ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗ v. ΜΙΧΑΗΛ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΦΟ ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ ΘΕΟΦΙΛΟΥ ΜΙΧΑΗΛ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΦΟ, Πολιτική Έφεση Αρ. 304/13, 16/7/2021

ECLI:CY:AD:2021:A316

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                          Πολιτική Έφεση Αρ. 304/13

 

 

16 Ιουλίου, 2021

 

 

 

[Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.Δ.]

 

 

ΜΕΤΑΞΥ:

 

XXX ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗ

 

                                                    Εφεσείοντα/Καθ’ ου η Αίτηση

 

 

ΚΑΙ

 

XXX ΜΙΧΑΗΛ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΦΟ ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ

ΤΗΣ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ

ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ ΘΕΟΦΙΛΟΥ ΜΙΧΑΗΛ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΦΟ

 

                                                          Εφεσίβλητης/Αιτήτριας

…………..

 

 

Αλ. Αλεξάνδρου, με Έλ. Αλεξάνδρου (κα), για Εφεσείοντα.

Μ. Γεωργιάδης, για Τηλέμαχος & Μιλτιάδης Γεωργιάδης ΔΕΠΕ, για Εφεσίβλητη.

 

………….

 

Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ν.Γ. Σάντη.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

      Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: Αντικείμενο της παρούσας έφεσης συνιστά η επί της ουσίας απόφαση του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων («το Πρωτόδικο Δικαστήριο»), ημερομηνίας 12.9.13 («η Πρωτόδικη Απόφαση»), διά της οποίας, στο πλαίσιο εκδίκασης της Αίτησης Έξωσης 20/09 ημερομηνίας 8.5.09 («η Αίτηση Έξωσης»), εκδόθηκε υπέρ της Εφεσίβλητης/Αιτήτριας («η Εφεσίβλητη») και εναντίον του Εφεσείοντα/Καθ’ ου η αίτηση («ο Εφεσείων»), διάταγμα για ανάκτηση συγκεκριμένου καταστήματος σε κτηριακό συγκρότημα στην Κάτω Πάφο («το κατάστημα»), καθώς και για απόδοση οφειλόμενων ενοικίων, υπολοίπων ενοικίων και ενδιάμεσων οφελών μέχρι την παράδοση του καταστήματος προς την Εφεσίβλητη. Η Πρωτόδικη Απόφαση - και η εκτέλεση του διατάγματος ανάκτησης - αναστάλθηκε υπό τους όρους που αναφέρονται στην Πρωτόδικη Απόφαση. Περιπλέον, το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε Ανταπαίτηση του Εφεσείοντα για την έκδοση διατάγματος κατά την Εφεσίβλητης για «… να προβεί σε εργασίες επισκευής και συντήρησης …» τού καταστήματος ώστε τούτο «… να είναι ασφαλές και σε λειτουργήσιμη κατάσταση», όπως και ποσό €4.800,00 «… τα οποία ο καθ’ ου η αίτηση κατάβαλε και λεπτομερώς αναφέρεται ανωτέρω» (η περικοπή είναι αυτούσια ως και όλες οι άλλες στο ανά χείρας κείμενο).

 

 

      Ο Εφεσείων προσβάλλει την Πρωτόδικη Απόφαση με οκτώ λόγους έφεσης. Από αυτούς, οι λόγοι έφεσης 2, 3, 4, 5, 6, 7 και 8 πλήττουν ευθέως την αξιολόγηση της μαρτυρίας από το Πρωτόδικο Δικαστήριο και τα αντίστοιχα ευρήματα του. Από αυτούς, οι λόγοι έφεσης 2 και 3 αφορούν (και) στην απόρριψη της Ανταπαίτησης. Κατά τα άλλα, ο λόγος έφεσης 1 προσβάλλει την - διά ενδιάμεσης απόφασης ημερομηνίας 14.7.11 («η Ενδιάμεση Απόφαση») - απόρριψη αιτήματος του Εφεσείοντα ημερομηνίας 2.6.11 για τροποποίηση του δικογράφου της Απάντησης η Αίτηση Τροποποίησης»). Με την Ενδιάμεση Απόφαση είχε απορριφθεί εγχείρημα του Εφεσείοντα να αποσύρει παραδοχή του στην Απάντηση αναφορικώς προς το ιδιοκτησιακό καθεστώς του καταστήματος και να ισχυριστεί πως «… ο ρηθείς αποβιώσας δεν είναι ιδιοκτήτης του επίδικου υποστατικού και κατ’ επέκταση δεν νομιμοποιείται στην καταχώρηση της παρούσας αίτησης και δεν είχε οποιονδήποτε αγώγιμο δικαίωμα εναντίον του καθ’ ου η αίτηση. Ιδιοκτήτρια του επίδικου υποστατικού ήταν και είναι η εταιρεία FAPRIKAS TOURIST ENTERPRISES LTD».

 

      Προτού επιληφθούμε εξειδικευμένως τους λόγους έφεσης, παρεμβάλλουμε (με τη δική του δικονομική σημασία στα πράγματα), ότι ο Εφεσείων είχε προσβάλει την Ενδιάμεση Απόφαση διά της Έφεσης 293/11, την οποία όμως επέκεινα απέσυρε για να προωθήσει τις επί τούτω εναντιώσεις του στην τρέχουσα έφεση.

 

      Περνούμε στους λόγους έφεσης.

 

      Σε πρώτο στάδιο, θα ενασχοληθούμε με τους λόγους έφεσης 1, 4, 5, 6, 7 και 8 (οι οποίοι σχετίζονται προς την επιτυχία πρωτοδίκως της Αίτησης Έξωσης).

 

      Θα ακολουθήσει η ανάλυση των λόγων έφεσης 2 και 3 που αφορούν στην απόρριψη της Ανταπαίτησης από το Πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

      Κάποιες πτυχές των λόγων έφεσης φαίνεται να αλληλοεπικαλύπτονται μεταξύ τους. Είτε σε ό,τι αφορά στους λόγους έφεσης που στρέφονται ευθέως προς τα ευρήματα που άπτονται της επιτυχίας της Αίτησης Έξωσης είτε στους λόγους έφεσης που επικεντρώνονται (κυρίως) στα περί της Ανταπαίτησης.

 

      Θα αρχίσουμε με τον λόγο έφεσης 1 ο οποίος αφορά στην Ενδιάμεση Απόφαση και που κατατάσσεται από τον Εφεσείοντα (ως ρητώς καταγράφεται στο περίγραμμα αγόρευσης του ευπαίδευτου δικηγόρου του), ως ένα «… από τα βασικότερα παράπονα …» που προωθείται με την έφεση.

 

      Ο Εφεσείων προτάσσει ότι η απόρριψη της Αίτησης Τροποποίησης είναι εσφαλμένη. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, λέγει ο Εφεσείων, βρήκε λαθεμένως, πως η αποδοχή του αιτήματος θα έβλαπτε ανεπανόρθωτα την Εφεσίβλητη επειδή είχε ήδη αρχίσει η ακροαματική διαδικασία, με την Εφεσίβλητη να συμπληρώνει την ένορκη μαρτυρία της και ότι, αν αντίθετη ήταν η δικαστική απόληξη, η Εφεσίβλητη θα έπρεπε να προσάγει μαρτυρία επί των σημείων που θα εισάγονταν διά της τροποποίησης. Υπό αυτές τις συνθήκες, διατείνεται ο Εφεσείων, τούτος στερήθηκε του δικαιώματος να προβάλει το σύνολο της υπεράσπισης του ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου κατά τρόπον αποδοτικό και συνταγματικώς θεμιτό.

 

      Η Εφεσίβλητη αντιτείνει πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε εντός του παρεχόμενου δικαιοδοτικού πλαισίου. Εν πάση περιπτώσει (προτάσσει προσέτι η Εφεσίβλητη), οι θέσεις του Εφεσείοντα είναι παραπλανητικές διότι, ως διαπίστωσε σχετικώς το Πρωτόδικο Δικαστήριο στην Ενδιάμεση Απόφαση, υπήρξε κακή πίστη από μέρους του στην υποβολή και προώθηση της Αίτησης Τροποποίησης, δοσμένου ότι τούτος ήξευρε για τα περί του ιδιοκτησιακού καθεστώτος του Καταστήματος πολύ πριν από την 31.5.11.

 

      Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έπραξε σωστά.

 

      Επεξηγούμε.

 

      Ως καταγράφεται από τον ομνύοντα/Εφεσείοντα στην παράγραφο 3 της ένορκης δήλωσης ημερομηνίας 2.6.11 (η οποία επικουρεί την Αίτηση Τροποποίησης), τούτος είχε πει πως πληροφορήθηκε «… στις 31.5.2011 δια μέσω του δικηγόρου μου από το Κτηματολόγιο ότι το επίδικο υποστατικό δεν είναι ιδιοκτησίας του αποβιώσαντος και ότι ο ιδιοκτήτης του υποστατικού είναι η εταιρεία FΑPRIKAS TOURIST ENTERPRISES LTD». Η θέση του αυτή ήταν αναληθής μια που, τωόντι (και ορθώς το εντόπισε το Πρωτόδικο Δικαστήριο), η Εφεσίβλητη είχε αντεξεταστεί σχετικώς (ως προς το ιδιοκτησιακό καθεστώς του Καταστήματος την 10.2.11), τρεις και πλέον μήνες πριν από την ημερομηνία που ο Εφεσείων δήλωσε ενόρκως πως είχε μάθει ότι το Κατάστημα δεν ήταν, υποτίθεται, ιδιοκτησίας του αποβιώσαντος και πως μέχρι τότε (ως συνάγεται και από την παράγραφο 4 της ένορκης δήλωσης του), τελούσε υπό πλάνη για το ζήτημα. Μάλιστα, την 10.2.11 (κατά την αντεξέταση της Εφεσίβλητης), είχε υποβληθεί προς αυτήν ευθέως από τον δικηγόρο του Εφεσείοντα ότι «… ιδιοκτήτης δεν είναι ο Αιτητής, ο σύζυγος σας, αυτών των υποστατικών», με την μάρτυρα να δηλώνει το αντίθετο. Επομένως, ο Εφεσείων επιχείρησε ενόρκως (διά της Αίτησης Τροποποίησης), να παρουσιάσει μια αλλοιωμένη εικόνα των κινήτρων του στοχεύοντας να προκαταβάλει, μάλλον, τις οποιεσδήποτε ενστάσεις θα μπορούσαν πιθανώς να εγερθούν από την Εφεσίβλητη για το ζήτημα της καθυστέρησης στην υποβολή της Αίτησης Τροποποίησης, εξού και ο Εφεσείων επέλεξε να προσδιορίσει την 31.5.11 ως την ημερομηνία που υποτίθεται έμαθε για το ιδιοκτησιακό ζήτημα, δύο τόσες μέρες δηλαδή πριν από την καταχώριση της Αίτησης Τροποποίησης.

 

      Η κατ’ ενάσκησιν διακριτικής ευχέρειας του Πρωτόδικου Δικαστηρίου απόρριψη της Αίτησης Τροποποίησης (και για το ζήτημα της έλλειψης καλής πίστης), ήταν ορθή - και θα λέγαμε η μόνη λελογισμένη υπό τις συνθήκες - και ευθυγραμμισμένη με τη διαχρονικώς σαφή επί τούτω νομολογία η οποία καθορίζει ότι η κακοπιστία εκ πλευράς αιτητή σε τέτοια αιτήματα μπορεί, από μόνη της ή και σε συνδυασμό με άλλες μεταβλητές, να οδηγήσει (έχοντας πρεπόντως καταδειχθεί με επαρκή μαρτυρία), σε άρνηση τέτοιων αιτημάτων (βλ. Κώστας Παφίτης και Υιοί Λτδ ν Γενικού Εισαγγελέα της Κυπριακής Δημοκρατίας (2012) 1(Α) ΑΑΔ 745, 751, Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος ΑΕ και Άλλων ν Βιομηχανία Χαρίλαος Αλωνεύτης Λτδ και Άλλων (2002) 1(Α) ΑΑΔ 237, 244, Αgini v Εθνικής Τράπεζας Ελλάδος ΑΕ (1999) 1(Α) ΑΑΔ 11, 14, Federal Bank of Lebanon ν Σιακόλα (1998) 1(Ε) ΑΑΔ 44, 52, SABA & Co (TMP) v TMP Agents (1994) 1 AAΔ 426, 432, United Sea Transport Co Ltd & Another v Zakou (1980) 1 CLR 510, 515, Associated Leisure Ltd & Others v Associated Newspaper Ltd (1970) 1 All ER 754, Georghiou and Another v Pistolia (1969) 1 CLR 613, 614).

 

      Η επιδειχθείσα κακή πίστη του Εφεσείοντα - επί ενός ζητήματος μάλιστα που θα μπορούσε και να τύγχανε διαφορετικής πραγμάτευσης από αυτόν (με δεδομένο και τον ορισμό του όρου «ιδιοκτήτης» στο άρθρο 2 του Περί Ενοικιοστασίου Νόμου 23/83)[1] - υπέσκαψε τον πυρήνα της υποχρέωσης που είχε για να παράσχει προς το Πρωτόδικο Δικαστήριο γνήσιες και ικανοποιητικές εξηγήσεις για την καθυστέρηση στην υποβολή της Αίτησης Τροποποίησης.

 

      Θεωρούμε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο θα μπορούσε και να απορρίψει την Αίτηση Τροποποίησης άνευ ετέρου - ενασκώντας εννοείται τη διακριτική του ευχέρεια - λόγω, ακριβώς, και της προειρημένης κακοπιστίας του Εφεσείοντα (βλ. Κώστας Παφίτης και Υιοί Λτδ ν Γενικού Εισαγγελέα της Κυπριακής Δημοκρατίας (2012) 1(Α) ΑΑΔ 745, 751, Lawrance v Norreys (1888) 39 Ch D 213, 221, 235, Eτήσια Δικονομική Πρακτική 1954, σελ. 458).

       

      Ως εκ της κατάληξης, παρέλκει, κρίνουμε, η συζήτηση οιασδήποτε άλλης έκφανσης άπτεται της Ενδιάμεσης Απόφασης.

 

      Ο λόγος έφεσης 1 απορρίπτεται.

 

      Με τον λόγο έφεσης 4, ο Εφεσείων προτείνει πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο, σφαλερώς, ενώ κατ’ ουσίαν αποδέχθηκε τη μαρτυρία του xxx Παπανικολάου (ΜΚ2), σε επακόλουθο στάδιο προχώρησε να απορρίψει τη μαρτυρία αυτή «… με την αιτιολογία ότι εμποτίστηκε από μια τάση υπερβολής …».

 

      Δεν έχουν έτσι τα πράγματα.

 

      Δεν παραπεμφθήκαμε από τον δικηγόρο του Εφεσείοντα σε κάτι που θα μπορούσε να πλήξει τη μαρτυριακή αξιολόγηση τού Πρωτόδικου Δικαστηρίου. Έχει καταστεί πια τετριμμένο - με αμετάβλητη ωστόσο και εξέχουσα τη σπουδαιότητα που η αρχή αυτή εκφράζει - πως μόνον εκεί που τα πρωτόδικα συμπεράσματα και ευρήματα περί αξιοπιστίας μαρτύρων και μαρτυρίας (κρινόμενα αντικειμενικώς), δεν είναι ευλόγως επιτρεπτά ή αντιστρατεύονται την κοινή λογική και δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία (ή κρίνονται ανυπόστατα ως ουσιωδώς αντιφατικά), μπορεί αναλόγως να υπάρξει εφετειακή επέμβαση (βλ. Περατικού ν Ελληνικής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ, ΠΕ 287/13, ημ. 16.6.21, ECLI:CY:AD:2021:A254, Φιλίππου ν Parkin, Έφεση 12/18, ημ. 6.4.21).

 

      Η συμπεριφορά των πραγματογνωμόνων στο εδώλιο του μάρτυρα δεν θεωρείται, στην κανονική πορεία των πραγμάτων, τόσον σημαντική όσον των άλλων μαρτύρων (βλ. Genzyme Corporation v Kayat Trading Limited, ΠΕ 19/14, ημ. 25.5.18, Αθηνής ν Δημοκρατίας (1990) 2 ΑΑΔ 41, 62-65). Αυτό, βεβαίως, δεν υποδηλοί πως οι πραγματογνώμονες μάρτυρες αξιολογούνται εκτός των καθιερωμένων αρχών, ή ότι αντικρίζονται διαφορετικώς από τους υπόλοιπους μάρτυρες (βλ. ΠΕ ν ΚRU, Έφεση 23/18, ημ. 3.12.19, Κοινοτικό Συμβούλιο Ομόδους ν Κονναρή (2011) 1(Γ) ΑΑΔ 2298, 2309-2310, Ψάλτης ν Αστυνομίας (2001) 2 ΑΑΔ 113, 119).

 

      Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως, μολονότι ο μάρτυς δεν είπε ψέματα αλλά «… ήθελε να βοηθήσει τον Καθ’ ου η Αίτηση στην υπόθεση του …», δεν αρκούσε στο να βοηθήσει τον Εφεσείοντα «… υπό το φως των απαιτήσεων στην Ανταπαίτηση, της νομοθεσίας σε σχέση με την Απαίτηση και τη δική του διαπίστωση ότι η αιτία των προβλημάτων στο επίδικο έχει αντιμετωπιστεί …».

 

      Το Πρωτόδικο Δικαστήριο είχε τη δυνατότητα - και την ενάσκησε - να χρησιμοποιήσει τη μαρτυρία του πραγματογνώμονα μάρτυρα για να καταλήξει στα δικά του ανεξάρτητα συμπεράσματα δίχως να είναι υποχρεωμένο να αποδεχθεί το σύνολο της μαρτυρίας του ή, ακόμη, οποιοδήποτε μέρος αυτής (βλ. Παπαχριστοφόρου ν Κυπριακής Δημοκρατίας (2000) 1(Α) ΑΑΔ 488, 490-492).

 

      Η αξιολόγηση του μάρτυρα υπήρξε επαρκώς αιτιολογημένη. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε κατά βάσιν τον μάρτυρα ως αξιόπιστο και προχώρησε να αποδεχθεί μέρος της μαρτυρίας του ως αληθές (εκείνο που αφορούσε στην ύπαρξη προβλημάτων στο Κατάστημα), θεωρώντας το υπόλοιπο της μαρτυρίας του ως μιασμένο από υποκειμενικότητα προς όφελος του Εφεσείοντα, κατατάσσοντας έτσι την αποδεικτική βαρύτητα της μαρτυρίας του μάρτυρα ως ανεπαρκή για οποιοδήποτε άλλο λόγο πέραν εκείνων που το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε. Τούτη η μεθοδολογία του Πρωτόδικου Δικαστηρίου - και η δυνατότητα που είχε να αποδεχθεί αιτιολογημένως τη μαρτυρία ενός κατά βάσιν αξιόπιστου μάρτυρα και να απορρίψει το υπόλοιπο της - είναι αποδεκτή και αποτελεί (και τούτη) μια ακόμη έκφανση του ευρύτατου πεδίου αξιολογικής δράσης των πρωτόδικων δικαστηρίων (βλ. Περατικού ν Ελληνικής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ, ΠΕ 287/13, ημ. 16.6.21, ECLI:CY:AD:2021:A254, Φάρμα Ρένος Χ’’ Ιωάννου Δημόσια Εταιρεία Λτδ ν Χίννη (2012) 1 (Β) ΑΑΔ 1331, 1333-1334).

 

      Ο λόγος έφεσης 4 απορρίπτεται.

      Εν σχέσει προς τον λόγο έφεσης 5 και το παράπονο του Εφεσείοντα περί αναξιοπιστίας και διάτρητης μαρτυρίας του xxx Ζαννέτου (ΜΑ2), ο οποίος επίσης κατέθεσε ως πραγματογνώμονας, δεν διακρίναμε οτιδήποτε που να τείνει, έστω, να ταυτιστεί με τις απόψεις που εξέφρασε ο κ. Αλεξάνδρου.

 

      Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εξονύχισε τη μαρτυρία του υπό αναφοράν μάρτυρα βάσει των αρχών που διέπουν τη μαρτυρία πραγματογνωμόνων, ως τις υπενθυμίσαμε ενασχολούμενοι με τον λόγο έφεσης 4. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αφιέρωσε προς τούτο πέντε τόσες πυκνογραμμένες σελίδες όπου λεπτομερώς και διά αντιπαραβολής προς το περιεχόμενο άλλης προφορικής και έγγραφης μαρτυρίας, εξήγησε πειστικώς και καλώς τους λόγους για τους οποίους δέχθηκε τη μαρτυρία του μάρτυρα ως επιστημονικώς βοηθητική για το Δικαστήριο.

 

      Δεν υφίσταται περιθώριο παρέμβασης μας.

 

      Ο λόγος έφεσης 5 απορρίπτεται.

 

      Οι λόγοι έφεσης 6, 7 και 8 αφορούν (και τούτοι) στην απόπειρα του Εφεσείοντα να αμφισβητήσει την αξιολόγηση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου για «… το κεφαλαιώδες ζήτημα της διαφοράς που προέκυψε μεταξύ των διαδίκων και δη ότι η άρνηση του εφεσείοντα στην καταβολή των ενοικίων οφείλετο στην κακή κατάσταση του επίδικου υποστατικού και ότι ο εφεσείοντας ήταν διατεθειμένος να καταβάλλει το ενοίκιο υπό την προϋπόθεση πάντοτε ότι θα επιδιορθώνετο το επίδικο υποστατικό από πλευράς της εφεσίβλητης για να μην υπάρχουν προβλήματα στην λειτουργικότητα της επιχείρησης του …» (λόγος έφεσης 6), για το ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο κακώς κατέληξε πως τα προβλήματα στο Κατάστημα δεν στάθηκαν ικανά να εμποδίσουν τη λειτουργία της επιχείρησης του Εφεσείοντα, παραλείποντας όμως το Πρωτόδικο Δικαστήριο «… να εξετάσει όμως την θέση του εφεσείοντα ότι τα προβλήματα αυτά δεν του επέτρεπαν να λειτουργεί ομαλά και απρόσκοπτα την επιχείρηση του …» (λόγος έφεσης 7) και για το ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο ενώ αποδέχτηκε τη μαρτυρία του xxx Δημητρίου (ΜΚ3), Υγειονομικού Επιθεωρητή του Δήμου Πάφου «… σε σχέση με τα προβλήματα που παρατηρούνταν στο επίδικο υποστατικό, εν τέλει δεν απόδωσε στην απόφαση του οποιανδήποτε βαρύτητα στην μαρτυρία αυτή …» (λόγος έφεσης 8).

 

      Τίποτα το ανατρεπτικό δεν καταδείχθηκε από τον Εφεσείοντα.

 

      Για τους λόγους έφεσης 6 και 7 ισχύουν κατ’ αναλογίαν (αλλά και κατ’ αρχήν), τα όσα είπαμε για τους λόγους έφεσης 4 και 5.

 

      Το μόνον που θα προσθέταμε - ως προς τον λόγο έφεσης 8 - είναι πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέδωσε στη μαρτυρία του xxx Δημητρίου (ΜΚ3), τη βαρύτητα που έκρινε ότι θα έπρεπε να της αποδοθεί. Απέγραψε πως, αν και ο μάρτυς υπήρξε «… εν πολλοίς τυπικός μάρτυρας …», τούτος κατέστησε σαφές «… ακόμη μία φορά ότι το επίδικο εξακολούθησε και εξακολουθεί να λειτουργεί ως εστιατόριο …». Περαιτέρω, ήταν η μαρτυρία αυτού του μάρτυρα, που συναπάρτισε ένα από τα σημεία αναφοράς του Πρωτόδικου Δικαστηρίου για το εύρημα του ότι ο Εφεσείων λειτουργούσε το Κατάστημα παρά την ύπαρξη των οποιωνδήποτε προβλημάτων και πως τούτα τα προβλήματα δεν ήσαν τέτοιας εμβέλειας που να δικαιολογούν «… μέτρα αναστολής της λειτουργίας του …».

 

      Η αξιολογική διεργασία του Πρωτόδικου Δικαστηρίου επί των εγειρόμενων στους επίδικους λόγους έφεσης 6, 7 και 8 υπήρξε άρτια.

 

      Δεν παρέχεται πεδίο επέμβασης μας.

 

      Οι λόγοι έφεσης 6, 7 και 8 απορρίπτονται.

 

      Περνούμε στους λόγους έφεσης 2 και 3 (που αφορούν στην Ανταπαίτηση).

 

      Σε σχέση προς τον λόγο έφεσης 2, ο Εφεσείων παραπονείται ότι ενώ το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε βασικώς την ύπαρξη προβλημάτων στο Κατάστημα, εσφαλμένως και αντινομικώς υποβάθμισε τα προβλήματα αυτά, καταλήγοντας σε εύρημα πως τούτα δεν παρεμπόδιζαν τη λειτουργικότητα της επιχείρησης του Εφεσείοντα (που στεγαζόταν στο Κατάστημα), με παρεπόμενο, το Πρωτόδικο Δικαστήριο, να απορρίψει την Ανταπαίτηση «… και να εκδώσει διάταγμα έξωσης κατά του εφεσείοντα». 

 

      Δεν συμφωνούμε.

      Ως ευστόχως υπέδειξε ο κ. Γεωργιάδης, το Πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε δεόντως όλη τη σχετική μαρτυρία. Εκτός του ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο βασίστηκε και σε παραδοχές του Εφεσείοντα για να καταλήξει στα ευρήματα του, δεν μας υποδείχθηκε επιτυχώς, παρά την προσπάθεια του κ. Αλεξάνδρου, οτιδήποτε τέτοιας απήχησης και δυναμικής, που θα μπορούσε δυνητικώς να δικαιολογήσει παρέμβαση μας.  

 

      Τα υπό συζήτησιν ευρήματα ήσαν δικαιολογημένα.

 

      Η απόρριψη της Ανταπαίτησης πήγασε από τη συνολική συνεκτίμηση όλων των σχετικών παραμέτρων από το Πρωτόδικο Δικαστήριο. Πιο συγκεκριμένα, το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε πως ο Εφεσείων απέτυχε να προσφέρει ικανοποιητική, αποδεκτή και αξιόπιστη μαρτυρία για τα ποσά που είπε ότι δαπάνησε, αποτυγχάνοντας έτσι να αποσείσει και το εφαρμοζόμενο βάρος απόδειξης. Παρομοίως, το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως, ακόμη και να δεχόταν πλήρως την εκδοχή του Εφεσείοντα για την κατάσταση του Καταστήματος «… δεν αποτελεί υπεράσπιση σύμφωνα με το Νόμο σε Αίτηση έξωσης λόγω καθυστερημένων ενοικίων. Και εφόσον η Αιτήτρια έχει επιτύχει να ικανοποιήσει τις προϋποθέσεις που θέτει ο Νόμος για την έκδοση του διατάγματος έξωσης, χωρίς ικανοποίηση τους να εξαρτάται από την πληρωμή οποιωνδήποτε υποχρεώσεων του ιδιοκτήτη, δε μπορεί παρά να αποτύχει και ούτως απορρίπτεται». Τούτο το εύρημα δεν προσβάλλεται ευθέως και εναργώς με τον λόγο έφεσης 2 (ή οποιονδήποτε άλλο λόγο έφεσης), κάτι που πλήττει και την όποια προοπτική ανατροπής του ευρήματος αυτού (βλ. Φιλίππου ν Parkin, Έφεση 12/18, ημ. 6.4.21, Omex Enterprises Ltd και Άλλων ν Elia, ΠΕ 469/2012, ECLI:CY:AD:2019:A384, ημ. 20.9.19).

 

      Το διάταγμα έξωσης καλώς εκδόθηκε αφού πληρούνταν όλες οι αφορώσες προϋποθέσεις του άρθρου 11(1) του Περί Ενοικιοστασίου Νόμου 23/83. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε ρητώς σε αυτές και τις εξέτασε στη βάση της μαρτυρίας την οποία έκρινε ως αξιόπιστη και προσηκόντως βαρύνουσα (βλ. Nat Jango Fashion Ltd v ΑΚ Ποχτζελιάν & Υιοί (Διανομείς) Λτδ, ΠΕ 105/14, ημ. 15.10.18, ECLI:CY:AD:2018:A443).

 

      Η απόρριψη της Ανταπαίτησης οφείλεται στη μη αποδοχή της μαρτυρίας του Εφεσείοντα (και των μαρτύρων του) και στην αποδοχή της μαρτυρίας της Εφεσίβλητης (και των δικών της μαρτύρων).

 

      Τίποτε λιγότερο και τίποτε περισσότερο από αυτό.

 

      Ο λόγος έφεσης 2 απορρίπτεται.

 

      Τα ίδια, τηρουμένων των αναλογιών, ισχύουν και για τον λόγο έφεσης 3, ο οποίος, αδρομερώς, άπτεται και αυτός, των λόγων απόρριψης της Ανταπαίτησης, οι οποίοι, για ό,τι τούτο θα μπορούσε να αξίζει, δεν εστιάζονται στα όσα ο Εφεσείων διισχυρίζεται στο συνοδευτικό αιτιολογικό τού υπό αναφοράν λόγου έφεσης.

      Ο λόγος έφεσης 3 απορρίπτεται.

 

      Εν κατακλείδι.

 

      Ουδείς των λόγων έφεσης ευσταθεί.

 

      Η έφεση απορρίπτεται.

 

      Τα έξοδα, ύψους €3.000,00 (συν ο ΦΠΑ αν υπάρχει), επιδικάζονται υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον του Εφεσείοντα.

 

 

 

                                                                             Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

                                                                             Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.

 

                                                                             Ν. Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.

 

 

/κβπ



[1] «… “Ιδιοκτήτης” περιλαμβάνει εν σχέσει προς οιονδήποτε ακίνητον παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον, πλην του ενοικιαστού, το οποίον δικαιούται ή θα εδικαιούτο, άνευ των διατάξεων του παρόντος Νόμου, εις κατοχήν ακινήτου …».


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο