ABDALLA v. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 96/2020, 8/6/2021

ECLI:CY:AD:2021:A233

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 96/2020)

 

 

8 Ιουνίου, 2021

 

 

[ΠΑΝΑΓΗ, Π., ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ,

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ/στές]

 

 

XXX XXX ABDALLA

 

Εφεσείων/Αιτητής,

και

 

  ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

                      1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

2. ΑΝ. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ

                           ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

 

Εφεσίβλητοι/Καθ’ων η Αίτηση.

________________________________________

 

Νικολ. Χαραλαμπίδου (κα) με Κατ. Χαρίτου (κα), για τον Εφεσείοντα.

 

Κατ. Χατζηδημητρίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του

Γενικού Εισαγγελέα, για τους Εφεσίβλητους.

 

 

ΠΑΝΑΓΗ, Π.: Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Ο Εφεσείων με έξι Λόγους Έφεσης προσβάλλει τόσο την ενδιάμεση Απόφαση ημερ. 28/2/2020, όσο και την τελική Απόφαση ημερ. 11/3/2020 του Ανωτάτου Δικαστηρίου υπό μονομελή σύνθεση (εφεξής πρωτόδικο Δικαστήριο), οι οποίες εκδόθηκαν στο πλαίσιο εκδίκασης της Αίτησης του για έκδοση Habeas Corpus ad subjiciendum. Κατά το χρόνο εκείνο αυτός τελούσε υπό κράτηση συνεπεία σχετικού Διατάγματος που εκδόθηκε δυνάμει του Άρθρου 9ΣΤ(2)(ε) του περί Προσφύγων Νόμου 6(Ι)/2000.

 

Γεγονότα

Σύμφωνα με τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα της υπόθεσης ο Εφεσείων, υπήκοος Συρίας, αφίχθηκε παράνομα μαζί με δύο άλλα άτομα στην Κυπριακή Δημοκρατία μέσω του παράνομου αεροδρομίου της Τύμπου στις 28/1/2019. Στις 8/2/2019 μετακινήθηκαν στις ελεύθερες περιοχές όπου υπέβαλαν αίτημα για διεθνή προστασία.

 

Στις 11/2/2019 εκδόθηκε εναντίον του Εφεσείοντα Διάταγμα κράτησης για λόγους εθνικής ασφάλειας. Ακολούθησε στις 27/3/2019 η καταχώρηση, από τον Εφεσείοντα, στο Διοικητικό Δικαστήριο της Προσφυγής υπ’ αρ. 442/2019 για προσβολή του Διατάγματος κράτησης του, η οποία απερρίφθη στις 25/4/2019. Η εν λόγω απορριπτική Απόφαση εφεσιβλήθηκε με την Πολιτική Έφεση υπ’ αρ. 81/2019, η εκδίκαση της οποίας εκκρεμεί.

 

Στο μεταξύ, στις 28/5/2019, η Υπηρεσία Ασύλου με απόφαση της εκείνης της ημερομηνίας απέκλεισε τον Εφεσείοντα από το καθεστώς διεθνούς προστασίας. Εναντίον της εν λόγω Απόφασης κατεχωρήθη ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, στις 31/7/2019, η Προσφυγή υπ’ αρ. 74/2019 η οποία εκκρεμεί. Προηγουμένως, ήτοι στις 18/7/2019, ο Εφεσείων καταχώρησε την υπ’ αριθμό 129/2019 αίτηση για Habeas Corpus, η οποία απορρίφθηκε στις 8/8/2019.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο σταθμίζοντας από τη μια τα κριτήρια ως προς την ανάγκη αποκάλυψης στον Αιτητή όλων των στοιχείων στη βάση των οποίων διατάχθηκε η κράτηση και από την άλλη την ανάγκη προστασίας της δημόσιας ασφάλειας, με την ενδιάμεση Απόφαση του απέρριψε το αίτημα αποκάλυψης εγγράφων, το οποίο υπέβαλε η πλευρά του Εφεσείοντα. Μεταξύ άλλων, επεσήμανε ότι η μη αποκάλυψη των εν λόγω εγγράφων δεν θα επηρέαζε τα δικαιώματα του Εφεσείοντα για δίκαιη δίκη ή την ισότητα των όπλων.

 

Με την τελική του Απόφαση το πρωτόδικο Δικαστήριο απορρίπτοντας την αίτηση για Habeas Corpus, έκρινε ότι η περίοδος των 12, περίπου, μηνών κράτησης του Εφεσείοντα δεν μπορούσε να θεωρηθεί υπερβολική, επισημαίνοντας παράλληλα ότι οι λόγοι κράτησης του για σκοπούς δημόσιας ασφάλειας εξακολουθούσαν να υφίστανται.

 

Όπως είναι καλά γνωστό το προνομιακό ένταλμα της φύσεως Habeas Corpus ad subjiciendum διασφαλίζει την ελευθερία του ατόμου. Όπως αναφέρθηκε στην xxx Χ¨ Σάββας (1993) 1 Α.Α.Δ. 102, «Το Habeas Corpus ad subjiciendum είναι προνομιακή διαδικασία για τη διασφάλιση της ελευθερίας του πολίτη. Παρέχει αποτελεσματικό μέσο άμεσης απελευθέρωσης από παράνομη ή αδικαιολόγητη κράτηση, είτε στη φυλακή, είτε σε ιδιωτικό χώρο, από Αρχή ή ιδιώτη». Απαραίτητη προϋπόθεση δι’ έκδοση του εντάλματος συνιστά η απόδειξη, εκ μέρους του αιτούντος, του παράνομου της κράτησης ή φυλάκισης (Καλφοπούλου (1998) 1 Α.Α.Δ. 55). Με τη διαδικασία του εντάλματος Habeas Corpus, ό,τι επιδιώκεται είναι η διασφάλιση του δικαιώματος της ελευθερίας, διά της άμεσης απελευθέρωσης του αιτητή, ο οποίος, κατ’ ισχυρισμό, τελεί υπό παράνομη κράτηση. Οποτεδήποτε, στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας, διαπιστώνεται κάτι τέτοιο, το σχετικό διάταγμα εκδίδεται δικαιωματικά και όχι ως θέμα άσκησης διακριτικής εξουσίας, οπότε, ο αιτητής αφήνεται ευθύς ελεύθερος (Green v. Home Secretary [1941] 3 All E.R. 388, σελίδα 400).

 

Η προνομιακή δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για έκδοση του εντάλματος Habeas Corpus για έλεγχο της νομιμότητας της κράτησης από την άποψη της διάρκειας, που αφορά η υπό κρίση περίπτωση, παρέχεται στο Άρθρο 9ΣΤ(7)(α)(i) του περί Προσφύγων Νόμου 6(Ι)/2000 στο οποίο αναφέρεται ότι, «Η διάρκεια κράτησης βάσει του παρόντος άρθρου υπόκειται σε αίτηση για την έκδοση εντάλματος habeas corpus δυνάμει του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος, σύμφωνα με τις διατάξεις του εν λόγω ΆρθρουΕπισημαίνεται ότι ο έλεγχος της διάρκειας της κράτησης διενεργείται υπό το φως των διατάξεων του άρθρου 9ΣΤ(4)(α) του Νόμου που προνοεί ότι: «Η κράτηση αιτητή έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και διαρκεί μόνο για όσο διάστημα ισχύει λόγος κράτησης που προβλέπεται στο εδάφιο (2).» 

 

Οι πιο πάνω πρόνοιες της Νομοθεσίας μας φαίνεται να μεταφέρουν στην Κυπριακή έννομη τάξη τα όσα διαλαμβάνονται στην Οδηγία 2013/33/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία. Ειδικότερα το Άρθρο 8 της Οδηγίας επιτρέπει την κράτηση αιτητή ασύλου ή αιτητή καθεστώτος διεθνούς προστασίας μόνο για ορισμένους λόγους, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και η προστασία της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης[1] ενώ το Άρθρο 9 προνοεί για εγγυήσεις για κρατούμενους αιτητές με την κράτηση να έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και για όσο διάστημα ισχύουν οι λόγοι που καθορίζονται στην παράγραφο (3) του Άρθρου 8[2].

 

Αποτέλεσε, εν πρώτοις, εισήγηση της ευπαιδεύτου συνηγόρου της Δημοκρατίας ότι η υπό κρίση Έφεση θα πρέπει να απορριφθεί χωρίς να εξεταστεί η ουσία της. Την εισήγηση αυτή την βάσισε στο γεγονός ότι ο Εφεσείων πριν την καταχώρηση της Αίτησης για έκδοση Habeas Corpus, αντικείμενο της παρούσας Έφεσης, είχε καταχωρήσει στις 18/7/2019 άλλη Αίτηση, την υπ’ αρ. 129/2019 (εφεξής η πρώτη Αίτηση), η οποία απερρίφθη από το Δικαστήριο στις 8/8/2019 και δεν έχει εφεσιβληθεί.

 

Όπως επισημαίνεται, τόσο στην πρώτη Αίτηση, όσο και στην Αίτηση αντικείμενο της παρούσας Έφεσης, ηγέρθησαν οι ίδιοι ισχυρισμοί και τα ίδια νομικά σημεία.

 

Στη βάση αυτή ήταν η εισήγηση της κας Χατζηδημητρίου ότι ο Εφεσείων όχι μόνο κωλύεται να προωθεί την παρούσα Έφεση, αλλά και ότι η προώθηση της παρούσας διαδικασίας συνιστά έκδηλη κατάχρηση των δικαστικών διαδικασιών.

 

Το Δικαστήριο δεν συμφωνεί με την πιο πάνω εισήγηση.

 

Το Άρθρο 9ΣΤ(7)(α)(i) του περί Προσφύγων Νόμου, στο οποίο εμπίπτει η περίπτωση του Εφεσείοντα, προβλέπει ότι η διάρκεια κράτησης υπόκειται σε αίτηση για την έκδοση εντάλματος Habeas Corpus δυνάμει του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος και ο Εφεσείων δικαιούται στη βάση του Άρθρου 9ΣΤ(7)(α)(ii) να καταχωρήσει πέραν της μίας αίτησης, «ιδίως όταν η κράτηση είναι παρατεταμένης διάρκειας ή όταν προκύπτουν σχετικές περιστάσεις ή όταν νέα στοιχεία καθίστανται διαθέσιμα τα οποία ενδέχεται να επηρεάσουν τη νομιμότητα της διάρκειας της κράτησης».

 

Προτού προχωρήσουμε στην εξέταση των Λόγων Έφεσης, κρίνουμε σκόπιμο, εξ αρχής, όπως ξεκαθαρίσουμε ένα ζήτημα που προέκυψε σε σχέση με την κατάθεση ενώπιον μας δέσμης εγγράφων.

 

Επισημαίνεται, εν προκειμένω, ότι κατά το στάδιο ακρόασης της παρούσας έφεσης η ευπαίδευτη συνήγορος των Εφεσιβλήτων κατέθεσε δέσμη απορρήτων εγγράφων, όπως την χαρακτήρισε, η οποία είχε δοθεί στο Δικαστήριο από τη Δημοκρατία στο πλαίσιο της πρωτοβάθμιας διαδικασίας και η οποία, όπως ανέφερε, μετά το πέρας της ακροαματικής διαδικασίας, επιστράφηκε στη Δημοκρατία. Πρόκειται για τα Έγγραφα που σημειώθηκαν ενώπιον μας με την ένδειξη Α.

 

Της κατάθεσης των εν λόγω εγγράφων, η οποία έγινε στο πλαίσιο της παρούσας, καθώς και άλλων δύο Πολιτικών Εφέσεων, υπ’ αρ. 77/2020 και 95/2020, πέραν της πιο πάνω δήλωσης της συνηγόρου των Εφεσιβλήτων, προηγήθηκε η σύνδεση και ο συσχετισμός τους με την κάθε Πολιτική Έφεση ξεχωριστά.

 

Παρά το γεγονός ότι κατά το στάδιο των αγορεύσεων η κα Χαραλαμπίδου διερωτήθηκε κατά πόσο τα κατατεθέντα έγγραφα ήταν εκείνα τα έγγραφα που είχαν κατατεθεί στην πρωτοβάθμια διαδικασία, δεν διαπιστώσαμε σε οποιοδήποτε στάδιο να αμφισβητείται από πλευράς της η δήλωση εκ μέρους της Εφεσίβλητης που προηγήθηκε της κατάθεσης τους, ως αναφέρθηκε ανωτέρω. Ούτε και υπήρξε κατά το στάδιο κατάθεσης τους οποιαδήποτε αντίρρηση ή ένσταση στην κατάθεσή τους και, κυρίως, στην περιγραφή που προηγήθηκε αυτής.

 

Στη βάση όλων των πιο πάνω θεωρούμε ότι τα έγγραφα τα οποία έχουν κατατεθεί ενώπιον μας με την περιγραφή που τα συνόδευσε, ήτοι ως δέσμη απόρρητων εγγράφων τα οποία είχαν δοθεί από μέρους της Δημοκρατίας προς το Δικαστήριο στο πλαίσιο της πρωτοβάθμιας διαδικασίας, μπορούν και θα ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας.

 

Μέσω του Πρώτου Λόγου Έφεσης προβάλλεται ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε το αίτημα για αποκάλυψη εγγράφων παραβιάζοντας τα θεμελιώδη δικαιώματα του Εφεσείοντα σε δίκαιη δίκη και σε αποτελεσματικό ένδικο μέσο. Ως αιτιολογία του Λόγου αυτού αναφέρεται ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο:

 

·         Διενήργησε εσφαλμένα την εξισορρόπηση μεταξύ αφενός των δικαιωμάτων του Εφεσείοντα σε δίκαιη δίκη και σε αποτελεσματικό ένδικο μέσο και αφετέρου του δικαιώματος του Κράτους να προστατεύει την εθνική ασφάλεια και τη δημόσια τάξη και κατέληξε σε λανθασμένη απόφαση αφού η μη αποκάλυψη των στοιχείων και δεδομένων βάσει των οποίων κρίθηκε επιβεβλημένη η κράτηση του Εφεσείοντα και η συνέχιση αυτής για παρατεταμένο χρονικό διάστημα δεν του επέτρεψαν να τοποθετηθεί και να υπερασπιστεί τον εαυτό του στη βάση της αρχής της ισότητας των όπλων, ενώ καμία ουσιαστική εναλλακτική εγγυητική διαδικασία δεν εφαρμόστηκε στην περίπτωσή του προς διασφάλιση των δικαιωμάτων του.

·         Ερμήνευσε εσφαλμένα τη νομολογία τόσο του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) όσο και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) όσον αφορά το ρόλο του Δικαστηρίου και τα αντισταθμιστικά μέτρα που εφαρμόζονται σε περιπτώσεις μη αποκάλυψης όλων των στοιχείων και δεδομένων βάσει των οποίων διατάχθηκε η κράτηση και η συνέχισή της και δεν αρκούσε η απλή επίκληση του Δικαστηρίου ότι εφαρμόζει τεχνικές οι οποίες συμβιβάζουν τους λόγους ασφαλείας για μη αποκάλυψη εγγράφων με τη διασφάλιση των διαδικαστικών δικαιωμάτων του Εφεσείοντα.

·         Δεν είχε ενώπιον του όλα τα στοιχεία και δεδομένα που αφορούν στους λόγους και τη συνεχιζόμενη κράτηση του Αιτητή, και δεν απαίτησε όπως του προσκομισθούν όλα τα στοιχεία, για να μπορεί να ασκήσει την κρίση και δικαιοδοσία του ως προς την αποκάλυψη εγγράφων ή/και να υποκαταστήσει τον Εφεσείοντα στα δικαιώματά του με βάση την αρχή της ισότητας των όπλων.

·         Εσφαλμένα έκρινε ότι αποκαλύφθηκαν στον Εφεσείοντα στοιχεία και/ή γεγονότα που προηγήθηκαν της κράτησης του μέσω της Ένστασης στην προσφυγή 442/2019 ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου και/ή στοιχεία που αφορούν τα έγγραφα σχετικά με τη συνέχιση της κράτησης του.

·         Εσφαλμένα κατέληξε ότι η εκτίμηση των στοιχείων που φέρουν τον Εφεσείοντα να εμπλέκεται σε επικίνδυνες δραστηριότητες ώστε η συνέχιση της κράτησής του να είναι αναγκαία ανήκει αποκλειστικά στους Καθ' ων η Αίτηση και δεν ελέγχεται σε διαδικασία Habeas Corpus.

·         Εσφαλμένα αποφάνθηκε ότι δεν έχει αρμοδιότητα να εξετάσει τη νομιμότητα της διαβάθμισης των σχετικών εγγράφων ως απορρήτων.

Συναφής με τον Πρώτο Λόγο Έφεσης είναι και ο Δεύτερος Λόγος Έφεσης, μέσω του οποίου προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξήγησε πώς αντιστάθμισε τα μειωμένα δικαιώματα άμυνας του Εφεσείοντα, ούτε και με ποιο τρόπο το ίδιο το Δικαστήριο διασφάλισε τα δικαιώματα του σε δίκαιη δίκη και αποτελεσματικό ένδικο μέσο κατά την κρίση του επί της κυρίως αίτησης.

 

Στο πλαίσιο εξέτασης τέτοιων ζητημάτων που αφορούν στον έλεγχο της νομιμότητας της διάρκειας κράτησης αιτητή ασύλου ή αιτητή καθεστώτος διεθνούς προστασίας, σύμφωνα με τη σχετική νομολογία το δικαίωμα του Εφεσείοντα σε αποτελεσματική δικαστική προστασία δεν μπορεί παρά να εξεταστεί σε συνάρτηση με την προστασία της εθνικής ασφάλειας του Κράτους. Τηρουμένης δε της αρχής της αναλογικότητας, περιορισμοί επιτρέπεται να επιβάλλονται μόνον εφόσον είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγματικά σε σκοπούς γενικού συμφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών τρίτων. H νομολογία του ΔΕΕ επί του θέματος καθορίζει ότι η προστασία της εθνικής ασφάλειας και της δημόσιας τάξης αποτελεί το σκοπό του Άρθρου 8 της Οδηγίας 2013/33. Η κράτηση ενός προσώπου, όταν αυτό απαιτείται για την προστασία της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης, είναι μέτρο πρόσφορο για την προστασία του κοινού από ενδεχόμενο κίνδυνο που η συμπεριφορά του συγκεκριμένου ατόμου επιβάλλει. (J.N. v. Staatssecretaris van Veilingheiden Justitie 15/2/2016, C- 601/15/PPU σκέψεις 49-50)[3].

Τόσο το ΔΕΕ, όσο και το ΕΔΑΔ, έχουν ασχοληθεί με το ζήτημα της διασφάλισης στον κρατούμενο του δικαιώματος πρόσβασης στο Δικαστήριο και της δίκαιης δίκης, σε συνάρτηση πάντοτε με την ανάγκη προστασίας του εθνικού συμφέροντος, οπόταν και είναι δυνατή η επιβολή περιορισμών στη διεξαγωγή της δίκης, παρά το αντιπαραθετικό σύστημα. Τέτοια περίπτωση μπορεί να προκύψει όταν τα έγγραφα, επί των οποίων το Κράτος δικαιολογεί την κράτηση, αφορούν σε ζητήματα εθνικής ασφάλειας η δημόσια αποκάλυψη των οποίων χρήζει προστασίας.

 

Στην υπόθεση του ΔΕΕ C-300/11, ZZ v. Secretary of State for the Home Department, ημερ. 4/6/2013, αναγνωρίστηκε ότι υπάρχουν περιπτώσεις όπου η κοινοποίηση αποδεικτικών στοιχείων ενδέχεται να θίγει κατά τρόπο άμεσο και ιδιαίτερο την ασφάλεια του Κράτους. Σε αυτές, ωστόσο, τις περιπτώσεις το Δικαστήριο θα πρέπει να εφαρμόσει μεθόδους και δικονομικούς κανόνες που να συμβιβάζουν αφενός τα νόμιμα συμφέροντα του Κράτους και αφετέρου την ανάγκη διασφάλισης επαρκούς προστασίας των δικαιωμάτων του αιτούντα, όπως το δικαίωμα ακροάσεως και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.

 

Στην υπόθεση C-584/10, Ευρωπαϊκή Επιτροπή ν. Kadi, 18/7/2013, τονίστηκε ότι η ύπαρξη προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος επί αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με την επιταγή που αφορά στη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας. Λόγοι αναγόμενοι στην ασφάλεια της Ένωσης ή των Κρατών Μελών της μπορούν να αντιτίθενται στην κοινοποίηση ορισμένων πληροφοριών ή αποδεικτικών στοιχείων στο οικείο πρόσωπο. Σε μια τέτοια περίπτωση, εναπόκειται, ωστόσο, στο Δικαστή της Ένωσης, στον οποίο δεν μπορεί να αντιταχθεί το απόρρητο ή η εμπιστευτικότητα των πληροφοριών ή στοιχείων αυτών, να εφαρμόσει, στο πλαίσιο του δικαιοδοτικού ελέγχου που ασκεί, τεχνικές που παρέχουν τη δυνατότητα να συμβιβαστούν, αφενός, οι θεμιτοί λόγοι ασφάλειας που αφορούν τη φύση και τις πηγές πληροφοριών που ελήφθησαν υπόψη για την έκδοση της οικείας πράξεως και, αφετέρου, η ανάγκη επαρκούς διασφαλίσεως στον πολίτη του σεβασμού των διαδικαστικών δικαιωμάτων του, όπως είναι το δικαίωμα ακροάσεως και η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως[4].

 

Tο ΕΔΑΔ στην Απόφαση του στην υπόθεση Regner v. Czech Republic App. No. 35289/11, ημερ. 19/9/2017, έκρινε ότι η μη κοινοποίηση εγγράφων δεν παραβιάζει το Άρθρο 6 της ΕΣΔΑ για δίκαιη δίκη νοουμένου ότι αυτή αντισταθμίζεται με την παροχή άλλων διαδικαστικών εγγυήσεων από το Δικαστήριο.

 

148. The Court reiterates, moreover, that the entitlement to disclosure of relevant evidence is not an absolute right either. In criminal cases it has found that there may be competing interests, such as national security or the need to protect witnesses at risk of reprisals or keep secret police methods of investigation of crime, which must be weighed against the rights of the party to the proceedings. However, only measures restricting the rights of a party to the proceedings which do not affect the very essence of those rights are permissible under Article 6 § 1. For that to be the case, any difficulties caused to the applicant party by a limitation of his or her rights must be sufficiently counterbalanced by the procedures followed by the judicial authorities [....].”

149. In cases where evidence has been withheld from the applicant party on public interest grounds, the Court must scrutinise the decision-making procedure to ensure that, as far as possible, it complied with the requirements to provide adversarial proceedings and equality of arms and incorporated adequate safeguards to protect the interests of the person concerned (see Fitt, cited above, § 46)......

Υποστηρίχθηκε ότι, το γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στην ανάγκη εξισορρόπησης των δικαιωμάτων του Εφεσείοντα και της Διοίκησης, δεν σήμαινε ότι αυτή η άσκηση εξισορρόπησης είχε, στην πραγματικότητα, λάβει χώρα. Ειδικότερα υποστηρίχθηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν διασφάλισε, τουλάχιστον, όπως ο Εφεσείων έχει πρόσβαση σε αντισταθμιστικές διαδικασίες που θα εξασφάλιζαν τα δικαιώματα του. Όπως τέθηκε, εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε κρίνει ότι τα απαιτούμενα έγγραφα δεν μπορούσαν να αποκαλυφθούν στον Εφεσείοντα, «όφειλε, σε κάθε περίπτωση, να εφαρμόσει τους απαραίτητους δικονομικούς κανόνες που θα έφεραν εις γνώση του τελευταίου, τουλάχιστον κάποια στοιχεία που θα του επέτρεπαν να απαντήσει στους ισχυρισμούς που του καταλογίζονταν στο πλαίσιο άσκησης των δικαιωμάτων άμυνας».

 

Όπως προκύπτει από την  προσβαλλόμενη Απόφαση, παραδόθηκαν στο πρωτόδικο Δικαστήριο τρία έγγραφα τα οποία η πλευρά του Εφεσείοντα αιτείτο να της αποκαλυφθούν στην αίτηση της και τα οποία σημειώθηκαν ως «Α». Έχοντας, λοιπόν, το Δικαστήριο ενώπιον του τα εν λόγω έγγραφα προχώρησε στη συνέχεια και τα εξέτασε αναφέροντας, συναφώς, τα ακόλουθα:

 

«Στο στάδιο αυτό κρίνω χρήσιμο να ασχοληθώ με τα τρία έγγραφα που η δικηγόρος των Καθ’ ων η Αίτηση προμήθευσε το Δικαστήριο, στα οποία αφορά κυρίως η υπό κρίση αίτηση, τα οποία περιέχουν σημείωση στο άνω μέρος τους με κεφαλαία γράμματα ότι είναι απόρρητα. Διεξήλθα με προσοχή το περιεχόμενο τους όπου διαπιστώνονται τα εξής: 

 

Το ένα είναι επιστολή υπό τύπο σημειώματος ημερ. 17/1/2020 προς το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης με το οποίο υποβάλλεται εισήγηση για συνέχιση της κράτησης του Αιτητή. Στο έγγραφο αυτό γίνεται επίσης αναφορά σε κάποιο τρίτο πρόσωπο άσχετο με τον Αιτητή. Επισυνάπτεται δε έκθεση γεγονότων στην οποίαν περιλαμβάνεται το ιστορικό κράτησης του Αιτητή που ήδη είναι γνωστό στον Αιτητή από την Ένορκη Δήλωση του Παπακυριακού που συνοδεύει την ένσταση των               Καθ’ ων η Αίτηση στην κυρίως αίτηση, χωρίς οποιαδήποτε αναφορά σε νέο γεγονός, καθώς επίσης έγγραφο που αναφέρεται στο τρίτο πρόσωπο.

 

Δύο άλλα έγγραφα είναι α) επιστολή ημερ. 20/11/2019 του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης προς τον Διοικητή της ΥΑΜ με την οποίαν ζητά τις απόψεις του κατά πόσο εξακολουθούν να υφίστανται και σε ποιο βαθμό οι λόγοι κράτησης του Αιτητή και β) η απάντηση της ΥΑΜ ημερ. 19/12/2019 ότι ο βαθμός επικινδυνότητας για την εθνική ασφάλεια της Δημοκρατίας εξακολουθεί να υφίσταται.

 

Ενόψει του περιεχομένου τους μπορεί να λεχθεί ότι τα πιο πάνω έγγραφα δεν περιέχουν κανένα άγνωστο γεγονός εφόσον ήδη τα γεγονότα που περιέχονται σ’ αυτά έχουν αποκαλυφθεί με την Ένορκη Δήλωση που συνοδεύει την ένσταση στην κυρίως αίτηση. Αυτά αφορούν στο θέμα επανεξέτασης της κράτησης και έχουν διαβαθμιστεί ως «απόρρητα». Το Δικαστήριο δεν μπορεί στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας να εξετάσει τη νομιμότητα διαβάθμισης των εγγράφων στην κατηγορία του «απόρρητου», όπως η δικηγόρος του Αιτητή με την αγόρευση της καλεί ουσιαστικά το Δικαστήριο να κάμει, παραπέμποντας στο Ν.216(Ι)/2002 και κανονισμούς. Τα έγγραφα αυτά δεν παρέχουν μόνο πληροφορίες ήδη γνωστές στον Αιτητή αλλά και άλλα στοιχεία όπως τα συγκεκριμένα πρόσωπα από τις διάφορες υπηρεσίες του κράτους που ασχολήθηκαν με το θέμα. Δεν αποστέλλοντο δε ταχυδρομικώς αλλά παραδίδοντο «ΜΕ ΤΟ ΧΕΡΙ» όπως αναγράφεται δίπλα από τη λέξη «ΑΠΟΡΡΗΤΗ», εφόσον έτσι έκριναν οι Καθ’ ων η Αίτηση. Σημαντικό για το υπό εξέταση θέμα είναι ότι στη διαδικασία του habeas corpus δεν γίνεται εκτίμηση των στοιχείων που φέρουν τον Αιτητή να εμπλέκεται σε επικίνδυνες δραστηριότητες ώστε η συνέχιση της κράτησης του να θεωρείται αναγκαία και επιβεβλημένη για σκοπούς εθνικής ασφάλειας της Δημοκρατίας. Η εκτίμηση αυτή ανήκει στους Καθ’ ων η Αίτηση (βλ. Α.Ε. 42/2013 Bekefi v. Δημοκρατίας, ημερ. 30/6/2016).»

 

Στη βάση των πιο πάνω προκύπτει ότι το Δικαστήριο προέβη στη μελέτη των απόρρητων εγγράφων που του παραδόθηκαν και τα οποία σχετίζονταν με τη διαδικασία. Με τη λήψη και μελέτη των απόρρητων εγγράφων το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι αυτά πράγματι αφορούσαν σε στοιχεία «που φέρουν τον Αιτητή να εμπλέκεται σε επικίνδυνες δραστηριότητες». Όπως προκύπτει από τα πιο πάνω, το πρωτόδικο Δικαστήριο έχοντας το ίδιο πρόσβαση στα απόρρητα έγγραφα και πληροφορίες, υποκατέστησε, στο πλαίσιο της Αίτησης τον Εφεσείοντα, στην άσκηση των δικαιωμάτων του, διασφαλίζοντας με αυτό τον τρόπο τα δικαιώματα του σε δίκαιη δίκη και αποτελεσματική δικαστική προστασία. Αναμφίβολα η διαδικασία η οποία ακολουθήθηκε συνάδει πλήρως με τα όσα έχουν προκριθεί στη σχετική επί του θέματος νομολογία.

 

Επισημαίνουμε εν προκειμένω ότι, έχοντας διεξέλθει των εγγράφων που σημειώθηκαν ενώπιον μας με την ένδειξη «Α», τα όσα το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε σε σχέση με τα εν λόγω έγγραφα και το περιεχόμενο τους, συνάδουν απόλυτα με τα όσα πράγματι εκτίθενται σε αυτά.

 

Στο πλαίσιο της αγόρευσης της η κα Χαραλαμπίδου επικαλέστηκε την απόφαση του ΕΔΑΔ, Ljatifi v. The Former Yugoslav Republic of Macedonia, App. No. 19017/16, ημερ. 17/5/2018.

 

Η υπόθεση αυτή αφορούσε σε ανάκληση του χορηγηθέντος καθεστώτος ασύλου της προσφεύγουσας, για λόγους εθνικής ασφάλειας. Ωστόσο, στο δικαστικό έλεγχο της υπόθεσης της ο ισχυρισμός του Υπουργείου Εσωτερικών της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, ότι αυτή αποτελούσε κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια, είχε γίνει αποδεκτή χωρίς άλλες πραγματικές λεπτομέρειες που να υποστήριζαν τον εν λόγω ισχυρισμό. Το Δικαστήριο είχε αναφέρει ότι το Υπουργείο είχε λάβει την απόφαση του με βάση ένα απόρρητο έγγραφο, που δόθηκε από τον Οργανισμό Πληροφοριών (Intelligence Agency) το οποίο δεν ήταν διαθέσιμο και προσβάσιμο κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων. Στην υπόθεση εκείνη ούτε η προσφεύγουσα, αλλά ούτε και το Δικαστήριο, είχαν εφοδιαστεί με τα απόρρητα έγγραφα επί του οποίου βασίστηκε η απόφαση, ούτε δόθηκαν οποιεσδήποτε άλλες λεπτομέρειες και/ή γεγονότα γιατί η Αιτήτρια αποτελούσε κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια. Ειδικότερα επισημάνθηκε ότι ενώπιον του Δικαστηρίου είχε παρουσιαστεί μία επεξεργασμένη έκθεση του απόρρητου εγγράφου (redacted version of the classified document), από την οποία το μόνο γεγονός που προέκυπτε ήταν η υποτιθέμενη γνώση και υποστήριξη της προσφεύγουσας σχετικά με συμμετοχή άλλων ανθρώπων σε αριθμό κλοπών, χωρίς να παρασχεθούν οποιεσδήποτε άλλες λεπτομέρειες προς υποστήριξη του ισχυρισμού ότι η προσφεύγουσα αντιπροσώπευε κίνδυνο στην ασφάλεια της χώρας[5]. Κατ’ ουσία τα Δικαστήρια περιορίστηκαν σε μία καθαρά τυπική εξέταση (formal examination) της απόφασης απέλασης.

 

Παρατίθενται πιο κάτω σχετικά αποσπάσματα από την εν λόγω Απόφαση στις παραγράφους 38-40:

 

38. The Court observes that no other factual details were provided in support of the allegations against the applicant. Furthermore, no proceedings were brought against her for participating in the commission of any offence in the respondent State or any other country.

39. The Court further observes that apart from the general statement mentioned above, the authorities did not provide the applicant with the slightest indication of the grounds on which they had based their assessment. The classified note of the Intelligence Agency submitted in redacted form in the proceedings before the Court, was not available for consultation under any condition in the impugned proceedings before the Ministry. Lacking even an outline of the facts which had served as a basis for that assessment, the applicant was not able to present her case adequately in the ensuing judicial review proceedings.

40. Lastly, there is nothing to suggest that the administrative courts were provided with the classified note of the Intelligence Agency, let alone with any further factual details, for the purpose of verifying that the applicant really did represent a danger for national security. In such circumstances, the Court considers that the courts confined themselves to a purely formal examination of the impugned order. In any event, they did not explain, if only summarily, the importance of preserving the confidentiality of that document or the extent of the review they had carried out (see Regner v. the Czech Republic [GC], no. 35289/11, §§ 158-160, ECHR 2017 (extracts)). Accordingly, they failed to subject the executive’s assertion that the applicant posed a national security risk to meaningful scrutiny (see ibid., §§ 43 and 44; Lupsa, cited above, § 41; and Kaya v. Romania, no. 33970/05, § 42, 12 October 2006)”.

 

Όπως προκύπτει από τα πιο πάνω, η υπόθεση Ljatifi (ανωτέρω) διακρίνεται επί των γεγονότων της από την υπό κρίση περίπτωση. Στην υπόθεση εκείνη η προσφεύγουσα δεν είχε υπόψη της τους λόγους για τους οποίους αυτή αποτελούσε κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια. Στη βάση αυτή δεν μπορούσε να προσβάλει επαρκώς τους ισχυρισμούς της εκτελεστικής εξουσίας, ότι τίθετο, πράγματι, υπό απειλή η εθνική ασφάλεια.

 

Στην υπό εξέταση περίπτωση, ωστόσο, όπως διαπιστώνεται από το                  φάκελο της υπόθεσης, μέσω της Ένορκης Δήλωσης που συνοδεύει την Ένσταση της Δημοκρατίας, είχε αποκαλυφθεί σχετική αλληλογραφία               της Αστυνομίας με το Διοικητή της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως, ήτοι, η επιστολή ημερ. 11/2/2019 (Τεκμήριο 2 στην Ένσταση), όπου καταγράφονταν οι λόγοι που είχαν οδηγήσει στην κράτηση του Εφεσείοντα. Επιπλέον, στην πρωτόδικη Απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου, η οποία ήλεγξε τη νομιμότητα κράτησης του Αιτητή, ήτοι η Απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου ημερ. 25/4/2019 στην Προσφυγή υπ.’ αρ. 442/2019, γινόταν εκτενής αναφορά στα γεγονότα της υπόθεσης και, ειδικότερα, στα γεγονότα που είχαν προηγηθεί της κράτησης του Εφεσείοντα, όπως η ανάκριση και τα συμπεράσματα που προέκυπταν καθώς και σχετική αλληλογραφία.

 

Των πιο πάνω δοθέντων, η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι τα έγγραφα που είχαν τεθεί ενώπιον του δεν περιείχαν κανένα άγνωστο γεγονός εφόσον ήδη τα γεγονότα που περιέχονταν σε αυτά είχαν αποκαλυφθεί με την Ένορκη Δήλωση που συνόδευε την Ένσταση, ήταν απόλυτα ορθή και σύμφωνη με τα ενώπιον του Δικαστηρίου τεθέντα στοιχεία. Έπεται ότι η θέση του Εφεσείοντα ότι δεν είχε αποκαλυφθεί στον ίδιο η ουσία των ισχυρισμών εναντίον του, με αποτέλεσμα να αποστερηθεί της δυνατότητας να τοποθετηθεί και να ακουστεί επί αυτών των εγγράφων, δεν είναι βάσιμη.

 

Προβλήθηκε από μέρους του Εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και χωρίς καμία αιτιολογία, απλώς, αποδέχτηκε την επίκληση της εθνικής ασφάλειας από τους Εφεσίβλητους χωρίς καμία αξιολόγηση αυτών των ισχυρισμών και των λόγων για τους οποίους δεν αποκαλύφθηκαν τα έγγραφα για τα οποία ζητήθηκε πρόσβαση, ενώ ξεκάθαρα, όπως υποστηρίχθηκε, είχε την αρμοδιότητα να το πράξει και χωρίς καν να απαιτήσει από τους Εφεσίβλητους, που είχαν το βάρος απόδειξης, να αποδείξουν αυτή την αναγκαιότητα.

 

Όπως ορθά επισημάνθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, στη διαδικασία του Habeas Corpus δεν γίνεται εκτίμηση των στοιχείων που φέρουν τον Αιτητή να εμπλέκεται σε επικίνδυνες δραστηριότητες, ώστε η συνέχιση της κράτησης του να θεωρείται αναγκαία και επιβεβλημένη για σκοπούς εθνικής ασφάλειας της Δημοκρατίας. Η εκτίμηση ανήκει στους Καθ΄ων η Αίτηση. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να υπεισέλθει στους λόγους που η Διοίκηση αποφάσισε ότι τίθεται ζήτημα ασφάλειας του Κράτους. Και τούτο από την άποψη ότι αυτά είναι ζητήματα για τα οποία το Κράτος έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια. Η ενεργός Διοίκηση είναι κατ’ εξοχή το όργανο στο οποίο εναποτίθεται η ευθύνη για εκτίμηση των γεγονότων, ιδιαιτέρως όταν υπεισέρχονται στην εικόνα εμπιστευτικές πληροφορίες σχετικές με θέματα κρατικής ασφάλειας ή που ευλόγως προκαλούν ανησυχία για τη δημόσια ασφάλεια (Stoyanov v. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 718/2012, ημερ. 26/2/2014, ECLI:CY:AD:2014:D151). Το Δικαστήριο δεν μπορεί να ασκήσει ιδίαν κρίση περί της επικινδυνότητας ενός αιτητή. Μπορεί, βεβαίως, στο πλαίσιο ελέγχου της νομιμότητας της όλης διαδικασίας να ελέγξει τις πληροφορίες - εφόσον τέτοιος έλεγχος δεν μπορεί να διενεργηθεί χωρίς στοιχεία - χωρίς, ωστόσο, να υπεισέρχεται στην ουσιαστική εκτίμηση των πληροφοριών, ήτοι χωρίς να τις αξιολογεί για να αποφανθεί κατά πόσο η απόφαση της Διοίκησης ήταν ορθή ή η ενδεδειγμένη. (Bekefi v. Δημοκρατίας, Αναθεωρητική Έφεση αρ. 42/2013, ημερ. 30/6/2016, ECLI:CY:AD:2016:C317). Και είναι αυτό το οποίο έπραξε, στην προκείμενη περίπτωση, εφόσον μέσω της διαδικασίας που περιγράφηκε ανωτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο διήλθε των σχετικών εγγράφων που του παραδόθηκαν διαπιστώνοντας το ίδιο με αυτό τον τρόπο ότι επρόκειτο για απόρρητες πληροφορίες αναφορικά με δραστηριότητα του Εφεσείοντα, σχετιζόμενη με ζητήματα εθνικής ασφάλειας.

 

Ακολουθεί η παράθεση του Τρίτου, Τέταρτου και Πέμπτου Λόγου Έφεσης οι οποίοι, λόγω της συνάφειας τους, θα εξετασθούν μαζί.

 

Μέσω του Τρίτου Λόγου Έφεσης προβλήθηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάνθηκε ότι δεν έχει αρμοδιότητα να εξετάσει την επαλήθευση των λόγων κράτησης επειδή αυτοί αφορούν λόγους προστασίας της εθνικής ασφάλειας, στερώντας από τον Εφεσείοντα πρόσβαση σε αποτελεσματικό ένδικο μέσο.

 

Μέσω του Τέταρτου Λόγου Έφεσης προβάλλεται ότι ο δικαστικός έλεγχος της κράτησης του Εφεσείοντα, νομιμότητας και διάρκειας, υπό το φως ιδίως του λόγου κράτησης που αφορά στην προστασία της εθνικής ασφάλειας, δεν διασφαλίζει τις αρχές της αποτελεσματικότητας του ένδικου μέσου, όπως έχουν κατοχυρωθεί από τη νομολογία του ΔΕΕ και του ΕΔΑΔ, εφόσον υπάρχει άρνηση αποκάλυψης των στοιχείων και εγγράφων επί των οποίων βασίζεται η κράτηση του Εφεσείοντα.

 

Μέσω του Πέμπτου Λόγου Έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε και εφάρμοσε λανθασμένα το Άρθρο 9ΣΤ(4) του                Ν. 6(Ι)/2000 και το αντίστοιχο Άρθρο 9 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ, αναφορικά με τις αρχές που διέπουν τις εγγυήσεις για την κράτηση αιτητών ασύλου, δυνάμει του Ενωσιακού Δικαίου. Ως αιτιολογία του εν λόγω Λόγου Έφεσης αναφέρεται ότι:

 

·         Εσφαλμένα παρέλειψε να εφαρμόσει τις αρχές της αναγκαιότητας και αναλογικότητας σχετικά με τη νομιμότητα της διάρκειας της κράτησης του Εφεσείοντα προς συμμόρφωση με εγγυήσεις των εδαφίων (1) και (2) του Άρθρου 9 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ και των παραγράφων (α) και (β) του εδαφίου (4) του Άρθρου 9ΣΤ του Ν. 6(Ι)/2000.

·         Δεν ερμήνευσε τις υποχρεώσεις τήρησης των ως άνω εγγυήσεων, σε συνδυασμό με την υποχρέωση δέουσας επιμέλειας εκ μέρους των αρχών, χωρίς να προκύπτουν περιττές καθυστερήσεις στις διοικητικές διαδικασίες και αντί αυτού εξέτασε το εύλογο της περιόδου κράτησης του Εφεσείοντα υπό το φως των ενεργειών του ιδίου και των διαδικασιών που λήφθηκαν από πλευράς του στο πλαίσιο άσκησης του δικαιώματος του στο άσυλο.

·         Παραγνώρισε ότι η υποχρέωση δέουσας επιμέλειας από τους Καθ΄ων η Αίτηση απαιτεί όπως αυτοί επιδείξουν ότι η διάρκεια της κράτησης συνοδεύεται από συγκεκριμένες ενέργειες προς επιβεβαίωση της αναγκαιότητας κράτησης για το σκοπό της προστασίας της εθνικής ασφάλειας, δηλ. επαλήθευση των λόγων κράτησης, οι οποίες προωθούνται χωρίς περιττές καθυστερήσεις.

·         Συνέδεσε τη διάρκεια κράτησης με τις ενέργειες του Εφεσείοντα ως προς το θέμα της αίτησης του για άσυλο, αντί με τις ενέργειες των Εφεσιβλήτων σε ό,τι αφορά στην επαλήθευση των λόγων κράτησης και την αναγκαιότητα συνέχισής της.

 

 

Στο πλαίσιο προώθησης των πιο πάνω Λόγων Έφεσης η ευπαίδευτη συνήγορος του Εφεσείοντα υποστήριξε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να ελέγξει ότι οι Εφεσίβλητοι προέβησαν σε συγκεκριμένες, ουσιαστικές και στοχευμένες ενέργειες οι οποίες να επιβεβαιώνουν την αναγκαιότητα και αναλογικότητα της κράτησης για το σκοπό της προστασίας της εθνικής ασφάλειας και όχι οποιεσδήποτε άλλες διαδικασίες, όπως η εξέταση του αιτήματος ασύλου και οι οποίες προωθούνται χωρίς περιττές καθυστερήσεις. Πρόσθεσε ότι με βάση τη νομολογία τόσο του ΕΔΑΔ, όσο και του ΔΕΕ, απαιτείται σε όλες τις περιπτώσεις περιορισμού του δικαιώματος στην προσωπική ελευθερία πλήρης και αποτελεσματικός δικαστικός έλεγχος, ανεξαρτήτως αν ο λόγος κράτησης αφορά στην προστασία της εθνικής ασφάλειας και ειδικά όταν η κράτηση προσώπου είναι παρατεταμένης διάρκειας, όπως η περίπτωση του Εφεσείοντα. Ήταν η θέση της συνηγόρου ότι σε καμία περίπτωση τα Άρθρα 8 και 9 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ και του αντίστοιχου Άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου, εξαιρούν το δικαστικό έλεγχο της κράτησης, είτε μέσω προσφυγής, είτε μέσω Habeas Corpus, σε ό,τι αφορά τη διάρκεια της κράτησης όταν αυτή βασίζεται σε λόγους προστασίας της εθνικής ασφάλειας. Υποστήριξε, ακόμη, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε κατά πόσο οι λόγοι, τους οποίους επικαλούνταν οι Εφεσίβλητοι, συνέχιζαν να υφίστανται και κατά την εκδίκαση της Αίτησης Habeas Corpus και κατά πόσο έγιναν οποιεσδήποτε ενέργειες εκ μέρους των Εφεσίβλητων για επαλήθευση τους.

 

Όπως ορθά υποστηρίχθηκε από τη συνήγορο των Εφεσίβλητων, ο Εφεσείων κρατείται για λόγους εθνικής ασφάλειας, λόγοι οι οποίοι κρίθηκαν νόμιμοι από το Διοικητικό Δικαστήριο και, ως το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να δει από τα απόρρητα έγγραφα, εξακολουθούσαν να υφίστανται. Ως εκ τούτου, ήταν η θέση της συνηγόρου ότι η διάρκεια της κράτησης του έπρεπε, ως το πρωτόδικο Δικαστήριο έπραξε, να εξεταστεί με βάση τα διαβήματα του Εφεσείοντα για παραχώρηση διεθνούς προστασίας ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας.

 

Σημαντικό είναι εξ αρχής να επισημανθεί ότι η επικινδυνότητα του Εφεσείοντα και η εξέταση των σχετικών πληροφοριών και στοιχείων απασχόλησαν, στην προκείμενη περίπτωση, τα αρμόδια σώματα με τη νομιμότητα του διατάγματος κράτησης του να έχει ήδη κριθεί από το αρμόδιο Δικαστήριο ήτοι, το Διοικητικό Δικαστήριο με την Απόφαση του ημερ. 25/4/2019, με την οποία απερρίφθη η Προσφυγή υπ’. αρ. 442/2019 εναντίον του εντάλματος κράτησης.

 

Η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η επαλήθευση των λόγων κράτησης δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του, εφόσον σχετίζεται με ζητήματα εθνικής ασφάλειας, είναι απόλυτα ορθή και σε καμία περίπτωση δεν υποδηλώνει, όπως ισχυρίστηκε η πλευρά του Εφεσείοντα, ότι δεν διενεργείται δικαστικός έλεγχος της διάρκειας της κράτησης. Αν και το Δικαστήριο δεν μπορεί, όπως ήδη έχουμε πιο πάνω επισημάνει, να ασκήσει ιδίαν κρίση αναφορικά με την επικινδυνότητα του Εφεσείοντα, με την αρμοδιότητα του να περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της όλης διαδικασίας, στην προκείμενη περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε μέσω της μελέτης των εγγράφων, που η Δημοκρατία έδωσε στο Δικαστήριο κατά τη διάρκεια εξέτασης της αίτησης για αποκάλυψη εγγράφων, ότι οι λόγοι κράτησης εξακολουθούσαν να υφίστανται και να παρουσιάζονται ακόμη να είναι ισχυροί.

 

Η απόφαση στην Πολιτική Αίτηση αρ. 4/2020, Mhammed, ημερ. 24/2/2020, που επικαλέστηκε η συνήγορος του Εφεσείοντα, δεν τυγχάνει εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση γιατί τα γεγονότα της διακρίνονται, εφόσον στην υπόθεση εκείνη δεν είχαν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου οποιαδήποτε στοιχεία και/ή τα στοιχεία που οδήγησαν στην έκδοση του διατάγματος κράτησης του αιτητή, όπως και εκείνα που λήφθηκαν υπόψη κατά την επανεξέταση, οπόταν και αποφασίστηκε ότι η συνέχιση της κράτησης του αιτητή ήταν επιβεβλημένη.

 

Με τον Έκτο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε και εφάρμοσε λανθασμένα και παραβίασε το Άρθρο 5 της ΕΣΔΑ, κρίνοντας τη διάρκεια της κράτησης του Εφεσείοντα ως νόμιμη.

 

Στο πλαίσιο ανάπτυξης του πιο πάνω Λόγου, η συνήγορος του Εφεσείοντα υποστήριξε ότι οι λόγοι που επικαλέστηκαν οι Εφεσίβλητοι δεν εμπίπτουν στην εξαντλητική λίστα του Άρθρου 5 της ΕΣΔΑ.

 

Όπως έχει ήδη αναφερθεί ανωτέρω, η νομιμότητα του εκδοθέντος διατάγματος κράτησης για λόγους εθνικής ασφάλειας, έχει ήδη κριθεί από το αρμόδιο Δικαστήριο (Διοικητικό Δικαστήριο) με την Απόφαση του ημερ. 25/4/2019. Και τούτο ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι εναντίον της Απόφασης αυτής εκκρεμεί έφεση.

 

Εν πάση περιπτώσει, το ΔΕΕ στην υπόθεση C-601/15, J.N. v. Staatssecretaris van Veiligheiden Justitie, ημερ. 15/2/2016, αποφάσισε πως το Άρθρο 8 (3)(ε) της Οδηγίας 2013/13/ΕΕ δεν παραβιάζει το επίπεδο προστασίας που προβλέπει το Άρθρο 5(1)(στ) της ΕΣΔΑ.

 

Υποστηρίχτηκε, επίσης, από πλευράς του Εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε το κατά πόσο οι Εφεσίβλητοι παρουσίασαν οποιοδήποτε στοιχείο που να αποδεικνύει ότι η συνέχιση και διάρκεια της κράτησης του Εφεσείοντα είναι στενά συνδεδεμένη με τους σκοπούς για τους οποίους αυτή διατάχθηκε εξ αρχής.

 

Επισημαίνεται ότι για να κριθεί ότι η διάρκεια της κράτησης έχει καταστεί αδικαιολόγητα παρατεταμένη, θα πρέπει να ελεγχθεί υπό το φως των προνοιών του Άρθρου 9ΣΤ(4)(α) του Νόμου. Σύμφωνα με το Άρθρο αυτό, η κράτηση ενός αιτητή θα πρέπει να έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και να διαρκεί μόνο για όσο χρονικό διάστημα ισχύει ο λόγος κράτησης. Ταυτοχρόνως, εξετάζεται κατά πόσο οι ανάλογες και σχετικές διοικητικές διαδικασίες που διεξάγονται και συνδέονται με το λόγο κράτησης εκτελούνται χωρίς περιττές καθυστερήσεις.

 

Επισημαίνεται εν προκειμένω ότι η αναφορά στο εδάφιο (4)(β) του Άρθρου 9ΣΤ σε «διοικητικές διαδικασίες που συνδέονται με λόγο κράτησης που προβλέπεται στο εδάφιο (2)», του ιδίου Άρθρου, αφορούν, κατά κύριο λόγο, στις περιπτώσεις έκδοσης διατάγματος κράτησης κατά τα διαλαμβανόμενα στις παραγράφους (α) – (δ), καθώς και παράγραφο (στ), του εδαφίου (2) και παραπέμπουν σε κάποιες ενέργειες που πρέπει να διεκπεραιωθούν. Σε σχέση με το λόγο που διαλαμβάνεται στην παράγραφο (ε) του εδαφίου (2), δεν προδιαγράφεται από την ίδια την παράγραφο κάτι το οποίο πρέπει να γίνει, ενώ η κράτηση προσώπου για λόγους προστασίας της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης μπορεί να δικαιολογηθεί εφόσον εκκρεμούν διαδικασίες που αφορούν τον Αιτητή.

 

Όπως ορθά αναφέρθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, η συνέχιση της κράτησης του Εφεσείοντα για το διάστημα για το οποίο η αίτηση του για διεθνή προστασία εκκρεμοδικεί, ενόψει της προσφυγής που καταχώρησε εναντίον της απορριπτικής στο αίτημα του για διεθνή προστασία Απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, δικαιολογείτο στο βαθμό που εξακολουθούσε να ισχύει ο λόγος κράτησής του. Εν προκειμένω, η συνέχιση της κράτησης του συνδέεται με την ολοκλήρωση των διαδικασιών τις οποίες ο ίδιος ο Εφεσείων εγείρει στο πλαίσιο του αιτήματος του να τύχει διεθνούς προστασίας. Εκκρεμούσης δε της προσφυγής που ο Εφεσείων - ως είχε δικαίωμα - καταχώρησε εναντίον της Υπηρεσίας Ασύλου, αυτός εξακολουθεί να θεωρείται αιτητής διεθνούς προστασίας με αποτέλεσμα να μην μπορεί να απελαθεί. Εν ολίγοις, μέχρι την τελική εκδίκαση της Προσφυγής του (ΔΔΠ 74/2019) δεν μπορεί να ενεργοποιηθεί διάταγμα για απέλαση του Εφεσείοντα αφού τούτος θεωρείται ως αιτητής διεθνούς προστασίας.

 

Η παραπομπή της συνήγορου του Εφεσείοντα στην απόφαση του ΕΔΑΔ, A. αnd Others v. United Kingdom, Application No. 3455/2005, 19/2/2009, δεν θεωρούμε ότι είναι σχετική. Πρόκειται για υπόθεση όπου κρίθηκε ότι άτομα που κρατούνταν για παρατεταμένη διάρκεια για λόγους εθνικής ασφάλειας, χωρίς οποιαδήποτε προοπτική απέλασης, κρατούνταν κατά παράβαση του Άρθρου 5(1) της ΕΣΔΑ.

 

Μέσω του Έκτου Λόγου Έφεσης προβλήθηκε, επίσης, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει τη νομιμότητα της διάρκειας της κράτησης του Εφεσείοντα, από απόψεως συνθηκών κράτησης, κρίνοντας ότι οι συνθήκες κράτησης του Εφεσείοντα δεν συνδέονται με την πρωτόδικη Αίτηση και τη διάρκεια κράτησης του, παραβιάζοντας έτσι την ΕΣΔΑ αφού η επ’ αόριστο κράτηση αιτητή ασύλου σε εγκαταστάσεις όπου κρατούνται προσωρινά πρόσωπα προς απέλαση και στις συνθήκες που περιγράφει ο Εφεσείων στην ένορκη δήλωση του, καθιστά την κράτηση του παράνομη κατά την έννοια του Άρθρου 5 της ΕΣΔΑ.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας την εισήγηση της                                               κας Χαραλαμπίδου, ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να λάβει υπόψη τις άσχημες συνθήκες κάτω από τις οποίες κρατείται ο Εφεσείων στη Μενόγεια, ανέφερε ότι τα στοιχεία που ο Εφεσείων είχε παραθέσει στην ένορκη δήλωση του, ότι δηλαδή ο τόπος κράτησης του δεν ήταν ικανοποιητικός, τα σεντόνια ήταν βρώμικα και το φαγητό που είναι συνήθως ρύζι και μακαρόνια είναι άψητο, δεν συνδέονταν με την υπό κρίση Αίτηση.

 

Όπως προκύπτει, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τη σχετική εισήγηση στη βάση των στοιχείων που είχαν τεθεί ενώπιον του και αποφάσισε ότι αδυνατούσε, κατ’ ουσία, να διαπιστώσει την όποια σύνδεση αυτών των στοιχείων με την υπόθεση.

 

Με άλλα λόγια, δεν ήταν αντιληπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο, και αυτό είναι που έχει στην πραγματικότητα λεχθεί, γιατί οι συνθήκες κράτησης του Εφεσείοντα επηρέαζαν, με οποιοδήποτε τρόπο, την όλη υπόθεση ή θα δικαιολογούσαν την απελευθέρωση του υπό όρους στην απουσία συγκεκριμένων δεδομένων και στοιχείων, τα οποία να είναι αποκαλυπτικά συμπεριφοράς ή μεταχείρισης τέτοιας που να ξεφεύγει του ανθρωπιστικού πλαισίου.

 

Μέσω του Έβδομου Λόγου Έφεσης προβλήθηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν άσκησε τη δικαιοδοσία του για επιβολή εναλλακτικών της κράτησης μέτρων.

 

Δεδομένου του λόγου που ο Εφεσείων κρατείται, ήτοι η ασφάλεια του Κράτους, δεν ετίθετο θέμα εξέτασης εναλλακτικών τρόπων κράτησης ή όρων για απελευθέρωσή του.

 

Πέραν και ανεξάρτητα από την πιο πάνω διαπίστωση, το Διοικητικό Δικαστήριο στην Προσφυγή υπ’. αρ. 442/2019 εξέτασε τη δυνατότητα καθορισμού εναλλακτικών μέτρων, αντί της κρατήσεως του Εφεσείοντα, κατά το Άρθρο 9ΣΤ(3) του Νόμου, κρίνοντας ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν θα μπορούσαν τέτοια μέτρα να εξυπηρετήσουν αποτελεσματικά το σκοπό της κράτησης, που είναι η προστασία της εθνικής ασφάλειας και ότι «για αυτό το λόγο ορθώς δεν επιλέγηκαν από την καθ΄ης η αίτηση».

 

Η υπόθεση C-146/2014, PPU Mahdi, την οποία επικαλέστηκε η πλευρά του Εφεσείοντα για να υποστηρίξει τη θέση ότι το Δικαστήριο έχει εξουσία να αποφασίσει το πλαίσιο άσκησης ελέγχου αναγκαιότητας και αναλογικότητας της διάρκειας της κράτησης, κατά πόσο μπορούσαν να επιβληθούν άλλα εναλλακτικά της κράτησης μέτρα, ηπιότερης μορφής, δεν τυγχάνει εφαρμογής στην προκείμενη περίπτωση. Η εν λόγω υπόθεση αφορά στην περίπτωση παράτασης διατάγματος κράτησης παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών με βάση την Οδηγία 2008/115/ΕΕ. Σε τέτοια περίπτωση η στέρηση της ελευθερίας δυνάμει του Άρθρου 15 της Οδηγίας θα πρέπει να έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και να διατηρείται μόνο καθόσον χρόνο η διαδικασία απομακρύνσεως εξελίσσεται και εκτελείται με τη δέουσα επιμέλεια. Θα πρέπει, επίσης, να υπόκειται σε επανεξέταση ανά εύλογα χρονικά διαστήματα. Καθορίζεται δε ως μέγιστη διάρκεια στερήσεως της ελευθερίας αυτή των 18 μηνών.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους όλοι οι Λόγοι Έφεσης αποτυγχάνουν και η Έφεση απορρίπτεται.

 

 

 

                                                Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π.

 

 

 

                                                Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

 

 

                                                Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

                                               

 

 

                                                Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

                                               

 

 

                                             Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.



[1]3.   Ο αιτών μπορεί να υποβληθεί σε κράτηση μόνο:

…………………………………………………………………………………………………

ε)

όταν απαιτείται για την προστασία της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης,

 

[2]1.   Η κράτηση αιτούντος έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και εφαρμόζεται μόνο για όσο διάστημα ισχύουν οι λόγοι που καθορίζονται στο άρθρο 8 παράγραφος 3.

Οι διοικητικές διαδικασίες που συνδέονται με τους λόγους κράτησης που καθορίζονται στο άρθρο 8 παράγραφος 3 εκτελούνται χωρίς περιττές καθυστερήσεις. Καθυστερήσεις των διοικητικών διαδικασιών που δεν μπορούν να αποδοθούν στο αιτούντα δεν δικαιολογούν συνέχιση της κράτησης.

 

[3]

49

 Επιτρέποντας την κράτηση αιτούντος όταν αυτό απαιτείται για την προστασία της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξεως, το άρθρο 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2013/33 προβλέπει περιορισμό της ασκήσεως του δικαιώματος στην ελευθερία το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 του Χάρτη.

 

50

Εντούτοις, κατά το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη κάθε περιορισμός στην άσκηση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που αναγνωρίζονται σε αυτόν πρέπει να προβλέπεται από τον νόμο και να σέβεται το βασικό περιεχόμενο των εν λόγω δικαιωμάτων και ελευθεριών. Τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, περιορισμοί επιτρέπεται να επιβάλλονται μόνον εφόσον είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγματικά σε σκοπούς γενικού συμφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών τρίτων.

53.Δεδομένου ότι η προστασία της εθνικής ασφάλειας και της δημόσιας τάξεως αποτελεί τον σκοπό του άρθρου 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο ε΄, της οδηγίας 2013/33, διαπιστώνεται ότι μέτρο κρατήσεως βάσει της διατάξεως αυτής ανταποκρίνεται πράγματι σε σκοπό γενικού συμφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση. Κατά τα λοιπά, η προστασία της εθνικής ασφάλειας και της δημόσιας τάξεως συμβάλλει επίσης στην προστασία των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των τρίτων. Ως προς το σημείο αυτό, το άρθρο 6 του Χάρτη διακηρύσσει το δικαίωμα κάθε προσώπου όχι μόνο στην ελευθερία, αλλά επίσης και στην ασφάλεια (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Digital Rights Ireland κ.λπ., C‑293/12 και C‑594/12, EU:C:2014:238, σκέψη 42).

[4]Δέστε παράγραφο 125.

[5]37. In the proceedings before the Court, the Government produced a redacted version of the classified document which had allegedly served as the grounds on which the impugned assessment had been based. The only fact emerging from that document that was sufficient to consider the applicant as a security risk was her alleged knowledge of and support for other people’s involvement in the commission of multiple thefts and acts of concealment (see paragraph 12 above). The document contains no indication capable of establishing the number and identity of those people or the applicant’s relationship, if any, with them. It further stated that the applicant had lived in a common-law partnership with a Macedonian national and had been obtaining a monetary allowance on the basis of her asylum.”


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο