ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ TOMBULOVI AΠΟ ΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ HABEAS CORPUS v. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ κ.α., Πολιτική Αίτηση Αρ. 87/2021, 9/6/2021

ECLI:CY:AD:2021:D248

AΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 87/2021)

 

9 Ιουνίου, 2021

 

[Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ xxx TOMBULOVI AΠΟ ΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ HABEAS CORPUS

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΝΟΜΟ 14/60, ΤΩΝ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΩΝ ΤΟΥ 1964 ΜΕΧΡΙ 1991, ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ, ΤΟΝ ΧΑΡΤΗ ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΕ, ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΝΟΜΟ, ΤΗΝ ΟΔΗΓΙΑ 2013/33/ΕΕ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ Τις ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΔΟΧΗ ΤΩΝ ΑΙΤΟΥΝΤΩΝ ΔΙΕΘΝΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ, ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΕΩΣ ΝΟΜΟ ΚΕΦ. 105, ΤΗΝ ΟΔΗΓΙΑ 115/2008/ΕΚ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ τους ΚΟΙΝΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΣΤΑ ΚΡΑΤΗ ΜΕΛΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΠΑΡΑΝΟΜΩΝ ΔΙΑΜΕΝΟΝΤΩΝ ΥΠΗΚΟΩΝ ΤΡΙΤΩΝ ΧΩΡΩΝ

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

1.ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

3. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

 

ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΠΑΡΑΝΟΜΑ ΣΥΝΕΧΙΖΟΥΝ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΥΠΟ ΚΡΑΤΗΣΗ ΤΟΝ xxx TOMBULOVI ΣΤΑ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΑ ΚΡΑΤΗΤΗΡΙΑ ΤΟΥ ΚΕΝΤΡΙΚΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΥ ΣΤΑΘΜΟΥ ΠΑΦΟΥ ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 11 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 5(1) ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ, ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 6 ΤΟΥ ΧΑΡΤΗ ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΕ, ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 9ΣΤ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΝΟΜΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 8 ΚΑΙ 9 ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2013/33/ΕΕ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΔΟΧΉ ΤΩΝ ΑΙΤΟΥΝΤΩΝ ΔΙΕΘΝΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΙ/Ή ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 18ΠΣΤ ΤΟΥ ΚΕΦ. 105 ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 15(5) ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 115/2008

 

---------

 

Π. Πιερίδης, για αιτητή.

Λ. Χατζηπέτρου, για καθ΄ ων η αίτηση.

Αιτητής παρών.

 

------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:  Ο αιτητής είναι υπήκοος Γεωργίας.  Αφίχθηκε για πρώτη φορά στη Δημοκρατία μέσω του αεροδρομίου Λάρνακας στις 26.8.2017 και του παραχωρήθηκε άδεια παραμονής ως επισκέπτης μέχρι και 9.9.2017, οπόταν και αναχώρησε από τη Δημοκρατία.

 

Σύμφωνα με δικό του ισχυρισμό, σε άγνωστη ημερομηνία του 2018 αφίχθηκε εκ νέου στην Κύπρο από το παράνομο αεροδρόμιο της Τύμπου, στη μη ελεγχόμενη από την Δημοκρατία περιοχή και αφού εισήλθε  στις ελεύθερες περιοχές  διέμενε παράνομα χωρίς να υποβάλει αίτηση για παραχώρηση πολιτικού ασύλου.

 

Στις 23.8.2020 μέλη της Αστυνομίας μετά από εξετάσεις εντόπισαν τον αιτητή και τον συνέλαβαν για το αυτόφωρο αδίκημα της παράνομης παραμονής και ακολούθως τέθηκε υπό κράτηση στα αστυνομικά κρατητήρια.  Κρίθηκε ότι, λόγω κινδύνου διαφυγής και παράνομης εισόδου και μακράς παράνομης παραμονής, δεν υπήρχε περιθώριο για εναλλακτικά της κράτησης μέτρα. 

 

Την ίδια ημέρα, 23.8.2020, ο Αν. Διευθυντής του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης εξέδωσε διάταγμα κράτησης και απέλασης του αιτητή δυνάμει του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου καθότι ο αιτητής παρέμενε παράνομα στην Κύπρο. 

 

Στις 4.9.2020 ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία.  Ως αποτέλεσμα της αίτησης αυτής και της έκδοσης νέου διατάγματος κράτησης με βάση το άρθρο 9 ΣΤ(2) του περί Προσφύγων Νόμου (του Νόμου), το διάταγμα κράτησης ημερ. 23.8.2020 ακυρώθηκε στις 14.9.2020 και το διάταγμα απέλασης ανεστάλη.  Το διάταγμα ημερ. 14.9.2020 επιδόθηκε στον αιτητή στις 16.9.2020.

 

Στις 4.1.2021 η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε το αίτημα του αιτητή για διεθνή προστασία και ο αιτητής προχώρησε σε καταχώριση προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας, υπ’  αρ. 99/2021, με την οποία προσβάλλει την απόφαση αυτή της Υπηρεσίας Ασύλου.  Η εν λόγω προσφυγή βρίσκεται σε εκκρεμοδικία και συγκεκριμένα εκκρεμεί η καταχώριση γραπτής αγόρευσης εκ μέρους του αιτητή.  Όπως αναφέρεται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση, είναι η τρίτη φορά που η προσφυγή ορίστηκε για τη γραπτή αγόρευση του αιτητή.

 

Στις 10.5.2021 παρατάθηκε η κράτηση του αιτητή, ο οποίος κρατείται μέχρι σήμερα, εξ ου και η παρούσα αίτηση για να διαταχθεί η άμεση απελευθέρωση του.

 

Είναι η θέση του αιτητή ότι η συνέχιση της κράτησης του είναι παράνομη.  Θα πρέπει στο στάδιο αυτό να διευκρινιστεί ότι δεν ήταν σαφές με την αίτηση του κατά πόσον το παράπονο του αφορούσε αυτό τούτο το διάταγμα κράτησης ή τη διάρκεια της κράτησης.  Σε ότι αφορά το διάταγμα κράτησης σύμφωνα με το άρθρο 9 ΣΤ(6)(α) του Νόμου αυτό θα υπόκειτο σε προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.  Είναι η διάρκεια της κράτησης που ελέγχεται με ένταλμα habeas corpus, με βάση το εδάφιο (7)(α)(i) του άρθρου 9 ΣΤ.  Κάλεσα  προς τούτο τον ευπαίδευτο δικηγόρο του αιτητή ο οποίος διευκρίνισε ότι αντικείμενο της αίτησης είναι η διάρκεια της κράτησης.

 

Σε ένορκη του δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση ο αιτητής αναφέρεται στις σχετικές πρόνοιες του Νόμου, παρά σε γεγονότα.  Υποδεικνύει, ως μη όφειλε, το δικαίωμα του να ελεγχθεί η νομιμότητα της κράτησης του από την άποψη της διάρκειας της, με βάση τα εδάφια εδάφιο (7)(α)(i) και (4)(α) του άρθρου 9 ΣΤ και ότι το ζήτημα τούτο θα πρέπει να εξεταστεί με βάση το Άρθρο 11.2(στ) του Συντάγματος και του άρθρου 5(1)(στ) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.  Αυτά όμως είναι η νομική πτυχή που δεν πρέπει να περιλαμβάνεται σε μια ένορκη δήλωση στην οποία αναμένεται να προβάλλονται τα γεγονότα και οι πραγματικοί ισχυρισμοί του ενόρκως δηλούντος.  Σε ότι αφορά στα γεγονότα ο αιτητής περιορίζεται στην παράθεση του ιστορικού της περίπτωσης του και καταλήγει με την πεποίθηση ότι το Ανώτατο Δικαστήριο θα πρέπει «να θεραπεύσει την αδικαιολόγητη και παράνομη ή καταχρηστική διάρκεια κράτησης του».

 

Μεταγενέστερα, με την αγόρευση του ο ευπαίδευτος δικηγόρος του αιτητή, η οποία ασφαλώς δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη μαρτυρία, προέβαλε κάποιους ισχυρισμούς γεγονότων για να υποστηρίξει ότι υπήρξε καθυστέρηση στη διοικητική αφενός και στη δικαστική αφετέρου, διαδικασία.  Ανέφερε ότι χρειάστηκαν δύο μήνες για να ληφθεί συνέντευξη από τον αιτητή από λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου και αργότερα χρειάστηκαν δύο μήνες για να καταχωριστεί ένσταση στην προσφυγή αρ. 99/21. 

 

Είναι η θέση εν προκειμένω του αιτητή ότι, αν και είναι παραδεκτό εκ μέρους του ότι δεν υπάρχει, υπό τις περιστάσεις, δυνατότητα απέλασης του, εφόσον η προσφυγή αρ. 99/21 βρίσκεται σε εκκρεμοδικία, η κράτηση απολήγει να είναι παράνομη λόγω του ότι δόθηκε αναστολή εκτέλεσης του διατάγματος απέλασης χωρίς χρονικό προσδιορισμό, κάτι που κατ’  ισχυρισμόν του ισοδυναμεί με ανάκληση.  Η συνεχιζόμενη κράτηση του για οκτώ συνολικά μήνες, μέχρι την καταχώριση της αίτησης, δεν εξυπηρετεί κανένα σκοπό και ιδιαίτερα τον σκοπό για τον οποίο διατάχθηκε και κανένα μέτρο δεν λαμβάνεται εκ μέρους των καθ΄ ων η αίτηση προς υλοποίηση τέτοιου σκοπού.  Εν πάση περιπτώσει, οι αρμόδιες αρχές δεν ενήργησαν με τη δέουσα επιμέλεια και υπήρξε περιττή καθυστέρηση στην προώθηση των διαδικασιών. 

 

Η θέση της Δημοκρατίας είναι πως δεν υπήρξε ολιγωρία ή καθυστέρηση εκ μέρους των αρχών της Δημοκρατίας, ανεξάρτητη από την αναγκαστική αναμονή της διεκπεραίωσης των δικαστικών διαδικασιών.  Ούτε και παρατηρείται εγκατάλειψη του σκοπού ή παράλειψη προώθησης του.  Ούτε και προβάλλεται ως λόγος η καθυστέρηση εκδίκασης.  Ό,τι προκύπτει είναι πως οι αρχές αναμένουν το αποτέλεσμα της προσφυγής που υπέβαλε ο αιτητής.  Υποδεικνύεται μάλιστα ότι η εν λόγω προσφυγή έχει οριστεί για να καταχωριστεί η γραπτή αγόρευση του αιτητή για τρίτη φορά. 

 

Ο αιτητής, ως αιτητής διεθνούς προστασίας, κρατείται κατ’  εξαίρεση με βάση το άρθρο 9 ΣΤ(2)(δ), εφόσον απαγορεύεται η κράτηση αιτητή λόγω μόνο της ιδιότητας του ως αιτητή (εδάφιο (1)).  Το εδάφιο (2) όμως θέτει τις προϋποθέσεις με βάση τις οποίες, κατ’  εξαίρεση, μπορεί ο Υπουργός να εκδώσει διάταγμα κράτησης του αιτητή για τους καθοριζόμενους εκεί λόγους.  Το άρθρο 9 ΣΤ (2)(δ) που εν προκειμένω ενδιαφέρει έχει ως ακολούθως:

 

«9ΣΤ (2) Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα, όπως τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3), και εφόσον κρίνεται αναγκαίο και κατόπιν ατομικής αξιολόγησης κάθε περίπτωσης, ο Υπουργός δύναται να εκδίδει γραπτό διάταγμα με το οποίο να θέτει υπό κράτηση αιτητή, μόνο για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:

(α) […]

(β) […]

(γ) […]

(δ) όταν κρατείται στο πλαίσιο της διαδικασίας επιστροφής δυνάμει των άρθρων 18ΟΓ μέχρι 18ΠΘ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, προκειμένου να προετοιμάζεται η επιστροφή ή/και να διεξάγεται η διαδικασία απομάκρυνσης, και ο Υπουργός τεκμηριώνει βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι το πρόσωπο είχε ήδη την ευκαιρία πρόσβασης στη διαδικασία χορήγησης ασύλου, ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι το πρόσωπο υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας, προκειμένου να καθυστερεί απλώς ή να εμποδίζει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής·

(ε) […]

(στ) […]»

 

Στο άρθρο 9 ΣΤ επίσης, στο εδάφιο (3), καθορίζονται τα εναλλακτικά μέτρα τα οποία δύναται ο Υπουργός να επιβάλει, αντί της κράτησης, ώστε να διασφαλιστεί ο κίνδυνος διαφυγής.  Όμως εν προκειμένω το διάταγμα κράτησης δεν έχει προσβληθεί δια προσφυγής βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, κατά τα προβλεπόμενα από το εδάφιο (6)(α) του άρθρου 9 ΣΤ. 

 

Συνεπώς όσα αναφέρονται στην αίτηση και στην αγόρευση που έχουν τη μορφή προσβολής αυτού τούτου του διατάγματος δεν μπορούν να ληφθούν υπόψιν.  Δεν μπορεί στην παρούσα διαδικασία να τίθεται θέμα αρμοδιότητας του οργάνου που εξέδωσε το διάταγμα κράτησης και ότι ο Υπουργός δεν προέβη ο ίδιος σε επανεξέταση του διατάγματος κράτησης ή ότι η απόφαση για παράταση της κράτησης δεν επιδόθηκε ή ότι η απόφαση αυτή βασίστηκε σε λόγο που δεν περιλαμβανόταν στην αιτιολογία του αρχικού διατάγματος.  Ισχυρίζεται ο αιτητής ότι γι’  αυτούς τους λόγους δεν του δόθηκε η ευκαιρία και το δικαίωμα να προσβάλει την νομιμότητα της κράτησης του και η συνέχιση της καθίσταται παράνομη.  Όμως, ακόμα και αν δεν του επιδόθηκε τότε το διάταγμα, όπως ισχυρίζεται, μπορούσε να το προσβάλει όταν έλαβε γνώση.  Δεν μπορούν εκείνα τα θέματα να εμπλέκονται εδώ.  Αυτά είναι ζητήματα που άπτονται της νομιμότητας της ίδιας της κράτησης και όχι της επιγενόμενης απώλειας του στοιχείου της νομιμότητας λόγω μακράς, αδικαιολόγητης και/ή κακόπιστης καθυστέρησης που είναι το επίδικο ζήτημα στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας.  Εν προκειμένω μάλιστα δεν τέθηκε θέμα κακής πίστης ή αλλότριου σκοπού, παρά μόνο υπέρμετρης καθυστέρησης.  Όπως αναφέρει ο ευπαίδευτος δικηγόρος του αιτητή στη γραπτή αγόρευση του: «Το αντικείμενο της εξέτασης είναι μόνο το κατά πόσον η νομίμως αρξαμένη κράτηση κατέστη παράνομη εκ των υστέρων ως καθ’  υπέρβαση του ευλόγως επιτρεπομένου χρόνου.»

 

Σύμφωνα με το εδάφιο (4)(α) του άρθρου 9 ΣΤ η κράτηση πρέπει να έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και να διαρκεί μόνο για όσο διάστημα ισχύει ο λόγος κράτησης που προβλέπεται στο εδάφιο (2), ήτοι, εν προκειμένω, για όσο διάστημα διαρκεί η διαδικασία επιστροφής προκειμένου να ετοιμαστεί η επιστροφή ή και να διεξαχθεί η διαδικασία απομάκρυνσης κατά τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (2).  Αυτά δε, υπό το πρίσμα πάντοτε του άρθρου 5(1)(στ) της ΕΣΔΑ και του Άρθρου 11.2(στ) του Συντάγματος και της αποκρυσταλλωμένης αρχής ότι το κράτος οφείλει να ενεργεί σε τέτοιες περιπτώσεις καλή τη πίστει με μοναδική πρόθεση την επιδίωξη της απέλασης, επιδεικνύοντας επιμέλεια και ταχύτητα και με σεβασμό προς την αρχή της ελευθερίας και την ανάγκη για «περιορισμούς στον περιορισμό» της ελευθερίας (J.N. v. The United Kingdom, Appl. No. 37289/12, 19 May 2016, R. v. Governor of Durham Prison, Ex-parte Hardial Singh (1984) WLR 704, Mikolenko v. Esthonia, Appl. No. 10664/05, 8.10.2009).

 

Δεδομένου ότι δεν τίθεται, ως άνω, ζήτημα κακής πίστης ή αλλότριου σκοπού, το τελικό ερώτημα είναι κατά πόσον, υπό τα περιστατικά της υπόθεσης, η διαδικασία για απέλαση του αιτητή δεν διενεργείται με τη δέουσα επιμέλεια και ταχύτητα, με αποτέλεσμα η κράτηση του, διαρκούσης της διαδικασίας, να έχει καταστεί παράνομη. 

 

Έχοντας υπόψιν τις θέσεις αμφοτέρων των μερών, έχοντας περαιτέρω υπόψιν τη διάρκεια της κράτησης και ότι η απέλαση δεν διενεργείται για να περατωθούν τα ένδικα μέσα που δικαιωματικά έλαβε ο αιτητής και ότι αναμένεται η καθυστερημένη γραπτή αγόρευση εκ μέρους του ώστε να προχωρήσει και να περατωθεί η διαδικασία, δεν θεωρώ ότι ο χρόνος κράτησης του μέχρι σήμερα αναιρεί το υπόβαθρο νομιμότητας της.  Νοείται βεβαίως ότι η προσφυγή αναμένεται να περατωθεί χωρίς καθυστέρηση, εφόσον διαρκεί η κράτηση του αιτητή.

 

Η αίτηση απορρίπτεται. 

 

                                                                             Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

 

 

/φκ

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο