ΜΟΥΣΟΥΠΕΤΡΟΥ v. ΣΚΟΡΔΗ ΩΣ ΔΙΑΧΕIΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ ΝΙΚΟΥ ΨΑΘΑ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 335/2013, 16/6/2021

ECLI:CY:AD:2021:A256

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 335/2013

 

16 Ioυνίου, 2021

 

  [Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.Δ.]

 

 

XXX ΜΟΥΣΟΥΠΕΤΡΟΥ

Εφεσείουσα/Εναγόμενη

 

ΚΑΙ

 

XXX ΣΚΟΡΔΗ ΩΣ ΔΙΑΧΕIΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ ΝΙΚΟΥ ΨΑΘΑ

Εφεσίβλητου/Ενάγοντα

 

………………..

Αντ. Ανδρέου, για Α. Ανδρέου & Σία ΔΕΠΕ για την εφεσείουσα

Κων. Κυριακόπουλος, για τον εφεσίβλητο

----------------

 

Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δ. Σωκράτους, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.:  Ο Νίκος Μ. Ψαθά, τέως από την Αμμόχωστο, απεβίωσε στις 17/10/2005 στη Λάρνακα.  Δεν ήταν νυμφευμένος και δεν είχε δικά του παιδιά γι’ αυτό oι κληρονόμοι της περιουσίας του ήσαν τα παιδιά των αδελφών του.

 

Μετά την ανάληψη της διαχείρισης της περιουσίας του από τον xxx Σκορδή, εφεσίβλητο, διαπιστώθηκε ότι η ακίνητη του περιουσία η οποία αποτελείτο από τρία (3) ακίνητα ευρισκόμενα στην Αμμόχωστο και ένα στη Δερύνεια υπό ειδικό καθεστώς, είχε ήδη μεταβιβαστεί επ’ ονόματι της εφεσείουσας xxx Μουσουπέτρου, θυγατέρας αδελφής του αποβιώσαντα, δυνάμει γενικού πληρεξουσίου, το οποίο είχε παραχωρήσει στην ίδια, στις 24/6/2005.  Με δεύτερο πληρεξούσιο, το οποίο φέρεται να πιστοποιήθηκε την ίδια ημερομηνία, η εφεσείουσα κατέστη διαχειρίστρια των τραπεζικών  λογαριασμών του, ενός τρεχούμενου και ενός γραμματίου όψεως, στη Λαϊκή Τράπεζα.  Η εφεσείουσα φέρεται να μετέφερε επ’ ονόματι της το ποσό του γραμματίου όψεως και προέβη σε αναλήψεις από τον τρεχούμενο λογαριασμού, συνολικού ποσού €62,224,65.

 

Καταχωρήθηκε αγωγή εκ μέρους του διαχειριστή και εναντίον της εφεσείουσας με την οποία εζητείτο η ακύρωση της δωρεάν μεταβίβασης της ακίνητης περιουσίας και η επιστροφή του ανωτέρω ποσoύ προς την κληρονομιά (estate) του Ν. Ψαθά, ώστε να τύχουν διαχείρισης, όπως ο σχετικός νόμος ορίζει.

 

Με την έκθεση απαιτήσεως προβαλλόταν ο ισχυρισμός ότι η εν λόγω περιουσία περιήλθε  στην ιδιοκτησία της εναγομένης/εφεσείουσας με τη χρήση των δύο πληρεξουσίων, τα οποία της είχε παραχωρήσει ο Ν. Ψαθάς,  ενώ τελούσε υπό την επιρροή της και υπό την επίδραση ψυχικής πίεσης την οποία η τελευταία ασκούσε σε βάρος του.  Η προσφερθείσα μαρτυρία εκ μέρους του ενάγοντα/εφεσίβλητου αποσκοπούσε να καταδείξει ότι ο Ν. Ψαθάς δεν διέθετε κατά τον επίδικο χρόνο της 24ης Ιουνίου 2005 την απαιτούμενη πνευματική διαύγεια λόγω της επιδείνωσης της κατάστασης της υγείας του, η οποία τον καθήλωσε αρχικά σε αναπηρικό καροτσάκι και αργότερα στο κρεβάτι.  Εγειρόταν συναφώς μέσω της δικογραφίας και ζήτημα της νοητικής ικανότητας του αποβιώσαντα.

 

Η εναγόμενη/εφεσείουσα, μέσω της δικογραφίας προέβαλε τη θέση ότι ο αποβιώσας είχε παραχωρήσει τα εν λόγω πληρεξούσια έγγραφα με την ελεύθερη βούληση και συναίνεση του και ότι παρά τη σωματική κούραση και καταπόνηση του, είχε πλήρη διαύγεια πνεύματος.

Αποτελούν κοινό τόπο και παραδεκτά κατά τη δίκη γεγονότα όσα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε στην απόφαση του και τα οποία μεταφέρονται:

 

«Ο Νίκος Ψαθάς καταγόταν από την Αμμόχωστο και με την προσφυγοποίηση του το 1974 εγκαταστάθηκε στη Λάρνακα όπου βρίσκονταν εγκαταστημενα και άλλα μέλη της οικογένειας του.  Συγκεκριμένα, η αδελφή του xxx Μουσουπέτρου με το σύζυγο της xxx και τη θυγατέρα τους xxx που είναι η εναγόμενη.  Ο ίδιος δεν ήταν νυμφευμένος και ούτε είχε παιδιά.  Την ίδια συγγένεια προς το Νίκο Ψαθά που είχε η Ι. είχε και η xxx Σκορδή σύζυγος του ενάγοντα, διαχειριστή, xxx Σκορδή.  Ήταν παιδί αδελφού ή αδελφής του αποβιώσαντος, δεν έχει διευκρινιστεί και ούτε έχει κάποια σημασία.  Η κα Σκορδή διέμενε με την οικογένεια της στη Λευκωσία.  Άλλοι συγγενείς του αποβιώσαντος, έχοντες τον ίδιο βαθμό συγγένειας προς αυτό που έχουν οι προαναφερθέντες, και στους οποίους έγινε αναφορά στην υπόθεση, είναι η κα xxx Χούρη ο σύζυγος της κ. xxx Χούρη οι οποίοι διέμεναν στη Λεμεσό και ο κ. xxx Κοντόπουλος ο οποίος διέμενε στην Αραδίππου.  Οι τελευταίοι δυο έδωσαν και μαρτυρία στην παρούσα υπόθεση.

 

Ο Νίκος Ψαθά ήταν απόφοιτος γυμνασίου με ευρεία μόρφωση και εργαζόταν ως αδειούχος φαρμακοποιός στο Νοσοκομείο Λάρνακας, προφανώς, μέχρι την αφυπηρέτηση του.  Κατά τα πρώτα οκτώ χρόνια της παραμονής του στη Λάρνακα έμενε με κάποιους εξ αγχιστείας συγγενείς του.  Στη συνέχεια μετακόμισε σε οικία η οποία εφάπτετο αυτής της αδελφής του Θ..  Παρέμεινε στην οικία αυτή μέχρι που απεβίωσε στις 17 Οκτωβρίου 2005, σε ηλικία 85 χρονών.  Οι δυο κατοικίες συνδέοντο μεταξύ τους με εσωτερική πόρτα και οι ένοικοι τους ουσιαστικά ζούσαν μαζί ως μια οικογένεια.  Η εναγόμενη, η οποία ζούσε με την οικογένεια της σε άλλη περιοχή της Λάρνακας, επισκέπτετο σχεδόν καθημερινά τους γονείς της και τους προσέφερε την φροντίδα της, στο βαθμό που τη χρειάζοντο.  Στον ίδιο βαθμό με τους γονείς της φρόντιζε και το θείο της Νίκο Ψαθά.  Όντας ηλικιωμένος με προβλήματα υγείας, τον μετέφερε συχνά και στο νοσοκομείο για περίθαλψη.

 

Ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας που είχε ο αποβιώσας τα τελευταία χρόνια, πριν από το θάνατό του, ήταν σε σχέση με τα πόδια του.  Η κατάσταση του, ειδικά τα τελευταία δυο χρόνια, επιδεινώθηκε σε τέτοιο βαθμό ώστε να καθηλωθεί σε αναπηρικό τροχοκάθισμα.  Όμως, συνέχισε να έχει διαύγεια πνεύματος και συνομιλούσε με τους διάφορους συγγενείς του που τον επισκέπτοντο.  Πιο συχνά, κάθε ένα με δυο μήνες, τον επισκέπτετο το ζεύγος Σκορδή, δηλαδή ο ενάγων με τη σύζυγο του.  Πολύ πιο αραιά, περί τη μία ή δύο φορές το χρόνο, τον επισκέπτετο το ζεύγος Χούρη.  Το βέβαιο είναι ότι αυτοί δεν του παρείχαν οποιαδήποτε φροντίδα για το λόγο ότι διέμεναν σε άλλες πόλεις.  Ούτε και ο xxx Κοντόπουλος, προφανώς, αν και ήταν πρόθυμος να βοηθήσει όταν του το ζητούσαν.»

 

Κατά γενική ομολογία η εναγόμενη είναι εκείνη η οποία πρόσφερε υπηρεσίες, εξυπηρέτηση και βοήθεια προς τον αποβιώσαντα συνεχώς μέχρι το θάνατο του.

 

Η βασική διαφορά όπως την εντόπισε το δικαστήριο:

«…..μεταξύ των αντιδικούντων μερών, τελικώς επικεντρώνεται στο θέμα της νομιμότητας των δυο προαναφερθέντων πληρεξουσίων εγγράφων.  Όπως προκύπτει από πιστοποίηση στο τέλος καθ’ ενός από αυτά, έγιναν ενώπιον της ίδιας πιστοποιούσας υπαλλήλου στις 24.6.2005 και, προφανώς, κατά την ίδια ώρα.  Προηγουμένως, ο παραχωρών την πληρεξουσιότητα Νίκος Ψαθά έθεσε το αποτύπωμα του δακτύλου του στο τέλος καθ’ ενός από αυτά.  Στο ίδιο σημείο του αποτυπώματος είναι αναγραμμένο ολογράφως και το όνομα Νίκος Ψαθά.  Στο πληρεξούσιο το οποίο χρησιμοποιήθηκε στη τράπεζα, τεκμήριο 4, υπάρχει και άλλη δυσανάγνωστη γραφή.  Χρησιμοποιώντας τα εν λόγω πληρεξούσια έγγραφα η εναγόμενη πέτυχε να αποκτήσει προς ίδιον όφελος την προαναφερθείσα περιουσία, την επιστροφή της οποίας διεκδικεί ο ενάγοντας, ως διαχειριστής, προς όφελος της κληρονομιάς του Νίκου Ψαθά.»

 

Εκ μέρους του εφεσίβλητου, κατέθεσαν μεταξύ άλλων, ο ίδιος, η  σύζυγος του xxx Σκορδή, ο xxx Κοντόπουλος και ο xxx Χούρης με σκοπό να περιγράψουν την κατάσταση της υγείας του αποβιώσαντα κατά τις 24/6/05 ημερομηνία της επίσκεψης τους προς αυτόν, αλλά και την πτωχή νοητική του κατάσταση, η οποία δε θύμιζε σε κανένα τον ευφυή και ομιλητικό θείο τους.

 

Εκ μέρους της εφεσείουσας κατέθεσε η ίδια και η δικηγόρος xxx Αργυρού και η ιατρός Δρ. xxx Οικονόμου με σκοπό να απορρίψουν τη θέση του ενάγοντα και να πιστοποιήσουν την επάρκεια της νοητικής του κατάστασης, η οποία του επέτρεπε να καταρτίσει με ελεύθερη βούληση και με πλήρη γνώση τα δύο πληρεξούσια έγγραφα.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ως αντιφατική και αναξιόπιστη τη μαρτυρία της εναγομένης/εφεσείουσας, ενώ αξιολόγησε ως αξιόπιστη εκείνη του ζεύγους Σκορδή για την κατάσταση στην οποία βρισκόταν ο αποβιώσας στις 24/6/2005, ημερομηνία καταρτισμού των επίδικων πληρεξουσίων.  Αποτέλεσε εύρημα του ότι το συγκεκριμένο χρόνο ο Ν. Ψαθάς κάθε άλλο παρά διαυγής ήταν στη σκέψη και κατά συνέπεια ελεύθερος στη βούληση του.  Έκρινε πως «λόγω ακριβώς του προχωρημένου της ηλικίας του και του πολύ βεβαρυμένου της υγείας του, όπως περιγράφεται πιο πάνω, από τον Ιούνιο του 2005 και μετά ο Νίκος Ψαθά απώλεσε και την διαύγεια πνεύματος η οποία τον χαρακτήριζε προηγουμένως, έχοντας μετατραπεί ουσιαστικά σε ένα άβουλο πλάσμα, όπως καταδεικνύεται και μέσα από τις συνθήκες καταρτισμού των δυο πληρεξουσίων εγγράφων στις 24/6/2005.  Η κατάσταση αυτή στην οποία δυνατό να περιέλθει ένας άνθρωπος μπορεί, ασφαλώς, να αποτελέσει αντικείμενο παρατήρησης από κάποιον άλλο, όπως συνέβηκε στην προκείμενη περίπτωση, και δεν χρειάζεται απαραίτητα η προσφορά ιατρικής μαρτυρίας για το σκοπός αυτό.  Είναι στη βάση τέτοιας μαρτυρίας που κρίθηκε ότι είχε ασκηθεί ψυχική πίεση σε βάρος ηλικιωμένων προσώπων με προβλήματα υγείας στις υποθέσεις Σωκράτης ν. Σιβιτανίδης (1998) 1 ΑΑΔ 1602 και Κεφάλας ν. Νικόλα (2000) 1 ΑΑΔ 1226

 

Κατά συνέπεια έκρινε ότι τα δύο πληρεξούσια έγγραφα ήταν προϊόν ψυχικής πίεσης την οποία η εναγόμενη άσκησε προς το θείο της Ν. Ψαθά και συνακόλουθα εξέδωσε διάταγμα με το οποίο «ακυρώνετο η εγγραφή των εν λόγω τεσσάρων ακινήτων στο όνομα της εναγομένης και η εγγραφή τους όπου ο σχετικός νόμος ορίζει για σκοπούς της διαχείρισης 30/2006 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου.»  Εξέδωσε επίσης διάταγμα με το οποίο η εναγόμενη διατασσόταν να επιστρέψει στην κληρονομιά (estate) του Ν. Ψαθά το ποσό των €62.224,65 πλέον τόκο από 17.10.2005.

 

Η ορθότητα της απόφασης αμφισβητείται από την εφεσείουσα/εναγόμενη με οκτώ λόγους έφεσης οι οποίοι μπορούν να κατηγοριοποιηθούν ως ακολούθως:

-         Εσφαλμένη αξιολόγηση και/ή παράλειψη αξιολόγησης της μαρτυρίας δυο μαρτύρων της εναγομένης αναφορικά με την πνευματική υγεία του αποβιώσαντα και ιδίως παραγνώριση χωρίς αιτιολογία της μαρτυρίας της Δρας Οικονόμου, νευρολόγου ιατρού η οποία παρακολουθούσε το Ν. Ψαθά (1ος, 2ος, 3ος, 7ος, 8ος λόγοι έφεσης).

-         Λανθασμένη ερμηνεία του θέματος της ψυχικής πίεσης και της υπέρμετρα επαχθούς συναλλαγής σύμφωνα με το άρθρο 16 του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149 (4ος και 6ος λόγοι έφεσης).

-         Λανθασμένη κατάληξη το εύρημα περί ακυρότητας των δύο πληρεξουσίων εγγράφων δυνάμει των οποίων κατέστη εφικτή η μεταβίβαση της ιδιοκτησίας του Ν. Ψαθά επ’ ονόματι της εναγομένης/εφεσείουσας (5ος λόγος έφεσης).  Η αιτιολογία του λόγου τούτου παραπέμπει επίσης στη μαρτυρία της Δρος Οικονόμου γι’ αυτό θα εξεταστεί μαζί με την πρώτη ενότητα των λόγων έφεσης.

 

Θεωρούμε σκόπιμο να εξετάσουμε την πρώτη ενότητα των λόγων έφεσης, την σχετιζόμενη με την αξιολόγηση των μαρτύρων.

 

Η θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου της εφεσείουσας όπως την ανέπτυξε με το περίγραμμα αγόρευσης του είναι πως, ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφαίνεται στην 3η σελίδα της απόφασης του ότι «οι βασικές διαφορές μεταξύ των διαδίκων ήταν (α) η κατάρτιση των δύο πληρεξουσίων και (β) ειδικά (οι περιστάσεις) που περιβάλλουν την κατάσταση της υγείας του αποβιώσαντα (Νίκου Ψαθά) εν τούτοις, κατ’ αντίθεση προς τις νομολογιακές αρχές που αφορούν την αξιολόγηση μαρτυρίας, απέφυγε να αξιολογήσει την μαρτυρία των μαρτύρων της εφεσείουσας xxx Αργυρού και της Δρ. xxx Οικονόμου οι οποίες ήταν σε πολύ καλύτερη θέση να εκφράσουν αντικειμενικά και μακριά από οικονομικά συμφέροντα άποψη για την πνευματική και σωματική κατάσταση του αποβιώσαντα.  Πέραν τούτου δεν είχαν οι ίδιες κανένα συμφέρον από το αποτέλεσμα της αγωγής για να υπερβάλουν ή να μην πουν την αλήθεια στο Δικαστήριο σε αντίθεση με τους βασικούς μάρτυρες του εφεσίβλητου, οι οποίοι είχαν άμεσο οικονομικό συμφέρον από το αποτέλεσμα και την απόφαση του Δικαστηρίου και είχαν κάθε λόγο όχι μόνο να υπερβάλουν αλλά και να πουν ανακρίβειες ή ψέματα όπως και έκαμαν.

 

Υποδεικνύει επίσης πως ενώ το Δικαστήριο είχε ενώπιον του δύο αντικρουόμενες εκδοχές για την πνευματική κατάσταση της υγείας του αποβιώσαντα για την επίδικη περίοδο Ιουνίου 2005-Οκτωβρίου 2005, ωστόσο αγνόησε τη μόνη ιατρική επί του θέματος μαρτυρία, με την αιτιολογία ότι δεν ήταν βοηθητική για την υπεράσπιση, χωρίς καν να την αξιολογήσει και να αιτιολογήσει την απόφαση του αυτή, αφ’ ης στιγμή η μαρτυρία αυτή ανέτρεπε εκ βάθρων την εκδοχή του εφεσίβλητου.

 

Από την αντίπερα όχθη, ο συνήγορος του εφεσίβλητου υποστηρίζει πλήρως την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και υποδεικνύει πως οι δύο μάρτυρες τις οποίες ο συνήγορος της εφεσείουσας χαρακτηρίζει ως ανεξάρτητες δεν μπορούν να θεωρηθούν ως τέτοιες, αφού αμφότερες δήλωσαν ότι γνωρίζονταν αρκετά χρόνια πριν με την οικογένεια της Μουσουπέτρου γενικά και την εναγόμενη ειδικά.

 

Με αναφορά στα πρακτικά της διαδικασίας, και ειδικά της μαρτυρίας της Δρ. xxx Οικονόμου, επεσήμανε ότι η συγκεκριμένη μάρτυρας δέκτηκε ότι δεν εξέτασε ποτέ τον αποβιώσαντα ως νευρολόγος.

 

Αποτελεί διακηρυγμένη αρχή από την σταθερή προσέγγιση της νομολογίας ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας επαφίεται πρωτίστως στο εκδικάσαν την υπόθεση Δικαστήριο, το οποίο είχε την ευκαιρία να κρίνει τους μάρτυρες στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης και να παρακολουθήσει τον τρόπο της κατάθεσης και την όλη συμπεριφορά τους κατά τη βάσανο της αντεξέτασης.  Τα πρωτόδικα δικαστήρια διατηρούν το πλεονέκτημα ότι ζουν την ατμόσφαιρα της δίκης.  Η εφετειακή παρέμβαση δικαιολογείται μόνο όταν τα συμπεράσματα αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή είναι αντίθετα με την αποδεκτή από το Δικαστήριο μαρτυρία (δες Γεωργίου ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου Λτδ (2001) 1 ΑΑΔ 1037, Κουκούνη ν. Α.Ν. Stasis Estates Co. Ltd (2006) 1 AAΔ 489, Χρίστου ν. Ηροδότου κ.α. (2008) 1 ΑΑΔ 676.)  Δυνατότητα ανατροπής αξιοπιστίας μάρτυρα υπάρχει όταν ευρήματα είναι «εξ αντικειμένου ανυπόστατα» (Ludwing Bauer v. Διογένη Ηροδότου & Υιοί Λίμιτεδ (1994) 1 ΑΑΔ 325).

Δεν μας διαφεύγει ότι η ανεύρεση της αλήθειας και η διαπίστωση των γεγονότων δεν είναι βέβαια εύκολη υπόθεση.  Οι κανόνες όμως του δικαίου της απόδειξης καθώς και οι εμπειρίες  των δικαστών για τα ανθρώπινα είναι τα μόνα μέσα για την διακρίβωση των περασμένων.  Γι’ αυτό και η επέμβαση μας περιορίζεται με τον τρόπο που έχει προσδιοριστεί από την πιο πάνω νομολογία.

 

Όπου επίσης υπάρχει αντικρουόμενη μαρτυρία και δη εμπειρογνωμόνων, αυτή πρέπει να τυγχάνει ειδικής αναφοράς, αξιολόγησης και ξεκάθαρης και ρητής επιλογής της μαρτυρίας επί του αμφισβητούμενου επίδικου θέματος.

 

Έχοντας επίγνωση ότι το Εφετείο διαθέτει ευρεία εξουσία να εξετάζει την ουσία της πρωτόδικης απόφασης και να επιλύει τα πραγματικά επίδικα ζητήματα, έτσι ώστε να επιτυγχάνεται η πλήρης και ουσιαστική απονομή της δικαιοσύνης (άρθρο 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (αρ. 14/60) και Δ.35 θ. 8 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών (Ζερβός ν. Ηellenic Bank Public Co. Ltd (2013) 1 ΑΑΔ 2357) προσεγγίσαμε με αυτό τον τρόπο την πρωτόδικη απόφαση, τα τεκμήρια και πρακτικά της διαδικασίας.  (Δημητρίου κ.α. ν. Sidorenko (2011) 1 (B) ΑΑΔ 1095, xxx Σεργίδη το γένος xxx ΧατζηΠαύλου ν. xxx xxx ΧατζηΠαύλου κ.α., Πολ. Εφ. 317/2010 ημερ. 16/5/2016), ECLI:CY:AD:2016:A240.

Στην κριθείσα περίπτωση κύριο θέμα αμφισβήτησης όπως το έθεσε το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν η κατάσταση της υγείας του Ν. Ψαθά και οι περιστάσεις παραχώρησης των επίδικων πληρεξούσιων εγγράφων και «ειδικά αυτές που περιβάλλουν την κατάσταση της υγείας του κατά τον ουσιώδη χρόνο».  Με την πλευρά του ενάγοντα να επιχειρεί να καταδείξει ότι κατά το χρόνο αυτό, που είναι η 24/6/2005, ο Ν. Ψαθάς δεν διέθετε την απαιτούμενη πνευματική διαύγεια.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε ως απόλυτα αξιόπιστη τη μαρτυρία του ζεύγους Σκορδή και των Χούρη και Κοντόπουλου.  Προέβη σε ιδιαίτερη αναφορά σε αυτή της xxx Σκορδή, η οποία αιτιολόγησε και δικαιολόγησε τη θύμιση της για την ημερομηνία της επίσκεψης της στο θείο της, που ήταν η 24η Ιουνίου, δηλαδή η ημερομηνία παραχώρησης των πληρεξουσίων, σε συνδυασμό και συσχετισμό με το γεγονός ότι ακύρωσε επίσκεψη της στο xxx Ριζοκαρπάσου στην τελική γιορτή του οποίου θα παρίστατο υπό την ιδιότητα της xxx xxx xxx.  Τα ό,σα ανέφερε έγιναν δεκτά από το Δικαστήριο, αφού επιβεβαιωνοντο και από άλλα γεγονότα και τεκμήρια όπως το τεκμ. 15, το οποίο αποτελούσε βεβαίωση της Διευθύντριας του Ριζοκαρπάσου, το περιεχόμενο του οποίου έγινε κοινώς αποδεκτό.  Αποδοχής έτυχε επίσης το ημερολόγιο της, τεκμ. 13 στο οποίο σημείωσε στην ημερομηνία 24/6/2005 την επίσκεψη στο θείο της.  Παρατηρείται δε πως στο ίδιο ημερολόγιο σημειώνει στις 17/10/2005 το θάνατο του θείου της και στις 19/10/2005 την κηδεία του.  Συνεπώς, δεν αποτελούσε απλά μια σημείωση, η οποία έγινε ειδικά για να συμπέσει με την ημερομηνία υπογραφής των πληρεξουσίων, όπως η πλευρά της εναγομένης/εφεσείουσας επιχείρησε να εισάξει.

 

Έχουμε με ιδιαίτερη προσοχή μελετήσει την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και νοιώθουμε ασφαλείς να πούμε ότι οι προβληθέντες λόγοι έφεσης δεν ευσταθούν.

 

Θεωρούμε σκόπιμο να επαναλάβουμε τη νομολογιακή αρχή ότι η δικαστική απόφαση κρίνεται στο σύνολό της και όχι αποσπασματικά και ότι προδιαγραμμένη δομή δικαστικής απόφασης δεν υπάρχει ούτε και τρόπος συγγραφής της, η οποία είναι ζήτημα το οποίο επαφίεται στο Δικαστή.  Δεν είναι δε απαραίτηση η χρήση των όρων «αξιοπιστία» και «ευρήματα» (Γενικός Εισαγγελέας ν. Μαλιώτης (αρ. 2) (1998) 2 ΑΑΔ 167) ούτε και επιβάλλεται η επανάληψη του συνόλου της μαρτυρίας, ενώ αχρείαστες επαναλήψεις πρέπει να αποφεύγονται. (Πολάτογλου ν. Μaσούρα (2004) 1 ΑΑΔ 150, Ζερβού ν. Hellenic Bank (ανωτέρω).

 

Παρά το γεγονός ότι δεν ακολουθήθηκε η στερεότυπη αξιολόγηση και λεπτομερής αναφορά στη δοθείσα μαρτυρία των δυο συγκεκριμένων μαρτύρων για τις οποίες εγείρεται η ένσταση, ωστόσο κρίνουμε ότι η δικαστική κρίση διατυπώθηκε με μια λογική συνοχή έκθεσης γεγονότων  μαρτυρίας και ανάλυσης, όπως απαιτεί η νομολογία, η οποία καθορίζει ότι δεν υπάρχουν στερεότυπα στη συγγραφή μιας δικαστικής απόφασης (L. Papaphilippou & Co Ltd. v. Λουκά, (2014) 1 (B) 1193).  Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν κατέληξε στο εύρημα ότι «εν κατακλείδι, η μαρτυρία των λόγω δυο μαρτύρων δεν θεωρείται ότι είναι βοηθητική για την υπεράσπιση» άνευ άλλου τινός, αλλά αφού παρέθεσε μια γενική αναφορά της μαρτυρίας τους και κατόπιν επεσήμανε πως «Όμως δεν μπορεί να έχουν καλύτερη άποψη από τους μάρτυρες οι οποίοι κατέθεσαν εκ μέρους του ενάγοντα και ειδικά από το ζεύγος Σκορδή, οι οποίοι είχαν δει σε ποια κατάσταση βρισκόταν ο Νίκος Ψαθά κατά την ημέρα που καταρτίστηκαν τα επίδικα πληρεξούσια έγγραφα».  Προέβη δε στο εν λόγω εύρημα αφού ήδη παρέθεσε τη μαρτυρία που προσφέρθηκε υπό και εκ μέρους του ενάγοντα την οποία και συνέδεσε και αντιπαράθεσε με τα έγγραφα που κατατέθηκαν ως τεκμήρια.

 

Προκύπτει από τη μαρτυρία των δυο εν λόγω μαρτύρων και δη της Δρος xxx Οικονόμου, την οποία ο συνήγορος τη εφεσείουσας χαρακτήρισε ως ειδική, ότι η ίδια ανέφερε ότι ποτέ δεν εξέτασε τον αποβιώσαντα ως νευρολόγος.  Στο διάστημα Μαρτίου-Οκτωβρίου 2005 κατά το οποίο τον επισκέφθηκε 7 φορές, τον παρακολουθούσε για παθολογικής φύσεως ζητήματα (κρυολόγημα, βρογχίτιδα, χορήγηση αντιβιοτικών ενέσεων για μόλυνση) και όχι για νευρολογικής φύσεως θέματα.  Τον εξέτασε μόνο μια φορά με «σφυρί» για να ελέγξει τα αντανακλαστικά του.  Η κάθε επίσκεψη ήταν ολιγόλεπτη και κατά τη διάρκεια της αντάλλαζαν ορισμένες φράσεις για την κατάσταση της υγείας του.  Όχι μόνο την επίδικη ημερομηνία 24/6/2005 δεν τον είδε ούτε και εξέτασε, αλλά καθόλη τη διάρκεια του Ιουνίου, δεν τον είχε επισκεφθεί ούτε μια φορά.  Δεν τον εξέτασε ούτε τον είδε πριν το θάνατο του και δεν γνώριζε πότε ακριβώς απεβίωσε, ώστε να θεωρηθεί ως ο θεράπων ιατρός του, όπως ο συνήγορος της εφεσείουσας εισηγείται.  Συνεπώς ορθά το Δικαστήριο κατέληξε ότι δεν ήταν σε καλύτερη θέση από τους υπόλοιπους μάρτυρες να εκτιμήσει την κατάσταση του αποβιώσαντα. 

 

Επισημαίνουμε δε και το γεγονός ότι ο συνήγορος της εφεσείουσας ο οποίος την κλήτευσε, της ζήτησε να εκφέρει την εκτίμηση της για το χαρακτήρα του  Ν. Ψαθά και όχι ως ασθενή της, υποβάλλοντας την εξής ερώτηση:

 

«Ε.  Πώς θα τον χαρακτηρίζατε από πλευράς χαρακτήρα:  Δεν θέλουμε να μας δώσετε ψυχολογική εκτίμηση»

 

Ακόμη όμως και να εκληφθεί ως μαρτυρία δοθείσα από ειδικό, η νομολογία υποδεικνύει ότι δεν πρέπει να υπερεκτιμάται η ιατρική μαρτυρία ως προς τη δυνητική, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ικανότητα, έναντι μιας άμεσης και θετικής μαρτυρίας που προέρχεται μεν από μη ειδικούς αλλά αναφέρεται στην πραγματική ικανότητα κατά τον ουσιώδη  χρόνο (Karaolis v. The Estate of the deceased Christodoulos (alios Towlis) (1965) 1 CLR 24, xxx Σεργίδης το γένος xxx ΧατζηΠαύλου ν. xxx xxx Χατζηπαύλου ως διαχειρίστριας της περιουσίας της αποβιωσάσης Γαλάτειας Σ. ΧατζηΠαύλου, Πολ. Έφ. 317/2010 ημερ. 16/5/2016), ECLI:CY:AD:2016:A240.

 

Αυτά είχε υπόψη του το πρωτόδικο Δικαστήριο και αυτά εφάρμοσε επικαλούμενο τις αποφάσεις Σιβιτανίδης και Κεφάλας (ανωτέρω)  και συνεκτίμησε τις εκατέρωθεν δοθείσες μαρτυρίες επί του αμφισβητούμενου επίδικου ζητήματος της πνευματικής διαύγειας του Ν. Ψαθά και τις συνθήκες καταρτισμού των πληρεξουσίων εγγράφων.  Το εύρημα του για την αναξιοπιστία της μαρτυρίας της εφεσείουσας ήταν καταλυτικό για την έκβαση της δίκης και δεν πλήττεται με οποιοδήποτε λόγο έφεσης.

 

Συνακόλουθα, οι προαναφερθέντες λόγοι έφεσης απορρίπτονται.

 

Με τους υπόλοιπους λόγους έφεσης οι οποίοι εν πολλοίς είναι επάλληλοι και αλληλοκαλύπτονται διότι συμπλέκουν το ζήτημα της ψυχικής πίεσης με εκείνο της προσφερθείσας αξιόπιστης μαρτυρίας προβάλλεται πως, παρά το ότι το Δικαστήριο κατέληξε ότι ασκήθηκε ψυχική πίεση προς καταρτισμό των πληρεξουσίων εγγράφων, ωστόσο δεν προχώρησε να εξετάσει κατά πόσο σύμφωνα με το άρθρο 16(3) η σύμβαση ήταν υπέρμετρα επαχθής ώστε να μεταφέρει το βάρος απόδειξης στους ώμους της εφεσείουσας να αποδείξει ότι δεν υπήρξε ψυχική πίεση.

 

Η θέση αυτή επαναλαμβάνεται με το περίγραμμα αγόρευσης η οποία όμως, στη συνέχεια ουσιαστικά ανατρέπεται με την ίδια αγόρευση, στην οποία υποδεικνύεται ότι το εύρημα περί επαχθούς συναλλαγής είναι λανθασμένο, με ουσιαστική αποδοχή εν τέλει, ότι δεν υπήρξε παράλειψη εξέτασης της πρόνοιας του άρθρου 16(3) του Κεφ. 149.

 

Στα πλαίσια της ανάπτυξης των συγκεκριμένων λόγων έφεσης ο συνήγορος της εφεσείουσας υπογράμμισε ότι η υπογραφή των πληρεξουσίων εγγράφων έγινε εις ένδειξη ευγνωμοσύνης του Ψαθά προς την πελάτιδα του, η οποία του πρόσφερε τις υπηρεσίες και τη βοήθεια της.  Υπέδειξε δε πως η xxx Σκορδή δέχτηκε αντεξεταζόμενη, πως εάν ήταν κάποιος στον οποίο ο Ψαθάς θα άφηνε την περιουσία του, αυτή θα ήταν η εναγόμενη.  Δεν λέχθηκε όμως κάτι τέτοιο.

 

Διεξήλθαμε τα πρακτικά.  Η συγκεκριμένη μάρτυρας, συμφώνησε με την ερώτηση/υποβολή ότι «αν υπάρχει κάποιος στον οποίο θα ήθελε να του δώσει εξουσία για να χειριστεί κάποιο οικονομικό του θέμα, αυτός θα ήταν η εναγόμενη.»

Δεν παραβλέπουμε ότι το δόγμα της ψυχικής πίεσης εισήχθη από τα Δικαστήρια της Επιείκειας προς αντιμετώπιση εκείνων των περιπτώσεων όπου, ενώ εξωτερικεύεται η βούληση του επηρεαζομένου, υπάρχει τέτοια σχέση μεταξύ επηρεαζομένου-επωφελουμένου ή τέτοιες περιστάσεις, ώστε να είναι ορθό και δίκαιο, ως ζήτημα δημόσιας πολιτικής και έντιμης συμπεριφοράς, να κληθεί ο ωφεληθείς από τη σύμβαση να αποδείξει ότι ο επηρεαζόμενος ενήργησε όντως και όχι απλώς φαινομενικά, οικειοθελώς (βλ. Allcard vSkinner, (1887) 36 Ch D 145, ΧατζηΠαύλου (ανωτέρω).

 

Όπως χαρακτηριστικά τέθηκε από τον Lord Eldon L.C. στην υπόθεση Huguenin vBaseley (1807) 14 Ves. 273, όταν εγείρεται ζήτημα ψυχικής πίεσης το βασικό ερώτημα:

 

«is, not, whether she knew what she was doing, had done, or proposed to do, but how the intention was produced.»

 

 

Συνεπώςόταν πρόκειται για περίπτωση που δημιουργείται τεκμήριο ψυχικής πίεσηςαπαιτείται η προσαγωγή μαρτυρίας από το μέρος που ωφελήθηκε «that the donor was acting independently of any influence from the donee and with full appreciation of what he was doing (Inche Noriah v. Shaik Allie Bin Omar [1928] All ER, Rep 189).  Ο συνηθέστερος δε, όχι όμως ο μόνος, τρόπος ανατροπής του τεκμηρίου είναι η απόδειξη πως ο επηρεαζόμενος έτυχε ανεξάρτητης νομικής συμβουλής (Inche Noriah, ανωτέρω, Joan Humphreys vDennis Humphreys [2004] EWHC 2001 Cj, Κεφάλας ν. Νικόλα, ανωτέρω).

 

Το πρωταρχικό όμως ερώτημα είναι κατά πόσο, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, δημιουργείται τεκμήριο κυριαρχίας επί της βούλησης και, συνεπακόλουθα, τεκμήριο ψυχικής πίεσης.

 

Κατ΄αρχάς, η σχέση ενήλικα τέκνου - ηλικιωμένου γονέα, δεν εγείρει, από μόνη της, τεκμήριο ψυχικής πίεσης, το οποίο όμως μπορεί να εγερθεί μέσα από το σύνολο των γεγονότων της υπόθεσης (βλ. Chitty on Contracts, Vol. 1, 31st Ed., para 7-078, σελ. 718  και Indian Contract and Specific Relief Acts, Pollock & Mulla, 14η έκδοσησελ. 344, με αναφορά αμφοτέρων στην υπόθεση Avon Finance Co Ltd v. Bridger [1985] 2 All ER 281).  Ούτε η αδυναμία και η ασθενικότητα λόγω μεγάλης ηλικίας είναι παράγοντες από μόνοι τους επαρκείς προς ενεργοποίηση του τεκμηρίου.  Είναι και πάλι ζήτημα συνεκτίμησης όλων των σχετικών περιστάσεων (βλ. Pollock & Mulla (ανωτέρω) σελ. 350-351 και Chitty on Contracts, ανωτέρω, ibid) και εξετάζονται στα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης.

(Δέστε xxx Σεργίδη το γένος xxx ΧατζηΠαύλου ν. xxx xxx Χατζηπαύλου κ.α. Πολ. Έφ. 317/2010 ημερ. 16/5/2016), ECLI:CY:AD:2016:A240

 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά, αφού έκρινε αναξιόπιστη την εναγόμενη, αποφάσισε ότι ο αποβιώσας Ν. Ψαθά, ακόμη και με βάση τη μαρτυρία της ίδιας, αντιμετώπισε κατά τα τελευταία 11 χρόνια της ζωής του σοβαρά προβλήματα υγείας και όντας άνθρωπος χωρίς οικογένεια, ουσιαστικά εντάχθηκε στην οικογένεια της αδελφής του Θέκλας μητέρας της εφεσείουσας, «ενώ η τελευταία κατέστη το πρόσωπο στο οποίο βασιζόταν σχεδόν αποκλειστικά ο Νίκος Ψαθά για την αντιμετώπιση γενικά των αναγκών του και ειδικά αυτών που αφορούσαν στα προβλήματα υγείας τα οποία αντιμετώπισε κατά καιρούς στη διάρκεια της πιο πάνω περιόδου.  Ανάγκες και προβλήματα τα οποία αυξήθηκαν σταδιακά και ειδικά από το 2003 και μετά, λόγω της επιδείνωσης των προβλημάτων υγείας που σχετίζονταν με τα πόδια του, και είχαν ως αποτέλεσμα την καθήλωση του σε αναπηρικό τροχοκάθισμα.  Βέβαια, προφανώς, αναλόγως αυξήθηκε και η εξάρτηση του από την εναγόμενη.  Έχοντας από τότε απωλέσει και την ελευθερία των κινήσεων του εξαρτάτο πλέον σχεδόν αποκλειστικά από αυτήν, ειδικά για τις πιο προσωπικές του ανάγκες που είχαν σχέση με την καθαριότητα του.  Ενώ από τις αρχές Ιουνίου του 2005 παρέμενε, σχεδόν, συνεχώς κλινήρης οπότε και η εξάρτηση του από την εναγόμενη κατέστη ολοκληρωτική.»

 

Εύρημα αποτέλεσε επίσης ότι από το 2003 και μετά και μέχρι το θάνατο του, είχε αναπτυχθεί μιά μονόπλευρη σχέση εμπιστοσύνης και εξάρτησης του από την εναγόμενη, η οποία του ήταν απαραίτητη για την κάθε ανάγκη μικρή ή μεγάλη για την εξασφάλιση της καθημερινής επιβίωσης του.

 

Επισημαίνει επίσης το Δικαστήριο το γεγονός, ότι ουδόλως εξηγήθηκε από την εφεσείουσα γιατί ένας ευφυής άνθρωπος όπως ο Ν. Ψαθάς χωρίς να αναφερθεί ότι είχε πρόβλημα με τα χέρια του, δεν έθεσε στα έγγραφα την υπογραφή του.  Όμως, κατέληξε το Δικαστήριο, κατά τον συγκεκριμένο χρόνο κάθε άλλο παρά διαυγής ήταν στη σκέψη και κατά συνέπεια ελεύθερος στη βούληση του.  Έκρινε περαιτέρω ότι υπό τις συνθήκες αυτές είχε μετατραπεί σε άβουλο πλάσμα.  Παρατηρούμε επίσης ότι δεν εξηγήθηκε γιατί ενώ μέχρι 30/5/2005 προέβαινε σε καταγραφή μηνιαίως του ποσού χρημάτων που κατέβαλλε προς την οικιακή βοηθό, υπογράφοντας δίπλα από κάθε ποσό, δεν υπάρχει καμιά καταγραφή από 1/6/2005 ενώ η οικιακή βοηθός έφυγε τον Ιούλιο και ξαφνικά στις 24/6/2005, αντί γραφής και υπογραφής θέτει στα πληρεξούσια το δακτυλικό του αποτύπωμα. 

 

Με τις εν λόγω διαπιστώσεις ενέταξε και ορθά την περίπτωση, «στις πρόνοιες του άρθρου 16(2) με τη διαπίστωση ότι είχε αναπτυχθεί μια τέτοια σχέση εξάρτησης του Ν. Ψαθά από την εφεσείουσα, ώστε αυτή να μπορούσε να κυριαρχήσει επί της θελήσεως του, από οποιανδήποτε άποψη από τις δυο που αναφέρονται πιο πάνω, ιδωθεί η συγκεκριμένη πτυχή.  Αυτό είναι δυνατό να συμβεί, όπως επισημαίνεται και στην υπόθεση Κεφάλας ν. Νικόλα (ανωτέρω).  Ενώ, με δεδομένη την πιο πάνω κατάσταση πραγμάτων, ακολουθεί το γεγονός ότι η εναγόμενη με τη χρήση των δυο πληρεξουσίων εγγράφων απέκτησε προς όφελος της ολόκληρη την περιουσία του Νίκου Ψαθά.  Η πράξη αυτή από μόνη της μπορεί να χαρακτηριστεί ως υπέρμετρα επαχθής (unconscionable), ειδικά υπό το φως των δοσμένων περιστάσεων παραχώρησης από το Νίκο Ψαθά των δυο πληρεξουσίων, όπως αναφέρονται πιο πάνω».

 

Υπενθυμίζεται ότι η εφεσείουσα στις 27/6/2005 ήτοι την αμέσως επόμενη εργάσιμη ημέρα μετά την υπογραφή των πληρεξουσίων στις 24/6/05 (ημέρα Παρασκευή) μετέφερε επ’ ονόματι της τον λογαριασμό όψεως με δήλωση της προς τον Μ.Ε.2 κ. Κωνσταντή, υπάλληλο της Λαϊκής Τράπεζας, ότι επίκειτο η χειροτέρευση της υγείας του πατέρα της (εννοώντας το θείο της) για να εγκριθεί η αποδέσμευση του γραμματίου για τη μεταφορά του ποσού.  Προέβη επίσης την ίδια ημερομηνία σε ανάληψη ποσού ΛΚ10.000 από τον τρεχούμενο λογαριασμό το οποίο απέστειλε  προς την κόρη της, η οποία σπούδαζε στην Αμερική.  Εχοντας επιτύχει πλήρη αποξένωση της ακίνητης ιδιοκτησίας μεταφέροντας όλο το ποσό του γραμματίου στο λογαριασμό της και κάνοντας ανάληψη διαφόρων χρηματικών ποσών από τον τρεχούμενο, του οποίου κατέστη διαχειρίστρια, χωρίς να γνωρίζει για πόσο καιρό ακόμη θα ζούσε ο θείος της και πόσα χρήματα θα απαιτούντο για τη διαβίωση, φροντίδα, φάρμακα και χωρίς να υπάρχει μαρτυρία ότι έλαβε ο αποβιώσας οποιαδήποτε ανεξάρτητη συμβουλή πριν την παραχώρηση των επίδικων πληρεξουσίων, το αναπόφευκτο συμπέρασμα στο οποίο οδηγήθηκε η δικαστική κρίση ήταν ότι η πράξη ήταν υπέρμετρα επαχθής. 

 

Με την κρίση ότι η εφεσείουσα ήταν αναξιόπιστη, εύρημα το οποίο δεν πλήττεται, δεν υπήρχε οποιοδήποτε άλλο συμπέρασμα στο οποίο θα κατέληγε το Δικαστήριο.

 

Όντως οι συγγενείς της εφεσείουσας/εναγόμενης αναγνώρισαν ότι ήταν η μόνη που τον φρόντιζε και ότι όπως είπε η xxx Σκορδή αν αυτή η πράξη γινόταν όταν ο θείος τους ήταν υγιής δεν θα είχαν οποιοδήποτε πρόβλημα.  Αυτή όμως η δήλωση την οποία επικαλέστηκε ο συνήγορος της εφεσείουσας, δεν αποτελεί αιτιολογία για τη μη κατάταξη της συγκεκριμένης πράξης ως συνομολογηθείσα κατόπιν ψυχικής πίεσης.  Εάν η γνώμη των συγγενών εξακολουθεί να παραμένει η ίδια τότε αυτή η γνώμη και πρόθεση μπορεί να μετατραπεί σε πράξη στα πλαίσια της διαχείρισης.

 

Συνεπώς όλοι οι λόγοι έφεσης αποτυγχάνουν.  Η έφεση απορρίπτεται.  Επιδικάζονται έξοδα €2.500 πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον της εφεσείουσας.

 

                                                                         Δ.                        

 

                                                                         Δ.

 

                                                                         Δ.

/Κας

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο