθρώπινης εμπειρίας ως προς την αναμενόμενη φυσιολογική εξέλιξη των πραγμάτων της ζωής».

 

Υπήρξε εισήγηση της κας Ερωτοκρίτου πως το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε αυθαίρετα συμπεράσματα.  Αυτό συνάγεται από το σύνολο των λόγων έφεσης που στη συντριπτική τους πλειοψηφία αφορούν τον τρόπο αξιολόγησης της ιατρικής μαρτυρίας και υπό αυτή την έννοια όλοι οι σχετικοί λόγοι έφεσης μπορούν να εξεταστούν από κοινού.

 

Η εφεσείουσα βεβαίως είχε το βάρος να αποδείξει ότι οι κακώσεις και η εν γένει ιατρική της εικόνα προέκυψε από το επίδικο ατύχημα. Συνεπώς το ερώτημα που ευθέως τίθεται είναι εάν η μαρτυρία που προσκόμισε ήταν τέτοιας υφής και αποτελεσματικότητας ώστε να το αποδεικνύει.

 

Δεν πρέπει να αγνοείται ότι η διχογνωμία για το εάν είναι το ατύχημα που προκάλεσε τη συνολική κακή ιατρική εικόνα της εφεσείουσας, ξεκινά από τη μαρτυρία της δικής της πλευράς.  Οι ιατροί που την εξέτασαν και την παρακολουθούσαν δεν είχαν όμοια κρίση για το γεγονός αυτό.

 

Η μαρτυρία των ιατρών Νικολαϊδου και Δημητριάδη συμπίπτει στο ότι η εφεσείουσα υπέστη θλάση αυχένος.  Η δε μαρτυρία των ιατρών Πρωτοπαπά και Χρυσανθακοπούλου, αμφοτέρων ιατρών που την παρακολουθούσαν  (ο δε δεύτερος διενήργησε την εγχείρηση), έχουν διαφορές μεταξύ τους.

 

Οι δύο πρώτοι γιατροί ομιλούν απλώς για θλάση του αυχένος, βλάβη η οποία αποτελεί παραδεκτό γεγονός ότι προκλήθηκε από το ατύχημα.  Ο γιατρός Πρωτοπαπάς μέσω τριών, σε διάφορη ημερομηνία, ιατρικών πιστοποιητικών, εισαγάγει στις σωματικές βλάβες της εφεσείουσας - «οξεία ρήξη μεσοσπονδυλίου δίσκου Α5/Α6» καθώς και «πρόπτωση του Α6-Α7» (τεκμ.30, πιστ. ημ. 27.9.07).  Οι πιο πάνω κακώσεις, σύμφωνα με το μάρτυρα, «ξέφευγαν» από την έννοια της κάκωσης και παρέπεμπαν σε ριζοπάθεια.  Η ριζοπάθεια είναι πάθηση στο σημείο απ΄όπου βγαίνει η ρίζα του νεύρου και μεταφέρεται στο άκρο.  Τη ριζοπάθεια την εστίασε στη ρίζα Α5.  Και για του λόγου το αληθές επικαλέσθηκε το M.R.I.  

Από την άλλη ο γιατρός Χρυσανθακόπουλος που διενήργησε την  εγχείρηση εντόπισε το πρόβλημα στη ρίζα Α6. Ο γιατρός Πρωτοπαπάς δεν απέκλεισε τα προβλήματα της εφεσείουσας να μη σχετίζονται με το ατύχημα.  Σίγουρα όμως ήταν, όπως κατάθεσε, πιο επιρρεπής στις ενοχλήσεις από κάποιο που δεν είχε πρόβλημα.  Ο γιατρός Χρυσανθακόπουλος απέκλεισε απόλυτα την προϋπαρξη προβλημάτων.  Ομίλησε δε για «σοβαρή συνδεσμική βλάβη» που απεικονίζεται στη μαγνητική τομογραφία, τεκμ.11.  Αναφορικά με την τομογραφία και τη μαρτυρία του ιατρού που υπέβαλε την εφεσείουσα σ΄αυτή, δηλ. την Κατωδρίτου (Μ.Ε.6)  σημαντικό να προσεχθεί το μέρος της μαρτυρίας της όπου ανέφερε πως με βάση την τομογραφία, η δισκοκήλη στο διάστημα Α5-Α6 ήταν πρόσφατη αφού δεν πρόλαβε να αφυδατωθεί, ενώ, στο διάστημα Α6-Α7, υπήρχαν ήδη σπονδυλοαρθριτικές αλλοιώσεις, ο δίσκος ήταν αφυδατωμένος και είχε μειωμένο ύψος. Ακόμη, η Μ.Ε.6 είπε ότι στην περίπτωση σοβαρής συνδεσμικής κάκωσης, στην τομογραφία απεικονίζεται «μια ρήξη των συνδέσμων με αιμάτωμα», κάτι που δεν συνέβαινε σε σχέση με την εφεσείουσα.

 

Τα πιο πάνω είναι συνοπτικά – αλλά μόνο ενδεικτικά – των σημείων που η ίδια η μαρτυρία που προσκόμισε η εφεσείουσα παρουσίαζε αντιφάσεις.  Και μάλιστα ουσιώδεις που προσδιόριζαν και καθόριζαν την αναποτελεσματικότητα της μαρτυρίας στους πιο πάνω κύριους πυλώνες που όφειλε η εφεσείουσα να πείσει το Δικαστήριο, έχοντας το σχετικό βάρος.

 

Με όλο τον προσήκοντα σεβασμό στα επιχειρήματα της ευπαίδευτης συνηγόρου της εφεσείουσας, δεν εντοπίσαμε λάθος στην πρωτόδικη κρίση ως προς τη διαπίστωση των πιο πάνω αδυναμιών.  Περαιτέρω, εύστοχα και με πειστικό λόγο, εξηγείται στην προσβαλλόμενη απόφαση γιατί ειδικά η μαρτυρία του γιατρού Χρυσανθακόπουλου δεν μπορούσε να αποτελέσει βάθρο ευρημάτων.  Η αιτιολογία που έδωσε για τη χρήση εκ μέρους του μάρτυρα  μεγαλόσχημων και απόλυτων θέσεων που «ξέφευγαν» του επιστημονικού λόγου καθώς και επιμέρους επεξηγήσεις για την απόρριψη πτυχών της μαρτυρίας του, είναι πέραν από ικανοποιητική. 

 

Δεν είναι εντός των καθηκόντων του Εφετείου να επαναλάβει όλο το έργο της πρωτόδικης Δικαστού.  Το ογκώδες περίγραμμα της πλευράς της εφεσείουσας,  στην ουσία του, αυτό υπαγορεύει και είναι αδύνατον να απαντηθεί επί παντός ισχυρισμού.  (Βλ. Κώστουλος & Σια Λτδ ν. Δημοκρατίας, ΑΕ98/14, 1.2.2021, ECLI:CY:AD:2021:C26, Θεμιστοκλέους ν. Δημοκρατίας, Ποιν.εφ.176/18, 11.1.2019, ECLI:CY:AD:2019:B4 και Οδυσσέα ν. Αστυνομίας 1999 2 ΑΑΔ 490). Σημασία έχει πως η ενασχόληση με την κάθε λεπτομέρεια της μαρτυρίας έγινε ενδελεχώς από το πρωτόδικο Δικαστήριο. 

 

Εν αντιθέσει, με την εισήγηση, βρίσκουμε ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού διαπίστωσε τα κενά και αντιφάσεις της ιατρικής μαρτυρίας, αναζήτησε - με μεγάλο μόχθο και επιμέλεια - σημεία της μαρτυρίας που θα αποτελούσαν βάθρο για ευρήματα που θα συσχετίζονταν με το ατύχημα ως απόρροια αυτού.

 

Δεν έχει σημασία εάν το Δικαστήριο δεν ονομάτισε ποια ρίζα εννοούσαν οι γιατροί Πρωτοπαπάς, Χρυσανθακόπουλος.

 

Αξία έχει ότι, με βάση τη βοήθεια που δόθηκε στο πρωτόδικο Δικαστήριο και από τους γιατρούς της Υπεράσπισης (τους οποίους και περιορισμένως εδέχθη, για τους λόγους που εξήγησε) και την κα Κατωδρίτου (καθώς και τη μαγνητική τομογραφία), διατύπωσε εύρημα ότι η αυχενική μοίρα της σπονδυλικής στήλης της εφεσείουσας παρουσίαζε σοβαρής μορφής πρόβλημα πριν το δυστύχημα, κυρίως στο διάστημα Α6-Α7 όπου υπήρχε δισκοκήλη και σπονδυλοαρθριτικές αλλοιώσεις. Η κατάσταση αυτή, όπως σημειώθηκε, δεν της προκαλούσε μέχρι τότε οποιοδήποτε πρόβλημα καθώς ήταν ασυμπτωματική, αλλά με την πάροδο του χρόνου και εκ της φύσης της εργασίας της και της φθοράς του χρόνου υπήρχε σοβαρή πιθανότητα να εκδηλώνονταν συμπτώματα στο μέλλον. Κατά δε το ατύχημα προκλήθηκε η δισκοκήλη στο διάστημα Α5-Α6. Λόγω της κατάστασης της σπονδυλικής στήλης της εφεσείουσας που είχε ήδη άρχισε να φθείρεται, ως υποδηλώνουν και οι εκφυλιστικές αλλοιώσεις, η εφεσείουσα ήταν πιο «επιρρεπής», στη δημιουργία δισκοκήλης από ό,τι ένα άλλο άτομο, που είχε υγιή σπονδυλική στήλη.  Αυτό ανέφερε ο γιατρός Πρωτοπαπάς που σε πολλά σημεία έγινε πιστευτός από το Δικαστήριο.

 

Με βάση τα πιο πάνω προκύπτει ότι η εφεσείουσα είχε βεβαρημένη ιατρική εικόνα που βεβαίως χειροτέρεψε με το ατύχημα.

 

Είναι γνωστό αξίωμα του δικαίου των αστικών αδικημάτων, ότι το θύμα του αδικήματος εκλαμβάνεται στην κατάσταση που ευρίσκεται και στη βάση αυτού αποτιμάται η ζημιά την οποία υφίσταται.

 

Όπως τονίστηκε στην Κωμιάτη ν. 1.Πολίτσου κ.ά. (2001)1Α Α.Α.Δ. 226 από Πική, Π., (ως ήταν τότε):

«Δεν είναι ο νοητός μέσος άνθρωπος αλλά το συγκεκριμένο θύμα του αστικού αδικήματος, που αποτελεί το υποκείμενο της αποζημίωσης. Προσμετρούν, κατά συνέπεια, οι ιδιαιτερότητες του εφεσείοντος στον καθορισμό των επιπτώσεων του τραυματισμού του και, κατ’ επέκταση, της αποζημίωσης, την οποία δικαιούται».

 

(Βλ. επίσης Μιχαηλίδου ν. Χ΄Νικόλα, πολ.εφ.26/13, 26.11.2019), ECLI:CY:AD:2019:A486.

 

Παρόλο που η ευπαίδευτη πρωτόδικη Δικαστής δεν παρέθεσε το εν λόγω αξίωμα, φαίνεται ότι σε ένα μεγάλο βαθμό το εφάρμοσε.  Παραμένει βεβαίως το θέμα να κριθεί εάν το ποσό που τελικά επιδικάστηκε αντανακλούσε και περιλάμβανε την πιο πάνω αρχή.

 

Όμως σε σχέση με τους λόγους που άπτονται της αξιοπιστίας, θεωρούμε ότι η εφεσείουσα δεν έχει δίκαιο.

 

Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει οι λόγοι έφεσης 1-10 δεν είναι βάσιμοι και απορρίπτονται.

 

Εμμέσως σχετικός είναι και ο λόγος έφεσης 13, τον οποίο θεωρούμε εντελώς αθεμελίωτο.  Δεν προέκυψε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο «παρασύρθηκε σε συνειρμούς και εικασίες» σε σχέση με τα αντίγραφα ιατρικών απόψεων από το διαδίκτυο που κατέθεσε ο ΜΥ1.  Προκύπτει από την απόφαση ότι δεν εδόθη τέτοια βαρύτητα, ούτε καν αξία στα σχετικά έγγραφα.  ΄Αλλωστε, η σημασία της μαρτυρίας του ΜΥ1 Γεωργίου ως ορθοπαιδικού και όχι νευρολόγου ήταν περιορισμένη, όπως ευλόγως εξήγησε το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Και ο λόγος έφεσης 13 απορρίπτεται.

 

Αναφορικά με τους λοιπούς λόγους έφεσης (εκτός του λόγου 14)  παρατηρούμε ότι το έρεισμά τους εντοπίζεται ουσιαστικά στην προβολή των προηγούμενων λόγων έφεσης που άπτονται της αξιολόγησης της ιατρικής μαρτυρίας.  Δοθέντος ότι οι λόγοι αυτοί απερρίφθησαν, και οι λοιποί λόγοι στερούνται αυτονόμου ερείσματος και ωσαύτως απορρίπτονται.

 

Παραμένει προς εξέταση ο λόγος έφεσης 14 για την επάρκεια του ποσού των αποζημιώσεων των €40,000.  Σύμφωνα με τη διατύπωση του λόγου 14 η ανεπάρκεια αυτή συσχετίζεται με τον επηρεασμό της εισοδηματικής ικανότητας της εφεσείουσας, η οποία γεννήθηκε το 1967 και κατά το ατύχημα (22.11.2005) ήταν ηλικίας 38 ετών.

 

Βεβαίως στην κρινόμενη περίπτωση ενόψει της ιδιομορφίας της ιατρικής της κατάστασης, που εν μέρει προϋπήρχε, και επιβαρύνθηκε από το ατύχημα, μόνο στο πλαίσιο των γενικών αποζημιώσεων μπορεί να κριθεί το θέμα της τέτοιας μείωσης.  (Βλ. Παναγή ν. Κακόψητου (2001)1 ΑΑΔ 839).

 

΄Εχουμε εξετάσει με προσοχή τις εκατέρωθεν θέσεις σε συνάρτηση βεβαίως με την πρωτόδικη προσέγγιση για το θέμα.  Θεωρούμε ότι η ευπαίδευτη συνήγορος της εφεσείουσας επ΄αυτού έχει δίκαιο.  Κατ΄εφαρμογήν του πιο πάνω αξιώματος, ως εξηγήθηκε στην Κωμιάτη (ανωτέρω), το πρωτόδικο Δικαστήριο δεχόμενο ότι η εφεσείουσα λόγω και της προγενέστερης ιατρικής εικόνας ήταν πιο ευάλωτη και σε συνδυασμό με την εκ του ατυχήματος προκληθείσα βλάβη, στην ουσία αποδέχθηκε τη μείωση της εισοδηματικής ικανότητας της εφεσείουσας.  Αυτό εξ άλλου καταδείχθηκε και στην πράξη από τις μεγάλες απουσίες της εφεσείουσας από την εργασία της ως γραφίστρια και εν τέλει την παραίτησή της.  ΄Εστω και αν κάποια από τα προβλήματά της προηγούντο του ατυχήματος, στη βάση ότι η κατάστασή της χειροτέρεψε μετά το ατύχημα, ως εξηγήθηκε, έπρεπε το πρωτόδικο Δικαστήριο, στις γενικές αποζημιώσεις να περιλάμβανε ένα κατ΄αποκοπή ποσό που θα αντανακλούσε την πραγματική μείωση στην εισοδηματική της ικανότητα.  Ειδικά έχοντας υπόψη τις κακώσεις και τη φύση του επαγγέλματος της εφεσείουσας, ως γραφίστριας, εργασία που απαιτεί αρκετές ώρες στον ηλεκτρονικό υπολογιστή. (βλ. Ιsmail ν. 1. Μ.Αντωνίου κ.ά., (2014)1Α ΑΑΔ, 347).    

 

Αυτό δεν φαίνεται να έγινε. Στην Ευριπίδης Συκοπετρίτης Λτδ ν. Αθηνάκη (2005)1Β ΑΑΔ 844 επικυρώθηκε η επιδίκαση ποσού €5.000 για μείωση της εισοδηματικής ικανότητας του εφεσίβλητου-ενάγοντα με τη μέθοδο του κατ΄ αποκοπή υπολογισμού της απώλειας στο πλαίσιο των γενικών αποζημιώσεων.  Και εκεί επισημάνθηκε ακριβώς η μείωση και όχι το τέλος της δυνατότητας για εργασία, κάτι που φαίνεται να συμβαίνει και εν προκειμένω.  (Βλ. επίσης Τιτώνη ν. Χαρ.Πηλακούτας Λτδ (2001)1Α ΑΑΔ 479 όπου επικυρώθηκε ποσό ΛΚ4.000 για τέτοια μείωση, ενώ στη Μεταξά ν. Ιωάννου (2010)1Γ ΑΑΔ1814,το ποσό των ΛΚ2.000 αυξήθηκε σε ΛΚ4.000).

 

Στη  Θεοδούλου ν. Α. Panayides Contracting Ltd (1999)1Γ ΑΑΔ 2134 αναφέρθηκε πως το Δικαστήριο είναι επιφορτισμένο  με το καθήκον του υπολογισμού των γενικών αποζημιώσεων, μέρος των οποίων είναι και η απώλεια μελλοντικών εισοδημάτων. 

 

Σημειώνεται επίσης πως οι τόκοι επί του ποσού των αποζημιώσεων για απώλεια της εισοδηματικής ικανότητας άρχονται από της ημερομηνίας έκδοσης της απόφασης (βλ. Νικολάου ν. Χαλλούμη, πολ.εφ.164/13, 18.9.2019, ECLI:CY:AD:2019:A374 και Ανδρέου ν. Θεμιστοκλέους (2004)1Α ΑΑΔ 355). 

 

Με βάση τα πιο πάνω, θεωρούμε πως χωρεί επέμβασή μας για αύξηση του επιδικασθέντος ποσού, ώστε να περιλαμβάνει ένα κατά αποκοπή ποσό το οποίο να αντανακλά την αναφερθείσα μείωση και η εφεσείουσα να αποζημιώνεται στην πράξη για την μείωση της αποθεματικής της ικανότητας στην αγορά εργασίας. Με βάση όλα τα πιο πάνω δεδομένα της υπόθεσης κρίνουμε ως εύλογο το ποσό των €6.000.

 

Ο λόγος έφεσης 14 επιτυγχάνει με σχετική τροποποίηση της πρωτόδικης απόφασης ώστε να περιλαμβάνει και το ποσό των €6.000 ως κατ΄αποκοπή ποσό για μείωση της εισοδηματικής ικανότητας της εφεσείουσας. Επί του επιπρόσθετου αυτού ποσού των €6.000 η τοκοφορία θα είναι από την ημερομηνία έκδοσης της πρωτόδικης απόφασης (βλ. Μιχαήλ ν. Ονουφρίου (2002)1Β ΑΑΔ 1349).  Ο τόκος επί των λοιπών πρωτοδίκως επιδικασθέντων ποσών παραμένει ως η πρωτόδικη απόφαση.

 

Κατά τα λοιπά η έφεση απορρίπτεται. ΄Εξοδα έφεσης υπέρ εφεσείουσας εκ ποσού €2.000 πλέον ΦΠΑ, εάν υπάρχει.

 

                                                      ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

                                                      ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

                                                      ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο