AL LAKOUD v. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 77/2020, 8/6/2021

ECLI:CY:AD:2021:A231

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 77/2020)

 

 

8 Ιουνίου, 2021

 

 

[ΠΑΝΑΓΗ, Π., ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ,

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ/στές]

 

 

 

xxx xxx AL LAKOUD

 

Εφεσείων/Αιτητής,

και

 

                            ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

                        1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

2. ΑΝ. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ

                             ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

 

Εφεσίβλητοι/Καθ’ων η Αίτηση.

 

________________________________________

 

Νικολ. Χαραλαμπίδου (κα) με Κατ. Χαρίτου (κα), για τον Εφεσείοντα.

 

Πην. Χαραλάμπους (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Εφεσίβλητους.

________________________________________

 

ΠΑΝΑΓΗ, Π.: Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.

________________________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Ο Εφεσείων με επτά Λόγους Έφεσης προσβάλλει τόσο την ενδιάμεση Απόφαση ημερ. 30/1/2020, όσο και την τελική Απόφαση ημερ. 20/2/2020 του Ανωτάτου Δικαστηρίου υπό μονομελή σύνθεση (εφεξής πρωτόδικο Δικαστήριο), οι οποίες εκδόθηκαν στο πλαίσιο εκδίκασης της Αίτησης του για έκδοση Habeas Corpus ad subjiciendum. Κατά το χρόνο εκείνο αυτός τελούσε υπό κράτηση, συνεπεία σχετικού διατάγματος που εκδόθηκε δυνάμει του Άρθρου 9ΣΤ(2)(ε) του περί Προσφύγων Νόμου 6(Ι)/2000.

 

Γεγονότα

 

Σύμφωνα με τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα της υπόθεσης, ο Εφεσείων, υπήκοος Συρίας, αφίχθηκε παράνομα μαζί με δύο άλλα άτομα στην Κυπριακή Δημοκρατία, από το παράνομο αεροδρόμιο της Τύμπου στις 28/1/2019 και στις 8/2/2019 μετέβηκαν στο οδόφραγμα Λήδρας όπου ζήτησαν πολιτικό άσυλο. Στους Αστυνομικούς της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Λευκωσίας (εφεξής ΥΑΜ), που μετέβη επί τόπου και εξέτασε την υπόθεση, ηγέρθηκαν υποψίες ότι πιθανότατα οι εν λόγω αλλοδαποί να ενέχονταν σε θέματα λαθρομετανάστευσης.

 

Στις 11/2/2019 μέλη του Γραφείου Πάταξης Λαθρομετανάστευσης μετέβηκαν στο κέντρο προσωρινής φιλοξενίας των αλλοδαπών για ανάκριση, σε συνεργασία με μέλη του ΤΑΕ Μόρφου, της ΚΥΠ και του Γραφείου Καταπολέμησης της Τρομοκρατίας. Στο πλαίσιο των ανακρίσεων διαπιστώθηκε ότι οι αλλοδαποί έφεραν τραύματα που, κατά τον ισχυρισμό τους, είχαν προκληθεί από θραύσματα βόμβας και σφαιρών από μέλη του Συριακού στρατού. Κατά τον έλεγχο του κινητού τηλεφώνου ενός εκ των αλλοδαπών διαπιστώθηκε ότι υπήρχαν καταχωρημένες φωτογραφίες, στις οποίες απεικονίζετο ο Εφεσείων να έχει στην κατοχή του όπλα. Λόγω της άρνησης των αλλοδαπών να συγκατατεθούν στην παραλαβή των κινητών ως τεκμηρίων, εκδόθηκαν εναντίον τους εντάλματα έρευνας.

 

Την ίδια ημέρα, 11/2/2019, ο Εφεσείων υπέβαλε αίτηση για παροχή του καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Ταυτόχρονα, την ίδια ημέρα, εκδόθηκε εναντίον του διάταγμα κράτησης δυνάμει του Άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου, για λόγους εθνικής ασφάλειας. Ακολούθως ο Εφεσείων καταχώρησε την υπ’ αριθμό 320/2019 προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου, προσβάλλοντας το διάταγμα κράτησης. Στις 3/4/2019 το Διοικητικό Δικαστήριο με απόφαση του ενέκρινε την προσφυγή του Εφεσείοντα και ο τελευταίος αφέθηκε ελεύθερος.

 

Ο Εφεσείων επανασυνελήφθη στις 19/4/2019 στη βάση νέου διατάγματος κράτησης για λόγους εθνικής ασφάλειας δυνάμει του Άρθρου 9ΣΤ(2)(ε) του πιο πάνω Νόμου. Αυτό συνέβη μετά που η Υπηρεσία Ασύλου απέστειλε απόρρητη επιστολή στο Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, στην οποία καταγράφετο ότι υπήρχαν ισχυρές ενδείξεις ότι ο Εφεσείων αποτελεί άτομο επικίνδυνο για την εθνική ασφάλεια, στη βάση πληροφοριών που είχαν προκύψει κατά τη συνέντευξη του στην Υπηρεσία Ασύλου.

 

Το πιο πάνω Διάταγμα κράτησης προσεβλήθη ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας (ΔΔΔΠ), το οποίο στις 16/8/2019 αποφάσισε όπως απορρίψει την προσφυγή του Εφεσείοντα.

 

Στο μεταξύ η Υπηρεσία Ασύλου με απόφαση της ημερ. 2/7/2019 απέκλεισε τον Εφεσείοντα από το καθεστώς διεθνούς προστασίας. Εναντίον της εν λόγω απόφασης κατεχωρήθη ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου από τον Εφεσείοντα προσφυγή. Ενώ εκκρεμούσε η εν λόγω προσφυγή ο Εφεσείων καταχώρησε αίτηση για Habeas Corpus.

 

Στις 11/12/2019 στο πλαίσιο επανεξέτασης της κράτησης του Εφεσείοντα ζητήθηκε από το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης όπως διενεργηθεί επαναξιολόγηση της περίπτωσης του από μέρους της ΥΑΜ της Αστυνομίας, η οποία αυθημερόν διαπίστωσε ότι ο βαθμός επικινδυνότητας και απειλής για την εθνική ασφάλεια εξακολουθούσε να υφίσταται.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο με την ενδιάμεση Απόφαση του απέρριψε το αίτημα αποκάλυψης εγγράφων το οποίο υπέβαλε η πλευρά του Εφεσείοντα αναφέροντας, μεταξύ άλλων, ότι αυτό δεν δικαιολογείτο τόσο ενόψει του περιεχομένου των απορρήτων εγγράφων τα οποία είχαν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, όσο και από το γεγονός ότι η αποκάλυψη διαβαθμισμένων ή απόρρητων πληροφοριών δεν θα προσέθετε οτιδήποτε το βοηθητικό για τον Εφεσείοντα. Επιπλέον, το Δικαστήριο επεσήμανε ότι ο Εφεσείων γνώριζε πολύ καλά τους λόγους που κρατείτο, ένεκα της παρουσίασης σχετικών εγγράφων και πληροφοριών μέσω της Ένστασης της Δημοκρατίας, καθώς και από το Διοικητικό Δικαστήριο με την Απόφαση του ημερ. 3/4/2019, όπως επίσης και από τις αναφορές του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας σε αυτά. Μάλιστα το Δικαστήριο χαρακτήρισε το αίτημα του Εφεσείοντα ως κατάχρηση της διαδικασίας, ενόψει του ότι όμοιο αίτημα είχε υποβάλει στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας το οποίο, αν και απερρίφθη, δεν είχε εφεσιβληθεί.

 

Με την τελική του Απόφαση το πρωτόδικο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την αίτηση για Habeas Corpus, έκρινε ότι η περίοδος κράτησης του Εφεσείοντα δεν ήταν υπερβολική, επισημαίνοντας παράλληλα ότι ο συγκεκριμένος λόγος της κράτησης του για λόγους εθνικής ασφαλείας εξακολουθούσε να ισχύει για το διάστημα για το οποίο η αίτηση του για διεθνή προστασία εκκρεμοδικούσε.

 

Όπως είναι καλά γνωστό, το προνομιακό ένταλμα της φύσεως Habeas Corpus ad subjiciendum διασφαλίζει την ελευθερία του ατόμου. Όπως αναφέρθηκε στη Δημητράκης Χ" Σάββας (1993) 1 Α.Α.Δ. 102, «Το Habeas Corpus ad subjiciendum είναι προνομιακή διαδικασία για τη διασφάλιση της ελευθερίας του πολίτη. Παρέχει αποτελεσματικό μέσο άμεσης απελευθέρωσης από παράνομη ή αδικαιολόγητη κράτηση, είτε στη φυλακή, είτε σε ιδιωτικό χώρο, από Αρχή ή ιδιώτη». Απαραίτητη προϋπόθεση δι’ έκδοση του εντάλματος συνιστά η απόδειξη, εκ μέρους του αιτούντος, του παράνομου της κράτησης ή φυλάκισης (Καλφοπούλου (1998) 1 Α.Α.Δ. 55). Με τη διαδικασία του εντάλματος Habeas Corpus, ό,τι επιδιώκεται είναι η διασφάλιση του δικαιώματος της ελευθερίας διά της άμεσης απελευθέρωσης του αιτητή ο οποίος, κατ’ ισχυρισμό, τελεί υπό παράνομη κράτηση. Οποτεδήποτε, στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας, διαπιστώνεται κάτι τέτοιο, το σχετικό διάταγμα εκδίδεται δικαιωματικά και όχι ως θέμα άσκησης διακριτικής εξουσίας, οπότε, ο αιτητής αφήνεται ευθύς ελεύθερος (Green v. Home Secretary [1941] 3 All E.R. 388, σελίδα 400).

 

Η προνομιακή δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για έκδοση του εντάλματος Habeas Corpus για έλεγχο της νομιμότητας της κράτησης από την άποψη της διάρκειας, που αφορά η υπό κρίση περίπτωση, παρέχεται στο Άρθρο 9ΣΤ(7)(α)(i) του περί Προσφύγων Νόμου 6(Ι)/2000 στο οποίο αναφέρεται ότι, «Η διάρκεια κράτησης βάσει του παρόντος άρθρου υπόκειται σε αίτηση για την έκδοση εντάλματος habeas corpus δυνάμει του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος, σύμφωνα με τις διατάξεις του εν λόγω ΆρθρουΕπισημαίνεται ότι ο έλεγχος της διάρκειας της κράτησης διενεργείται υπό το φως των διατάξεων του άρθρου 9ΣΤ(4)(α) του Νόμου που προνοεί ότι: «Η κράτηση αιτητή έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και διαρκεί μόνο για όσο διάστημα ισχύει λόγος κράτησης που προβλέπεται στο εδάφιο (2).» 

 

Οι πιο πάνω πρόνοιες της Νομοθεσίας μας είναι προφανές ότι μεταφέρουν στην Kυπριακή έννομη τάξη τα όσα διαλαμβάνονται στην Οδηγία 2013/33/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της                             26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία. Ειδικότερα το Άρθρο 8 της Οδηγίας επιτρέπει την κράτηση αιτητή ασύλου ή αιτητή καθεστώτος διεθνούς προστασίας, μόνο για ορισμένους λόγους, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και η προστασία της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης[1], ενώ το Άρθρο 9 προνοεί για εγγυήσεις για κρατούμενους αιτητές με την κράτηση να έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και για όσο διάστημα ισχύουν οι λόγοι που καθορίζονται στην παράγραφο (3) του Άρθρου 8[2].

 

Προτού προχωρήσουμε στην εξέταση των Λόγων Έφεσης, κρίνουμε σκόπιμο, εξ αρχής, όπως ξεκαθαρίσουμε ένα ζήτημα που προέκυψε σε σχέση με την κατάθεση ενώπιον μας δέσμης εγγράφων.

 

Επισημαίνεται, εν προκειμένω, ότι κατά το στάδιο ακρόασης της παρούσας Έφεσης η ευπαίδευτη συνήγορος των Εφεσίβλητων κατέθεσε δέσμη απορρήτων, όπως την χαρακτήρισε, εγγράφων, η οποία είχε δοθεί στο Δικαστήριο από τη Δημοκρατία στο πλαίσιο της πρωτοβάθμιας διαδικασίας και η οποία, όπως ανέφερε, μετά το πέρας της ακροαματικής διαδικασίας, επιστράφηκε στη Δημοκρατία. Πρόκειται για τα Έγγραφα που σημειώθηκαν ενώπιον μας με την ένδειξη Α και Β.

 

 

 

Της κατάθεσης των εν λόγω εγγράφων, η οποία έγινε στο πλαίσιο της παρούσας, καθώς και άλλων δύο Πολιτικών Εφέσεων, υπ’ αρ. 95/2020 και 96/2020, πέραν της πιο πάνω δήλωσης της συνηγόρου των Εφεσίβλητων, προηγήθηκε η σύνδεση και ο συσχετισμός τους με την κάθε Πολιτική Έφεση ξεχωριστά.

 

Παρά το γεγονός ότι κατά το στάδιο των αγορεύσεων η κα Χαραλαμπίδου διερωτήθηκε κατά πόσο τα κατατεθέντα έγγραφα ήταν εκείνα τα έγγραφα που είχαν κατατεθεί στην πρωτοβάθμια διαδικασία, δεν διαπιστώσαμε σε οποιοδήποτε στάδιο να αμφισβητείται από πλευράς της η δήλωση της                             κας Χαραλάμπους που προηγήθηκε της κατάθεσης τους ως αναφέρθηκε ανωτέρω. Ούτε και υπήρξε κατά το στάδιο κατάθεσης τους οποιαδήποτε αντίρρηση ή ένσταση στην κατάθεσή τους και, κυρίως, στην περιγραφή που προηγήθηκε αυτής.

 

 

Στη βάση όλων των πιο πάνω θεωρούμε ότι τα έγγραφα τα οποία έχουν κατατεθεί ενώπιον μας με την περιγραφή που τα συνόδευσε, ήτοι ως δέσμη απόρρητων εγγράφων τα οποία είχαν δοθεί από μέρους της Δημοκρατίας προς το Δικαστήριο στο πλαίσιο της πρωτοβάθμιας διαδικασίας, μπορούν και θα ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας.

 

Μέσω του Πρώτου Λόγου Έφεσης προβάλλεται ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε το αίτημα για αποκάλυψη εγγράφων, παραβιάζοντας τα θεμελιώδη δικαιώματα του  Εφεσείοντα σε δίκαιη δίκη και σε αποτελεσματικό ένδικο μέσο. Ως αιτιολογία του Λόγου αυτού αναφέρεται ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο:

·         Διενήργησε εσφαλμένα την εξισορρόπηση μεταξύ αφενός των δικαιωμάτων του Εφεσείοντα σε δίκαιη δίκη και σε αποτελεσματικό ένδικο μέσο και αφετέρου του δικαιώματος του Κράτους να προστατεύει την εθνική ασφάλεια και τη δημόσια τάξη και κατέληξε σε λανθασμένη απόφαση αφού η μη αποκάλυψη των στοιχείων και δεδομένων βάσει των οποίων κρίθηκε επιβεβλημένη η κράτηση του Εφεσείοντα και η συνέχιση αυτής για παρατεταμένο χρονικό διάστημα, δεν του επέτρεψαν να τοποθετηθεί και να υπερασπιστεί τον εαυτό του στη βάση της αρχής της ισότητας των όπλων, ενώ καμία ουσιαστική εναλλακτική εγγυητική διαδικασία δεν εφαρμόστηκε στην περίπτωσή του προς διασφάλιση των δικαιωμάτων του.

·         Ερμήνευσε εσφαλμένα τη νομολογία τόσο του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), όσο και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ), όσον αφορά το ρόλο του Δικαστηρίου και τα αντισταθμιστικά μέτρα που εφαρμόζονται σε περιπτώσεις μη αποκάλυψης όλων των στοιχείων και δεδομένων βάσει των οποίων διατάχθηκε η κράτηση και η συνέχισή της και δεν αρκούσε η απλή επίκληση του Δικαστηρίου ότι  υπεισέρχεται στη θέση του Εφεσείοντα κατά την ενάσκηση των δικαιωμάτων του.

·         Δεν είχε ενώπιον του όλα τα στοιχεία και δεδομένα που αφορούν στους λόγους και τη συνεχιζόμενη κράτηση του Εφεσείοντα και δεν απαίτησε όπως του προσκομισθούν όλα τα στοιχεία για να μπορεί να ασκήσει την κρίση και δικαιοδοσία του ως προς την αποκάλυψη εγγράφων ή/και να υποκαταστήσει τον Εφεσείοντα στα δικαιώματά του με βάση την αρχή της ισότητας των όπλων.

·         Εσφαλμένα αποφάνθηκε ότι τα έγγραφα που αφορούν την περίοδο πριν τις 19/4/2019 δεν είναι πλέον σχετικά με το υπό εξέταση αίτημα που αφορά τη νομιμότητα της διάρκειας κράτησης από 19/4/2019, αφού η κράτηση του Εφεσείοντα βασίστηκε σε στοιχεία που αφορούσαν την προηγούμενη περίοδο κατά την έκδοση του αρχικού διατάγματος κράτησης στις 11/2/2019.

·         Εσφαλμένα έκρινε ότι η αίτηση για αποκάλυψη εγγράφων εκ μέρους του Εφεσείοντα συνιστούσε κατάχρηση της διαδικασίας, λόγω του ότι παρόμοιας φύσης αίτηση κρίθηκε ήδη στο πλαίσιο προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, αφού με τη σχετική αίτηση επιδιώχθηκε η αποκάλυψη των στοιχείων και δεδομένων επί των οποίων βασίζεται η κράτηση του  Εφεσείοντα, στο βαθμό που αυτοί συνδέονταν με τη συνέχιση και την παρατεταμένη κράτηση του.

·         Δεν αιτιολόγησε τους λόγους για τους οποίους δεν δόθηκε πρόσβαση στον Εφεσείοντα σε όλα ή μερικά από τα εν λόγω στοιχεία.

 

 

Συναφής με τον πρώτο Λόγο Έφεσης είναι και ο Δεύτερος Λόγος Έφεσης, μέσω του οποίου προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξήγησε πώς υπεισήλθε στη θέση του Εφεσείοντα, κατά την ενάσκηση των δικαιωμάτων του, ούτε και με ποιο τρόπο το ίδιο το Δικαστήριο διασφάλισε τα δικαιώματα του σε δίκαιη δίκη και αποτελεσματικό ένδικο μέσο κατά την κρίση του επί της κυρίως Αίτησης.

 

Στο πλαίσιο εξέτασης τέτοιων ζητημάτων που αφορούν στον έλεγχο της νομιμότητας της διάρκειας κράτησης αιτητή ασύλου ή αιτητή καθεστώτος διεθνούς προστασίας, σύμφωνα με τη σχετική νομολογία το δικαίωμα του Εφεσείοντα σε αποτελεσματική δικαστική προστασία δεν μπορεί παρά να εξεταστεί σε συνάρτηση με την προστασία της εθνικής ασφάλειας του Κράτους. Τηρουμένης δε της αρχής της αναλογικότητας, περιορισμοί επιτρέπεται να επιβάλλονται μόνον εφόσον είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγματικά σε σκοπούς γενικού συμφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών τρίτων. H νομολογία του ΔΕΕ επί του θέματος καθορίζει ότι η προστασία της εθνικής ασφάλειας και της δημόσιας τάξης αποτελεί το σκοπό του Άρθρου 8 της Οδηγίας 2013/33. Η κράτηση ενός προσώπου, όταν                   αυτό απαιτείται για την προστασία της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης, είναι μέτρο πρόσφορο για την προστασία του κοινού από ενδεχόμενο κίνδυνο που η συμπεριφορά του συγκεκριμένου ατόμου επιβάλλει. (J.N. v. Staatssecretaris van Veilingheiden Justitie, 15/2/2016,            C-601/15/PPU σκέψεις 49-50)[3].

Τόσο το ΔΕΕ, όσο και το ΕΔΑΔ, έχουν ασχοληθεί με το ζήτημα της διασφάλισης στον κρατούμενο του δικαιώματος πρόσβασης στο Δικαστήριο και της δίκαιης δίκης, σε συνάρτηση πάντοτε με την ανάγκη προστασίας του εθνικού συμφέροντος, οπόταν και είναι δυνατή η επιβολή περιορισμών στη διεξαγωγή της δίκης, παρά το αντιπαραθετικό σύστημα. Τέτοια περίπτωση μπορεί να προκύψει όταν τα έγγραφα, επί των οποίων το Κράτος δικαιολογεί την κράτηση, αφορούν σε ζητήματα εθνικής ασφάλειας η δημόσια αποκάλυψη των οποίων χρήζει προστασίας.

 

Στην υπόθεση του ΔΕΕ C-300/11, ZZ v. Secretary of State for the Home Department, ημερ. 4/6/2013, αναγνωρίστηκε ότι υπάρχουν περιπτώσεις όπου η κοινοποίηση αποδεικτικών στοιχείων ενδέχεται να θίγει κατά τρόπο άμεσο και ιδιαίτερο την ασφάλεια του Κράτους. Σε αυτές, ωστόσο, τις περιπτώσεις, το Δικαστήριο θα πρέπει να εφαρμόσει μεθόδους και δικονομικούς κανόνες που να συμβιβάζουν, αφενός, τα νόμιμα συμφέροντα του Κράτους και, αφετέρου, την ανάγκη διασφάλισης επαρκούς προστασίας των δικαιωμάτων του αιτούντα, όπως το δικαίωμα ακροάσεως και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.

 

Στην υπόθεση C-584/10, Ευρωπαϊκή Επιτροπή ν. Kadi, 18/7/2013, τονίστηκε ότι η ύπαρξη προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος επί αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με την επιταγή που αφορά στη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας. Λόγοι αναγόμενοι στην ασφάλεια της Ένωσης ή των Κρατών Μελών της μπορούν να αντιτίθενται στην κοινοποίηση ορισμένων πληροφοριών ή αποδεικτικών στοιχείων στο οικείο πρόσωπο. Σε μια τέτοια περίπτωση, εναπόκειται, ωστόσο, στο Δικαστή της Ένωσης, στον οποίο δεν μπορεί να αντιταχθεί το απόρρητο ή η εμπιστευτικότητα των πληροφοριών ή στοιχείων αυτών, να εφαρμόσει, στο πλαίσιο του δικαιοδοτικού ελέγχου που ασκεί, τεχνικές που παρέχουν τη δυνατότητα να συμβιβαστούν, αφενός, οι θεμιτοί λόγοι ασφάλειας που αφορούν τη φύση και τις πηγές πληροφοριών που ελήφθησαν υπόψη για την έκδοση της οικείας πράξεως και, αφετέρου, η ανάγκη επαρκούς διασφαλίσεως στον πολίτη του σεβασμού των διαδικαστικών δικαιωμάτων του, όπως είναι το δικαίωμα ακροάσεως και η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως[4].

 

Tο ΕΔΑΔ στην Απόφαση του στην υπόθεση Regner v. Czech Republic, App. No. 35289/11, ημερ. 19/9/2017, έκρινε ότι η μη κοινοποίηση εγγράφων δεν παραβιάζει το Άρθρο 6 της ΕΣΔΑ για δίκαιη δίκη, νοουμένου ότι αυτή αντισταθμίζεται με την παροχή άλλων διαδικαστικών εγγυήσεων από το Δικαστήριο.

148. The Court reiterates, moreover, that the entitlement to disclosure of relevant evidence is not an absolute right either. In criminal cases it has found that there may be competing interests, such as national security or the need to protect witnesses at risk of reprisals or keep secret police methods of investigation of crime, which must be weighed against the rights of the party to the proceedings. However, only measures restricting the rights of a party to the proceedings which do not affect the very essence of those rights are permissible under Article 6 § 1. For that to be the case, any difficulties caused to the applicant party by a limitation of his or her rights must be sufficiently counterbalanced by the procedures followed by the judicial authorities [....].

149. In cases where evidence has been withheld from the applicant party on public interest grounds, the Court must scrutinise the decision-making procedure to ensure that, as far as possible, it complied with the requirements to provide adversarial proceedings and equality of arms and incorporated adequate safeguards to protect the interests of the person concerned (see Fitt, cited above, § 46)......

 

Υποστηρίχθηκε ότι, το γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στην ανάγκη εξισορρόπησης των δικαιωμάτων του Εφεσείοντα και της Διοίκησης, δεν σήμαινε ότι αυτή η άσκηση εξισορρόπησης είχε, στην πραγματικότητα, λάβει χώρα. Ειδικότερα υποστηρίχθηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο              δεν διασφάλισε, τουλάχιστον, όπως ο Εφεσείων έχει πρόσβαση σε αντισταθμιστικές διαδικασίες που θα εξασφάλιζαν τα δικαιώματα του. Όπως τέθηκε, εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε κρίνει ότι τα απαιτούμενα έγγραφα δεν μπορούσαν να αποκαλυφθούν στον Εφεσείοντα, «όφειλε, σε κάθε περίπτωση, να εφαρμόσει τους απαραίτητους δικονομικούς κανόνες που θα έφεραν εις γνώση του τελευταίου, τουλάχιστον κάποια στοιχεία που θα του επέτρεπαν να απαντήσει στους ισχυρισμούς που του καταλογίζονταν στο πλαίσιο άσκησης των δικαιωμάτων άμυνας».

 

Όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη Απόφαση, παραδόθηκαν στο πρωτόδικο Δικαστήριο φάκελοι με έγγραφα τα οποία η πλευρά του Εφεσείοντα αιτείτο να της αποκαλυφθούν στην Αίτηση της και τα οποία σημειώθηκαν ως «Α» και «Β». Έχοντας, λοιπόν, το Δικαστήριο ενώπιον του τα εν λόγω έγγραφα προχώρησε στη συνέχεια και τα εξέτασε αναφέροντας, συναφώς, τα ακόλουθα:

 

«Το Δικαστήριο έχει εξετάσει τα παραδοθέντα σε φακέλους που σημειώθηκαν ως «Α» και «Β» και έχει σχηματίσει την άποψη ότι όντως αυτά αφορούν λεπτά ζητήματα και απόρρητες πληροφορίες που αφορούν τη δράση του αιτητή και που αναμφίβολα σχετίζονται με ζητήματα εθνικής ασφάλειας. Το διατεθέν υλικό φαίνεται να εμπλέκει τον αιτητή σε δραστηριότητες που χρήζουν διερεύνησης και αποσαφήνισης. Οτιδήποτε περαιτέρω λεχθεί θα είναι εκ του περισσού δεδομένου ότι δεν θα μπορούσαν σε δημόσια απόφαση Δικαστηρίου να καταγραφούν δεδομένα που αποκαλύπτουν ζητήματα ασφάλειας του κράτους. Αρκεί να λεχθεί ότι τα έγγραφα αυτά υποστηρίζουν τη θέση της Δημοκρατίας ότι η κράτηση είναι αναγκαία και, επομένως, εμπίπτει η περίπτωση του αιτητή στην εξαίρεση του άρθρου 9(ΣΤ) του περί Προσφύγων Νόμου, αλλά και του άρθρου 8 της Οδηγίας. Η αρχή της αναλογικότητας και η εξισορρόπηση των δικαιωμάτων του αιτητή που περιλαμβάνει το δικαίωμα στην ελευθερία του από τη μια και από την άλλη το δικαίωμα του κράτους να προστατεύει εαυτόν και τους πολίτες του, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι παραβιάζεται με τη μη αποκάλυψη των εγγράφων την οποία ο αιτητής επιδιώκει σε αυτό το στάδιο.»

 

Στη βάση των πιο πάνω προκύπτει ότι το Δικαστήριο προέβη στη μελέτη των απόρρητων εγγράφων που του παραδόθηκαν και τα οποία σχετίζονταν με τη διαδικασία. Με τη λήψη και μελέτη των απόρρητων εγγράφων το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι αυτά πράγματι αφορούσαν σε «λεπτά ζητήματα και απόρρητες πληροφορίες που αφορούν τη δράση του αιτητή και που αναμφίβολα σχετίζονται με ζητήματα εθνικής ασφάλειας», προσθέτοντας ότι από αυτό το υλικό φαινόταν ο Εφεσείων να εμπλέκεται σε δραστηριότητες που έχρηζαν «διερεύνησης και αποσαφήνισης». Όπως δε τονίστηκε και από το ίδιο το Δικαστήριο στην Απόφαση του, μέσω της πιο πάνω διαδικασίας που ακολουθήθηκε διήλθε των σχετικών εγγράφων για να διαπιστώσει το ίδιο το περιεχόμενο και τη βασιμότητα του.

 

Επισημαίνουμε εν προκειμένω ότι, έχοντας διεξέλθει τα έγγραφα που σημειώθηκαν ενώπιον μας με την ένδειξη Α και Β, τα όσα το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε σε σχέση με τα εν λόγω έγγραφα και το περιεχόμενο τους, συνάδουν απόλυτα με τα όσα πράγματι εκτίθενται σε αυτά.

 

Όπως προκύπτει από τα πιο πάνω, το πρωτόδικο Δικαστήριο έχοντας το ίδιο πρόσβαση στα απόρρητα έγγραφα και πληροφορίες, υποκατέστησε, στο πλαίσιο της Αίτησης, τον Εφεσείοντα στην άσκηση των δικαιωμάτων του, διασφαλίζοντας με αυτό τον τρόπο τα δικαιώματα του σε δίκαιη δίκη και αποτελεσματική δικαστική προστασία. Αναμφίβολα η διαδικασία η οποία ακολουθήθηκε συνάδει πλήρως με τα όσα έχουν προκριθεί στη σχετική επί του θέματος νομολογία.

 

Στο πλαίσιο της αγόρευσης της η κα Χαραλαμπίδου επικαλέστηκε την απόφαση του ΕΔΑΔ, Ljatifi v. The Former Yugoslav Republic of Macedonia, App. No. 19017/16, ημερ. 17/5/2018.

 

Η υπόθεση αυτή αφορούσε σε ανάκληση του χορηγηθέντος καθεστώτος ασύλου της προσφεύγουσας για λόγους εθνικής ασφάλειας. Ωστόσο, στο δικαστικό έλεγχο της υπόθεσης της ο ισχυρισμός του Υπουργείου Εσωτερικών της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, ότι αυτή αποτελούσε κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια είχε γίνει αποδεκτός χωρίς άλλες πραγματικές λεπτομέρειες που να υποστήριζαν τον εν λόγω ισχυρισμό. Το Δικαστήριο είχε αναφέρει ότι το Υπουργείο είχε λάβει την απόφαση του με βάση ένα απόρρητο έγγραφο, που δόθηκε από τον Οργανισμό Πληροφοριών (Intelligence Agency), το οποίο δεν ήταν διαθέσιμο και προσβάσιμο κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον των διοικητικών Δικαστηρίων. Στην υπόθεση εκείνη ούτε η προσφεύγουσα, αλλά ούτε και το Δικαστήριο, είχαν εφοδιαστεί με τα απόρρητα έγγραφα επί των οποίων βασίστηκε η απόφαση, ούτε δόθηκαν οποιεσδήποτε άλλες λεπτομέρειες και/ή γεγονότα γιατί η Αιτήτρια αποτελούσε κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια. Ειδικότερα επισημάνθηκε ότι ενώπιον του Δικαστηρίου είχε παρουσιαστεί μία επεξεργασμένη έκθεση του απόρρητου εγγράφου (redacted version of the classified document), από την οποία το μόνο γεγονός που προέκυπτε ήταν η υποτιθέμενη γνώση και υποστήριξη της προσφεύγουσας σχετικά με συμμετοχή άλλων ανθρώπων σε αριθμό κλοπών, χωρίς να παρασχεθούν οποιεσδήποτε άλλες λεπτομέρειες προς υποστήριξη του ισχυρισμού ότι η προσφεύγουσα αντιπροσώπευε κίνδυνο στην ασφάλεια της χώρας[5]. Κατ’ ουσία τα Δικαστήρια περιορίστηκαν σε μία καθαρά τυπική εξέταση (formal examination) της απόφασης απέλασης.

Παρατίθενται πιο κάτω σχετικά αποσπάσματα από την εν λόγω Απόφαση στις παραγράφους 38-40:

 

“38. The Court observes that no other factual details were provided in support of the allegations against the applicant. Furthermore, no proceedings were brought against her for participating in the commission of any offence in the respondent State or any other country.

39. The Court further observes that apart from the general statement mentioned above, the authorities did not provide the applicant with the slightest indication of the grounds on which they had based their assessment. The classified note of the Intelligence Agency submitted in redacted form in the proceedings before the Court, was not available for consultation under any condition in the impugned proceedings before the Ministry. Lacking even an outline of the facts which had served as a basis for that assessment, the applicant was not able to present her case adequately in the ensuing judicial review proceedings.

 40. Lastly, there is nothing to suggest that the administrative courts were provided with the classified note of the Intelligence Agency, let alone with any further factual details, for the purpose of verifying that the applicant really did represent a danger for national security. In such circumstances, the Court considers that the courts confined themselves to a purely formal examination of the impugned order. In any event, they did not explain, if only summarily, the importance of preserving the confidentiality of that document or the extent of the review they had carried out (see Regner v. the Czech Republic [GC], no. 35289/11, §§ 158-160, ECHR 2017 (extracts)). Accordingly, they failed to subject the executive’s assertion that the applicant posed a national security risk to meaningful scrutiny (see ibid.,  §§ 43 and 44; Lupsa, cited above, § 41; and Kaya v. Romania,                           no. 33970/05, § 42, 12 October 2006).

 

Όπως προκύπτει από τα πιο πάνω, η υπόθεση Ljatifi (ανωτέρω) διακρίνεται επί των γεγονότων της από την υπό κρίση περίπτωση. Στην υπόθεση εκείνη η προσφεύγουσα δεν είχε υπόψη της τους λόγους για τους οποίους αυτή αποτελούσε κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια. Στη βάση αυτή δεν μπορούσε να προσβάλει επαρκώς τους ισχυρισμούς της εκτελεστικής εξουσίας, ότι τίθετο, πράγματι, υπό απειλή η εθνική ασφάλεια.

 

Στην υπό εξέταση περίπτωση, ωστόσο, όπως διαπιστώνεται από το φάκελο της υπόθεσης, μέσω της Ένστασης της Δημοκρατίας, είχε αποκαλυφθεί σχετική αλληλογραφία της Αστυνομίας με το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, ήτοι, η επιστολή ημερ. 11/2/2019 (Τεκμήριο 2 στην Ένσταση). Επιπλέον, στις πρωτόδικες Αποφάσεις των Διοικητικών Δικαστηρίων, τα οποία ήλεγξαν τη νομιμότητα κράτησης του Αιτητή, ήτοι η Απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου ημερ. 3/4/2019, καθώς και η Απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας ημερ. 16/7/2019, γινόταν εκτενής αναφορά στα γεγονότα της υπόθεσης.

 

Των πιο πάνω δοθέντων, η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι ο Εφεσείων γνωρίζει πολύ καλά τους λόγους που κρατείται, ήταν απόλυτα ορθή και σύμφωνη με τα ενώπιον του Δικαστηρίου τεθέντα στοιχεία. Έπεται ότι η θέση του Εφεσείοντα ότι δεν είχε αποκαλυφθεί στον ίδιο η ουσία των ισχυρισμών εναντίον του, με αποτέλεσμα να αποστερηθεί της δυνατότητας αμφισβήτησης τους, δεν είναι βάσιμη.

 

Προβλήθηκε από μέρους του Εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και χωρίς καμία αιτιολογία, απλώς, αποδέχτηκε την επίκληση της εθνικής ασφάλειας από τους Εφεσίβλητους χωρίς καμία αξιολόγηση αυτών των ισχυρισμών και των λόγων για τους οποίους δεν αποκαλύφθηκαν                         τα έγγραφα για τα οποία ζητήθηκε πρόσβαση, ενώ ξεκάθαρα, όπως υποστηρίχθηκε, είχε την αρμοδιότητα να το πράξει και χωρίς καν να απαιτήσει από τους Εφεσίβλητους, που είχαν το βάρος απόδειξης, να αποδείξουν αυτή την αναγκαιότητα. Ειδικότερα προβλήθηκε ότι, «το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε αρκετή την επίκληση των Καθ’ ων η Αίτηση στην εθνική ασφάλεια του κράτους, εντούτοις δεν έλεγξε σε κανένα σημείο την νομιμότητα αυτής της θέσης, καθότι δεν προσήλθε σε κανένα έλεγχο επί της διαβάθμισης των εγγράφων ως απόρρητων ούτε και έλεγξε κατά πόσο πράγματι η αποκάλυψη στον Εφεσείοντα, θίγει τα εθνικά συμφέροντα της Δημοκρατίας».

 

Όπως ορθά επισημάνθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, το Δικαστήριο δεν μπορεί να υπεισέλθει στους λόγους που η Διοίκηση αποφάσισε ότι τίθεται ζήτημα ασφάλειας του Κράτους. Και τούτο από την άποψη ότι αυτά είναι ζητήματα για τα οποία το Κράτος έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια. Η ενεργός Διοίκηση είναι κατ’ εξοχή το όργανο στο οποίο εναποτίθεται η ευθύνη για εκτίμηση των γεγονότων, ιδιαιτέρως όταν υπεισέρχονται στην εικόνα εμπιστευτικές πληροφορίες σχετικές με θέματα κρατικής ασφάλειας ή που ευλόγως προκαλούν ανησυχία για τη δημόσια ασφάλεια (Stoyanov v. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 718/2012, ημερ. 26/2/2014, ECLI:CY:AD:2014:D151). Το Δικαστήριο δεν μπορεί να ασκήσει ιδίαν κρίση περί της επικινδυνότητας ενός αιτητή. Μπορεί, βεβαίως, στο πλαίσιο ελέγχου της νομιμότητας της όλης διαδικασίας να ελέγξει τις πληροφορίες - εφόσον τέτοιος έλεγχος δεν μπορεί να διενεργηθεί χωρίς στοιχεία - χωρίς, ωστόσο, να υπεισέρχεται στην ουσιαστική εκτίμηση των πληροφοριών, ήτοι χωρίς να τις αξιολογεί για να αποφανθεί κατά πόσο η απόφαση της Διοίκησης ήταν ορθή ή η ενδεδειγμένη. (Bekefi v. Δημοκρατίας, Αναθεωρητική Έφεση αρ. 42/2013, ημερ. 30/6/2016, ECLI:CY:AD:2016:C317). Και είναι αυτό το οποίο έπραξε, στην προκείμενη περίπτωση, εφόσον μέσω της διαδικασίας που περιγράφηκε ανωτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο διήλθε των σχετικών εγγράφων που του παραδόθηκαν διαπιστώνοντας το ίδιο με αυτό τον τρόπο ότι επρόκειτο για απόρρητες πληροφορίες αναφορικά με δραστηριότητα του Εφεσείοντα, σχετιζόμενη με ζητήματα εθνικής ασφάλειας.

 

Υποστηρίχθηκε, ακόμη, ότι λανθασμένη ήταν η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η αίτηση για αποκάλυψη εγγράφων συνιστούσε κατάχρηση της διαδικασίας, λόγω του ότι παρόμοιας φύσης αίτημα είχε κριθεί στο πλαίσιο προσφυγής ενώπιον του ΔΔΔΠ στη βάση του ότι με την υπό κρίση αίτηση επιδιώχθηκε η αποκάλυψη των στοιχείων επί των οποίων βασίζεται η κράτηση του Εφεσείοντα, στο βαθμό που αυτή συνδεόταν με τη συνέχιση της κράτησης του.

 

Το Δικαστήριο δεν συμφωνεί με την πιο πάνω θέση. Η υποβολή του ιδίου αιτήματος για αποκάλυψη εγγράφων, το οποίο με Απόφαση του ΔΔΔΠ ημερ. 16/7/2019 είχε απορριφθεί χωρίς η Απόφαση αυτή να εφεσιβληθεί, υπό το πρόσχημα ότι ελέγχετο η διάρκεια της κράτησης, ορθά κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι συνιστούσε, αφενός, παραβίαση του δεδικασμένου που είχε δημιουργηθεί από την εν λόγω Απόφαση και, αφετέρου, κατάχρηση της διαδικασίας εφόσον, με αυτό τον τρόπο, επιδιώκετο το ίδιο αποτέλεσμα και ο επανέλεγχος της Απόφασης του ΔΔΔΠ[6].

Μέσω του Τρίτου Λόγου Έφεσης προβάλλεται ότι ο δικαστικός έλεγχος της κράτησης του Εφεσείοντα, νομιμότητας και διάρκειας, υπό το φως ιδίως του λόγου κράτησης που αφορά στην προστασία της εθνικής ασφάλειας, δεν διασφαλίζει τις αρχές της αποτελεσματικότητας του ένδικου μέσου, όπως έχουν κατοχυρωθεί από τη νομολογία του ΔΕΕ και του ΕΔΑΔ, εφόσον υπάρχει άρνηση αποκάλυψης των στοιχείων και εγγράφων επί των οποίων βασίζεται η κράτηση του Εφεσείοντα.

 

Μέσω του Τέταρτου Λόγου Έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε και εφάρμοσε λανθασμένα το Άρθρο 9ΣΤ(4) του                     Ν. 6(Ι)/2000 και το αντίστοιχο Άρθρο 9 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ, αναφορικά με τις αρχές που διέπουν τις εγγυήσεις για κρατούμενους αιτούντες, δυνάμει του Ενωσιακού Δικαίου. Ως αιτιολογία του εν λόγω Λόγου Έφεσης αναφέρεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο:

·         Εσφαλμένα παρέλειψε να εφαρμόσει τις αρχές της αναγκαιότητας και αναλογικότητας σχετικά με τη νομιμότητα της διάρκειας της κράτησης του Εφεσείοντα προς συμμόρφωση με εγγυήσεις των εδαφίων (1) και (2) του Άρθρου 9 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ και των παραγράφων (α) και (β) του εδαφίου (4) του Άρθρου 9ΣΤ του Ν. 6(Ι)/2000.

·         Δεν ερμήνευσε τις υποχρεώσεις τήρησης των ως άνω εγγυήσεων, σε συνδυασμό με την υποχρέωση δέουσας επιμέλειας εκ μέρους των αρχών, χωρίς να προκύπτουν περιττές καθυστερήσεις στις διοικητικές διαδικασίες και αντί αυτού έκρινε ότι η υποχρέωση δέουσας επιμέλειας σχετίζεται μόνο με τις διαδικασίες εξέτασης του αιτήματος διεθνούς προστασίας.

·         Συνέδεσε τη διάρκεια κράτησης με τις ενέργειες του Εφεσείοντα ως προς το θέμα της αίτησης ασύλου του, αντί με τις ενέργειες των Εφεσίβλητων σε ό,τι αφορά στην επαλήθευση των λόγων κράτησης και την αναγκαιότητα συνέχισής της.

·         Δεν εξέτασε σε ποιες ενέργειες προέβησαν οι Εφεσίβλητοι για διερεύνηση ή αποσαφήνιση του υλικού που ενέπλεκε τον Εφεσείοντα σε δραστηριότητες κατά τη διάρκεια των 10 μηνών που ήταν υπό κράτηση.

·         Συνέδεσε την κράτηση του Εφεσείοντα με διαδικασία απέλασης ενώ ουδέποτε εκδόθηκε διάταγμα απέλασης του, ούτε και κρατείται για σκοπούς απέλασης.

 

Στο πλαίσιο προώθησης των πιο πάνω Λόγων Έφεσης η ευπαίδευτη συνήγορος του Εφεσείοντα υποστήριξε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να ελέγξει ότι οι Εφεσίβλητοι προέβησαν σε συγκεκριμένες, ουσιαστικές και στοχευμένες ενέργειες οι οποίες να επιβεβαιώνουν την αναγκαιότητα και αναλογικότητα της κράτησης για το σκοπό της προστασίας της εθνικής ασφάλειας και όχι οποιεσδήποτε άλλες διαδικασίες, όπως η εξέταση του αιτήματος ασύλου και οι οποίες προωθούνται χωρίς περιττές καθυστερήσεις. Πρόσθεσε ότι με βάση τη νομολογία τόσο του ΕΔΑΔ, όσο και του ΔΕΕ, απαιτείται σε όλες τις περιπτώσεις περιορισμού του δικαιώματος στην προσωπική ελευθερία πλήρης και αποτελεσματικός δικαστικός έλεγχος, ανεξαρτήτως αν ο λόγος κράτησης αφορά στην προστασία της εθνικής ασφάλειας και ειδικά όταν η κράτηση προσώπου είναι, όπως ανέφερε, παρατεταμένης διάρκειας, όπως η περίπτωση του Εφεσείοντα. Ήταν η θέση της συνηγόρου ότι σε καμία περίπτωση τα Άρθρα 8 και 9 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ και του αντίστοιχου Άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου, εξαιρούν το δικαστικό έλεγχο της κράτησης, είτε μέσω προσφυγής, είτε μέσω Habeas Corpus, σε ό,τι αφορά τη διάρκεια της κράτησης όταν αυτή βασίζεται σε λόγους προστασίας της εθνικής ασφάλειας. Υποστήριξε, ακόμη, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε κατά πόσο οι λόγοι, τους οποίους επικαλούνταν οι Εφεσίβλητοι, συνέχιζαν να υφίστανται και κατά την εκδίκαση της Αίτησης Habeas Corpus και κατά πόσο έγιναν οποιεσδήποτε ενέργειες εκ μέρους των Εφεσίβλητων για επαλήθευση τους.

Όπως ορθά υποστηρίχθηκε από τη συνήγορο των Εφεσίβλητων,  η συνέχιση της κράτησης του Εφεσείοντα δεν συνδεόταν με ενέργειες των Εφεσίβλητων, αλλά με το γεγονός ότι εκκρεμούσε από μέρους του Εφεσείοντα η προσφυγή του στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας κατά της Απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου για μη αναγνώριση σε αυτόν του καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Σημαντικό είναι εξ αρχής να επισημανθεί ότι η επικινδυνότητα του Εφεσείοντα και η εξέταση των σχετικών πληροφοριών και στοιχείων απασχόλησαν, στην προκείμενη περίπτωση, τα αρμόδια σώματα με τη νομιμότητα του διατάγματος κράτησης του να έχει ήδη κριθεί από το αρμόδιο Δικαστήριο, ήτοι, το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας, με την Απόφαση του ημερ. 16/8/2019, με την οποία απερρίφθη η προσφυγή εναντίον του δεύτερου εντάλματος κράτησης, χωρίς να ασκηθεί επί αυτής της Απόφασης έφεση.

 

Η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η επαλήθευση των λόγων κράτησης δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του, εφόσον σχετίζεται με ζητήματα εθνικής ασφάλειας, είναι απόλυτα ορθή και σε καμία περίπτωση δεν υποδηλώνει, όπως ισχυρίστηκε η πλευρά του Εφεσείοντα, ότι δεν διενεργείται δικαστικός έλεγχος της διάρκειας της κράτησης.

 

Αν και το Δικαστήριο δεν μπορεί, όπως ήδη έχουμε πιο πάνω επισημάνει, να ασκήσει ιδίαν κρίση αναφορικά με την επικινδυνότητα του Εφεσείοντα, με την αρμοδιότητα του να περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της όλης διαδικασίας, στην προκείμενη περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο, ορθώς, διαπίστωσε μέσω της μελέτης των εγγράφων, που η Δημοκρατία έδωσε στο Δικαστήριο κατά τη διάρκεια εξέτασης της αίτησης για αποκάλυψη εγγράφων, ότι οι λόγοι κράτησης εξακολουθούσαν να υφίστανται και να παρουσιάζονται ακόμη να είναι ισχυροί.

 

Η απόφαση στην Πολιτική Αίτηση αρ. 4/2020, Mhammedi, ημερ. 24/2/2020, που επικαλέστηκε η συνήγορος του Εφεσείοντα, δεν τυγχάνει εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση γιατί τα γεγονότα της διακρίνονται, εφόσον στην υπόθεση εκείνη δεν είχαν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου οποιαδήποτε στοιχεία και/ή τα στοιχεία που οδήγησαν στην έκδοση του διατάγματος κράτησης του αιτητή, όπως και εκείνα που λήφθηκαν υπόψη κατά την επανεξέταση οπόταν και αποφασίστηκε ότι η συνέχιση της κράτησης του αιτητή ήταν επιβεβλημένη.

 

Υποστηρίχθηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο συνέδεσε την κράτηση του Εφεσείοντα αφενός με τις διαδικασίες της αίτησης ασύλου και αφετέρου με τις διαδικασίες απέλασης, ενώ ουδέποτε εκδόθηκε διάταγμα απέλασης του Εφεσείοντα, ούτε και κρατείται ο Εφεσείων για σκοπούς απέλασης.

Η σχετική αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου αφορούσε στο ότι μέχρις ότου τελειώσει η εκκρεμοδικία της προσφυγής, η οποία έχει καταχωρηθεί από τον Εφεσείοντα σε σχέση με το αίτημα του για διεθνή προστασία, οι αρχές της Δημοκρατίας δεν μπορούν να προβούν σε ουσιαστικά μέτρα, όπως π.χ. απέλαση του, εφόσον λόγω αυτής της εκκρεμοδικίας δεν επιτρέπεται να απελαθεί.

 

Με τον Πέμπτο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παραβίασε την ΕΣΔΑ σε σχέση με τους επιτρεπόμενους περιορισμούς στο δικαίωμα προσωπικής ελευθερίας.

Στην αγόρευση της η συνήγορος του Εφεσείοντα υποστήριξε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε και εφάρμοσε λανθασμένα και «παραβίασε» το Άρθρο 5 της ΕΣΔΑ, κρίνοντας τη διάρκεια της κράτησης του Εφεσείοντα ως νόμιμη.

 

Στο πλαίσιο ανάπτυξης του πιο πάνω Λόγου, η συνήγορος του Εφεσείοντα ουσιαστικά υποστήριξε ότι η Απόφαση κράτησης του Εφεσείοντα δεν συνάδει ούτε με το Άρθρο 5 της ΕΣΔΑ, ούτε με το Άρθρο 11 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας.

 

Όπως έχει ήδη αναφερθεί ανωτέρω, η νομιμότητα του εκδοθέντος διατάγματος κράτησης σε συνάρτηση με τη συμβατότητα του με το Άρθρο 5 της ΕΣΔΑ, έχει ήδη κριθεί από το αρμόδιο Δικαστήριο (ΔΔΔΠ) με την Απόφαση του ημερ. 16/8/2019, χωρίς να έχει ασκηθεί οποιαδήποτε έφεση επί της Απόφασης που εκδόθηκε σχετικά.

 

Εν πάση περιπτώσει, το ΔΕΕ στην υπόθεση C-601/15, J.N. v. Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie, ημερ. 15/2/2016, αποφάσισε πως το Άρθρο 8 (3)(ε) της Οδηγίας 2013/13/ΕΕ δεν παραβιάζει το επίπεδο προστασίας που προβλέπει το Άρθρο 5(1)(στ) της ΕΣΔΑ.

 

Υποστηρίχτηκε, επίσης, από πλευράς του Εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε το κατά πόσο οι Εφεσίβλητοι παρουσίασαν οποιοδήποτε στοιχείο που να αποδεικνύει ότι η συνέχιση και διάρκεια της κράτησης του Εφεσείοντα είναι στενά συνδεδεμένη με τους σκοπούς για τους οποίους αυτή διατάχθηκε εξ αρχής.

 

Επισημαίνεται ότι για να κριθεί ότι η διάρκεια της κράτησης έχει καταστεί αδικαιολόγητα παρατεταμένη, θα πρέπει να ελεγχθεί υπό το φως των προνοιών του Άρθρου 9ΣΤ(4)(α) του Νόμου. Σύμφωνα με το Άρθρο αυτό, η κράτηση ενός αιτητή θα πρέπει να έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και να διαρκεί μόνο για όσο χρονικό διάστημα ισχύει ο λόγος κράτησης. Ταυτοχρόνως, εξετάζεται κατά πόσο οι ανάλογες και σχετικές διοικητικές διαδικασίες που διεξάγονται και συνδέονται με το λόγο κράτησης εκτελούνται χωρίς περιττές καθυστερήσεις.

 

Επισημαίνεται εν προκειμένω ότι η αναφορά στο εδάφιο (4)(β) του Άρθρου 9ΣΤ σε «διοικητικές διαδικασίες που συνδέονται με λόγο κράτησης που προβλέπεται στο εδάφιο (2)», του ιδίου Άρθρου, αφορούν, κατά κύριο λόγο, στις περιπτώσεις έκδοσης διατάγματος κράτησης κατά τα διαλαμβανόμενα στις παραγράφους (α) – (δ), καθώς και παράγραφο (στ), του εδαφίου (2) και  παραπέμπουν σε κάποιες ενέργειες που πρέπει να διεκπεραιωθούν. Σε σχέση με το λόγο που διαλαμβάνεται στην παράγραφο (ε) του εδαφίου (2), δεν προδιαγράφεται από την ίδια την παράγραφο κάτι το οποίο πρέπει να γίνει, ενώ η κράτηση προσώπου για λόγους προστασίας της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης μπορεί να δικαιολογηθεί εφόσον εκκρεμούν διαδικασίες που αφορούν τον αιτητή.

 

Όπως ορθά αναφέρθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, η συνέχιση της κράτησης του Εφεσείοντα για το διάστημα για το οποίο η αίτηση του                       για διεθνή προστασία εκκρεμοδικεί, δικαιολογείτο στο βαθμό που εξακολουθούσε να ισχύει ο λόγος κράτησής του. Εν προκειμένω, η συνέχιση της κράτησης του συνδέεται με την ολοκλήρωση των διαδικασιών τις οποίες ο ίδιος ο Εφεσείων εγείρει στο πλαίσιο του αιτήματος του να τύχει διεθνούς προστασίας. Εκκρεμούσης δε της προσφυγής που ο Εφεσείων - ως είχε δικαίωμα - καταχώρησε εναντίον της Υπηρεσίας Ασύλου, αυτός εξακολουθεί να θεωρείται αιτητής διεθνούς προστασίας με αποτέλεσμα να μην μπορεί να απελαθεί. Εν ολίγοις, μέχρι την τελική εκδίκαση της Προσφυγής του (ΔΔΠ 73/2019) δεν μπορεί να ενεργοποιηθεί διάταγμα για απέλαση του Εφεσείοντα αφού τούτος θεωρείται ως αιτητής διεθνούς προστασίας. Όπως ορθά επισημάνθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην προκείμενη περίπτωση ο έλεγχος της διάρκειας της κράτησης σχετίζετο με τα ουσιαστικά και πραγματικά γεγονότα που υπήρχαν ενώπιον του Δικαστηρίου, ήτοι την εκκρεμοδικία που υφίστατο σε σχέση με το αίτημα του Εφεσείοντα για διεθνή προστασία. Όπως είναι δε νομολογημένο, ο έλεγχος της διάρκειας κράτησης έχει άμεση συνάρτηση και άπτεται των πραγματικών γεγονότων που καλύπτουν την κάθε συγκεκριμένη υπόθεση.

 

Η σχετική περικοπή από την Απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου έχει ως εξής:

 

«Το εύλογο του χρόνου συμπλέκεται κατ΄ ανάγκη με το όλο φάσμα των ενεργειών του αιτητή. Ο αιτητής έχει αποταθεί στην Υπηρεσία Ασύλου για να του αναγνωριστεί το καθεστώς της διεθνούς προστασίας και έχοντας λάβει αρνητική απάντηση έχει προσφύγει, ως είναι δικαίωμα του, στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας. Η προσφυγή αυτή εκκρεμεί. Οι αρχές της Δημοκρατίας δεν μπορούν να προβούν σε ουσιαστικά μέτρα, για παράδειγμα, απέλασης του αιτητή μέχρις ότου τελειώσει η εκκρεμοδικία της προσφυγής η οποία έχει καταχωρηθεί και, εάν βεβαίως η προσφυγή αποτύχει, θα πρέπει να αναμένεται και η έκβαση της έφεσης σε περίπτωση που αυτή καταχωρηθεί. Συνεπώς ο αιτητής παραμένει στη Δημοκρατία ως αιτητής ασύλου εν αναμονή των σχετικών αποφάσεων των Δικαστηρίων. Αναμφίβολα ο αιτητής δεν κρατείται διότι είναι αιτητής ασύλου ή διεθνούς προστασίας διότι αυτό θα απαγορευόταν από το άρθρο 9ΣΤ(1) του Νόμου αρ. 6(Ι)/2000. Κρατείται όμως δυνάμει άλλων δεδομένων, αυτό της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης, η κράτηση δε του έχει ήδη ελεγχθεί τελεσίδικα εφόσον το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας απέρριψε την προσφυγή εναντίον του δεύτερου εντάλματος κράτησης χωρίς να ασκηθεί επί αυτής της απόφασης, έφεση.»

 

Η παραπομπή της συνήγορου του Εφεσείοντα στην απόφαση του ΕΔΑΔ,                   A. αnd Others ν. United Kingdom, Application No. 3455/2005, 19/2/2009, δεν θεωρούμε ότι είναι σχετική. Πρόκειται για υπόθεση όπου κρίθηκε ότι άτομα που κρατούνταν για παρατεταμένη διάρκεια για λόγους εθνικής ασφάλειας, χωρίς οποιαδήποτε προοπτική απέλασης, κρατούνταν κατά παράβαση του Άρθρου 5(1) της ΕΣΔΑ.

 

Υποστηρίχτηκε, ακόμη, από πλευράς Εφεσείοντα, ότι από την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου προκύπτει ότι, εφόσον το διάταγμα κράτησης κριθεί νόμιμο, δεν χωρεί πλέον δικαστικός έλεγχος της διάρκειας της κράτησης.

 

Δεν συμφωνούμε με την πιο πάνω θέση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έχοντας κατά νου ότι η υπέρβαση του εύλογου χρόνου είναι ζήτημα πραγματικό και ότι ο χρόνος είναι πάντοτε συνυφασμένος με τους λόγους που τυχόν δημιουργούν καθυστέρηση, έκρινε ότι, υπό το φως όλων των γεγονότων, η περίοδος κράτησης των 10 μηνών δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως υπερβολική. (Essa Morad Khlaief v. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.ά. (2003) 1 Α.Α.Δ. 1402  και Habibi Pour Ali Fasel v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Πολιτική Έφεση αρ. 236/2015, ημερ. 31/3/2016). Στο πλαίσιο αυτό και για σκοπούς της κατάληξης του ότι η διάρκεια της κράτησης του Εφεσείοντα ήταν εύλογη, ορθά έλαβε υπόψη τις διαδικασίες και διαβήματα του ιδίου του Εφεσείοντα για αναθεώρηση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερ. 2/7/2019, με την οποία αυτός απεκλείσθη από το καθεστώς διεθνούς προστασίας και οι οποίες διαδικασίες δεν έχουν τελεσιδικήσει εφόσον ο Εφεσείων καταχώρησε εναντίον της εν λόγω Απόφασης την Προσφυγή ΔΔΠ 73/2019.

 

Μέσω του Έκτου Λόγου Έφεσης προβλήθηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν άσκησε τη δικαιοδοσία του για επιβολή εναλλακτικών της κράτησης μέτρων.

 

Δεδομένου του λόγου που ο Εφεσείων κρατείται, ήτοι η ασφάλεια του Κράτους, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά έκρινε ότι δεν μπορούσαν να τεθούν εναλλακτικοί τρόποι κράτησης ή όροι για απελευθέρωσή του. Πέραν τούτου, όπως επισημάνθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, η δυνατότητα καθορισμού εναλλακτικών μέτρων αντί κράτησης, με βάση το Άρθρο 9ΣΤ(3) του Νόμου, είχε ήδη εξετασθεί από το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας χωρίς να έχει, ούτε αυτή η πτυχή της Απόφασης του εν λόγω Δικαστηρίου, εφεσιβληθεί.

 

Μέσω του Έβδομου Λόγου Έφεσης προβλήθηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα συνέδεσε την εξέταση της νομιμότητας της διάρκειας της κράτησης του Εφεσείοντα και την αποκάλυψη των στοιχείων επί των οποίων αυτή βασίζεται με το κατά πόσο αυτός εφεσίβαλε αποφάσεις που αφορούν τη νομιμότητα του διατάγματος κράτησης ή την αποκάλυψη εγγράφου στο πλαίσιο τέτοιου ελέγχου νομιμότητας.

Ούτε και αυτός ο λόγος Έφεσης είναι βάσιμος. Η σημασία του γεγονότος ότι δεν είχε εφεσιβληθεί η Απόφαση που αφορούσε στη νομιμότητα του διατάγματος κράτησης, έγκειτο στο γεγονός ότι η νομιμότητα του εκδοθέντος διατάγματος κράτησης είχε κριθεί από το ΔΔΔΠ κατά τρόπο τελεσίδικο και αμετάκλητο και ότι ό,τι ελέγχετο πλέον μέσω του προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus ήταν η διάρκεια κράτησης. Όσον δε αφορά τις συνέπειες που προέκυπταν από το γεγονός ότι δεν είχε εφεσιβληθεί η Απόφαση του ΔΔΔΠ που εκδόθηκε στο πλαίσιο της αίτησης για αποκάλυψη εγγράφων, έχουμε ήδη αναφερθεί πιο πάνω και δεν χρειάζεται στο σημείο αυτό να λεχθεί οτιδήποτε περαιτέρω.

 

 

 

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η Έφεση απορρίπτεται.

 

 

 

 

 

                                              Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π.

 

         

                                                Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

 

                                                Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

 

                                                Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

                                               

                                                Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.



[1]3.   Ο αιτών μπορεί να υποβληθεί σε κράτηση μόνο:

…………………………………………………………………………………………………

ε)

όταν απαιτείται για την προστασία της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης,

 

[2]1.   Η κράτηση αιτούντος έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και εφαρμόζεται μόνο για όσο διάστημα ισχύουν οι λόγοι που καθορίζονται στο άρθρο 8 παράγραφος 3.

Οι διοικητικές διαδικασίες που συνδέονται με τους λόγους κράτησης που καθορίζονται στο άρθρο 8 παράγραφος 3 εκτελούνται χωρίς περιττές καθυστερήσεις. Καθυστερήσεις των διοικητικών διαδικασιών που δεν μπορούν να αποδοθούν στο αιτούντα δεν δικαιολογούν συνέχιση της κράτησης.

 

[3]

49

 Επιτρέποντας την κράτηση αιτούντος όταν αυτό απαιτείται για την προστασία της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξεως, το άρθρο 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2013/33 προβλέπει περιορισμό της ασκήσεως του δικαιώματος στην ελευθερία το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 του Χάρτη.

 

50

 Εντούτοις, κατά το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη κάθε περιορισμός στην άσκηση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που αναγνωρίζονται σε αυτόν πρέπει να προβλέπεται από τον νόμο και να σέβεται το βασικό περιεχόμενο των εν λόγω δικαιωμάτων και ελευθεριών. Τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, περιορισμοί επιτρέπεται να επιβάλλονται μόνον εφόσον είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγματικά σε σκοπούς γενικού συμφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών τρίτων.

53.Δεδομένου ότι η προστασία της εθνικής ασφάλειας και της δημόσιας τάξεως αποτελεί τον σκοπό του άρθρου 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο ε, της οδηγίας 2013/33, διαπιστώνεται ότι μέτρο κρατήσεως βάσει της διατάξεως αυτής ανταποκρίνεται πράγματι σε σκοπό γενικού συμφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση. Κατά τα λοιπά, η προστασία της εθνικής ασφάλειας και της δημόσιας τάξεως συμβάλλει επίσης στην προστασία των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των τρίτων. Ως προς το σημείο αυτό, το άρθρο 6 του Χάρτη διακηρύσσει το δικαίωμα κάθε προσώπου όχι μόνο στην ελευθερία, αλλά επίσης και στην ασφάλεια (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Digital Rights Ireland κ.λ.π., C‑293/12 και C‑594/12, EU:C:2014:238, σκέψη 42).

[4]Δέστε παράγραφο 125.

[5]37. In the proceedings before the Court, the Government produced a redacted version of the classified document which had allegedly served as the grounds on which the impugned assessment had been based. The only fact emerging from that document that was sufficient to consider the applicant as a security risk was her alleged knowledge of and support for other people’s involvement in the commission of multiple thefts and acts of concealment (see paragraph 12 above). The document contains no indication capable of establishing the number and identity of those people or the applicant’s relationship, if any, with them. It further stated that the applicant had lived in a common-law partnership with a Macedonian national and had been obtaining a monetary allowance on the basis of her asylum.”

[6]Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Διευθυντής των Φυλακών ν. Τζεννάρο Περρέλλα (1995)              1 Α.Α.Δ. 217:

 

«Από τα πολύ παλιά χρόνια έγινε δεκτό ότι η έγερση ή η προώθηση περισσοτέρων της μιας διαδικασιών για την επίτευξη στόχων που μπορεί και έπρεπε να επιδιωχθούν σε μια διαδικασία, συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας [βλ. Williams v. Hunt [1905] 1 Κ.Β. 512]. Στην Πολιτική Έφεση 8894 (αποφασίστηκε στις 28.4.93), η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου διαπίστωσε ότι: "... Η επίκληση των δικαιοδοσιών του Ανωτάτου Δικαστηρίου ελέγχεται προς αποτροπή κατάχρησης των δικαιοδοσιών. Η επιδίωξη όμοιων σκοπών με την υιοθέτηση παράλληλων ένδικων μέσων ελέγχεται από το Δικαστήριο όπως και γενικότερα η πολλαπλότητα των διαδικασιών για την επίτευξη του ίδιου στόχου. ...".»


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο