AL LAKOUD v. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 95/2020, 8/6/2021

ECLI:CY:AD:2021:A232

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 95/2020)

 

 

8 Ιουνίου, 2021

 

 

[ΠΑΝΑΓΗ, Π., ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ,

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ/στές]

 

 

xxx AL LAKOUD

Εφεσείων/Αιτητής,

και

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

1.   ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

2.   ΑΝ. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ

     ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

 

Εφεσίβλητοι/Καθ’ων η Αίτηση.

 

__________________________________________

 

Νικολ. Χαραλαμπίδου (κα) με Κατ. Χαρίτου (κα), για τον Εφεσείοντα.

Κυρ. Παπαδοπούλου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του

Γενικού Εισαγγελέα, για τους Εφεσίβλητους.

 

__________________________________________

 

 

 

ΠΑΝΑΓΗ, Π.: Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη

 Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.

__________________________________________

 

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.:  Ο Εφεσείων με εννέα Λόγους Έφεσης προσβάλλει τόσο τις δύο ενδιάμεσες Αποφάσεις ημερ. 6/12/2019 και 15/1/2020, αντίστοιχα, όσο και την τελική Απόφαση ημερ. 11/3/2020  του Ανωτάτου Δικαστηρίου υπό μονομελή σύνθεση (εφεξής το πρωτόδικο Δικαστήριο), οι οποίες εκδόθηκαν στο πλαίσιο εκδίκασης της Αίτησης του για έκδοση Habeas Corpus ad subjiciendum. Κατά το χρόνο εκείνο αυτός τελούσε υπό κράτηση συνεπεία σχετικού Διατάγματος που εκδόθηκε                δυνάμει του Άρθρου 9ΣΤ(2)(ε) του περί Προσφύγων Νόμου 6(Ι)/2000.

%

 

Γεγονότα

 

Σύμφωνα με τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα της υπόθεσης ο Εφεσείων, ο                οποίος είναι Συριακής καταγωγής, αφίχθηκε παράνομα μαζί με δύο άλλα άτομα στην Κυπριακή Δημοκρατία μέσω του παράνομου αεροδρομίου της Τύμπου στις 28/1/2019 και στις 8/2/2019 εισήλθε στις ελεύθερες                     περιοχές από το οδόφραγμα Λήδρας.

 

Στις 11/2/2019 μέλη του Γραφείου Πάταξης Λαθρομετανάστευσης, σε            συνεργασία με μέλη του ΤΑΕ Μόρφου, της Κυπριακής Υπηρεσίας                        Πληροφοριών (ΚΥΠ) και του Γραφείου Καταπολέμησης της Τρομοκρατίας,                        ανέκριναν τον Εφεσείοντα στο Κέντρο προσωρινής φιλοξενίας Πουρνάρα στην Κοκκινοτριμιθιά, όπου είχε μεταφερθεί. Ως αποτέλεσμα της εν λόγω ανάκρισης, αυτός κρίθηκε ότι ήταν ύποπτος για θέματα εθνικής                          ασφάλειας.

 

Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο των ανακρίσεων διαπιστώθηκε ότι οι αλλοδαποί έφεραν τραύματα που, κατά τον ισχυρισμό τους, είχαν προκληθεί από θραύσματα βόμβας και σφαιρών από μέλη του Συριακού στρατού. Κατά τον έλεγχο του κινητού τηλεφώνου ενός εκ των αλλοδαπών διαπιστώθηκε ότι υπήρχαν καταχωρημένες φωτογραφίες, στις οποίες απεικονίζετο αυτός, όσο και άλλα άτομα, να έχουν στην κατοχή τους όπλα. Λόγω της άρνησης των αλλοδαπών να συγκατατεθούν στην παραλαβή των κινητών ως                  τεκμηρίων, εκδόθηκαν εναντίον τους εντάλματα έρευνας.

 

Την ίδια ημέρα, 11/2/2019, ο Εφεσείων υπέβαλε αίτημα για διεθνή                 προστασία. Ταυτόχρονα, την ίδια ημέρα, λόγω του ότι κρίθηκε ότι ήταν ύποπτος για θέματα εθνικής ασφάλειας, εκδόθηκε εναντίον του διάταγμα κράτησης, δυνάμει του Άρθρου 9ΣΤ(2)(ε) του περί Προσφύγων Νόμου, για λόγους εθνικής ασφάλειας.

 

Αρχικώς κρατείτο στα Αστυνομικά Κρατητήρια Λακατάμειας και                   ακολούθως στα Αστυνομικά Κρατητήρια της Μενόγειας.

 

Το Διάταγμα ανακλήθηκε στις 19/4/2019, οπόταν και εκδόθηκε νέο                 διάταγμα κράτησης. Το πιο πάνω Διατάγμα προσεβλήθη ενώπιον του                 Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας (ΔΔΔΠ), με την Προσφυγή υπ’ αρ. 800/2019 που καταχωρήθηκε στις 29/5/2019, το οποίο στις 19/8/2019 αποφάσισε όπως απορρίψει την εν λόγω προσφυγή.

 

Στο μεταξύ, στις 20/6/2019 απερρίφθη από την Υπηρεσία Ασύλου η                αίτηση που ο Εφεσείων είχε υποβάλει για διεθνή προστασία. Εναντίον της εν λόγω Απόφασης κατεχωρήθη στις 31/7/2019 ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου από τον Εφεσείοντα η Προσφυγή υπ’ αρ. 72/2019.

Ενώ εκκρεμούσε η πιο πάνω Προσφυγή, ο Εφεσείων καταχώρησε Αίτηση για Habeas Corpus.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο με την ενδιάμεση Απόφαση του ημερ. 6/12/2019 απέρριψε το αίτημα αποκάλυψης εγγράφων, το οποίο                      υπέβαλε η πλευρά του Εφεσείοντα, αναφέροντας, μεταξύ άλλων, ότι                  εξετάζοντας το αίτημα όπου απαιτείται στάθμιση, αφενός μεν, της ανάγκης γνωστοποίησης στον Εφεσείοντα όλων των στοιχείων που αποτελούν τη βάση της διατήρησης της κράτησης του και αφετέρου, την ανάγκη                     προστασίας της δημόσιας ασφάλειας, έκρινε ότι δεν υπήρχε οποιοδήποτε έρεισμα για ικανοποίηση του.

 

Περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο με τη δεύτερη ενδιάμεση Απόφαση του ημερ. 15/1/2020 απέρριψε και το αίτημα του Εφεσείοντα για                    προσαγωγή συμπληρωματικής μαρτυρίας, στη βάση του ότι τα γεγονότα που επιδίωκε να συμπεριλάβει στην Αίτηση για Habeas Corpus εξέφευγαν του ελέγχου, βρισκόμενα έξω από την αρμοδιότητα του, αφού αποτελούσαν αντικείμενο της δικαιοδοσίας του Διοικητικού Δικαστηρίου σε προσφυγή.

 

Με την τελική του Απόφαση το πρωτόδικο Δικαστήριο απορρίπτοντας την αίτηση Habeas Corpus, έκρινε ότι το διαρρεύσαν χρονικό διάστημα δεν ήταν τέτοιο που να δικαιολογεί την έκδοση του αιτούμενου Διατάγματος, επισημαίνοντας, παράλληλα, τους λόγους κράτησης του Εφεσείοντα που αφορούσαν σε λόγους εθνικής ασφάλειας, σε συνάρτηση με την                                 εκκρεμοδικία που  υφίστατο αναφορικά με την προσφυγή του εναντίον της απόρριψης του υποβληθέντος αιτήματος για άσυλο.

 

Όπως είναι καλά γνωστό το προνομιακό ένταλμα της φύσεως Habeas Corpus ad subjiciendum διασφαλίζει την ελευθερία του ατόμου. Όπως αναφέρθηκε στη Δημητράκης Χ¨ Σάββας (1993) 1 Α.Α.Δ. 102, «Το Habeas Corpus ad subjiciendum είναι προνομιακή διαδικασία για τη διασφάλιση της ελευθερίας του πολίτη. Παρέχει αποτελεσματικό μέσο άμεσης απελευθέρωσης από παράνομη ή αδικαιολόγητη κράτηση, είτε στη φυλακή, είτε σε ιδιωτικό χώρο, από Αρχή ή ιδιώτη». Απαραίτητη προϋπόθεση δι’ έκδοση του εντάλματος συνιστά η απόδειξη, εκ μέρους του αιτούντος, του παράνομου της κράτησης ή φυλάκισης (Καλφοπούλου (1998) 1 Α.Α.Δ. 55). Με τη διαδικασία του εντάλματος Habeas Corpus, ό,τι επιδιώκεται είναι η διασφάλιση του δικαιώματος της ελευθερίας, διά της άμεσης απελευθέρωσης του αιτητή, ο οποίος, κατ’ ισχυρισμό, τελεί υπό παράνομη κράτηση. Οποτεδήποτε, στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας, διαπιστώνεται κάτι τέτοιο, το σχετικό διάταγμα εκδίδεται δικαιωματικά και όχι ως θέμα άσκησης διακριτικής εξουσίας, οπότε, ο αιτητής αφήνεται ευθύς ελεύθερος (Green v. Home Secretary [1941] 3 All E.R. 388, σελίδα 400).

 

Η προνομιακή δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για έκδοση του εντάλματος Habeas Corpus για έλεγχο της νομιμότητας της κράτησης από την άποψη της διάρκειας, που αφορά η υπό κρίση περίπτωση, παρέχεται στο Άρθρο 9ΣΤ(7)(α)(i) του περί Προσφύγων Νόμου 6(Ι)/2000 στο οποίο αναφέρεται ότι, «Η διάρκεια κράτησης βάσει του παρόντος άρθρου υπόκειται σε αίτηση για την έκδοση εντάλματος habeas corpus δυνάμει του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος, σύμφωνα με τις διατάξεις του εν λόγω Άρθρου.» Επισημαίνεται ότι ο έλεγχος της διάρκειας της κράτησης διενεργείται υπό το φως των διατάξεων του άρθρου 9ΣΤ(4)(α) του Νόμου που προνοεί ότι: «Η κράτηση αιτητή έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και διαρκεί μόνο για όσο διάστημα ισχύει λόγος κράτησης που προβλέπεται στο εδάφιο (2).» 

 

Οι πιο πάνω πρόνοιες της Νομοθεσίας μας φαίνεται να μεταφέρουν στην Κυπριακή έννομη τάξη τα όσα διαλαμβάνονται στην Οδηγία 2013/33/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία. Ειδικότερα το Άρθρο 8 της Οδηγίας επιτρέπει την κράτηση αιτητή ασύλου ή αιτητή καθεστώτος διεθνούς προστασίας μόνο για ορισμένους λόγους, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και η προστασία της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης[1] ενώ το Άρθρο 9 προνοεί για εγγυήσεις για κρατούμενους αιτητές με την κράτηση να έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και για όσο διάστημα ισχύουν οι λόγοι που καθορίζονται στην παράγραφο (3) του Άρθρου 8[2].

 

 

Προτού προχωρήσουμε στην εξέταση των Λόγων Έφεσης, κρίνουμε σκόπιμο, εξ αρχής, όπως ξεκαθαρίσουμε ένα ζήτημα που προέκυψε σε σχέση με την κατάθεση ενώπιον μας δέσμης εγγράφων.

Επισημαίνεται, εν προκειμένω, ότι κατά το στάδιο ακρόασης της παρούσας έφεσης η ευπαίδευτη συνήγορος των Εφεσιβλήτων κατέθεσε δέσμη απορρήτων εγγράφων, όπως την χαρακτήρισε, η οποία είχε δοθεί στο Δικαστήριο από τη Δημοκρατία στο πλαίσιο της πρωτοβάθμιας διαδικασίας και η οποία, όπως ανέφερε, μετά το πέρας της ακροαματικής διαδικασίας, επιστράφηκε στη Δημοκρατία. Πρόκειται για τα Έγγραφα που σημειώθηκαν ενώπιον μας με την ένδειξη Α.

 

Της κατάθεσης των εν λόγω εγγράφων, η οποία έγινε στο πλαίσιο της παρούσας, καθώς και άλλων δύο Πολιτικών Εφέσεων υπ’ αρ. 77/2020 και 96/2020, πέραν της πιο πάνω δήλωσης της συνηγόρου των Εφεσίβλητων, προηγήθηκε η σύνδεση και ο συσχετισμός τους με την κάθε Πολιτική Έφεση ξεχωριστά.

 

Παρά το γεγονός ότι κατά το στάδιο των αγορεύσεων η κα Χαραλαμπίδου διερωτήθηκε κατά πόσο τα κατατεθέντα έγγραφα ήταν εκείνα τα έγγραφα που είχαν κατατεθεί στην πρωτοβάθμια διαδικασία, δεν διαπιστώσαμε σε οποιοδήποτε στάδιο να αμφισβητείται από πλευράς της η δήλωση της                       πλευράς των Εφεσίβλητων που προηγήθηκε της κατάθεσης τους ως αναφέρθηκε ανωτέρω. Ούτε και υπήρξε κατά το στάδιο κατάθεσης τους οποιαδήποτε αντίρρηση ή ένσταση στην κατάθεσή τους και, κυρίως, στην περιγραφή που προηγήθηκε αυτής.

 

Στη βάση όλων των πιο πάνω θεωρούμε ότι τα έγγραφα τα οποία έχουν κατατεθεί ενώπιον μας με την περιγραφή που τα συνόδευσε, ήτοι ως δέσμη απόρρητων εγγράφων τα οποία είχαν δοθεί από μέρους της Δημοκρατίας προς το Δικαστήριο στο πλαίσιο της πρωτοβάθμιας διαδικασίας, μπορούν και θα ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας.

 

Μέσω του Πρώτου Λόγου Έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε το αίτημα για αποκάλυψη εγγράφων παραβιάζοντας τα θεμελιώδη δικαιώματα του  Εφεσείοντα σε δίκαιη δίκη και σε αποτελεσματικό ένδικο μέσο. Ως αιτιολογία του Λόγου αυτού αναφέρεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο:

 

·         Διενήργησε εσφαλμένα την εξισορρόπηση μεταξύ αφενός των δικαιωμάτων του Εφεσείοντα σε δίκαιη δίκη και σε αποτελεσματικό ένδικο μέσο και αφετέρου του δικαιώματος του Κράτους να προστατεύει την εθνική ασφάλεια και τη δημόσια τάξη και κατέληξε σε λανθασμένη απόφαση αφού η μη αποκάλυψη των στοιχείων και δεδομένων βάσει των οποίων κρίθηκε επιβεβλημένη η κράτηση του Εφεσείοντα και η συνέχιση αυτής για παρατεταμένο χρονικό διάστημα δεν του επέτρεψαν να τοποθετηθεί και να υπερασπιστεί τον εαυτό του στη βάση της αρχής της ισότητας των όπλων ενώ καμία ουσιαστική εναλλακτική εγγυητική διαδικασία δεν εφαρμόστηκε στην περίπτωσή του προς διασφάλιση των δικαιωμάτων του.

·         Ερμήνευσε εσφαλμένα την νομολογία τόσο του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) όσο και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) όσον αφορά το ρόλο του Δικαστηρίου και τα αντισταθμιστικά μέτρα που εφαρμόζονται σε περιπτώσεις μη αποκάλυψης όλων των στοιχείων και δεδομένων βάσει των οποίων διατάχθηκε η κράτηση και η συνέχισή της και δεν αρκούσε η απλή επίκληση του Δικαστηρίου ότι εφαρμόζει τεχνικές οι οποίες συμβιβάζουν τους λόγους ασφαλείας για μη αποκάλυψη εγγράφων με τη διασφάλιση των διαδικαστικών δικαιωμάτων του Εφεσείοντα.

·         Δεν είχε ενώπιον του όλα τα στοιχεία και δεδομένα που αφορούν στους λόγους και τη συνεχιζόμενη κράτηση του Αιτητή, και δεν απαίτησε όπως του προσκομισθούν όλα τα στοιχεία, για να μπορεί να ασκήσει την κρίση και δικαιοδοσία του ως προς την αποκάλυψη εγγράφων ή/και να υποκαταστήσει τον Εφεσείοντα στα δικαιώματά του με βάση την αρχή της ισότητας των όπλων.

·         Παρέλειψε εντελώς να εξετάσει κατά πόσο έγινε επανεξέταση και επαλήθευση των δεδομένων του Εφεσείοντα, ενώ δεν έχει προκύψει καμία διαφοροποίηση στην απόφαση των αρχών να εξακολουθούν να κρατούν τον Εφεσείοντα για λόγους δημόσιας ασφάλειας.

·         Εσφαλμένα έκρινε ότι η αίτηση για αποκάλυψη εγγράφων εκ μέρους του Αιτητή συνιστούσε κατάχρηση της διαδικασίας λόγω του ότι παρόμοιας φύσης αίτηση κρίθηκε ήδη στο πλαίσιο προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας αφού με την σχετική αίτηση επιδιώχθηκε η αποκάλυψη των στοιχείων και δεδομένων επί των οποίων βασίζεται η κράτηση του  Εφεσείοντα στο βαθμό που αυτοί συνδέονταν με τη συνέχιση και την παρατεταμένη κράτηση του.

·         Εσφαλμένα κατέληξε ότι η εκτίμηση των στοιχείων που φέρουν τον Εφεσείοντα να εμπλέκεται σε επικίνδυνες δραστηριότητες ώστε η συνέχιση της κράτησής του να είναι αναγκαία, ανήκει αποκλειστικά στους Καθ' ων η Αίτηση και δεν ελέγχεται σε διαδικασία Habeas Corpus.

·         Εσφαλμένα αποφάνθηκε ότι δεν έχει αρμοδιότητα να εξετάσει τη νομιμότητα της διαβάθμισης των σχετικών εγγράφων ως απόρρητων.

 

 

Συναφής με τον Πρώτο Λόγο Έφεσης είναι και ο Τρίτος Λόγος Έφεσης μέσω του οποίου προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξήγησε πώς διαφυλάχθηκαν τα δικαιώματα του Εφεσείοντα στο πλαίσιο της πρωτόδικης διαδικασίας, ούτε και με ποιο τρόπο το ίδιο το Δικαστήριο διασφάλισε τα δικαιώματα του σε δίκαιη δίκη και αποτελεσματικό ένδικο μέσο κατά την κρίση του επί της κυρίως Αίτησης.

 

Στο πλαίσιο εξέτασης τέτοιων ζητημάτων που αφορούν στον έλεγχο της νομιμότητας της διάρκειας κράτησης αιτητή ασύλου ή αιτητή καθεστώτος διεθνούς προστασίας, σύμφωνα με τη σχετική νομολογία το δικαίωμα του Εφεσείοντα σε αποτελεσματική δικαστική προστασία δεν μπορεί παρά να εξεταστεί σε συνάρτηση με την προστασία της εθνικής ασφάλειας του Κράτους. Τηρουμένης δε της αρχής της αναλογικότητας, περιορισμοί επιτρέπεται να επιβάλλονται μόνον εφόσον είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγματικά σε σκοπούς γενικού συμφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών τρίτων. H νομολογία του ΔΕΕ επί του θέματος καθορίζει ότι η προστασία της εθνικής ασφάλειας και της δημόσιας τάξης αποτελεί το σκοπό του Άρθρου 8 της Οδηγίας 2013/33. Η κράτηση ενός προσώπου, όταν αυτό απαιτείται για την προστασία της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης, είναι μέτρο πρόσφορο για την προστασία του κοινού από ενδεχόμενο κίνδυνο που η συμπεριφορά του συγκεκριμένου ατόμου επιβάλλει. (J.N. v. Staatssecretaris van Veilingheiden Justitie 15/2/2016, C- 601/15/PPU σκέψεις 49-50)[3].

 

Τόσο το ΔΕΕ, όσο και το ΕΔΑΔ, έχουν ασχοληθεί με το ζήτημα της διασφάλισης στον κρατούμενο του δικαιώματος πρόσβασης στο Δικαστήριο και της δίκαιης δίκης, σε συνάρτηση πάντοτε με την ανάγκη προστασίας του εθνικού συμφέροντος, οπόταν και είναι δυνατή η επιβολή περιορισμών στη διεξαγωγή της δίκης, παρά το αντιπαραθετικό σύστημα. Τέτοια περίπτωση μπορεί να προκύψει όταν τα έγγραφα, επί των οποίων το Κράτος δικαιολογεί την κράτηση, αφορούν σε ζητήματα εθνικής ασφάλειας, η δημόσια αποκάλυψη των οποίων χρήζει προστασίας.

 

Στην υπόθεση του ΔΕΕ C-300/11, ZZ v. Secretary of State for the Home Department, ημερ. 4/6/2013, αναγνωρίστηκε ότι υπάρχουν περιπτώσεις όπου η κοινοποίηση αποδεικτικών στοιχείων ενδέχεται να θίγει κατά τρόπο άμεσο και ιδιαίτερο την ασφάλεια του Κράτους. Σε αυτές, ωστόσο, τις περιπτώσεις το Δικαστήριο θα πρέπει να εφαρμόσει μεθόδους και δικονομικούς κανόνες που να συμβιβάζουν αφενός τα νόμιμα συμφέροντα του Κράτους και αφετέρου την ανάγκη διασφάλισης επαρκούς προστασίας των δικαιωμάτων του αιτούντα, όπως το δικαίωμα ακροάσεως και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.

 

Στην υπόθεση C-584/10, Ευρωπαϊκή Επιτροπή ν. Kadi, 18/7/2013, τονίστηκε ότι η ύπαρξη προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος επί αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με την επιταγή που αφορά στη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας. Λόγοι αναγόμενοι στην ασφάλεια της Ένωσης ή των Κρατών Μελών της μπορούν να αντιτίθενται στην κοινοποίηση ορισμένων πληροφοριών ή αποδεικτικών στοιχείων στο οικείο πρόσωπο. Σε μια τέτοια περίπτωση, εναπόκειται, ωστόσο, στο Δικαστή της Ένωσης, στον οποίο δεν μπορεί να αντιταχθεί το απόρρητο ή η εμπιστευτικότητα των πληροφοριών ή στοιχείων αυτών, να εφαρμόσει, στο πλαίσιο του δικαιοδοτικού ελέγχου που ασκεί, τεχνικές που παρέχουν τη δυνατότητα να συμβιβαστούν, αφενός, οι θεμιτοί λόγοι ασφάλειας που αφορούν τη φύση και τις πηγές πληροφοριών που ελήφθησαν υπόψη για την έκδοση της οικείας πράξεως και, αφετέρου, η ανάγκη επαρκούς διασφαλίσεως στον πολίτη του σεβασμού των διαδικαστικών δικαιωμάτων του, όπως είναι το δικαίωμα ακροάσεως και η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως[4].

Tο ΕΔΑΔ στην Απόφαση του στην υπόθεση Regner v. Czech Republic App. No. 35289/11, ημερ. 19/9/2017, έκρινε ότι η μη κοινοποίηση εγγράφων δεν παραβιάζει το Άρθρο 6 της ΕΣΔΑ για δίκαιη δίκη νοουμένου ότι αυτή αντισταθμίζεται με την παροχή άλλων διαδικαστικών εγγυήσεων από το Δικαστήριο.

 

148. The Court reiterates, moreover, that the entitlement to disclosure of relevant evidence is not an absolute right either. In criminal cases it has found that there may be competing interests, such as national security or the need to protect witnesses at risk of reprisals or keep secret police methods of investigation of crime, which must be weighed against the rights of the party to the proceedings. However, only measures restricting the rights of a party to the proceedings which do not affect the very essence of those rights are permissible under Article 6 § 1. For that to be the case, any difficulties caused to the applicant party by a limitation of his or her rights must be sufficiently counterbalanced by the procedures followed by the judicial authorities [....].”

149. In cases where evidence has been withheld from the applicant party on public interest grounds, the Court must scrutinise the decision-making procedure to ensure that, as far as possible, it complied with the requirements to provide adversarial proceedings and equality of arms and incorporated adequate safeguards to protect the interests of the person concerned (see Fitt, cited above, § 46)......

 

Υποστηρίχθηκε ότι, το γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στην ανάγκη εξισορρόπησης των δικαιωμάτων του Εφεσείοντα και της Διοίκησης, δεν σήμαινε ότι αυτή η άσκηση εξισορρόπησης είχε, στην πραγματικότητα, λάβει χώρα. Ειδικότερα υποστηρίχθηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν διασφάλισε τουλάχιστον όπως ο Εφεσείων έχει πρόσβαση σε αντισταθμιστικές διαδικασίες που θα εξασφάλιζαν τα δικαιώματα του. Όπως τέθηκε, εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε κρίνει ότι τα απαιτούμενα έγγραφα δεν μπορούσαν να αποκαλυφθούν στον Εφεσείοντα «όφειλε, σε κάθε περίπτωση, να εφαρμόσει τους απαραίτητους δικονομικούς κανόνες που θα έφεραν εις γνώση του τελευταίου, τουλάχιστον κάποια στοιχεία που θα του επέτρεπαν να απαντήσει στους ισχυρισμούς που του καταλογίζονταν στο πλαίσιο άσκησης των δικαιωμάτων άμυνας».

 

Όπως προκύπτει από την  προσβαλλόμενη Απόφαση, παραδόθηκαν στο πρωτόδικο Δικαστήριο φάκελοι με έγγραφα τα οποία η πλευρά του Εφεσείοντα αιτείτο να της αποκαλυφθούν στην αίτηση της. Έχοντας, λοιπόν, το Δικαστήριο ενώπιον του τα εν λόγω έγγραφα προχώρησε στη συνέχεια και τα εξέτασε αναφέροντας, συναφώς, τα ακόλουθα:

 

«Τα έγγραφα τα οποία τέθηκαν ενώπιον μου, για σκοπούς παρατήρησης, διαπιστώνω ότι περιέχουν πληροφορίες οι οποίες όντως άπτονται της δημόσιας ασφάλειας και είναι διαβαθμισμένες ως απόρρητες. Εξετάζοντας αιτήματα όπως το παρόν, όπου απαιτείται η στάθμιση, αφενός μεν, της ανάγκης γνωστοποίησης στον αιτητή όλων των στοιχείων που αποτελούν τη βάση της διατήρησης της κράτησης του και αφετέρου, η ανάγκη προστασίας της δημόσιας ασφάλειας, θεωρώ ότι δεν υπάρχει οποιοδήποτε έρεισμα για ικανοποίηση του υποβληθέντος αιτήματος. Ανάλογο θέμα είχα εξετάσει στην Υπόθεση Αρ. 91/19, Αναφορικά με την αίτηση του Yusuf, ημερ. 20 Ιουνίου 2019, όπου ανέφερα τα ακόλουθα:

 

"Τα στοιχεία που έθεσε ενώπιον μου η ευπαίδευτη συνήγορος, εμπιστευτικής φύσεως, έχουν μελετηθεί. Η εμβέλεια τους και αν συνηγορούν υπέρ της νομιμότητας της κράτησης, ξεφεύγουν της εξέτασης της παρούσας.

 

Το Δικαστήριο δεν μπορεί να υπεισέλθει στην εξέταση των πληροφοριών ως προς τα θέματα ασφάλειας του κράτους, αλλά προσφέρεται εξουσία ελέγχου της νομιμότητας της διαδικασίας αυτής. Η διοίκηση δεν έχει υποχρέωση παροχής οποιωνδήποτε εξηγήσεων για την έκδοση διατάγματος κράτησης για σκοπούς ασφάλειας. Είναι κατ' εξοχήν έργο της εκτελεστικής εξουσίας τα θέματα κρατικής ασφάλειας. Στις περιπτώσεις που η διοίκηση επικαλείται λόγους ασφαλείας, η διακριτική αυτή ευχέρεια, καθίσταται πιο πλατιά. Ο οποιοσδήποτε κίνδυνος που δημιουργείται για την εσωτερική τάξη και εθνική ασφάλεια, επιτρέπει και αποτελεί έναν από τους βασικούς λόγους για τους οποίους δικαιολογείται η κράτηση ενός ατόμου. Η εκτίμηση των στοιχείων ή πληροφοριών που ευλόγως προκαλούν ανησυχία για τη δημόσια ασφάλεια αυτών γίνεται από τη διοίκηση, το έργο του Δικαστηρίου περιοριζόμενο στον έλεγχο της νομιμότητας της.        (Βλ. Α.Ε. 42/2013 κ.ά., Bekefi a.o. ν. Δημοκρατίας, ημερ. 30 Ιουνίου 2016).

Στην Υπόθ. αρ. 718/2012, Stoyanov ν. Δημοκρατίας, ημερ.                                                       26 Φεβρουαρίου 2014, αναφέρονται τα εξής:

 

″Η ενεργός διοίκηση είναι κατ΄ εξοχήν το όργανο στο οποίο εναποτίθεται η ευθύνη για εκτίμηση των γεγονότων και δεν θα ήταν δυνατό να αναθεωρείται από το Ανώτατο Δικαστήριο η εκτίμηση αυτή στη βάση των γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου, ιδιαιτέρως όταν υπεισέρχονται στην εικόνα εμπιστευτικές πληροφορίες από πρόσωπα τα οποία τις δίδουν στην αστυνομία. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να ασκήσει ιδίαν κρίση περί της επικινδυνότητας του αιτητή. Ελέγχει μόνο τη νομιμότητα της όλης διαδικασίας. 

 

Η αποκάλυψη δημοσίως των πληροφοριών αυτών και η δυνατότητα να παρέχεται στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο να εξετάζει και να ελέγχει αυτές τις πληροφορίες, θα παραβίαζε ζητήματα ασφάλειας της Δημοκρατίας που είναι ένας από τους λόγους που το άρθρο 29(1) δίδει την εξουσία στη διοίκηση να περιορίσει το δικαίωμα διαμονής κοινοτικού ατόμου. . . . ..

 

. .... Οτιδήποτε αποκαλυπτόταν πέραν αυτών των ζητημάτων που παρουσιαζόταν από το διοικητικό φάκελο, Τεκμήριο «Α», να βρίσκονται καταχωρημένα σε άλλους φακέλους, θα παραβίαζε την εμπιστευτικότητα των πληροφοριών και θα ερχόταν ευθέως σε σύγκρουση με το δικαίωμα της Δημοκρατίας να ελέγχει κατά κυριαρχικό τρόπο τα άτομα τα οποία εισέρχονται ή παραμένουν στη Δημοκρατία, άλλα βέβαια από πολίτες της. Παρόμοια γεγονότα υπήρξαν και στην υπόθεση Krisztian Bekefi v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 293/2012, ημερ. 7.3.2012.″»

 

Στη βάση των πιο πάνω προκύπτει ότι το Δικαστήριο προέβη στη μελέτη των απόρρητων εγγράφων που του παραδόθηκαν και τα οποία σχετίζονταν με τη διαδικασία. Με τη λήψη και μελέτη των απόρρητων εγγράφων το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι αυτά πράγματι αφορούσαν σε «πληροφορίες οι οποίες άπτονται της δημόσιας ασφάλειας και είναι διαβαθμισμένες ως                     απόρρητες». Εξετάζοντας το υπό κρίση αίτημα για αποκάλυψη όπου, όπως τονίστηκε και από το ίδιο το Δικαστήριο στην Απόφαση του, απαιτείται στάθμιση αφενός μεν της ανάγκης γνωστοποίησης στον Εφεσείοντα όλων των στοιχείων που αποτελούν τη βάση της διατήρησης της κράτησης του και αφετέρου την ανάγκη προστασίας της δημόσιας ασφάλειας, έκρινε ότι δεν υπήρχε οποιοδήποτε έρεισμα για ικανοποίηση του.

Επισημαίνουμε εν προκειμένω ότι, έχοντας διεξέλθει τα έγγραφα που σημειώθηκαν ενώπιον μας με την ένδειξη Α, τα όσα το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε σε σχέση με τα εν λόγω έγγραφα και το περιεχόμενο τους, συνάδουν απόλυτα με τα όσα πράγματι εκτίθενται σε αυτά.

 

Όπως προκύπτει από τα πιο πάνω, το πρωτόδικο Δικαστήριο έχοντας το ίδιο πρόσβαση στα απόρρητα έγγραφα και πληροφορίες, υποκατέστησε, στο πλαίσιο της Αίτησης τον Εφεσείοντα, στην άσκηση των δικαιωμάτων του, διασφαλίζοντας με αυτό τον τρόπο τα δικαιώματα του σε δίκαιη δίκη και αποτελεσματική δικαστική προστασία. Αναμφίβολα η διαδικασία η οποία ακολουθήθηκε συνάδει πλήρως με τα όσα έχουν προκριθεί στη σχετική επί του θέματος νομολογία.

 

Στο πλαίσιο της αγόρευσης της η κα Χαραλαμπίδου επικαλέστηκε την απόφαση του ΕΔΑΔ, Ljatifi v. The Former Yugoslav Republic of Macedonia, App. No. 19017/16, ημερ. 17/5/2018.

 

Η υπόθεση αυτή αφορούσε σε ανάκληση του χορηγηθέντος καθεστώτος ασύλου της προσφεύγουσας, για λόγους εθνικής ασφάλειας. Ωστόσο, στο δικαστικό έλεγχο της υπόθεσης της ο ισχυρισμός του Υπουργείου Εσωτερικών της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, ότι αυτή αποτελούσε κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια, είχε γίνει αποδεκτός χωρίς άλλες πραγματικές λεπτομέρειες που να υποστήριζαν τον εν λόγω ισχυρισμό. Το Δικαστήριο είχε αναφέρει ότι το Υπουργείο είχε λάβει την απόφαση του με βάση ένα απόρρητο έγγραφο, που δόθηκε από τον Οργανισμό Πληροφοριών (Intelligence Agency) το οποίο δεν ήταν διαθέσιμο και προσβάσιμο κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων. Στην υπόθεση εκείνη ούτε η προσφεύγουσα, αλλά ούτε και το Δικαστήριο, είχαν εφοδιαστεί με τα απόρρητα έγγραφα επί του οποίου βασίστηκε η απόφαση, ούτε δόθηκαν οποιεσδήποτε άλλες λεπτομέρειες και/ή γεγονότα γιατί η Αιτήτρια αποτελούσε κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια. Ειδικότερα επισημάνθηκε ότι ενώπιον του Δικαστηρίου είχε παρουσιαστεί μία επεξεργασμένη έκθεση του απόρρητου εγγράφου (redacted version of the classified document), από την οποία το μόνο γεγονός που προέκυπτε ήταν η υποτιθέμενη γνώση και υποστήριξη της προσφεύγουσας σχετικά με συμμετοχή άλλων ανθρώπων σε αριθμό κλοπών, χωρίς να παρασχεθούν οποιεσδήποτε άλλες λεπτομέρειες προς υποστήριξη του ισχυρισμού ότι η προσφεύγουσα αντιπροσώπευε κίνδυνο στην ασφάλεια της χώρας[5]. Κατ’ ουσία τα Δικαστήρια περιορίστηκαν σε μία καθαρά τυπική εξέταση (formal examination) της απόφασης απέλασης.

 

Παρατίθενται πιο κάτω σχετικά αποσπάσματα από την εν λόγω Απόφαση στις παραγράφους 38-40:

 

38. The Court observes that no other factual details were provided in support of the allegations against the applicant. Furthermore, no proceedings were brought against her for participating in the commission of any offence in the respondent State or any other country.

39. The Court further observes that apart from the general statement mentioned above, the authorities did not provide the applicant with the slightest indication of the grounds on which they had based their assessment. The classified note of the Intelligence Agency submitted in redacted form in the proceedings before the Court, was not available for consultation under any condition in the impugned proceedings before the Ministry. Lacking even an outline of the facts which had served as a basis for that assessment, the applicant was not able to present her case adequately in the ensuing judicial review proceedings.

40. Lastly, there is nothing to suggest that the administrative courts were provided with the classified note of the Intelligence Agency, let alone with any further factual details, for the purpose of verifying that the applicant really did represent a danger for national security. In such circumstances, the Court considers that the courts confined themselves to a purely formal examination of the impugned order. In any event, they did not explain, if only summarily, the importance of preserving the confidentiality of that document or the extent of the review they had carried out (see Regner v. the Czech Republic [GC], no. 35289/11, §§ 158-160, ECHR 2017 (extracts)). Accordingly, they failed to subject the executive’s assertion that the applicant posed a national security risk to meaningful scrutiny (see ibid., §§ 43 and 44; Lupsa, cited above, § 41; and Kaya v. Romania, no. 33970/05, § 42, 12 October 2006)”.

 

 

Όπως προκύπτει από τα πιο πάνω, η υπόθεση Ljatifi (ανωτέρω) διακρίνεται επί των γεγονότων της από την υπό κρίση περίπτωση. Στην υπόθεση εκείνη η προσφεύγουσα δεν είχε υπόψη της τους λόγους για τους οποίους αυτή αποτελούσε κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια. Στη βάση αυτή δεν μπορούσε να προσβάλει επαρκώς τους ισχυρισμούς της εκτελεστικής εξουσίας, ότι τίθετο, πράγματι, υπό απειλή η εθνική ασφάλεια.

 

Προβλήθηκε από μέρους του Εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο                    εσφαλμένα και χωρίς καμία αιτιολογία, απλώς, αποδέχτηκε την επίκληση της εθνικής ασφάλειας από τους Εφεσίβλητους χωρίς καμία αξιολόγηση αυτών των ισχυρισμών και των λόγων για τους οποίους δεν                                   αποκαλύφθηκαν τα έγγραφα για τα οποία ζητήθηκε πρόσβαση, ενώ                 ξεκάθαρα, όπως υποστηρίχθηκε, είχε την αρμοδιότητα να το πράξει και χωρίς καν να απαιτήσει από τους Εφεσίβλητους, που είχαν το βάρος            απόδειξης, να αποδείξουν αυτή την αναγκαιότητα.

 

Όπως ορθά επισημάνθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, το Δικαστήριο δεν μπορεί να υπεισέλθει στους λόγους που η Διοίκηση αποφάσισε ότι τίθεται ζήτημα ασφάλειας του Κράτους. Και τούτο από την άποψη ότι αυτά είναι ζητήματα για τα οποία το Κράτος έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια. Η ενεργός Διοίκηση είναι κατ’ εξοχή το όργανο στο οποίο εναποτίθεται η ευθύνη για εκτίμηση των γεγονότων, ιδιαιτέρως όταν υπεισέρχονται στην εικόνα εμπιστευτικές πληροφορίες σχετικές με θέματα κρατικής ασφάλειας ή που ευλόγως προκαλούν ανησυχία για τη δημόσια ασφάλεια (Stoyanov v. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 718/2012, ημερ. 26/2/2014, ECLI:CY:AD:2014:D151). Το Δικαστήριο δεν μπορεί να ασκήσει ιδίαν κρίση περί της επικινδυνότητας ενός αιτητή. Μπορεί, βεβαίως, στο πλαίσιο ελέγχου της νομιμότητας της όλης διαδικασίας να ελέγξει τις πληροφορίες - εφόσον τέτοιος έλεγχος δεν μπορεί να διενεργηθεί χωρίς στοιχεία - χωρίς, ωστόσο, να υπεισέρχεται στην ουσιαστική εκτίμηση των πληροφοριών, ήτοι χωρίς να τις αξιολογεί για να αποφανθεί κατά πόσο η απόφαση της Διοίκησης ήταν ορθή ή η ενδεδειγμένη. (Bekefi v. Δημοκρατίας, Αναθεωρητική Έφεση αρ. 42/2013, ημερ. 30/6/2016, ECLI:CY:AD:2016:C317). Και είναι αυτό το οποίο έπραξε, στην προκείμενη περίπτωση, εφόσον μέσω της διαδικασίας που περιγράφηκε ανωτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο διήλθε των σχετικών εγγράφων που του παραδόθηκαν διαπιστώνοντας το ίδιο με αυτό τον τρόπο ότι επρόκειτο για πληροφορίες οι οποίες άπτονταν της δημόσιας ασφάλειας και ήταν διαβαθμισμένες ως απόρρητες.

 

Μέσω του Δεύτερου Λόγου Έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε το αίτημα για προσαγωγή συμπληρωματικής μαρτυρίας, παραβιάζοντας το δικαίωμα του Εφεσείοντα να ακουστεί στο πλαίσιο του δικαιώματος του σε δίκαιη δίκη και σε αποτελεσματικό ένδικο μέσο.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απορρίπτοντας το αίτημα για προσαγωγή συμπληρωματικής μαρτυρίας, επεσήμανε ότι το τι επιδιώκετο, ειδικότερα μέσω των Τεκμηρίων 2 και 3 (Έκθεση και Εισηγήσεις της Λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου και Πρακτικά της συνέντευξης αναφορικά με το αίτημα για άσυλο), ήταν η αμφισβήτηση της Απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου με την οποία κρίθηκε ότι αποτελεί κίνδυνο για την ασφάλεια του Κράτους που είχε ως αποτέλεσμα την επικύρωση του Διατάγματος κράτησης - η οποία Απόφαση, όπως ήδη αναφέρθηκε ανωτέρω, αποτέλεσε αντικείμενο  προσφυγής από τον Εφεσείοντα (800/2019) ενώπιον του ΔΔΔΠ και η οποία απερρίφθη – ενώ, καθόσον αφορά τα Τεκμήρια 4-9 (Άρθρα και Εκθέσεις αναφορικά με την κατάσταση που επικρατεί στην Συρία), τόνισε ότι αυτά αφορούσαν τη γενικότερη κατάσταση στη Συρία και δεν συνδέονταν με τον Εφεσείοντα και συγκεκριμένα με το κατά πόσον αυτός αποτελούσε κίνδυνο ή όχι για την εθνική ασφάλεια.

 

Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι τα γεγονότα που ο Εφεσείων επεδίωξε να συμπεριλάβει στην Αίτηση του για Habeas Corpus εξέφευγαν του ελέγχου, ευρισκόμενα έξω από την αρμοδιότητα του αφού αποτελούσαν αντικείμενο της δικαιοδοσίας του Διοικητικού Δικαστηρίου σε προσφυγή, είναι ορθή. Ήδη έχουμε πιο πάνω αναφερθεί, με παραπομπή σε σχετική νομολογία, στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου  όταν υπεισέρχονται στην εικόνα στοιχεία ή πληροφορίες που ευλόγως προκαλούν ανησυχία για τη δημόσια ασφάλεια, η εκτίμηση των οποίων γίνεται από τη Διοίκηση, το έργο του Δικαστηρίου περιοριζόμενο στον έλεγχο της νομιμότητας. Δεδομένης δε της περιγραφής των Τεκμηρίων                   4-9 ορθή ήταν, επίσης, και η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι τα εν λόγω Τεκμήρια δεν συνδέονταν με τον Εφεσείοντα και, ειδικότερα, με το κατά πόσο αυτός αποτελούσε κίνδυνο ή όχι για την εθνική ασφάλεια.

 

Η Απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C-146/14, PPU Bashir Mohamed Ali Mahdi, 5/6/2014, που παρατίθεται από τον                       Εφεσείοντα στις παραγράφους 52 και 53 του Περιγράμματος Αγόρευσης του, δεν εφαρμόζεται στο πλαίσιο της παρούσας Αίτησης, καθώς αφορά σε ερμηνεία της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα Κράτη Μέλη για την                        επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών, στην                       οποία προβλέπονται και ακολουθούνται άλλες διαδικαστικές εγγυήσεις και διαδικασίες.

Ακολουθεί η παράθεση του Τέταρτου, Πέμπτου και Έκτου Λόγου Έφεσης οι οποίοι λόγω της συνάφειας τους θα εξετασθούν μαζί.

 

Μέσω του Τέταρτου Λόγου Έφεσης προβλήθηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάνθηκε ότι δεν έχει αρμοδιότητα να εξετάσει την επαλήθευση των λόγων κράτησης επειδή αυτοί αφορούν λόγους προστασίας της εθνικής ασφάλειας, στερώντας από τον Εφεσείοντα πρόσβαση σε αποτελεσματικό ένδικο μέσο.

 

Μέσω του Πέμπτου Λόγου Έφεσης προβάλλεται ότι ο δικαστικός έλεγχος της κράτησης του Εφεσείοντα, νομιμότητας και διάρκειας, υπό το φως ιδίως του λόγου κράτησης που αφορά στην προστασία της εθνικής ασφάλειας, δεν διασφαλίζει τις αρχές της αποτελεσματικότητας του ένδικου μέσου, όπως έχουν κατοχυρωθεί από τη νομολογία του ΔΕΕ και του ΕΔΑΔ, εφόσον υπάρχει άρνηση αποκάλυψης των στοιχείων και εγγράφων επί των οποίων βασίζεται η κράτηση του Εφεσείοντα.

 

Μέσω του Έκτου Λόγου Έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε και εφάρμοσε λανθασμένα το Άρθρο 9ΣΤ(4) του                    Ν. 6(Ι)/2000 και το αντίστοιχο Άρθρο 9 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ αναφορικά με τις αρχές που διέπουν τις εγγυήσεις για κρατούμενους αιτούντες, δυνάμει του Ενωσιακού Δικαίου. Ως αιτιολογία του εν λόγω Λόγου Έφεσης αναφέρεται ότι:

 

·         Εσφαλμένα παρέλειψε να εφαρμόσει τις αρχές της αναγκαιότητας και αναλογικότητας σχετικά με τη νομιμότητα της διάρκειας της κράτησης του Εφεσείοντα προς συμμόρφωση με εγγυήσεις των εδαφίων (1) και (2) του Άρθρου 9 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ και των παραγράφων (α) και (β) του εδαφίου (4) του Άρθρου 9ΣΤ του Ν. 6(Ι)/2000.

·         Δεν ερμήνευσε τις υποχρεώσεις τήρησης των ως άνω εγγυήσεων, σε συνδυασμό με την υποχρέωση δέουσας επιμέλειας εκ μέρους των αρχών, χωρίς να προκύπτουν περιττές καθυστερήσεις στις διοικητικές διαδικασίες που αφορούν στο λόγο κράτησης και αντί αυτού έκρινε ότι ο χρόνος που είχε παρέλθει από την κράτηση του Εφεσείοντα μέχρι την έκδοση της απόφασης δεν ήταν τέτοιος ώστε να καταδεικνύει περιττές καθυστερήσεις εκ μέρους των αρχών.

 

Στο πλαίσιο προώθησης των πιο πάνω Λόγων Έφεσης η ευπαίδευτη συνήγορος του Εφεσείοντα υποστήριξε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να ελέγξει ότι οι Εφεσίβλητοι προέβησαν σε συγκεκριμένες, ουσιαστικές και στοχευμένες ενέργειες οι οποίες να επιβεβαιώνουν την αναγκαιότητα και αναλογικότητα της κράτησης για το σκοπό της προστασίας της εθνικής ασφάλειας και όχι οποιεσδήποτε άλλες διαδικασίες, όπως η εξέταση                    του αιτήματος ασύλου και οι οποίες προωθούνται χωρίς περιττές καθυστερήσεις. Πρόσθεσε ότι με βάση τη νομολογία τόσο του ΕΔΑΔ, όσο και του ΔΕΕ, απαιτείται σε όλες τις περιπτώσεις περιορισμού του δικαιώματος στην προσωπική ελευθερία πλήρης και αποτελεσματικός δικαστικός έλεγχος, ανεξαρτήτως αν ο λόγος κράτησης αφορά στην προστασία της εθνικής ασφάλειας και ειδικά όταν η κράτηση προσώπου είναι παρατεταμένης διάρκειας, όπως η περίπτωση του Εφεσείοντα. Ήταν η θέση της συνηγόρου ότι σε καμία περίπτωση τα Άρθρα 8 και 9 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ και του αντίστοιχου Άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου, εξαιρούν το δικαστικό έλεγχο της κράτησης, είτε μέσω προσφυγής, είτε μέσω Habeas Corpus, σε ό,τι αφορά τη διάρκεια της κράτησης όταν αυτή βασίζεται σε λόγους προστασίας της εθνικής ασφάλειας. Υποστήριξε, ακόμη, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε κατά πόσο οι λόγοι, τους οποίους επικαλούνταν οι Εφεσίβλητοι, συνέχιζαν να υφίστανται και κατά την εκδίκαση της Αίτησης Habeas Corpus και κατά πόσο έγιναν οποιεσδήποτε ενέργειες εκ μέρους των Εφεσίβλητων για επαλήθευση τους.

 

Η συνέχιση της κράτησης του Εφεσείοντα δεν συνδεόταν με ενέργειες των Εφεσίβλητων, αλλά με το γεγονός ότι εκκρεμούσε από μέρους του Εφεσείοντα η προσφυγή του στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας κατά της Απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου για μη αναγνώριση σε αυτόν του καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Σημαντικό είναι εξ αρχής να επισημανθεί ότι η επικινδυνότητα του Εφεσείοντα και η εξέταση των σχετικών πληροφοριών και στοιχείων απασχόλησαν, στην προκείμενη περίπτωση, τα αρμόδια σώματα με τη νομιμότητα του διατάγματος κράτησης του να έχει ήδη κριθεί από το αρμόδιο Δικαστήριο, ήτοι, το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας, με την Απόφαση του ημερ. 19/8/2019, με την οποία απερρίφθη η προσφυγή εναντίον του δεύτερου εντάλματος κράτησης, χωρίς να ασκηθεί επί αυτής της Απόφασης έφεση.

 

Η απόφαση στην Πολιτική Αίτηση αρ. 4/20, Mhammedi, ημερ. 24/2/2020, που επικαλέστηκε η συνήγορος του Εφεσείοντα, δεν τυγχάνει εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση γιατί τα γεγονότα της διακρίνονται, εφόσον στην υπόθεση εκείνη δεν είχαν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου οποιαδήποτε στοιχεία και/ή τα στοιχεία που οδήγησαν στην έκδοση του διατάγματος κράτησης του αιτητή, όπως και εκείνα που λήφθηκαν υπόψη κατά την επανεξέταση οπόταν και αποφασίστηκε ότι η συνέχιση της κράτησης του αιτητή ήταν επιβεβλημένη.

 

Με τον Έβδομο Λόγο 'Εφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε και εφάρμοσε λανθασμένα και παραβίασε το Άρθρο 5 της ΕΣΔΑ, κρίνοντας τη διάρκεια της κράτησης του Εφεσείοντα ως νόμιμη.

 

Όπως έχει ήδη αναφερθεί ανωτέρω, η νομιμότητα του εκδοθέντος διατάγματος κράτησης σε συνάρτηση με τη συμβατότητα του με το Άρθρο 5 της ΕΣΔΑ έχει ήδη κριθεί από το αρμόδιο Δικαστήριο (ΔΔΔΠ) με την Απόφαση του ημερ. 19/8/2019, χωρίς να έχει ασκηθεί οποιαδήποτε έφεση επί της απόφασης που εκδόθηκε σχετικά.

 

Εν πάση περιπτώσει, το ΔΕΕ στην υπόθεση C-601/15, J.N. ν. Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie, ημερ. 15/2/2016, αποφάσισε πως το Άρθρο 8(3)(ε) της Οδηγίας 2013/13/ΕΕ δεν παραβιάζει το επίπεδο προστασίας που προβλέπει το Άρθρο 5(1)(στ) της ΕΣΔΑ.

 

Υποστηρίχτηκε, επίσης, από πλευράς του Εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε το κατά πόσο οι Εφεσίβλητοι παρουσίασαν οποιοδήποτε στοιχείο που να αποδεικνύει ότι η συνέχιση και διάρκεια της κράτησης του Εφεσείοντα είναι στενά συνδεδεμένη με τους σκοπούς για τους οποίους αυτή διατάχθηκε εξ αρχής.

 

Επισημαίνεται ότι για να κριθεί ότι η διάρκεια της κράτησης έχει καταστεί αδικαιολόγητα παρατεταμένη, θα πρέπει να ελεγχθεί υπό το φως των προνοιών του Άρθρου 9ΣΤ(4)(α) του Νόμου. Σύμφωνα με το Άρθρο αυτό, η κράτηση ενός αιτητή θα πρέπει να έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και να διαρκεί μόνο για όσο χρονικό διάστημα ισχύει ο λόγος κράτησης. Ταυτοχρόνως, εξετάζεται κατά πόσο οι ανάλογες και σχετικές διοικητικές διαδικασίες που διεξάγονται και συνδέονται με το λόγο κράτησης εκτελούνται χωρίς περιττές καθυστερήσεις.

 

Επισημαίνεται, εν προκειμένω, ότι η αναφορά στο εδάφιο (4)(β) του Άρθρου 9ΣΤ σε «διοικητικές διαδικασίες που συνδέονται με λόγο κράτησης που προβλέπεται στο εδάφιο (2)», του ιδίου Άρθρου, αφορούν, κατά κύριο λόγο, στις περιπτώσεις έκδοσης διατάγματος κράτησης κατά τα διαλαμβανόμενα στις παραγράφους (α) – (δ), καθώς και παράγραφο (στ), του εδαφίου (2) και παραπέμπουν σε κάποιες ενέργειες που πρέπει να διεκπεραιωθούν. Σε σχέση με το λόγο που διαλαμβάνεται στην παράγραφο (ε) του εδαφίου (2), δεν προδιαγράφεται από την ίδια την παράγραφο κάτι το οποίο πρέπει να γίνει, ενώ η κράτηση προσώπου για λόγους προστασίας της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης μπορεί να δικαιολογηθεί εφόσον εκκρεμούν διαδικασίες που αφορούν τον Αιτητή.

 

Όπως ορθά επισημάνθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην προκείμενη περίπτωση ο έλεγχος της διάρκειας της κράτησης δεν εξετάζετο                   μεμονωμένα, αλλά στο πλαίσιο των γεγονότων της υπόθεσης,                         επισημαίνοντας ότι εξετάζεται κατά πόσο οι ανάλογες και σχετικές                          διοικητικές διαδικασίες που διεξάγονται, εξετάζονται και συνδέονται με το λόγο κράτησης και ότι αυτές εκτελούνται χωρίς περιττές καθυστερήσεις.

 

Η σχετική περικοπή από την Απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου έχει ως εξής:

 

«Από τις 11 Φεβρουαρίου 2019, ημέρα κατά την οποία ο αιτητής τέθηκε υπό κράτηση, μέχρι της καταχώρισης της αίτησης, ημερ. 22 Οκτωβρίου 2019, μεσολάβησαν οκτώ μήνες. Η εν λόγω διάρκεια της κράτησης εξετάζεται όχι μεμονωμένα, αλλά στο πλαίσιο των γεγονότων της παρούσας υπόθεσης. Τούτου δοθέντος, η διάρκεια για να κριθεί ότι αποτελεί παρατεταμένο διάστημα, θα πρέπει να ελεγχθεί κατά πόσο από την κράτηση παραβιάζονται οι πρόνοιες του άρθρου 9ΣΤ(4)(α) του Νόμου. Σύμφωνα με το άρθρο αυτό, η κράτηση ενός αιτητή θα πρέπει να έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και να διαρκεί μόνο για όσο χρονικό διάστημα απαιτείται σε συνάρτηση με το λόγο κράτησης του. Ταυτοχρόνως, εξετάζεται κατά πόσο οι ανάλογες και σχετικές διοικητικές διαδικασίες που διεξάγονται, εξετάζονται και συνδέονται με το λόγο κράτησης και ότι αυτές εκτελούνται χωρίς περιττές καθυστερήσεις.

 

Ο αιτητής κρατείται για λόγους εθνικής ασφάλειας βάσει των προνοιών του άρθρου 9ΣΤ(2)(ε) του Νόμου. Η δραστηριότητα του αιτητή, η ενυπάρχουσα επικινδυνότητα, εξετάστηκαν από τις αρμόδιες αρχές στη βάση των πληροφοριών που έλαβαν από την ημέρα κράτησης του. Ήταν το αντικείμενο που απασχόλησε το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας σε προσφυγή που υπέβαλε ο αιτητής, το αποτέλεσμα της οποίας σημειώθηκε πιο πάνω. Ταυτοχρόνως, ο αιτητής είναι υπό κράτηση, καθότι εξετάζεται η προσφυγή την οποία υπέβαλε εναντίον της απόρριψης του υποβληθέντος αιτήματος για άσυλο.

 

Υπό τις περιστάσεις, είμαι της γνώμης ότι το διαρρεύσαν χρονικό διάστημα δεν είναι τέτοιο, που να δικαιολογεί την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος. (Βλ. Πολ. Αίτ. 173/2019, ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ xxxx ALSHEIKO, ημερ. 24 Οκτωβρίου 2019). Ο παράγοντας χρόνος επί του προκειμένου εξετάζεται στη βάση όλων των περιστατικών της παρούσας υπόθεσης και δεν θεωρώ ότι έχει παρέλθει τέτοιο χρονικό διάστημα που να δικαιολογεί την επέμβαση του Δικαστηρίου.»

Η παραπομπή της συνήγορου του Εφεσείοντα στην απόφαση του ΕΔΑΔ,               A. and Others ν. United Kingdom, Application No. 3455/2005, 19/2/2009, δεν θεωρούμε ότι είναι σχετική. Πρόκειται για υπόθεση όπου κρίθηκε ότι άτομα που κρατούνταν για παρατεταμένη διάρκεια για λόγους εθνικής ασφάλειας, χωρίς οποιαδήποτε προοπτική απέλασης, κρατούνταν κατά παράβαση του Άρθρου 5(1) της ΕΣΔΑ.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έχοντας κατά νου ότι η υπέρβαση του εύλογου χρόνου είναι ζήτημα πραγματικό έκρινε ότι, υπό το φως όλων των γεγονότων, το διαρρεύσαν χρονικό διάστημα δεν ήταν τέτοιο που να δικαιολογεί επέμβαση του Δικαστηρίου. (Essa Morad Khlaief v. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.ά. (2003) 1 Α.Α.Δ. 1402 και Habibi Pour Ali Fasel v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Πολιτική Έφεση αρ. 236/2015, ημερ. 31/3/2016). Στο πλαίσιο αυτό και για σκοπούς της κατάληξης του ότι δεν δικαιολογείτο η έκδοση του αιτούμενου Διατάγματος, ορθά έλαβε υπόψη τις διαδικασίες και διαβήματα του ιδίου του Εφεσείοντα για αναθεώρηση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερ. 20/6/2019, με την οποία αυτός απεκλείσθη από το καθεστώς διεθνούς προστασίας και οι οποίες διαδικασίες δεν έχουν τελεσιδικήσει εφόσον ο Εφεσείων καταχώρησε εναντίον της εν λόγω Απόφασης την Προσφυγή ΔΔΠ 72/2019.

 

Μέσω του Όγδοου Λόγου Έφεσης προβλήθηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν άσκησε τη δικαιοδοσία του για επιβολή εναλλακτικών της κράτησης μέτρων.

 

Δεδομένου του λόγου που ο Εφεσείων κρατείται, ήτοι η ασφάλεια του Κράτους, δεν ετίθετο θέμα εξέτασης εναλλακτικών τρόπων κράτησης ή όρων για απελευθέρωσή του.

 

Μέσω του Ένατου Λόγου Έφεσης προβλήθηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα συνέδεσε την εξέταση της νομιμότητας της διάρκειας της κράτησης του Εφεσείοντα και την αποκάλυψη των στοιχείων επί των οποίων αυτή βασίζεται με το κατά πόσο αυτός εφεσίβαλε αποφάσεις που αφορούν τη νομιμότητα του διατάγματος κράτησης ή την αποκάλυψη εγγράφου στο πλαίσιο τέτοιου ελέγχου νομιμότητας.

 

Ούτε και αυτός ο λόγος Έφεσης είναι βάσιμος. Η σημασία του γεγονότος ότι δεν είχε εφεσιβληθεί η Απόφαση που αφορούσε στη νομιμότητα του διατάγματος κράτησης έγκειτο στο γεγονός ότι η νομιμότητα του εκδοθέντος διατάγματος κράτησης είχε κριθεί από το ΔΔΔΠ κατά τρόπο τελεσίδικο και αμετάκλητο και ότι ό,τι ελέγχετο πλέον μέσω του προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus ήταν η διάρκεια κράτησης. Όσον δε αφορά τις συνέπειες που προέκυπταν από το γεγονός ότι δεν είχε εφεσιβληθεί η Απόφαση του ΔΔΔΠ που εκδόθηκε στο πλαίσιο της αίτησης για αποκάλυψη εγγράφων, ορθά κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι συνιστούσε κατάχρηση της διαδικασίας εφόσον επιδιώκετο ακριβώς το ίδιο αποτέλεσμα με την ήδη εκδοθείσα Απόφαση του ΔΔΔΠ στην Προσφυγή               υπ’. αρ. 800/2019[6].

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η Έφεση απορρίπτεται.

 

 

 

                                            Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π.

 

 

 

                                                Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

 

 

                                                Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

 

 

                                                Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

                                               

 

                                                Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.



[1]3.   Ο αιτών μπορεί να υποβληθεί σε κράτηση μόνο:

…………………………………………………………………………………………………

ε)

όταν απαιτείται για την προστασία της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης,

 

[2]1.   Η κράτηση αιτούντος έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και εφαρμόζεται μόνο για όσο διάστημα ισχύουν οι λόγοι που καθορίζονται στο άρθρο 8 παράγραφος 3.

Οι διοικητικές διαδικασίες που συνδέονται με τους λόγους κράτησης που καθορίζονται στο άρθρο 8 παράγραφος 3 εκτελούνται χωρίς περιττές καθυστερήσεις. Καθυστερήσεις των                    διοικητικών διαδικασιών που δεν μπορούν να αποδοθούν στο αιτούντα δεν δικαιολογούν                  συνέχιση της κράτησης.

 

[3]

49

. Επιτρέποντας την κράτηση αιτούντος όταν αυτό απαιτείται για την προστασία της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξεως, το άρθρο 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2013/33 προβλέπει περιορισμό της ασκήσεως του δικαιώματος στην ελευθερία το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 του Χάρτη.

 

50

. Εντούτοις, κατά το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη κάθε περιορισμός στην άσκηση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που αναγνωρίζονται σε αυτόν πρέπει να προβλέπεται από τον νόμο και να σέβεται το βασικό περιεχόμενο των εν λόγω δικαιωμάτων και ελευθεριών. Τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, περιορισμοί επιτρέπεται να επιβάλλονται μόνον εφόσον είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγματικά σε σκοπούς γενικού συμφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών τρίτων.

53. Δεδομένου ότι η προστασία της εθνικής ασφάλειας και της δημόσιας τάξεως αποτελεί τον σκοπό του άρθρου 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο ε΄, της οδηγίας 2013/33, διαπιστώνεται ότι μέτρο κρατήσεως βάσει της διατάξεως αυτής ανταποκρίνεται πράγματι σε σκοπό γενικού συμφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση. Κατά τα λοιπά, η προστασία της εθνικής ασφάλειας και της δημόσιας τάξεως συμβάλλει επίσης στην προστασία των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των τρίτων. Ως προς το σημείο αυτό, το άρθρο 6 του Χάρτη διακηρύσσει το δικαίωμα κάθε προσώπου όχι μόνο στην ελευθερία, αλλά επίσης και στην ασφάλεια (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Digital Rights Ireland κ.λπ., C‑293/12 και C‑594/12, EU:C:2014:238, σκέψη 42).

 

 

[4]Δέστε παράγραφο 125.

[5]37. In the proceedings before the Court, the Government produced a redacted version of the classified document which had allegedly served as the grounds on which the impugned assessment had been based. The only fact emerging from that document that was sufficient to consider the applicant as a security risk was her alleged knowledge of and support for other people’s involvement in the commission of multiple thefts and acts of concealment (see paragraph 12 above). The document contains no indication capable of establishing the number and identity of those people or the applicant’s relationship, if any, with them. It further stated that the applicant had lived in a common-law partnership with a Macedonian national and had been obtaining a monetary allowance on the basis of her asylum.”

[6] Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Διευθυντής των Φυλακών ν. Τζεννάρο Περρέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 217:

 

«Από τα πολύ παλιά χρόνια έγινε δεκτό ότι η έγερση ή η προώθηση περισσοτέρων της μιας διαδικασιών για την επίτευξη στόχων που μπορεί και έπρεπε να επιδιωχθούν σε μια διαδικασία, συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας [βλ. Williams v. Hunt [1905] 1 Κ.Β. 512]. Στην Πολιτική Έφεση 8894 (αποφασίστηκε στις 28.4.93), η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου διαπίστωσε ότι: "... Η επίκληση των δικαιοδοσιών του Ανωτάτου Δικαστηρίου ελέγχεται προς αποτροπή κατάχρησης των δικαιοδοσιών. Η επιδίωξη όμοιων σκοπών με την υιοθέτηση παράλληλων ένδικων μέσων ελέγχεται από το Δικαστήριο όπως και γενικότερα η πολλαπλότητα των διαδικασιών για την επίτευξη του ίδιου στόχου. ...".»


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο