ΚΥΡΙΑΚΟΥ v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 355/2019, 16/6/2021

ECLI:CY:AD:2021:A257

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙA ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ  

                                                                                                          

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 355/2019

 

16 Ιουνίου, 2021

 

[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π., Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ,

Χ ΜΑΛΑΧΤΟΥ, Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ, Δ.Δ.]

 

xxx ΚΥΡΙΑΚΟΥ,

Εφεσείοντα,

-      ΚΑΙ  -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

-----------------------------

Α. Πελεκάνος μαζί με Χ. Γεωργίου, για Πελεκάνος & Πελεκάνου ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.

--------------------------  

    ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΗ ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από την Π. Παναγή, Π.

-------------------------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

    ΠΑΝΑΓΗ, Π.:  Στις 18.7.2019 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού εξέδωσε εναντίον του εφεσείοντα ένταλμα σύλληψης στη βάση αιτήματος της Αστυνομίας, υποστηριζόμενο από ένορκη δήλωση Α/Αστυφύλακα, στον οποίο θα αναφερόμαστε ως ΑΠ, σε σχέση με διερευνώμενη υπόθεση εισαγωγής και κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β, κατοχής του εν λόγω ελεγχόμενου φαρμάκου με σκοπό την προμήθεια του σε άλλο πρόσωπο και συνομωσίας προς διάπραξη κακουργήματος.  Τα αδικήματα φέρονταν να διαπράχθηκαν στη Λεμεσό μεταξύ άγνωστης ημερομηνίας και της 18.3.2019.

 

Θεωρώντας ότι η πράξη αυτή ήταν παράνομη ή/και αντίθετη με το Σύνταγμα, ο εφεσείων προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο επιζητώντας  άδεια για την καταχώριση αίτησης δια κλήσεως για την έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσης certiorari, με απώτερο σκοπό την ακύρωση του εντάλματος σύλληψης.

 

Σύμφωνα με τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου με την ένορκη δήλωση του Α/Αστυφύλακα ΑΠ, μετά από πληροφορία που εξασφαλίστηκε στις 14.3.2019 για εισαγωγή μεγάλης ποσότητας ναρκωτικών στην Κύπρο ατμοπλοϊκώς σε εμπορευματοκιβώτια, από κατονομαζόμενο πρόσωπο με τη βοήθεια συνεργατών, το εν λόγω πρόσωπο, στο οποίο θα αναφερόμαστε ως DM, καθώς και άλλο κατονομαζόμενο πρόσωπο με το οποίο είχε συνάντηση, στο οποίο θα αναφερόμαστε ως ΞΚ, τέθηκαν υπό διακριτική παρακολούθηση.  Στις 15.3.2019 λήφθηκε νεότερη ενημέρωση από την ίδια πηγή ότι ο DM και οι συνεργάτες του θα εισήγαγαν τα ναρκωτικά από τον Καναδά σε εμπορευματοκιβώτιο. Στις 12.3.2019 εισήχθησαν στην Κύπρο, τρία εμπορευματοκιβώτια από τον Καναδά, εκ των οποίων το ένα, στο όνομα συγκεκριμένης εταιρείας, αφού θεωρήθηκε ύποπτο, τέθηκε υπό συνεχή, διακριτική παρακολούθηση από μέλη της Υ.ΚΑ.Ν..  Ακολούθως, στις 18.3.2019, μετά από έρευνα που διενεργήθηκε από την Αστυνομία των Βρετανικών Βάσεων σε συνεργασία με Μέλη της Υ.ΚΑ.Ν., εντοπίστηκαν εντός του εν λόγω εμπορευματοκιβωτίου, κρυμμένες σε ειδικά κατασκευασμένα κιβώτια από ψευδοτάβανα,  συσκευασίες από νάιλον και αλουμινόχαρτο οι οποίες περιείχαν ποσότητα πράσινης ξηρής φυτικής ύλης κάνναβης συνολικού βάρους 83 κιλών και 627,2 γραμμαρίων.    Ο ΞΚ καθώς και τρία άλλα πρόσωπα συνελήφθησαν επ’ αυτοφώρω, ενώ την ίδια μέρα συνελήφθησαν ο DM και ο ιδιοκτήτης της παραπάνω εταιρείας στη βάση δικαστικών ενταλμάτων.  Στη συνέχεια, όλοι οι συλληφθέντες τέθηκαν υπό οκταήμερη κράτηση προς διευκόλυνση των αστυνομικών εξετάσεων, στη βάση διατάγματος προσωποκράτησης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού. Στις 29.3.2019 συνελήφθησαν ακόμη δύο πρόσωπα στη βάση γραπτής μαρτυρίας, ενώ καταζητείτο ακόμη ένα.  Εναντίον έξι από τα προαναφερόμενα πρόσωπα καταχωρήθηκε ποινική υπόθεση και παραπέμφθηκαν ενώπιον Κακουργιοδικείου.

 

Αναφέρεται περαιτέρω στην ένορκη δήλωση ότι «πρόσφατα» λήφθηκε πληροφορία ότι ο εφεσείων είναι το πρόσωπο το οποίο διοργάνωσε την εισαγωγή των ναρκωτικών στην Κύπρο από τον Καναδά όπου, σύμφωνα με την πληροφορία, ταξίδεψε κατά την επίδικη χρονική περίοδο και διευθέτησε την αποστολή των ναρκωτικών στην Κύπρο.   Από εξετάσεις που έγιναν διαπιστώθηκε ότι ο εφεσείων πράγματι βρισκόταν στο εξωτερικό κατά την επίδικη περίοδο.   Σύμφωνα δε με μαρτυρία που προέκυψε κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης, ο εφεσείων διατηρούσε σχέσεις με πρόσωπα τα οποία είχαν παραπεμφθεί σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου για τη συγκεκριμένη υπόθεση. 

 

Ενόψει των πιο πάνω, ο Α/Αστυφύλακας ΑΠ ζήτησε από το Δικαστήριο την έκδοση εντάλματος σύλληψης του εφεσείοντα «για όλα τα υπό διερεύνηση αδικήματα και έρευνα της οικίας του…».

 

Εγκρίνοντας το αίτημα, το Δικαστήριο κατέγραψε τα ακόλουθα:

 

«Με βάσει (sic) το περιεχόμενο του όρκου του Α/στυφ. ΑΠ, κρίνω ότι υπάρχουν εύλογες υποψίες που δικαιολογούν την έκδοση του με βάση το Σύνταγμα, τον Νόμο και την Νομολογία. Έχω ικανοποιηθεί λογικά για την αναγκαιότητα έκδοσης του εντάλματος».

 

Βασική θέση του εφεσείοντα ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ότι τα στοιχεία της ένορκης δήλωσης του Α/Αστυφύλακα ΑΠ ήταν ανεπαρκή ή/και μη ικανά να δημιουργήσουν «εύλογη υποψία» για τη διάπραξη των διερευνώμενων από την Αστυνομία αδικημάτων από τον εφεσείοντα, αφού δεν παρουσιάστηκε οποιοδήποτε στοιχείο προς υποστήριξη της θέσης αυτής πέραν της αναφοράς στην ύπαρξη πληροφορίας.  Ούτε το Επαρχιακό Δικαστήριο φαίνεται να προέβη το ίδιο σε εκτίμηση του υλικού που τέθηκε ενώπιον του προκειμένου να εξάξει τα δικά του συμπεράσματα, αλλά ενήργησε ως απλή σφραγίδα των όσων καταγράφηκαν στην ένορκη δήλωση.  Εξάλλου, δεν πληρούνταν σωρευτικά οι δύο προϋποθέσεις για την έκδοση του εντάλματος σύλληψης ήτοι της ύπαρξης εύλογης υπόνοιας και, ταυτόχρονα, της αναγκαιότητας σύλληψης, με αποτέλεσμα το ένταλμα να πάσχει αφού εκδόθηκε κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας, σε βαθμό που τόσο η αίτηση όσο και το ένταλμα δεν καταδείκνυαν οποιαδήποτε αναγκαιότητα για τη σύλληψη του εφεσέιοντα. Ο εφεσείων υπογράμμισε συναφώς ότι το επίδικο ένταλμα σύλληψης εκδόθηκε τέσσερις μήνες μετά τη διάπραξη των κατ’ ισχυρισμό αδικημάτων, για τα οποία είχαν συλληφθεί ήδη από τον Μάρτιο 2019 τα πρόσωπα που, κατά την Αστυνομία, ενέχονταν στη διάπραξή τους, εναντίον των οποίων καταχωρήθηκε και ποινική υπόθεση.  Από τις 18 Μαρτίου βρίσκονταν στην κατοχή της Αστυνομίας και οι επίδικες ναρκωτικές ουσίες.  Πουθενά δε στην ένορκη δήλωση του ΑΠ δεν γίνεται αναφορά για κίνδυνο επηρεασμού μαρτύρων, καταστροφής τεκμηρίων ή/και φυγοδικίας.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν διαπίστωσε «εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση» ώστε να δικαιολογείται η χορήγηση της ζητούμενης άδειας, κρίνοντας ότι η ένορκη δήλωση του Α/Αστυφύλακα ΑΠ περιείχε όλα τα αναγκαία δεδομένα τα οποία στοιχειοθετούσαν την εύλογη υποψία ή αιτία περί της ανάμειξης του εφεσείοντα στα υπό διερεύνηση αδικήματα. Σημείωσε ότι:

 

«Σε αυτού του είδους τις υποθέσεις και επειδή περί «εύλογης υποψίας» ο λόγος και όχι στοιχειοθέτηση ή απόδειξη της υπόθεσης εναντίον του αιτητή, πρέπει να διατηρείται μια λογική ισορροπία μεταξύ της ανάγκης διερεύνησης παρανόμων πράξεων από πλευράς της αστυνομίας δίδοντας σ΄ αυτή τα ανάλογα και νόμιμα εφόδια για καταστολή του εγκλήματος και της ελευθερίας του πολίτη, η οποία παρά την προεξάρχουσα της θέση, για καλό πάντοτε λόγο που πιστοποιείται από δικαστική απόφαση, μπορεί να υποχωρήσει αναλόγως των αναγκών της υπό διερεύνησης υπόθεσης. Στο πλαίσιο αυτό, η αναγκαιότητα έκδοσης του υπό κρίση εντάλματος διαφάνηκε να ήταν λογική και απόρροια της εύλογης υποψίας που διαπίστωσε το Δικαστήριο. Κρίνεται ότι τηρήθηκε η αναγκαία αναλογία μεταξύ των αντικρουομένων συμφερόντων και των αρχών που προεκτάθηκαν. Η δικαστική κρίση περί του εύλογου της υποψίας ή αιτίας δεν είναι δυνατόν να είναι αυθαίρετη, αλλά από την άλλη δεν μπορεί να ελέγχεται μικροσκοπικά και με τέτοια εξονυχιστική διάθεση που να απολήγει σε ανεπίτρεπτη συμπίεση της δικαστικής ευχέρειας.

 

Η σχετική νομολογία του ΕΔΑΔ στην οποία αναφέρθηκε ο συνήγορος αφορά περισσότερο την κράτηση ατόμου ως αναγκαίου μέτρου για να παρουσιαστεί σε δίκη, ενώ το υπό κρίση ερώτημα εξετάζεται στο πλαίσιο της διερεύνησης ευλόγων πληροφοριών για την ανάμειξη του αιτητή στην υπόθεση. Δεν θα ήταν άτοπο να σημειωθεί ότι, όπως προέκυψε κατά τη συζήτηση της αίτησης, ο αιτητής παρουσιάστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου για σκοπούς προσωποκράτησης μετά τη σύλληψη του και εκδόθηκε εναντίον του σχετικό διάταγμα, χωρίς αυτό να εφεσιβληθεί. Πολλά επομένως από τα τεθέντα από τον συνήγορο ερωτήματα π.χ. ως το χρόνο που διέρρευσε και την στο μεταξύ επαρκή διερεύνηση της υπόθεσης με τη σύλληψη και προσαγωγή άλλων ατόμων στο Δικαστήριο και την κράτηση των ναρκωτικών ουσιών και άλλων τεκμηρίων, παρέμειναν σε θεωρητικό επίπεδο. Άλλωστε η αστυνομία δεν εμποδίζεται να συνεχίζει το έργο της μέχρι την πλήρη εξιχνίαση των δεδομένων μιας παράνομης πράξης.»

 

Οι κύριες θέσεις που προκύπτουν από τους λόγους έφεσης είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε πως η πληροφορία, χωρίς την παράθεση μαρτυρίας, στοιχειοθετούσε «εύλογη υπόνοια»  για τη διάπραξη των κατ’ ισχυρισμό αδικημάτων από τον εφεσείοντα, ενώ στην κρίση του παρεισέφρησαν εξωτερικοί παράγοντες, όπως το γεγονός ότι δεν εφεσίβαλε το διάταγμα προσωποκράτησής του.  Εσφαλμένη θεωρείται και η κρίση του Δικαστηρίου ότι η ύπαρξη εύλογης υπόνοιας και η ανάγκη διερεύνησης αδικημάτων οδηγούσαν αυτόματα στην ανάγκη σύλληψης του εφεσείοντα.

 

 

Να υπενθυμίσουμε ότι για την έκδοση εντάλματος σύλληψης στην περίπτωση, απαιτείτο η ικανοποίηση, σωρευτικά, δυο προϋποθέσεων, αυτών της εύλογης υπόνοιας πως ο εφεσείων διέπραξε τα υπό διερεύνηση αδικήματα και της αναγκαιότητας σύλληψής του (βλ. άρθρα 18 και 19 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ.155 και Πολυκάρπου (1991) 1 ΑΑΔ 207).   Προσεγγίζοντας τον όρο «εύλογη υποψία», σημειώνουμε ότι το επίπεδο που χρειάζεται να ικανοποιηθεί από απόψεως μαρτυρίας είναι χαμηλό (βλ. C.P.S. Freight Services Ltd v. Γεν. Εισαγγελέα Πολ. Εφ. 219/14, ημερ. 29.2.2016, ECLI:CY:AD:2016:A126). Τονίστηκε χαρακτηριστικά στην Συμιλλίδης ν. Αστυνομίας (Αρ.1) (1997) 2 Α.Α.Δ. 160 σε σχέση με την έννοια του όρου «υπόνοια»  συνώνυμου του όρου «υποψία»

 

«Περί υπονοιών ο λόγος. Ό, τι αποτιμάται, στο στάδιο της αίτησης για προσωποκράτηση, δεν είναι η αποδεικτική αξία των στοιχείων ή η δραστικότητα τους και αν αυτά συνθέτουν εκ πρώτης όψεως υπόθεση ενοχής. Όπως καθορίζει η νομολογία κριτήριο είναι το εύλογο της υπόνοιας για ανάμειξη του υπόπτου στο έγκλημα.»

 

 

Διαφωτιστική επί του προκειμένου είναι και η αγγλική νομολογία. Όπως παρατηρήθηκε στην υπόθεση Hussien v. Chong Fook Kam [1970] A.C. 942 (P.C.) (σελίδα 948):-  

 

«Suspicion in its ordinary meaning is a state of conjecture or surmise where proof is lacking: ‘I suspect but I cannot prove.’ Suspicion arises at or near the starting-point of an investigation of which the obtaining of prima facie proof is the end.»

 

 

Ένδειξη για το τι συνιστά «εύλογη υποψία» προσφέρεται επίσης από την ακόλουθη αναφορά στην OHara v. Chief Constable of the Royal Ulster Constabulary [1997] AC 286:

 

«In order to have a reasonable suspicion the constable need not have evidence amounting to a prima facie case. Ex hypothesi one is considering a preliminary stage of the investigation and information from an informer or a tip-off from a member of the public may be enough: Hussien v Chong Fook Kam [1970] AC 942, 949…Hearsay information may therefore afford a constable reasonable grounds to arrest. Such information may come from other officers: Hussien's case … »

 

 

Η πληροφορία, λοιπόν, ανάλογα με την περίπτωση, μπορεί να έχει τη δυναμική να θεμελιώσει από μόνη της την πρώτη προϋπόθεση έκδοσης του εντάλματος σύλληψης για ύπαρξη εύλογης υποψίας.  Ενίοτε οι πληροφορίες αποδεικνύονται αξιόπιστες, όπως οι πληροφορίες στην προκειμένη περίπτωση περί εισαγωγής μεγάλων ποσοτήτων ναρκωτικών από τον Καναδά. Δεν διευκρινίζεται στην ένορκη δήλωση του Α/Αστυφύλακα ΑΠ κατά πόσο η πληροφορία που έφερε τον εφεσείοντα ως το πρόσωπο που διοργάνωσε την εισαγωγή, είχε την ίδια πηγή όπως οι προηγούμενες αξιόπιστες πληροφορίες, κάτι το οποίο αν υφίστατο θα αποτελούσε ικανό στοιχείο,  δεδομένου του ιστορικού, για τη δημιουργία «εύλογης υποψίας». Βέβαια, όπως ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η «πληροφορία» σε σχέση με τον εφεσείοντα, η οποία αποτιμάται στο σύνολο των δεδομένων,  δεν ήταν «απογυμνωμένη ούτε ασύνδετη με τα υπόλοιπα καταγραφέντα στον αστυνομικό όρκο».  Η «πληροφορία» περί ταξιδιού του στον Καναδά κατά τον επίδικο χρόνο, σε συνδυασμό με την επιβεβαιωμένη απουσία του στο εξωτερικό κατά τον χρόνο που ενδιαφέρει και τη μαρτυρία που προέκυψε κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης για σχέσεις του με πρόσωπα που παραπέμφθηκαν σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου για τη συγκεκριμένη υπόθεση, εύλογα επέτρεπαν την κατάληξη περί ύπαρξης «εύλογης υποψίας» ώστε να θεμελιώνεται η πρώτη από τις δύο προϋποθέσεις για την έκδοση του εντάλματος σύλληψης.

 

 

Η πλήρωση της πρώτης προϋπόθεσης, περί εύλογης υποψίας, δεν οδηγεί άνευ ετέρου στην πλήρωση και της δεύτερης.  Το άρθρο 19(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155, προνοεί για βεβαίωση του δικαστή, όταν εκδίδει το ένταλμα σύλληψης, περί ικανοποίησης του λογικά για την ύπαρξη της ανάγκης έκδοσης του, κάτι το οποίο απαιτεί νοητική διεργασία από τον δικαστή στη βάση του υλικού που βρίσκεται ενώπιον του. 

 

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο, εσφαλμένα προσέγγισε τα δύο απαιτούμενα κριτήρια για την έκδοση του εντάλματος σύλληψης ουσιαστικά ως ένα, θεωρώντας ότι η αναγκαιότητα έκδοσης του εντάλματος ήταν λογική και απόρροια της εύλογης υποψίας που διαπίστωσε το Επαρχιακό Δικαστήριο.  Το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν φαίνεται να είχε προβεί σε τέτοια διαπίστωση, περιοριζόμενο στην καταγραφή της διαπίστωσης του για την ύπαρξη εύλογων υποψιών, με βάση το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης, Α/Αστυφύλακα ΑΠ, «που δικαιολογούν την έκδοση του [εντάλματος σύλληψης]» και της ικανοποίησης του για την αναγκαιότητά έκδοσης του εντάλματος, χωρίς αναφορά στην ικανοποίηση της πρώτης προϋπόθεσης ή σε οποιαδήποτε άλλη αιτιολογία.  Σημειώνουμε δε ότι, παρά την αναφορά στην ένορκη δήλωση του Α/Αστυφύλακα ΑΠ στο σκοπό της σύλληψης του εφεσείοντα, προς διευκόλυνση των αστυνομικών εξετάσεων, δεν  αναφέρεται οτιδήποτε ευθέως σχετικό με την αναγκαιότητα έκδοσης του εντάλματος σύλληψης.  Δεν χρειάζεται να συζητηθεί το θέμα σε λεπτομέρεια, με κίνδυνο να προκαταληφθεί η περαιτέρω πορεία της υπόθεσης,  αφού οι διαπιστώσεις αυτές επαρκούν για να θεμελιώσουν συζητήσιμη  υπόθεση για την παροχή άδειας στον εφεσείοντα να ακουστεί για την ακύρωση του εντάλματος σύλληψης στο πλαίσιο αίτησης δια κλήσεως για τον περιορισμένο αυτό λόγο. 

 

Παρέχεται άδεια για την υποβολή αίτησης για την παροχή της θεραπείας που καθορίζεται στην αίτηση του εφεσείοντα.  Η αίτηση να καταχωριστεί εντός 10 ημερών. Ενόψει αφυπηρέτησης του Δικαστή που επιλήφθηκε της υπόθεσης πρωτόδικα, η ημερομηνία εμφάνισης ενώπιον του Δικαστηρίου θα καθοριστεί από τον Δικαστή ενώπιον του οποίου θα τεθεί η υπόθεση από το Πρωτοκολλητείο.

 

Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π.

 

 

Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

 

Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

 

Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

 

Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ, Δ.

 

                                                                 

/ΣΓεωργίου              


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο